Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ «Διάβολος καὶ Σία».

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

.                 Πρὶν ἀπὸ μερικὲς μέρες μὲ ἐπισκέφτηκε ἕνας ἔμπορος, ποὺ μοῦ εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ ἑξῆς: «Κληρονόμησα μία ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση ἀπὸ τὸν πατέρα μου καὶ ἐπιθυμοῦσα μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο γιὰ νὰ πετύχω τὸ στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τοὺς ἀνθρώπους, χρησιμοποιοῦσα πλαστὰ χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τὴν ὥρα ποὺ πουλοῦσα καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στοὺς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπὸ τὸν καθένα καὶ ἤμουν τσιγκούνης μὲ ὅλους. Καὶ ὅσο ἐγὼ βυθιζόμουν μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ στὶς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στὸ σπίτι μου ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα καὶ ἄρχισε νὰ τὸ καταστρέφει συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναίκα μου παραδόθηκε στὴν ἀκολασία καὶ ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καὶ ἐμένα καὶ τὴn μητέρα του, ἔφυγε μακριά, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι χωρὶς νὰ πεῖ τίποτα. Μιὰ Κυριακή, πρὶν νὰ βραδιάσει, καθόμουν στὸ σπίτι δίπλα στὸ παράθυρο, σκεπτόμενος τὴν δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νὰ μιλοῦν, στὸν δρόμο κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τὸν ἄλλο:
— Ποῦ βρισκόμαστε;
Καὶ ό ἄλλος εἶπε:
— Αὐτὸ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τὸ ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
— Ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσει τὴν ψυχὴ τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄσπλαχνος γιός του, νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ταμπέλα τὸ ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καὶ νὰ γράψει τὴν ἐπιγραφὴ «Διάβολος καὶ Σία».
.                 Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἂν ἕνας κεραυνὸς χτυποῦσε τὸ σπίτι μου, λιγότερο θὰ μὲ τάραζε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια. Τὴν ἴδια νύχτα, παρόλο ποὺ ἦταν σκοτάδι καὶ ἔβρεχε, πῆγα στὸν τάφο τοῦ πατέρα μου καὶ ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τὸ ξημέρωμα, κλαίγοντας μὲ λυγμούς. Τὸ πρωὶ ἐγκατέλειψα τὰ πάντα καὶ βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθιὰ μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Σήμερα νιώθω πὼς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικὸς ἄνθρωπος. Βρῆκα τὴν ψυχή μου, τὸν μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι καὶ νὰ φροντίζω γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὸν κόσμο».
.                 Αὐτὴ ἡ ἱστορία μὲ ἐξέπληξε γιὰ ἕνα λόγο. Δὲν μὲ ἐξέπληξε ἡ ἱστορία ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ μὲ ἐντυπωσίασαν οἱ ὁμοιότητες ποὺ ἔχει μὲ τὶς ἱστορίες κάποιων μετανοημένων ἀνθρώπων καὶ ἁγίων, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ δέκα πέντε αἰῶνες.
.                 Μιὰ φορὰ μὲ ἐπισκέφτηκε μία γυναίκα καὶ μὲ κλάματα μοῦ διηγήθηκε τὴν σκοτεινὴ ἱστορία τῆς ζωῆς της. Ἡ ἱστορία της εἶναι τόσο σκοτεινή, ποὺ εἶναι ντροπὴ νὰ τὴν πεῖ κανεὶς στὸ καπηλειό. Πῶς λοιπὸν νὰ τὴν πεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ; Ὅσο αὐτὴ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες της, στὸν νοῦ μου εἶχα ἱστορίες ἄλλων ἁμαρτωλῶν γυναικῶν ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ παρελθόν. Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτίες τῆς σύγχρονης ἁμαρτωλῆς γυναίκας ἔμοιαζαν μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παλαιοτέρων ἁμαρτωλῶν γυναικῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ταπεινὴ καὶ ἡ «ἐκ βαθέων» καὶ ἀποφασιστικὴ μετάνοιά της ἔμοιαζε ἐπίσης.
.                 Κάποτε, ὅταν ὑπηρετοῦσα σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριό, θυμᾶμαι πὼς ἦρθε ἕνας μορφωμένος, πολυμαθὴς «ἀνήξερος», νὰ μιλήσει σὲ μία συγκέντρωση τοῦ λαοῦ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ τὴν χώρα καὶ ἐκθέτουν συνεχῶς σὲ κίνδυνο τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἠθικὴ τοῦ λαοῦ. Ἀνέλυε τὰ πάντα λεπτομερῶς, ἀλλὰ μιλοῦσε μὲ σκέψεις ἄλλων ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ λέει τὴ δική του γνώμη. Ὅταν τελείωσε τὴν ὁμιλία του, οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν σιωπηλοὶ σὰν πέτρες. Ὁ ὁμιλητὴς πλησίασε ἕναν σκεφτικό, μέσης ἡλικίας, ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτὸς ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ ἀπάντησε:
— Γιατί ρωτᾶς ἐμένα, κύριε; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος στὸν κόσμο καὶ ἐμένα προσωπικὰ δὲν μοῦ χρειάζεται κανένα δικαίωμα, ἐμένα μοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια. Δὲν ἔχω δικαίωμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἔχω δικαίωμα νὰ ἀναπνέω τὸ θεϊκὸ ὀξυγόνο. Παρατήρησα, πὼς στὴν ὁμιλία σου δὲν τόλμησες νὰ ἀναφέρεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πιθανὸν ἀπὸ τὸν φόβο ποὺ ἔχεις ἀπέναντι στὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερο νὰ ἀναφέρω τὸ ὄνομά Του.
.                 Λέγοντας αὐτὰ στὸν «πολυμαθῆ» κύριο, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος, στὴν συνέχεια ἄρχισε νὰ μιλᾶ στὸν ὑπόλοιπο λαὸ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας. Τοὺς εἶπε πὼς ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ καὶ συνέχισε λέγοντας πὼς οἱ ἄνθρωποι εὔκολα θὰ συμφωνοῦσαν ὅσον ἀφορᾶ στὰ δικαιώματα καὶ θὰ ἔβαζαν σὲ τάξη ὅλα ὅπως πρέπει, στὴν περίπτωση ποὺ μετάνιωναν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ χωριὸ ἄκουσαν τὰ λόγια του μὲ κατάπληξη καὶ τὸν ἐπιδοκίμασαν. Ὁ «ἔξυπνος» κύριος ἐγκατέλειψε τὴν συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ βουνά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου