Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης, Ἐπιστολή 5-6-1969

… Το Σαρανταλείτουργον καλόν είναι να γίνεται συνέχεια.  Είναι βαρύ και κοπιαστικόν, αλλά έχει και μεγάλη αξία.  Δεν ημπορώ να ξεχάσω από τις πρώτες ημέρες που άρχισα, πόσο χαρούμενος ήμουν και τώρα που τελείωσα μου φαίνεται ότι κάτι μου λείπει και δεν είμαι ο ίδιος, όχι από την αμοιβή,

επειδή έστελναν ελάχιστα χρήματα που πολλές φορές, δεν έφταναν για έξοδα άρτου, οίνου, ελαίου, ιεροψάλτου και νεωκόρου, αλλά από την χάριν και ευλογίαν του Θεού.  Ευτυχής θα ήμουν, εάν πάντοτε, καθημερινά, ευρισκόμουν εις το Θυσιαστήριον, καίτοι είμαι ανάξιος ιερεύς.  Αυτό δεν με κουράζει διόλου.

        Σκέπτομαι τώρα τελειώνοντας να πηγαίνω για ολίγας ημέρας σε κανένα Μοναστήρι, μακράν του κόσμου, να κάνωμε καμμιά νυκτερινή Λειτουργία.
 Αυτό με ευχαριστεί και τελειώνοντας την θείαν Λειτουργίαν να ξεκουράζεσαι ολίγον σε μια καρέκλα και να έρχεται εκείνος ο ύπνος, που είναι ευλογημένος, να σε ξεκουράζη πιο καλύτερα από το κρεββάτι.  Εγώ έτσι το αντελήφθηκα.
        Μου γράφεις να διαβάσω εξορκισμούς απ’ εδώ για ένα χριστιανό.  Κατά την γνώμην μου μόνον παράκληση, προσευχή και μνημόνευμα εις την θείαν Λειτουργίαν έχω κάνει.  Οι εξορκισμοί διαβάζονται εις το άτομον επάνω, όταν υπάρχη.  Αφού δεν υπάρχει, δεν γίνεται τώρα.  Έτσι μου κόβει εμένα το κεφάλι.  Και άλλοι το ζήτησαν και δεν έγινε.  Μόνον όταν συναντηθήκαμε με τον ασθενή τον διάβασα τους εξορκισμούς και άλλα και που θεραπεύθησαν από το δαιμόνιον…
        … Την 28ην Δεκεμβρίου πήγα ολίγον εις τα Μετέωρα για ξεκούρασιν.  Το βράδυ κάναμε παράκλησιν για ένα δαιμονιζόμενο.  Στις μία η ώρα την νύκτα σηκώθηκα να ετοιμασθώ για την Λειτουργία, που θα άρχιζε εις τας τρεις της νυκτός.  Ετοιμάσθηκα καλά, εις το μικρόν παρεκκλήσιον του Αγίου Κωνσταντίνου, για την Λειτουργίαν, κατά την επιθυμίαν μου. Ώρα τρεις άρχισα τον εξάψαλμον.  Μόλις έβαλα «ευλογητός» η Αγία Τράπεζα έδωκεν άρωμα αρκετόν και εξαιρετικόν.  Γέμισεν το εκκλησάκι από ευωδία.  Τι χαρά, τι ευλογία ένας αμαρτωλός και αγράμματος παπαδάκος να ιδώ τέτοια μεγάλα πράγματα.  Λειτουργός εγώ.  Κατανυκτική Λειτουργία, που δεν περιγράφεται.  Τελείωσα με την θείαν Λειτουργίαν και περί την 6ην πρωϊνήν φύγανε πάντες.  Έμεινα εγώ και ο δαιμονιζόμενος.  Κράτησα και τον Καθηγούμενον, ως μάρτυρα και ό,τι συμβή να τον έχω παρέα.
        Όταν άρχισα πρώτα το Ευαγγέλιον της 4ης Κυριακής των Νηστειών, άρχισαν να φωνάζουν τα δαιμόνια άγριες φωνές για να μας απελπίσουν.  Τελειώνοντας σταματούσαν.  Άρχισα τους εξορκισμούς Βασιλείου και Χρυσοστόμου.  Τελειώνοντας σταματούσαν.  Λέγει ο Καθηγούμενος, «Εθεραπεύθη».  «Όχι», τον λέγω.  «Μας κοροϊδεύουν.  Τους δέρνουμε φωνάζουν.  Σταματάμε σταματούν».  Αφού εξήντλησα το παν, τότε άρχισα να παρακαλώ τον Αρχάγγελο Μιχαήλ όπωσδήποτε να έλθη να τον θεραπεύση, διότι άλλος κανείς δεν ημπορεί και από την πολλή παρακάλια, ω του θαύματος! Ήλθεν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσωσε την κατάστασιν και έτσι ο ασθενής εθεραπεύθη.  Και σήμερα η Εκκλησία δείχνει θαύματα.
        Το άλλο βράδυ εφθόνησεν το δαιμόνιον που το πολεμήσαμε και ήλθεν την νύκτα εις το δωμάτιον που εκοιμώμουν να με κατασπαράξη.  Πρώτον ήλθεν εις τας 11 η ώρα της νυκτός ως κόρακες να με φοβήσουν.  Σηκώθηκα έκαμα προσευχή και εχάθησαν.  Μετά πάλιν απεκοιμήθηκα.  Τότε ήλθεν ως μία αγέλη χοίρων να με κατασπαράξουν.  Μόλις ήλθαν εις το δωμάτιον και άκουσα τις άγριες φωνές σηκώθηκα και φωνάζω:  «Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, σώσε με», και ω του θαύματος, νέος με σπαθί έσφαξεν το μεγαλύτερο γουρούνι και μου λέγει:  «Μην φοβείσαι, εγώ είμαι μαζί σου».  Τον είδα εις την πόρτα με το σπαθί.  Βέβαια είχε καθήκον να με σώση από τον μεγάλον κίνδυνον, διότι και εγώ έχω εις την Εκκλησία του 60 χρόνια που τους υπηρετώ, ως νεωκόρος και ιερεύς…
        Και τώρα σε κάθε Λειτουργία, η αγία Τράπεζα των Ταξιαρχών βγάζει άρωμα μετά την μεγάλην είσοδον, που βάζω τα Άχραντα Μυστήρια επάνω…
ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ 1902-1975 ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου