Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Σύγχρονος Μοναστικός Βίος και Λειτουργική Θεολογία

Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη Προηγουμένου Ι. Μ. Ιβήρων

Αὐτὸ τὸ ἀγνοημένο Ἅγιον Ὄρος ἀπέπνεε ἕνα μεγαλεῖο ἀνερμήνευτο: στὶς μορφὲς τῶν ναῶν, τῶν εἰκόνων, τῶν ἀκολουθιῶν, τῶν ἀρχαίων μελωδιῶν, τῶν ζώντων γερόντων· αὐτῶν τῶν ἁπλῶν καὶ αὐθεντικῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν περάσει στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς ἐσχατολογικῆς ἐλευθερίας.

Μέσα στὴ φτώχεια εἶχαν αὐτάρκεια. Μέσα στὴν περιφρόνησι, ἕνα θεῖο χαμόγελο. Σὲ ἀγαποῦσαν αὐθόρμητα, χωρὶς νὰ τὸ περιμένης. Ἀνέδιδαν εὐωδία Ἀναστάσεως, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Ἦταν ριζωμένοι στὴν Παράδοσι τοῦ Τόπου. Καὶ εἶχε ἀνθίσει στὰ πρόσωπά τους κάτι ἀπὸ τὴν εὐπρέπεια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τοὺς εἶχε διαμορφώσει τὸ εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας. Τοὺς εἶχε κτυπήσει ἕνας θεῖος ἔρως καὶ τοὺς κατέστησε ἐκστατικούς· γιὰ νὰ ἀγαποῦν τὴν ταπείνωσι, νὰ θέλουν νὰ φύγουν, νὰ χαθοῦν, νὰ μὴν ὑπάρχουν1. Τοὺς ἀνοίχτηκαν πύλες ἀόρατες. Εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται καὶ νομὴν εὑρίσκουν (Ἰωάν. 10, 9) γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους. Ζοῦν μόνοι καὶ μαζὶ μὲ ὅλους, ἀφήνοντάς τους ἐλεύθερους καὶ σώους. Σὰν νὰ μὴν τοὺς ἐνδιαφέρη τι γράφουν τὰ λεξικὰ καὶ τί λένε οἱ σοφοὶ γιὰ τὸν βυζαντινισμό. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ μπορεῖ νὰ ζήση ὁ ἄνθρωπος. Ἔχουν ἄλλες ἀπασχολήσεις, θέματα καὶ προβλήματα. Σκοπὸς ἐδῶ δὲν εἶναι κανένα ἀνθρώπινο ἔργο. Ἀλλὰ τὸ νὰ βρῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του. Νὰ ἁγιάση τὸ σκεῦος του. Νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴ φιλαυτία του. Νὰ παραδοθῆ συνειδητὰ στὴ θέλησι τοῦ Πνεύματος. Νὰ πῆ τὸν λογισμό του καὶ νὰ καταλήξη στὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου» (Ματθ. 6, 10).

Μπαίνεις σ’ ἕνα χῶρο διαμορφωμένο, ἀρχιτεκτονημένο στὰ κτίσματα καὶ τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ σὲ ἀναπαύει, σὲ σαγηνεύει. Μπορεῖς νὰ ζήσης καὶ νὰ προκόψης.

Μέσα στὴν ἀκολουθία, στὸ πρόγραμμα τὸ ἡμερήσιο, τὸ ἑβδομαδιαῖο καὶ τὸ ἐτήσιο· μέσα στὸν προσωπικὸ κανόνα τοῦ μοναχοῦ, στὸ κελλὶ καὶ στὸ διακόνημα, διαμορφώνεται ὁ νέος ἄνθρωπος. Ὅλος ὁ χρόνος εἶναι δικός σου. Καὶ ἀόρατα χέρια τοῦ Πνεύματος σὲ πλάθουν.

Οἱ δάσκαλοι καὶ καθοδηγοὶ δὲν σὲ ὑποτάσσουν στὶς ἀπόψεις καὶ θεωρίες τους, οὔτε σὲ ζαλίζουν μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ κατορθώματά τους. Ἀλλὰ σὲ παραπέμπουν στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο (στὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι προσφέρθηκαν), ὅπου ὁ Θεάνθρωπος Κύριος «ἅπαξ ἑαυτόν τε προσάξας [...] ἀεὶ σφαγιά-ζεται, ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας»2.

Αὐτὸς «ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν» (Α΄ Πετρ. 2, 21). Ὀφείλομε ἐμεῖς οἱ ζῶντες νὰ μὴν ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ «διὰ τὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα καὶ ἀναστάντα» (Β΄ Κορ. 5, 15).

Ἐδῶ δὲν ἐπικρατεῖ ἡ λογική: νὰ σὲ φάω γιὰ νὰ ζήσω. Ἀλλὰ ἀκούγεται ἡ προτροπή: Λάβετε, φάγετε τὸ σῶμα μου, καὶ πίετε τὸ αἷμα μου (Ματθ. 26, 26-27).

Σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι νὰ φανῆς ἄξιος της Ἀγάπης ποὺ σὲ γέννησε. Νὰ γίνη ὁ λόγος καὶ ἡ παρουσία σου, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία σου, τροφὴ φαγώσιμη καὶ ποτὸ πόσιμο γιὰ νὰ ζήση ὁ ἄλλος. Νὰ ζήση τελικὰ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός σου.

Μιλοῦμε μὲ ὅρους καὶ γεγονότα ζωῆς, ὄχι μὲ ὁρολογίες δικανικὲς καὶ διοικητικὲς ποὺ διεκδικοῦν γιὰ τὸν ἄνθρωπο μιὰ θέσι μέσα στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς.

Ἐὰν ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ἀνακεφαλαίωσι τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ποὺ καταλήγει στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα εἶναι μιὰ διευρυμένη θεία Λειτουργία.

Ἀρχίζομε μὲ τὸ Τριώδιο. Φτάνομε στὸ τριήμερο· τρεῖς μέρες ἀπόλυτης ἀσιτίας, κατὰ τὴ δύναμι ἑκάστου. Κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων.

Συνεχίζεται ἡ Τεσσαρακοστή. Φτάνομε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μὲ τὶς ἡμερονύχτιες ἀκολουθίες ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται».

Ἐδῶ δὲν παρακολουθοῦμε μαθήματα θεολογίας καὶ ἱστορίας. Μετέχομε στὸ δράμα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ποὺ δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία τραγωδία ὅπου δρᾶ ἡ ἀνθρώπινη εὐφυΐα καὶ καλλιτεχνία, ἀλλὰ εἶναι ἡ θεία μυσταγωγία ὅπου ὅλα θεοπρεπῶς ἱερουργοῦνται, καὶ γνωρίζεται ὁ θεάνθρωπος Κύριος ὡς «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος»3 «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» καὶ σωτηρίας4.

Ἐδῶ δὲν χρησιμοποιεῖται, ἀλλὰ σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεως «τὰ πάντα προσίεται, ἵνα σώσῃ τὸν ἄνθρωπον»5. Ὅταν σωθῆ ὁ ἄνθρωπος, σώζεται καὶ ὁ κόσμος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγνοῆται, παραποιῆται καὶ μισερώνεται, τότε ὑποφέρει ὅλος ὁ κόσμος.

Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ μὲ καμμία δική του ἐνέργεια. Εἶναι τόσο μεγάλες οἱ ἀπαιτήσεις του καὶ ἀνοικονόμητες οἱ ἐπιθυμίες του. Ζητᾶ τὸ ἀνέφικτο καὶ τὸ ἀκατόρθωτο. Καὶ αὐτὸ εἶναι θεμιτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Γι’ αὐτό, «ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου, ἵνα ζήσωμεν»6. Χρειαστήκαμε νὰ γίνη ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ νὰ πεθάνη γιὰ νὰ ζήσωμε.

Εἶναι τόσο μεγάλα τὰ γεγονότα τῆς σωτηρίας ποὺ μόνο ἀπὸ μακρυὰ φαίνονται καθαρά. Οἱ Προφῆτες, πρὶν γίνουν, τὰ ζοῦν καὶ τὰ περιγράφουν. Οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ διὰ Πνεύματος Ἁγίου τὰ γνωρίζουν καὶ μᾶς τὰ κοινοποιοῦν.

Ὅσοι βρίσκονται κοντὰ στὸν πορευόμενο πρὸς τὸ Πάθος Κύριο δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Ἀσχημονοῦν. Τὸν ὑβρίζουν, τὸν ἐμπτύουν, τὸν ἐμπαίζουν. Καὶ Ἐκεῖνος «οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ» ( Ἠσ. 53, 7). Ξέρει τι ὑποφέρουν. Τοὺς ἀφήνει νὰ ἐνεργήσουν ἐλεύθερα. Νὰ ἐκδηλωθοῦν ὅπως νομίζουν, νὰ ἐκτονωθοῦν. Καὶ Αὐτὸς ἔχει τὴ δύναμι νὰ τὰ ἀνεχθῆ ὅλα, νὰ τὰ ὑποστῆ· γιὰ νὰ σώση ὅλους.

«Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 12, 31). Καὶ αὐτὴ σὲ συνθλίβει γιατὶ δὲν σὲ κρίνει. Δὲν κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀφήνει νὰ κριθῆ ἀπὸ τὸν κόσμο.

Αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου –ὁ ὁποῖος «διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ»– ἔχει σφραγίσει καὶ ἔχει διαμορφώσει τὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Αὐτὸ μᾶς δέχθηκε. Καὶ ἐμεῖς νοιώσαμε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς χάριτος, αὐτοῦ τοῦ νυμφῶνος καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ εἶναι τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου.

«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, σωτήρ μου, κεκοσμημένον...»7. Νυμφὼν εἶναι τὸ Πάθος. Καὶ εἶναι κεκοσμημένος μὲ τὶς ἀδυναμίες, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὶς μικρότητές μας.

Νυμφίος εἶναι ὁ πάσχων Κύριος. Βασιλεὺς τῆς Δόξης δὲν εἶναι ὁ Ἀναστημένος ἀλλὰ ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ ὁ ὕπτιος νεκρὸς ἐπάνω στὸν ἐπιτάφιο.

Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ σὲ συγκλονίζει. Καὶ προσφέρεται γιὰ ὅλους τοὺς ἀπεγνωσμένους καὶ διαλυμένους ποὺ τὸ ἀγνοοῦν. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀνατέλλει τὸ ἦθος καὶ τὸ κάλλος ποὺ φανερώνεται σ’ ὅλο τὸν λειτουργικὸ κόσμο τῶν εἰκόνων, τῶν ναῶν, τῆς ὑμνολογίας...

Γνωρίζοντας τελικά, ἔσωθεν, αὐτὸ ποὺ λέμε βυζαντινὸ πολιτισμὸ στὴ θεολογία καὶ στὴ ζωή, βλέπομε καθαρὰ περὶ τίνος πρόκειται. Εἶναι μία ἔκρηξι «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» (Πράξ. 2, 2) ποὺ διαλύει καὶ ἐξαφανίζει κάθε ψευτιὰ καὶ παραποίησι, καταλήγοντας στὴν ἀπόλυτη γαλήνη καὶ βεβαιότητα τῆς πίστεως. Εἶναι μία θεοφάνεια ὡς ζῶσα συνέπεια τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς θεώσεως τοῦ προσλήμματος.

Καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη τὸ Βυζάντιο ὡς ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀνθρώπινο (προτερήματα ἢ ἐλαττώματα) ἀλλὰ κάτι τὸ θεανθρώπινο, ἡ ζύμη ποὺ ζυμοῖ ὅλο τὸ φύραμα (Γαλ. 5, 6) τῆς ἱστορίας. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ δωρεὰ τοῦ Πνεύ ματος. Οὔτε τὰ ἐλαττώματα ἀρνεῖται. Οὔτε τὰ προτερήματα θεοποιεῖ. Δίδει τὸ πρωτεῖο σὲ ἕνα Πνεῦμα ποὺ τὰ πάντα δοκιμάζει, καθαίρει καὶ ζωοποιεῖ.

Ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς κακίας. Καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ φενάκη τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀρετῆς, χαρίζοντάς του τὴν ἀτελεύτητη πορεία καὶ διαστολὴ ἐπὶ τὸ ἀόριστον τῆς ἀνυποτάκτου ἐλευθερίας.

Ἡ φυλακή, μὲ σιδερένια ἢ μὲ χρυσὰ κάγκελα, εἶναι τὸ ἴδιο: κόλασι. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζητᾶ βελτίωσι τῶν ὅρων τῆς καταδίκης ἀλλὰ τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.

Ὄχι ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ ἡ ταπείνωσι ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ8κάνει τὸν ἄνθρωπο πνευματοφόρο καὶ ἐλεύθερο, «ὡς μὴ ἐλθόντα εἰς τὸ εἶναι»9.

Ὄχι τὸ μανθάνειν ἀλλὰ τὸ πάσχειν τὰ θεῖα χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀτελευτήτου ἐπεκτάσεως.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς σ ω τ η ρ ί α ς σ α ρ κ ο ῦ τ α ι στὰ πρόσωπα τῶν ταπεινῶν, τῶν δοσμένων στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ χάρι γαληνεύει τὸν ἄνθρωπο. Προχωρεῖ «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν»10, τοῦ χαρίζει τὴ θεϊκὴ πληρότητα ποὺ κάνει τὸν μελωδὸ τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναφωνῆ: «Ἔσωσας ὅλον με τὸν ἄνθρωπον».

Σώζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ σώζεται «τὸ ἀνθρώπινον σύμπαν»11 μὲ τὴν Ἀνάστασι. Ἀκούγεται ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ γιὰ νὰ ἐνωτισθῆς τὰ ἄρρητα ρήματα τοῦ Χρυσορρήμονος καὶ νὰ ἐμποτισθῆς μὲ τὴν οὐράνια παράκλησι ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, πρέπει νὰ ἔχης περάσει ὅλη τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς.

Τότε καταλαβαίνεις ὅτι ὄχι ἡ γνῶσι ἀλλὰ ἡ ἀπόγνωσι σὲ κάνει κοινωνὸ τῆς αἰωνίου μακαριότητος12. Καὶ δι’ ὅλων αὐτῶν δὲν κολακεύονται κάποιοι εὐνοούμενοι, καὶ ἄλλοι μένουν ἔξω. Ἀλλὰ ὅλοι κρινόμαστε ἐξ ἴσου ἀπὸ τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἐξαιρεῖ κανένα.

Ἡ αἵρεσι, ὡς ἀνθρώπινη ἄποψι καὶ κατασκεύασμα, εἶναι εὔκολη λύσι, ἀλλὰ ὀλέθρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ ἀγνοεῖ τὴ δίψα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις του.

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς σεσαρκωμένη Ἀλήθεια, εἶναι ἀνυπόφορη, μὲ σταυροὺς καὶ θανάτους, ἀλλὰ ζωηφόρος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ τὸν φέρνει στὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἐνδιαφέρουσα, ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνη. Ἀνὰ πάσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ γίνουν οἱ ἔσχατοι πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι.

Μεγάλοι δὲν εἶναι οἱ θορυβοποιοὶ ποὺ προβάλλονται ὡς πνευματικοὶ ἡγέτες ἢ προφῆτες, γιὰ νὰ καταπλήξουν καὶ νὰ καταπνίξουν τὸν κόσμο. Μεγάλοι εἶναι οἱ ταπεινοὶ καὶ «ἀνύπαρκτοι», ποὺ ἔχουν δεχθῆ τὴν παράκλησι τοῦ Πνεύματος καὶ ἀποτελοῦν τὴν παρηγοριὰ ὅλου τοῦ κόσμου. Τοὺς ἀρκεῖ ἡ Χάρις (Β΄ Κορ. 12, 9). Καὶ αὐτὴν ἐκπέμπουν ἀενάως, μὲ ἀκτινοβολία ποὺ τρέφεται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν αἴσθησι ποὺ ἔχουν ὅτι μολύνουν τὸν τόπο μὲ τὴν παρουσία τους. Ἐνῷ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία καὶ ὅταν ζοῦν καὶ ἀφοῦ παρέλθουν, γιατὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δίδει νόημα καὶ λόγο στὴν παρουσία καὶ τὴν ἀπουσία τους.

Ἀντίθετα, μόλις πιστέψης ὅτι κάτι εἶσαι στὴν ἀρετὴ ἢ στὴ γνῶσι, τότε τὰ χάνεις ὅλα καὶ γίνεσαι ἀφορμὴ μολύνσεως, ἄσχετα ἂν νομίζης ἐσύ –ἢ καὶ κάποιοι ἄλλοι– ὅτι εἶσαι ὑπόδειγμα ἀρετῆς καὶ ἀνανεώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα ταλέντα ἢ προτερήματα: σοφίας, ρητορικῆς ἢ ποιήσεως. Ἀλλὰ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἅγιασαν προσφέροντάς τα στὸν Θεό. Καὶ δι’ αὐτῶν φανερώνεται ἡ Χάρις ποὺ παρηγορεῖ καὶ θεώνει τὸν ἄνθρωπο.

ΠΗΓΗ : ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι.Μ.ΙΒΗΡΩΝ, ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ, εκδ. ΙΕΡΆΣ ΜΟΝΗΣ ΙΒΗΡΩΝ, 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου