Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Σταυρός η σκέπη της Εκκλησίας.(π.Δημητρίου Μπόκου)

Μιὰ ἐν­τε­λῶς θαυ­μα­στή, ὅ­σο καὶ πα­ρά­δο­ξη ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε στὸν πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ, ἐ­νῶ αὐ­τὸς κα­θό­ταν στὴ θύ­ρα τῆς σκη­νῆς του, μέ­ρα με­ση­μέ­ρι, στὴ Χε­βρών, κον­τὰ στὴ δρῦ τοῦ Μαμ­βρῆ.

Κα­θὼς σή­κω­σε τὰ μά­τια του, εἶ­δε τρεῖς ἄν­δρες νὰ στέ­κον­ται ἀ­πέ­ναν­τί του. Ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως νὰ τοὺς προ­ϋ­παν­τή­σει καὶ τοὺς προ­σκύ­νη­σε ὣς τὴ γῆ.

-  Κύριέ μου­, εἶ­πε, ­ἂν ἔ­χω τὴν εὔ­νοι­ά σου, μὴν προ­σπε­ρά­σεις τὸν δοῦ­λο σου. Ἂς φέ­ρουν λί­γο νε­ρὸ νὰ πλύ­νε­τε τὰ πό­δια σας, καὶ με­τὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ δρο­σι­στεῖ­τε κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο. Θὰ φέ­ρω καὶ λί­γο ψω­μὶ νὰ πά­ρε­τε δύ­να­μη, καὶ με­τὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ πη­γαί­νε­τε. Πε­ρά­στε λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν δοῦ­λο σα­ς.

Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πάν­τη­σαν:

-  Κάνε ὅ­πως εἶ­πε­ς.

Τό­τε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἔ­τρε­ξε στὴ σκη­νὴ καὶ εἶ­πε στὴ Σάρ­ρα:

-  Πάρε γρή­γο­ρα τρεῖς γα­βά­θες ἀ­λεύ­ρι ἐ­κλε­κτό, ζύ­μω­σέ το καὶ κά­νε πίτ­τε­ς.

Με­τὰ ἔ­τρε­ξε στὰ βό­δια, πῆ­ρε ἕ­να μο­σχά­ρι τρυ­φε­ρὸ καὶ κα­λό, τὸ ἔ­δω­σε στὸν ὑ­πη­ρέ­τη κι ἐ­κεῖ­νος τὸ ἑ­τοί­μα­σε γρή­γο­ρα. Πῆ­ρε ἀ­κό­μα βού­τυ­ρο, γά­λα καὶ μαζὶ μὲ τὸ μο­σχά­ρι ποὺ εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει,   τὰ πα­ρέ­θε­σε μπρο­στά τους. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι ἔ­τρω­γαν,  αὐ­τὸς τοὺς πα­ρα­στε­κό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο (Γεν. 18, 1-8).

Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ αὐ­τό, γνω­στὸ καὶ ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀ­βραά­μ», θε­ω­ρεῖ­ται ὡς φα­νέ­ρω­ση τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, Πα­τρός, Υἱ­οῦ καὶ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καὶ κα­θι­ε­ρώ­θη­κε στὴν ὀρ­θό­δο­ξη εἰ­κο­νο­γρα­φί­α ὡς ἡ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν εἰ­κό­να τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ὅ­τι μι­λών­τας γιὰ τοὺς τρεῖς ἄν­δρες ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, τοὺς προσ­δι­ο­ρί­ζει συ­νε­χῶς μὲ τὸ ὄ­νο­μα «­ὁ Κύ­ρι­ο­ς».

Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ εἶ­ναι μιὰ φα­νε­ρὴ μαρ­τυ­ρί­α τῆς τρι­α­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νυ­πάρ­χει καὶ μιὰ ἀ­κό­μη δι­ά­στα­ση σ’ αὐ­τό. Εἶ­ναι μιὰ προ­τύ­πω­ση, ἕ­νας συμ­βο­λι­σμὸς τοῦ γε­γο­νό­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: Ἔ­χου­με τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὸν δη­μι­ουρ­γὸ καὶ πα­τέ­ρα, σὲ μιὰ ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τη σκη­νὴ ἀ­λη­θι­νῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὰ ἐ­πὶ γῆς πι­στὰ τέ­κνα Του, τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὴ Σάρ­ρα. Μιὰ πρότυπη εἰ­κό­να, ἕνα ἀρχέτυπο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, θρι­αμ­βεύ­ου­σας καὶ στρα­τευ­ο­μέ­νης.

Στὸ ὅ­λο σκη­νι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ τὴν δρῦ τὴν Μαμ­βρῆ, ἕ­να δέν­τρο ρω­μα­λέ­ο, γε­μά­το ζω­ὴ καὶ δρο­σιά, ποὺ δὲν μνη­μο­νεύ­ε­ται τυ­χαῖ­α, ἀ­φοῦ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ δὲν μᾶς συ­νη­θί­ζει σὲ ἄ­χρη­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­γον­τας: «Ποιὰ εἶ­ναι ἡ σκη­νὴ κά­τω ἀ­πὸ τὴν δρῦ τοῦ Μαμ­βρῆ; Εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πὸ τὴν σκέ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ. Καὶ πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ὁ Σταυ­ρὸς μὲ τὴ βε­λα­νι­διά, ἐ­πει­δὴ τὸ ξύ­λο της εἶ­ναι γε­ρὸ καὶ ἀ­λύ­γι­στο».

Καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­κὸς ὁ συμ­βο­λι­σμὸς αὐ­τός, ἀ­φοῦ ὁ Σταυ­ρὸς πε­ρι­γρά­φε­ται παν­τοῦ σὰν ἕ­να ζω­η­φό­ρο φυ­τό, ποὺ φυ­τρώ­νει ἀ­πὸ τὰ ἄ­δυ­τα τῆς γῆς, ὑ­ψώ­νε­ται σὲ ὕ­ψος τε­ρά­στιο, γί­νε­ται σὲ εὗ­ρος καὶ μῆ­κος ἴ­σος μὲ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἁ­γιά­ζει μὲ τὰ τέσ­σα­ρα ἄ­κρα του (τε­τρα­με­ρὴς) τὸν τε­τρα­πέ­ρα­το κό­σμο (=τὰ τέσ­σα­ρα πέ­ρα­τα τοῦ κό­σμου). Ποὺ βλα­στά­νει καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται στὸ μυ­στι­κὸ πα­ρά­δει­σο (=κῆ­πο) ποὺ λέ­γε­ται Θε­ο­τό­κος. Καὶ μᾶς θυ­μί­ζει τὸ δέν­τρο τῆς ζω­ῆς στὸ μέ­σον τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ἀ­π’ τὸν καρ­πὸ τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­φα­γαν πα­ρά­και­ρα οἱ Πρω­τό­πλα­στοι, ὁ­δη­γών­τας ἔ­τσι τὸ γέ­νος μας στὸν πνευ­μα­τι­κὸ καὶ σω­μα­τι­κὸ θά­να­το. Αὐ­τὸν τὸν θά­να­το κα­ταρ­γεῖ τώ­ρα ὁ Σταυ­ρός, κα­θὼς μᾶς ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὸν καρ­πὸ τοῦ ξύ­λου τῆς ζω­ῆς, τὸν Χριστό, ἀ­π’ τὸν ὁ­ποῖ­ο τρώ­γον­τας δὲν ἀ­πο­θνή­σκου­με. Εἶ­ναι ὁ Σταυ­ρός, μα­ζὶ μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση, ἡ σω­τη­ρί­α ποὺ «πρὸ αἰ­ώ­νων εἰρ­γά­σα­το (=πραγματοποίησε) ἐν μέ­σῳ τῆς γῆς» ὁ Θε­ός. Σκε­πά­ζει τώ­ρα καὶ σώ­ζει ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α,  ὅ­πως προ­στά­τευ­ε ἡ δρῦς τοῦ Μαμ­βρῆ τὴ σκη­νὴ τοῦ Ἀ­βρα­άμ.

Ἐ­μεῖς; Εἴ­μα­στε ἄ­ρα­γε κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν σκέ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ;

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 350, Σεπτ. 2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου