Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

«Πήγαινε στὰ βαθιὰ»

 Δυνατὸς καὶ ἀνεπανάληπτος εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Εἶναι γνωστὸ πὼς ὅλη τὴν νύχτα ὁ Ἀπόστολος ψάρευε μὲ τοὺς συνεταίρους του στὴν λίμνη Γενησαρὲτ χωρὶς νὰ πιάσουν οὔτε ἕνα ψάρι. Ὅμως, ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πήγαινε πιὸ βαθιὰ καὶ ρίξε πάλι τὰ δίχτυα σου» καὶ, παρὰ τὴν ἀμηχανία του, ὑπάκουσε. Γέμισαν τότε τὰ δίχτυα τους ἀπὸ πλῆθος ἰχθύων. Τὸ θαῦμα εἶναι φανερό. Δείχνει τὶ ἀποτελέσματα ἔχει ἡ ὑπακοὴ στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.


Ἀλλὰ τὶ ἔχει νὰ πεῖ ὁ σύντομος αὐτὸς λόγος τοῦ Κυρίου μας σὲ κάθε ἄνθρωπο, καὶ μάλιστα σήμερα, στὴν ἐπιφανειακὴ καὶ χωρὶς βάθος ἐποχή μας; Σήμερα τρέχουμε νὰ προλάβουμε μιὰ ἔξαλλη καὶ μανιασμένη πορεία πρὸς τὸ ἀβέβαιο, πρὸς μία ἄβυσσο ἄγνωστη, ἴσως καὶ καταστρεπτική. Αὐτὸ τὸ τρέξιμο ἀνάμεσα σὲ τόσους κουρασμένους ἀνθρώπους κάνει ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη τὴν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς μας. Τρέχουμε ὅλοι «κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», χωρὶς φανερὴ αἰτία, ἀλλὰ καὶ χωρὶς δικαίωση. Δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸν ἀληθινὸ προορισμό μας. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία του ὁ ἄνθρωπος δὲν κουράστηκε περισσότερο. Μὲ τὴν πολυπραγμοσύνη, γιὰ τὴν ὁποία συχνὰ καυχιόμαστε, σκορπίζουμε ὅ,τι ἱερὸ ἔχουμε μέσα μας. Ἔτσι, ἐνῶ χάνουμε τὰ πνευματικὰ ποὺ ἰσορροποῦν τὴν σχεδία μας στὴν θάλασσα τοῦ κόσμου τούτου, γεμίζουμε τὴν πορεία μας μὲ μέριμνες καὶ βάρη μόνο γιὰ ὑλικὰ καὶ γήινα πράγματα, ὥστε νὰ κινδυνεύουμε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ βυθιστοῦμε στὸ τρικυμισμένο πέλαγος τῆς ζωῆς.


Ἐδῶ ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νὰ σταματήσει αὐτὴν τὴν ξέφρενη πορεία πρὸς τὸ ἀβέβαιο, τὸ πρόσκαιρο καὶ τὸ παροδικὸ καὶ νὰ πεῖ στὸν καθένα μας: «ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος». «Ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. 17, 21). Μέσα μας θὰ βροῦμε - ὅταν γρηγορήσουμε – τὴν εἰρήνη, τὴν γαλήνη καὶ τὴν ζωὴ ποὺ χάσαμε. Τὸ «ἐντὸς ἡμῶν ζῆν» εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωή μας, γιατὶ στὴν καρδιά, στὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας βρίσκεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως μᾶς φανερώνει ὁ μυστικὸς λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Ἡ καρδιὰ εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, ὁ ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖ, στὸ ἱερό μας, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Βαπτίσματος ἔγινε θρόνος τῆς θείας Χάριτος, πρέπει νὰ συγκεντρώσουμε εὐλαβικὸ προσκυνητή τὸν νοῦ μας, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ δοξολογήσουμε τὸν Δημιουργὸ Θεό μας. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς ὅταν λέγει: «μνημεῖον δεσποτικὸν ἡ ἑκάστου τῶν πιστῶν καρδία». Ὁ δὲ ἅγιος Ἡσύχιος τονίζει: «Ὅπως αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸν ἥλιο εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ φωτισθεῖ, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ πάντοτε σκύβει στὴν καρδιά του δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φωτισθεῖ. Ἐδῶ εἶναι ὁ καλὸς καὶ ἴσιος δρόμος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ παίρνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὴν ἀνέβαζει στὰ οὐράνια».


Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος διδάσκει: «Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει ἐν Θεῷ ἔχει περιβληθεῖ τὸ ἄφθαρτο κάλλος‧ ἡ δὲ ψυχική του ὡραιότητα μένει στὸ διηνεκές. Αὐτὸς καὶ ὅταν μιλάει σαγηνεύει καὶ ὅταν σωπαίνει διδάσκει. Συμβουλεύοντας πείθει, ἐλέγχοντας ἐπανορθώνει, διδάσκοντας εἰσακούεται, ἀπολαμβάνει τὸν σεβασμὸ καὶ σὲ ὅλους εἶναι συμπαθής. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου τοῦ δίνει συνεχεῖς ἀφορμὲς νὰ ὑμνεῖ τὸν θεῖο Δημιουργό. Σ’ αὐτὴν ἀνακαλύπτει τὴν εἰκόνα Του, χαραγμένη ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν ἀνακαλύπτει τὴν δημιουργικὴ θεία σοφία, τὴν θεία δύναμη ποὺ συνέχει τὰ πάντα, τὴν θεία πρόνοια ποὺ διαχέεται στὰ πάντα, τὴν θεία ἀγαθότητα ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ, τὴν θεία δικαιοσύνη ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ ὅλα, τὸν θεῖον νοῦ ποὺ ἐποπτεύει τὰ πάντα. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει ἐν Θεῷ βρίσκει παντοῦ τὸν Θεό. Τὸ πνεῦμα του σὰν νὰ τὸ παρασύρει ἡ λεπτὴ αὔρα τῆς θείας Χάρης, ἀνυψώνεται σὰν ἀνάλαφρο φτερὸ καὶ βιάζεται νὰ φτάσει τὸν Θεό, τὸν Ποιητή καὶ Πλάστη του. Ἡ καρδιά του ἔχει γίνει Παράδεισος, ὅπου βλάστησε τὸ δέντρο τῆς ζωῆς. Ἡ γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καρδιά του ἀναβλύζει σὰν ζωντανὸ νερὸ καὶ ἐκδηλώνεται μὲ τὶς ποικίλες μορφὲς τῆς εὐεργεσίας καὶ τῆς ἀγαθοεργίας. Μακάριος ἄνθρωπος, διότι κατανόησε τὴν ἀποστολή του καὶ πολιτεύθηκε στὴν ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν κλήση του. Μακάριος ἄνθρωπος, διότι ἔλαβε ἤδη τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς δόξας. Μακάριος ἄνθρωπος, διότι ὁ Κύριος ἑτοίμασε γι’ αὐτὸν κληρονομιὰ στὴν ἐπουράνια Βασιλεία».


Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὑπογραμμίζει: «Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἔχει τὴν ἔννοια καταναγκαστικῶν ἔργων, ἀλλὰ ὐπαγορεύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ‘‘κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ’’. Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸν Χριστό. Ὅλα αὐτὰ μυστικὰ σὰν τοὺς ἀσκητές‧ ὅπως τὸ ἀηδονάκι ποὺ κελαηδάει μέσα στὸ δάσος, στὴ σιγή. Χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ ἀκούει, νὰ τὸ ἐπαινεῖ. Πόσο ὡραῖο τὸ κελάηδημα μές στὴν ἐρημιά. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα Χριστοῦ. Εἶναι μέσα μας ὅλα αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας».


Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἐδίδασκε τὶς ἱερὲς μονάστριες τῆς Παναγίας Βοηθείας: «Πρέπει, ἀδελφές, νὰ φροντίσωμεν νὰ γίνωμεν πνευματικοί. Ὁ δὲ πνευματικὸς ἄνθρωπος ζητεῖ ὅλο τὰ τοῦ πνεύματος, πῶς δηλαδὴ νὰ ἀρέσει εἰς τὸν Χριστόν. Κοπιάζει, μοχθεῖ, εἶναι ταπεινός, εἰρηνικός, ὑπομένει ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ κάνουν, εἶναι ὑπάκουος, φιλάδελφος. ἡ ἀκοή του εἶναι ἕτοιμη νὰ ἀκούει τὰ καλά, ἡ γλῶσσα του εἶναι πρόθυμη πρὸς δοξολογία Θεοῦ. Ζητεῖ ὅλο τὰ τοῦ Πνεύματος. Μέρα-νύχτα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸν ἐπισκιάζει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ποτὲ νὰ πεῖ ψεῦδος ἢ νὰ κάμει παρακοὴν ἢ νὰ κατακρίνει ἢ ἄλλο τίποτα. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ πέσει εἰς κανένα ἀπὸ αὐτά, τὸ κελί του τὰ ξεύρει ὕστερα: τὰ δάκρυα ρέουν ποταμός… τὸ κελί του γίνεται τάφος γι’ αὐτόν. Πάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του σὰν ἕνα γεράκι γυρίζει πάντοτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ τὸν φωτίζει, τὸν δροσίζει, τὸν δυναμώνει… Ποῦ τότε νὰ ἀγγίξει ὁ σατανᾶς;»


Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης ἔλεγε: «Μέσα στὴν ἐκκλησία βρίσκουμε τὴν ὑγεία, τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς». Στοὺς μοναχούς του ἔλεγε: «Ἐμένα εἶναι περιβόλι ἡ καρδιά μου κι ἂς ἔχω πολλὲς ἀσθένειες».


Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης συμβουλεύει: «Πρέπει νὰ αὐξήσουμε τὸ φῶς γιὰ νὰ διώξουμε τὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς περιβάλλει. Πλέουμε μέσα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν χάρη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται νὰ φέρουμε τὸ φῶς στὴν ψυχή μας. Ὁ Θεὸς μᾶς τὸ χορηγεῖ πλουσιοπάροχα. Κλαίω ὅταν σκέφτομαι τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ. Οἱ πνευματικὲς χαρὲς δὲν φεύγουν, μένουν παντοτινά. Ἐνῶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ὅποια  κι ἂν εἶναι, λίγα λεπτὰ μόνο μένει καὶ μετὰ χάνεται καὶ ξεχνιέται. Ἡ χαρὰ ἡ πνευματικὴ σὲ κάνει νὰ πετᾶς».


Ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ἔλεγε σὲ πνευματικό του παιδί: «Μὴ παύσεις νὰ πηγαίνεις πλησίον τῆς πνευματικῆς πηγῆς τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ἱερὰ πρόσωπα ποὺ τὴν παρουσιάζουν στὴν πραγματικότητα. Διότι ὁ Χριστιανός, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁμοιάζει μὲ τὸ σφουγγάρι ποὺ ἔχει πάντοτε νερό. Καὶ γιὰ νὰ ἔχει νερό, πρέπει νὰ εἶναι ἢ στὴν βρύση ἢ σὲ δοχεῖο μὲ νερό. Ὅταν εἶναι μακριὰ θὰ ξεραθεῖ, ὅπως ὅταν εἶναι κοντὰ στὴν φωτιὰ τῶν πειρασμῶν, ὄχι μόνο θὰ ξεραθεῖ, ἀλλὰ καὶ θὰ καεῖ».


Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἐπισημαίνει: «Νὰ τὸ πάρουμε στὰ ζεστὰ καὶ νὰ ζήσουμε πνευματικά. Εἶναι πολὺ δύσκολα τὰ χρόνια. Ἔχει πέσει πολλὴ στάχτη, σαβούρα, ἀδιαφορία. Θέλει πολὺ φύσημα γιὰ νὰ φύγει. Οἱ παλιοὶ ἔλεγαν ὅτι θὰ ἔρθει ὥρα ποὺ θὰ κλωτσήσουν οἱ ἄνθρωποι. Πρῶτα ἔλεγαν: ‘‘πρὸς Θεοῦ’’ ἢ ‘‘τὸν ἀθεόφοβο, δὲν τὸν φοβᾶται τὸν Θεό;’’ ἢ ‘‘ἂν θέλει ὁ Θεός’’. Ἔνοιωθαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ παντοῦ, εἶχαν συνέχεια μπροστά τους τὸν Θεὸ καὶ πρόσεχαν. Ζοῦσαν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ψαλμωδός: «Προωρώμην τὸν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διὰ παντὸς ἵνα μὴ σαλευθῶ» (Ψαλμ. 15, 8). Ἡ ἐπαφὴ μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους πολὺ βοηθάει καὶ δίνει ὄρεξη μεγάλη γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι γιὰ βόλεμα. Θὰ πεθάνουμε ποὺ θὰ πεθάνουμε, τοὐλάχιστον νὰ πεθάνουμε σωστά».


Ἀγαπητοί μου,


Τὸ «ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος» τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μᾶς προτρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἑστία μας. Νὰ στρέψουμε τὸν νοῦ στὴν καρδιά μας καὶ νὰ ζήσουμε πνευματικὴ ζωή. Γιὰ νὰ ὑψωθεῖ ὅμως ἡ καρδιά μας πρὸς τὸν Θεό, πρέπει διαρκῶς νὰ θεωρεῖ καὶ νὰ βλέπει πρὸς τὰ ὑψηλά, νὰ εἶναι λεπτὴ καὶ ἐλαφριά. Ὅπως ἀκούσαμε, μᾶς τὸ ξεκαθάρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τοὺς ὁποίους ἔχουμε ὡς πρότυπα καὶ ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τους. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ἐδῶ θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν οὐσία τῆς ζωῆς. Θὰ ἔχουμε γαλήνη καὶ σταθερότητα σ’ αὐτὸν τὸν παράλογο κόσμο, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐξασφαλίσουμε τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ἐμᾶς στὴν οὐράνια Βασιλεία Του.


Ἡ μυρίπνοος αὔρα τοῦ ποιητῆ Βερίτη θὰ μᾶς δώσει τὸ τελευταῖο μήνυμα γιὰ σήμερα: « ‘‘Ἰδοὺ θυσία μυστική….’’


Κι εἶν’ ἡ καρδιά μου νηστικὴ


Γιὰ φῶς, χαρὰ κι ἀλήθεια.


Ἐσὺ τὸ ξέρεις πὼς πεινῶ


Σὺ μόνο βλέπεις τὸ κενὸ


Ποὺ κλείνω μές στὰ στήθια».


Γένοιτο!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου