Απομεσημερο Σαββατου, η μηπως.. Κυριακης;
Τι σημασια εχει; Ποιος θα μετρησει, ποιος θα νοιαστει;
Οι μερες, οι ωρες, οι εποχες, τα χρονια, το πριν, και το μετα, εχουν χαθει μεσα σε ενα ιερο, μυσταγωγικο θαμπος της μνημης, ενα θαμπος μονιμα παρον, αλλοκοτο, εξαγνιστικο, που περιθαλπει την αναχωρητικη ψυχη, την σκεπαζει με ενα παραμυθητικο κουκουλι, και την αφηνει ξενοιαστη, να ενδοσκοπει εντος της.
Εχουν σβησει τα χρονικα ορια, αυτες οι προσκαιρες ανθρωπινες οριοθετησεις της φθορας, και του θανατου, μεσα στην οσια ληθη της ερημιας, που ξερει να θαβει τα συμβατικα, τα τετριμμενα, με μια συνοπτικη νεκρωσιμο ακολουθια, με ενα ξοδι χωρις περιττα ψαλτικα και λιβανισματα, και να αναγεννα τα υπερβατικα σημαδια, τα επεκεινα πασης κτισεως, τα ασυμβατα με τον κοσμο ετουτο, προκαλωντας μια αιωνια ανοιξη, ενα παραθυρο ζωης αληθινης, μεσα απο το οποιο μπορει να αναπνεει αληθινα ο ανθρωπος.
Τιποτα ψευτικο και περιττο δεν αντεχει στην ερημο.
Ολα δοκιμαζονται και καιγονται στο υπερπυρωμενο καμινι της υπομονης, που ειναι η μονη αξιωση της ερημου, αρκει να την εχεις, και να της, την δειξεις, στην πραξη, ωστε να σου επιτρεψει απλοχερα να ζησεις μαζι της, και να δεις Θεου προσωπο.
Ψηλα πανω απο το ασκηταριο, πετουν κυκλικα, ανεβοκαταβαινουν αναερα, και αναπλεα, τα μαυροπουλια, κραζοντας, με μανια, αλλοτε αλαζονικα, αλλοτε παλι συγκαταβατικα, σχεδον με οικτο, απευθυνουν ενα κακοφωνο, αλλα δικαιο κατηγορητηριο στον αιωνα αυτον τον απατεωνα, τον υιο της αμαρτιας και της κακιας.
Μονη συντροφια του ερημιτη, τα πετουμενα αυτα, παμπτωχα και ελευθερα, μικρα χαριτωμενα μαυρα,
αλλα τοσο αθωα αλητακια του Δημιουργου, ζητανε με παρρησια το μεριδιο τους, απο το μουχλιασμενο παξιμαδι του.
Εχουν δικαιωματα αρχεγονα, απο τον χαμενο παραδεισο, απο τον πεσμενο βασιλεα της κτισεως, που τα συμπαρεσυρε, να συστεναζουν και να αποκαραδοκουν εδω, στην γη αυτη της υπομονης, των θλιψεων και των παθων, και αυτα την λυτρωση τους.
Γυρω ολα ξερα, ανυδρα, ποτε ηλιοκαμενα και ποτε χιονοσκεπαστα, τα βραχια, το βουνο, το λιγοστο χωμα, οι αμμουδιες που φερνουν ξεψυχισμενο μεχρι επανω, στην αετοφωλια, τον ηχο της βασανιστικης και αντικρουομενης αεναης συνυπαρξης τους με την παναρχαια ζωογονο μητρα, την θαλασσα, το χρυσο πελαγος.
Μονο σημαδι παρουσιας και εργων χειρων ανθρωπων: Το καλυβι.
Ενα πολυχρωμο μπαλωμα, συνοθυλευμα φυσικων και μη υλικων, και κοπου, αφθονου κοπου.
Καμωμενο απο ιδρωτα και προσευχη, ποιος ξερει ποτε, αναμεμιγμενα ολα μαζι με φοβο, και με βασιλικο, εγκαινιασμενο με αγιασμο, και με ευχες πατρικες, γεροντικες, για καλες υπομονες.
Καθημαγμενο απο τα στοιχεια της φυσης, αγιασμενο απο τις γενεες των ασκητων, παραδεδομενο για δοκιμη στον εχθρο του γενους των ανθρωπων, φρουρουμενο απο τις ασωματες δυναμεις των αγγελων, παλαιστρα και φιλοσοφικη σχολη, σπουδη θανατου, και κατοικητηριο αρετης, δεσποζει σαν παρατηρητηριο, σαν αετου ματια, ολογυρα περιδιαβαινει τον οριζοντα.
Ενα σαπιο σαρακοφαγωμενο δωματιο, ολο κι ολο, με μια νοητη προεκταση της ψυχης του ενοικουντος, απο εδω ως τον ουρανο, να ειναι ο απεριττος Ναϊσκος του, που στεκει νυμφευμενος μαζι του νυν και αει, εκει στην ακρη του, προς δοξαν Θεου, και αγιασμο των λειτουργουντων και λειτουργουμενων.
Οικια και Ναος μαζι, θα γινει ταφος και ζωη του.
Ολος ο κοσμος, και ο ουρανος να χωρουν σε λιγα τετραγωνικα, λουσμενα και κεκαθαρμενα απο δακρυα αγωνιας και κατανυξης.
Αφιερωμενο στον κατεξοχην υιο της ερημου, τον ενσωματο αγγελο, τον μεγα Βαπτιστη και αναχωρητη, τον μειζονα των ανθρωπων, να αναπεμπει αδιακοπα την Μεγαλη Δεηση του, προς τον Παντοκρατορα που τοσο αγαπησε και υπηρετησε.
Μυστικα τεριρεμ, και αλληλουϊα, ακουγονται ψιθυριστα απο αλλοτινους χρονους, αποτυπωμενα στο ιχνος του χρονου, στην ευλαβικη στιγμη που σφραγισε τον τοπο.
Το φυσικο ηλιακο φως με την αιωρουμενη σκονη, μπαινει αδιακριτα απο το αραχνιασμενο παραθυρο, και δινει τονο παραξενα εικαστικο, αποκοσμο, στις εικονες του φτωχου τεμπλου.
Γιατι και ο ηλιος ξερει να προσκυνα, ευλαβικα, οπως κανουν οι αληθινοι αφεντες και βασιλεις, αυτοι που ειναι χρισμενοι και ταγμενοι απο τον Κυριο, να διακονουν, και οχι απο τον αντιδικο και τον εαυτο τους, να καταδυναστευουν.
Σκονη και θυμιαμα, μουχλα και φως κεριων, τριξιμο ξυλων και δεησεις, πνευμα και υλη, ελπιδα και μοναξια, παρηγορια και πειρασμοι, προσευχη και κοπος, εργοχειρο και διακονια με αναπαυση, φοβος Θεου και τρομος εαυτου, απολυτη μονωση και μαζι ολος ο κοσμος, κρεμασμενος στο κομποσχοινι, τελευταια ελπιδα ζωης και αναστασεως.
Στο φθαρμενο μαλλινο πατρογονικο κομποσχοινι που αργοσυρτα, παλι και παλι, ημερα και νυχτα, χειμωνα καλοκαιρι, φερνει τον κυκλο του, μεσα στο λιποσαρκο χερι του, απο την νεοτητα εως το γηρας, θα ειναι μονιμος συντροφος σχεδον σαρκα εκ σαρκος του.
Καθεται μονος ησυχα, αναπνεει αργα, και αναστεναζει καθε λιγο, χωμενος σε ενα απο τα αυτοσχεδια στασιδια, και κανει την ακολουθια, τον κανονα του, ιερη παρακαταθηκη του πατερα του, του πνευματικου, του γεροντος του.
Τον υπακουσε, τον ανεπαυσε, τον εδικαιωσε, τον γηροκομησε και τον εθαψε, τον θρηνησε, τον θυμαται και τον τιμα, τωρα με τον αγωνα του.
Εφυγε πρωτος, αφου ετσι απαιτει η φυσικη, των πραγματων ταξη, το κοινοφλητο χρεος, του γενους μας, μα φευγοντας του αφησε μισοκλειστη, απασφαλισμενη, ξεμανταλωτη την ξυλινη στενη πορτουλα, του κηπου της Εδεμ.
Θα αγωνιστεις του ειπε, και θα κερδισεις, και θα σε περιμενω, και θα ευχομαι για σενα, και θα ερθεις στα χερια του Αγγελου σου επανω, εκει οπου θα πανηγυριζουμε και να συναιφραινομεθα με τον Αγιο μας, και ολοι μαζι θα δοξολογουμε τον Κυριο μας, σε ενα ανεσπερο πρωϊνο που δεν θα εχει τελος και πονο, μα θα εχει μονο χαρα, και υμνους, δοξαστικα, απολυτικια και καταβασιες ανειπωτης ευτυχιας και ενθεου καταπαυσεως.
“Ως αγαπητα τα σκηνωματα σου, Κυριε των δυναμεων”, ανακαλει στον νου του, ο ερημιτης.
Και αισθανεται, με την πνευματικη του αισθηση, την λεπτη αυρα, την υπεραισθητη Παρουσια, να τον παρηγορει να τον ενισχυει.
Το Παντοκρατορικο Τρισυποστατο Πνευμα, ειναι παντου και παντα, μυστικα η Παρουσια Του διαπερνα τα συμπαντα, την υλη, τους κοσμους νοερους και υλικους, οτι υπηρξε, υπαρχει και θα υπαρξει, φθανει και διαπερνα τους νεφρους, τα οστα, κατατρυπα την καρδια και την τραυματιζει με εναν ερωτα, τοσο δυνατο, τοσο μοιραιο, τοσο ποθητο, οσο, χωρις καμμια ελπιδα θεραπειας.
Αλλωστε, ποιος τρελλος για τον κοσμο, και λογικος εν πνευματι, θα ηθελε να θεραπευθει απο μια τετοια θεϊκη πληγη;
Εδω σε αυτο το καταξερο περιβαλλον, το απεριττο, ξεκινα καθε μερα, ενας διαλογος, υπερλογος και νοερος.
Ο Ακτιστος με τον κτιστο, ο Πλαστουργος με το πλασμα, ο Δημιουργος με το δημιουργημα, ο Τελειος με τον τελειουμενο, ο Πατερας με τον υιο.
Και αυτος, ο ερημιτης, φορωντας ως βασιλικη πορφυρα, το σκισμενο ρασο που εχει γινει σταχτι απο τα χρονια, που καθε μπαλωμα του, ειναι ενα παρασημο αγωνα, φορωντας ως διαδημα αυτοκρατορικο, τους κοπους του, τις νηστειες του, τις ταπεινωσεις και τις προσβολες, των σπουδαγμενων, και αλαζονων μορφωμενων, των περιεργων και υψηλοφρονων, αρχοντων, κοσμικων και μη, επισκεπτων του, που τον εχουν για τρελλο και αλλοκοτο,
Του ανταπαντα:
Εσυ με εφερες εδω κλητο και αφορισμενο προ των αιωνων, να Σε υπηρετησω, δι’ευχων του Γεροντος μου, να μενω και να σε παρακαλω, να με αξιωσεις να Σε συναντησω, στον μελλοντα αιωνα της Βασιλειας Σου.
Εσυ οριζεις και κυβερνας, καθοδηγεις και σερνεις τα νηματα της ιστοριας, σε μια αγαθη καταληξη, που δεν ειναι αλλη απο αυτην που οδηγει μυστικα, μεσα στην Πατρικη αγκαλια Σου, κι ας τραβανε αντιθετα, απο την αλλη οι βασιλεις της γης, οι κολασμενοι, σαρκικοι και ασαρκοι, εγωϊστικα στημενοι, και πεισματικα χαμενοι αρχης εξ΄αρχης, απεναντι στο παναγιον θελημα Σου.
Εσυ οριζεις την ψυχη μου, απο εδω κατω στο χωμα, εως και το τελευταιο μαυροπουλι, που πετα ψηλα και με θεωρει, και μαζι μου συμπροσευχεται, σιωπηρα, καθε νυκτα και ορθριζει, ξημερωνοντας κουρνιασμενο στο παραθυρο μου, πεπληρωμενο με ευλογια και αυτο απο την ολονυκτια αγρυπνια.
Αξιωσε με, εως εσχατου αναπνοης, να ειμαι το μαυροπουλι Σου.
Γυμνο απο εννοιες, παμπτωχο και πεινασμενο, ερημικο και αρμαιο των ανεμων, των εποχων, των κριτων και των αδικων.
Και μαζι Σου, να πεταω ψηλα, με τα φτερα της χαριτος Σου, σε πτησεις πνευματικες, ερημικες, αγιες και εκστατικες.
Πτωχος και νεκρος, περιττος και αναθεμα να ειμαι για τον κοσμο.
Ζαμπλουτος και αθανατος, αναγκαιος και δοξαστικο τροπαρι να ειμαι για Σενα.
Τιποτα δεν εχω, και εχω τα παντα.
Κανενας δεν ειμαι και θα γινω θεος.
Εσχατος ειμαι και θα γινω πρωτος, σταχτη θα γινω, αλλα θα σηκωθω, και ισαγγελος θα ειμαι, και τον δυναστη χρονο θα καταργησω, και μαζι Σου, για παντα, θα ζησω.
Μαυροπουλι ερημικο, για Σενα, να ειμαι, φυλαττε με, μην με παριδης Κυριε, αλλα λυτρωσε με.
Δοξα Σοι.
Και παλι, αρχινα το: Κυριε Ιησου Χριστε…
Ζωη ερημικη, μακαρια,
ζωη εν ταφω,
ζωη Αναστασιμη.
ΠΗΓΗ.http://www.agiooros.net/
Τι σημασια εχει; Ποιος θα μετρησει, ποιος θα νοιαστει;
Οι μερες, οι ωρες, οι εποχες, τα χρονια, το πριν, και το μετα, εχουν χαθει μεσα σε ενα ιερο, μυσταγωγικο θαμπος της μνημης, ενα θαμπος μονιμα παρον, αλλοκοτο, εξαγνιστικο, που περιθαλπει την αναχωρητικη ψυχη, την σκεπαζει με ενα παραμυθητικο κουκουλι, και την αφηνει ξενοιαστη, να ενδοσκοπει εντος της.
Εχουν σβησει τα χρονικα ορια, αυτες οι προσκαιρες ανθρωπινες οριοθετησεις της φθορας, και του θανατου, μεσα στην οσια ληθη της ερημιας, που ξερει να θαβει τα συμβατικα, τα τετριμμενα, με μια συνοπτικη νεκρωσιμο ακολουθια, με ενα ξοδι χωρις περιττα ψαλτικα και λιβανισματα, και να αναγεννα τα υπερβατικα σημαδια, τα επεκεινα πασης κτισεως, τα ασυμβατα με τον κοσμο ετουτο, προκαλωντας μια αιωνια ανοιξη, ενα παραθυρο ζωης αληθινης, μεσα απο το οποιο μπορει να αναπνεει αληθινα ο ανθρωπος.
Τιποτα ψευτικο και περιττο δεν αντεχει στην ερημο.
Ολα δοκιμαζονται και καιγονται στο υπερπυρωμενο καμινι της υπομονης, που ειναι η μονη αξιωση της ερημου, αρκει να την εχεις, και να της, την δειξεις, στην πραξη, ωστε να σου επιτρεψει απλοχερα να ζησεις μαζι της, και να δεις Θεου προσωπο.
Ψηλα πανω απο το ασκηταριο, πετουν κυκλικα, ανεβοκαταβαινουν αναερα, και αναπλεα, τα μαυροπουλια, κραζοντας, με μανια, αλλοτε αλαζονικα, αλλοτε παλι συγκαταβατικα, σχεδον με οικτο, απευθυνουν ενα κακοφωνο, αλλα δικαιο κατηγορητηριο στον αιωνα αυτον τον απατεωνα, τον υιο της αμαρτιας και της κακιας.
Μονη συντροφια του ερημιτη, τα πετουμενα αυτα, παμπτωχα και ελευθερα, μικρα χαριτωμενα μαυρα,
αλλα τοσο αθωα αλητακια του Δημιουργου, ζητανε με παρρησια το μεριδιο τους, απο το μουχλιασμενο παξιμαδι του.
Εχουν δικαιωματα αρχεγονα, απο τον χαμενο παραδεισο, απο τον πεσμενο βασιλεα της κτισεως, που τα συμπαρεσυρε, να συστεναζουν και να αποκαραδοκουν εδω, στην γη αυτη της υπομονης, των θλιψεων και των παθων, και αυτα την λυτρωση τους.
Γυρω ολα ξερα, ανυδρα, ποτε ηλιοκαμενα και ποτε χιονοσκεπαστα, τα βραχια, το βουνο, το λιγοστο χωμα, οι αμμουδιες που φερνουν ξεψυχισμενο μεχρι επανω, στην αετοφωλια, τον ηχο της βασανιστικης και αντικρουομενης αεναης συνυπαρξης τους με την παναρχαια ζωογονο μητρα, την θαλασσα, το χρυσο πελαγος.
Μονο σημαδι παρουσιας και εργων χειρων ανθρωπων: Το καλυβι.
Ενα πολυχρωμο μπαλωμα, συνοθυλευμα φυσικων και μη υλικων, και κοπου, αφθονου κοπου.
Καμωμενο απο ιδρωτα και προσευχη, ποιος ξερει ποτε, αναμεμιγμενα ολα μαζι με φοβο, και με βασιλικο, εγκαινιασμενο με αγιασμο, και με ευχες πατρικες, γεροντικες, για καλες υπομονες.
Καθημαγμενο απο τα στοιχεια της φυσης, αγιασμενο απο τις γενεες των ασκητων, παραδεδομενο για δοκιμη στον εχθρο του γενους των ανθρωπων, φρουρουμενο απο τις ασωματες δυναμεις των αγγελων, παλαιστρα και φιλοσοφικη σχολη, σπουδη θανατου, και κατοικητηριο αρετης, δεσποζει σαν παρατηρητηριο, σαν αετου ματια, ολογυρα περιδιαβαινει τον οριζοντα.
Ενα σαπιο σαρακοφαγωμενο δωματιο, ολο κι ολο, με μια νοητη προεκταση της ψυχης του ενοικουντος, απο εδω ως τον ουρανο, να ειναι ο απεριττος Ναϊσκος του, που στεκει νυμφευμενος μαζι του νυν και αει, εκει στην ακρη του, προς δοξαν Θεου, και αγιασμο των λειτουργουντων και λειτουργουμενων.
Οικια και Ναος μαζι, θα γινει ταφος και ζωη του.
Ολος ο κοσμος, και ο ουρανος να χωρουν σε λιγα τετραγωνικα, λουσμενα και κεκαθαρμενα απο δακρυα αγωνιας και κατανυξης.
Αφιερωμενο στον κατεξοχην υιο της ερημου, τον ενσωματο αγγελο, τον μεγα Βαπτιστη και αναχωρητη, τον μειζονα των ανθρωπων, να αναπεμπει αδιακοπα την Μεγαλη Δεηση του, προς τον Παντοκρατορα που τοσο αγαπησε και υπηρετησε.
Μυστικα τεριρεμ, και αλληλουϊα, ακουγονται ψιθυριστα απο αλλοτινους χρονους, αποτυπωμενα στο ιχνος του χρονου, στην ευλαβικη στιγμη που σφραγισε τον τοπο.
Το φυσικο ηλιακο φως με την αιωρουμενη σκονη, μπαινει αδιακριτα απο το αραχνιασμενο παραθυρο, και δινει τονο παραξενα εικαστικο, αποκοσμο, στις εικονες του φτωχου τεμπλου.
Γιατι και ο ηλιος ξερει να προσκυνα, ευλαβικα, οπως κανουν οι αληθινοι αφεντες και βασιλεις, αυτοι που ειναι χρισμενοι και ταγμενοι απο τον Κυριο, να διακονουν, και οχι απο τον αντιδικο και τον εαυτο τους, να καταδυναστευουν.
Σκονη και θυμιαμα, μουχλα και φως κεριων, τριξιμο ξυλων και δεησεις, πνευμα και υλη, ελπιδα και μοναξια, παρηγορια και πειρασμοι, προσευχη και κοπος, εργοχειρο και διακονια με αναπαυση, φοβος Θεου και τρομος εαυτου, απολυτη μονωση και μαζι ολος ο κοσμος, κρεμασμενος στο κομποσχοινι, τελευταια ελπιδα ζωης και αναστασεως.
Στο φθαρμενο μαλλινο πατρογονικο κομποσχοινι που αργοσυρτα, παλι και παλι, ημερα και νυχτα, χειμωνα καλοκαιρι, φερνει τον κυκλο του, μεσα στο λιποσαρκο χερι του, απο την νεοτητα εως το γηρας, θα ειναι μονιμος συντροφος σχεδον σαρκα εκ σαρκος του.
Καθεται μονος ησυχα, αναπνεει αργα, και αναστεναζει καθε λιγο, χωμενος σε ενα απο τα αυτοσχεδια στασιδια, και κανει την ακολουθια, τον κανονα του, ιερη παρακαταθηκη του πατερα του, του πνευματικου, του γεροντος του.
Τον υπακουσε, τον ανεπαυσε, τον εδικαιωσε, τον γηροκομησε και τον εθαψε, τον θρηνησε, τον θυμαται και τον τιμα, τωρα με τον αγωνα του.
Εφυγε πρωτος, αφου ετσι απαιτει η φυσικη, των πραγματων ταξη, το κοινοφλητο χρεος, του γενους μας, μα φευγοντας του αφησε μισοκλειστη, απασφαλισμενη, ξεμανταλωτη την ξυλινη στενη πορτουλα, του κηπου της Εδεμ.
Θα αγωνιστεις του ειπε, και θα κερδισεις, και θα σε περιμενω, και θα ευχομαι για σενα, και θα ερθεις στα χερια του Αγγελου σου επανω, εκει οπου θα πανηγυριζουμε και να συναιφραινομεθα με τον Αγιο μας, και ολοι μαζι θα δοξολογουμε τον Κυριο μας, σε ενα ανεσπερο πρωϊνο που δεν θα εχει τελος και πονο, μα θα εχει μονο χαρα, και υμνους, δοξαστικα, απολυτικια και καταβασιες ανειπωτης ευτυχιας και ενθεου καταπαυσεως.
“Ως αγαπητα τα σκηνωματα σου, Κυριε των δυναμεων”, ανακαλει στον νου του, ο ερημιτης.
Και αισθανεται, με την πνευματικη του αισθηση, την λεπτη αυρα, την υπεραισθητη Παρουσια, να τον παρηγορει να τον ενισχυει.
Το Παντοκρατορικο Τρισυποστατο Πνευμα, ειναι παντου και παντα, μυστικα η Παρουσια Του διαπερνα τα συμπαντα, την υλη, τους κοσμους νοερους και υλικους, οτι υπηρξε, υπαρχει και θα υπαρξει, φθανει και διαπερνα τους νεφρους, τα οστα, κατατρυπα την καρδια και την τραυματιζει με εναν ερωτα, τοσο δυνατο, τοσο μοιραιο, τοσο ποθητο, οσο, χωρις καμμια ελπιδα θεραπειας.
Αλλωστε, ποιος τρελλος για τον κοσμο, και λογικος εν πνευματι, θα ηθελε να θεραπευθει απο μια τετοια θεϊκη πληγη;
Εδω σε αυτο το καταξερο περιβαλλον, το απεριττο, ξεκινα καθε μερα, ενας διαλογος, υπερλογος και νοερος.
Ο Ακτιστος με τον κτιστο, ο Πλαστουργος με το πλασμα, ο Δημιουργος με το δημιουργημα, ο Τελειος με τον τελειουμενο, ο Πατερας με τον υιο.
Και αυτος, ο ερημιτης, φορωντας ως βασιλικη πορφυρα, το σκισμενο ρασο που εχει γινει σταχτι απο τα χρονια, που καθε μπαλωμα του, ειναι ενα παρασημο αγωνα, φορωντας ως διαδημα αυτοκρατορικο, τους κοπους του, τις νηστειες του, τις ταπεινωσεις και τις προσβολες, των σπουδαγμενων, και αλαζονων μορφωμενων, των περιεργων και υψηλοφρονων, αρχοντων, κοσμικων και μη, επισκεπτων του, που τον εχουν για τρελλο και αλλοκοτο,
Του ανταπαντα:
Εσυ με εφερες εδω κλητο και αφορισμενο προ των αιωνων, να Σε υπηρετησω, δι’ευχων του Γεροντος μου, να μενω και να σε παρακαλω, να με αξιωσεις να Σε συναντησω, στον μελλοντα αιωνα της Βασιλειας Σου.
Εσυ οριζεις και κυβερνας, καθοδηγεις και σερνεις τα νηματα της ιστοριας, σε μια αγαθη καταληξη, που δεν ειναι αλλη απο αυτην που οδηγει μυστικα, μεσα στην Πατρικη αγκαλια Σου, κι ας τραβανε αντιθετα, απο την αλλη οι βασιλεις της γης, οι κολασμενοι, σαρκικοι και ασαρκοι, εγωϊστικα στημενοι, και πεισματικα χαμενοι αρχης εξ΄αρχης, απεναντι στο παναγιον θελημα Σου.
Εσυ οριζεις την ψυχη μου, απο εδω κατω στο χωμα, εως και το τελευταιο μαυροπουλι, που πετα ψηλα και με θεωρει, και μαζι μου συμπροσευχεται, σιωπηρα, καθε νυκτα και ορθριζει, ξημερωνοντας κουρνιασμενο στο παραθυρο μου, πεπληρωμενο με ευλογια και αυτο απο την ολονυκτια αγρυπνια.
Αξιωσε με, εως εσχατου αναπνοης, να ειμαι το μαυροπουλι Σου.
Γυμνο απο εννοιες, παμπτωχο και πεινασμενο, ερημικο και αρμαιο των ανεμων, των εποχων, των κριτων και των αδικων.
Και μαζι Σου, να πεταω ψηλα, με τα φτερα της χαριτος Σου, σε πτησεις πνευματικες, ερημικες, αγιες και εκστατικες.
Πτωχος και νεκρος, περιττος και αναθεμα να ειμαι για τον κοσμο.
Ζαμπλουτος και αθανατος, αναγκαιος και δοξαστικο τροπαρι να ειμαι για Σενα.
Τιποτα δεν εχω, και εχω τα παντα.
Κανενας δεν ειμαι και θα γινω θεος.
Εσχατος ειμαι και θα γινω πρωτος, σταχτη θα γινω, αλλα θα σηκωθω, και ισαγγελος θα ειμαι, και τον δυναστη χρονο θα καταργησω, και μαζι Σου, για παντα, θα ζησω.
Μαυροπουλι ερημικο, για Σενα, να ειμαι, φυλαττε με, μην με παριδης Κυριε, αλλα λυτρωσε με.
Δοξα Σοι.
Και παλι, αρχινα το: Κυριε Ιησου Χριστε…
Ζωη ερημικη, μακαρια,
ζωη εν ταφω,
ζωη Αναστασιμη.
ΠΗΓΗ.http://www.agiooros.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου