Σάββατο 30 Απριλίου 2022
Τι είναι στ’ αλήθεια Πάσχα;
Αντί άλλης Πασχάλιας ευχής θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφύριου, όπως τα έζησα μια Τρίτη της Διακαινησίμου στο κελλάκι του.[1] Πήγα να τον δω σαν γιατρός. Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα, με παρακάλεσε να μην φύγω. Κάθισα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεβάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπο του. Με ρώτησε:
αλήθεια Πάσχα
-Ξέρεις το τροπάριο που λέει «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…»;
-Ναι γέροντα, το ξέρω.
-Πες το.
Άρχισα γρήγορα – γρήγορα. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν· καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
-Το κατάλαβες;
-Ασφαλώς το κατάλαβα. Νόμισα πως με ρωτάει για την ερμηνεία του. Έκανε μια απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε:
-Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης… Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μια άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε αυτό το πέρασμα, αυτό το Πάσχα. Ο Χριστός μας πέρασε από τον θάνατο, στη Ζωή. Γι’ αυτό σήμερα «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν». Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την «ἀπαρχή» της «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου» ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε λίγο και συνέχισε πιο δυνατά:
-Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος και νέκρωση, άδης. Τώρα όλα χαρά, χάρις και Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε και μεις να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του… Τι ευτυχία η Ανάσταση! «Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι· να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε κι μεις να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου και τη δική μας.
Διέκοψε πάλι το λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα.
-Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε. Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου να συγκεντρώνεσαι μισό λεφτό στον εαυτό σου και να λες αργά-αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου -και στη ζωή του κόσμου όλου- έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου ’σφιξε το χέρι λέγοντας:
-Σου εύχομαι να «σκιρτάς» από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο σε πέρασε ο Αναστάς Κύριος, «ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων»… Ψάλε τώρα και το «Χριστὸς Ἀνέστη».
Υστερόγραφο δικό μου: «Ἀληθῶς ἀνέστη».
[1] Το πιο πάνω κείμενο είναι επιστολή που είχε στείλει ο μακαριστός γιατρός Γεώργιος Παπαζάχος στο περιοδικό Σύναξη το Πάσχα του 1994.
Συλλογικό έργο. Πάσχα το τερπνόν: Τώρα πια τα πάντα πλημμύρισαν φως, ο ουρανός και η γη και τα καταχθόνια, 1η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2008
Χριστός Ανέστη!
Τη νύχτα του Πάσχα, όταν η λιτανεία γύρω από την εκκλησία σταματά μπροστά στις κλειστές πόρτες, σ’ αύτη την τελική στιγμή σιγής πριν από το ξέσπασμα της αναστάσιμης χαράς, ένα συνειδητό ή ασυνείδητο ερώτημα αναδύεται στην καρδιά μας. Είναι το ίδιο ακριβώς ερώτημα που γεννήθηκε στις καρδιές των γυναικών, οι οποίες νωρίς το πρωί. «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου», έφθασαν πρώτες στον τάφο του Χριστού: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» Θα ξαναγίνει το θαύμα; Θα ξαναγίνει η νύχτα για άλλη μια φορά λαμπρότερη από τη μέρα; Θα ξαναγεμίσουμε μ’ εκείνη την ακατανόητη χαρά, που είναι τόσο ελεύθερη από τις δεσμεύσεις αυτού του κόσμου, μ’ αυτή τη χαρά που όλοι μας, αυτή τη νύχτα, αλλά και για πολλές από τις επόμενες μέρες θα την κοινοποιούμε με τον εναγκαλισμό του πασχάλιου χαιρετισμού: «Χριστὸς ἀνέστη – Ἀληθῶς ἀνέστη!» Αυτή η στιγμή πάντοτε έρχεται. Οι πόρτες ανοίγουν. Η εκκλησία είναι τώρα γεμάτη φως και εμείς εισερχόμαστε στη θριαμβική ακολουθία του Όρθρου.
Χριστός Ανέστη!
Κάπου όμως μέσα στην ψυχή παραμένει ένα ερώτημα. Τί να σημαίνουν όλα αυτά; Τί σημαίνει να γιορτάζεις το Πάσχα σ’ έναν κόσμο γεμάτο βάσανα, μίσος, κοινοτοπία και πόλεμο; Τί σημαίνει να ψάλλεις «θανάτῳ θάνατον πατήσας» και να ακούς πως «νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι», όταν ο θάνατος, αδιαφορώντας για την καθημερινή μας βιασύνη, παραμένει ακόμη η μόνη απόλυτη επίγεια βεβαιότητα;… Είναι δυνατό το Πάσχα, αυτή η φεγγοβόλα και θριαμβική νύχτα, να είναι απλώς μια στιγμιαία απόδραση από την πραγματικότητα, ένα πνευματικό μεθύσι, μετά το όποιο θα επιστρέψει, αργά ή γρήγορα η ίδια ρουτίνα, η ίδια γκρίζα πραγματικότητα, το ίδιο ανελέητο «αντίστροφο μέτρημα» ήμερων, μηνών, ετών, ο ίδιος αγώνας προς το θάνατο και την ανυπαρξία; Στο κάτω της γραφής, τόσο καιρό μας έλεγαν πως η θρησκεία είναι αυταπάτη και όπιο, μια εφεύρεση πού βοηθά τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει τη σκληρή του μοίρα, μια διαρκώς διαλυόμενη χίμαιρα. Δε θα ήταν πιο γενναίο, πιο συνεπές για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, να αποκηρύξει αυτή τη χίμαιρα και να κοιτάξει κατά πρόσωπο την απλή και σοβαρή πραγματικότητα; Ποια είναι η απάντηση σ’ όλα αυτά;
Νομίζω πως μια πρώτη δοκιμαστική απάντηση θα ήταν η εξής: δεν είναι δυνατό όλα αυτά να είναι μια επινόηση! Δεν είναι ακριβώς δυνατό τόση πίστη, τόση χαρά, τόσο φως πάνω από δύο χιλιάδες σχεδόν χρόνια να είναι μόνο μια απόδραση και μια χίμαιρα. Μπορεί μια χίμαιρα να αντέξει αιώνες; Το επιχείρημα αυτό διαθέτει κάποιο βάρος αλλά δεν είναι και τελείως πειστικό, και πρέπει να πούμε καθαρά πως δεν υπάρχει καμιά απόλυτα πειστική απάντηση, μια απάντηση ολοκληρωτικά δεκτή και δημοσιεύσιμη ως επιστημονική εξήγηση της πασχάλιας πίστης. Εδώ ο κάθε άνθρωπος μπορεί να καταθέσει τη δική του προσωπική και ζωντανή εμπειρία και να μιλήσει για τον εαυτό του. Μέσα στη ζωντανή και προσωπική εμπειρία βρίσκεις ξαφνικά το θεμέλιο όλων αυτών, ανακαλύπτεις αυτό που φώτιζε το καθετί μ’ ένα τόσο εκτυφλωτικό φως, που διαλύει πράγματι τις αμφιβολίες όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά.
Ποια εμπειρία όμως; Δεν μπορώ να την περιγράψω ή να την ορίσω διαφορετικά απ’ ό,τι ως εμπειρία του ζώντος Χριστού. Η πίστη μου στο Χριστό δεν προέρχεται από την ευκαιρία που μου δόθηκε να συμμετέχω από την παιδική μου ηλικία στον πασχάλιο εορτασμό. Ωστόσο, το Πάσχα γίνεται δυνατό, αυτή η μοναδική νύχτα γεμίζει με φως και χαρά και με μια τέτοια νικητήρια δύναμη στο χαιρετισμό, «Χριστὸς ἀνέστη, Ἀληθῶς ἀνέστη!» επειδή η ίδια η πίστη μου γεννήθηκε από την εμπειρία του ζώντος Χριστού. Πώς και πότε γεννήθηκε; Δε γνωρίζω, δε θυμούμαι. Το μόνο που ξέρω είναι πως κάθε φορά που ανοίγω το ευαγγέλιο και διαβάζω για τον Χριστό, διαβάζω τους λόγους Του, διαβάζω τη διδασκαλία Του, επαναλαμβάνω συνειδητά, με όλη μου την καρδιά και την ύπαρξη, όσα είπαν εκείνοι που εστάλησαν να συλλάβουν τον Χριστό και που επέστρεψαν στους Φαρισαίους χωρίς Αυτόν: «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ιωάν. 7, 46).
Συνεπώς αυτό που ξέρω πρώτα από όλα είναι πως η διδαχή του Χριστού είναι ζωντανή, και πως τίποτε το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Και πως αυτή η διδασκαλία είναι γι’ Αυτόν, για την αιώνια ζωή, για τη νίκη πάνω στο θάνατο, για μια αγάπη που κατακτά και ξεπερνά το θάνατο. Γνωρίζω επίσης πως σε μια ζωή όπου το καθετί φαίνεται τόσο δύσκολο και επίπονο, η μόνη σταθερά που ουδέποτε μεταβάλλεται και ουδέποτε εκπίπτει είναι αυτή η εσωτερική γνώση πως ο Χριστός είναι μαζί μου. «Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς». Έρχεται δε και δίνει το αίσθημα της παρουσίας Του μέσα από την προσευχή, από το ρίγος της ψυχής, μέσα από μια χαρά, τόσο ζωντανή όσο και ακατανόητη, μέσα από τη μυστηριακή, αλλά και τόσο βέβαιη παρουσία Του στις ακολουθίες και στα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτή δε η ζωντανή εμπειρία διαρκώς αναπτύσσεται, αυτή η γνώση, αυτή η συνειδητοποίηση που κάνει τόσο εμφανές πως ο Χριστός είναι εδώ, και πως ο λόγος Του έχει εκπληρωθεί: όποιος Με αγαπά, «καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ιωάν. 14, 21). Και είτε βρίσκομαι μέσα στο πλήθος, είτε είμαι μόνος, αυτή η βεβαιότητα της παρουσίας Του, αυτή η δύναμη του λόγου Του, αυτή η χαρά της πίστης σ’ Αυτόν παραμένει κοντά μου. Αυτή είναι η μόνη απάντηση και απόδειξη.
«Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; Τί θρηνεῖτε τὸν ἄφθαρτον ὡς ἐν φθορᾷ;» Όλος ο Χριστιανισμός συνεπώς δεν είναι παρά η εμπειρία της πίστης πού επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν να είναι η πρώτη φορά, και που έχει σαρκωθεί στις τελετές, στο λόγο, στη μουσική και στα χρώματα. Για τον άπιστο όλα αυτά ίσως φαίνονται σαν χίμαιρα· ακούει μόνο λέξεις, βλέπει μόνο ακατανόητες τελετές, και τις αντιλαμβάνεται μόνο επιδερμικά. Για τους πιστούς όμως, όλα αυτά ακτινοβολούν από μέσα, όχι ως απόδειξη της πίστης τους, αλλά ως αποτέλεσμά της, ως ζωή της στον κόσμο, στην ψυχή, στην ιστορία. Γι’ αυτό, το σκότος και η θλίψη της Μεγάλης Παρασκευής είναι για μας κάτι το πραγματικό, ζωντανό και σύγχρονο· μπορούμε να κλαίμε κάτω από το σταυρό, και να δοκιμάζουμε το καθετί που έλαβε χώρα σ’ αυτόν το θρίαμβο του κακού, της δολιότητας, της δειλίας και της προδοσίας, μπορούμε να αντικρύζουμε το ζωοδόχο τάφο το Μέγα Σάββατο με συγκίνηση και ελπίδα. Κι έτσι μπορούμε κάθε χρόνο να γιορτάζουμε το Πάσχα, την Ανάσταση. Επειδή το Πάσχα δεν είναι η ανάμνηση ενός γεγονότος του παρελθόντος. Είναι η πραγματική και χαρμόσυνη συνάντηση μ’ Αυτόν, που οι καρδιές μας Τον είχαν γνωρίσει και Τον είχαν συναντήσει από καιρό, ως ζωή και φως. Η νύχτα του Πάσχα μαρτυρεί πως ο Χριστός είναι ζωντανός και βρίσκεται μαζί μας, πως κι εμείς είμαστε ζωντανοί μαζί Του. Ολόκληρη η γιορτή είναι μια πρόσκληση να κοιτάξουμε τον κόσμο και τη ζωή, και να δούμε την ανατολή της μυστικής ημέρας της Βασιλείας του φωτός. «Σήμερον ἔαρ μυρίζει», ψάλλει η Εκκλησία, «καὶ καινὴ κτίσις ἀγάλλεται…». Αγάλλεται με πίστη, αγάπη και ελπίδα.
Ἀναστάσεως ἡμέρα,
καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει
καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν, ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς·
συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει,
καὶ οὕτω βοήσωμεν· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι,
ζωὴν χαρισάμενος.
Χριστός ανέστη!
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005
Εὐαγγέλιον ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ (Β ́ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, ΤΟΥ ΘΩΜΑ)
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 19 - 31
19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. 21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. 22 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· 23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24 Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. 26 Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. 27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. 28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. 30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση
Εἰς ἐπιβεβαίωσιν λοιπὸν τῆς μαρτυρίας ταύτης τῆς Μαρίας, ὅταν ἐβράδυασε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τὴν πρώτην τῆς ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ αἱ θύραι τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἦσαν μαζευμένοι οἱ μαθηταί, ἦσαν κλεισταὶ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν οὗτοι διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. 20 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευράν του διὰ να ἴδουν τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ πεισθοῦν, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός των. Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς ἐπιδείξεως αὐτῆς τῶν θεραπευθεισῶν πληγῶν ἐσχημάτισαν, ἐχάρησαν οἱ μαθηταί, ὅταν εἶδαν τὸν Κύριον. 21 Ὅταν λοιπὸν ἡσύχασε κάπως ἡ πρώτη σφοδρὰ συγκίνησις, ποὺ ἐδοκίμασαν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης των χαρᾶς οἱ μαθηταί, εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν κλῆσιν καὶ ἀποστολὴν των· Ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. Καθὼς μὲ ἀπέστειλεν ὁ Πατὴρ διὰ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ ἐγὼ σᾶς στέλλω πρὸς ἑξακολούθησιν τοῦ αὐτοῦ ἔργου. 22 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, προκειμένου νὰ μεταδώσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν πνοὴν τῆς νέας οὐρανίου ζωῆς, ἐνεφύσησεν εἰς τὰ πρόσωπά των, ὅπως ἄλλοτε ὁ Θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ, καὶ τοὺς εἶπε· Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. 23 Εἰς ὅποιους συγχωρήσετε τὰς ἁμαρτίας, τοὺς συγχωροῦνται αὐταὶ καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν· εἰς ὅποιους δὲ τὰς κρατεῖτε ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες. 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ποὺ ἐλέγετο ἀπὸ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν Ἑβραίους Δίδυμος, δὲν ἦτο μαζί τους, ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 25 Ὅταν λοιπὸν ἦλθε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταί· Εἴδαμεν τὸν Κύριον. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπήντησεν· Ἐὰν δὲν ἴδω μὲ τὰ μάτια μου εἰς τὰς χεῖρας του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν του, ὥστε ὄχι μόνον μὲ τὰ μάτια μου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δάκτυλά μου νὰ βεβαιωθῶ, δὲν θὰ πιστεύσω. 26 Πράγματι δὲ ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας ἦσαν πάλιν μέσα εἰς τὸ σπίτι οἱ μαθηταὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦτο καὶ ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ ἦσαν κλεισταὶ αἰ θύραι καὶ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῶν μαθητῶν καὶ εἶπεν· ἄς εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς. 27 Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμᾶν· Φέρε ἐδῶ τὸν δάκτυλόν σου. Καὶ ἐνῷ μὲ τὴν ψηλάφησίν σου θὰ ἐξετάζῃς τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, συγχρόνως καὶ μὲ τὰ μάτια σου ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου τὴν χεῖρα σου καὶ βάλε την εἰς τὴν πλευράν μου, ποὺ ἐκτυπήθη ἀπὸ τὴν λόγχην,καὶ μὴ ἀφίνῃς τὸν ἑαυτόν σου νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ὥστε νὰ γίνῃς μονίμως καὶ ἀνεπανορθώτως ἄπιστος, ἀλλὰ προόδευε καὶ στηρίζου εἰς τὴν πίστιν, ὥστε νὰ γίνῃς ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος εἰς αὐτήν. 28 Καὶ ὁ Θωμᾶς τότε ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ, ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐπίστευσες, ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριώτεροι καὶ περισσότερον καλοτύχοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, καίτοι δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως εἶδες σύ, ἐπίστευσαν. Καὶ θὰ πιστεύσουν οὕτως ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου κατὰ τὰς ἐπερχομένας γενεάς. 30 Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμεν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν μαθητῶν του καὶ πολλὰ ἄλλα ἀποδεικτικὰ θαύματα, ποὺ ἐδείκνυαν τὴν θεότητά του καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον αὐτό. 31 Αὐτὰ δέ, ποὺ ἐξεθέσαμεν, ἐγράφησαν διὰ νὰ πιστεύσετε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν προκηρυχθεὶς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ἔχετε ὡς ἀναφαίρετον κτῆμα σας τὴν νέαν καὶ θείαν καὶ αἰωνίαν ζωήν, ἡ ὁποία μεταδίδεται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου αὐτοῦ καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός του.
Ἀπόστολος ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ε´ 12 - 20
12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· 13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· 14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, 15 ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. 16 συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἱερουσαλήμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. 17 Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου 18 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. 19 ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· 20 Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.
Ερμηνευτική απόδοση
Διὰ τῶν χειρῶν δὲ τῶν ἀποστόλων ἐγίνοντο συνεχῶς πολλὰ θαύματα, ποὺ ἐδείκνυαν τὴν ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας των καὶ λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ των χαρακτῆρος προεκάλουν κατάπληξιν μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Καὶ ἐμαζεύοντο ὅλοι μαζὶ καὶ μὲ μίαν καρδίαν εἰς τὴν στοὰν τοῦ Σολομῶντος. 13 Ἀπὸ τοὺς λοιποὺς δέ, ποὺ δὲν εἶχαν πιστεύσει, κανεὶς δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ ἀνακατευθῇ μὲ αὐτοὺς καὶ νὰ ἀστειευθῇ μαζί των καὶ νὰ τοὺς συμπεριφερθῇ ὡς πρὸς συνήθεις ἀνθρώπους τοῦ δρόμου, ἀλλ’ ὁ πολὺς λαὸς τοὺς ἐτίμα καὶ τοὺς ἐγκωμίαζε. 14 Ὁλονὲν δὲ καὶ περισσότερον προσειλκύοντο πλήθη καὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπροστίθεντο εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν πιστῶν καὶ ηὔξανον αὐτόν. 15 Τόσον πολὺ δὲ ἐσέβετο αὐτοὺς ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν ἀπὸ τὰ σπίτια των εἰς τὰς πλατείας τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἔθετον ἐπάνω εἰς πολυτελῆ κρεββάτια οἱ πλουσιώτεροι καὶ εἰς πτωχικὰ καὶ πρόχειρα φορεῖα οἱ πτωχότεροι, μὲ τὸν σκοπόν, ὅταν θὰ ἐπέρνα ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος, νὰ πέσῃ ἔστω καὶ ἡ σκιά του εἰς κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς αὐτοὺς διὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ. 16 Ἐμαζεύετο δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ πλῆθος τῶν κατοίκων τῶν γειτονικῶν πόλεων καὶ ἔφερον παντὸς εἴδους ἀσθενεῖς, καθὼς καὶ ἀνθρώπους, ποὺ ἠνωχλοῦντο ἀπὸ πνεύματα ἀκάθαρτα, οἱ ὁποῖοι ἐθεραπεύοντο ὅλοι. 17 Ἀπὸ ὅλα ὅμως αὐτὰ παρεκινήθησαν εἰς ἐνέργειαν καὶ δρᾶσιν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὅλοι, ὅσοι ἦσαν μαζί του, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τὸ θρησκευτικὸν κόμμα τῶν Σαδδουκαίων. Καὶ ἐγέμισαν αἱ καρδίαι των ἀπὸ φθόνον καὶ κακίαν. 18 Καὶ ἔβαλον τὰ χέρια των ἐπὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τοὺς συνέλαβον καὶ τοὺς ἔρριψαν εἰς τὴν δημοσίαν φυλακήν. 19 Ἄγγελος Κυρίου ὅμως ἐν καιρῷ νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλεν ἔξω εἶπε· 20 Πηγαίνετε ἀμέσως καὶ σταθῆτε γεμᾶτοι θάρρος καὶ διδάσκετε δημοσίᾳ ἐν τῷ ἱερῷ περιβόλῳ τοῦ ναοῦ εἰς τὸν λαὸν ὅλα τὰ λόγια τῆς ζωῆς αὐτῆς, τὴν ὁποίαν σᾶς μετέδωκεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τὴν ὁποίαν ἐκ πεῖρας ἐγνωρίσατε.
Άγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας
Ο Άγιος Σίμων ήταν μοναχός στη μονή της Αγίας Τριάδος του Οσίου Σεργίου και τον Σεπτέμβριο του έτους 1495 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1511 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Κρεμλίνου.
Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε το έτος 1807 μ.Χ. στην κωμόπολη Ποκρόφσκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια ευγενών. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δημήτριος. Ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Άγιος ήταν γεμάτος από μονές και σκήτες και γι' αυτό τον λόγο ονομαζόταν «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Το πνευματικό αυτό περιβάλλον επέδρασε πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Αγίου και στην καλλιέργεια της ευσέβειάς του.
Ο πατέρας του τον έγραψε στην αυτοκρατορική σχολή πολέμου στην Αγία Πετρούπολη. Παρά την πρόοδό του στη σχολή, εκείνος επιθυμούσε να γίνει μοναχός και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Αφορμή γι' αυτό έδωσε μια σοβαρή ασθένειά του το έτος 1827 μ.Χ., όταν ο Άγιος ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως εγκαταβιώνει στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέεται πνευματικά με τον Στάρετς Λεωνίδα, της Όπτινα ο οποίος διέμενε εκείνο τον καιρό στη μονή. Στην συνέχεια πήγε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε τον Στάρετς Θεοφάνη. Εκεί έμεινε τέσσερα ακόμη χρόνια, για να καταλήξει κοντά στον γέροντά του Λεωνίδα στη μονή της Όπτινα.
Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Ο Άγιος αρχίζει τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στην οποία εμφανίζεται ο Θεός να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά και ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα αυτή γίνεται φορεύς φωτός, εκπληρώνοντας την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον όχι με σωματική υπηρεσία, αλλά με τη διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας τις ψυχικές τους πληγές. Ο χορός των μοναχών έδωσε στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα, ποίμαναν και στερέωναν την Εκκλησία.
Ιδού, γιατί η Εκκλησία μετά την περίοδο των Μαρτύρων επεκτάθηκε στην έρημο. Εκεί βρίσκεται η τελειότητα της Εκκλησίας, η πηγή του φωτός της και η κύρια δύναμη της στρατευόμενης Εκκλησίας».
Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως, παραιτείται από όλα τα αξιώματα που είχε στην Εκκλησία και αποσύρεται στην ησυχία της μονής της Όπτινα. Στο μεταξύ η Εκκλησία τον καλεί να την διακονήσει ως Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου. Η πνευματική του δραστηριότητα δεν σταματά. Κατά εκείνη την περίοδο θα γράψει και το περίφημο έργο του «Προσφορά εις τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της υπάρξεώς του.
Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Μπαμπάεβο.
Ο Άγιος Ιγνάτιος, αφού έζησε εκεί ως απλός μοναχός, κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, το έτος 1867 μ.Χ., σε ηλικία εξήντα ετών.
Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ορμωμένων
Στην ιστορία της Εκκλησίας μας το Πνεύμα το Άγιο αναδεικνύει κάποιες πνευματικές προσωπικότητες, οι οποίες όχι μόνο χαρακτηρίζουν την εποχή τους, αλλά και γίνονται φωτεινοί φάροι για τις επερχόμενες γενεές. Γι’ αυτό ατενίζοντας προς αυτούς μπορούμε και εμείς, οι «εις τους εσχάτους καιρούς καταντήσαντες», να διαπλεύσουμε ακίνδυνα, «αβρόχοις ποσί» την θάλασσα των πειρασμών, των παθών, των πλανών του διαβόλου και να φθάσουμε στο λιμάνι της «όντως ζωής», της απαθείας, του «σαββατισμού»· να επιτύχουμε την σωτηρία μας. Τέτοιοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες , ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής , ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος , ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς , οι Κολλυβάδες Πατέρες.
Η εμφάνιση των Κολλυβάδων κατά τον 18ο μ.Χ. αιώνα στον αγιορειτικό και ευρύτερα τον ελλαδικό χώρο, προκαλεί μία δυναμική επιστροφή στις ρίζες της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως.
Οι φορείς αυτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως ονομάσθηκαν ειρωνικά από τους αντιπάλους τους στο Άγιον Όρος Κολλυβάδες, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσύνων από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί σωστά εκτίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρας της ημέρας.
Συγκεκριμένα η αφορμή δόθηκε από τους μοναχούς της αγιορειτικής Σκήτης της Αγίας Αννης. Το 1754 μ.Χ. οι Αγιαναννίτες μοναχοί εργάζονταν για την ανοικοδόμηση του Κυριακού (τού κεντρικού Ναού της Σκήτης). Αλλά επειδή έπρεπε να εργάζονται και το Σάββατο, πήραν την απόφαση να μην τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο σύμφωνα με την παράδοση που ίσχυε σε όλο το Άγιον Όρος, αλλά την Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία. Η απόφαση αυτή, που ερχόταν σε αντίθεση με την εκκλησιαστική παράδοση, σκανδάλισε τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που ήταν τότε καθηγητής στην Αθωνιάδα Σχολή – την οποία προσφάτως, το 1749 μ.Χ., είχε ιδρύσει η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου – και άρχισε δογματικό αγώνα εναντίον των Αγιαναννιτών. Ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος ήταν ο πρωτουργός του κινήματος των Κολλυβάδων.
Βέβαια η τέλεση των μνημοσύνων ήταν μία μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και παραδοσιακό έργο των Κολλυβάδων. Απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα από τους αντιπάλους τους, τους λεγομένους Αντικολλυβάδες ή Φιλελευθέρους, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η όλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνταν με μικρά και ασήμαντα πράγματα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Αλλά και οι Μακκαβαίοι για μία μικρή λεπτομέρεια, για το ότι δεν υπήκουσαν στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα και δεν έφαγαν χοιρινό κρέας που το απαγόρευε η παράδοση των Πατέρων τους, υποβλήθηκαν σε φρικτά μαρτύρια και έγιναν Μάρτυρες και γνήσιοι ομοληγητές της πίστεως των Πατέρων· τους οποίους τιμούμε ως Αγίους της Εκκλησίας μας. Ο ομολογιακός χαρακτήρας της ορθοδόξου πίστεώς μας εκφράζεται όχι μόνο στο δογματικό επίπεδο, αλλά και στο ηθικό και γενικότερα το παραδοσιακό.
Αλλη αφορμή για την εμφάνιση των Κολλυβάδων δόθηκε με την έκδοση δύο βιβλίων, του πρώτου το 1777 μ.Χ. και του δευτέρου το 1783 μ.Χ., τα οποία αναφέρονταν στην ανάγκη της συχνής θείας Μεταλήψεως και προερχόταν από τον κύκλο των Κολλυβάδων. Το δεύτερο βιβλίο, του οποίου συγγραφείς είναι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς επίσκοπος Κορίνθου , καταδικάσθηκε από το Πατριαρχείο το 1785 μ.Χ., γιατί δήθεν δημιουργούσε σκάνδαλα και διχόνοιες. Αργότερα όμως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρόβαλε το βιβλίο αυτό ως ψυχωφελές και σωτήριο και με Πατριαρχικό και Συνοδικό γράμμα αθώωσε τους συγγραφείς του.
Μαζί με τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη συντάχθηκαν αρχικά οι διδάσκαλοι της Αθωνιάδος Σχολής, άγιος Αθανάσιος ο Πάριος , Χριστόφορος ο Προδρομίτης ο εξ Αρτης και οι ιερομόναχοι Αγάπιος ο Κύπριος, Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Παρθένιος ο αγιογράφος και Παΐσιος ο καλλιγράφος. Αργότερα προστέθηκαν και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγάλος άγιος και σοφός διδάσκαλος του Γένους· ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων· ο ιερομόναχος Διονύσιος ο Σιατιστέας, πνευματικός της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου, και ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ιερόθεος, ο πνευματικός του Αγίου Όρους στο Πρωτάτο.
Οι κύριοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων, οι οποίοι δημιούργησαν μία φιλοκαλική αναγέννηση τον 18ο μ.Χ. αιώνα στην Ορθόδοξο Εκκλησία, ήταν ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Μακάριος Κορίνθου, ο Νοταράς. Αυτοί λόγω της προσφοράς και δραστηριότητός τους, αλλά περισσότερο λόγω της οσίας και υποδειγματικής Πατερικής βιοτής τους, δικαίως συγκαταριθμήθηκαν στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Περί της τελέσεως των μνημοσύνων συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη με εντολή του Πατριαρχείου έγινε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους το 1774 μ.Χ. και συμμετείχαν δύο πρώην πατριάρχες, οκτώ άλλοι αρχιερείς και 200 περίπου μοναχοί. Η Σύνοδος αναθεμάτισε τους Κολλυβάδες. Η δεύτερη Σύνοδος έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1776 μ.Χ. επί οικουμενικού πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ και συμμετείχαν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Αβραάμιος και άλλοι 16 αρχιερείς. Η Σύνοδος αφόρισε τους αρχηγούς των Κολλυβάδων – μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ιερομόναχος Αγάπιος ο Κύπριος – ενώ εδίωξε και εξόρισε τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Το 1785 μ.Χ. ο πατριάρχης Γαβριήλ ο Δ΄ αθώωσε τον άγιο Αθανάσιο. Η τελική δικαίωση όμως των Κολλυβάδων και για το θέμα των μνημοσύνων και την συχνή θεία Μετάληψη έγινε αρκετά αργότερα, τον Αύγουστο του 1819 μ.Χ., από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ .
Οι Αντικολλυβάδες–Φιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν όλα τα αθέμιτα μέσα κατά των Κολλυβάδων· τις διαβολές, τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες· έφθασαν ως και στην διάπραξη φόνων. Οι Αγιαναννίτες κάλεσαν κάποιον αρχιληστή της εποχής, τον καπετάν Μάρκο, για να φονεύσει τέσσερις Κολλυβάδες: Τον καλλιγράφο ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντά του Θεοφάνη, τον ιερομόναχο Αγάπιο τον Κύπριο και τον ιερομόναχο Γαβριήλ. Και ο ληστής κατάφερε και έπνιξε τους δύο από αυτούς, τον ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντα Θεοφάνη.
Η διδασκαλία των Κολλυβάδων ήταν ακραιφνώς Πατερική. Κύριο μέλημά τους ήταν να πείσουν με τον λόγο και με όλο το βίωμά τους τους πιστούς, ώστε να ζήσουν την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Τα θέματα στα οποία εντόπιζαν τον αγώνα τους αφορούσαν την θεία Λατρεία. Ήταν φιλακόλουθοι και συνιστούσαν την τακτική θεία Εξομολόγηση, την συχνή συμμετοχή των πιστών μετά από συνεχή πνευματικό αγώνα και προετοιμασία στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Προέτρεπαν στην αυστηρή τήρηση του εκκλησιαστικού τυπικού, που εξασφαλίζει την πνευματική ισορροπία στην ζωή της Εκκλησίας. Επίσης συνιστούσαν την μελέτη Πατερικών κειμένων, η οποία βοηθά τον πιστό στην διαμόρφωση γνησίου Πατερικού φρονήματος. Ιδιαίτερα οι τρεις άγιοι Κολλυβάδες, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθανάσιος ο Πάριος, Μακάριος ο Νοταράς, ερμήνευσαν κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας, έγραψαν βίους και συνέταξαν Ακολουθίες Αγίων, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας. Πολλοί Κολλυβάδες αντέγραψαν μάλιστα έργα θύραθεν συγγραφέων, μετέφρασαν σύγχρονους Δυτικούς φιλοσόφους, δεν φοβήθηκαν την επαφή με την νεωτερικότητα είτε προσλαβάνοντας στοιχεία και μεθόδους που εναρμονίζονταν με την Πατερική διδασκαλία είτε επικρίνοντας αυτήν έντονα. Ο σοφός Ευγένιος Βούλγαρης – που κάλλιστα μπορεί να συνταχθεί μαζί με τους Κολλυβάδες Πατέρες, αν και δεν συμμετείχε ενεργά στο κίνημα, αφού μετά το 1762 μ.Χ. βρίσκεται εκτός του ελλαδικού χώρου (Λειψία και κατόπιν Ρωσία)– ήταν βαθύς γνώστης και κριτικός αποτιμητής των πνευματικών ρευμάτων της εποχής του μέσα στο φως της Πατερικής παραδόσεως.
Αυτό που προείχε για τους Κολλυβάδες ήταν να φωτισθεί το υπόδουλο Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός και ο κατά Χριστόν τρόπος ζωής. Ο άγιος Νικόδημος έγραψε 25 ογκώδη συγγράμματα. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, που το έγραψε όταν ήταν εξόριστος στο νησί Σκυροπούλα, και ενώ η εκεί διαβίωσή του ήταν πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών, με στέρηση και των απαραιτήτων για τις βιοτικές του ανάγκες – και φυσικά βιβλίων. Χρησιμοποιεί από μνήμης πλήθος Πατερικών χωρίων για την συγγραφή του βιβλίου του· κάτι το οποίο αποδεικνύει την Χάρη και την απέραντη μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός. Το σύγγραμμα αυτό αποτελεί ένα εγκόλπιο για τον πιστό που θέλει να βιώσει την εν Χριστώ πνευματική ζωή, πραγματεύεται για την φυλακή των αισθήσεων, την νοερά προσευχή και για όλα όσα συντελούν στην τελειοποίηση του έσω ανθρώπου. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, που χαρακτηρίστηκε ως ο μαχητικότερος των Κολλυβάδων, έγραψε 53 συγγράμματα. Πολέμησε ιδιαίτερα τον αθεϊστικό Βολταιρισμό· την πλάνη που προσπαθούσε να εισέλθει και στον ελλαδικό ορθόδοξο χώρο με το πρόσχημα του Διαφωτισμού, της φυσικής θρησκείας, του ορθολογισμού, και που ενέκρυβε την αθεΐα.
Επίσης οι Κολλυβάδες ήταν οι πνευματικοί καθοδηγητές των Νεομαρτύρων. Αυτοί προετοίμαζαν και τόνωναν ψυχολογικά στον δρόμο του μαρτυρίου, ιδιαίτερα αυτούς που είχαν πρωτύτερα αρνηθεί την πίστη τους, αλλά μετανοημένοι και έμπλεοι θείου έρωτος ζητούσαν διακαώς και επέμεναν να προχωρήσουν στο μαρτύριο. Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς «γύμνασε πνευματικά» και συντέλεσε ώστε να ανάψει το «θείον πύρ» της προς τον Χριστόν αγάπης στις καρδιές τριών μεγάλων Νεομαρτύρων· του Πολυδώρου , ο οποίος καταγόταν από την Λευκωσία, του Θεοδώρου του Βυζαντίου και του Δημητρίου του Πελοποννησίου . Το αίμα των Νεομαρτύρων αποτέλεσε το ευώδες θυμίαμα ενώπιον του Θεού και επέφερε την λύτρωση για το υπόδουλο Γένος. Ο άγιος Νικόδημος συγκέντρωσε πολλά από τα μαρτύρια αυτά στο βιβλίο του, «Νέον Μαρτυρολόγιον».
Το αναγεννητικό κίνημα των Κολλυβάδων είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας του υποδούλου Γένους και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών ιεραποστόλων (μισσιονάρων) που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προπάντος όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των Ορθοδόξων πιστών. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε ότι ο Θεός για το δικό μας καλό επέτρεψε να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, γιατί αυτοί θα μας έβλαπταν την πίστη. «Ο δε Τούρκος», τόνιζε ο πατρο–Κοσμάς, «άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Οι Κολλυβάδες προκάλεσαν την ησυχαστική αναγέννηση του Αγίου Όρους, ήταν φορείς της Πατερικής παραδόσεως. Αυτοί εξέφραζαν την υπερχιλιετή ζωή και πορεία του Αγίου Όρους, σε αντίθεση με τους Αντικολλυβάδες οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό θεϊστικό Διαφωτισμό, που ήθελε την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την αλλοίωση του ορθοδόξου μοναχισμού. Οι Αντικολλυβάδες είχαν ελλιπή πνευματική ζωή, έμεναν απλά σε έναν τύπο της μοναχικής ζωής, την λεγομένη «χονδροκαλογερική», και δεν βίωναν την θεία Χάρη μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό εξάλλου ήταν αντίθετοι στις μακρές Ακολουθίες, στην συχνή θεία Μετάληψη και Εξομολόγηση, στην προγραμματισμένη πνευματική μελέτη, στην νοερά εργασία, στην αδολεσχία με την ευχή του Ιησού. Δεν είχαν εσωτερική πνευματική ζωή. Οι Κολλυβάδες Πατέρες δικαίωναν την ύπαρξη του Αγίου Όρους, ως φορέα της ακραιφνούς Πατερικής παραδόσεως. Στάθηκαν στην γραμμή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας – ιδιαίτερα των ησυχαστών και νηπτικών Πατέρων του 14ου μ.Χ. αιώνα – και δεν άφησαν να αλλοιωθεί ο ορθόδοξος μοναχισμός, όπως είχε ήδη αρχίσει να γίνεται στην Ρωσία επί τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, του μεγάλου εραστού της Δύσεως που προώθησε τον εξευρωπαϊσμό της ορθοδόξου πίστεως και συμπληρώθηκε με την αντιμοναστική πολιτική της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β΄.
Μολονότι οι Αντικολλυβάδες ήταν περισσότεροι σε αριθμό, χρησιμοποιούσαν, όπως είπαμε βίαια μέσα, είχαν δε πολλές φορές και την υποστήριξη ορισμένων πατριαρχών, εντούτοις δεν κατάφεραν να καταπνίξουν αυτό το κίνημα. Οι θέσεις των Κολλυβάδων υπέρ της Ορθοδόξου παραδόσεως και η νέα γενική αφυπνιστική κίνηση, που είχε ως βάση την αναβίωση του ησυχασμού, σύντομα διαδόθηκαν στην Θεσσαλονίκη, την Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περισσότεροι Αγιορείτες Πατέρες που εξορίσθηκαν ή αυτοεξορίσθηκαν από το Άγιον Όρος μετέβησαν σε νησιά πλησίον του Αγίου Όρους, στο Αιγαίο Πέλαγος.
Ένας από τους εξορισθέντες Κολλυβάδες, ο ιερομόναχος Νήφων ο Χίος μαζί με άλλους τέσσερις μοναχούς, τους Γρηγόριο, Αγαθάγγελο, Ανανία, Ιωσήφ αφού πέρασαν για αρκετά χρόνια στην Σάμο, Πάτμο και Ικαρία πήγαν τελικά στην Σκιάθο, όπου ο Νήφων ίδρυσε την περίφημη Κοινοβιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το 1794 μ.Χ., που αποτέλεσε το βασικότερο κέντρο των Κολλυβάδων εκτός του Αγίου Όρους. Σε αυτήν την Μονή γαλουχήθηκαν οι δύο Σκιαθίτες λογοτέχνες και πνευματικά αναστήματα των Κολλυβάδων, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος) και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς περιφερόταν συνεχώς στα νησιά του Αιγαίου προς στηριγμό και μετάδωση του Πατερικού πνεύματος στον λαό του Θεού, και ιδίως στην νήσο Χίο μαζί με τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο.
Ο μακάριος Γέροντας Ιερόθεος άρχισε τον μοναχικό του βίο από την Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου, όπου είχε ως Γέροντα τον πνευματικό της Σκήτης, Διονύσιο τον Σιατιστέα. Μετά τον θάνατο όμως του Γέροντός του και κατά την δεύτερη φάση διώξεως των Κολλυβάδων από τον Άγιον Όρος αναγκάζεται να φύγει από τον Αθωνα. Πηγαίνει στον Πόρο και στην Ύδρα, όπου ιδρύει την Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλία. Ο αδελφός του Φιλόθεος γίνεται ο νέος κτίτορας της εγκαταλελειμμένης τότε Μονής της Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας στην Πάρο. Από αυτήν την Μονή προήλθε και ο άγιος ηγούμενός της, ο γνωστός μας Φιλόθεος Ζερβάκος.
Ο άγιος Αρσένιος ο Νέος μαζί με τον πνευματικό του πατέρα Δανιήλ έφυγαν από το Άγιον Όρος και πήγαν στα νησιά Πάρο, Σίκινο, Φολέγανδρο. Στην Πάρο ο άγιος Αρσένιος παρέμεινε στην Μονή του Αγίου Γεωργίου, όπου έγινε ηγούμενός της. Εκεί έζησε με πολύ χαρισματικό τρόπο, προσείλκυσε και ανέπαυσε πολλές ψυχές από την δυστυχία και την άγνοια που κυριαρχούσε τότε στο νησί.
Αλλες μορφές του 19ου μ.Χ. αιώνα, που ζυμώθηκαν με το πνεύμα των Κολλυβάδων και είχαν την δραστηριότητά τους στην Πελοπόννησο και στην Αθήνα, ήταν οι Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κοσμάς Φλαμιάτος, Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (ο λεγόμενος Παπουλάκος), Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, άγιος Νικόλαος ο Πλανάς .
Επίσης και οι άλλες ορθόδοξες χώρες (Ρουμανία, Ρωσία) δέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα, την ευεργετική επίδραση των Κολλυβάδων, όπως φαίνεται από την αναγέννηση του ησυχασμού στις χώρες αυτές. Κύριος μύστης, κατά τον 18ο μ.Χ. αιώνα, για τους συγχρόνους του Ρουμάνους και Ρώσους στην λησμονημένη Πατερική πνευματικότητα ήταν ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (βλέπε 15 Νοεμβρίου) που έζησε για 18 χρόνια στο Άγιον Όρος, στην Καψάλα και στην ιδρυθείσα υπό αυτού Σκήτη του Προφήτου Ηλία. Κατόπιν μετέβη στην Μολδαβία, την σημερινή Ρουμανία και έγινε ο γενάρχης των ασκητικών «Στάρετς», των οσίων εκείνων Ρώσων Γερόντων, οι οποίοι διά της αγίας τους ζωής και των κεχαριτωμένων λόγων τους στήριζαν όχι μόνο τους αγραμμάτους χωρικούς, αλλά και τους μεγαλύτερους διανοούμενους στις χώρες τους.
Το πνεύμα των Κολλυβάδων λειτούργησε κατά τον 19ο μ.Χ. αιώνα ως αντίσωμα, κατά του πνεύματος αλλοιώσεως του ορθοδόξου μοναχισμού που είχαν υιοθετήσει οι Δυτικίζοντες φορείς, πολιτικοί και θεολόγοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.
Αλλά και στην σύγχρονη εποχή μας υποβόσκει ένα αντικολλυβαδικό, αντιπατερικό πνεύμα. Η απειλή εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας μας είναι ένα απτό γεγονός. Πολλοί εισηγούνται να συντομευθούν οι Ακολουθίες, να τελείται στην απλή δημοτική γλώσσα η Θεία Λειτουργία, να περιορισθούν οι νηστείες και οι εορτές, να καταργηθεί το τέμπλο στους ναούς. Πολλοί θεωρούν πλάνη να ασκείται κανείς στην νοερά προσευχή, ή να κάνει κομποσχοίνι, να κοινωνεί συχνά....
Παράλληλα όλο και νέα θεολογικά ρεύματα δημιουργούνται, ενώ κάποια υφίστανται διαρκώς στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά στην ουσία παρά την Εκκλησία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν κάποιες τάσεις στην θεολογία των ημερών μας, που αντικατοπτρίζουν και έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής.
Πρώτη, αυτή των ευσεβιστών, ηθικιστών. Οι άνθρωποι αυτοί που υπήρχαν πάντοτε σε όλες τις εποχές δίνουν βαρύτητα στον τύπο, έχουν μία εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά δεν γνωρίζουν ουσιαστικά τί σημαίνει καθαρότητα της καρδίας. Μένουν στον τύπο και δεν εισχωρούν στην ουσία. Νομίζουν ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός και όχι μία οντολογική κατάσταση, πραγματική μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στην δεύτερη τάση κατατάσσονται αυτοί που εκφράζουν την λεγόμενη αισθητική θεολογία. Είναι άνθρωποι με υψηλή διανόηση και κουλτούρα· άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης, της μουσικής. Θέλουν να συνδέσουν την θεολογία με την τέχνη, ώστε η θεολογία να γίνει η θεραπαινίδα της τέχνης. Δηλαδή η θεολογία της Εκκλησίας μας να γίνει ποιητική, συγγραφική και μουσική. Ας τονίσουμε όμως ότι η Ορθοδοξία και συνεπώς η θεολογία δεν είναι τέχνη και πολιτισμός, αλλά παράγει τέχνη και πολιτισμό. Η οποιαδήποτε τέχνη και η ίδια η ζωή μας πρέπει να συνδέεται με την Εκκλησία και από εκεί να παίρνει «τό ύδωρ το ζών».
Τρίτη τάση είναι αυτή των παραδοσιαρχικών. Αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον τύπο της Πατερικής παραδόσεως, αλλοιώνουν όμως την ίδια παράδοση στην πράξη. Δεν καταλαβαίνουν την Παράδοση ως οργανική και δυναμική συνέχεια της Εκκλησίας. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το ένδοξο παρελθόν της Παραδόσεως, δεν ζούν όμως αυτήν την Παράδοση. Είναι αυτοί που είναι γνώστες της ορθοδόξου θεολογίας, δεν την εφαρμόζουν όμως στην ζωή τους. Ομιλούν μέν συνέχεια για επιστροφή στις παραδόσεις και τους Πατέρες, δεν έχουν όμως βιώσει την θεία Χάρη, που είχε σκηνώσει στους Πατέρες και τους ενέπνεε σε κάθε λόγο και δραστηριότητά τους. Έτσι αποδεικνύονται κίβδηλοι, ή όπως θα έλεγε ο απόστολος Παύλος «κύμβαλα αλλαλάζοντα».
Στην τέταρτη τάση κατατάσσονται αυτοί που ομιλούν για παροντική θεολογία. Μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από την θεολογία στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Αυτοί πρεσβεύουν το τέλος της Πατερικής θεολογίας, και προσπαθούν να ομιλήσουν με νέα θεολογία για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας, τα οποία νομίζουν ότι δεν μπορεί να τα επιλύσει η Πατερική θεολογία. Θεωρούν ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι κλειστός, στατικός και δεν πιστεύουν ότι αυτό που τροφοδοτεί την Εκκλησία είναι τα έσχατα· ότι μόνο με το πρίσμα της εσχατολογίας έχει νόημα και η ιστορία του κόσμου.
Παράλληλα όμως παρατηρείται σε πολλούς τα τελευταία χρόνια μία βαθύτερη γνώση της Πατερικής παραδόσεως, και προπάντων του ησυχασμού ως αυθεντικού, πρακτικού βιώματος. Το βίωμα αυτό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή του Ευαγγελίου στην εποχή μας, η βίωση της θείας Χάριτος, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την καρποφόρα ένταξή του στο Σώμα της Εκκλησίας με πληρότητα αληθινής ζωής και αναφαίρετης χαράς κατά την κοινωνία του με τα άλλα πρόσωπα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται εκκλησιολογική και ευχαριστιακή υπόσταση, αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα του απολύτου και αιωνίου προσώπου του Χριστού.
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όσοι ανήκουν στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό, επαναπαύονται σε αυτήν και νομίζουν ότι γνωρίζουν τον Θεό. Δεν έχουν όμως επιτύχει την κοινωνία με τον Θεό, που σχετίζεται με την όλη τους ύπαρξη και κυρίως με την νοερά ενέργεια στην καρδιά τους, αλλά ούτε την ουσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Οι άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες μας τόνιζαν ότι το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου είναι η καρδία και όχι ο εγκέφαλος. Εκεί διαδραματίζονται όλα τα μυστήρια του αοράτου πολέμου, της αναγεννήσεώς μας, της ενοικήσεως της θείας Χάριτος. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η καρδία του ανθρώπου είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό. Ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι η βασιλεία του Θεού «εντός ημών εστιν». Οι Κολλυβάδες επέμεναν στην συχνή θεία Κοινωνία, γιατί γνώριζαν ότι στο ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού ενώνεται αρρήτως και αδιαιρέτως η θεία με την ανθρώπινη φύση, βιώνεται το ομοούσιο της ανθρωπότητος, τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως.
Οι άνθρωποι που ζούν και προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ορθοδοξία, πρέπει να εναρμονισθούν με την ζωογόνο Πατερική παράδοση, που είναι αυτή των Κολλυβάδων του 18ου μ.Χ. αιώνα, των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι Κολλυβάδες γίνονται έτσι και σήμερα πνευματικοί οδηγοί μας για την σωστή συνέχιση της πορείας μας μέσα στην αυθεντική Πατερική παράδοση.
Το πνεύμα των Πατέρων παραμένει πάντοτε το ίδιο. Ανάλογα όμως τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής οι Πατέρες βιώνοντας την θεία Χάρη, την κοινωνία με τον προσωπικό Θεό διατυπώνουν και τις θέσεις τους κατά τον διάλογο με τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους. Η διατύπωση των δογμάτων και η ερμηνεία της οδού της μετανοίας διαμορφώνεται κάθε φορά με σύγχρονη και δυναμική ορολογία δίχως να αλλοιώνεται η ουσία του Ευαγγελικού κηρύγματος, που πάντοτε ήταν, «μετανοείτε, ήγγικε η βασιλεία των ουρανών».
Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·
Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.
Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.
Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.
Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.
Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.
Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
(Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν.
(Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.
Έτερον Κάθισμα
Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.
Έτερον Κάθισμα
Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.
Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων της Αγίας Αργυρής
Η κυρίως μνήμη της Αγίας Αργυρής γιορτάζεται στις 5 Απριλίου. Εδώ γιορτάζουμε την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων της, πού έγινε στις 30 Απριλίου 1725 μ.Χ., στον ναό της Αγίας Παρασκευής στην Κωνσταντινούπολη.
Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου
Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.
Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.
Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.
Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.
Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.
Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.
Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.
Σημείωση: Στην Λευκάδα, η μνήμη του Αγίου Δονάτου τιμάται στις 7 Αυγούστου. Με αυτήν την ημερομηνία συμφωνεί και χειρόγραφο της Αθωνικής Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλ. Ζαμπέλη Γερασ., Πρωτοπρ., Ιστορία…, ό.π., σελ. 51).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.
Όσιος Κλήμης ο υμνογράφος
Ο Όσιος Κλήμης ήταν Στουδίτης Μοναχός και μαθητής του Θεοδώρου Στουδίτου (βλέπε 11 Νοεμβρίου), που μετά τον θάνατο του, αντικατέστησε τον διδάσκαλο του στην ήγουμενία της Μονής. Υπήρξε ένθερμος οπαδός της προσκύνησης των αγίων εικόνων και πέθανε από κακουχίες στην εξορία σαν ομολογητής της πίστης μας. Φυσικά είναι γνωστό, ότι υπήρξε Βυζαντινός Υμνογράφος του 9ου αιώνα μ.Χ. (ποιητής των Κανόνων).
Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου
Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).
Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».
Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.
Παρασκευή 29 Απριλίου 2022
Ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ... (Πασχαλινὴ ἀθιβολή)
Ἡ νεανικὴ συντροφιὰ ἀποφάσισε νὰ κάνει Πάσχα σὲ κανένα ἀπόμακρο χωριό. Ἡ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοὺς βρῆκε νὰ περιπλανῶνται σὲ κορφοβούνια ἄγνωστα. Εἶχαν χάσει ὁριστικὰ τὸ δρόμο.
Ξαφνικὰ ἀκούστηκε ἀπὸ πέρα τὸ χτύπημα καμπάνας τῆς ἀναστάσιμης λειτουργίας καὶ τότε κατάλαβαν πὼς κινδύνευαν νὰ μὴ κάνουν Ἀνάσταση τὴ χρονιὰ αὐτή.
- Βρὲ παιδιά, βλέπω φῶς ἐκεῖ στὴ διπλανὴ κορφή, φώναξε κάποιος.
Ξεκίνησαν ὅλοι μαζὶ κατὰ ῾κεῖ, πλησίασαν, μὰ σταμάτησαν ἀπότομα ὅταν ἕνας μαντρόσκυλος οὔρλιαξε ἄγρια. Ἔτσι σκαρφαλωμένοι σ᾿ ἐκείνη τὴν κορφή, εἶδαν ἀπὸ μικρὴ ἀπόσταση τὴ σκηνὴ τὴν ἀλησμόνητη: Ὁ βοσκὸς ἀνάμεσα στὰ πρόβατα, μ᾿ ἕνα κερὶ στὸ χέρι, ἔκανε μονάχος του τὴν Ἀνάσταση. Ἀκουγότανε καθαρὰ κομμάτια ἀπὸ τροπάρια ποὺ ἔψαλλε μὲ τὴν χοντρὴ φωνή του καὶ ἄλλοτε ἀπάγγελλε σὲ ἐκκλησιαστικὸ τόνο. Κάπου - κάπου διέκοπτε τὸ ψαλτικό του γιὰ νὰ ἐπιβάλει σιωπὴ στὰ γρυλίσματα τοῦ μαντρόσκυλου, ποὺ καθὼς μᾶς ἔνοιωθε κοντὰ οὔρλιαζε καὶ στὸ τέλος γιὰ νὰ μείνει ἥσυχος τὸν ἔδεσε σὲ κάποιο δεντράκι ἐκεῖ κοντά.
«Τὴν Ἀνάστασή σου Χριστὲ Σωτήρ, ...ἀγγέλοι κουνοῦσιν ἐν οὐρανοί..., Ἀναστάσης ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοῦ τάφου...», (καὶ διέκοπτε γιὰ νὰ ἐπιβάλει σιωπὴ στοὺς γρυλλισμοὺς τοῦ σκυλιοῦ): Σώπα, μωρέ, ἄδικο νὰ σοῦ δώσει, καταραμένε καὶ λειτουργιὰ γίνεται! (καὶ συνέχιζε): «Ἀνάσταση Χριστοῦ περασάμενος... Ἰησοῦς ὁ μόνος ἀναμάρτητος.», «Τὸν Σταυρόν του προσκουνοῦμεν Δέσποτα...» (μπέε, ἔκαμε ἄξαφνα ὁ διπλανός του τράγος). «Εἴντα ῾χεις ἐδὰ κι ἡ ἀφεδιά σου τέθοια ὥρα; Κεδιὰ (σιωπή) νὰ σὲ κόψει, δὲ θωρεῖς πὼς λειτουργῶ;»
Καθὼς εἴχαμε πλησιάσει τὰ μάτια μας εἴχανε συνηθίσει στὸ λίγο φῶς τῆς ἀστροφεγγιᾶς κι βλέπαμε πιὰ καθαρὰ ὅλες τὶς λεπτομέρειες τοῦ προσευχόμενου.
Μὲ τὸ ἕνα χέρι κρατοῦσε μία μεγάλη λαμπάδα ἀναμμένη, ποὺ τὴν εἶχε βέβαια φέρει ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ μὲ τὸ δεξὶ κουνοῦσε ἕνα θυμιατήρι δικῆς του κατασκευῆς: εἶχε δέσει μὲ σπάγκο τὸν πάτο μίας σπασμένης στάμνας καὶ μέσα εἶχε τὰ κάρβουνα καὶ τὸ λιβάνι.
Καθὼς λοιπὸν ἀπάγγελνε ἢ ἔψαλλε τὶς προσευχές του, θυμιάτιζε συγχρόνως συνεχῶς, καθὼς κάνει ὁ διάκος στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἡ ἀκολουθία συνεχιζόταν:
»Κύματι θαλάσσης τὸν πρήξαντα πάλι διώχτη τύραννε...» σφεντονίζοντας τὴν τελευταία λέξη μὲ μίσος καὶ ἀγανάκτηση.
Σὲ λίγο οἱ καμπάνες τῶν γύρω χωριῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα καὶ ἀπόμακροι κρότοι τουφεκοβολισμῶν ἔφτασαν καὶ ἐκεῖ πάνω. «Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ». Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ βοσκὸς ἄφησε τὸ θυμιατήρι καὶ παίζοντας ἕνα πήδημα, ὅπως θὰ ἔκανε καὶ στὸ χορό, ἄρχισε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ στήθους του νὰ ψέλνει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κουνώντας τὸ κερί του, καὶ πετώντας διάφορα σπασμένα πήλινα ἀγγεῖα ποὺ εἶχε συσσωρεύσει γύρω του ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ καθὼς σποῦσαν ἔκαναν ἕνα τρομερὸ κρότο ποὺ ἀντιλαλιόταν στὴν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀντικαθιστοῦσε τὰ βαρελότα καὶ τὶς γιορταστικὲς τουφεκιές. Τὰ πρόβατα μὲ τοὺς ἀπροσδόκητους αὐτοὺς θορύβους σκόρπισαν καὶ τὸ μαντρόσκυλο οὔρλιαξε ἀγριεμένο, κοιτάζοντας κατὰ τὸ μέρος ποὺ εἴμαστε...
»Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ σκορπιστεῖτε καὶ σεῖς μωρέ, καὶ τοῦ Θεοῦ πλάσματα εἴσαστε...». Καὶ δῶσ᾿ του καὶ πετοῦσε τὶς σπασμένες γλάστρες σὲ ὅλα τὰ σημεῖα... Ἤτανε τόση ἡ χαρά του, τόσος ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ποὺ δὲ θυμούμαστε νὰ εἴχαμε ἰδεῖ ποτὲ μεγαλύτερη θρησκευτικὴ χαρά...
Ἀποφασίσαμε τώρα νὰ παρουσιαστοῦμε καὶ ὅλοι μαζὶ τοῦ φωνάξαμε
- Χριστὸς Ἀνέστη, κουμπάρε.
- Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος, εἶπε κι ἔτρεξε κοντά μας.
Ἤτανε ἕνας θεόψηλος ἄντρας, ὡς 25 χρονῶ, πλατύστερνος, μὲ τεράστιες πλάτες, ποὺ ἡ φωνή του καθὼς μᾶς μιλοῦσε ἀντιβοοῦσε στὶς γύρω λαγκαδιές.
- Ἐχάσαμε τὴ στράτα, καὶ δὲν προφτάξαμε νὰ πᾶμε στὸ χωριὸ νὰ κάμουμε ἐκειὰ Ἀνάσταση.
- Ὁ Θεὸς τά ῾φερε «δεξά», εἶπε ὁ βοσκὸς γελώντας νά ῾ρθετε κατὰ τὸ κονάκι μου ἀπόψε νὰ κάμω κι ἐγὼ Λαμπρὴ μαζί σας, ἀλλιῶς ἤθελε νά ῾μαι μονάχος.
- Καλῶς ἤρθετε, καλῶς ἐκοπιάζετε. Πᾶμε στὸ μητᾶτο παρακάτω καὶ πρᾶμα δὲ θὰ μᾶς-ε λείψει.
Καὶ ἀληθινὰ τίποτε δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸ πλούσιο τραπέζι ποὺ μᾶς ἔστρωσε, ἀπὸ τὰ κόκκινα αὐγὰ καὶ τὸν ὀβελία ποὺ ψήσαμε ὅλοι μαζί, ὡς τὰ παχύτατα γαλακτερά, ποὺ ἄφθονα, ἀκατάπαυστα, μᾶς κουβανοῦσε.
Πάσχα τῆς εὐημερίας ἢ τῆς ἀγάπης;
Φώτιος Πετρόπουλος - (2011)
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστὰ στὸ δίλημμα: ἐλευθερία καὶ γνήσια ἀγάπη ἢ εὐτυχία καὶ πρόσκαιρη εὐημερία τῆς ζωῆς; Γοητεύεται ἀπὸ μία σφαλερὴ ἀθεϊστικὴ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ μία ἀπαίτηση γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ζωῆς πάνω στὴ γῆ χωρὶς Θεό. Στὸν ἀγωνιώδη αὐτὸ προβληματισμὸ συμβάλλει ἐξάλλου καὶ ἡ οἰκονομικὴ κρίση ποὺ βιώνουμε, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο παρὰ ἕνα παραπροϊὸν μιᾶς βαθύτερης κρίσης ἀξιῶν ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ χρόνια. Ὅμως δὲν μπορεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση στὴ μοναξιά, τὴν ὑλιστικὴ οἰκοδόμηση τῆς ζωῆς, ὅταν λησμονεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ δὲ μετρῶνται ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μετρῶνται.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει νόημα ἐφόσον ἀπεργάζεται τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἐν Χριστῷ. Ὁ συνειδητοποιημένος χριστιανὸς ἀντιπαρατάσσει τόσο στὶς αὐταρχικὲς καὶ ὁλοκληρωτικὲς συνθῆκες διαβίωσης, ὅσο καὶ στὶς συνθῆκες τῆς ἄμετρης ἐλευθερίας, τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη ἐμπεριέχει τὶς ἀξίες τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀγάπη δὲν ἐκφράζεται μόνο ἀπὸ τὸ συναίσθημα. Εἶναι κυρίως δυναμικὴ κατάσταση ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση, ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὴν «καινὴ κτίση».
Γιατί νὰ πληγώνουμε αὐτοὺς ποῦ κατὰ βάθος ἀγαπᾶμε; Ἡ ἀγάπη δὲ μειώνει, ἀλλὰ ἐξυψώνει! Δὲν θὰ ἦταν ὡραῖο νὰ προσπαθήσουμε νὰ σταματήσουμε νὰ πικραίνουμε φίλους, συγγενεῖς, συνεργάτες, μιλώντας τοὺς εἰρωνικά, πικρά, περιφρονητικά; Κι ἀντὶ γι' αὐτὴ τὴ στάση, ἂς προσπαθήσουμε, τὸ δύσκολο, μὰ ἀληθινό: νὰ βροῦμε μέσα τοὺς κάτι καλό, κάτι θεϊκό, ὥστε νὰ τοὺς δοῦμε μὲ ἄλλο βλέμμα, πιὸ ἀνθρώπινο, πιὸ ταπεινό, μὲ ἀγάπη. Κι ἀντὶ νὰ ἀπομακρυνόμαστε, νὰ νιώσουμε καὶ νὰ ζήσουμε λίγο τὴν ἑνότητα, τὰ κοινὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν ὅλους: τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὸ ἄγχος γιὰ τὸν ἐρχόμενο σὲ ὅλους μας θάνατο...
Ἀναμφισβήτητα ὅλους ἐμᾶς, κι αὐτοὺς ποὺ δὲ χωνεύουμε, μία μέρα θὰ μᾶς «χωνέψει» ἡ γῆ. Οἱ μόνοι «ἀχώνευτοι» τῆς γῆς, εἶναι ὅσοι ἔμαθαν νὰ ἀγαποῦν, καὶ ξέρουν νὰ ζοῦν τό, «Χριστὸς ἀνέστη», ἤδη πολὺ πρὶν τὸ Πάσχα.
Εἶναι σημαντικὸ πὼς στὸ ὀρθόδοξο βίωμα ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Ἡ παροῦσα ζωὴ μπορεῖ ποικιλοτρόπως νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ νὰ μετέχει στὴν ἀφθαρσία. Τὸ παρὸν δὲν ὁρίζεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ παρελθὸν ἢ μὲ τὸ μέλλον. Γιὰ τὸν πιστό, τὰ ὑπεσχημένα εἶναι παρόντα, ἰδιαίτερα μέσα ἀπὸ τὰ βιώματα τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ δημιουργήματος στὸν Δημιουργὸ τοῦ παντὸς ἀπαθανατίζεται τὸ ἔργο του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ξαναβρίσκει τὶς συντεταγμένες τῆς βιωτῆς του. Ὅταν ἔτσι ἀνατρέφεται ὁ ἄνθρωπος δὲ ζεῖ λατρεύων τὸ παρόν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ περιφρονεῖ. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει «μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως» (ποὺ εἶναι τὸ ἰδανικὸ τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ) ἂν δὲν πορευθεῖ στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂν δὲν ἀνεβεῖ στὸ Γολγοθᾶ.
Ἡ ἐμπειρία, προπάντων, πολλῶν ἐσωτερικῶν θανάτων, (ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως) δίνει στὴν ἀγάπη μία διαχρονικὴ διάσταση. Μία διάσταση ποὺ λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστᾶ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἐλευθερίας καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ ἄλλος ὡς «Σὺ» ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ «ἐγὼ» ποὺ μποροῦν νὰ ἐπιβιώσουν συμπορευόμενοι στὰ πλαίσια μίας δύσκολης ἀλλὰ ἀναγκαίας σχεσιακῆς συνθήκης. Τοῦ μετανοημένου πλέον ἀνθρώπου, τοῦ «πτωχοῦ τὴ καρδία» φωτίζεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος γίνεται μορφὴ Χριστοῦ, μορφωμένος».
Στὴν ἐθελούσια Σταύρωση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «λογικῆς τῆς Κενώσεως» βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπὸ τὴ λογικὴ τοῦ Σταυροῦ γίνεται κατορθωτὸ τὸ ἅλμα ἀπὸ τὸ βασίλειο τῆς ἀναγκαιότητας στὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας.
Στὴν Ἀναστάσιμη ἔγερση ἀποκαλύπτεται ὑπερβατικῶς τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ «ἐν σαρκί». Τὸ μυστήριο αὐτὸ ἐξασφαλίζει τὴ συνεχῆ παρουσία του ὡς ἐγγύηση σωτηρίας στὸ πνευματικὸ ἀδιέξοδο καὶ τὶς ψυχικὲς ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ ζωή.
Μέσα ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς ἐφήμερης γιορτινῆς εὐημερίας καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας, ὁ ἀληθινὸς ἀνθρωπισμὸς δὲν τονίζει τὴν κυριαρχία τοῦ ἀτόμου πάνω στὸ σύνολο, οὔτε τὸν ἀφανισμὸ τοῦ προσώπου ἀπὸ τὸ σύνολο. Ὁ ἀναστηθεὶς Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὑψώνεται σὲ ὁδοδείκτη γιὰ τὴν ἀνθρωποποίηση συνόλων καὶ κοινωνιῶν. Τοῦτο γίνεται κατορθωτὸ μέσα ἀπὸ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση ποὺ ἀκολούθησε.
Γίνεται μέσα ἀπὸ τὸ δόλιχο τῆς ὀδυνηρῆς περιπέτειας, ἀτόμων καὶ συνόλων, ὥστε νὰ φτάσουν -μὲ τὴν ἐξέλιξη τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι- στὴν ἀπέκδυση τῶν ἐγωκεντρικῶν διεκδικήσεων καὶ τὴν ἀναγνώριση μίας κοινωνίας δικαίου καὶ ἀνθρωπιᾶς. Μίας κοινωνίας ποὺ θὰ στηρίζει τὴν ἀνάπτυξή της στὴν αἴσθηση καὶ τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς μισαλλοδοξίας καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ Πάσχα ἄλλωστε ἀποτελεῖ τὴ νίκη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ της ἀνθρώπινης φύσης, τοῦ θανάτου ποὺ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετατρέπει σὲ ζωοποιὸ καὶ νικηφόρο θάνατο: «θανάτω θάνατον πατήσας!...»
«Πάσχα ἱερόν, ἅγιον, μέγα ἀνέτειλε καὶ θάλπει,
φωτίζει καὶ λαμπρύνει τὸν κόσμον!»
Οἱ συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινὴ ζωή
π. Ἰωνᾶς Μοῦρτος
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ μήνυμα στὴ ζωή μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ δοῦμε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν θεολογικὴ - θρησκευτική του πλευρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ κοινοῦ, τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξω στὴν ζωή μου βλέπω τὸν θάνατο νὰ παραμονεύει. Πρῶτα-πρῶτα ὅλοι ξέρουμε ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο, ὁ τελικὸς νικητής. Τὸ ξέρει καὶ τὸ ξέρουμε ὅτι δὲν θὰ τοῦ ξεφύγουμε στὸ τέλος.
Στὸ διάβα στῆς ζωῆς μου βιώνω πολλοὺς θανάτους πρὶν ἀπὸ τὸν τελικό. Τὸ θάνατο τῶν ἐλπίδων μου καὶ τῶν προσδοκιῶν μου γιὰ μιὰ καλλίτερη ζωή. Τὴν ἀποτυχία πολλῶν σχεδίων. Ἡ ζωή μας εἶναι τόσα ὄνειρα, τόσες ὡραῖες προσδοκίες, ἀλλὰ οἱ πιὸ πολλὲς πεθαίνουν, δὲν πραγματοποιοῦνται, καὶ τελικὰ ἀφήνουν τὴν πίκρα, ἢ τὴν δικαιολογία τῆς συνθηκολόγησης, ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωή.
Τὸν διακρίνω νὰ ἀρχίζει νὰ ροκανίζει τὴν δύναμή μου, τὴν νιότη μου, πιὸ πολὺ τὴν διανοητική μου ἱκανότητα. Προσπαθεῖ νὰ σβήσει τὴ μνήμη μου. Ἀσπρίζει τὰ μαλλιά μου. Δὲν μὲ ἀφήνει νὰ βλέπω τὸν κόσμο.
Πολλὰ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ἀλλὰ ἴσως δὲν χρειάζεται, ὅλοι μας ξέρουμε πῶς εἶναι τὸ ἄσχημο πρόσωπο τοῦ θανάτου (Χεμινγουέι). Καὶ ἂν πεῖ κανείς, δὲν μὲ νοιάζει μπορῶ νὰ τὸν κοιτάζω κατάματα, μὲ περιφρόνηση καὶ εἰρωνεία, καὶ νὰ τὸν φτύσω καταπρόσωπο τὴν ὥρα ποὺ θὰ μοῦ παίρνει τὴ ζωή, θὰ τὸ καταλάβαινα, ξέρω τί θὰ πεῖ νὰ πεθαίνεις μὲ ἀξιοπρέπεια τουλάχιστον, ὁ Ἀλμπὲρ Καμὺ τὸ ἐξέφρασε τόσο ὄμορφα, ὅμως καὶ πάλι μὲ νικᾶ.
Ὁ θάνατος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ εἶναι πιὸ ὀδυνηρός. Πῶς θὰ ἀντέξω νὰ πεθαίνει ὅτι ἀγάπησα; Πόσο ὀδυνηρὸ εἶναι νὰ πεθαίνουν τὰ λουλούδια, νὰ πεθαίνει κάθε ὀμορφιά! Πολὺ περισσότερο εἶναι τρομερὸ νὰ πεθαίνει τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαπῶ. Ὅτι ἀγαπῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ στοιχειοθετεῖ τὴν ζωή μου. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τῆς δίνει νόημα. Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση. Τελικὰ ὁ ἄλλος ἢ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ζωή μου. Ἡ φιλοσοφία τὸ λέει τόσο ὡραία. Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση ἕνας διαρκὴς διάλογος μὲ τὸν ἄλλο. Ἀκόμα καὶ ἡ σκέψη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας διάλογος. Πεθαίνοντας ὁ ἄλλος πεθαίνω καὶ ἐγὼ σιγὰ-σιγά. Γιατὶ σταματοῦν πιὰ οἱ σχέσεις μου. Ἡ μοναξιὰ μὲ κυριεύει.
Ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου κρύβεται παντοῦ καὶ ἀναδύεται τὴ νύχτα ποὺ κι αὐτὴ εἶναι ἕνας θάνατος. Ὁ Χεμινγουέι τὴν περιγράφει μὲ ἄφθαστο τρόπο στὰ λόγια τῆς Πίλαρ...
Τώρα μπορῶ νὰ δῶ γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο σημαντικὴ γιὰ τὴ ζωή μου. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ἀναστήθηκε θὰ ἀναστηθῶ καὶ ἐγώ. Μὰ τί λέγω; Θὰ ἀναστηθεῖ τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγάπησα. Θὰ ἀναστηθεῖ γιατὶ ἀνέστη ὁ Χριστός. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ γίνει τέλειο, θὰ μοιάζει μὲ τὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικά, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, καὶ ποτὲ πιὰ δὲν θὰ χωρίσει. Ἡ πτώση μου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τίποτα. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ βαθιὰ σημασία τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος, τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν πτώση εἰσῆλθε ἡ κατεύθυνση πρὸς τὸ μηδέν, τὸ εἶναι πρὸς θάνατον. Μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη, ἡ φύση μας εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως καὶ ἀχωρίστως. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς σώζει μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἀρκοῦσε ἡ ἁπλὴ συγνώμη του γιὰ αὐτό. Μὰ ἦρθε καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τελικὰ τὸ πιὸ σημαντικό.
Μερικοὶ σὰν γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Πλάτωνα λένε ὅταν πεθαίνει κανείς: «Πρέπει νὰ χαίρεσαι γιατί ἡ ψυχή του εἶναι κοντὰ στὸ Θεό». Ὅμως τότε τί νόημα ἔχει ἡ ἀνάσταση; Ὄχι! Ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κλάψουμε, μᾶς καλεῖ νὰ κλάψουμε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἄλλης ποιότητας ζωῆς. Γιατὶ τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀχώριστα καὶ ἀσύγχυτα. Εἶναι τὸ ἔσχατο μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄλλο νὰ ἀγαπᾶς κάτι, πχ. τὸ σκύλο σου καὶ ἄλλο νὰ γίνεσαι σκύλος. Ἄλλο τὸ συναίσθημα καὶ ἄλλο τὸ νὰ γίνεσαι ἕνα μὲ κάτι. Τὸ ἴδιο ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ. Μᾶς ἀγαπᾶ χωρὶς κανένα λόγο, καμία ἀναγκαιότητα, οὔτε γιατί τὸ ἀξίζουμε ἡ ὄχι.
* * *
Τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ καὶ τοῦ δικοῦ μου βέβαια. Τέλειο, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνάγκη, πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσης, τῆς βαρύτητας τῆς ἀνάγκης κτλ. Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ τὸ σῶμα μας, μιὰ τέλεια ὀμορφιὰ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ.
Θὰ μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος μου ἀπὸ τὴν Κίνα, ὅτι γιὰ μένα δὲν ἔχει σημασία ὁ θάνατος, ἀφοῦ ἐγὼ πιστεύω στὴν μετεμψύχωση. Ὅμως τελικὰ μήπως ἡ μετεμψύχωση δὲν εἶναι ὁ χειρότερος, θάνατος; Γιατὶ μὲ τὴν μετεμψύχωση δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπήσω γιὰ πάντα. Πῶς μπορῶ νὰ πῶ σὲ αὐτὴν ποῦ ἀγαπῶ, σὲ ἀγαπῶ γιὰ πάντα; Δὲν μπορῶ νὰ πῶ γιὰ πάντα, γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ στὴν ἄλλη μετεμψύχωση θὰ ἀγαπῶ μιὰ ἄλλη, ἄλλοτε θὰ εἶμαι ἄνδρας γυναίκα, ζῶο. Συνεπῶς ἡ ποιότητα τῶν σχέσεών μου εἶναι πολὺ χαμηλή.
Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν πειράζει αὐξάνονται οἱ ἐμπειρίες μου, ὡριμάζω μέσα σὲ τόσες μετεμψυχώσεις. Ὅμως ἀκόμα κι ἂν παρακάμψουμε τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς εἶμαι τελικὰ ἐγώ, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὅτι εἶμαι ἐγὼ σὲ κάθε μετεμψύχωση, πάλι δὲν παύει νὰ εἶναι φανερὴ ἡ ἔλλειψη τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ χρησιμοποιῶ τὸν ἄλλο ἔστω γιὰ τὴν τελείωσή μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ ἑνωθῶ μαζί του τελικά. Κι ἂν ἑνωθῶ θὰ ἑνωθῶ περιστασιακά. Πόσο νιώθουν ὅλοι αὐτὸ τὸ βαρὺ καὶ βουβὸ θάνατο στὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὸ σπάσιμο τοῦ ὀδυνηροῦ κύκλου τῆς μετεμψύχωσης. Τὸ σταμάτημα τῶν ζωῶν ποὺ εἶναι θάνατοι. Εἶναι φοβερὸ νὰ ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι τελικὰ ἕνας θάνατος. Ὁ Σὰρτρ εἶπε, μᾶς ἔδειξε, πὼς ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου, γιατὶ βλέπω σὲ αὐτὸν τὸν περιορισμό μου, ἡ μετεμψύχωσή μου δείχνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος ἀφοῦ τελικὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ γιὰ πάντα. Ὅμως ὅταν σπάσει ὁ κύκλος τῶν μετεμψυχώσεων, τί γίνεται; Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ πρόσωπο ὑπάρχει μόνο μιὰ γενικὴ κατάσταση ποὺ ὀνομάζεται εὐτυχία. Ὅμως δὲν εἶναι ἀγάπη. Πρῶτα γιατί δὲν ὑπάρχει σάρκα, καὶ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἀγαπῶ ἀνθρώπους μὲ σάρκα καὶ μετὰ γιατί δὲν ὑπάρχει Θεὸς συνεπῶς δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ὕπαρξη τέλεια καὶ γιὰ πάντα.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι μόνο ἔχει ἀγάπη ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ ἔχω λίγη ἀγάπη ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἀγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη γιατὶ εἶναι κοινωνία τριῶν προσώπων, Πατὴρ Υἱὸς Ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν ἕνα πρόσωπο ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχουν καὶ τὰ ἄλλα δύο. Ὅμως ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ φίλος μου, ἢ ἂν δὲ μὲ ἀγαπᾶ κάποιος, ἐγὼ θὰ ὑπάρχω. Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης. Τὸ νὰ ὑπάρχουμε στὴν νιρβάνα, εἶναι ἀκόμα τὸ νὰ ὑπάρχουμε μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, χωρὶς τὴν δυνατότητά του νὰ ὑπάρχουμε ἐπειδὴ συνυπάρχουμε ὅπως ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως μᾶς κάνει δῶρο αὐτὸ τὸν μοναδικὸ τρόπο ζωῆς.
Καὶ ἐπειδὴ δέχομαι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ κάποιον γιὰ πάντα.
Ὅταν λοιπὸν θὰ στολίζω μὲ λουλούδια τὸν ἐπιτάφιο, τὸ φέρετρο τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνω ὅτι τὰ λουλούδια δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὴν εὐωδία τοῦ παράδεισου. Γιατὶ ἀκόμα κι αὐτά, ὁλόκληρη ἡ κτίση θὰ ζήσει, ἀφοῦ τελικὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρει ὅλη τὴν κτίση, ζεῖ μέσα στὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Τώρα πιὰ ἀκόμα καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μπορεῖ νὰ ἐλπίζει. Ὁ Παῦλος ποὺ ἄκουσε τὸ κρυφὸ κλάμα καὶ τὸ στεναγμὸ τῆς κτίσης ὅλης, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἀναζητοῦν τὴν τελειότητα στὸ δρόμο τῆς ἁρμονίας τῆς φύσης, - ἁρμονίας ποὺ πρὶν δὲν ὑπῆρχε γιατί πίσω ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ κρύβεται ὁ θάνατος- μόνο τώρα μποροῦν νὰ μοῦ ποῦν γιατὶ τὰ ἄνθη τῆς κερασιᾶς εἶναι ὄμορφα.
Τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Δοῦκα τοῦ Λάσκαρι ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ
Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ τῶν πατέρων
τῆς Ἱ. Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν Πατρῶν
Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· αὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος· αὐτὸ εἶδαν καὶ οἱ γυναῖκες· αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ σφραγῖδες τοῦ Πιλάτου· ὁ ἄδειος τάφος τὸ φωνάζει δυνατά· τὸ μαρτυρεῖ ὁ κυλισμένος λίθος· οἱ φύλακες ἐλέγχονται μὲ τὴν φυγή τους· ἡ κουστωδία (φρουρά) τὸ ὁμολογεῖ καὶ λαμβάνει τὰ χρήματα· οἱ ἀρχιερεῖς (Ἄννας καὶ Καϊάφας) ἀποδεικνύονται ἔνοχοι· ὁ Πιλᾶτος αἰσθάνεται ἐντροπή· ὁ κεντυρίων (ἑκατόνταρχος), μὲ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος, πιστεύει· ὁ ἥλιος τὸ ἐδίδαξε (ἔδειξε) πρίν, σκοτεινιάζοντας εἰς τὸν Σταυρό· τὰ ἀναστημένα σώματα τῶν νεκρῶν τὴν ἀλήθεια διετράνωσαν· ὅλη ἡ φύσι τὴν Ἀνάστασι ἐμαρτύρησε, ποὺ ἔγινε εἰς τὸ τέλος τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης ἡμέρας.
Χαίρετε ἄνθρωποι· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· ἡ μαρτυρία εἶναι παναληθής· ἀγαλλιᾶσθε, ἐλευθερωθήκατε· ὁ Ἅδης ἐδεσμεύθη εὐφραίνεσθε· Ἀναστάσεως ἡμέρα, ὑψώσατε τὴν φωνή· ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαῖρε ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· ἰδού, ἁρμονία μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, διὰ τῆς Ἀναστάσεως· χαίρετε τὰ φυτά· ἡ νέκρωσι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε εἰς τὸν Σταυρό, ἀλλὰ δι᾿ αὐτοῦ συνετελέσθη ἡ Ἀνάστασι· συνανέστησε τὸν Ἀδάμ· ἡ Εὕα ἐλύθη ἀπὸ τὰ δεσμά της· οἱ προφῆτες προπορεύονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη· οἱ βασιλεῖς, Σολομῶν καὶ Δαυίδ, προσφέρουν τοὺς ἐπινίκιους ὕμνους.
Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐμειώθη τὸ σκότος, εἰσῆλθε τὸ φῶς· ἔφυγε τροχάδην ἡ σκιά, ἐπῆλθε ἡ χάρις· τὸ ἔαρ (ἄνοιξι) τῆς ζωῆς ἀνέτειλε. Μήπως κανεὶς πρέπει νὰ διδάξῃ τὸν Κύριο; μά, δὲν Τὸν γνωρίζουν ὅλοι ἀναστημένο ἐκ τῶν νεκρῶν; Ὁ Πιλᾶτος γιατί μαίνεται ὀργισμένος; ὁ Καϊάφας σκέπτεται, ποὺ νὰ λάβει χώρα τὸ συμβούλιο τῶν βουλευτῶν. Εὐφραίνου καὶ σύ, ὁ λῃστής, καὶ εἴσελθε, μὲ τὴν συνέλευσι ὅλων, εἰς τὸν παράδεισο· ἰδού, ἡ φλογίνη ρομφαῖα ἔστρεψε τὰ νῶτα· ὁ προπάτωρ ἐλευθερώθη· τὰ παιδιά του, εὐφραίνεσθε. Ἀπὸ τὴν προμήτορα Εὕα προῆλθε ἡ πτῶσι, ἀπὸ τὴν ἁγνὴ Θεομήτορα ἡ ἀνόρθωσι· μὲ τὴν παρακοὴ ἐπῆλθε ὁ θάνατος, μὲ τὴν ταπείνωσι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη, ὡς βραβεῖο, ἡ Ἀνάστασι.
Και πάλι λέγω: Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐδεσμεύθη ὁ Ἅδης· πρὸς τὰ ἄνω τρέχετε γρήγορα· κάθε φιλόθεος καὶ φιλάρετος ἂς τρέξει νὰ ἰδεῖ τὴν Ἀνάστασι· ἂς μὴ νικήσει ἡ ὀλιγωρία τῶν γυναικῶν, ἀλλ᾿ ἂς προλάβει ἡ ἀνδρεία· οἱ γυναῖκες κραυγάζουν: Χαίρετε εἰς τὸ ἑξῆς· σὰν θερμότερες εἰς τὸν ζῆλο, κινοῦνται· κι ἐμεῖς, ἂς μὴ ναρκωθοῦμε· διότι δὲν εἶναι χάριν τοῦ θεάτρου ἡ ὁδοιπορία, ἀλλὰ χάριν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ ἦχος τῶν σαλπίγγων· εἰς τὶς πανηγύρεις ἤδη ἀντηχεῖ τῶν γυναικῶν ὁ λόγος, ποὺ ἐλέχθη πρὶν εἰς τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ γυναῖκα προῆλθε ἡ πτῶσι καὶ μὲ γυναῖκα κηρύσσεται ἡ Ἀνάστασι.
Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· οἱ νεφέλες ἂς ράνουν (ραντίσουν) μὲ νερὸ ἀγαλλιάσεως, τὰ φυτὰ ἂς φέρουν χλωρὰ φύλλα κι ἂς δώσει ἡ γῆ τὸν καρπό της· ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ σεῖς βλαστήσατε· τῆς ἀρετῆς οἱ κλάδοι ἀνθήσατε, γιατί ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ποιὸς δὲν χαίρει σήμερα; ποιὸς δὲν ἐνθουσιάζεται; ποιὸς δὲν τέρπεται; καὶ ποιός, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, δὲν εὐφραίνεται;
Ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ τοῦ Ἅδου τὸ βασίλειο κατέλυσε· ἀνέστη, καὶ τὸν διάβολο κατήργησε· ἀνέστη, καὶ τὴν ἁμαρτία ἐξήλειψε· ἀνέστη, καὶ τὴν εἰδωλομανία ἐμείωσε· ἀνέστη, καὶ τὴν πλάνη ἀπεδίωξε· ἀνέστη, καὶ τὸν Ἀδὰμ διέσωσε· ἀνέστη καὶ τοὺς ἀγγέλους ἔκαμε ἀμετακίνητους πρὸς τὸ κακό· ἀνέστη, καὶ τὸν ἄνθρωπο ἔσωσε· ἀνέστη, καὶ τὰ οὐράνια συνέδεσε μὲ τὰ ἐπίγεια, ὑποδεικνύοντας τὸν Ἑαυτὸ Τοῦ παγκόσμιο βασιλέα καὶ ὑπέρτατο Δεσπότη ὅλων: τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀνθρώπων, τῶν στοιχείων, τῶν στοιχειωτῶν καί, πρωτοφανές, τῶν δαιμόνων. Χαίρετε, λοιπόν, μὲ ἀνεκλάλητη χαρά· ὅσοι ἀκούετε ὅτι, ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, εὐφραίνεσθε· ποιὸς δὲν προσκυνεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τὸν Ἔσχατο, κατὰ τὴν θεηγόρο φωνή· ποιὸς δὲν Τὸν δοξάζει; Διελύθη τὸ σκοτάδι· ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ δεσμά· πρὸς τὴν ἄνω βασιλεία ὑψωθήκαμε.
Ἀναστάσεως ἡμέρα· καὶ ποιὸς δὲν θὰ λάβει πνευματικὴ κινύρα (κιθάρα) γιὰ νὰ ψάλει ἐπαναλαμβανόμενο μέλος (ᾆσμα), μὲ ᾠδὲς καὶ ψαλμοὺς καὶ ἀγαλλίασι μεγάλη, καὶ μὲ διαπεραστικὴ μελῳδία νὰ ἀλαλάξει καὶ νὰ βοήσει τό, ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν; Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Φύγε μακριά μας κάθε δαιμονικὴ φάλαγγα· κι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ σκότους, μὲ τὴν στρατιά σου κάτελθε πρὸς τὰ τάρταρα· διότι ἀνέστη ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τὸ βασίλειό σου ἐσκύλευσε·
Κανείς, ὢ πιστοί, μὲ πενιχρὰ ἐνδύματα ἂς μὴ συνδράμει (συντρέξει) εἰς τὴν ἑορτή· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι, στὶς αἰσθητὲς αἰσθήσεις μας καὶ στὶς νοητές, τῶν ἀρετῶν· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι· ὁ ἀντικείμενος (διάβολος) ἀπέθανε· ὁ Δεσπότης ἀνέστη· ἡ χθεσινὴ λύπη, ἀπὸ χαρὰ διεβιβάσθη πρὸς χαρά· τὶ μᾶς ἐμποδίζει νὰ συμψάλωμε μὲ τοὺς μαθητές; νὰ ψάλωμε τὰ ἐπινίκια μαζὶ μὲ τὶς Μαρίες; Ἡ θεία οἰκονομία συνετελέσθη· ἡ συγκατάβασι, ἡ σύλληψι, ὁ τόκος ὁ ἐκ Παρθένου, τὸ Βάπτισμα, οἱ θεοσημεῖες, τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασι, Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαίρετε λαοὶ καὶ ἀγαλλιᾶσθε.
Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς κατὰ τὸ μέγα Σάββατο, μὲ θεῖο ὕμνο μελωδοῦμε τὸν δεσπότη Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν· τὸν ἀληθῶς ἀναστάντα· τὸν ἀληθῶς καὶ πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως. Καὶ εἰς ἐμᾶς, ὦ Κύριε, πόθεν (ἀπὸ ποῦ) θὰ καταπεμφθεῖ ἡ χάρι τῶν αἰτημάτων μας;
Σύναξη της Παναγίας της Κορυφιώτισσας στο Καμάρι Κορινθίας
Πάνω άπ'την κοινότητα Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου υψώνεται μεγαλόπρεπα η Κορυφή, το βουνό της Παναγίας. Εκεί σε υψόμετρο 731 μέτρων βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι που ονομάζεται και Κορυφιώτισσα (ή Κορφιώτισσα).
Η παράδοση αναφέρει ότι στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, κτίστηκε στην αρχή ένα μικρό εκκλησάκι και αργότερα το μοναστήρι, η προεπαναστατική ύπαρξη και ακμή του οποίου προκύπτει από διάφορα «ομόλογα» που χρονολογούνται γύρω στα 1750 μ.Χ. και νωρίτερα. Η σημερινή εκκλησία οικοδομήθηκε στα 1767 μ.Χ. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 μ.Χ. το μοναστήρι συνέδραμε τους αγωνιστές «Εδωκεν απ'άρχης της επαναστάσεως εις όνομα του έθνους προς τους εφόρους δημογέροντας και προς τον στρατηγό Ι. Νοταρά, γρόσια 8.104».
Η διαβίωση των μοναχών στην Κορυφή, χωρίς νερό και εύκολη πρόσβαση, ήταν δύσκολη γι'αυτό αποφάσισαν να κατέβουν χαμηλότερα, όπου έκτισαν το κάτω μοναστήρι. Αφορμή για την επανεγκατάσταση των μοναχών στο αρχικό μοναστήρι όπου βρίσκεται και σήμερα ήταν η εξαφάνιση και η ανεύρεση στη συνέχεια στην Κορυφή της εικόνας της Παναγίας, με θαυμαστό τρόπο. Παρουσιάστηκε στον ύπνο μιας κωφάλαλης και της υπέδειξε τον τόπο που βρίσκετε η εικόνα Της. Αυτή αν και ήταν κωφάλαλη, μίλησε και αφηγήθηκε στους συγχωριανούς της το όραμα που είχε δει. Με τη συνδρομή κατοίκων απ' τα γύρω χωριά ανακαινίστηκαν τα κελία και η ερειπωμένη εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.
Η Μονή εορτάζει τη Παρασκευή της Διακαινησίμου, μετά το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου και πολλά θαύματα της Παναγίας έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα.
Η Θαυματουργή εικόνα της Κορφιώτισσας (1816 μ.Χ.) είναι τοποθετημένη σε σκαλιστό εικονοστάσι, έργο του ξυλογράφου Ιωάννου Βασιλείου (1916 μ.Χ.). Ο ηγούμενος Ζαφείρης αγιογράφησε τους τοίχους της εκκλησίας στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το μοναστήρι στα 1935 μ.Χ., μετατράπηκε σε γυναικείο. Επίσημα η γυναικεία κοινοβιακή Μονή ιδρύθηκε το 1980 μ.Χ. Οι μοναχές υπό την ηγουμένη Ευαγγελία συνεχίζουν σήμερα το σημαντικό έργο των προκατόχων τους και έχουν μετατρέψει το μοναστήρι σε μια όαση, που οι προσκυνητές βρίσκουν παρηγοριά και ψυχική ηρεμία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ Σου Εἰκόνι Κορυφιωτίσσης προσπίπτωμεν, κλίνοντες τό γόνυ, Παρθένε, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος· δεόμενοι ἀντιλήψεως, Ἁγνή, πρεσβείαις πρός Υἱόν Σου καί λιταῖς· ἵνα τύχωμεν, Παρθένε, τῆς παρ’ Αὐτοῦ πλημμελημάτων ἀφέσεως. Δόξα τοῖς μεγαλείοις Σου, Σεμνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα ὑπερβαλόντως, Κόρη, τῇ δυναστείᾳ Σου.
Μεγαλυνάριον
Ἑλλάδος ἁπάσης τήν ὁδηγόν, Γένους Ὀρθοδόξων τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, τῆς Κορυφιωτίσσης τήν Εἰκόνα νῦν τιμῶμεν, ὡς τῆς Παρθένου λαμπρόν ἀποτύπωμα.
Σύναξη της Παναγίας της Φανερωμένης στην Ρόδο
Η ιερά και θαυματόβρυτος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «της Φανερωμένης» βρέθηκε (φανερώθηκε) κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα μ.Χ. στην παραλία της Ιξιάς, στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η φερώνυμος Ιερά Μονή, και που τα χρόνια εκείνα αποτελούσε χώρο απομονώσεως ασθενών που έπασχαν από λέπρα.
Ένας από τους λεπρούς που ζούσαν εκεί ανακάλυψε την Εικόνα της Θεομήτορος μέσα στην άμμο του αιγιαλού. Η εύρεσή της χαροποίησε τους απεγνωσμένους εκείνους ανθρώπους και από ευγνωμοσύνη προς τη Μητέρα του Κυρίου, η οποία με ένα τέτοιο θαυμαστό τρόπο έδειξε τη μητρική πρόνοιά της προς αυτούς, οικοδόμησαν κοντά στο μέρος της ευρέσεως μικρό Ναό επ᾿ ονόματί της. Αργότερα, όταν έφυγαν οι λεπροί, οικοδομήθηκε γύρω από τον Ναο Ιερά Μονή, στην οποία θησαυρίζεται μέχρι σήμερα η φανερωθείσα Ιερά Εικόνα. Επειδή ο χώρος, όπου βρίσκεται σήμερα η μονή, ήταν τόπος απομονώσεως των λεπρών, γι᾽ αυτό και η μονή αναφέρεται και ως Παναγία «Λουβιαρίτσα».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ω῾ς Πηγὴ Ζωοδόχος, Θεοτόκε Πανύμνητε, χύδην ἀναβλύζεις θαυμάτων, τὰ ζωήῤῥυτα νάματα, ξηραίνουσα τὰς νόσους τῆς σαρκός, καὶ πάθη ἀποπλύνουσα ψυχῆς, τῶν ἐν πίστει προστρεχόντων τῷ σῷ Ναῷ, καὶ πόθῳ σοι ἐκβοώντων· Δόξα τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Παρθένε χρηστότητι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν Εἰκόνα σου πόθῳ, κατασπαζόμεθα, ἣν ἐφανέρωσας πάλαι, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν πολλήν, τὴν ὀδύνην τῶν λεπρῶν ἐπικουφίζουσα, καὶ μητρικῶν σου δωρεῶν, τὰς ἐκφάνσεις ἐξ αὐτῆς, λαμβάνοντες ἐκβοῶμεν· Χαῖρε Παρθένε Θεοκυῆτορ, Φανερωμένη ἡ προστάτις ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Η῾ Εἰκών σου σήμερον, ὑπὲρ ἡλίου ἀκτίνας, μυστικῶς ἐκλάμπουσα, τῆς χάριτός σου τῇ αἴγλῃ, πρόσωπα, καταφαιδρύνει καὶ τὰς καρδίας, Ἄχραντε Φανερωμένη τῶν προσιόντων· διὰ τοῦτό σε ὑμνοῦμεν, χαῖρε βοῶντες, Μῆτερ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ε᾿ξ ἀκενώτου σου Πηγῆς Θεοχαρίτωτε, ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα, ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον· τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.
Μεγαλυνάριον
Βλύζει ἡ Πηγή σου ὕδωρ ζωῆς, τοῖς προσερχομένοις, μετὰ πίστεως ἀκραιφνοῦς, καὶ πάθη ἐκπλύνει, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων· διὸ Θεοκυῆτορ, σὲ μακαρίζομεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, καὶ ἐνδοξοτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, σὲ Φανερωμένη, Παρθένε ἀνυμνοῦμεν, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, κατασπαζόμενοι.
Ὁ Οἶκος
῎Αχραντε Θεοτόκε, ἡ τεκοῦσα ἀῤῥήτως, Πατρὸς τὸν προαιώνιον Λόγον, πλάτυνόν μου τὸ στόμα Σεμνή, συνεισφέρουσά με πρὸς τὸν σὸν ἔπαινον, ὡς ἂν ἀνευφημήσω σε, κραυγάζων τῇ Πηγῇ σου ταῦτα·
Χαῖρε, πηγὴ χαρμονῆς ἀλλήκτου·
χαῖρε, ῥοὴ καλλονῆς ἀῤῥήτου.
Χαῖρε, νοσημάτων παντοίων κατάλυσις·
χαῖρε, παθημάτων ποικίλων κατάκλυσις.
Χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον, ὑγιάζον τοὺς πιστούς·
χαῖρε, ὕδωρ χαριέστατον, τοῖς νοσοῦσι πολλαπλῶς.
Χαῖρε, νᾶμα σοφίας, ἀγνωσίαν ἐξαῖρον·
χαῖρε, κρᾶμα καρδίας, ἀμβροσίαν προῤῥέον.
Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ μάννα ζωήῤῥυτε·
χαῖρε, λουτὴρ καὶ νέκταρ θεόῤῥευστε.
Χαῖρε, πορθμὸν ἀσθενείας δεικνῦσα·
χαῖρε, φλογμὸν ἀῤῥωστίας σβεννῦσα.
Χαῖρε, ὕδωρ σωτήριον.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Προσέλθωμεν πιστοί, τῇ Πηγῇ τῆς Παρθένου, καὶ ὕδωρ ζωηρόν, ἐξ αὐτῆς ἀπαντλοῦντες, ψυχῶν εἰς περιποίησιν, εὐλαβῶς ἐκβοήσωμεν· Χαῖρε Ἄχραντε, ἡ ἰατρὸς τῶν νοσούντων· χαῖρε Δέσποινα, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, καὶ πάντων ἀντίληψις.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν ἀένναον κρήνην καὶ ζωηράν, τὴν πηγάζουσαν ῥεῖθρα θείαν Πηγήν, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τὴν χάριν αἰτούμενοι· καθ᾿ ἑκάστην βρύει, καὶ γὰρ τὰ ἰάματα, ὡς ποταμῶν τὰ ῥεύματα, δεικνῦσα ἐλάχιστα. Ὅθεν κατὰ χρέος, προσιόντες ἐν πόθῳ, πιστῶς ἀρυσώμεθα, ἐκ Πηγῆς ἀνεξάντλητον, ῥῶσιν ὄντως ἀθάνατον, δροσίζουσαν σαφῶς τῶν πιστῶν, τὰς καρδίας καὶ χείλεσι κράξωμεν· Σὺ εἶ Θεόνυμφε πάντων, πιστῶν παραμύθιον.
Σύναξη της Παναγίας της Λαοδηγητρίας στην Θεσσαλονίκη
Η εκκλησία της Παναγίας Λαοδηγήτριας, γνωστή και ως Λαγουδιανή ή του Λαγουδιάτου, είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ζωοδόχο Πηγή και βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Ιουλιανού. Ο ναός ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων και ανακαινίστηκε ριζικά στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα με έξοδα του μεγαλέμπορα Ιωάννη Καυταντζόγλου. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη, ο οποίος χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Μακεδονίας στον 19ο μ.Χ. αιώνα. Στη νότια πλευρά του κτηρίου είναι προσαρτημένο παρεκκλήσι με καμαρωτή στέγη, στο οποίο βρίσκεται αγίασμα.
Η Λαοδηγήτρια ανοικοδομήθηκε στη θέση του καθολικού του βυζαντινού γυναικείου μοναστηριού της Παναγίας Λαγουδιανής ή του Λαγουδιάτου, το οποίο ιδρύθηκε πιθανότατα στον 14ο αιώνα και υπήρξε μετόχι της Μονής Βλατάδων. Η ονομασία του μοναστηριού αυτού οφείλεται, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στον κτήτορά του, τον Λαγουδιάτη ή Λαγουδάτη. Σύμφωνα, ωστόσο, με την παράδοση, η μονή ονομάστηκε έτσι, επειδή συνέβη το εξής περιστατικό: ένας λαγός, στην προσπάθειά του να σωθεί από κάποιον κυνηγό, έσπευσε να κρυφτεί σε μία τρύπα, στην οποία εντοπίστηκε μία θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου· στον χώρο ανεύρεσης της εικόνας πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του μοναστηριού. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, και χαρακτηριστικό είναι ότι η μονή στα χρόνια της τουρκοκρατίας καλούνταν «Tavşan Manastır», δηλαδή «μοναστήρι του λαγού».
Σύναξη της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας στα Άγραφα της Πίνδου
Στην πανέμορφη οροσειρά των Αγράφων της Πίνδου, κοντά στο χωριό Κουμπουριανά, μέσα σε δύσβατο τόπο, διακρίνουμε την Ι. Μονή Παναγίας Σπηλαιωτίσσης, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.
Είναι κτισμένη επάνω στην προεξοχή ενός βράχου, κάτω από τον οποίο υπάρχει το σπήλαιο ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, στο οποίο οφείλει και την επωνυμία της. Στη θέα του απότομου γκρεμού που υπάρχει γύρω της, ο επισκέπτης νιώθει δέος και ίλιγγο. Στο βάθος του γκρεμού διέρχεται παραπόταμος του Αχελώου, ενώ στα ανατολικά της Μονής υπάρχουν απότομοι και απροσπέλαστοι βράχοι.
Η Μονή περιβάλλεται από οχυρωματικό τείχος. Εντός αυτού σώζεται το Καθολικό, ο μεγαλοπρεπής Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, Βυζαντινού ρυθμού, καθώς και μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σε επιγραφή που συναντάμε έξω από το Καθολικό διαβάζουμε τα εξής: «Ανοικοδομήθη ο θείος και Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής επί έτους ΑΨΛς (1736) μηνί Απριλίω δια συνδρομής Παρθενίου ιερομονάχου και Παπα-Ιωνά και Παπαγαβριήλ και Παπαανανία». Η ανέγερση του παρεκκλησίου χρονολογείται τον 16ο αιώνα μ.Χ., ενώ η τοιχογράφησή του τον 17ο αιώνα μ.Χ.
Το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού φιλοτεχνήθηκε από τους τεχνίτες Γεώργιο και Ιωάννη επί Ηγουμένου Γαβριήλ Ιερομονάχου το 1779 μ.Χ., όπως μας πληροφορεί σχετική επιγραφή, και αγιογραφήθηκε από τον αγιογράφο Θεόδωρο από τη Μεγαλοβλαχία το 1737 μ.Χ., όπως αναγράφεται κάτω στη δεσποτική εικόνα του Χριστού.
Η Μονή Σπηλιάς συνέβαλε σημαντικά στην Επανάσταση του 1821 μ.Χ.. Εκεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διοργάνωνε συχνά πολεμικές συσκέψεις και συμβούλια λόγω της θέσης της.
Επίσης, κατά την επανάσταση των Αγράφων, την οποία υπεκίνησε η Ελληνική Κυβέρνηση για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, υπήρξε στραταρχείο. Εκεί το 1837 μ.Χ. εγκαταστάθηκε η Επαναστατική Κυβέρνηση υπό τον Αλεξανδρή, ενώ επάνω από τη Μονή σώζονται μέχρι σήμερα τα οχυρώματα.
Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και την Παρασκευή της Διακαινισήμου εβδομάδος, της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, προσέρχεται πλήθος προσκυνητών από όλη την Ελλάδα για να ασπασθεί την περίπυστη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας Οδηγητρίας, η οποία κατά παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. ἀ’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Την αγίαν εικόνα της θεομήτορος υπό Λουκά ποιηθήσα εν τοις αρχαίοις καιροίς. Σπηλαιώτισσα την θείαν προσκηνήσωμεν ότι Αγράφων ή χαρά, Αργιθέας τε φρουρός εδείχθη ημίν και δόξα και εισακούει ταχέως δεήσεις πάντων των τιμώντων αυτήν.
Μεγαλυνάριον
Ἔχει τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Ἄχραντε Παρθένε, ὡς θεόσδοτον θησαυρόν, πᾶσα Ἀργιθέα καί ἐν αὐτῆ καυχᾶται, ὑμνοῦσά Σου τά θαύματα, Σπηλαιώτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Πάθη θεραπεύονται χαλεπά, χάριτι Παρθένε, τῆς Εἰκόνος Σου τῆς σεπτῆς. Ὅθεν ἀεί δίδου, κἀμοί τῶ Σῶ ἱκέτῃ, βοήθειαν ἐν πᾶσιν, ὦ Σπηλαιώτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἔλυσας στειρώσεως τά δεσμά τῶν προσελθουςῶν Σοι, Σπηλαιώτισσα, εὐλαβῶς, γυναικῶν ἐν πίστει. Διόπερ κἀμοῦ λῦσον τήν στεόρωσιν, Παρθένε, ψυχῆς καί σῶσον με.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Ἀειπάρθενε Μαριάμ, ὅτι ὑπερλόγως, Σήν εἰκόνα τήν τοῦ Λουκᾶ, ἔστησας σπηλαίῳ, δεικνύουσα κατ’ ὄναρ, δυάδι τῶν κτιτόρων, τόπον τεμένους Σου.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε τῶν θαυμάτων ὁ θησαυρός καί τῆς Ἀργιθέας ἡ προστάτις καί ἡ φρουρός. Χαῖρε τῶν Ἀγράφων καί πάσης Θετταλίας, ἀντίληψις ταχεῖα, ἐν περιστάσεσι.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει τοῦ Σπηλαίου λαμπρά Μονή, ἔχουσα ὡς πλοῦτον τήν εἰκόνα Σου τήν σεπτήν. Χαίρει καί ἡ θεία Μητρόπολις Καρδίτσης, τήν χάριν δεχομένη Σῆς παρακλήσεως.
Σύναξη της Παναγίας της Κλειβωκάς στην Αρκαδία
Η Μονή της Παναγίας της Κλειβωκάς ή αλλιώς Παναγία η Ζωναρίτισσα, βρίσκεται κοντά στα χωριά Κοντοβάζαινα και Δήμητρα στην επαρχία Γορτυνίας, στον Νομό Αρκαδίας. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στην είσοδο σπηλιάς, η οποία λόγω βάθους και στενής διαμέτρου από ένα σημείο και μετά είναι ανεξερεύνητη.
Η τραχιά φυσιογνωμία του τοπίου και το δύσβατο και απροσπέλαστο σχεδόν του εδάφους έχει τροφοδοτήσει πολλούς θρύλους και παραδόσεις σχετικά με την εύρεση της εικόνας της Θεομήτορος και την κτίση του μοναστηριού.
Κατά μια παράδοση, η εικόνα της Παναγίας, που λέγεται ότι είναι μια από τις έντεκα του Απόστολου Λουκά, ήταν στο σημείο όπου σήμερα είναι το εκκλησάκι της Αγίας Άννας στην Κάτω Κλειβωκά, στη θέση Μπέλκος, όπου στην προχριστιανική περίοδο λατρευόταν η θεά Αλουσία Δήμητρα. Στο σημείο αυτό υπήρξε μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων. Το μοναστήρι αυτό διαλύθηκε και ο ναός κατεστράφη επί τουρκοκρατίας και πιθανότατα κατά την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1825 - 1828 μ.Χ.
Για την τύχη της θαυματουργής εικόνας δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο. Κατά μίαν άποψη, οι Χριστιανοί, οι οποίοι ήξεραν καλά τα κατατόπια και τις ασφαλείς κρυψώνες, μετέφεραν την εικόνα στη σπηλιά, όπου την έκρυψαν, και από το δύσβατο και μυστικό μονοπάτι πήγαιναν και προσεύχονταν. Κατά άλλη άποψη-παράδοση και θρύλο, λέγεται ότι η εικόνα ευρέθη μετά από σχετικό όνειρο από χωρικό, που καταγόταν από το διπλανό χωριό Δήμητρα Αρκαδίας.
Το εκκλησάκι κατασκευάστηκε στο τέλος της περασμένης εκατονταετίας από τον Κοντοβαζαινίτη Σοφιανόπουλο, εγκαταστημένο στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το κλιμακοστάσιο κατασκευάστηκε δέκα χρόνια αργότερα με δαπάνη του ιδίου. Από την κτίση του και μετά, το μοναστήρι λειτούργησε σαν γυναικεία μονή. Τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε επί ηγουμενίας της Μοναχής Μακαρίας Καρρά. Σήμερα (2010 μ.Χ.), στο μοναστήρι διακονεί μία μόνο μοναχή, η Χριστοδούλη, η οποία βρίσκεται εκεί από το 1953 μ.Χ.
Γιορτάζει την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Στα παλαιότερα χρόνια η γιορτή συνδυαζόταν με λαμπρά πανήγυρη στα Φραγκάλωνα και θεωρείτο ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά και κοσμικά γεγονότα όλων των γύρω χωριών.
Δυστυχώς, αυτό το έθιμο εξέλειψε και περιορίστηκε μόνο σε προσκύνημα στη χάρη της. Τελευταία καθιερώθηκε άλλη μια γιορτή στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, με μια προσπάθεια αναβίωσης του παλιότερου εθίμου.
Σύναξη της Παναγίας στους Αμπελόκηπους (Ταμπάκικα) Λαρίσης
Ως το τέλος της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι της συνοικίας Ταμπάκικα εκκλησιάζονταν στον γειτονικό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το 1877 μ.Χ. οικοδομήθηκε σε κεντρικό σημείο της συνοικίας ένα παρεκκλήσι της Παναγίας Φανερωμένης όπου υπήρχε και κοιμητήριο.
Μετά από λίγο καιρό και την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε μία μοναχή ονόματι Θεοφανία, αποφασισμένη να εργασθεί αμισθί στο παρεκκλήσιο και τα μνήματα του μικρού κοιμητηρίου. Η Θεοφανία θεώρησε ως άσκηση να ατενίζει καθημερινά τους τάφους έχοντας στον νου της τον Σοφό Σειράχ «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰώνα ἀμαρτήσεται». Η Θεοφανία εγκαταστάθηκε πλησίον του μικρού ναΐσκου σε ένα μικρό κελάκι όπου έκανε και τον μοναχικό της κανόνα.
Ο παντογνώστης Κύριος βλέποντας τα βάθη της ψυχής της αποκαλύπτει με όνειρα ότι στο σημείο που υπάρχει το μαγγανοπήγαδο και στο βάθος του βρίσκεται εικόνα της Θεομήτορος από πολλά χρόνια.
Η μοναχή Θεοφανία ξαναβλέπει σε όνειρο, αυτή τη φορά την Υπεραγία Θεοτόκο, ως γυναίκα απαστράπτουσα, να την οδηγεί στο μαγγανοπήγαδο και να της δείχνει ότι στο βυθό του από όπου αναβλύζει το νερό βρίσκεται η εικόνα της, και της ζητάει να εξέλθει από εκεί.
Γνωστοποιούνται τα όνειρα στον νεωκόρο και στην συνέχεια στον τότε ιερέα του Ναΐσκου και τελικά στον Επίσκοπο Λαρίσης Νεόφυτο, ο οποίος και καλεί την μοναχή στην επισκοπή για να μιλήσουν. Η μοναχή Θεοφανία με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε στον Επίσκοπο τα όνειρά της και εκείνος δίνει εντολή στους ιερείς ανεύρεσης συνεργείου για να αντλήσει το νερό του πηγαδιού.
Με εγκύκλιο γνωστοποιεί το γεγονός στους ιερείς της Μητροπόλεως Λαρίσης και τον πιστό λαό και τους καλεί να παραστούν όλοι στην τελετή.
Έτσι και έγινε. Μία μέρα σχηματίζεται πομπή γύρω από το πηγάδι με τους ιερείς ενδεδυμένους τα ιερά τους άμφια, τον Επίσκοπο επικεφαλής, παρουσία των αρχών και πλήθους κόσμου και αφού προηγήθηκε παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, αρχίζει η άντληση του νερού οπότε στο βυθό εμφανίζεται η εικόνα λασπωμένη.
Μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά όλων και αμέσως αρχίζει πανηγυρικά να ηχεί η καμπάνα του μικρού ξύλινου κωδωνοστασίου του Ναΐσκου.
Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος παίρνει στα χέρια του την ιερά εικόνα την καθαρίζει από τις λάσπες και σχηματίζεται πομπή προς τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου όπου εναποτίθεται προς προσκύνηση για σαράντα ημέρες. Την εικόνα αυτή η οποία απεικονίζει την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Κύριο (Ρόδον το Αμάραντον) την ονομάζει ο Επίσκοπος, Ζωοδόχο Πηγή, και δίνει εντολή να φιλοξενηθεί στον Μητροπολιτικό Ναό μέχρι ανεγέρσεως Ιερού Ναού. Αργότερα δε φιλοτεχνείτε ένα ασημένιο «πουκάμισο» το οποίο και τοποθετήθηκε επάνω και αναγράφει «ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ».
Η εικόνα αυτή βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον Ιερό Ναό της και από τις 2 Μαΐου 2008 μ.Χ., με την παραίνεση και ευλογία του Ποιμενάρχου της Λάρισας κ. Ιγνατίου και τις φιλότιμες προσπάθειες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε έναν καλαίσθητο και επιβλητικό θρόνο, χαρίζοντας, χάρη, ευλογία, παρηγοριά αλλά και αναρίθμητα θαύματα σε κάθε πιστό άνθρωπο.
Μετά την κατάρτιση ερανικής επιτροπής ανεγέρσεως Ιερού Ναού, με εγκύκλιό του ο Μητροπολίτης Νεόφυτος διορίζει τον ιερέα παπά Δημήτρη Σακελλαρίου για την διενέργεια εράνου σε όλη την Θεσσαλική, ελεύθερη πλέον γη. Έτσι χτίζεται ο πρώτος ναός Βασιλικού ρυθμού, ο οποίος και διατηρήθηκε μέχρι και το 1990 μ.Χ. Με ενέργειες του τότε προϊσταμένου π. Νικολάου Μαυρογιάννη την 1η Ιουνίου 1990 μ.Χ. κατεδαφίζεται ο ναός και λίγο αργότερα στις 28 Ιουνίου 1990 μ.Χ. τελείται ο Αγιασμός των θεμελίων από τον τότε Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Δημήτριο τον Δ΄.
Ο υπόγειος Ναός αποπερατώνεται σε διάστημα μόλις 8 μηνών και γίνονται τα θυρανοίξια την Κυριακή των Βαΐων στις 31 Μαρτίου 1991 μ.Χ. Οι εργασίες του επάνω Ναού ξεκινούν στις 29 Οκτωβρίου 1992 μ.Χ. και τα θυρανοίξιά του γίνονται την 1η Αυγούστου 2001 μ.Χ.
Ο νέος Ιερός Ναός είναι ένα μεγαλοπρεπές κομψοτέχνημα, 850 τμ.(επάνω ναός) και 950 τμ.(κάτω ναός) 38 μ. ύψους, Σταυροειδής μετά τρούλου, με δύο κωδωνοστάσια και άλλους τέσσερις μικρότερους τρούλους, εγκαινιάσθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιο στις 2 Μαΐου 1997 μ.Χ. ο υπόγειος, και το Σάββατο του Ακαθίστου 20 Απριλίου 2002 μ.Χ. ο επάνω.
Μέχρι και σήμερα τα διάφορα έργα που χρειάζεται ένας ναός, όπως η Αγιογραφία, προχωράνε με φανταστικούς ρυθμούς χάρη στις άοκνες προσπάθειες των συμβουλίων του ναού αλλά και στην αγάπη του πιστού λαού της πόλης της Λάρισας και όχι μόνο.
π. Κωνσταντίνος Δεληχρήστος
Προϊστάμενος του Ιερού Ναού