Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Ἀπό τούς Μακαρισμούς τῆς Ἀποκαλύψεως.(Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου)

  Μακάριος ὁ ἀναγινώσκων καί οἱ ἀκούοντες τούς λόγους τῆς προφητείας καί τηροῦντες τά ἐν αὐτῇ γεγραμμένα· ὁ γάρ καιρός ἐγγύς (Ἀποκ. Α΄3).

    Ἀνάμεσα στίς τρομακτικές εἰκόνες τοῦ Προφητικοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως πού εἶναι καί τό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, γραμμένο ἀπό τό χέρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ὅταν ἦταν ἐξόριστος στήν νῆσο Πάτμο κατά τήν περίοδο πού ὁ Δομετιανός εἶχε ἐξαπολύσει διωγμό κατά τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἑπτά Μακαρισμοί ἀποτελοῦν μικρές ὀάσεις πού ἀναπαύουν τόν πιστό ἀγωνιστή στήν κονίστρα τοῦ κόσμου τούτου καί τόν παρηγοροῦν γιά τά ἐπικείμενα δεινά πού ἀπειλοῦν τόν ἀποστατημένο ἀπό τό Θεό, κόσμο.

    Ὁ Πρῶτος Μακαρισμός τοποθετεῖται στήν εἰσαγωγική ἐπιγραφή τοῦ ὅλου Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως πού καλύπτει τούς τρεῖς πρώτους στίχους.

    Μπορεῖ κανείς νά πῆ, ὅτι τό Βιβλίον αὐτό ἀρχίζει καί τελειώνει μέ ἕναν εὐτυχισμό.

    Εὐτυχίζει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού μελετᾶ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐφαρμόζει μέσα στήν ἀποστατημένη ἐποχή του, γιά νά φτάση στό τέρμα πού εἶναι ἡ ἐπικράτησι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ὁποία ἡ ψυχή εὔχεται: «Ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ΄20).

    Ὁ Μακαρισμός αὐτός πού ἀναφέρεται στή μελέτη καί ἐφαρμογή τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, μᾶς θυμίζει ἕναν ἄλλον μακαρισμό πού ἀντιφωνώντας ὁ Χριστός τόν εὐτυχισμό πού τοῦ ἀπέδιδε μιά γυναῖκα τοῦ λαοῦ, εἶπε: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια΄28).

    Τό Βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι ἕνα προφητικό βιβλίο. Ὅταν ὅμως λέμε προφητικό βιβλίο, δέν ἐννοοῦμε ὅτι ἐξαγγέλλει μόνον μελλοντικά γεγονότα, ἀλλά ὅπως καί τά προφητικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, περιέχει θεόπνευστες παραινέσεις, ἔλεγχο, παρηγορία, διδασκαλία.

    Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖον ἐγράφη, εἶναι συνεπῶς:

α΄ Νά ἐνισχύση τούς πιστούς γιά τά ἐπικείμενα γεγονότα μέχρι τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας.

β΄ Νά συμμορφωθοῦν οἱ πιστοί μέ τό περιεχόμενο τοῦ Βιβλίου ἐν ὄψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί μελλούσης Κρίσεως.

γ΄ Νά ὑπενθυμίση ὅτι «ὁ καιρός ἐγγύς».

ὁ γάρ καιρός ἐγγύς

    Γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσίου στήν Π. Διαθήκη, ὁ χρόνος ἦταν ἀόριστος. Ἀντίθετα, στήν Κ. Διαθήκη ὁ ἐρχομός τῆς Β΄Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι «ἐγγύς», εἶναι πολύ κοντά. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει σχετικά: «Τοῦτο φημί, ἀδελφοί, ὁ καιρός συνεσταλμένος τό λοιπόν ἐστιν» (Α΄Κορ. ζ΄29), καί ὁ Ἀπ. Πέτρος προσθέτει: «Πάντων τό τέλος ἤγγικε»(Α΄Πέτρ. δ΄7).

    Ἡ φράσις τοῦ Εὐαγγ. Ἰωάννου «ὁ γάρ καιρός ἐγγύς» πού φανερώνει μιά βιασύνη, ἕνα λαχάνιασμα γιά τό ἐπερχόμενο τέλος, κάνει ὥστε νά νομίζη κανείς ὅτι ἤδη ἀκούει τούς καλπασμούς τοῦ χρόνου.

    Θέλοντας ὁ Κύριος νά αἰσθητοποιήση αὐτό τό «ἐγγύς», ἀνεφέρθη στό παράδειγμα τῆς συκιᾶς πού τό μπουμπούκιασμα τῶν φύλλων της πάνω στά κλαδιά της προαναγγέλλει τό πλησίασμα τοῦ καλοκαιριοῦ (Ματθ. κδ΄32).

    Πολύ φυσικό, λοιπόν, ἦταν νά ἐρωτηθῆ ὁ Κύριος ἀπό τούς Μαθητάς του, γιά τά «σημεῖα» ἐκεῖνα πού θά προανήγγειλαν τόν δεύτερο ἐρχομό του. «Εἰπέ ἡμῖν, πότε ταῦτα ἔσται καί τί τό σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καί τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος;» (Ματθ. κδ΄3).

    Ποῖα, δηλαδή, εἶναι τά «σημεῖα τῶν καιρῶν»;

    Καί ὡς πρός τόν χρόνο τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας, διατηρεῖται ἀπόλυτη σιωπή.

    Ὁ χρόνος αὐτός εἶναι ὁλότελα ἄγνωστος καί στούς ἀνθρώπους καί στούς ἀγγέλους (Ματθ. κδ΄36, Πράξ. α΄7).

    Ἀντίθετα, ὡς πρός τά «σημεῖα» ἐκεῖνα πού θά προηγηθοῦν τῆς Μεγάλης ἐκείνης τοῦ Κυρίου Ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τά διεσάφησε.

    Καί εἶναι τά ἑξῆς:

    α΄ Ἡ κήρυξις τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλο τόν κόσμο.

    «Καί κηρυχθήσεται τοῦτο τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας ἐν ὅλῃ τῆ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καί τότε ἥξει τό τέλος» (Ματθ. κδ΄14). Φυσικά, ἡ ἐξάπλωσις τοῦ Εὐαγγελίου σέ μιά παγκόσμια κλίμακα, δέν σημαίνει καί ἀποδοχή του ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Αὐτό τό «εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» ὑπονοεῖ τήν ἀπιστία πολλῶν πού θά μείνουν ἀναπολόγητοι κατά τήν κρίσι.

    β΄ Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἰσραήλ εἰς τήν χριστιανική πίστι.

    Ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς ἀποκαλύπτει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὅτι ὅταν «τό πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθη» δηλ. μετά ἀπό τόν καθωρισμένο ἀριθμό τῶν ἐθνικῶν πού θά εἰσέλθουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε, «πᾶς Ἰσραήλ σωθήσεται» (Ρωμ. ια΄25 – 32). Ἕνας ὑπαινιγμός τοῦ Κυρίου πάνω σ᾿ αὐτό τό σημεῖο εἶναι τό Λουκ. ιγ΄36.

    γ΄ Τίς παραμονές τῆς Δευτέρας Παρουσίας θά σημειωθῆ μεγάλη ἀποστασία πού θά τήν προκαλέσουν ψευδοπροφῆται πού «πολλούς πλανήσουσιν» (Ματθ. κδ΄4,5).

    Τό ἴδιο σημειώνει καί ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅτι δέν θά γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου «ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον»(Β΄Θεσ. β΄3). Καί ὁ Κύριος συμπληρώνει: «Καί διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄12).

    Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες θά ἔχη πλεονάσει ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἰδιοτέλεια.

    δ΄ Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἀντιχρίστου.

    Αὐτή θά εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀποστασίας καί ἠθικῆς ἀθλιότητος. Μετά τήν ἀποστασία, σημειώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «θά ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ ὡς θεόν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός….οὗ ἐστιν ἡ παρουσία κατ᾿ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ ἐν πάσῃ δυνάμει καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους….» (Β΄θεσ. β΄3 – 12).

    Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας παρατηροῦν τόν Ἀντίχριστον «ὡς λόγιόν τινα καί συνετόν σωφροσύνην τε καί φιλανθρωπίαν ὑποκρινόμενον, ἄνθρωπόν τινα τήν φύσιν, πᾶσαν ἐν ἑαυτῷ τοῦ διαβόλου δεχόμενον τήν ἐνέργειαν. Καί ὥσπερ ὁ Θεός καί Σωτήρ ἀνθρωπείαν φύσιν ἀναλαβών τήν ἡμετέραν ἐπραγματεύσατο σωτηρίαν, οὕτω καί ὁ σατανᾶς ἄνθρωπον ἐκλεξάμενος πᾶσαν αὐτοῦ δέξασθαι δυνάμενον τήν ἐνέργειαν δι᾿ αὐτοῦ πάντας ἐξαπατῆσαι τούς ἀνθρώπους πειράσεται»….«Οὐκ αὐτός τοίνυν ὁ διάβολος γίνεται ἄνθρωπος κατά τήν τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησιν» ἀλλά κατοικεῖ σέ ἄνθρωπο πού θά εἶναι ἐξόχως διεφθαρμένος καί θά καταστῆ τέλειο ὄργανό του καί θρόνος του.

    Θά εἶναι τόση ἡ ἀποστασία καί ἡ πλάνη τότε, ὥστε ἐρωτᾶ ὀ Ἱεροσολύμων Κύριλλος: «Τίς ἄρα μακάριος ὁ ὑπέρ Χριστοῦ μετ᾿ εὐσεβείας μαρτυρῶν τότε; Ὑπέρ γάρ πάντας μάρτυρας ἐγώ φημι εἶναι τούς τότε μάρτυρας….οἱ μέν πρό τούτου μόνοις ἀνθρώποις ἐπάλαισαν· οἱ δέ ἐπί τοῦ Ἀντιχρίστου, αὐτῷ τῷ Σατανᾷ αὐτοπροσώπως πολεμήσουσι». Τελικά ὅμως, αὐτός «ὁ Κύριος ἀναλώσει τόν ἄνομον τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ» (Β΄ Θεσ. β΄8).

    ε΄ Παγκόσμιες ἀκαταστασίες, διωγμοί τῶν Χριστιανῶν.

    Καί σημειώνει ὁ Κύριος: «Μελλήσετε δέ ἀκούειν πολέμους καί ἀκοάς πολέμων….καί ἔσονται λιμοί καί λοιμοί καί σεισμοί κατά τόπους· πάντα δέ ταῦτα ἀρχή ὠδίνων. Τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καί ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καί ἔσεσθαι μισούμενοι ὑπό πάντων τῶν ἐθνῶν διά τό ὄνομά μου….» (Ματθ. κδ΄6 – 10).

    Ὁ πρῶτος Μακαρισμός τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «ὁ Κύριος ἐγγύς» καί συνεπῶς νά μή ἀφιστάμεθα τῆς μελέτης καί ἐφαρμογῆς τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ἀκόμη νά διακρίνωμε τά «σημεῖα τῶν καιρῶν». Πρέπει νά αἰσθανώμαστε ὅτι «τό μυστήριον τῆς ἀνομίας ἤδη ἐνεργεῖται» (Β΄Θεσ. β΄7) καί ὅτι «ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν»(Α΄Ἰωάν. β΄18).

    Κάποτε ὁ Κύριος ἐπέπληξε τούς Φαρισαίους πού τά μέν μετεωρολογικά σημεῖα μποροῦν νά ξεχωρίζουν, τά δέ σημεῖα τῶν καιρῶν, ἀδυνατοῦν (Ματθ. κδ΄3, Λουκ. ιβ΄54 – 56).

    Πρέπει νά νιώσουμε ὅτι ἔχουμε νά παλαίψωμε σκληρά. Ὅτι λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού θά σωθοῦν.

    Καιρός νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι τό τέρμα τοῦ κόσμου φθάνει μέ καλπασμό….

    Μπροστά σέ ὅλα αὐτά τά ἐνεστῶτα καί μέλλοντα γεγονότα, πού ἀναφέρει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποιός θά ἔμενε ἀδιάφορος;

Β΄

    Μακάριοι

    οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες

    ἀπ᾿ ἄρτι.

    Ναί,

    λέγει τό Πνεῦμα,

    ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν·

    τά δέ ἔργα αὐτῶν

    ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν

    (Ἀποκ. ιδ΄13).

    Συνήθως οἱ ἄνθρωποι εὐτυχίζουν τούς ζωντανούς καί εὔχονται πάντοτε ἡ ζωή νά εἶναι μακρά.

    Πῶς, λοιπόν, ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μακαρίζει τούς νεκρούς;

    Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ἀναφέρει πολλές περιπτώσεις νεκρώσεων.

    Ἡ πρώτη νέκρωσις, εἶναι ἐκείνη πού γράφει τό Βιβλίον τῆς Γενέσεως: «Ἀδάμ ἔζησε τριάκοντα καί ἐννακόσια ἔτη καί ἀπέθανεν» (ε΄5).

    Αὐτός ὁ θάνατος εἶναι κοινή τῶν ἀνθρώπων κατάληξις καί δέν εἶναι δυνατόν νά μακαρίζεται, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι γέννημα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων.

    Τόν θάνατον αὐτόν δέν πρέπει πλέον νά τόν φοβώμαστε γιατί τόν νίκησε ὁ Χριστός μέ τήν ἀνάστασί Του, δίδοντας καί σέ μᾶς τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος κατά τήν δευτέρα Του Παρουσία.

    Ἡ δεύτερη νέκρωσις, εἶναι τῆς ψυχῆς ἡ νέκρωσι, ἐκείνη ἡ ψυχή πού αἰώνια ἀποχωρίζεται ἀπό τό Θεό. «Ψυχή ἡ ἁμαρτάνουσα αὐτή ἀποθανεῖται» (Ἰεζεκ. ιη΄4).

    Αὐτός ὁ θάνατος εἶναι φοβερός. «Εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος», ὁ αἰώνιος τῆς κολάσεως θάνατος(Ἀποκ. κα΄8).

    Ἡ τρίτη νέκρωσις, εἶναι ἐκείνη πού ἀναφέρεται ὡς πρός τήν ἁμαρτία: «ὅ γάρ ἀπέθανεν τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν» (Ρωμ. Σ΄10).

    Μιά τέτοια νέκρωσι εἶναι μακαριστή, γιατί ἐκφράζει τήν ἐγκατάστασι τῆς ἀρετῆς στόν ἄνθρωπο πού πέθανε ὡς πρός τήν ἁμαρτία.

    Τέλος, ὑπάρχει καί μιά τέταρτη νέκρωσι, πού ἀναφέρεται στή βιαία ἀφαίρεσι τῆς ζωῆς καί πού εἶναι τό μαρτύριο.

    Ὁ Κύριος, ἕναν τέτοιο θάνατο ὁλότελα τόν μακαρίζει: «ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ, ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν (ζωήν ) αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῶ τούτῳ, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν» (Ἰωάν. Ιβ΄25).

    Ὁ Μακαρισμός τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρεται στούς δυό τελευταίους θανάτους. Ὡραῖα τό ἐκφράζει αὐτό ὁ Καισαρείας Ἀνδρέας: «Ἡ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φωνή οὔ πάντας μακαρίζει τούς νεκρούς, ἀλλά τούς ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντας, τούς νεκρωθέντας τῷ κόσμῳ καί τήν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῶ σώματι περιφέροντας καί Χριστῷ συμπάσχοντας».

    Ἄς ἀναλύσωμε τούς δυό αὐτούς θανάτους.

    Ἡ ἐν Κυρίῳ νέκρωσις τοῦ σώματος ἀναφέρεται στήν ἁμαρτία: «Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρεία» (Κολ. Γ΄5).

    Καί ὁλοκληρώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «εἰ πνεύματι τάς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. Η΄13).

    Ὁ ἀληθινά πιστός, πράγματι ἔχει πεθάνει γιά τήν ἁμαρτία. Εἶναι ἀδύνατον νά εἰσέλθωμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἄν προηγουμένως δέν ἔχωμε πεθάνει ὡς πρός τήν ἁμαρτία.

    Ὅταν ὁ ἀληθινός Χριστιανός καλλιέργησε αὐτόν τόν θάνατο, πού ἔχει ἠθική διάστασι, τότε εἶναι ἕτοιμος νά δεχθῆ καί τόν ἄλλον, τόν μαρτυρικό θάνατο, πού εἶναι γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

    Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει χαρακτηριστικά: «πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες…ἀεί γάρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διά Ἰησοῦν» καί ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν»(Β΄Κορ. δ΄10, 11, 16, Ρωμ. Η΄36).

    Ἡ νέκρωσις ὡς πρός τήν ἁμαρτία, εἶναι ἡ βασική προϋπόθεσι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ νέκρωσι τῆς ζωῆς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ καρπός τῆς πρώτης.

    Τήν προσφορά τῆς ζωῆς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μᾶς τήν ἀποκαλύπτουν οἱ ἐπιτύμβιες πλάκες τῶν Μαρτύρων.

    Νά μερικές:

    «Χαρά ὑμῶν ἐν Θεῷ».

    (Χαρά σας, τώρα πού βρίσκεσθε μέσα στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ).

    «Κεῖται Βίκτωρ κατηχούμενος, ἐτῶν εἴκοσι, παρθένος, δοῦλος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ».

    «Ἐπιθυμητόν μοι πεδίν, βλέπε, μή ὀργισθῆς τούτου χάριν, ὅτι σέ ἔδειραν».

    (Ἡ ἀνορθόγραφη αὐτή ἐπιγραφή δείχνει τήν πίστι καί τήν ἀνεξικακία τῶν γονέων τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παιδιοῦ πού μαρτύρησε μέ ραβδισμούς).

    «Οἱ πρεσβύτεροι οἱ πάσης μνήμης ἄξιοι, Ἀσκλῆπις καί Ἐλπίζων καί Ἀσκλῆπις δεύτερος, καί Ἀγαλλίασις διάκονος, καί Εὐτυχία παρθενεύουσα, καί Κλαυδία παρθενεύουσα, καί Εὐτυχία ἡ τούτων μήτηρ ἔνθα κεῖνται…».

    (Μαρτύριον ὁλοκλήρου οἰκογενείας ἀπό τήν Κατακόμβη τῆς Μήλου).

    «Ἰουλία, μάρτυς, παρθένος, ἁπλῆ ψυχή».

    Τί δύναμις ζωῆς ξεπηδᾶ, ἀλήθεια, μέσα ἀπ᾿ αὐτές τίς ταφόπετρες!

    Ἀκόμη, «οἱ ἀποθνήσκοντες ἐν Κυρίῳ», γεύονται πραγματικά τοῦ Κυρίου ἀπό τούτη ἀκόμη τή ζωή καί ἐνισχυόμενοι ἀπό τή γεύσι αὐτή, προχωροῦν στήν προσφορά τῆς ζωῆς τους.

    Τά «ὁράματα» τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (Πράξ. ζ΄55, 56), τῆς Περπετούης, τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καί ἄλλων πολλῶν, τό βεβαιώνουν.

    (Ἴδε Ἱ.Κοτσώνη, Τό ἐνθουσιαστικόν στοιχεῖον εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Μαρτύρων, σελ. 56 κ.ἑ).

    Ἀληθινά, ὁ Μακαρισμός αὐτός τῆς Ἀποκαλύψεως γεννᾶ τόν ἐνθουσιασμό καί τό θάρρος γιά τό Μαρτύριο.

    Ἐκεῖνο πού πρέπει σέ κάθε στιγμή νά ζῆ ὁ πιστός, εἶναι ἡ λαχτάρα του νά μείνη πιστός μέχρι τέλους. Ὁ Κύριος εἶπε: «γίνου πιστός ἄχρι θανάτου, καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. β΄10) καί «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄22).

    Καί ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν…καί καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ».

    Ζηλεύομε μιά τέτοια προσφορά;

    Ἄς ἀτενίσωμε τούς Μάρτυρες.

    Ἄν ὅμως ἰσχυρισθοῦμε ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχουν εὐκαιρίες μαρτυρίου, ἄς ἀκούσωμε τί λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί μέ τήν γνώμη του αὐτή, νά κλείσωμε:

    «Ἐάν κάποιος θέλη νά ἐπαινέση τούς Μάρτυρες, ἄς τούς μιμηθῆ.

    Ἄν κάποιος θέλη νά ἐγκωμιάση τούς ἀθλητάς τῆς εὐσεβείας, ἄς ζηλέψη τούς ἀγῶνες τους…

    Καί πῶς εἶναι δυνατόν, θά πῆ κανείς, στή σημερινή ἐποχή, νά μιμηθῆς τούς μάρτυρες;

    Γιατί ἀσφαλῶς τώρα, δέν ἔχομε διωγμούς.

    Τό ξέρω κι ἐγώ πώς τώρα δέν εἶναι καιρός διωγμοῦ, μά καιρός μαρτυρίου εἶναι.

    Ἀγωνίσματα, σάν τά τοτινά τῶν Μαρτύρων δέν εἶναι, ἀλλά ὁ καιρός τῶν στεφάνων εἶναι.

    Δέν διώχνουν ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ αὐτοί οἱ δαίμονες. Δέν κυνηγᾶ ὁ τύραννος, ἀλλά κυνηγᾶ ὁ διάβολος, πού εἶναι χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους τούς τυράννους. Δέν βλέπεις μπροστά σου ἀναμμένα κάρβουνα, μά βλέπεις ἀναμμένη τήν φλόγα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας. Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τή φωτιά, καταπάτησε σύ τή φλόγα τῆς ἁμαρτωλῆς σου φύσεως.

    Πάλαιψαν ἐκεῖνοι μέ θηρία, χαλιναγώγησε σύ τό ἀνήμερο καί ἀτίθασο θηρίο τοῦ θυμοῦ σου.

    Ἦλθαν ἐκεῖνοι ἀντιμέτωποι μέ ἀφόρητους πόνους, νίκησε σύ τούς ἄτοπους καί πονηρούς λογισμούς πού εἶναι γεμάτη ἡ καρδιά σου.

    Καταφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, καταφρόνησε σύ, τήν τρυφή.

    Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε σύ τώρα τά χρήματά σου στά χέρια τῶν πτωχῶν.

    Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά ἔχης μιμηθῆ τούς Μάρτυρες καί τό θάνατό τους».

Γ΄

    «Ἰδού ἔρχομαι ὡς κλέπτης·

    Μακάριος

    ὁ γρηγορῶν καί τηρῶν τά ἱμάτια

    αὐτοῦ,

    ἵνα μή γυμνός περιπατῇ

    καί βλέπωσι τήν ἀσχημοσύνην

    αὐτοῦ»

    (Ἀποκ. Ις΄15).

    Ὁ πρῶτος Μακαρισμός τῆς Ἀποκαλύψεως (α΄3) μᾶς πληροφόρησε ὅτι «ὁ καιρός ἐγγύς».

    Ὁ τρίτος Μακαρισμός, μᾶς εἰδοποιεῖ ὅτι ὁ καιρός αὐτός θά εἶναι καί αἰφνίδιος.

    Θά μοιάζη μέ τόν κλέπτη πού ἔρχεται κάποια ἄδηλη, γιά τόν νοικοκύρη, ὥρα.

    Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, καλοῦνται οἱ πιστοί νά ἀγρυπνοῦν πάνω στήν πνευματική τους ζωή.

    Ὁ Μακαρισμός αὐτός, ἔρχεται νά εὐτυχίση ἐκείνους πού μένουν ἄγρυπνοι πάνω στά τείχη τῆς καρδιᾶς των καί περιμένουν τόν οἰκοδεσπότη τοῦ πύργου κάθε στιγμή τοῦ εἰκοσιτετραώρου τῆς ζωῆς των.

Μακάριος ὁ γρηγορῶν καί τηρῶν τά ἱμάτια αὐτοῦ.

    Ἄς πάρωμε τόν Μακαρισμό αὐτόν σέ μιά ὁλότελα καθημερινή σκηνή. Ἔχετε ποτέ δεῖ λουόμενον ἄνθρωπο στή θάλασσα, πού ὅταν βγῆκε στήν παραλία, ἀντελήφθη ὅτι κάποιος κλέπτης τοῦ ἀφήρεσε τά ροῦχα; Πῶς πρέπει νά αἰσθάνεται αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὅταν μάλιστα τό σπίτι του εἶναι πολύ μακρυά, καί δέν ἔχει κανέναν γνωστό του νά τόν βοηθήση στήν προκείμενη κατάστασι;

    Πολύ χειρότερη κατάστασι, ἀληθινή πνευματική γύμνωσι θά αἰσθανθῆ κι᾿ ἐκεῖνος πού δέν καλλιεργεῖ τήν πνευματική ζωή ὅσο ζεῖ στόν κόσμο αὐτόν.

    Καί τήν γύμνωσι αὐτή θά ἀντιληφθῆ ὅταν σταθῆ μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Κριτοῦ Χριστοῦ. Εὐτυχισμένος, λοιπόν, αὐτός πού φυλάει τά ροῦχα του, τή στολή τῆς ψυχῆς του.

    Καί ἡ στολή τῆς ψυχῆς εἶναι αὐτές οἱ ἀρετές του.

    «Τό δέ γρηγορεῖν καί φυλάττειν τά ἱμάτια, δηλοῖ τό ἐπαγρυπνεῖν ταῖς ἀγαθαῖς πράξεσι· αὗται γάρ εἰσι τῶν ἁγίων τά ἱμάτια», μᾶς λέγει ὁ Καισαρείας Ἀνδρέας.

    Ὁ Κύριος, πού διεζωγράφισε τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, βάζει στό στόμα τοῦ πατέρα τήν προσταγή πρός τούς δούλους του: «ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν». Ποιά εἶναι αὐτή ἡ στολή ἡ πρώτη;

    Εἶναι ἡ στολή τῆς ἁγνότητος καί καθαρότητος πού πῆρε ὁ ἄνθρωπος στό βάπτισμά του.

    Δεῖγμα αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος, ἦταν καί ἡ παληά συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας νά λευκοφορῆ τούς νεοβαπτισμένους. Σέ μιά ἐπιτύμβια πλάκα χριστιανοῦ μάρτυρος, χαράχθηκε ἡ ἐπιγραφή: «Ἐκοιμήθη ἐν λευκοῖς».

    Τά λευκά ἐνδύματα ἦταν μιά ἀπομίμησι τῶν ἐνδυμάτων πού φοροῦσαν οἱ ἄγγελοι ὅσες φορές ἐνεφανίζοντο στούς πιστούς, ὅπως στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, στήν Ἀνάληψί του κ.λ.π.

    Ἀλλά καί τοῦ Κυρίου τά ἐνδύματα ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς κατά τήν Μεταμόρφωσί Του.

    Αὐτός ὁ Θεός, περιβάλλεται τό φῶς, ὅπως μᾶς λέγει ὁ 103 Ψαλμός, στίχ. 2.

    Ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: «Χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον».

    Σύμβολον, λοιπόν ἠθικῆς καθαρότητος, τά λευκά ἱμάτια, καί γενικά τά ἱμάτια, σύμβολο τῆς ἐνδύσεως τῆς ψυχῆς μέ ἀρετές. «Καί ἐδόθη αὐτῇ (δηλ. τῇ Ἐκκλησίᾳ) ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν· τό γάρ βύσσινον τά δικαιώματα (δηλ. οἱ ἀρετές) τῶν ἁγίων ἐστί» (Ἀποκ. ιθ΄8).

    Στήν ἐποχή πού βρισκόμαστε, μποροῦμε νά «τηροῦμεν» τά ἱμάτια τῆς ψυχῆς; Μποροῦμε νά διατηροῦμε ἀρετές καί μάλιστα ὄχι μόνο μιά περίοδο τῆς ζωῆς μας, ἀλλά σέ ὅλη τή ζωή μας; Γιατί, δέν λέγει ὁ «τηρήσας» ἀλλά ὁ «τηρῶν», πού δείχνει μιά ἀδιάκοπη, συνεχῆ καί σταθερή διατήρησι τῶν ἀρετῶν.

    Καί πρέπει νά ποῦμε, ὅτι πολλοί σάν ἔφηβοι ξεκίνησαν μέ ὄμορφες προοπτικές γιά μιά πνευματική ζωή, πού ξεθύμανε ὅμως κάπου στή στρατιωτική θητεία, ἤ στήν ἀναζήτησι ἐπαγγελματικῆς σταδιοδρομίας, ἤ ἀκόμη καί στήν σύστασι οἰκογενείας. Γιά νά δώσουν κατοπινά, ὅταν ἐπανακληθοῦν ἀπό τόν Κύριο, τήν ἀπάντησι, ὁ μέν πρῶτος: «Ζεύγη βοῶν πέντε ἠγόρασα καί πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Δέν εὐκαιρεῖ, γιατί πάει νά δοκιμάση καί νά γευθῆ τίς ἠδονές πού θά τοῦ χαρίσουν οἱ πέντε του αἰσθήσεις.

    Καί ὁ δεύτερος: «ἀγρόν ἠγόρασα καί ἔχω ἀνάγκη ἐξελθεῖν καί ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ βιοτικές μέριμνες τόν ἀπεγύμνωσαν ἀπό κάθε πνευματικότητα, γιά νά φτάσωμε στόν τρίτο, πού ἀπαντᾶ ὅτι παντρεύτηκε καί ἔχει οἰκογενειακές φροντίδες.

    Ὁμολογουμένως, αὐτή ἡ κατάστασι εἶναι ἀποκαρδιωτική.

    Καί τίθεται πάλι τό ἐρώτημα: Ὥστε μποροῦμε νά μείνωμε στήν ἀρετή ἰσόβια;

    Μποροῦμε, ἀρκεῖ νά θέλωμε.

    Καί εἶναι ἀνάγκη νά θέλωμε, γιατί χωρίς τήν διατήρησι τῆς ἀρετῆς ἰσόβια, δέν θά πετύχωμε τοῦ μακαρισμοῦ πού λέγει ὁ Κύριος.

    Μέσα σ᾿ ἕνα γενικό κατακλυσμό πνευματικῆς ἐξαθλιώσεως, εὐτυχῶς μένουν καί κάποιοι πού διατηροῦν ἰσόβια τήν ἀρετή. Καί αὐτοί οἱ κάποιοι εἶναι σέ κάθε ἐποχή. Εἶναι οἱ ἐκλεκτοί.

    Εἶναι τό λεῖμμα πού θά σωθῆ(Ρωμ. Ια΄5).

    Στήν πέμπτη ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησία τῶν Σάρδεων, φαίνεται αὐτό: «Ἀλλά ἔχεις ὀλίγα ὀνόματα ἐν Σάρδεσιν, ἅ οὐκ ἐμόλυναν τά ἱμάτια αὐτῶν καί περιπατήσουσι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν λευκοῖς ὅτι ἄξιοι εἰσιν» (Ἀποκ. Γ΄4).

    Εἴθε νά νοιώσωμε, ὅτι ἀνάμεσα στά λίγα αὐτά ὀνόματα, πρέπει νά ἀνήκωμε κι᾿ ἐμεῖς, γιά νά σταθῆ ἀντίστοιχα καί ὁ μακαρισμός δικός μας.

Ἰδού ἔρχομαι ὡς κλέπτης.

    Πολλές φορές ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια μᾶς μίλησε γιά τό αἰφνίδιο τῆς Δευτέρας Του Παρουσίας. Γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία ἔχει δυό στάδια. Τό πρῶτο, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ καθενός, ἡ ἔξοδός του ἀπό τή ζωή αὐτή πού γι᾿ αὐτόν εἶναι μιά μερική κρίσις, καί τό δεύτερο, ὅταν ὅλοι θά σταθοῦν μπροστά στόν δίκαιο Κριτή γιά νά δώσουν λόγο γιά τίς πράξεις του ὁ καθένας ἀτομικά. Καί στήν πρώτη περίπτωσι καί στήν δεύτερη, ὑπάρχει τό στοιχεῖο τοῦ ξαφνικοῦ.

    Πότε θά πεθάνω;

    Πότε θά γίνη ἡ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία; Καί τά δυό μοῦ εἶναι ἄγνωστα, καί ἐνδεχομένως μαζί μέ τό δεύτερο, καί τό πρῶτο αἰφνίδιο. Ἐν τούτοις, γιά τόν πιστό, δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι.

    «Περί δέ τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοί γάρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται· ὅταν γάρ λέγωσιν, εἰρήνη καί ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος…. ὑμεῖς δέ ἀδελφοί, οὐκ ἐστέ ἐν σκότει, ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς ὡς κλέπτης καταλάβῃ· πάντες ὑμεῖς υἱοί φωτός ἐστε καί υἱοί ἡμέρας· οὐκ ἐσμέν νυκτός οὐδέ σκότους…»(Α΄Θεσ. ε΄1-11).

    Γιά ἕναν πού δέν ἔχει προβλέψει μιά ἔκλειψι ἡλίου, ὅταν βλέπη νά σκοτεινιάζη, εἶναι γι᾿ αὐτόν ἕνα φαινόμενο ξαφνικό, ὅταν γιά τούς ἀστρονόμους ἦταν γνωστό ἀπό καιρό. Τό ξαφνικό θά εἶναι γιά κείνους πού μποροῦν νά λένε: «εἰρήνη καί ἀσφάλεια» καί ὄχι γιά κείνους πού βρίσκονται σέ ἐγρήγορσι καί ἀναμονή.

    Ἄν κάθε μέρα ζῶ μέ τήν προσμονή τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, γιατί νά εἶναι γιά μένα αἰφνίδιος ὁ ἐρχομός του; Γι᾿ αὐτό, γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι σεῖς δέν βρίσκεσθε στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας γιά νά λέτε, «ἀσφάλεια καί εἰρήνη», ἀλλά εἶσθε παιδιά τῆς ἡμέρας καί γιά σᾶς ὑπάρχει ἀπό τώρα τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέ τό ὁποῖο καί ἔχετε ἑνωθεῖ.

    Σάν κλέπτης θά ἔλθη ἐκείνη ἡ ἡμέρα. Μά τό φῶς, εἶναι ξαφνικό σάν κλέπτης γιά τό σκοτάδι καί ὄχι τό φῶς γιά τό φῶς. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, σημειώνει ὅτι ὁ πιστός ἤδη ἔχει κριθεῖ. Νά πῶς τό λέγει στόν 57ο Λόγο του:

    «Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἦλθε καί ἔρχεται πάντοτε εἰς τούς πιστούς καί εἶναι παροῦσα εἰς ὅλους ἐκείνους ὅπου θέλουν». Ἀκόμη, λέγει: ὁ πιστός δέν κρίνεται εἰς τήν μέλλουσαν κρίσιν, ὅτι ἐκρίθη πρωτύτερα, οὐδέ ἐλέγχεται ἀπό ἐκεῖνο τό φῶς, ὅτι ἐφωτίσθη ἐδῶ πρωτύτερα οὐδέ ἐμβαίνει εἰς τοῦτο τό πῦρ νά κατακαίεται αἰωνίως, ὅτι ἐμβῆκεν ἐδῶ πρωτύτερα καί ἐκρίθη, οὐδέ συλλογίζεται ὅτι τότε μόνον ἐφάνη ἡ ἡμέρα Κυρίου, διατί ἐκεῖνος ἔγινεν ὅλος ἡμέρα φωτεινή καί λαμπρά, ἀπό τήν συναναστροφήν καί ὁμιλίαν τοῦ Θεοῦ». Ὅσο γιά τόν ἁμαρτωλό, τά πράγματα θά εἶναι αἰφνίδια:«Καί εἰπέ μέ τόν ἑαυτόν σου· ἀνίσως τώρα ὁπού εἶμαι εἰς τοῦτον τόν κόσμον δέν βλέπω τό φῶς τῆς θείας χάριτος, ἀλλά εὑρίσκομαι μέσα εἰς τό σκότος, βεβαιότατα καί ὕστερα ἀπό τόν θάνατον μέσα εἰς τό σκότος ἔχω νά εὑρίσκομαι, καί ἐξάπαντος ἔχει νά ἔλθη εἰς ἐμέ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, καί τότε ἔχει νά γένη ἔξαφνα εἰς ἐμέ αἰώνιος ὄλεθρος».

    Ὁ Κύριος μᾶς συμβουλεύει νά εἴμαστε κάθε στιγμή, ἕτοιμοι. «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφῦες περιεζωσμέναι». Τά λόγια του αὐτά μᾶς θυμίζουν τήν ἐντολή πού ἔδωσε στούς Ἰσραηλίτας στήν Αἴγυπτο: «Αἱ ὀσφῦες ὑμῶν περιεζωσμέναι καί τά ὑποδήματα ἐν τοῖς ποσίν ὑμῶν, καί αἱ βακτηρίαι ἐν ταῖς χερσίν ὑμῶν»(Ἐξόδ. ιβ΄11).

    Ἕτοιμοι γιά τή μεγάλη μας «ἔξοδο». Τότε οἱ Ἰσραηλῖται ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο γιά τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἐμεῖς πρέπει νά φύγωμε ἀπό τόν κόσμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ σκότους γιά τό βασίλειο τῆς ἀφθαρσίας καί τοῦ φωτός.

    Καί συνεχίζει ὁ Κύριος: «Καί οἱ λύχνοι καιόμενοι». Αὐτό μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τῶν Δέκα Παρθένων πού τό συμπέρασμά της εἶναι: «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν οὐδέ τήν ὥραν ἐν ᾗ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Λουκ. ιβ΄35, Ματθ. κε΄13).

    Ἄς γρηγοροῦμε, λοιπόν, καί ἄς φυλᾶμε τά ἱμάτια τῆς ψυχῆς, πού εἶναι οἱ ἀρετές, γιατί ὁ Κύριος ἔρχεται σάν κλέπτης.

    «Ἀθρόον ὁ Κριτής ἐπελεύσεται καί ἑκάστου αἱ πράξεις γυμνωθήσονται. Ἀλλά φόβῳ κράξωμεν ἐν μέσῳ τῆς νυκτός» τοῦ βίου τούτου, ὥστε ὁ Κύριος νά φωτίση τήν σκοτεινή μας καρδιά νά κατανοήση τήν βαρύτητα ὅλων αὐτῶν τῶν πραγμάτων καί νά φροντίση νά ἐνδύεται μέ πίστι καί ἀρετή.

    Σύνθημα

    «Γρηγορῶμεν καί νήφωμεν».

    (Α΄Θεσ. ε΄6).

Δ΄

    «Μακάριοι

    οἱ εἰς τό Δεῖπνον

    Τοῦ Γάμου τοῦ Ἀρνίου

    κεκλημένοι»

    (Ἀποκ. ιθ΄9).

    Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή δημιουργία καί ἰδιαίτερα τόν ἄνθρωπο.

    Ὁ ἄνθρωπος, ἡ ζωντανή αὐτή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ρημαγμένη ἀπό τίς διαβρωτικές ἐπιδράσεις τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀποστασίας, καλεῖται μέσ᾿ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νά ξαναβρῆ «τό ἀρχαῖον κάλλος» καί νά ζήση μέσα σ᾿ αὐτή τή μακαριότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος.

    Γι᾿ αὐτό καί ὁ Δ΄Μακαρισμός τῆς Ἀποκαλύψεως μακαρίζει ἐκείνους πού κλήθηκαν νά λάβουν μέρος στό Αἰώνιο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στό μεγάλο πανηγύρι τοῦ Γάμου τοῦ Ἀρνίου, πού εἶναι ἡ ἕνωσι τοῦ Χριστοῦ μέ τήν νύμφη Ἐκκλησία.

Οἱ Γάμοι τοῦ Ἀρνίου

    Θέλοντας ἡ Ἁγία Γραφή νά ἐκφράση τήν ἕνωσι τοῦ Θεοῦ μέ τήν Δημιουργία του, καί ἰδιαίτερα μέ τόν ἄνθρωπο, τήν παρουσιάζει, μέ τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ γάμου.

    Γιατί πῶς νά ἐκφρασθῆ γιά κεῖνο πού δέν ἐκφράζεται; Πῶς νά παραστήση τό οὐράνιο καί πνευματικό καί αἰώνιο μέσα στό στενό χῶρο τοῦ γήινου καί τοῦ ὑλικοῦ;

    Ἡ Παλαιά Διαθήκη, τήν στενώτατη σχέσι τοῦ Θεοῦ μέ τόν περιούσιο λαό του τήν θυγατέρα Σιών, τήν ἐκφράζει μέ γάμο. Γι᾿ αὐτό καί κάθε παρεκτροπή τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, χαρακτηρίζεται σάν πνευματική μοιχεία: «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, πλήρης κρίσεως, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτῇ, νῦν δέ φονευταί;» (Ἡσ. α΄21).

    Μέ τήν ἴδια γλῶσσα μιλάει καί ὁ Κύριος στήν Καινή Διαθήκη γιά τήν γενεά του. (Πρβλ. Ματθ. ιβ΄39, Μάρκ. η΄38).

    Ἡ εἰκόνα τοῦ γάμου στήν Καινή Διαθήκη γίνεται ἀκόμη πιό τελειοτέρα. Ἡ Παραβολή τῶν Δέκα Παρθένων καί τῶν Γάμων τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως εἶναι δείγματα χαρακτηριστικά.

    Ἀλλά πίσω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ γάμου, τί ζητᾶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά ἐκφράση;

    Ζητᾶ νά δείξη τό μεγάλο σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου πού μέ τήν ἁμαρτία ξέπεσε ἀπό τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἀπεμακρύνθη ἀπό τήν μακαριότητά του.

    Σχέδιο ἀρχικό τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι νά περάση ὁ τελευταῖος, ἀπό τό «κατ᾿ εἰκόνα» στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μέ τήν ἐλευθέρα συνεργασία Θείας χάριτος καί προσωπικῆς ἀνθρωπίνης προσπαθείας.

    Αὐτό τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» θά ἐξασφαλίση τήν ἕνωσι τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.

    Θά τόν ἐπαναφέρη στή μακαριότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος.

    Σάν προϋπόθεση γιά νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», εἶναι ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη, οἱ δυό αὐτοί πόλοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κάτω ἀπό τήν ἀγάπη, ὑποδηλοῦται κάθε πρακτική ἀρετή, πού στόν Τρίτο Μακαρισμό τῆς Ἀποκαλύψεως (ις΄ 15) χαρακτηρίζεται ὡς «ἱματισμός» τοῦ κάθε πιστοῦ, πού χωρίς αὐτόν μένει γυμνός καί συνεπῶς ἀκατάλληλος γιά νά γίνη δεκτός στούς «Γάμους τοῦ Ἀρνίου» στήν ἕνωσί του, δηλαδή, μέ τόν Χριστό.

    Ὁ πιστός πού θά βρεθῆ κάτω ἀπό τίς συνθῆκες ἐκεῖνεςπού θά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό, αἰσθάνεται βαθειά καί ἀνέκφραστη χαρά: «Χαίρωμεν καί ἀγαλλιώμεθα καί δῶμεν τήν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ Ἀρνίου καί ἡ γυνή αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν. Καί ἐδόθη αὐτῇ ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν· τό γάρ βύσσινον τά δικαιώματα (δηλ. οἱ ἀρετές) τῶν ἁγίων ἐστί».

    Στήν ἕνωσι αὐτή, πού ἐπιτυγχάνεται μόνον μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσω τῶν Μυστηρίων πού παρέχει, καλοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνεξαιρέτως. «Δεῦτε εἰς τούς Γάμους», λέγει σχετικά ἡ Παραβολή (Ματθ. κβ΄4).

    Δυστυχῶς ὅμως, ὅπως φαίνεται, τόσον ἀπό τήν Παραβολή, ὅσο καί ἀπό τήν πραγματικότητα, λίγοι μόνον ἀνταποκρίνονται στήν πρόσκλησι αὐτή.

    Κύριο αἴτιο, εἶναι ἡ ἀμέλεια. «Οἱ δέ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μέν εἰς τόν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δέ εἰς τήν ἐμπορίαν αὐτοῦ». Ἀκόμη, αἴτιο, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ γιά μερικούς, μιά συνειδητή μᾶλλον ἐχθρική στάσι, σέ ὅ, τι προέρχεται ἀπ᾿ τό Θεό, μιά ἀντίθεη, δηλ. συμπεριφορά: «Οἱ δέ λοιποί κρατήσαντες τούς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καί ἀπέκτειναν».

    Ἀκόμη, ἀνάμεσα στούς πιστούς, θά βρεθοῦν κι᾿ ἐκεῖνοι πού τό ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν θά εἶναι ἕνα ράκος. Κι᾿ αὐτοί μέ τή σειρά τους θά κριθοῦν ἀκατάλληλοι γιά τούς Γάμους.

    Θά ἀκούσουν τότε: «ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε, μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Γι᾿ αὐτό καί ἡ παραβολή κατακλείει: «Πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί».

Τό Δεῖπνον τῆς Βασιλείας

    Κάποτε, ὁ Κύριος κλήθηκε σέ ἕνα δεῖπνο. Τό θέμα τῆς συζητήσεώς του ἦταν ἡ πνευματική καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νά γίνη κατάλληλος πολίτης γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπό τούς καλεσμένους ἐνθουσιάστηκε ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ καί ἀναφωνεῖ: «Μακάριος ὅς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ».

    Τί θά εἶναι ὅμως αὐτό τό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ;

    Ὁ Καισαρείας Ἀνδρέας, γράφει σχετικά: «Δεῖπνον δέ Χριστοῦ, ἡ τῶν σωζομένων ἑορτή καί εὐφροσύνη ἐναρμόνιος, ἧς μακάριοι οἱ τευξόμενοι καί τῷ ἁγίῳ τῶν καθαρῶν ψυχῶν νυμφίῳ εἰς τόν αἰώνιον νυμφῶνα συνεισελευσόμενοι».

    Δεῖπνον τῆς Βασιλείας, εἶναι ἡ γεῦσι τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας αὐτῆς. Εἶναι ἡ μετοχή στή δόξα καί στή μακαριότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος.

    Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο.

    Δάκρυ, πόνος, ἀσθένεια καί θάνατος δέν θά ὑπάρχουν πιά. Ἀπέραντη χαρά καί εἰρήνη καί ἀγάπη θά βασιλεύη ἐκεῖ. (Ἀποκ. Κα΄4).

    Ἐκεῖ θά ὑπάρχη ἡ αἰωνία θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ μέσα σ ἕνα ἀτέλειωτο ὕμνο τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας πού θά κινῆται στήν φωτοπλημμύρα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. κβ΄4,5). Μιά πρόγευσι ἐκείνου τοῦ Δείπνου, εἶναι τό Κυριακό Δεῖπνο, ὁ Μυστικός Δεῖπνος πού παρετέθη ἀπό τόν Κύριο κατά τήν μεγάλη Πέμπτη καί πού ἔκτοτε συνεχίζεται στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας στή Θ. Λειτουργία. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, προανάκρουσμα, λοιπόν, τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων.

    Κατά τό Δεῖπνο ἐκεῖνο, εἶπε ὁ Χριστός τοῦτα τά λόγια: «Λέγω δέ ὑμῖν, ὅτι οὐ μή πίω ἀπ᾿ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτό πίνω μεθ᾿ ὑμῶν καινόν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός μου»(Ματθ. κς΄29).

    Πραγματικά, τό Δεῖπνο αὐτό εἶναι πρόγευμα ἐκείνης τῆς τελείας κοινωνίας πού θά πραγματοποιηθῆ στό τραπέζι τοῦ Μεσσίου.

    Θά εἶναι χαρά γεμάτη δόξα, χαρά ἀσύγκριτα διαφορετική ἀπό τίς χαρές πού δοκιμάζομε ἐδῶ. Ὅλα τά ἀγαθά πού περικλείει ἡ φράσι: Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, συμβολίζονται μέ τό Δεῖπνο καί τό κοινό τραπέζι.

    Εὐτυχισμένοι, πραγματικά ἐκεῖνοι πού κλήθηκαν στό Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

    Ὡστόσο, πρέπει νά γνωρίζωμε ὅτι ὑπάρχουν καί οἱ ἀντίποδες αὐτοῦ τοῦ μακαριστοῦ Δείπνου. Εἶναι ἐκεῖνο τό φρικτό Τραπέζι πού συνδαιτημόνες καί καλεσμένοι εἶναι τά κοράκια καί τά ὄρνια τοῦ οὐρανοῦ καί παρατιθέμενα φαγητά, οἱ σάρκες τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (Ἀποκ. ιθ΄17,18.Πρβλ. Ματθ. κδ΄28).

    Μακάβριο δεῖπνο, πού θά ἑτοιμασθῆ ἀπό τίς ὑπάρξεις τῶν ἴδιων τῶν ἀμαρτωλῶν.

    «Καί εἶδον ἕνα ἄγγελον ἑστῶτα ἐν τῷ ἡλίῳ καί ἔκραξεν ἐν φωνῇ μεγάλῃ λέγων πᾶσι τοῖς ὀρνέοις τοῖς πετομένοις ἐν μεσουρανήματι· δεῦτε συνάχθητε εἰς τό δεῖπνον τό μέγα τοῦ Θεοῦ, ἵνα φάγητε σάρκας βασιλέων καί σάρκας χιλιάρχων καί σάρκας ἰσχυρῶν καί σάρκας ἵππων καί τῶν καθημένων ἐπ᾿ αὐτῶν, καί σάρκας πάντων ἐλευθέρων τε καί δούλων, καί μικρῶν καί μεγάλων».

    Ὅτι αὐτοί θά εἶναι οἱ ἁμαρτωλοί πού κόλλησαν τήν καρδιά των στήν ὕλη καί περιφρόνησαν τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ἀπό μιά περικοπή τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπί ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καί τά ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσός ὑμῶν καί ὁ ἄργυρος κατίωται, καί ἰός αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καί φάγεται τάς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ. Ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. Ἰδού ὁ μισθός τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τάς χώρας ὑμῶν ὁ ἀποστερημένος ἀφ᾿ ἡμῶν κράζει, καί αἱ βοαί τῶν θερισάντων εἰς τά ὦτα Κυρίου Σαβαώθ εἰσεληλύθασιν. Ἐτρυφήσατε ἐπί τῆς γῆς καί ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τάς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς»(ε΄1-7).

    Καιρός, λοιπόν, νά μελετήσωμε τόν Μακαρισμό τῶν καλεσμένων στό δεῖπνο τοῦ Γάμου τοῦ Ἀρνίου. Καί ἡ μελέτη μας αὐτή πρέπει νά ἀρχίση μέ αὐτοκριτική. Πρέπει νά ἐρωτήση ὁ καθένας: εἶμαι ἄξιος ἐκείνου τοῦ Δείπνου; Γιατί ἄν ἀποδειχθῆ ἀνάξιος, τότε ἔχει νά ἀκούση τό φοβερό κατηγορητήριο ἀπό τό στόμα τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας, πού θά τοῦ πῆ: «Πείνασα τήν ἐπιστροφή σου καί δέν μέ χόρτασες μέ τήν μετάνοιά σου.

    Δίψησα τήν σωτηρία σου καί δέν μοῦ ἔδωκες νά πιῶ. Γυμνός ἤμουν ἀπό ἀρετές σου καί δέν μέ ἔντυσες. Ἤμουν στή σκοτεινή, στενή καί μολυσμένη φυλακή τῆς καρδιᾶς σου καί δέν θέλησες νά μέ ἐπισκεφτῆς καί νά μέ βγάλης στό φῶς. Ἀσθένησα ἀπό τήν ἀμέλειά σου καί δέν μέ ὑπηρέτησες μέ τίς καλές σου πράξεις. Λοιπόν, φεῦγε, γιατί θέσι δέν ἔχεις κοντά μου»(Ἁγ. Συμεών Νέου θεολόγου, Λόγ. 57ος).

    Ὅσο, λοιπόν, διατηροῦμε τήν πνοή μας πάνω στή γῆ αὐτή, μποροῦμε νά σκεφθοῦμε καί νά ἀποφασίσωμε σέ ποιό δεῖπνο προτιμᾶμε νά ἀνήκωμε; στό δεῖπνο τῶν ὀρνέων ἤ στό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Σύνθημα

Νά γίνω ἕνας καλεστός

στό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας

τοῦ Θεοῦ.









Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από πάμπτωχη οικογένεια Ιουδαίων αγροτών, στο χωρίο Βησανδούκη (ή Βησανδούκ), κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης το 310 μ.Χ. (Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει, πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη της Κύπρου, ένα χωριό της Μαραθάσας και μεγάλωσε στη Βησανδούκη). Οι γονείς του είχαν ακόμη ένα παιδί, την Καλλίτροπο.Μετά το θάνατο των γονέων του και σε ηλικία δέκα ετών, ο Επιφάνιος προσελκύεται στο χριστιανισμό από δύο περίφημους για τις γνώσεις και τον ασκητισμό μοναχούς, το Λουκιανό και τον Ιλαρίωνα. Επτά μέρες ύστερα από το βάπτισμα του, ο Επιφάνιος τακτοποίησε την αδελφή του σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι κι έφυγε για την έρημο της Παλαιστίνης. Εκεί ζει κοντά στους επιφανέστερους ασκητές, ασκούμενος στην εγκράτεια, την άσκηση και στη μελέτη των Θείων Γραφών, γενόμενος υπόδειγμα για τους συνασκητές του. Η φήμη του και οι αρετές του δεν άργησαν να διαδοθούν και αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου το 367 μ.Χ., στην οποία κατέφυγε με θαυματουργικό τρόπο, όταν το πλοίο του, που επέπλεε προς την Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, έφθασε στην Κύπρο.Από τη θέση αυτή, ο Άγιος άρχισε τον ευαγγελισμό του ποιμνίου του και αγωνίστηκε με θερμότατο ζήλο για την διατήρηση και ενίσχυση των ορθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας όλες τις αιρετικές δοξασίες και πλάνες της εποχής του και ιδιαίτερα εκείνες του Ωριγένη. Κάνοντας συνεχή χρήση των λόγων της Αγίας Γραφής και γράφοντας πλήθος αντιαιρετικά συγγράμματα, αγωνίστηκε για να κρατήσει τούς πιστούς στην ανόθευτη χριστιανική πίστη.
Πηγή : http://www.imconstantias.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου