Διάβασα κάπου:
Ὅταν μιά μεγάλη πληγή θέριζε τό Λονδῖνο, ὁ Κράβεν, ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψη τό Λονδῖνο καί νά πάη στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, γιά νά ἀποφύγη τόν κίνδυνο.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἀνέβαινε στό ἁμάξι του, ἄκουσε ἕναν ὑπηρέτη του νά λέη σ’ ἕναν ἄλλο.
- Ὑποθέτω ὅτι ὁ Θεός του ἐγκατέλειψε τό Λονδῖνο καί πῆγε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του.
Αὐτό ξάφνιασε τόν Κράβεν καί τόν ἔκανε νά σκεφθῆ: «Ὁ Θεός μου! Εἶναι πανταχοῦ παρών καί μπορεῖ νά μέ φυλάξη ὅπου κι ἄν εὑρεθῶ. Θά μείνω ἐδῶ». Καί ἔμεινε.
Καί σκέφθηκα:
Ἀλήθεια, ἄν πιστεύουμε στήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ μας τότε… τότε γιατί ξεχνοῦμε πώς μπορεῖ νά εἶναι καί στό πρόβλημα πού μᾶς ταλανίζει καί τό ἀφήνουμε νά μᾶς ἀφαιρῇ τήν γαλήνη;
Ἄν ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ τότε… βρίσκεται καί δίπλα στό πρόσωπο πού πολύ ἀγαποῦμε καί πού τώρα βρίσκεται στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Δέν θά κάνη τό καλύτερο; Ἄν ὁ Κύριός μας βρίσκεται παντοῦ, τότε δέν θά εἶναι καί δίπλα στό παιδί μας πού ξεπορτίζει, δίπλα στό σύζυγο πού ἀργά ἐπιστρέφει, δίπλα στήν κόρη πού ἀντιδρᾶ; Ἀρκεῖ ἐμεῖς μέ τήν προσευχή μας νά τούς θωρακίζουμε. Εἴμαστε πάντα καί παντοῦ κάτω ἀπό τό στοργικό βλέμμα τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μέ ἀγαπᾶ πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἐγώ τόν ἑαυτό μου.
Πού ἀγαπᾶ τούς δικούς μου πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἐγώ. Λοιπόν, θά ἐπέτρεπε νά γίνη κάτι πού δέν θά ἀπέβλεπε στήν σωτηρία τους;
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί ἀγαπᾶ.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί προστατεύει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί προνοεῖ.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί συγχωρεῖ.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί περιμένει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί μακροθυμεῖ.
Εἶνα πανταχοῦ παρών καί προλαβαίνει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί σκέπει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών, στά σκοτάδια μας καί στό φῶς, στίς πτώσεις μας καί στούς ἀγῶνες μας. Στίς ἀδυναμίες καί τίς ἀντοχές μας, στίς ἀρνήσεις μας καί τίς ὁμολογίες μας. Στούς πόνους καί στίς χαρές μας. Κοντά μας στίς μοναξιές καί τίς ἀπογοητεύσεις μας, στίς γκρίνιες καί τίς δοξολογίες μας.
Ὅ,τι κι ἄν ἔχουμε, ὅπως καί ἄν εἴμαστε, μᾶς ἔχει ὁ Θεός μας μέσα στή χούφτα του τήν πατρική. Μέσα στήν πληγωμένη ἀπό τήν ἀχαριστία μας καρδιά Του. Ὅπως… Ἄν αὐτό τό συνειδητοποιήσουμε, ἀλήθεια, τότε δέν θά γεμίση ἡ καρδιά ἡ δική μας ἀπό ἐμπιστοσύνη, ἀπό διάθεσι ἀγωνιστική, ἀπό εὐγνωμοσύνη, ἀπό δοξολογίες καί ἀγάπη;
Περιοδικό «Αγία Λυδία»τεύχος 434, Απρίλιος 2009
Ὅταν μιά μεγάλη πληγή θέριζε τό Λονδῖνο, ὁ Κράβεν, ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψη τό Λονδῖνο καί νά πάη στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, γιά νά ἀποφύγη τόν κίνδυνο.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἀνέβαινε στό ἁμάξι του, ἄκουσε ἕναν ὑπηρέτη του νά λέη σ’ ἕναν ἄλλο.
- Ὑποθέτω ὅτι ὁ Θεός του ἐγκατέλειψε τό Λονδῖνο καί πῆγε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του.
Αὐτό ξάφνιασε τόν Κράβεν καί τόν ἔκανε νά σκεφθῆ: «Ὁ Θεός μου! Εἶναι πανταχοῦ παρών καί μπορεῖ νά μέ φυλάξη ὅπου κι ἄν εὑρεθῶ. Θά μείνω ἐδῶ». Καί ἔμεινε.
Καί σκέφθηκα:
Ἀλήθεια, ἄν πιστεύουμε στήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ μας τότε… τότε γιατί ξεχνοῦμε πώς μπορεῖ νά εἶναι καί στό πρόβλημα πού μᾶς ταλανίζει καί τό ἀφήνουμε νά μᾶς ἀφαιρῇ τήν γαλήνη;
Ἄν ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ τότε… βρίσκεται καί δίπλα στό πρόσωπο πού πολύ ἀγαποῦμε καί πού τώρα βρίσκεται στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Δέν θά κάνη τό καλύτερο; Ἄν ὁ Κύριός μας βρίσκεται παντοῦ, τότε δέν θά εἶναι καί δίπλα στό παιδί μας πού ξεπορτίζει, δίπλα στό σύζυγο πού ἀργά ἐπιστρέφει, δίπλα στήν κόρη πού ἀντιδρᾶ; Ἀρκεῖ ἐμεῖς μέ τήν προσευχή μας νά τούς θωρακίζουμε. Εἴμαστε πάντα καί παντοῦ κάτω ἀπό τό στοργικό βλέμμα τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μέ ἀγαπᾶ πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἐγώ τόν ἑαυτό μου.
Πού ἀγαπᾶ τούς δικούς μου πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἐγώ. Λοιπόν, θά ἐπέτρεπε νά γίνη κάτι πού δέν θά ἀπέβλεπε στήν σωτηρία τους;
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί ἀγαπᾶ.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί προστατεύει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί προνοεῖ.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί συγχωρεῖ.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί περιμένει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί μακροθυμεῖ.
Εἶνα πανταχοῦ παρών καί προλαβαίνει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών καί σκέπει.
Εἶναι πανταχοῦ παρών, στά σκοτάδια μας καί στό φῶς, στίς πτώσεις μας καί στούς ἀγῶνες μας. Στίς ἀδυναμίες καί τίς ἀντοχές μας, στίς ἀρνήσεις μας καί τίς ὁμολογίες μας. Στούς πόνους καί στίς χαρές μας. Κοντά μας στίς μοναξιές καί τίς ἀπογοητεύσεις μας, στίς γκρίνιες καί τίς δοξολογίες μας.
Ὅ,τι κι ἄν ἔχουμε, ὅπως καί ἄν εἴμαστε, μᾶς ἔχει ὁ Θεός μας μέσα στή χούφτα του τήν πατρική. Μέσα στήν πληγωμένη ἀπό τήν ἀχαριστία μας καρδιά Του. Ὅπως… Ἄν αὐτό τό συνειδητοποιήσουμε, ἀλήθεια, τότε δέν θά γεμίση ἡ καρδιά ἡ δική μας ἀπό ἐμπιστοσύνη, ἀπό διάθεσι ἀγωνιστική, ἀπό εὐγνωμοσύνη, ἀπό δοξολογίες καί ἀγάπη;
Περιοδικό «Αγία Λυδία»τεύχος 434, Απρίλιος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου