Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη
Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας
Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι περίοδος μεταμόρφωσης. Ο άνθρωπος αγωνίζεται καθημερινά «τον καλόν αγώνα», που αποβλέπει στην αλλαγή, στην ολοκληρωτική πνευματική αλλοίωση των αισθήσεων, των επιθυμιών των αναγκών και της σάρκας. Μέσα από μια θαυμάσια, άνετη, ειρηνική, μυσταγωγική και προσευχητική διαδικασία όλα μεταμορφώνονται κατά την περιόδο αυτή. Γι᾽ αυτό ο καιρός του κατανυκτικού Τριωδίου, «καιρός ευπρόσδεκτος καιρός μετανοίας», είναι ξεχωριστός, γίνεται για όλους μας «ο ευλογημένος καιρός» μέσα στην τραγικότητα της ιστορίας μας, αφού αναζητούμε το άλλο, το διαφορετικό από αυτό που επαγγέλεται ο κόσμος, αφού καλλούμαστε να χορτάσουμε πνευματικά, ενώ θα πεινούμε σωματικά, αφού αισθανόμαστε το άπειρο έλεος του Θεού, ο οποίος εκουσίως πορεύεται προς τη σταύρωση, αφού τέλος, προσπαθούμε να γίνουμε κοινωνοί της χαράς της Αναστάσεως και της ωραιότητας Χριστού και Εκκλησίας. Μιας ωραιότητας μοναδικής και ανεπανάληπτης που βιώνεται μόνο όταν υπάρχει το πνεύμα και το ήθος της Σαρακοστής, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πόθος ψυχής δρυμίς και αφόρητος» για το Νυμφίο της Εκκλησίας μας Ιησού Χριστό.
Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου που επανειλημμένα θα ακούγεται την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται ως η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γιατί ακριβώς συνοψίζει όλο το πνεύμα και το ήθος αυτής της περιόδου, που είναι ασκητικό και προσευχητικό.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθίσταται στάδιο αγώνα προσωπικού και η ευχή του Οσίου Εφραίμ αποτελεί ένα κανόνα ελέγχου, ένα μέτρο αξιολόγησης του προσωπικού μας αγώνα, ο οποίος αποβλέπει στο να μας απελευθερώσει από κάποιες βασικές πνευματικές ασθένειες, που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους, ενώ προσδοκά να μας οδηγήσει στη μετάνοια, στην ελευθερία, στην εμπειρία των αρετών, που θα μεταμορφώσουν τελικά τη χριστιανική μας ζωή τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και τον σύμπαντα κόσμο.
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου
Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου ξεκινά με μια επίκληση στο Θεό, η οποία προέρχεται από τα βάθη της καρδιάς του πονεμένου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου». Με αυτή την επίκληση η αν θέλετε με αυτή την εσωτερική κραυγή συντριβής και αγωνίας ο άνθρωπος δηλώνει τη μηδαμηνότητά του, καταθέτει ενώπιον του «Κυρίου και Δεσπότου» της ζωής του ότι αισθάνεται την αμαρτωλότητά του και την αδυναμία του, ενώ εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δούλο έναντι του Κυρίου του. Έτσι ο Χριστός για τον προσευχόμενο δεν καθίσταται απλά και μόνο ένας Θεός η ένας σπουδαίος άνθρωπος που πέρασε από την ιστορία του κόσμου η ακόμη ένας μεγάλος φιλόσοφος, ο οποίος πραγματοποίησε τεράστιες κοινωνικές τομές και μεταρρυθμίσεις, αλλά ο Χριστός γίνεται ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής του». Από την αρχή, επομένως, της προσευχής αυτής δίδεται το στίγμα του προσευχομένου ανθρώπου, ότι αφενός ανήκει στην Εκκλησία, αφού κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός τον οποίο επικαλείτε, και αφετέρου ότι αποδέχετε την κυριότητα του Χριστού στη ζωή του αποκαλύπτοντας δια της επικλήσεως αυτής την πίστη και την αφοσίωση στη θεότητά Του.
Η αποδοχή του Χριστού ως «Κυρίου και Δεσπότου της ζωής μας» έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους μας κυρίως όμως γι᾽ αυτούς οι οποίοι, έχοντας την τάση της αυτονομίας και αυτοειδωλοποιήσεως, πολλές φορές χωρίζουν την ζωή τους από το Θεό, απομονώνονται και απομακρύνονται, γεγονός που δηλώνει ότι κατ᾽ ουσίαν δεν Τον αναγνωρίζουν ως «Κύριο και Δεσπότη της ζωής τους». Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος, έχοντας τη ροπή του προπατορικού αμαρτήματος, τολμά με θράσσος μέσα στην καθημερινότητά του, να αυτοανακηρύσσεται Θεός για να έχει έτσι την δυνατότητα να γνωρίσει τα πάντα και να γευτεί όλους τους καρπούς, δίχως αναστολές και ηθικούς ενδοιασμούς, αφού «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται».
Δεν χρειάζεται βέβαια πολύς χρόνος για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτή η απομάκρυνση από το Θεό και η προσωπική αυτονόμηση όχι μόνο δεν προσφέρει στον άνθρωπο χαρά και εσωτερική πληρότητα αλλά καταθλιπτικά περιορίζει και συνθλίψει τη ζωή του. Γι᾽ αυτό ο αυτονομημένος και εγωιστής άνθρωπος, ο αυτοθεούμενος και αυτολατρευόμενος καταντά να ζει ανελεύθερα. Οι απολαύσεις του γίνονται πόνος. Οι ηδονές του καταλήγουν σε οδύνες. Οι χαρές του είναι άγευστες. Η ζωή του όλη είναι μια κατάθλιψη χωρίς νόημα και ενθουσιασμό.
Με άνεση κατανοούνται οι παραπάνω αλήθειες εάν προχωρήσουμε στα λόγια της ευχής του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, τα οποία μας παρουσιάζουν ένα σύμπλεγμα παθών, αρνητικών στοιχείων της πνευματικής ζωής, που απομακρύνουν τον άνθρωπο από την οδό του Ευαγγελίου και την εργασία των αρετών του Αγίου Πνεύματος. Σημειώνει, επικαλούμενος τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής του», ο όσιος πατήρ: «Πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως», δηλαδή μη μου δώσεις Κύριε πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας.
Όπως εύκολα διαπιστώνουμε τα πάθη αυτά: η αργία, η περιέργεια, η φιλαρχία, και η αργολογία, είναι πάθη της καρδιάς και όχι του σώματος. Κι αυτό πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα, αποδεχόμενοι ότι το κείμενο της Ευχής του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, καθώς και ολόκληρη η παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δεν δίνει πρωτεύουσα σημασία στα αμαρτήματα της σάρκας, όπως λανθασμένα νομίζουμε, αλλά στα αμαρτήματα της ανθρώπινης καρδιάς. Εκεί δίδονται οι λεπτές πνευματικές μάχες και από τη διάκριση αυτή εξαρτάται το δράμα της απώλειάς μας η η ομορφιά της σωτηρίας μας.
Πνεύμα αργίας
Η πρώτη προς αποφυγή πνευματική ασθένεια που παρουσιάζεται είναι η αργία, η οποία όπως μας διδάσκουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας είναι η πηγή κάθε κακίας και η θύρα από την οποία μπαίνουν οι δαίμονες στην καρδιά του ανθρώπου. Γι᾽ αυτό εν επιγνώσει παρακαλούμε τον Θεό να μην μας δώσει πνεύμα αργίας, που αυτόματα σημαίνει ότι δεν επιθυμούμε να γίνομε άπρακτοι, οκνηροί, νωθροί, αδρανείς η αδιάφοροι.
Η αργία, όπως και κάθε πνευματικό παράπτωμα, μας απομακρύνει από το Θεό, κυρίως όμως συνιστά μια βασική άρνηση της κλήσεώς μας και απόρριψη της ευθύνης μας να διακονήσουμε ως συνδημιουργοί του Θεού. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσίν Του. Επομένως, ο άνθρωπος, επί τη βάσει των προδιαγραφών του, δημιουργεί και εργάζεται όπως τον Δημιουργό Θεό. Ο χριστιανός δεν ζει απλά μέσα στη δημιουργία, αλλά εργάζεται γι᾽ αυτήν, τη φροντίζει και έχει αναλάβει την διαχείρησή της, μια ευθύνη αρκετά υψηλή και επίπονη, παράλληλα όμως και τιμητική εφόσον κανένα άλλο δημιούργημα δεν έχει αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα.
Με αυτά τα δεδομένα αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε παθητικότητα και αδράνεια, κάθε μορφής αργία και αδιαφορία είναι φαινόμενα ξένα προς το πνεύμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και προς το ήθος της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο χριστιανός οφείλει να καταθέτει καθημερινά την μαρτυρία του, που πρέπει να είναι μαρτυρία δυναμική, έμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχική στο δημιουργικό έργο του Θεού. Πόσο δυσάρεστο είναι το γεγονός να επιτρέπουμε η να αποδεχόμαστε ως πρόσωπα αλλά και ως κοινωνία η αργία να γίνεται τρόπος ζωής. Ως πρόσωπα, δυστυχώς, δεν επιθυμούμε να εργαζόμαστε, δεν χαιρόμαστε τη δουλειά, δεν έχουμε τον πόθο να μετέχουμε στην δημιουργία του κόσμου και στην ζωή του πλησίον. Κι αυτό συμβαίνει σε τέτοια βαθμό ώστε το μεγάλο αστικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα είναι το τι θα κάνουμε τις ελεύθερες ώρες μας, γεγονός που δηλώνει ότι ταυτίζουμε τη ζωή μας με την ξεκούραση, την αργία και την απόλαυση.
Από την άλλη πλευρά η καταναλωτική κοινωνία μας έχει την τάση να μειώνει την εργασία, να αυξάνει την απόλαυση, να εξαφανίζει σχεδόν την δημιουργηκότητα του ανθρώπου και το χειρότερο να μεταποιεί τις εορτές της Εκκλησίας μας σε αργίες, που λειτουργούν ως ευκαιρίες ξεκούρασης, εκτόνοσης, διασκέδασης και απόλαυσης. Έτσι με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η Κυριακή και σχεδόν όλες οι εκκλησιαστικές εορτές για πολλούς από τους συνανθρώπους μας έχουν χάσει το σκοπό και το νοημά τους, αφού αργούμε αλλά δεν εορτάζουμε, ξεκουραζόμαστε σωματικά αλλά ασθενούμε πνευματικά. Και βέβαια ο άνθρωπος του Θεού εορτάζει αλλά δεν αργεί γιατί η αργία είναι σημείο απομόνωσης, εγωισμού και εσωστρέφειας ενώ η εορτή είναι κοινωνία με τη χαρά του Θεού, τη χαρά των Αγίων και της Εκκλησίας.
Πνεύμα περιεργείας
Η αργία ως απραξία αναπόφευκτα οδηγεί στην περιέργεια. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια ο Απόστολος Παύλος καυτηριάζει την περίπτωση των γυναικών εκείνων που είχαν περιέργεια σημειώνοντας ότι «και αργαί.... ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα». Είναι σαφές και μόνο από τους λόγους του Αποστόλου ότι η περιέργεια είναι ένα πάθος που εκφράζει την εσωτερική ακαταστασία και αταξία αυτού που το έχει. Γιατί ο περίεργος είναι συνεχώς συγχυσμένος, ανήσυχος και ταραγμένος. Διακατέχεται από επιπολαιότητα, αταξία, ανευθυνότητα, παραμονή στην επιφάνεια των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο περίεργος χάνει την προσοχή του, διασπά και εκδαπανά το νου και την καρδιά του σε αλλότρια και μη σπουδαία πράγματα, με αποτέλεσμα να χάνει την πορεία του προς τον ουρανό, να εκτροχιάζεται από το δρόμο του Ευαγγελίου, να ματαιοπονεί, και να εγκλωβίζει την καρδιά του σε ανούσια και ανώφελα θέματα.
Πέραν τούτων όμως η περιέργεια δηλώνει ότι ως άνθρωποι δεν έχουμε γνώση του εαυτού μας, γι᾽ αυτό με άνεση εγκαταλείπουμε τα δικά μας θέματα, τα προβλήματά μας, τα πάθη μας και τις αμαρτίες μας, τις υποχρεώσεις μας και τις εργασίες μας και με τρόπο αυθάδη και κυνικό εισερχόμαστε στη ζωή των άλλων. Έτσι, το πάθος αυτό της ψυχής μας αιχμαλωτίζει στον πειρασμό της κρίσεως και της κατακρίσεως, του χλευασμού και της γελειοποιήσεως των άλλων, αφού δεν εργαζόμαστε για τους άλλους, αλλά περιεργαζόμαστε τους άλλους.
Πνεύμα φιλαρχίας
Το να εγκαταλείπει κανείς τον εαυτό του και να ασχολείται με αλλοτρια πράγματα είναι καθαρά δείγμα εγωισμού. Για το λόγο αυτό το επόμενο πάθος που παρακαλούμε τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να απαλλαγούμε είναι η φιλαρχία. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας μη μοι δως».
Η φιλαρχία είναι η οίηση, η υπερηφάνεια, η φιλοδοξία για αρχηγία, η δίψα για εξουσία και η αγωνία για καταδυνάστευση. Πρόκειται για ένα πάθος που κυριεύει τον άνθρωπο όταν αυτός χάσει την αυτογνωσία του και την κυριαρχία πάνω στον εαυτό του. Μάλιστα η φιλαρχία συνιστά το αποτέλεσμα των δύο παθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως: της αργίας και της περιεργείας, γιατί οι αργοί και οι περίεργοι επιθυμούν να καλύψουν την ένδειά τους και τα εσωτερικά τους κενά με το να θέλουν να γίνουν φίλαρχοι. Αιχμαλωτίζονται σε μια ζωή που φθείρεται στην αργία και την οκνηρία, ενώ παράλληλα εγκλωβίζονται στην περιέργειά τους για τα θέματα των άλλων κι αυτή η νοσηρή κατάσταση αναπόφευκτα οδηγεί στην απομόνωση, στην ευτέλεια, στην υπερηφάνεια, στον εγωισμό, στην φιλαυτία και στην φιλαρχία.
Η αργία, η περιέργεια και η φιλαρχία κλονίζουν τη σχέση μας με το Θεό και τον πλησίον. Κι όταν αυτή η σχέση διαστρέφεται «τότε αναγκαστικά ωθούμαστε να αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα πρόσωπα των άλλων και στο πρόσωπο του Θεού. Η ζωή μας χωρίς Θεό η δίχως άφθαρτα αγαθά, εκ των πραγμάτων θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική και αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι θα πρέπει να γίνονται τα μέσα για τη δική μας αυτοϊκανοποίηση η φιλοδοξία. Αν ο Θεός δεν είναι ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, τότε το εγώ μας είναι αυτό που θα γίνει ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, το απόλυτο κέντρο του κόσμου μας, το μοναδικό μέτρο όλων των πραγμάτων, με βάση τις δικές μας ανάγκες, ιδέες, επιθυμίες και κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μας αμαρτία στις σχέσεις μας με τους άλλους, αφού συνήθως απαιτούμε την υποταγή των άλλων σε μας».
Ωστόσο, η φιλαρχία συνιστά τελείως διαφορετική έννοια από αυτήν της αρχής. Η φιλαρχία είναι η νοθευμένη και διεστραμμένη μορφή της αρχής. Γιατί η αρχή είναι χάρισμα που προέρχεται από την κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν δημιουργία του ανθρώπου. Κατά την Ορθόδοξη Θεολογία το να άρχουμε είναι διακονία, είναι θυσία είναι προσφορά και ευλογία. Ο άρχων χαίρεται τους καρπούς του πόνου και της θυσίας και όχι τη δόξα του αξιώματός του, ενώ επιδιώκει τη φροντίδα και τη μέριμνα για όλους τους άλλους αγνοώντας την δική του απόλαυση, άνεση και ξεκούραση. Γι᾽ αυτό πολύ σοφά θα σημειώσει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ουκ έστι κακόν το άρχειν, αλλ᾽ η φιλαρχία, ουδέ η δόξα αλλ᾽ η φιλοδοξία και χείρων ταύτης κενοδοξία».
Πνεύμα αργολογίας
Το τελευταίο πνευματικό εμπόδιο που αναφέρεται στην ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η αργολογία. Και αναφέρεται στο τέλος των προς αποφυγήν παθών όχι διότι είναι υποδεέστερο των άλλων αλλά ακριβώς διότι η αργολογία είναι το πιο διαδεδομένο πνευματικό νόσημα των ανρθώπων, ακόμη και των ανθρώπων της Εκκλησίας.
«Αργολογία σημαίνει να φλυαρούμε υπέρμετρα η απεριόριστα, να εκστομίζουμε λέξεις που δεν είναι λόγοι καρδιάς, να λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, ευτράπελους, κατακριτικούς, άσαρκους και ανεύθυνους, χωρίς επίγνωση και σεβασμό στον άνθρωπο και τη ζωή του. Ο λόγος ασφαλώς είναι από τα πιο χαρακτηριστικά θεία χαρίσματα του ανθρώπου, που μπορεί όμως να διαστραφεί και να μεταστραφεί σε τρομακτικό κίνδυνο, σε όπλο καταστροφικό, αφού μπορεί να γίνει συκοφαντία, κατάκριση, ύβρη, βλασφημία, αίρεση κι έτσι να οδηγήσει στην πτώση και την καταδίκη τον άνθρωπο. Ο λόγος όταν δεν χωρίζεται από την θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του είναι λόγος παρακλήσεως, επικλήσεως, ικεσίας, δοξολογίας και ευχαριστίας, όταν όμως χωριστεί από το Θεό τότε μπορεί να καταντήσει λόγος αργός και να γίνει ακριβώς αργολογία».
Οι πατέρες της Εκλκησίας μας και κυρίως οι πατέρες της ασκήσεως όχι μόνο δεν αγαπούσαν την αργολογία αλλά αντιθέτως χρησιμοποιούσαν τον λόγο όταν αυτό που επρόκειτο να πουν ήταν πιο πολύτιμο από τη σιωπή. Γι᾽ αυτό εκείνο που εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι η διδασκαλία των λόγων αλλά η διδασκαλία των έργων, δηλαδή η μαρτυρία της ζωής μας την οποία τόσο έχει ανάγκη η σημερινή κοινωνία μας.
Η παράκληση που απευθύνουμε στο Θεό: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως» προσβλέπει στο να μας εισαγάγει στην εμπειρία και στο βίωμα της Εκκλησίας και όχι στη θεωρία και στο στεγνό συναίσθημα, που δεν αναζωογονούν την ψυχή και δεν μεταμορφώνούν τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό στη συνέχεια της ευχής παρακαλούμε το Θεό, τον «Κύριο και Δεσπότης και Βασιλέα της ζωής μας», να μας χαρίζει «πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης», στοιχεία απαραίτητα για την εν Χριστώ μεταμόρφωση του ανθρώπου.
Πνεύμα σωφροσύνης
Η πρώτη από αυτές τις αρετές που προτείνεται είναι η σωφροσύνη που σημαίνει «να έχει κανείς σώο φρόνημα, σεμνότητα, κοσμιότητα, νηφαλιότητα, σοφία, εγκράτεια, ακεραιότητα, αγνότητα ψυχής και σώματος. Η σωφροσύνη είναι το αντίδοτο της αλογίας, της παραφροσύνης, της αθεΐας, της ακολασίας, της ρυπαρότητας και της αθλιότητας, με τα οποία είναι πλήρης ο οίκος του άφρονος ανθρώπου και δι᾽ αυτού πλήρης ο οίκος της αλόγου κοινωνίας μας».
Ο σημερινός κόσμος φαίνεται να απεχθάνεται την σωφροσύνη, γι᾽ αυτό επιδιώκει μόνο την άνεση, επικροτεί τον πολιτισμό των απολαύσεων, της ευμάρειας και της ευημερίας, επιδιώκει σκανδαλωδώς τις ηδονές της σάρκας και ανέχεται την διαστροφή του καταναλωτισμού. Λείπει παντελώς από τον κόσμο μας η εγκράτεια, η νηστεία, το μέτρο, δηλαδή η σωφροσύνη. Γι᾽ αυτό ο άνθρωπος καλείται δια της επικλήσεως: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου χάρισαί μοι τω δούλω πνεύμα σωφροσύνης», που σημαίνει ότι «καλείται να απαλλαγεί από ακάθαρτους και αισχρούς λογισμούς, από σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος, από κάθε απρεπές βλέμμα και άτακτο γέλιο, από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή». Και τονίζεται ιδιαίτερα η αποχή από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή διότι όπως προαναφέρθηκε η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου έχει να κάνει με την καλλιέργεια του έσω ανθρώπου. Εξάλλου, σωφροσύνη δεν είναι μόνο η αποχή από την πορνεία και τα σαρκικά αμαρτήματα, αλλά η αποχή όλων των κακών επιθυμιών και παθών, όπως είναι η φιλοχρηματία, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η εσωστρέφεια και γενικά όλα τα πάθη που μας απομακρύνουν από το Θεό και μειώνουν την αγάπη μας για τον πλησίον.
Πνεύμα ταπεινοφροσύνης
Για να υπάρξει σωσφροσύνη πρέπει απαραίτητα να υπάρχει ως βάση η ταπεινοφροσύνη και αντίθετα δεν μπορεί να υπάρξει ταπεινοφροσύνη δίχως την προϋπόθεση της σωφροσύνης. Είναι δύο αρετές αλληλένδετες και άμεσα συνδεδεμένες όπως το φως με τη θερμότητα. Όπου υπάρχει φως υπάρχει και θερμότητα και όπου υπάρχει θερμότητα υπάρχει και φως.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η δεύτερη στη σειρά των αρετών που επικαλούμαστε δια της ευχής του Οσίου Εφραίμ: «Πνεύμα δε σωφροσύνης και ταπεινοφροσύνης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Πρόκειται για το αντίθετο της υπερηφανείας, της αλαζονείας, της επάρσεως, της οιήσεως, της κενοδοξίας, της αυτοδικαιώσεως, του εωσφορικού εγωισμού. Η ταπεινοφροσύνη ταυτίζεται με την επίγνωση του εαυτού μας, με το αίσθημα της αμαρτωλότητάς μας, με το ταπεινό φρόνημα, που εκφράζεται και συνοδεύεται από συντριβή και μετάνοια για τα λάθη και τις αμαρτίες μας.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρετή που προσελκύει τη χάρη του Θεού αφού «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Οι πατέρες της Εκκλησίας μας με σαφήνεια μας διδάσκουν ότι ταπεινοφροσύνη δεν είναι απλώς και μόνο η κακουχία του σώματος, την οποία μπορεί να έχουν κάποιοι αλλά παράλληλα να μην είναι ταπεινοί.
Ταπεινοφροσύνη δεν έχει κάποιος όταν από ανάγκη η από συμφέρον ταπεινώνεται, ακόμη δεν είναι ταπεινοφροσύνη το να μεμψημιρεί κανείς με τον εαυτό του νομίζοντας ότι είναι αμαρτωλός, ενώ την ίδια στιγμή επιμένει να είναι αμετανόητος για τις αμαρτίες του και τα λάθη του. Και βέβαια ταπεινοφροσύνη δεν είναι η ταπεινοσχημία, δηλαδή το να υποδύεται κανείς την ταπείνωση. Η ταπεινοφροσύνη είναι φρόνημα καρδιακό, που σημαίνει ότι ο ταπεινός άνθρωπος αναγνωρίζει τις αρετές του και τα χαρίσματά του και τα ανάγει στο Θεό παράλληλα όμως αντιλαβμάνεται τις αδυναμίες του και τα λάθη του τα οποία δίχως καμιά δυσκολία αποδίδει στον εαυτό του.
Πνεύμα υπομονής
Καρπός της ταπεινοφροσύνης είναι η υπομονή γιατί αν δεν έχεις ταπεινοφροσύνη δεν μπορείς να υπομείνεις, να μείνεις ατάραχος και σταθερός, να ελέγχξεις τις δυνάμεις σου αλλά και τις αδυναμίες σου. Ο υπομένων είναι αυτός που καρτερικά αφήνεται στο Θεό και αναμένει να έρθει η ώρα του Θεού για να εκπληρωθεί το θέλημά Του, που είναι προς το συμφέρον της ψυχής του. Κι η ώρα αυτή του Θεού μπορεί να καθυστερήσει και να χρειαστεί πολλή υπομονή.
Με άνεση κατανοείται αυτή η μεγάλη αλήθεια αν μάλιστα θυμηθούμε την περίπτωση του παραλύτου της Βηθεσδά, ο οποίος για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια υπέμεινε το σταυρό της δοκιμασίας του. Όμως μετά από τόσα χρόνια υπομονής έφτασε η ώρα του Θεού. Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου παρακαλεί τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να μας χαρίσει, μετά από την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή. Γιατί η υπομονή είναι η δύναμη που θα βοηθήσει τον καθένα από μας να αναμένει καρτερικά την ώρα του Θεού η οποία μπορεί να είναι μετά από τριανταοκτώ χρόνια όπως συναίβει στον Παράλυτο, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι τώρα, αλλά μπορεί να είναι και πέντα λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σ᾽ αυτόν τον κόσμο.
Εξάλλου όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπερία ότι η υπομονή δοκιμάζεται στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής, στις ασθένειες, στον καρκίνο, στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, σε κάθε στιγμή που καλούμαστε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να ακολουθήσουμε το δρόμο του Θεού που είναι σταυρικός, στενός, ενδεχομένως τεθλιμένος και σίγουρα όχι άνετος.
Πνεύμα αγάπης
Η υπομονή οικοδομεί. Είναι στοιχείο καλής επικοινωνίας, συμβάλει στην προαγωγή των ανθρωπίνων σχέσεων κυρίως όμως ενισχύει το σύνδεσμο της αγάπης. Οι αρετές για τις οποίες ήδη αναφερθήκαμε κορυφώνονται και τελειώνονται με την αγάπη που είναι η τελευταία στην επίκληση του Οσίου Εφραίμ. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος της πνευματικής ζωής. Χωρίς αυτήν ο αγώνας μας είναι ατελής, δεν επιφέρει καρπούς πνευματικούς.
Η αγάπη είναι το τελευταίο χάρισμα που ζητά ο πιστός αλλά ουσιαστικά επειδή αυτή αποτελεί το επιστέγασμα των αρετών έρχεται στο τέλος για να κατανοήσουμε προσευχητικά ότι όλες οι αρετές είναι χριστιανικές και καρποφόρες ανάλογα με το βαθμό που μετέχουν και εκφράζουν την αγάπη.
Κύριο γνώρισμά της είναι η άνευ όρων θυσία του ενός για τον άλλο. Θυσία σε τέτοιο βαθμό που μόνο ο θάνατος μπορεί να περιορίσει. Ακόμη και το πρόσωπο του εχθρού πρέπει να αγαπήσουμε, αφού ο αγαπών άνθρωπος παραιτήται από κάθε δικαίωμα και κάθε διεκδίκηση και αξίωση για τον εαυτό του. Στην ασκητική φιλοσοφία η διεκδίκηση του δικαιώματος μας χωρίζει από το Θεό και μας εγκλωβίζει στον εαυτό μας γιατί αποτελεί έκφραση εγωισμού. Και βέβαια εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος που διεκδικεί μετά μανίας τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, στο βάθος αγωνίζεται για την ανισότητα. Έτσι παρατηρούμε ότι οι ισχυροί της Γης σήμερα μιλούν για ισότητα, ευημερία και ειρήνη αλλά από την άλλη ανέχονται η στη χειρότερη περίπτωση οι ίδιοι δημιουργούν την ένδοια, την φτώχεια, την πείνα, το ρατσισμό, την σπατάλη, τον πόλεμο, τον καπιταλισμό και τον πλουτισμό. Μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη με τη θυσία των άλλων αλλά όχι τη δική τους.
Τίποτε δεν υπάρχει στην Εκκλησία και στη Θεολογία που να μην πηγάζει από την αγάπη. Ο Θεός κυρίως και πρωτίστως είναι αγάπη. Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού δηλώνει την κενωτική Του αγάπη για τον άνθρωπο. Ο σταυρός είναι δείγμα θυσιαστικής αγάπης. Η ύπαρξη και η σύσταση της Εκκλησίας μας είναι δείγμα προνοητικής αγάπης. Η κάθοδος του Παναγίου Πνεύματος δηλώνει την χαρισματική αγάπη του Θεού στον κόσμο και στον άνθρωπο.
Εμείς αγιαζόμαστε και σωζόμαστε κατά χάριν μόνο όταν μετέχουμε στην αγάπη του Θεού, η οποία πρέπει να τονίσουμε δεν συνιστά ένα ιδίωμα η μια ενέργεια του Θεού αλλά το Είναι Του. Γι᾽ αυτό η Ευαγγελική αγάπη συνίσταται στο να δίνεις κυρίως τον εαυτό σου στον άλλο. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και προσθέτει παρακάτω ότι «μείζονα ταύτης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Η αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει στην απομόνωση αλλά προϋποθέτει τον άλλο, τον πλησίον. Κι όποιος αγαπά προσλαμβάνει τον πλησίον, ενστερνίζεται τη ζωή του και δίνει αυτό που είναι και όχι αυτό που έχει.
Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου
Για να αποκτήσει κάποιος την αγάπη πρέπει να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του εις βάθος και να σταματήσει να ασχολείται με τους άλλους. «Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου» είναι το τελευταίο μέρος των ικεσιών προς το Θεό της προσευχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η αναφορά αυτή είναι μία έμεση νύξη για μετάνοια και συγχώρηση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η ευχή του Αγίου Εφραίμ, ακούγεται για πρώτη φορά στον Κατανυκτικό Εσπερινό, την Κυριακή της Τυρινής, που είναι γνωστή σε όλους τους χριστιανιούς ως η Κυριακή της συγχώρησης.
Είναι σαφές ότι η στροφή στον εαυτό μας η οποία πραγματοποιείται με την όραση των εμών πταισμάτων, αποτελεί την αρχή της σωτηρίας, γιατί βλέποντας τον πραγματικό μας εαυτό που είναι αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και αδυναμίες, συνειδητοποιούμε ότι το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι το έλεος και η φιλανθρωπία του Θεού. Όποιος αγνοεί τα δικά του σφάλματα είναι τυφλός πνευματικά. Οποιος κατακρίνει τον αδελφό του σημαίνει πως βλέπει μόνο τα σφάλματα του πλησίον και όχι τα δικά του και επομένως έχει φρόνημα φαρισαϊκό. Ακόμη κι αν διαπιστώνουμε λάθη και αδυναμίες στον άλλο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο πλησίον δεν είναι ο άγνωστος, ο ξένος, ο εχθρός, ο αντίδικος αλλά ο αδελφός μας, ο φίλος μας. Είναι η χαρά μας. Ο πλησίον είναι το μέσο για να δούμε το Θεό και να γευτούμε την τρυφή του Παραδείσου. Η κρίση και η κατάκριση εκφράζουν εωσφορικό εγωισμό και εσωτερική ακαταστασία. Είναι δείγμα αυθάδειας και ελειψης σεβασμού προς το Δημιουργό, αφού εμείς επιχειρούμε να οικειοποιηθούμε το έργο της κρίσεως που ανήκει στο Θεό, ένα έργο το οποίο γίνεται εγκληματικό όταν περιορίζεται στα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Γιατί ο Θεός είναι μεν κριτής, αλλα στην κρίση Του υπερισχύει η αγαθότητα και όχι η δικαιοσύνη.
Κατά συνέπεια το βάρος σύμφωνα με τον συγγραφέα της ευχής πέφτει στο να βλέπουμε τα δικά μας πταίσματα και όχι του πλησίον που είναι ο αδελφός μας. Πρωταρχικό και επείγον είναι να αποκτήσουμε επίγνωση και αυτομεμψία, να αποκτήσουμε την ευλογημένη αρετή του αυτοελέγχου των αδυναμιών και αμαρτιών μας. Είναι σωτήριο να μην κατακρίνουμε. Ακόμη και αν με τα ίδια μας τα μάτια δούμε κάποιον να αμαρτάνει ας μην τον καταδικάσουμε αλλά ας καλύψουμε στοργικά και σιωπηλά το σφάλμα του αδελφού μας. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η αναφορά του Γεροντικού: «Έλεγον περί του Αββά Μακαρίου ότι γέγονε θεός επίγειος, ότι ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακάριος, σκεπάζειν τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων».
Ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων
Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής θα ακούγεται καθημερινά στους Ορθόδοξους ναούς μας πολλοί δε από μας θα την ψελλίζουν με το στόμα και θα την αισθάνονται με την καρδιά τους. Η ευχή αυτή εκφράζει το ασκητικό φρόνημα που πρέπει να έχουμε αυτή την περίοδο και περικλείει το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας μας. Θα πορευθούμε μέχρι τη Ανάσταση έχοντας συντροφιά αυτή την ευχή και καθημερινά θα παρακαλούμε το Θεό να μας ελεήσει με την απαλλαγή των παθών και να μας ευλογήσει με τη δωρεά των αρετών.
Η ευχή ολοκληρώνεται με την προσφορά της ευχαριστίας προς τον Θεό: «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων». Και είναι σα να λέει ο Όσιος Εφραίμ: μετά την ικεσία μου να απαλλαγώ από τα πάθη της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας και της αργολογίας, μετά από τη θερμή μου παράκληση να βιώσω το υπόλοιπο της ζωής μου με σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη, και όταν τελικά καταφέρω να έλθω εις εαυτόν και αρχίσω να βλέπω τα εμά πταίσματα δίχως να κατακρίνω τον αδελφό μου, τότε θα είμαι έτοιμος εν ευγνωμοσύνη πολλή να ευχαριστήσω και να δοξολογήσω το Θεό λέγοντας «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων».
Ο Χριστός είναι ο Κύριος και Δεσπότης και Βασιλεύς της ζωής μας, είναι όμως και «ο ευλογητός των αιώνων». Κι αυτό είναι σημαντικό διότι για να φτάσει κάποιος να χαρακτηρίζει έτσι το Θεό σημαίνει ότι έχει αρχίσει την πνευματική του εργασία και πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας για τα πλήθη των πεπραγμένων του δεινών. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ευχή αρχίζει αλλά και τελειώνει με το όνομα του Θεού. Έτσι και ο κάθε πιστός αρχίζει την εν επιγνώσει πορεία του προς το Θεό, με το Θεό, ο οποίος αποτελεί έκφραση της βεβαιότητας και ελπίδα για τη σωτηρία του.
Τον Θεό φωνάζουμε, Αυτόν ποθούμε, επιθυμούμε να μας αποκαλυφθεί, προσβλέπουμε να γίνει ο ελευθερωτής μας, παρακαλούμε να πλουτίσει τη φτώχεια μας και να μας γεμίσει με χαρά ανεξάντλητη, όπως είναι η χαρά της Αναστάσεως, γιατί Αυτός είναι «ο ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων».
Αμήν.
Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη
Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας
Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι περίοδος μεταμόρφωσης. Ο άνθρωπος αγωνίζεται καθημερινά «τον καλόν αγώνα», που αποβλέπει στην αλλαγή, στην ολοκληρωτική πνευματική αλλοίωση των αισθήσεων, των επιθυμιών των αναγκών και της σάρκας. Μέσα από μια θαυμάσια, άνετη, ειρηνική, μυσταγωγική και προσευχητική διαδικασία όλα μεταμορφώνονται κατά την περιόδο αυτή. Γι᾽ αυτό ο καιρός του κατανυκτικού Τριωδίου, «καιρός ευπρόσδεκτος καιρός μετανοίας», είναι ξεχωριστός, γίνεται για όλους μας «ο ευλογημένος καιρός» μέσα στην τραγικότητα της ιστορίας μας, αφού αναζητούμε το άλλο, το διαφορετικό από αυτό που επαγγέλεται ο κόσμος, αφού καλλούμαστε να χορτάσουμε πνευματικά, ενώ θα πεινούμε σωματικά, αφού αισθανόμαστε το άπειρο έλεος του Θεού, ο οποίος εκουσίως πορεύεται προς τη σταύρωση, αφού τέλος, προσπαθούμε να γίνουμε κοινωνοί της χαράς της Αναστάσεως και της ωραιότητας Χριστού και Εκκλησίας. Μιας ωραιότητας μοναδικής και ανεπανάληπτης που βιώνεται μόνο όταν υπάρχει το πνεύμα και το ήθος της Σαρακοστής, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πόθος ψυχής δρυμίς και αφόρητος» για το Νυμφίο της Εκκλησίας μας Ιησού Χριστό.
Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου που επανειλημμένα θα ακούγεται την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται ως η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γιατί ακριβώς συνοψίζει όλο το πνεύμα και το ήθος αυτής της περιόδου, που είναι ασκητικό και προσευχητικό.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθίσταται στάδιο αγώνα προσωπικού και η ευχή του Οσίου Εφραίμ αποτελεί ένα κανόνα ελέγχου, ένα μέτρο αξιολόγησης του προσωπικού μας αγώνα, ο οποίος αποβλέπει στο να μας απελευθερώσει από κάποιες βασικές πνευματικές ασθένειες, που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους, ενώ προσδοκά να μας οδηγήσει στη μετάνοια, στην ελευθερία, στην εμπειρία των αρετών, που θα μεταμορφώσουν τελικά τη χριστιανική μας ζωή τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και τον σύμπαντα κόσμο.
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου
Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου ξεκινά με μια επίκληση στο Θεό, η οποία προέρχεται από τα βάθη της καρδιάς του πονεμένου και ταλαιπωρημένου ανθρώπου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου». Με αυτή την επίκληση η αν θέλετε με αυτή την εσωτερική κραυγή συντριβής και αγωνίας ο άνθρωπος δηλώνει τη μηδαμηνότητά του, καταθέτει ενώπιον του «Κυρίου και Δεσπότου» της ζωής του ότι αισθάνεται την αμαρτωλότητά του και την αδυναμία του, ενώ εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δούλο έναντι του Κυρίου του. Έτσι ο Χριστός για τον προσευχόμενο δεν καθίσταται απλά και μόνο ένας Θεός η ένας σπουδαίος άνθρωπος που πέρασε από την ιστορία του κόσμου η ακόμη ένας μεγάλος φιλόσοφος, ο οποίος πραγματοποίησε τεράστιες κοινωνικές τομές και μεταρρυθμίσεις, αλλά ο Χριστός γίνεται ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής του». Από την αρχή, επομένως, της προσευχής αυτής δίδεται το στίγμα του προσευχομένου ανθρώπου, ότι αφενός ανήκει στην Εκκλησία, αφού κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός τον οποίο επικαλείτε, και αφετέρου ότι αποδέχετε την κυριότητα του Χριστού στη ζωή του αποκαλύπτοντας δια της επικλήσεως αυτής την πίστη και την αφοσίωση στη θεότητά Του.
Η αποδοχή του Χριστού ως «Κυρίου και Δεσπότου της ζωής μας» έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους μας κυρίως όμως γι᾽ αυτούς οι οποίοι, έχοντας την τάση της αυτονομίας και αυτοειδωλοποιήσεως, πολλές φορές χωρίζουν την ζωή τους από το Θεό, απομονώνονται και απομακρύνονται, γεγονός που δηλώνει ότι κατ᾽ ουσίαν δεν Τον αναγνωρίζουν ως «Κύριο και Δεσπότη της ζωής τους». Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος, έχοντας τη ροπή του προπατορικού αμαρτήματος, τολμά με θράσσος μέσα στην καθημερινότητά του, να αυτοανακηρύσσεται Θεός για να έχει έτσι την δυνατότητα να γνωρίσει τα πάντα και να γευτεί όλους τους καρπούς, δίχως αναστολές και ηθικούς ενδοιασμούς, αφού «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται».
Δεν χρειάζεται βέβαια πολύς χρόνος για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτή η απομάκρυνση από το Θεό και η προσωπική αυτονόμηση όχι μόνο δεν προσφέρει στον άνθρωπο χαρά και εσωτερική πληρότητα αλλά καταθλιπτικά περιορίζει και συνθλίψει τη ζωή του. Γι᾽ αυτό ο αυτονομημένος και εγωιστής άνθρωπος, ο αυτοθεούμενος και αυτολατρευόμενος καταντά να ζει ανελεύθερα. Οι απολαύσεις του γίνονται πόνος. Οι ηδονές του καταλήγουν σε οδύνες. Οι χαρές του είναι άγευστες. Η ζωή του όλη είναι μια κατάθλιψη χωρίς νόημα και ενθουσιασμό.
Με άνεση κατανοούνται οι παραπάνω αλήθειες εάν προχωρήσουμε στα λόγια της ευχής του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, τα οποία μας παρουσιάζουν ένα σύμπλεγμα παθών, αρνητικών στοιχείων της πνευματικής ζωής, που απομακρύνουν τον άνθρωπο από την οδό του Ευαγγελίου και την εργασία των αρετών του Αγίου Πνεύματος. Σημειώνει, επικαλούμενος τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής του», ο όσιος πατήρ: «Πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως», δηλαδή μη μου δώσεις Κύριε πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας.
Όπως εύκολα διαπιστώνουμε τα πάθη αυτά: η αργία, η περιέργεια, η φιλαρχία, και η αργολογία, είναι πάθη της καρδιάς και όχι του σώματος. Κι αυτό πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα, αποδεχόμενοι ότι το κείμενο της Ευχής του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, καθώς και ολόκληρη η παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, δεν δίνει πρωτεύουσα σημασία στα αμαρτήματα της σάρκας, όπως λανθασμένα νομίζουμε, αλλά στα αμαρτήματα της ανθρώπινης καρδιάς. Εκεί δίδονται οι λεπτές πνευματικές μάχες και από τη διάκριση αυτή εξαρτάται το δράμα της απώλειάς μας η η ομορφιά της σωτηρίας μας.
Πνεύμα αργίας
Η πρώτη προς αποφυγή πνευματική ασθένεια που παρουσιάζεται είναι η αργία, η οποία όπως μας διδάσκουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας είναι η πηγή κάθε κακίας και η θύρα από την οποία μπαίνουν οι δαίμονες στην καρδιά του ανθρώπου. Γι᾽ αυτό εν επιγνώσει παρακαλούμε τον Θεό να μην μας δώσει πνεύμα αργίας, που αυτόματα σημαίνει ότι δεν επιθυμούμε να γίνομε άπρακτοι, οκνηροί, νωθροί, αδρανείς η αδιάφοροι.
Η αργία, όπως και κάθε πνευματικό παράπτωμα, μας απομακρύνει από το Θεό, κυρίως όμως συνιστά μια βασική άρνηση της κλήσεώς μας και απόρριψη της ευθύνης μας να διακονήσουμε ως συνδημιουργοί του Θεού. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσίν Του. Επομένως, ο άνθρωπος, επί τη βάσει των προδιαγραφών του, δημιουργεί και εργάζεται όπως τον Δημιουργό Θεό. Ο χριστιανός δεν ζει απλά μέσα στη δημιουργία, αλλά εργάζεται γι᾽ αυτήν, τη φροντίζει και έχει αναλάβει την διαχείρησή της, μια ευθύνη αρκετά υψηλή και επίπονη, παράλληλα όμως και τιμητική εφόσον κανένα άλλο δημιούργημα δεν έχει αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα.
Με αυτά τα δεδομένα αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε παθητικότητα και αδράνεια, κάθε μορφής αργία και αδιαφορία είναι φαινόμενα ξένα προς το πνεύμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και προς το ήθος της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο χριστιανός οφείλει να καταθέτει καθημερινά την μαρτυρία του, που πρέπει να είναι μαρτυρία δυναμική, έμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχική στο δημιουργικό έργο του Θεού. Πόσο δυσάρεστο είναι το γεγονός να επιτρέπουμε η να αποδεχόμαστε ως πρόσωπα αλλά και ως κοινωνία η αργία να γίνεται τρόπος ζωής. Ως πρόσωπα, δυστυχώς, δεν επιθυμούμε να εργαζόμαστε, δεν χαιρόμαστε τη δουλειά, δεν έχουμε τον πόθο να μετέχουμε στην δημιουργία του κόσμου και στην ζωή του πλησίον. Κι αυτό συμβαίνει σε τέτοια βαθμό ώστε το μεγάλο αστικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα είναι το τι θα κάνουμε τις ελεύθερες ώρες μας, γεγονός που δηλώνει ότι ταυτίζουμε τη ζωή μας με την ξεκούραση, την αργία και την απόλαυση.
Από την άλλη πλευρά η καταναλωτική κοινωνία μας έχει την τάση να μειώνει την εργασία, να αυξάνει την απόλαυση, να εξαφανίζει σχεδόν την δημιουργηκότητα του ανθρώπου και το χειρότερο να μεταποιεί τις εορτές της Εκκλησίας μας σε αργίες, που λειτουργούν ως ευκαιρίες ξεκούρασης, εκτόνοσης, διασκέδασης και απόλαυσης. Έτσι με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η Κυριακή και σχεδόν όλες οι εκκλησιαστικές εορτές για πολλούς από τους συνανθρώπους μας έχουν χάσει το σκοπό και το νοημά τους, αφού αργούμε αλλά δεν εορτάζουμε, ξεκουραζόμαστε σωματικά αλλά ασθενούμε πνευματικά. Και βέβαια ο άνθρωπος του Θεού εορτάζει αλλά δεν αργεί γιατί η αργία είναι σημείο απομόνωσης, εγωισμού και εσωστρέφειας ενώ η εορτή είναι κοινωνία με τη χαρά του Θεού, τη χαρά των Αγίων και της Εκκλησίας.
Πνεύμα περιεργείας
Η αργία ως απραξία αναπόφευκτα οδηγεί στην περιέργεια. Ήδη από τα αποστολικά χρόνια ο Απόστολος Παύλος καυτηριάζει την περίπτωση των γυναικών εκείνων που είχαν περιέργεια σημειώνοντας ότι «και αργαί.... ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα». Είναι σαφές και μόνο από τους λόγους του Αποστόλου ότι η περιέργεια είναι ένα πάθος που εκφράζει την εσωτερική ακαταστασία και αταξία αυτού που το έχει. Γιατί ο περίεργος είναι συνεχώς συγχυσμένος, ανήσυχος και ταραγμένος. Διακατέχεται από επιπολαιότητα, αταξία, ανευθυνότητα, παραμονή στην επιφάνεια των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο περίεργος χάνει την προσοχή του, διασπά και εκδαπανά το νου και την καρδιά του σε αλλότρια και μη σπουδαία πράγματα, με αποτέλεσμα να χάνει την πορεία του προς τον ουρανό, να εκτροχιάζεται από το δρόμο του Ευαγγελίου, να ματαιοπονεί, και να εγκλωβίζει την καρδιά του σε ανούσια και ανώφελα θέματα.
Πέραν τούτων όμως η περιέργεια δηλώνει ότι ως άνθρωποι δεν έχουμε γνώση του εαυτού μας, γι᾽ αυτό με άνεση εγκαταλείπουμε τα δικά μας θέματα, τα προβλήματά μας, τα πάθη μας και τις αμαρτίες μας, τις υποχρεώσεις μας και τις εργασίες μας και με τρόπο αυθάδη και κυνικό εισερχόμαστε στη ζωή των άλλων. Έτσι, το πάθος αυτό της ψυχής μας αιχμαλωτίζει στον πειρασμό της κρίσεως και της κατακρίσεως, του χλευασμού και της γελειοποιήσεως των άλλων, αφού δεν εργαζόμαστε για τους άλλους, αλλά περιεργαζόμαστε τους άλλους.
Πνεύμα φιλαρχίας
Το να εγκαταλείπει κανείς τον εαυτό του και να ασχολείται με αλλοτρια πράγματα είναι καθαρά δείγμα εγωισμού. Για το λόγο αυτό το επόμενο πάθος που παρακαλούμε τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να απαλλαγούμε είναι η φιλαρχία. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας μη μοι δως».
Η φιλαρχία είναι η οίηση, η υπερηφάνεια, η φιλοδοξία για αρχηγία, η δίψα για εξουσία και η αγωνία για καταδυνάστευση. Πρόκειται για ένα πάθος που κυριεύει τον άνθρωπο όταν αυτός χάσει την αυτογνωσία του και την κυριαρχία πάνω στον εαυτό του. Μάλιστα η φιλαρχία συνιστά το αποτέλεσμα των δύο παθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως: της αργίας και της περιεργείας, γιατί οι αργοί και οι περίεργοι επιθυμούν να καλύψουν την ένδειά τους και τα εσωτερικά τους κενά με το να θέλουν να γίνουν φίλαρχοι. Αιχμαλωτίζονται σε μια ζωή που φθείρεται στην αργία και την οκνηρία, ενώ παράλληλα εγκλωβίζονται στην περιέργειά τους για τα θέματα των άλλων κι αυτή η νοσηρή κατάσταση αναπόφευκτα οδηγεί στην απομόνωση, στην ευτέλεια, στην υπερηφάνεια, στον εγωισμό, στην φιλαυτία και στην φιλαρχία.
Η αργία, η περιέργεια και η φιλαρχία κλονίζουν τη σχέση μας με το Θεό και τον πλησίον. Κι όταν αυτή η σχέση διαστρέφεται «τότε αναγκαστικά ωθούμαστε να αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα πρόσωπα των άλλων και στο πρόσωπο του Θεού. Η ζωή μας χωρίς Θεό η δίχως άφθαρτα αγαθά, εκ των πραγμάτων θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική και αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι θα πρέπει να γίνονται τα μέσα για τη δική μας αυτοϊκανοποίηση η φιλοδοξία. Αν ο Θεός δεν είναι ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, τότε το εγώ μας είναι αυτό που θα γίνει ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μας, το απόλυτο κέντρο του κόσμου μας, το μοναδικό μέτρο όλων των πραγμάτων, με βάση τις δικές μας ανάγκες, ιδέες, επιθυμίες και κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μας αμαρτία στις σχέσεις μας με τους άλλους, αφού συνήθως απαιτούμε την υποταγή των άλλων σε μας».
Ωστόσο, η φιλαρχία συνιστά τελείως διαφορετική έννοια από αυτήν της αρχής. Η φιλαρχία είναι η νοθευμένη και διεστραμμένη μορφή της αρχής. Γιατί η αρχή είναι χάρισμα που προέρχεται από την κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν δημιουργία του ανθρώπου. Κατά την Ορθόδοξη Θεολογία το να άρχουμε είναι διακονία, είναι θυσία είναι προσφορά και ευλογία. Ο άρχων χαίρεται τους καρπούς του πόνου και της θυσίας και όχι τη δόξα του αξιώματός του, ενώ επιδιώκει τη φροντίδα και τη μέριμνα για όλους τους άλλους αγνοώντας την δική του απόλαυση, άνεση και ξεκούραση. Γι᾽ αυτό πολύ σοφά θα σημειώσει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ουκ έστι κακόν το άρχειν, αλλ᾽ η φιλαρχία, ουδέ η δόξα αλλ᾽ η φιλοδοξία και χείρων ταύτης κενοδοξία».
Πνεύμα αργολογίας
Το τελευταίο πνευματικό εμπόδιο που αναφέρεται στην ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η αργολογία. Και αναφέρεται στο τέλος των προς αποφυγήν παθών όχι διότι είναι υποδεέστερο των άλλων αλλά ακριβώς διότι η αργολογία είναι το πιο διαδεδομένο πνευματικό νόσημα των ανρθώπων, ακόμη και των ανθρώπων της Εκκλησίας.
«Αργολογία σημαίνει να φλυαρούμε υπέρμετρα η απεριόριστα, να εκστομίζουμε λέξεις που δεν είναι λόγοι καρδιάς, να λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, ευτράπελους, κατακριτικούς, άσαρκους και ανεύθυνους, χωρίς επίγνωση και σεβασμό στον άνθρωπο και τη ζωή του. Ο λόγος ασφαλώς είναι από τα πιο χαρακτηριστικά θεία χαρίσματα του ανθρώπου, που μπορεί όμως να διαστραφεί και να μεταστραφεί σε τρομακτικό κίνδυνο, σε όπλο καταστροφικό, αφού μπορεί να γίνει συκοφαντία, κατάκριση, ύβρη, βλασφημία, αίρεση κι έτσι να οδηγήσει στην πτώση και την καταδίκη τον άνθρωπο. Ο λόγος όταν δεν χωρίζεται από την θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του είναι λόγος παρακλήσεως, επικλήσεως, ικεσίας, δοξολογίας και ευχαριστίας, όταν όμως χωριστεί από το Θεό τότε μπορεί να καταντήσει λόγος αργός και να γίνει ακριβώς αργολογία».
Οι πατέρες της Εκλκησίας μας και κυρίως οι πατέρες της ασκήσεως όχι μόνο δεν αγαπούσαν την αργολογία αλλά αντιθέτως χρησιμοποιούσαν τον λόγο όταν αυτό που επρόκειτο να πουν ήταν πιο πολύτιμο από τη σιωπή. Γι᾽ αυτό εκείνο που εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι η διδασκαλία των λόγων αλλά η διδασκαλία των έργων, δηλαδή η μαρτυρία της ζωής μας την οποία τόσο έχει ανάγκη η σημερινή κοινωνία μας.
Η παράκληση που απευθύνουμε στο Θεό: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως» προσβλέπει στο να μας εισαγάγει στην εμπειρία και στο βίωμα της Εκκλησίας και όχι στη θεωρία και στο στεγνό συναίσθημα, που δεν αναζωογονούν την ψυχή και δεν μεταμορφώνούν τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό στη συνέχεια της ευχής παρακαλούμε το Θεό, τον «Κύριο και Δεσπότης και Βασιλέα της ζωής μας», να μας χαρίζει «πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης», στοιχεία απαραίτητα για την εν Χριστώ μεταμόρφωση του ανθρώπου.
Πνεύμα σωφροσύνης
Η πρώτη από αυτές τις αρετές που προτείνεται είναι η σωφροσύνη που σημαίνει «να έχει κανείς σώο φρόνημα, σεμνότητα, κοσμιότητα, νηφαλιότητα, σοφία, εγκράτεια, ακεραιότητα, αγνότητα ψυχής και σώματος. Η σωφροσύνη είναι το αντίδοτο της αλογίας, της παραφροσύνης, της αθεΐας, της ακολασίας, της ρυπαρότητας και της αθλιότητας, με τα οποία είναι πλήρης ο οίκος του άφρονος ανθρώπου και δι᾽ αυτού πλήρης ο οίκος της αλόγου κοινωνίας μας».
Ο σημερινός κόσμος φαίνεται να απεχθάνεται την σωφροσύνη, γι᾽ αυτό επιδιώκει μόνο την άνεση, επικροτεί τον πολιτισμό των απολαύσεων, της ευμάρειας και της ευημερίας, επιδιώκει σκανδαλωδώς τις ηδονές της σάρκας και ανέχεται την διαστροφή του καταναλωτισμού. Λείπει παντελώς από τον κόσμο μας η εγκράτεια, η νηστεία, το μέτρο, δηλαδή η σωφροσύνη. Γι᾽ αυτό ο άνθρωπος καλείται δια της επικλήσεως: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου χάρισαί μοι τω δούλω πνεύμα σωφροσύνης», που σημαίνει ότι «καλείται να απαλλαγεί από ακάθαρτους και αισχρούς λογισμούς, από σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος, από κάθε απρεπές βλέμμα και άτακτο γέλιο, από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή». Και τονίζεται ιδιαίτερα η αποχή από κάθε ακολασία και αφροσύνη καρδιακή διότι όπως προαναφέρθηκε η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου έχει να κάνει με την καλλιέργεια του έσω ανθρώπου. Εξάλλου, σωφροσύνη δεν είναι μόνο η αποχή από την πορνεία και τα σαρκικά αμαρτήματα, αλλά η αποχή όλων των κακών επιθυμιών και παθών, όπως είναι η φιλοχρηματία, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η εσωστρέφεια και γενικά όλα τα πάθη που μας απομακρύνουν από το Θεό και μειώνουν την αγάπη μας για τον πλησίον.
Πνεύμα ταπεινοφροσύνης
Για να υπάρξει σωσφροσύνη πρέπει απαραίτητα να υπάρχει ως βάση η ταπεινοφροσύνη και αντίθετα δεν μπορεί να υπάρξει ταπεινοφροσύνη δίχως την προϋπόθεση της σωφροσύνης. Είναι δύο αρετές αλληλένδετες και άμεσα συνδεδεμένες όπως το φως με τη θερμότητα. Όπου υπάρχει φως υπάρχει και θερμότητα και όπου υπάρχει θερμότητα υπάρχει και φως.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η δεύτερη στη σειρά των αρετών που επικαλούμαστε δια της ευχής του Οσίου Εφραίμ: «Πνεύμα δε σωφροσύνης και ταπεινοφροσύνης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Πρόκειται για το αντίθετο της υπερηφανείας, της αλαζονείας, της επάρσεως, της οιήσεως, της κενοδοξίας, της αυτοδικαιώσεως, του εωσφορικού εγωισμού. Η ταπεινοφροσύνη ταυτίζεται με την επίγνωση του εαυτού μας, με το αίσθημα της αμαρτωλότητάς μας, με το ταπεινό φρόνημα, που εκφράζεται και συνοδεύεται από συντριβή και μετάνοια για τα λάθη και τις αμαρτίες μας.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρετή που προσελκύει τη χάρη του Θεού αφού «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Οι πατέρες της Εκκλησίας μας με σαφήνεια μας διδάσκουν ότι ταπεινοφροσύνη δεν είναι απλώς και μόνο η κακουχία του σώματος, την οποία μπορεί να έχουν κάποιοι αλλά παράλληλα να μην είναι ταπεινοί.
Ταπεινοφροσύνη δεν έχει κάποιος όταν από ανάγκη η από συμφέρον ταπεινώνεται, ακόμη δεν είναι ταπεινοφροσύνη το να μεμψημιρεί κανείς με τον εαυτό του νομίζοντας ότι είναι αμαρτωλός, ενώ την ίδια στιγμή επιμένει να είναι αμετανόητος για τις αμαρτίες του και τα λάθη του. Και βέβαια ταπεινοφροσύνη δεν είναι η ταπεινοσχημία, δηλαδή το να υποδύεται κανείς την ταπείνωση. Η ταπεινοφροσύνη είναι φρόνημα καρδιακό, που σημαίνει ότι ο ταπεινός άνθρωπος αναγνωρίζει τις αρετές του και τα χαρίσματά του και τα ανάγει στο Θεό παράλληλα όμως αντιλαβμάνεται τις αδυναμίες του και τα λάθη του τα οποία δίχως καμιά δυσκολία αποδίδει στον εαυτό του.
Πνεύμα υπομονής
Καρπός της ταπεινοφροσύνης είναι η υπομονή γιατί αν δεν έχεις ταπεινοφροσύνη δεν μπορείς να υπομείνεις, να μείνεις ατάραχος και σταθερός, να ελέγχξεις τις δυνάμεις σου αλλά και τις αδυναμίες σου. Ο υπομένων είναι αυτός που καρτερικά αφήνεται στο Θεό και αναμένει να έρθει η ώρα του Θεού για να εκπληρωθεί το θέλημά Του, που είναι προς το συμφέρον της ψυχής του. Κι η ώρα αυτή του Θεού μπορεί να καθυστερήσει και να χρειαστεί πολλή υπομονή.
Με άνεση κατανοείται αυτή η μεγάλη αλήθεια αν μάλιστα θυμηθούμε την περίπτωση του παραλύτου της Βηθεσδά, ο οποίος για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια υπέμεινε το σταυρό της δοκιμασίας του. Όμως μετά από τόσα χρόνια υπομονής έφτασε η ώρα του Θεού. Η ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου παρακαλεί τον «Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας» να μας χαρίσει, μετά από την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή. Γιατί η υπομονή είναι η δύναμη που θα βοηθήσει τον καθένα από μας να αναμένει καρτερικά την ώρα του Θεού η οποία μπορεί να είναι μετά από τριανταοκτώ χρόνια όπως συναίβει στον Παράλυτο, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι τώρα, αλλά μπορεί να είναι και πέντα λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σ᾽ αυτόν τον κόσμο.
Εξάλλου όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπερία ότι η υπομονή δοκιμάζεται στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής, στις ασθένειες, στον καρκίνο, στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, σε κάθε στιγμή που καλούμαστε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να ακολουθήσουμε το δρόμο του Θεού που είναι σταυρικός, στενός, ενδεχομένως τεθλιμένος και σίγουρα όχι άνετος.
Πνεύμα αγάπης
Η υπομονή οικοδομεί. Είναι στοιχείο καλής επικοινωνίας, συμβάλει στην προαγωγή των ανθρωπίνων σχέσεων κυρίως όμως ενισχύει το σύνδεσμο της αγάπης. Οι αρετές για τις οποίες ήδη αναφερθήκαμε κορυφώνονται και τελειώνονται με την αγάπη που είναι η τελευταία στην επίκληση του Οσίου Εφραίμ. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω». Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος της πνευματικής ζωής. Χωρίς αυτήν ο αγώνας μας είναι ατελής, δεν επιφέρει καρπούς πνευματικούς.
Η αγάπη είναι το τελευταίο χάρισμα που ζητά ο πιστός αλλά ουσιαστικά επειδή αυτή αποτελεί το επιστέγασμα των αρετών έρχεται στο τέλος για να κατανοήσουμε προσευχητικά ότι όλες οι αρετές είναι χριστιανικές και καρποφόρες ανάλογα με το βαθμό που μετέχουν και εκφράζουν την αγάπη.
Κύριο γνώρισμά της είναι η άνευ όρων θυσία του ενός για τον άλλο. Θυσία σε τέτοιο βαθμό που μόνο ο θάνατος μπορεί να περιορίσει. Ακόμη και το πρόσωπο του εχθρού πρέπει να αγαπήσουμε, αφού ο αγαπών άνθρωπος παραιτήται από κάθε δικαίωμα και κάθε διεκδίκηση και αξίωση για τον εαυτό του. Στην ασκητική φιλοσοφία η διεκδίκηση του δικαιώματος μας χωρίζει από το Θεό και μας εγκλωβίζει στον εαυτό μας γιατί αποτελεί έκφραση εγωισμού. Και βέβαια εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος που διεκδικεί μετά μανίας τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, στο βάθος αγωνίζεται για την ανισότητα. Έτσι παρατηρούμε ότι οι ισχυροί της Γης σήμερα μιλούν για ισότητα, ευημερία και ειρήνη αλλά από την άλλη ανέχονται η στη χειρότερη περίπτωση οι ίδιοι δημιουργούν την ένδοια, την φτώχεια, την πείνα, το ρατσισμό, την σπατάλη, τον πόλεμο, τον καπιταλισμό και τον πλουτισμό. Μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη με τη θυσία των άλλων αλλά όχι τη δική τους.
Τίποτε δεν υπάρχει στην Εκκλησία και στη Θεολογία που να μην πηγάζει από την αγάπη. Ο Θεός κυρίως και πρωτίστως είναι αγάπη. Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού δηλώνει την κενωτική Του αγάπη για τον άνθρωπο. Ο σταυρός είναι δείγμα θυσιαστικής αγάπης. Η ύπαρξη και η σύσταση της Εκκλησίας μας είναι δείγμα προνοητικής αγάπης. Η κάθοδος του Παναγίου Πνεύματος δηλώνει την χαρισματική αγάπη του Θεού στον κόσμο και στον άνθρωπο.
Εμείς αγιαζόμαστε και σωζόμαστε κατά χάριν μόνο όταν μετέχουμε στην αγάπη του Θεού, η οποία πρέπει να τονίσουμε δεν συνιστά ένα ιδίωμα η μια ενέργεια του Θεού αλλά το Είναι Του. Γι᾽ αυτό η Ευαγγελική αγάπη συνίσταται στο να δίνεις κυρίως τον εαυτό σου στον άλλο. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και προσθέτει παρακάτω ότι «μείζονα ταύτης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Η αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει στην απομόνωση αλλά προϋποθέτει τον άλλο, τον πλησίον. Κι όποιος αγαπά προσλαμβάνει τον πλησίον, ενστερνίζεται τη ζωή του και δίνει αυτό που είναι και όχι αυτό που έχει.
Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου
Για να αποκτήσει κάποιος την αγάπη πρέπει να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του εις βάθος και να σταματήσει να ασχολείται με τους άλλους. «Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου» είναι το τελευταίο μέρος των ικεσιών προς το Θεό της προσευχής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η αναφορά αυτή είναι μία έμεση νύξη για μετάνοια και συγχώρηση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η ευχή του Αγίου Εφραίμ, ακούγεται για πρώτη φορά στον Κατανυκτικό Εσπερινό, την Κυριακή της Τυρινής, που είναι γνωστή σε όλους τους χριστιανιούς ως η Κυριακή της συγχώρησης.
Είναι σαφές ότι η στροφή στον εαυτό μας η οποία πραγματοποιείται με την όραση των εμών πταισμάτων, αποτελεί την αρχή της σωτηρίας, γιατί βλέποντας τον πραγματικό μας εαυτό που είναι αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και αδυναμίες, συνειδητοποιούμε ότι το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι το έλεος και η φιλανθρωπία του Θεού. Όποιος αγνοεί τα δικά του σφάλματα είναι τυφλός πνευματικά. Οποιος κατακρίνει τον αδελφό του σημαίνει πως βλέπει μόνο τα σφάλματα του πλησίον και όχι τα δικά του και επομένως έχει φρόνημα φαρισαϊκό. Ακόμη κι αν διαπιστώνουμε λάθη και αδυναμίες στον άλλο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο πλησίον δεν είναι ο άγνωστος, ο ξένος, ο εχθρός, ο αντίδικος αλλά ο αδελφός μας, ο φίλος μας. Είναι η χαρά μας. Ο πλησίον είναι το μέσο για να δούμε το Θεό και να γευτούμε την τρυφή του Παραδείσου. Η κρίση και η κατάκριση εκφράζουν εωσφορικό εγωισμό και εσωτερική ακαταστασία. Είναι δείγμα αυθάδειας και ελειψης σεβασμού προς το Δημιουργό, αφού εμείς επιχειρούμε να οικειοποιηθούμε το έργο της κρίσεως που ανήκει στο Θεό, ένα έργο το οποίο γίνεται εγκληματικό όταν περιορίζεται στα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Γιατί ο Θεός είναι μεν κριτής, αλλα στην κρίση Του υπερισχύει η αγαθότητα και όχι η δικαιοσύνη.
Κατά συνέπεια το βάρος σύμφωνα με τον συγγραφέα της ευχής πέφτει στο να βλέπουμε τα δικά μας πταίσματα και όχι του πλησίον που είναι ο αδελφός μας. Πρωταρχικό και επείγον είναι να αποκτήσουμε επίγνωση και αυτομεμψία, να αποκτήσουμε την ευλογημένη αρετή του αυτοελέγχου των αδυναμιών και αμαρτιών μας. Είναι σωτήριο να μην κατακρίνουμε. Ακόμη και αν με τα ίδια μας τα μάτια δούμε κάποιον να αμαρτάνει ας μην τον καταδικάσουμε αλλά ας καλύψουμε στοργικά και σιωπηλά το σφάλμα του αδελφού μας. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η αναφορά του Γεροντικού: «Έλεγον περί του Αββά Μακαρίου ότι γέγονε θεός επίγειος, ότι ώσπερ εστίν ο Θεός σκεπάζειν τον κόσμον, ούτω γέγονεν ο Αββάς Μακάριος, σκεπάζειν τα ελαττώματα, α έβλεπεν ως μη βλέπων και α ήκουεν ως μη ακούων».
Ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων
Η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής θα ακούγεται καθημερινά στους Ορθόδοξους ναούς μας πολλοί δε από μας θα την ψελλίζουν με το στόμα και θα την αισθάνονται με την καρδιά τους. Η ευχή αυτή εκφράζει το ασκητικό φρόνημα που πρέπει να έχουμε αυτή την περίοδο και περικλείει το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας μας. Θα πορευθούμε μέχρι τη Ανάσταση έχοντας συντροφιά αυτή την ευχή και καθημερινά θα παρακαλούμε το Θεό να μας ελεήσει με την απαλλαγή των παθών και να μας ευλογήσει με τη δωρεά των αρετών.
Η ευχή ολοκληρώνεται με την προσφορά της ευχαριστίας προς τον Θεό: «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων». Και είναι σα να λέει ο Όσιος Εφραίμ: μετά την ικεσία μου να απαλλαγώ από τα πάθη της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας και της αργολογίας, μετά από τη θερμή μου παράκληση να βιώσω το υπόλοιπο της ζωής μου με σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη, και όταν τελικά καταφέρω να έλθω εις εαυτόν και αρχίσω να βλέπω τα εμά πταίσματα δίχως να κατακρίνω τον αδελφό μου, τότε θα είμαι έτοιμος εν ευγνωμοσύνη πολλή να ευχαριστήσω και να δοξολογήσω το Θεό λέγοντας «ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων».
Ο Χριστός είναι ο Κύριος και Δεσπότης και Βασιλεύς της ζωής μας, είναι όμως και «ο ευλογητός των αιώνων». Κι αυτό είναι σημαντικό διότι για να φτάσει κάποιος να χαρακτηρίζει έτσι το Θεό σημαίνει ότι έχει αρχίσει την πνευματική του εργασία και πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας για τα πλήθη των πεπραγμένων του δεινών. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ευχή αρχίζει αλλά και τελειώνει με το όνομα του Θεού. Έτσι και ο κάθε πιστός αρχίζει την εν επιγνώσει πορεία του προς το Θεό, με το Θεό, ο οποίος αποτελεί έκφραση της βεβαιότητας και ελπίδα για τη σωτηρία του.
Τον Θεό φωνάζουμε, Αυτόν ποθούμε, επιθυμούμε να μας αποκαλυφθεί, προσβλέπουμε να γίνει ο ελευθερωτής μας, παρακαλούμε να πλουτίσει τη φτώχεια μας και να μας γεμίσει με χαρά ανεξάντλητη, όπως είναι η χαρά της Αναστάσεως, γιατί Αυτός είναι «ο ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων».
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου