Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Μοναχός Δημήτριος Γρηγοριάτης (1930-1976)

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἦλθα στήν Μονή μας, μᾶλλον μ᾿ ἔφερε ἡ Κυρία καί Βασίλισσα τοῦ Ὄρους Ἀειπάρθενος Θεοτόκος Μαρία τόν Ἰανουάριο τοῦ 1975. Ἐκτός ἀπό τούς δικαιολογημένους ἐξωτερικούς ἐντυπωσιασμούς μου γιά τά μεγαλοπρεπῆ κτίρια, τό ἀπόκρημνο τῆς τοποθεσίας, γιά τούς κρεμαστούς κήπους τῆς Μονῆς μου, οἱ νοερές ματιές μου ἐστράφησαν ἰδιαίτερα στά εἰρηνικά πρόσωπα μιᾶς περίπου εἰκοσάδος Γρηγοριατῶν μοναχῶν.Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο ἕνας ἄπειρος καί ἀπνευμάτιστος νέος νά εἰσχωρήση βαθειά στά μυστικά παλάτια μιᾶς μοναχικῆς Ψυχῆς γιά νά ἐρευνήση, νά ἀνεύρη καί νά θαυμάση κάτι ἀπό τίς πλούσιες δωρεές, μέ τίς ὁποῖος διηνεκῶς ἀγωνίζονται νά στολίζουν τίς ψυχές τους οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί.
Πάντως ὁμολογῶ ὅτι ὅλα τά σεμνά καί ἀνεπιτήδευτα Γεροντάκια μπῆκαν βαθειά στήν σκέψι μου καί στήν καρδιά μου. Ἀναζητοῦσα τρόπους νά τούς πλησιάσω, ν᾿ ἀνοίξω “κουβέντα” μαζί τους, ν᾿ ἀκούσω καί νά μή χάσω καμμία λέξι ἀπό τό ἁγνισμένο στόμα τους.

Ὁ Ἀδελφός π. Δημήτριος, ἡλικίας τότε 45 ἐτῶν, ἦτο ἕνας ἀπό τούς 2-3 νεωτέρους Πατέρας. Δέν ὑπῆρχαν νεώτεροι, πλήν δύο.  Τόν ἐνθυμοῦμαι νά σέρνει ἀργά τό βῆμα του, νά ἔχη στραμμένο τό κεφάλι του πρός τά δεξιά καί νά κυττάζη, ὅποιον τοῦ ὡμιλοῦσε, μέ χαρωπό βλέμμα καί εὐγενικό χαμόγελο. Εἶχε κάτι πολύ διαφορετικό ἐπάνω του. Σέ εἵλκυε μέ τήν ἁπλότητά του, σέ καθήλωνε μέ τό εἰρηνόχυτο χαμόγελο του, σέ ἐδίδασκε μυστικά ὅτι κάτι πολύ ἀνώτερο καί ἀόρατο κρύβεται μέσα στήν παιδική καρδιά του.

Γινόσουν φίλος μαζί του. Ἤθελες νά τόν ἀκολουθῆς καί νά τόν κυττάζης. Ἄν ἦτο δυνατόν νά τοῦ ἁρπάξης αὐτό τό κάτι, τό ἀπροσδιόριστο τό ἀπερίγραπτο, τό ἀνεξίτηλο πού κρατοῦσε μέ τόση σπουδή καί ἀγάπη στήν καρδιά του καί τό ἐπρόδιδε τό σεμνό πρόσωπό του.

Κάποτε ὁ Θεμιστοκλῆς τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος, πού ἤθελε νά δοξασθῆ κι αὐτός ὅπως ὁ Μιλτιάδης γιά  τίς νίκες του κατά τῶν Περσῶν, ἔλεγε: “Δέν μέ ἀφήνει νά κοιμηθῶ τό τρόπαιο τοῦ Μιλτιάδου”. Ἀλλ᾿ αὐτός ὁ πόθος εἶχε συνεπάρει καί τίς δικές μας τίς ψυχές. Δέν ἠμποροῦσα νά κοιμηθῶ ἄνετα, διότι κάτι μεγάλο μοῦ ἔλειπε. Κι αὐτό πού ζητοῦσα τό ἔβλεπα τόσο ἐμφαντικά στήν πανέμορφη και πάνσεμνη μορφή τοῦ μοναχοῦ Δημητρίου.

Ὅταν τότε ἐμεῖς οἱ 6-7 νέοι Δόκιμοι τῆς Μονῆς ἐβλέπαμε τόν σεμνοπρεπῆ καί χαριτώνυμον μοναχό Δημήτριο ἀνάμεσά μας, ξυπνοῦσε μέσα μας ἡ ἀγάπη γιά προσευχή, γιά ἀγῶνες πνευματικούς, γιά ἀσκητικά παλαίσματα. Βλέποντες τήν ὁσιακή βιοτή του εἴχαμε τήν ἀπάντησι ὅτι ἀκολουθοῦντες κι ἐμεῖς τό παράδειγμά του, θά ἠμπορέσουμε νά ὁδηγήσουμε στά ἔγκατα τῆς βορβορωμένης καρδιᾶς μας αὐτόν τό ἀσύλητο θησαυρό τοῦ Πνεύματος, τήν θεοποιό Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν εἶχε κυριολεκτικά “λεηλατήσει;

Ἔτσι, ἔτρεχα ἀπό Γέροντα σέ Γέροντα, ἀπό διακόνημα σέ διακόνημα, ἀπό κελλί σέ κελλί γιά νά ἀκούσω, νά ἰδῶ νά μάθω καί ἴσως κάποτε νά πάθω τά Θεῖα Τόν Ἀδελφό Δημήτριο τόν βρῆκα τό 1975 σάν βοηθό διακονητή στό Δοχειό μέ πρῶτο ὑπεύθυνο τόν Γέροντα Δαμιανό.

Ἐπειδή ἦτο πολύ σιωπηλός καί σύννους, διότι κρατοῦσε μυστικά  τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἦτο ἀρκετά δύσκολη ἡ συνομιλία μας γιά τό παρελθόν του καί τήν καταγωγή του. Ἠμπόρεσα ὅμως νά τοῦ ἀποσπάσω ἀρκετές πληροφορίες σχετικά μέ τό βιογραφικό του.

-Πάτερ Δημήτριε, ἀπό ποῦκατάγεσθε καί γιατί ἐγίνατε μοναχός;

-Γεννήθηκα στό χωριό Καλογερόραχη Μεσσηνίας στίς   Νοεμβρίου 1930. Κατά κόσμον ὠνομαζόμουν Κωνσταντῖνος Καπρᾶλος τοῦ Παναγιώτου καί τῆς Οὐρανίας. Ἀπό μικρός ἀγαποῦσα τήν ἐκκλησία καί τήν προσευχή. Ἤμουν, θυμᾶμαι, πέντε ἐτῶν, ὅταν δέχθηκα τήν πρώτη δαιμονική προσβολή. Στεκόμουν σέ περίοδο χειμῶνος στόν τζάκι τοῦ σπιτιοῦ μας.  Ἔξαφνα ἀκούω μία φωνή: “Γύρισε πίσω…”.

Ἔστρεψα τό κεφάλι μου πρός τά ὀπίσω καί ἀπέναντί μου εἶδα νά στέκεται ἕνας τράγος μέ σηκωμένα ψηλά τά δύο μπροστινά του πόδια. Δέν καταλάβαινα ὅτι αὐτό τό ζῶο θά ἦταν ὁ διάβολος. Σηκώθηκα καί μέ πολλή ἀθωότητα πλησίασα νά τόν πιάσω. Τότε ὅμως ὁ…τράγος ἐξαφανίσθηκε.

-Πῶς ἐξηγεῖς, π. Δημήτριε, σέ μιά τόσο μικρή ἡλικία τήν παρουσία τοῦδαίμονος;

-Νομίζω ὅτι ὁ Κύριος ἐπέτρεψε στόν Πονηρό  νά μέ πειράξη, γιά νά τοῦ δείξη ὅτι αὐτό τό παιδάκι, δηλαδή ἐγώ, θά γίνη ἀργότερα μοναχός. Ἐπίσης ἔχω τώρα τήν αἴσθησι ὅτι αὐτή ἡ φωνή πού ἄκουσα: “Γύρισε πίσω…” ἦταν τοῦ Φύλακος Ἀγγέλου μου, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε κοντά μου καί μέ προειδοποίησε νά κυττάξω. Ἐγώ ἐκύτταξα τόν διάβολο μέ τήν μορφή τοῦ τράγου, χωρίς νά φοβηθῶ, διότι ἡ παρουσία τοῦ προστάτου μου Ἀγγέλου μέ εἶχε γεμίσει ἀπό χαρά.

Ἀπό μικρός εἶχα τόν πόθο νά ἀφιερωθῶ στήν διακονία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας. Γι᾿ αὐτό, μετά ἀπό τήν ἐκπλήρωσι τῶν στρατιωτικῶν μου ὑποχρεώσεων σέ ἡλικία 23 ἐτῶν ἦλθα στό Ἅγιον Ὄρος τόν Νοέμβριο τοῦ 1953.

Ὁ ἀδελφός του, ὅταν εἶχε ἔλθει στήν Μονή νά ἐπισκεφθῆ τόν ἀσθενοῦντα π. Δημήτριο, λίγους μῆνες πρίν τήν κοίμησί του, μᾶς εἶπε τά ἑξῆς: “Ὁ ἀδελφός μου ἐπιθυμοῦσε ἀπό μικρό παιδί νά γίνη Καλόγερος. Στά ἐφηβικά του χρόνια ἔκανε πολλές προσευχές καί περίπου 500 μετάνοιες”.

-Ποιός σᾶς ἐβοήθησε, π. Δημήτριε, τότε στήν μοναχική σας ζωή;

-Μέ βοήθησε ὁ Γέροντάς μου παπᾶ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος μοῦ καθώρισε τόν Κανόνα τῶν προσευχῶν καί τῶν μετανοιῶν μου καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο τό 1954 μ᾿ ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς μου τό ὄνομα Δημήτριος, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Θεσσαλονικέως.

Λόγῳ τῆς ἁπλότητός του καί τοῦ μή ἐξωτερικά ἐλκυστικοῦ παρουσιαστικοῦ του, δέχθηκε ὁ Γέροντάς του πολλές πιέσεις ἀπό ἄλλους Ἀδελφούς νά τόν διώξη ἀπό τό Μοναστήρι. Ἀκόμη καί, ὅταν τόν προσήγαγε γιά νά σταθῆ μπροστά στό Εὐαγγέλιο καί νά γίνη ἡ εἰς Μεγαλόσχημον μοναχόν κουρά του, μερικοί ἀπό τούς Μοναχούς εἶπαν στόν ἡγούμενο π. Βησσαρίωνα: “Ποῦ τόν πᾶς αὐτόν, Γέροντα;

Ἄφησέ τον νά φύγη…Δέν κάνει αὐτός γιά ἐδῶ…”

Ὁ Γέροντάς του, εἶχε ἀντιληφθῆ ὅτι μεταφέρει νά ἐναποθέση στά πόδια τοῦΧριστοῦ ἕνα ἱερόν σφάγιον, μία ἐκλεκτή Ψυχή, πού θά ἐδόξαζε τόν Χριστό καί θά τιμοῦσε τήν Μοναχική Πολιτεία. Γι᾿ αὐτό κι ἔκλεισε τ᾿ αὐτιά του στίς προτάσεις μερικῶν ἀνευθύνων γιά τήν ψυχή του προσώπων.

Ἀλλά καί ὁ διάβολος, ἐκτός ἀπό τίς ἀνωτέρω προτάσεις πού ἔθεσε στά στόματα μερικῶν μοναχῶν γιά τήν ἀπομάκρυνσι τοῦ νεαροῦ Ἀδελφοῦ, ἐπετέθη και ὁ ἴδιος μέ σκοπό νά τόν κατακαύση, ἐάν ἠμπορέση. Καθώς, λοιπόν, τόν μετέφερε ὁ Γέροντάς του στήν ἐκκλησία γιά τήν κουρά του, ὁ διάβολος ἔκαιγε μέ πύρινες φλόγες τό κορμί τοῦ ὑποψηφίου Ἀδελφοῦ καί τόν ἐτάραζε μέ λογισμούς ἀπελπισίας καί ὀλιγοπιστίας.

Ἀπό τά πρῶτα του χρόνια ὁ νεόκουρος μοναχός Δημήτριος ἐπέδειξε σπάνια  αὐταπάρνησι καί ἐκκοπή ὅλων τῶν θελημάτων του. Εἶχε μάθει πολύ καλά καί εἶχε ριζώσει βαθειά μέσα στήν καρδιά του τό λακωνικό σύνθημα τῆς μοναχικῆς πολιτείας: “Εὐλόγησον” καί “Νἆναι εὐλογημένον”.

Σύμφωνα μέ αὐθεντική μαρτυρία τοῦ  μακαριστοῦ γέροντος Ἀνδρέα, ὁ μοναχός Δημήτριος  ὑπηρέτησε σ᾿ ὅλα του τά χρόνια ὡς δεύτερος διακονητής στήν ὑπηρεσία τοῦ βουνοῦ, στό νοσοκομεῖο, στό γηροκομεῖο, στόν κῆπο, στήν ἐκκλησία σάν πρῶτος καί δεύτερος ἐκκλησιαστικός. Ἐπίσης ἐργάσθηκε ἐπί πέντε περίπου χρόνια σάν Κοναξῆς στό ἐν Καρυαῖς Ἀντιπροσωπεῖο τῆς Μονῆς μας μέ Ἀντιπρόσωπο τότε τόν ἴδιον τόν Γέροντα Ἀνδρέα.

Στήν συνέχεια ἐργάσθηκε σάν βοηθός τοῦ Δοχειάρη μέ μεγάλη ἀπόδοσι καί ἀφοσίωσι στό διακόνημά του καί τελεία ὑπακοή στόν πρῶτο διακονητή του, τόν Γέροντα Δαμιανό. Ἦτο φιλάδελφος, φιλακόλουθος, ἀφοῦ  ἀπό τήν νεαρά του ἡλικία ξυπνοῦσε καί σηκωνόταν τό μεσονύκτιο τραβοῦσε τά κομβοσχοίνια του κι ἔκανε μετάνοιες στήν Παναγία.

Ὅταν κάποτε ρώτησα τόν Γέρο-Ἀνδρέα τί ἔχει νά μοῦ εἰπῆ γιά τόν μοναχό Δημήτριο, μοῦ ἀπήντησε: “Αὐτός θά μπῆ ἀπό τούς πρώτους μέ τά τσαρούχια στόν Παράδεισο….”.

Λόγῳ τῆς ἀγραμματωσύνης του καί τῆς ἁπλότητός του, εὔκολα προκαλοῦσε σέ παρρησία ἄλλους Ἀδελφούς, ἐνίοτε μέ ἀνάρμοστες συμπεριφορές ἀπέναντί του. Ἄλλοτε κάποιος δυναμικός καί ὀξύθυμος Ἀδελφός σέ στιγμές ψυχικῆς του ἐκρήξεως, ἐπειδή ἐκάησαν τά αὐγά πού ἔβραζαν στό Δοχειό, τόν χαστούκισε ἐλαφρά. Προφανῶς τά εἶχε ξεχάσει ὁ π. Δημήτριος…Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι δέν ἀγρίεψε καθόλου, οὔτε κἄν τόν ἔπνιξαν λογισμοί φυγῆς ἤ ἐκδικήσεως πρός τόν ὑπεύθυνο διακονητή του. Τοῦ ἔλεγε μόνο συνεχῶς: “Εὐλόγησον, εὐλόγησον … καί ἔσκυβε συνεχῶς τό κεφάλι του…

Κάποτε τόν ἐρώτησε ἕνας Ἀδελφός:

-Πόσα κομποσχοίνια κάνεις, πάτερ Δημήτριε;

-Καμμιά δωδεκαριά…

Δέν ἀπήντησε εὐθέως κρύβοντας τήν ἀλήθεια γιά νά μή προβάλη τόν ἀγῶνα του καί τήν ἀρετή του. Στόν Γέροντά μας ὅμως, τόν π. Γεώργιο, εἶπε τήν ἀλήθεια ὅτι τίς νύκτες σηκωνόταν τρεῖς ὧρες πρίν ἀπό τήν Ἀκολουθία καί τραβοῦσε περί τά 50 κομποσχοίνια.

Ἀδελφός τῆς Μονῆς  ἀπό τούς παλαιοτέρους, ὁμακαριστός Γέρο-Συμεών, ἐπειδή γιά 6 χρόνια διακονοῦσε σάν μάγειρος στό μοναστήρι, δέν ἠμποροῦσε νά ἐξοικονομήση χρόνο γιά τό καθιερωμένο Κανόνα τῆς προσευχῆς του γιά κάθε 24ωρο.

Ἀνέθεσε στόν ἁπλούστατο καί κατά θεόσοφο μοναχό Δημήτριο, αὐτή τήν διακονία. Ἔτσι, δίπλα στά ἰδικά του κομποσχοίνια, τραβοῦσε καί τά κομποσχοίνια τοῦμαγείρου γιά νά τόν ἀπαλλάξη ἀπό τήν φροντίδα τῶν ἰδικῶν του πνευματικῶν καθηκόντων.

Μετά ἀπό μιά τέτοια ἀσκητική διαγωγή, τόν ἐχαρίτωσε ὁ Θεός γιά τήν πρόθυμη καί ἀκούραστη ὑπακοή του καί τοῦ ἔδωσε ἀπό τῆς νεαρᾶς του ἀκόμη ἡλικίας μεγάλα χαρίσματα, γιά τά ὁποῖα ἄλλοι μοναχοί κοπιάζουν δεκαετίες καί δέν τά λαμβάνουν μέ εὐκολία.

Εἶχε ἐσωτερική μυστική ζωή, τήν ὁποία οὔτε ὁ διπλανός του ἠμποροῦσε ν᾿ ἀντιληφθῆ. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἄλλων Γεροντάδων, δέν εἶχε ποτέ ἀρνηθῆ τήν ὁποιαδήποτε βοήθεια. Εἶχε λυώσει στήν ὑπακοή γιά τήν ἐξυπηρέτησι τοῦ κάθε Ἀδελφοῦ.

Ἔτρεχε στήν ὑπακοή! Ἔτρεχε ὁ ἱδρῶτας ἀπό τήν ὁσία κεφαλή του, ἔτρεχε καί ἡ Θεία Χάρις γιά νά ἐνοικήση ὁριστικά καί ἀνεκφοίτητα στήν καρδιά του. Καί, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, ἔφθασε τόν ποθούμενον Χριστόν, ὁ Ὁποῖος καί τόν  ἁγίασε.

Τό μεγαλύτερο χάρισμά του ἦταν ἡ ὁρμητική καί ἀδιάκοπη ἐρωτική του φορά πρός τόν Νυμφίον Χριστόν, τόν Ὁποῖον ἀγάπησε περισσότερο σάν δωδεκαετῆ Νέον, ὅταν συνωμιλοῦσε μέ τούς νομομαθεῖς διδασκάλους τῶν Ἑβραίων ἐκείνη τήν ἐποχή στόν ναό τοῦ Σολομῶντος.

Γι᾿ αὐτό ἀποκαλοῦσε τόν Χριστό: “Παιδάκι…Ἀγαπῶ αὐτό καί ἐννοοῦσε τό Παιδάκι. Εἶχε καί μία εἰκονίτσα χάρτινη τοῦ Χριστοῦ σάν δωδεκαετοῦς καί μαζί μέ τό ὠρολόγι-ξυπνητήρι του ἦταν τά πιό πολύτιμα φυλακτήριά του. Τό ἕνα νά τόν σκεπάζη (Παιδάκι) καί τό ἄλλο νά τόν ξυπνάη γιά νά συνομιλῆ μέ τό Παιδάκι.

Ἐπειδή ὁ ἴδιος ζοῦσε σάν παιδάκι, ἔβλεπε τούς πάντες μέ παιδική ἀθωότητα καί καρδία. Ἦτο ἀδύνατον νά χωρέση στό μυαλό του ἀντίθετος λογισμός γιά κάποιον Ἀδελφό, οὔτε καί γι᾿ αὐτούς πού ἐνίοτε τοῦ συμπεριφέροντο σκληρά καί ἐνίοτε ὀξύθυμα. Διατηροῦσε πάντοτε, μία ἀγγελική ἐκτίμησι, ἀγάπη καί σεβασμό πρός ὅλους τούς Γεροντάδες.

Γι᾿ αὐτή τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καί εὐγενική του καλωσύνη ἀφώπλιζε τούς πάντες καί τούς ἐδίδασκε, χωρίς οἱ ἴδιοι νά ἐπιζητοῦν τέτοια πρακτική διδασκαλία ἀπό τόν…παλαβό Δημήτρη, ὅπως μερικοί τόν ἔλεγαν περιφρονητικά.

Προσευχόταν καί γιά τούς συγγενεῖς του, τούς ἄλλους μοναχούς τοῦ Ἄθωνος, γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἀκόμη τραβοῦσε ἐπί πλέον κι ἄλλα κομποσχοίνια γιά τά γεράματά του, ὅταν δέν θά ἠμπορῆ, λόγῳ τῆς ἀσθενείας του νά προσεύχεται.

Ἰδιαίτερο πνευματικό δεσμό εἶχε ἀναπτύξει καί μέ τήν Ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, τῆς ὁποίας ὅλα σχεδόν τ᾿ Ἅγια Λείψανα εἶναι στό Μοναστήρι μας.

Εἶχε πάντα δίπλα του τήν χάρτινη εἰκονίτσα της καί ἐπειδή κι αὐτή μόλις 18 ἐτῶν μαρτύρησε σάν Μοναχή γιά τήν πίστι στόν Χριστό, τήν θεωροῦσε κραταιά του προστασία καί πάντα τήν ἐπεκαλεῖτο ὀνομάζοντάς την: “Ἀδελφούλα καί Νυμφούλα”.

Στό πατρικό του σπίτι, ἔμαθε ὅτι ἀρώστησε ὁ ἀνεψιός του. Ἕνα πρωϊνό ἐζήτησε καί ἔγινε θεία Λειτουργία στήν Ἁγία Ἀναστασία γιά τήν ὑγεία τοῦ ἀνεψιοῦ του. Ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ π. Δημήτριος ξενύχτισε στό κομποσχοίνι γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνεψιοῦ του. Καί ἡ Ἁγία Ἀναστασία τό ἴδιο βράδυ δέν ἄντεξε στίς πιέσεις τοῦπ. Δημητρίου. Ἐπῆγε στόν ὕπνο τοῦ ἀνεψιοῦ του καί τοῦ εἶπε: “Εἶμαι ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ θείου σου. Αὐτός μ᾿ ἔστειλε νά σέ κάνω καλά”. Εὐλόγησε τόν μικρόν καί τό πρωΐ σηκώθηκε τελείως ὑγιής.

Μία ἄλλη φορά προσευχόταν τήν νύκτα μέ τό χονδρό του κομποσχοίνι. Ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἡ ἀγαπημένη του Ἀδελφούλα, μικρή στήν ἡλικία καί ντυμένη στά λευκά. Ὁ π. Δημήτριος, φοβούμενος μήπως εἶναι πειρασμός, τήν ἐρώτησε:

-Εἶσαι πειρασμός; Ἄν εἶσαι πειρασμός, φῦγε…

Ἡ Ἁγία τοῦ χαμογέλασε μέ σοβαρότητα. Μᾶλλον τόν καμάρωσε γιά τήν σπουδή του στήν προσευχή καί τήν ἀπέραντη ἁπλότητά του  καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, χωρίς νά τοῦ μιλήση.

-Τήν ἄλλη ἡμέρα, μέ ρωτοῦσε: “Τί θέλει αὐτό τό μικρό κορίτσι, ἐδῶ στό Μοναστήρι μας;

Φοβόταν μήν εἶναι ἡ παρουσία τῆς Ἁγία πειρασμός, διότι πολλές φορές οἱ δαίμονες τοῦ ἐπετίθοντο καί ζητοῦσαν τρόπο νά τόν ὑποσκελίσουν. Γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε, ὅταν τόν ρωτούσαμε, ὅτι “ἄλλοι ἀπό τούς δαίμονες εἶναι γίγαντες καί ἄλλοι εἶναι νᾶννοι, σάν μυῖγες”.

Μεγάλη εὐλάβεια εἶχε καί γιά τόν πρῶτο καί ἀνύστακτο Προστάτη μας, τόν ἅγιο Νικόλαο, τῶν πενομένων τροφέα καί τῶν πτωχῶν προστάτην. Τοῦ τραβοῦσε τρία κομποσχοίνια στό ὄνομά του, μαζί μέ τούς ἄλλους δύο Προστάτες μας, τόν Ὅσιο Γρηγόριο τόν  Κτίτορα καί τήν Ἁγία Ἀναστασία.

Στήν ἐκκλησία στεκόταν σχεδόν πάντοτε ὄρθιος στά πίσω καθίσματα καί συχνά κυττοῦσε τήν παλαιά φορητή Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού εὑρίσκεται στό δεξιό Προσκυνητάρι τοῦ Καθολικοῦ. Ἔλεγε στούς Ἀδελφούς, πού τόν ρωτοῦσαν γιατί εἶχε τό βλέμμα του στόν Ἅγιο: “Μέ κυττάζει ὁ Παππούλης, γι᾿ αὐτό τόν κυττάζω κι ἐγώ…Κάτι θέλει νά μοῦεἰπῆ. Κάτι θέλει ἀπό μένα καί με κυττάζει χωρίς νά στρέφη ἀλλοῦ τά μάτια του…”.

Ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη ἔτρεφε καί στόν ἅγιο Χαράλαμπο. Σάν ἐπισκέπτης εἶχε πάει, πρίν κοινοβιάση στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, στά Καυσοκαλύβια, ὅπου δέχθηκε τήν θεραπευτική ἀρωγή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὁ ὁποῖος τόν ἀπήλλαξε ἀπό ἰσχυρούς πόνους πού εἶχε στό ἕνα πόδι του.

Μιά ἄλλη φορά ἑτοιμάσθηκε γιά τήν Θεσσαλονίκη. Εἶχε προγραμματίσει ὅτι θά πάη νά προσκυνήση καί τόν Ἅγιο Δημήτριο, τοῦ ὁποίου φέρει ἐπαξίως καί τό ὄνομα.

Ἤθελε νά πάρη ἕνα μεγάλο κερί ἀπό τόν Ἐκκλησιαστικό, τόν μακαριστό παπᾶ Χρυσόστομο, ἀλλά ντρεπόταν. Σκέφθηκε καί εἶπε: “Ἄν θέλη ὁ Θεός καί ὁ Ἅγιος, θά μοῦ φέρη τό κερί ὁ Ἀδελφός!  Δέν πρόλαβε νά ἀποτελειώση ἕνα κομποσχοίνι καί ὁ π. Χρυσόστομος τοῦ κτύπησε τήν πόρτα καί τοὔδωσε τό κερί, χωρίς νά ἔχουν ἀλλάξει “κουβέντα” γιά τό κερί!

Ἐκεῖ στήν Θεσσαλονίκη, συνέπεσε νά εἶναι ἡ γιορτή καί ἡ λιτάνευσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πρώην ἁγιορείτου ἀσκητοῦ καί μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλανίκης. Μετά τήν θ. Λειτουργία, ἤθελε κι αὐτός ν᾿ ἀκολουθήση τό πλῆθος τῶν Πιστῶν, παρότι  τό σχεδόν παράλυτο πόδι του, διαμαρτυρόταν ἀπειλητικά. Τόν συνεκράτησε ὁ π. Ἀθανάσιος καί τόν ἔφερε συρόμενον στό σπίτι-Ἐπιτροπικό τῆς Μονῆς.

Εἶχε ἐπίσης μεγάλη εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο, στήν Χάρι τῆς ὁποίας εἶχε ἐναποθέσει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του. Μερικές φορές θεολογοῦσε μέ τό δικό του χαριτωμένο λεξιλόγιο: “Τό Παιδάκι ἦταν πιό μπροστά ἀπό τήν Γιαγιά καί τήν Μανούλα”. Ἐπεξήγησις: Ὁ Χριστός εἶναι παλαιότερος τῆς Ἁγίας Ἄννης καί τῆς Παναγίας”.

Μία φορά τόν ρώτησε ὁ νοσοκόμος Ἀδελφός:

-Τί σοῦ ἀρέσει περισσότερο στό μοναστήρι, πάτερ Δημήτριε;

-Τό μοναχικό Σχῆμα καί τό κομβοσχοίνι, τοῦ ἀπήντησε.

-Πῶς αἰσθάνεσαι, μετά τήν Θεία Κοινωνία, πάτερ Δημήτριε;

-Ὅταν κοινωνῶ, τό Παιδάκι πού ἔχω στό τραπεζάκι μου, μπαίνει μέσα μου, τόσο δυνατά καί γρήγορα πού δέν προλαβαίνω νά τό καταλάβω. Γι᾿αὐτό κι ἐγώ ἀπό τήν χαρά μου, κρατῶτήν εἰκόνα Του στήν ἀγκαλιά μου.

Ἀγαποῦσε τό Παιδάκι του μέ τόση στοργή, ὅση ἔχει ἡ μάννα στό μονάκριβο παιδί της…Τό κυττοῦσε μέ πόθο, τό ἔσφιγγε στήν ἀγκαλιά του, τό ἐλάτρευε. καί μοῦ ἔλεγε: “Σήμερα τό Παιδάκι τό φίλησα καί μέ τήν Θεία Κοινωνία μέσα στήν καρδιά μου…”.

Κάποτε τόν ἐρώτησε ἕνας ἀδελφός:

-Τί νά κάνουμε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι, πάτερ Δημήτριε, γιά να σωθοῦμε;

-Ὑπακοή.

-Καί τί ἄλλο;

-Προσευχή.

-Ἐγώ τοῦ εἶπε ὁ Ἀδελφός, ἔχω καί κενοδοξία, πῶς ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ αὐτό τό πάθος;

-Δέν ξέρω, τί εἶναι αὐτό. Ρώτησε τόν Γέροντα.

Ἐκτός ἀπό τό διάστημα τῆς ὀκταμήνου ἀσθενείας του, δέν παρέλειψε ποτέ τόν τακτικόν ἐκκλησιασμό. Εἶχε τήν αἴσθησι ὅτι μέσα στήν ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦσε πλούσια μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν μπῆκε ἄθελά του στό νοσοκομεῖο, τότε καταλάβαμε, πόσο βαρειά τοῦ κόστισε ἡ ἀπουσία του ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες.

Πῶς ὅμως τίς κατανοοῦσε ἀφοῦ ἦτο ὀλιγογράμματος;  Ναί, δέν κατανοοῦσε ὅλα τά νοήματα, οὔτε ποτέ κατώρθωσε νά μάθη νά ψάλλη ἔστω ἕνα τροπάριο, ὅμως ἀκούοντάς τα, εἶχε συχνή κατάνυξι. Ἐπέμενε νά τοῦ διαβάζει ὁ Ἀδελφός τήν Θεία Μετάληψι, πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία. Στήν ἐρώτησί του, ἐάν τήν καταλαβαίνη, ἀπαντοῦσε μέ νεύματα “ὄχι”. Ὅμως τότε ἔχυνε πολλά δάκρυα…

Ὁ Κύριος τόν ἀξίωσε νά ἰδῆ καί ἀπόρρητα μυστήρια μέσα στήν ἐκκλησία, κατά τήν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας. Τήν μία ἡμέρα, ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, μᾶς διηγήθηκε, ὅτι εἶδε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα φῶς νοερόν καί ἄϋλον, ὅταν ὁ ἱερεύς ὕψωνε τά Τίμια Δῶρα καί ἐπιβοοῦσε: “Τά σά ἐκ τῶν σῶν…”. Ἐνῶ τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἀντίκρυσε μία λευκή περιστερά νά ἱπερίπταται ἐπάνω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα.

Δέν ἔζησε πολλά χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος καί γρήγορα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός μέ τήν ράβδο τῆς σωματικῆςδοκιμασίας. Ὄχι βέβαια γιά νά τόν τιμωρήση, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή του νά στολίση τόν στέφανο τῆς δόξης του μέ περισσότερα πνευματικά ἄνθη. Τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός τήν ὀδυνηρή καί ἀγιάτρευτη ἀρρώστεια, πού λέγεται “σκλήρυνσι κατά πλάκας”.

Ἐνῶ μέχρι τά 45 χρόνια του ἔτρεχε παντοῦ, περπατοῦσε ὅπου ἤθελε, ὡμιλοῦσε εὐκρινῶς, ἔφερνε “βόλτα” ὅλες τίς μικροδουλειές πού τοῦ ἀνέθεταν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ξαφνικά εὑρέθηκε νά στηρίζεται σ᾿ ἕνα μπαστοῦνι. Ἀψηφοῦσε τούς πόνους, πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ ἀρρώστεια, ἡ ὁποία, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, χειροτέρευε. Στενοχωριόταν τώρα καί ἐνίοτε ἔκλαιγε, διότι τά πόδια του δέν τοῦ ἔκαναν ὑπακοή.

Στηριζόμενος στό μπαστοῦνι του  προσπαθοῦσε νά ἀνταποκριθῆ σ᾿ ὅλες τίς ὑπακοές του, ἀλλά ἔπεφτε κάτω συχνά καί τραυματιζόταν. Εἶχε πέσει πάνω ἀπό 40φορές.  Ἔτσι, χωρίς τήν θέλησί του, γονάτισε. Κατέβηκε στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Τόν ὑπηρέτησε μέ αὐτοθυσία ἕνας ἀδελφός καί μετ᾿ αὐτόν ἕτερος.

Στό διάστημα τῆςἐπωδύνουἀσθενείαςτου, ἡ ὁποίατόν καθήλωσε στό κρεβάτι περί τούς 8 μῆνες, δέν ἔπαυενά συνομιλῆ μέ τά πλέον ἀξιολάτρευταφιλικά του Πρόσωπα: Μέ τό Παιδάκι Χριστό, τήν Ἀδελφούλα Ἀναστασία, τόν Παπποῦ Νικόλαο, τόν μεγάλαθλον τῆςΘεσσαλονίκης πρόμαχον Δημήτριον, τόν ἀκλόνητον στῦλοντῆςἀληθείαςΧριστοῦ Χαράλαμπον καί τόσους ἄλλουςἉγίους, πού θερμά τούς ἀγκάλιαζεκαί εὐσεβῶςτούς προσκυνοῦσε.

Προεγνώρισε τόν θάνατό του. Γι᾿ αὐτό καί ἄρχισε νά μοιράζη στούς ἄλλους Ἀδελφούς τά πράγματά του. Τήν τελευταία ἡμέρα ἔδωσε καί ὅσα μικρά ἤ μεγάλα κομποσχοίνια κρατοῦσε κοντά του. Τόν ἐρωτοῦσαν οἱ Πατέρες:

-Ποῦ θά πᾶς, πάτερ Δημήτριε;

-Θά φύγω, θά φύγω.

-Γιά ποῦ;

-Ἔδειχνε τόν οὐρανό μέ τό χέρι του κι ἔλεγε: ἐκεῖ, ἐκεῖ.

-Θά πᾶμεστόν παράδεσιο, πάτερ Δημήτριε;

-Μόνον αὐτάφοβοῦμαι. Κι ἔδειχνεμέ τό χέρι του μία εἰκόναστόν τοῖχο, πού παρίστανε τά τελωνικά δαιμόνια νά ἐλέγχουν τίς Ψυχές κατά τήν ἄνοδότους στήν Πύλη τ᾿ οὐρανοῦ.

Τό τελευταῖο πρωϊνό κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔφαγε κανονικά καί τό βραδάκι ξάπλωσε κρατῶντας μέ τό δεξί του χέρι καί τό κομποσχοίνι του, τό ὁποῖο κρεμόταν ψηλά ἀπό ἕνα καρέλι γιά νά λέγη εὐχερῶς τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.

Πρίν ἀρχίση ἡ πρωϊνή ἀκολουθία ἡ ψυχή τοῦ πατρός Δημητρίου εἶχε κιόλας πετάξει στούς οὐρανούς.

Ἡ μορφή του ἦτο γαλήνια καί φωτεινή. Τά μέλη τοῦ σώματός του εὔκαμπτα καί ζεστά, ὅπως συμβαίνει σ᾿ ὅλους τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς. Τίποτε δέν ἐπρόδιδε τό μυστήριο τοῦ θανάτου, διότι ὁ θάνατος σάν γεγονός εἶχε ἐξουδετερωθῆ ἀπό τήν ἀναστάσιμη ζωή τοῦ μακαριστοῦ μον. Δημητρίου, ἀξίου λάτρη τῆς Παναγίας Τριάδος καί τώρα θριαμβευτοῦ τῆς αἰωνίου μακαριότητος.

Κτύπησε ἡ καμπάνα γιά ν᾿ ἀναγγείλη τήν ἀποβίωσι ἑνός ἀθλητοῦ τῆς εὐσεβείας καί ὄχι γιά νά προκαλέση μοιρολόγια καί πανικό στήν ζωή τῶν Πατέρων. Ἐψάλη ἡ νεκρώσιμος Ἀκολουθία, δόθηκε ὁ τελευταῖος ἀσπασμός τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καί φιλαδελφίας, ἀκούσθηκε ὁ ἐπικήδειος λόγος τοῦ Γέροντός μας, χωρίς λύπες, δάκρυα καί στεναγμούς…Ὅλα τελέσθηκαν μέσα σέ ἀτμόσφαιρα χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, διότι ἕνας Ἄδελφός, νικητής πλέον τοῦ θανάτου γίνεται σήμερα μέτοχος τῆς οὐρανίου δόξης καί πρέσβυς ἡμῶν πρός Κύριον.

Εὐχαριστοῦμεν τόν Κύριό μας, διότι μᾶς ἐχάρισε τόν π. Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε τότε, τό 1976,  γιά ἐμᾶς τούς 6-7 δοκίμους  Ἀδελφούς ἐγερτήριον σάλπισμα μετανοίας καί ὑπόδειγμα ἐναρέτου, ταπεινοῦ καί ὑπάκουου μοναχοῦ. Μᾶς οἰκοδόμησε πνευματικά καί μᾶς ἐστερέωσε στήν Μονή μας μέ τήν ἐλπίδα νά φέρουμε κι ἐμεῖς καρπούς εἰς τριάκοντα, ἑξήκοντα καί ἑκατόν.

Εἴθε νἄχουμε τήν εὐχή του ὅλοι μας καί ζητοῦμε πάντοτε τίς ἅγιες εὐχές του νά πρεσβεύη πρός Κύριον γιά τήν πνευματική μας πρόοδο καί τήν σωτηρία μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου