ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα κείμενο, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ «Τριώδιο» καὶ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, δηλαδὴ τὴν Αʹ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι διὰ μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάσθηκαν διάφορες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἠρνοῦντο τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καί, στὴν πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τὴν φιλοσοφία καὶ
τὸν στοχασμό, ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω σὲ διάφορα δογματικά θέματα.
Οἱ Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὶς Συνόδους ἀντιμετώπισαν αὐτὲς τὶς πλάνες. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων πάνω σὲ δογματικὰ θέματα καλοῦνται «῞Οροι». Γενικότερα, κάθε ἀπόφαση τῶν Συνόδων καλεῖται «Συνοδικόν». ῎Ετσι, ἔχουμε τὸν Συνοδικὸ Τόμο καὶ τὸν Συνοδικὸ ῞Ορο καί, ὁπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος ἔχει τὸ δικό της Συνοδικό.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. ῾Η ἀνάγνωσή τους τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἔδωσε τὸν τίτλο «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας».
Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθῆ ὅτι ἀργότερα στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» προσετέθη καὶ ὁ ῞Ορος Πίστεως τῶν ῾Ησυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος. ῎Ετσι, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» περιλαμβάνει τὶς ἀποφάσεις τόσο τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ τῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖες, ὅπως θὰ λεχθῆ πιὸ κάτω, ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ χαρακτηρίζωνται καὶ νὰ θεωροῦνται ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Θὰ ἐπιχειρηθῆ μιὰ ἀνάλυση τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» στὰ κεντρικά του σημεῖα. Δὲν θὰ εἶναι εὐρεῖα ἀνάλυση ὅλου τοῦ Συνοδικοῦ, ἀλλὰ θὰ τονισθοῦν τὰ κυριότερα, κατὰ τὴν γνώμη μου, σημεῖα, γιατὶ ἐκφράζουν τὸ ἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα συνδέεται καὶ συντονίζεται μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκαν συνοδικῶς.
ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», θὰ διαπιστώση ἀμέσως ὅτι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἐπευφημοῦνται οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ῾Ομολογητές.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ἀπὸ τὸ παριστάμενο λαὸ ἀναφωνεῖται τὸ «ἀνάθεμα» τρεῖς φορές· γιὰ τοὺς δεύτερους, ἀναφωνεῖται τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη» τρεῖς φορὲς σὲ κάθε πρόταση.
Μερικοὶ σκανδαλίζονται ὅταν βλέπουν καὶ ἀκοῦν μιὰ τέτοια ἐνέργεια, κυρίως ὅταν ἀκοῦν τὸ «ἀνάθεμα». Τὸ θεωροῦν πολὺ σκληρὸ καὶ λέγουν ὅτι ἐκφράζεται μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μισαλλόδοξο πνεῦμα ποὺ ἔχει ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. ῞Ομως τὰ πράγματα δὲν ἑρμηνεύονται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Οἱ ἀναθεματισμοὶ δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς φιλοσοφικὲς ἔννοιες καὶ ὡς μισαλλόδοξες καταστάσεις, ἀλλὰ ὡς ἰατρικὲς ἐνέργειες.
Πρῶτα-πρῶτα, οἱ αἱρετικοί, μὲ τὴν ἐπιλογὴ ποὺ ἔκαναν, κατέληξαν στὴν αἵρεση καὶ στὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας τὴν Φιλοσοφία, ἀντετάχθησαν στὴν Θεολογία καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνουν ὅτι ἀρρώστησαν καὶ στὴν πραγματικότητα ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.
῎Επειτα ὁ ἀφορισμός ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση, καὶ ἐκτός αὐτοῦ, βοηθοῦν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσσωνται ἀπὸ τὴν αἵρεση-ἀσθένεια.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνεδρίας Δʹ τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νὰ θέτουν, δηλαδή, τὸν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» γιὰ νὰ λάμπη σὲ ὅλους ποὺ βρίσκονται στὴν οἰκία
καὶ νὰ μὴν τὸν κρύπτουν «ὑπὸ τὸν μόδιον». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τὸν Κύριο, νὰ βαδίζουν ἀπροσκόπτως τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες «πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι καὶ τὸ σεσηπὸς μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι· καὶ τὸ πτύον κατέχοντες, τὴν ἅλωνα καθαίρουσι καὶ τὸν σῖτον, ἢτοι τὸν τρόφιμον λόγον, τὸν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ δὲ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρὶ ἀσβέστῳ»12.
῎Ετσι, οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σεσηπότα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνίατα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐκκόπτονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἐξετάζωνται οἱ αἱρετικοί. ῾Οπότε μπορεῖ κανεὶς νὰ δῆ τὴν φιλανθρωπία τῆς ᾿Εκκλησίας. Γιατί, ὅπως ἔχουμε τονίσει καὶ ἀλλοῦ, ὅταν κανεὶς διαθέτη λαθεμένη ἰατρικὴ διδασκαλία, τότε δὲν ὑπάρχουν θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα, ὁπότε δὲν θεραπεύεται, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φθάση στὴν θεραπεία. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὰ δόγματα ἢ τὴν πλανεμένη διδασκαλία. Μιὰ λαθεμένη διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται σὲ σφαλερὴ μεθοδολογία, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση.
Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἐξετάζεται τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο οἱ ἀναθεματισμοὶ ὅσο καὶ οἱ ἐπευφημίες ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, γιατὶ αὐτὰ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα
εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πλάθουν αὐτὲς τὶς διδασκαλίες καὶ στὴν συνέχεια ἀποκτοῦν ὀπαδούς.
Καί, μάλιστα, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς χρησιμοποιοῦνται φοβερὰ ἐπίθετα. Πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὰ φρικτὰ ἐπίθετα ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ἀπὸ ἠθικὴ ἔννοια, ἄλλωστε πολλοὶ αἱρεσιάρχες ἦταν «ἠθικοὶ» ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀπὸ θεολογική. Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ δοῦμε μερικὰ τέτοια ἐπίθετα καὶ μερικοὺς χαρακτηρισμοὺς πολὺ ἐνδεικτικούς.
Τοὺς Εἰκονομάχους, ποὺ καταφέρονταν ἐναντίον τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» τοὺς ὀνομάζει «φαυλιστὰς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», «τολμητὰς κατὰ τῆς εἰκόνος καὶ θρασεῖς, δειλοὺς καὶ πεφευγότας». Αὐτοὺς ποὺ ἄρχισαν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, στὴν ἐποχὴ τῶν ᾿Ισαύρων, τοὺς ὀνομάζει «ἀνιέρους καὶ ὁδηγοὺς ἀπωλείας». ῾Ο Γερόντιος ἀναθεματίζεται γιὰ «τὸν ἰὸν τῆς μυσαρᾶς αὐτοῦ αἱρέσεως… σὺν τοῖς διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι». ῾Η αἵρεση εἶναι ἀσθένεια καὶ ἡ αἱρετικὴ δογματικὴ δοξασία εἶναι διεστραμμένη, γιατὶ διαστρέφει τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. Δίδεται ἀναθεματισμὸς «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατὰ τῶν σεπτῶν Εἰκόνων».
῞Οπως ἐλέχθη, στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» μνημονεύονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Μὲ αὐτὸ φαίνεται ἀφ᾿ ἑνός μὲν ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποίησαν τὴν ἴδια μέθοδο καὶ στὴν οὐσία συμπίπτουν μεταξύ τους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι τόσο ἡ Ζʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅσο καὶ ἡ φερομένη ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὡς ἐκφραστὰς τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὡς συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
῾Ο ῎Αρειος ἀποκαλεῖται θεομάχος καὶ ἀρχηγὸς τῶν αἱρέσεων, ὁ Πέτρος ὁ Κναφεὺς παράφρων. ῾Ο ἴδιος χαρακτηρισμὸς «παράφρων» χρησιμοποιεῖται γιὰ πολλοὺς αἱρετικούς. Φυσικά, λέγονται παράφρονες ὄχι μὲ βιολογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς μὲ θεολογική. Τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν ᾿Ακίνδυνο, ἀρχηγοὺς τῶν ἀντι-ησυχαστικῶν διδασκαλιῶν, καὶ ὅλους τοὺς ὀπαδούς των τοὺς ὀνομάζει πονηρὰ συμμορία.
᾿Αντίθετα, γιὰ τοὺς ὑπερμάχους τῶν ὀρθοδόξων διδασκαλιῶν χρησιμοποιοῦνται ἐπίθετα, ὅπως εὐσεβής, ἁγιώτατος, καὶ ἀοίδιμος.
Καὶ πάλι πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει τὸν ἀληθινὸ τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ φθάση στὴν θέωση. ῎Αν σκεφθοῦμε ὅτι θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ πορευθῆ στὴν θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο αἰωνίως ἀθεράπευτο, χωρὶς ἐλπίδα θεραπείας καὶ σωτηρίας.
ΔΕΝ εἶναι δυνατόν, βέβαια, νὰ ἀναλύσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλο τὸ περίφημο καὶ μεγάλης σημασίας «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ῾Ο ἀναγνώστης πρέπει νὰ τὸ διάβαση προσεκτικὰ καὶ
θὰ διαπιστώση τὴν σπουδαιότητά του. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ δοῦμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα, νομίζω εἶναι ἡ βάση ὅλων ὅσων λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ἀλλὰ καὶ ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ δείχνουν κατὰ πόσον διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
῾Η καταδίκη τῆς Φιλοσοφίας
Σὲ ὅλο τὸ κείμενο τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» φαίνεται καθαρὰ ὅτι καταδικάζεται ἡ Φιλοσοφία. Καταδικάζεται τόσο ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Φιλοσοφία γιὰ νὰ μιλήση καὶ νὰ
παρουσιάση τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα καταλήγει. Καί, φυσικά, μιλώντας γιὰ Φιλοσοφία, ἐννοοῦμε τὴν μεταφυσική, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν ᾿Αριστοτέλη καὶ ἀπὸ ἄλλους μεταγενεστέρους φιλοσόφους. Θὰ δοῦμε ποιές αἱρετικὲς διδασκαλίες ἀφορίζονται καὶ ἀποβάλλονται.
᾿Αφορίζονται ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, καὶ τὰ ἀναμειγνύουν μὲ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Λέγεται χαρακτηριστικά:
«Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελομένοις τὰ τῶν ῾Ελλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ᾿Ορθοδόξῳ καὶ Καθολικῇ ᾿Εκκλησίᾳ, περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ, καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων, ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα».
Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται μὲν τὰ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, ἀλλὰ παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς.
Φαίνεται ὅτι καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὰ ἄλλα προσποιοῦνταν τὸν εὐσεβῆ, εἶχαν καλοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς, ὅμως δὲν παραδέχονταν τὴν δογματικὴ
διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Βέβαια, δὲν ἀφορίζονται αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτὰ τὰ ἔργα τῶν φιλοσόφων, ἀλλὰ ἡ προτίμηση τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν σὲ βάρος τῆς Πίστεως, καὶ ἡ χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ μελέτη τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ κατηγοροῦνται οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ παραδέχονται τὶς μάταιες θεωρίες τους.
Λέγεται: ἀνάθεμα «τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις». Καὶ, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, κατηγοροῦνται καὶ ἀναθεματίζονται ὅσοι προτιμοῦν «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν παραμένει σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ σὲ συγκεκριμένα θέματα, τὰ ὁποῖα καταδικάζει. Καί, ὅπως θὰ διαπιστωθῆ, ἀναφέρεται σὲ βασικὲς
διδασκαλίες τῆς Φιλοσοφίας, τῆς λεγομένης μεταφυσικῆς. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία Πλάτωνος περὶ ἰδεῶν.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη, ὑπάρχουν οἱ ἰδέες καὶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἀντιγραφὴ αὐτῶν τῶν ἰδεῶν ἢ πτώση ἀπὸ τὶς ἰδέες αὐτές. Κατὰ τὸν Πλάτωνα, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὸ νὰ ἐπιστρέψη ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» καταδικάζουν αὐτὴν τὴν ἄποψη καὶ τοὺς δεχομένους «τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας, ὡς ἀληθεῖς».
Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχος καὶ ὅλα τὰ κτίσματα εἶναι ἀΐδια καὶ ἄναρχα καί, βεβαίως, ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Οἱ δεχόμενοι αὐτὰ
καταδικάζονται: «Τοῖς τὴν ὕλην ἄναρχον, καὶ τὰς ἰδέας, ἢ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων καὶ Θεῷ δογματίζουσι, καὶ ὅτι περ οὐρανὸς καὶ γῆ, καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κτισμάτων ἀΐδιά τέ εἰσι καὶ
ἄναρχα, καὶ διαμένουσιν ἀναλλοίωτα… ἀνάθεμα». Η ὕλη καὶ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν παραμένουν ἀναλλοίωτα.
᾿Αλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς δημιουργίας ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν Θεολογία. Βασικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ
τοῦ μηδενός, «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἐκ «μὴ ὑπαρχούσης ὕλης». Αὐτὴ ἡ διδασκαλία κλονίζει ὅλα τὰ θεμέλια τῆς Φιλοσοφίας. ῾Η Φιλοσοφία πίστευε, ὅπως ἀναφέραμε, ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἀΐδιος. ῎Ετσι,
καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» ὅσοι δέχονται ὅτι «οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο».
Καὶ στὸ θέμα τῆς ψυχῆς ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας καί, ἑπομένως, καταδικάζονται ὅσοι δέχονται τὶς ἀπόψεις της. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν στὴν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς,
στὶς μετεμψυχώσεις καὶ στὸ ὅτι ὑπάρχει τέλος τῆς ψυχῆς, ὅτι, δηλαδή, κάποτε θὰ πεθάνη ἡ ψυχή. Τέτοιες διδασκαλίες εἰσεχώρησαν καὶ σὲ μερικοὺς θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ καταδικάζονται. ᾿Αναθεματίζονται ὅσοι δέχονται «ὅτι προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν» καὶ ὅσοι δέχονται ἀκόμη «τὰς μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις», καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀθετοῦν «ἀνάστασιν, κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν». ᾿Επίσης καταδικάζονται καὶ ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα σώματα θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ κριθοῦν «καὶ οὐχὶ μεθ᾿ ὧν κατὰ τὸν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο».
Παράλληλα μὲ αὐτά, καταδικάζονται καὶ ὅσοι δέχονται τὴν δοξασία τῶν φιλοσόφων ὅτι θὰ ὑπάρξη ἀποκατάσταση τῶν πάντων, δηλαδή, «ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἤ ἀποκατάστασις
αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων».
῞Οπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ τότε ἄνθρωποι ποὺ ὑπερτιμοῦσαν τοὺς φιλοσόφους ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὺς θεωροῦσαν ἀνώτερους καὶ γι᾿ αὐτὸ δέχονταν τὶς διδασκαλίες τους. ῞Οσοι, λοιπόν, διδάσκουν ὅτι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους
«κρείττονες εἰσὶ κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα, καὶ ἐν τῇ μελλούση κρίσει» τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ὅσοι ἀποβάλλουν τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσοι δὲν ἐκλαμβάνουν ὀρθὰ τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ προσπαθοῦν «παρερμηνεύειν τε καὶ περιστρέφειν» αὐτές, ἀναθεματίζονται. Γιατὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
᾿Αναφέραμε προηγουμένως ὅτι ὅλοι οἱ φιλόσοφοι εἶχαν μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο ποὺ διακρινόταν ἀπὸ τὴν μεθοδολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν λογικὴ καὶ τὴν
φαντασία γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν αὐτὰ τὰ θέματα, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔφθασαν στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη. ῾Η ἐσφαλμένη μέθοδος τῶν φιλοσόφων, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν, καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ᾿Αντίθετα, ἐπαινεῖται ἡ καθαρὰ πίστη καὶ ἡ ἁπλὴ καὶ ὁλόψυχος καρδία.
Γράφεται συγκεκριμένα:
«Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾷ, καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ καρ- δίᾳ τὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ, καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ τῶν λοιπῶν ῾Αγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλὰ πειρωμένοις, ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοῖς, ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν, καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν, ἀνάθεμα».
῞Οταν στηρίζεται κανεὶς μόνον στὴν λογικὴ καὶ στὴν φαντασία, τότε βρίσκεται σὲ λαθεμένη πορεία. Καί, ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἀκολούθησαν αὐτὸν τὸν δρόμο. Προσπάθησαν μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὴν φαντασία καὶ μὲ τὴν χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας νὰ ἀναλύσουν καὶ νὰ κατανοήσουν ὅλα τὰ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο, ποὺ εἶναι ὁ λεγόμενος ῾Ησυχασμός, ὁ ὁποῖος συνίσταται στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση.
Λέγοντας ὅλα αὐτά, πάλι πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ φιλόσοφοι στὴν ἐποχή τους ἔκαναν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν μερικὰ πράγματα ποὺ ζητοῦσαν λύση. ῞Ομως ἐκεῖνο
ποὺ μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀστόχησαν.
Μὲ ὅσα λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν προτρεπόμαστε νὰ σταματήσουμε νὰ μελετοῦμε τὰ συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, ἀλλὰ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε τόσο τὴν μέθοδό τους, ποὺ συνίσταται στὸν στοχασμὸ καὶ τὴν λογικοκρατία, ὅσο καὶ νὰ μὴν δεχόμαστε τὶς δοξασίες τους, γιατὶ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη Πίστη.
Οἱ θεωρίες περὶ ἰδεῶν, περὶ ἀνάρχου καὶ ἀϊδίου ὕλης περὶ αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, περὶ μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως, περὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης, περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων κ.λ.π. κλονίζουν τὶς διδασκαλίες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀναιροῦν τὴν ᾿Αποκάλυψη.
ΟΠΟΙΟΣ μελετήσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ὅταν φθάση στὰ κεφάλαια ποὺ ἀναφέρονται στὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου, θὰ παρατήρηση ἀσφαλῶς ὅτι ἕξι φορὲς ὑπάρχει ἡ φράση:
«κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Καὶ μάλιστα θὰ παρατήρηση ὅτι, ἀντικρούοντας ἡ Σύνοδος ὅλες τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἀναφέροντας τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στὸ συγκεκριμένο θέμα, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια φράση. Καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν καὶ δὲν ὁμολογοῦν «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ θεολογίες τῶν ῾Αγίων χαρακτηρίζονται θεόπνευστες. Καί, βέβαια, ἡ θεοπνευστία συνδέεται μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Οἱ ῞Αγιοι βίωσαν τὸν Θεό, ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, γνώρισαν προσωπικὰ τὸν Θεό, ἔφθασαν στὴν Πεντηκοστή, παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη καὶ γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι καὶ ἀπλανεῖς Διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὴν μέθοδο, τὴν ὁποία χρησιμοποίησαν καὶ τὸν τρόπο, τὸν ὁποῖο βίωσαν γιὰ νὰ γίνουν κατὰ Χάριν θεόπνευστοι. Αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ὁ ῾Ησυχασμός, ὁ
ὁποῖος συγκεκριμενοποιεῖται στὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ θέωση.
Αὐτοὶ οἱ θεούμενοι καὶ θεόπνευστοι ῞Αγιοι εἶναι οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ ᾿Απόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» λέγει:
«οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ᾿Απόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ᾿Εκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν».
῾Υπάρχει, ἑπομένως, ταυτότητα ἐμπειριῶν μὲ ὅλους τοὺς ῾Αγίους, ἀκριβῶς γιατὶ ἀκολούθησαν τὸν ἴδιο τρόπο, βίωσαν ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ φυγή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ
φυγὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ μέσα μας καὶ ἡ ἄνοδος στὴν θεωρία του Θεοῦ.
᾿Ακόμη, ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῶν ῾Αγίων συνδέεται στενὰ μὲ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα. Η ᾿Εκκλησία γεννᾶ τοὺς ῾Αγίους καὶ οἱ ῾Αγιοι ἐκφράζουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικές καὶ λαθεμένες ἀπόψεις πάνω σὲ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα.
Μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπάρχουν «οἱ πείρᾳ μεμυημένοι» καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ σέβονται αὐτοὺς τοὺς πεπειραμένους. ῎Ετσι, ἂν δὲν ἔχουμε δική μας πείρα στὰ θέματα αὐτά, πρέπει, ὁπωσδήποτε, νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν, θεουμένων καὶ πεπειραμένων ῾Αγίων. Μόνον ἔτσι ἔχουμε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Διαφορετικὰ ἀνοίγουμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή.
Πρέπει συνεχῶς νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
* * *
ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα ὑπέροχο πολὺ συνοπτικὸ κείμενο, ποὺ εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τὸ ἐνέταξε μέσα στὴν λατρεία Της, τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ διαβάζεται σὲ στάση προσοχῆς καὶ προσευχῆς. Εἶναι κείμενο ἱερό. Καὶ πρέπει νὰ προσαρμόζουμε ὅλη μας τὴν σκέψη καὶ πρὸ παντὸς τὴν ζωή μας σ᾿ αὐτό.
Χρειάζεται νὰ τὸ μελετοῦμε ἐπισταμένως γιὰ νὰ γνωρίζουμε σὲ τὶ συνίσταται ἡ ὀρθόδοξη Πίστη καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ζωή. Καὶ πραγματικὰ ἡ ὀρθόδοξη βιοτὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ σχολαστικισμοὺς καὶ ἠθικισμούς. Εἶναι ἡσυχαστικὴ καὶ θεολογική.
῾Η θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση στὸ κείμενο αὐτὸ δείχνει κατὰ πόσο διαπνεόμαστε ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιακτικὸ φρόνημα ἤ κατὰ πόσο διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό.
Εἴμαστε ἐκκλησιαστικοὶ ὅσο εἴμαστε ἁγιοπατερικοί
ΠΗΓΗ: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ:
Εἶναι γνωστὸ ὅτι διὰ μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάσθηκαν διάφορες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἠρνοῦντο τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καί, στὴν πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τὴν φιλοσοφία καὶ
τὸν στοχασμό, ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω σὲ διάφορα δογματικά θέματα.
Οἱ Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὶς Συνόδους ἀντιμετώπισαν αὐτὲς τὶς πλάνες. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων πάνω σὲ δογματικὰ θέματα καλοῦνται «῞Οροι». Γενικότερα, κάθε ἀπόφαση τῶν Συνόδων καλεῖται «Συνοδικόν». ῎Ετσι, ἔχουμε τὸν Συνοδικὸ Τόμο καὶ τὸν Συνοδικὸ ῞Ορο καί, ὁπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος ἔχει τὸ δικό της Συνοδικό.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. ῾Η ἀνάγνωσή τους τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἔδωσε τὸν τίτλο «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας».
Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθῆ ὅτι ἀργότερα στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» προσετέθη καὶ ὁ ῞Ορος Πίστεως τῶν ῾Ησυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος. ῎Ετσι, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» περιλαμβάνει τὶς ἀποφάσεις τόσο τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ τῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖες, ὅπως θὰ λεχθῆ πιὸ κάτω, ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ χαρακτηρίζωνται καὶ νὰ θεωροῦνται ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Θὰ ἐπιχειρηθῆ μιὰ ἀνάλυση τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» στὰ κεντρικά του σημεῖα. Δὲν θὰ εἶναι εὐρεῖα ἀνάλυση ὅλου τοῦ Συνοδικοῦ, ἀλλὰ θὰ τονισθοῦν τὰ κυριότερα, κατὰ τὴν γνώμη μου, σημεῖα, γιατὶ ἐκφράζουν τὸ ἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα συνδέεται καὶ συντονίζεται μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκαν συνοδικῶς.
ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», θὰ διαπιστώση ἀμέσως ὅτι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἐπευφημοῦνται οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ῾Ομολογητές.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ἀπὸ τὸ παριστάμενο λαὸ ἀναφωνεῖται τὸ «ἀνάθεμα» τρεῖς φορές· γιὰ τοὺς δεύτερους, ἀναφωνεῖται τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη» τρεῖς φορὲς σὲ κάθε πρόταση.
Μερικοὶ σκανδαλίζονται ὅταν βλέπουν καὶ ἀκοῦν μιὰ τέτοια ἐνέργεια, κυρίως ὅταν ἀκοῦν τὸ «ἀνάθεμα». Τὸ θεωροῦν πολὺ σκληρὸ καὶ λέγουν ὅτι ἐκφράζεται μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μισαλλόδοξο πνεῦμα ποὺ ἔχει ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. ῞Ομως τὰ πράγματα δὲν ἑρμηνεύονται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Οἱ ἀναθεματισμοὶ δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς φιλοσοφικὲς ἔννοιες καὶ ὡς μισαλλόδοξες καταστάσεις, ἀλλὰ ὡς ἰατρικὲς ἐνέργειες.
Πρῶτα-πρῶτα, οἱ αἱρετικοί, μὲ τὴν ἐπιλογὴ ποὺ ἔκαναν, κατέληξαν στὴν αἵρεση καὶ στὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας τὴν Φιλοσοφία, ἀντετάχθησαν στὴν Θεολογία καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνουν ὅτι ἀρρώστησαν καὶ στὴν πραγματικότητα ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.
῎Επειτα ὁ ἀφορισμός ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση, καὶ ἐκτός αὐτοῦ, βοηθοῦν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσσωνται ἀπὸ τὴν αἵρεση-ἀσθένεια.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνεδρίας Δʹ τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νὰ θέτουν, δηλαδή, τὸν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» γιὰ νὰ λάμπη σὲ ὅλους ποὺ βρίσκονται στὴν οἰκία
καὶ νὰ μὴν τὸν κρύπτουν «ὑπὸ τὸν μόδιον». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τὸν Κύριο, νὰ βαδίζουν ἀπροσκόπτως τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες «πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι καὶ τὸ σεσηπὸς μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι· καὶ τὸ πτύον κατέχοντες, τὴν ἅλωνα καθαίρουσι καὶ τὸν σῖτον, ἢτοι τὸν τρόφιμον λόγον, τὸν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ δὲ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρὶ ἀσβέστῳ»12.
῎Ετσι, οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σεσηπότα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνίατα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐκκόπτονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἐξετάζωνται οἱ αἱρετικοί. ῾Οπότε μπορεῖ κανεὶς νὰ δῆ τὴν φιλανθρωπία τῆς ᾿Εκκλησίας. Γιατί, ὅπως ἔχουμε τονίσει καὶ ἀλλοῦ, ὅταν κανεὶς διαθέτη λαθεμένη ἰατρικὴ διδασκαλία, τότε δὲν ὑπάρχουν θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα, ὁπότε δὲν θεραπεύεται, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φθάση στὴν θεραπεία. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὰ δόγματα ἢ τὴν πλανεμένη διδασκαλία. Μιὰ λαθεμένη διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται σὲ σφαλερὴ μεθοδολογία, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση.
Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἐξετάζεται τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο οἱ ἀναθεματισμοὶ ὅσο καὶ οἱ ἐπευφημίες ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, γιατὶ αὐτὰ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα
εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πλάθουν αὐτὲς τὶς διδασκαλίες καὶ στὴν συνέχεια ἀποκτοῦν ὀπαδούς.
Καί, μάλιστα, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς χρησιμοποιοῦνται φοβερὰ ἐπίθετα. Πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὰ φρικτὰ ἐπίθετα ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ἀπὸ ἠθικὴ ἔννοια, ἄλλωστε πολλοὶ αἱρεσιάρχες ἦταν «ἠθικοὶ» ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀπὸ θεολογική. Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ δοῦμε μερικὰ τέτοια ἐπίθετα καὶ μερικοὺς χαρακτηρισμοὺς πολὺ ἐνδεικτικούς.
Τοὺς Εἰκονομάχους, ποὺ καταφέρονταν ἐναντίον τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» τοὺς ὀνομάζει «φαυλιστὰς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», «τολμητὰς κατὰ τῆς εἰκόνος καὶ θρασεῖς, δειλοὺς καὶ πεφευγότας». Αὐτοὺς ποὺ ἄρχισαν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, στὴν ἐποχὴ τῶν ᾿Ισαύρων, τοὺς ὀνομάζει «ἀνιέρους καὶ ὁδηγοὺς ἀπωλείας». ῾Ο Γερόντιος ἀναθεματίζεται γιὰ «τὸν ἰὸν τῆς μυσαρᾶς αὐτοῦ αἱρέσεως… σὺν τοῖς διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι». ῾Η αἵρεση εἶναι ἀσθένεια καὶ ἡ αἱρετικὴ δογματικὴ δοξασία εἶναι διεστραμμένη, γιατὶ διαστρέφει τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. Δίδεται ἀναθεματισμὸς «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατὰ τῶν σεπτῶν Εἰκόνων».
῞Οπως ἐλέχθη, στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» μνημονεύονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Μὲ αὐτὸ φαίνεται ἀφ᾿ ἑνός μὲν ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποίησαν τὴν ἴδια μέθοδο καὶ στὴν οὐσία συμπίπτουν μεταξύ τους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι τόσο ἡ Ζʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅσο καὶ ἡ φερομένη ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὡς ἐκφραστὰς τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὡς συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
῾Ο ῎Αρειος ἀποκαλεῖται θεομάχος καὶ ἀρχηγὸς τῶν αἱρέσεων, ὁ Πέτρος ὁ Κναφεὺς παράφρων. ῾Ο ἴδιος χαρακτηρισμὸς «παράφρων» χρησιμοποιεῖται γιὰ πολλοὺς αἱρετικούς. Φυσικά, λέγονται παράφρονες ὄχι μὲ βιολογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς μὲ θεολογική. Τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν ᾿Ακίνδυνο, ἀρχηγοὺς τῶν ἀντι-ησυχαστικῶν διδασκαλιῶν, καὶ ὅλους τοὺς ὀπαδούς των τοὺς ὀνομάζει πονηρὰ συμμορία.
᾿Αντίθετα, γιὰ τοὺς ὑπερμάχους τῶν ὀρθοδόξων διδασκαλιῶν χρησιμοποιοῦνται ἐπίθετα, ὅπως εὐσεβής, ἁγιώτατος, καὶ ἀοίδιμος.
Καὶ πάλι πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει τὸν ἀληθινὸ τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ φθάση στὴν θέωση. ῎Αν σκεφθοῦμε ὅτι θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ πορευθῆ στὴν θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο αἰωνίως ἀθεράπευτο, χωρὶς ἐλπίδα θεραπείας καὶ σωτηρίας.
ΔΕΝ εἶναι δυνατόν, βέβαια, νὰ ἀναλύσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλο τὸ περίφημο καὶ μεγάλης σημασίας «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ῾Ο ἀναγνώστης πρέπει νὰ τὸ διάβαση προσεκτικὰ καὶ
θὰ διαπιστώση τὴν σπουδαιότητά του. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ δοῦμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα, νομίζω εἶναι ἡ βάση ὅλων ὅσων λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ἀλλὰ καὶ ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ δείχνουν κατὰ πόσον διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
῾Η καταδίκη τῆς Φιλοσοφίας
Σὲ ὅλο τὸ κείμενο τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» φαίνεται καθαρὰ ὅτι καταδικάζεται ἡ Φιλοσοφία. Καταδικάζεται τόσο ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Φιλοσοφία γιὰ νὰ μιλήση καὶ νὰ
παρουσιάση τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα καταλήγει. Καί, φυσικά, μιλώντας γιὰ Φιλοσοφία, ἐννοοῦμε τὴν μεταφυσική, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν ᾿Αριστοτέλη καὶ ἀπὸ ἄλλους μεταγενεστέρους φιλοσόφους. Θὰ δοῦμε ποιές αἱρετικὲς διδασκαλίες ἀφορίζονται καὶ ἀποβάλλονται.
᾿Αφορίζονται ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, καὶ τὰ ἀναμειγνύουν μὲ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Λέγεται χαρακτηριστικά:
«Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελομένοις τὰ τῶν ῾Ελλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ᾿Ορθοδόξῳ καὶ Καθολικῇ ᾿Εκκλησίᾳ, περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ, καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων, ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα».
Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται μὲν τὰ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, ἀλλὰ παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς.
Φαίνεται ὅτι καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὰ ἄλλα προσποιοῦνταν τὸν εὐσεβῆ, εἶχαν καλοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς, ὅμως δὲν παραδέχονταν τὴν δογματικὴ
διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Βέβαια, δὲν ἀφορίζονται αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτὰ τὰ ἔργα τῶν φιλοσόφων, ἀλλὰ ἡ προτίμηση τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν σὲ βάρος τῆς Πίστεως, καὶ ἡ χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ μελέτη τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ κατηγοροῦνται οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ παραδέχονται τὶς μάταιες θεωρίες τους.
Λέγεται: ἀνάθεμα «τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις». Καὶ, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, κατηγοροῦνται καὶ ἀναθεματίζονται ὅσοι προτιμοῦν «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν παραμένει σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ σὲ συγκεκριμένα θέματα, τὰ ὁποῖα καταδικάζει. Καί, ὅπως θὰ διαπιστωθῆ, ἀναφέρεται σὲ βασικὲς
διδασκαλίες τῆς Φιλοσοφίας, τῆς λεγομένης μεταφυσικῆς. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία Πλάτωνος περὶ ἰδεῶν.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη, ὑπάρχουν οἱ ἰδέες καὶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἀντιγραφὴ αὐτῶν τῶν ἰδεῶν ἢ πτώση ἀπὸ τὶς ἰδέες αὐτές. Κατὰ τὸν Πλάτωνα, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὸ νὰ ἐπιστρέψη ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» καταδικάζουν αὐτὴν τὴν ἄποψη καὶ τοὺς δεχομένους «τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας, ὡς ἀληθεῖς».
Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχος καὶ ὅλα τὰ κτίσματα εἶναι ἀΐδια καὶ ἄναρχα καί, βεβαίως, ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Οἱ δεχόμενοι αὐτὰ
καταδικάζονται: «Τοῖς τὴν ὕλην ἄναρχον, καὶ τὰς ἰδέας, ἢ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων καὶ Θεῷ δογματίζουσι, καὶ ὅτι περ οὐρανὸς καὶ γῆ, καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κτισμάτων ἀΐδιά τέ εἰσι καὶ
ἄναρχα, καὶ διαμένουσιν ἀναλλοίωτα… ἀνάθεμα». Η ὕλη καὶ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν παραμένουν ἀναλλοίωτα.
᾿Αλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς δημιουργίας ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν Θεολογία. Βασικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ
τοῦ μηδενός, «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἐκ «μὴ ὑπαρχούσης ὕλης». Αὐτὴ ἡ διδασκαλία κλονίζει ὅλα τὰ θεμέλια τῆς Φιλοσοφίας. ῾Η Φιλοσοφία πίστευε, ὅπως ἀναφέραμε, ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἀΐδιος. ῎Ετσι,
καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» ὅσοι δέχονται ὅτι «οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο».
Καὶ στὸ θέμα τῆς ψυχῆς ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας καί, ἑπομένως, καταδικάζονται ὅσοι δέχονται τὶς ἀπόψεις της. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν στὴν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς,
στὶς μετεμψυχώσεις καὶ στὸ ὅτι ὑπάρχει τέλος τῆς ψυχῆς, ὅτι, δηλαδή, κάποτε θὰ πεθάνη ἡ ψυχή. Τέτοιες διδασκαλίες εἰσεχώρησαν καὶ σὲ μερικοὺς θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ καταδικάζονται. ᾿Αναθεματίζονται ὅσοι δέχονται «ὅτι προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν» καὶ ὅσοι δέχονται ἀκόμη «τὰς μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις», καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀθετοῦν «ἀνάστασιν, κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν». ᾿Επίσης καταδικάζονται καὶ ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα σώματα θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ κριθοῦν «καὶ οὐχὶ μεθ᾿ ὧν κατὰ τὸν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο».
Παράλληλα μὲ αὐτά, καταδικάζονται καὶ ὅσοι δέχονται τὴν δοξασία τῶν φιλοσόφων ὅτι θὰ ὑπάρξη ἀποκατάσταση τῶν πάντων, δηλαδή, «ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἤ ἀποκατάστασις
αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων».
῞Οπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ τότε ἄνθρωποι ποὺ ὑπερτιμοῦσαν τοὺς φιλοσόφους ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὺς θεωροῦσαν ἀνώτερους καὶ γι᾿ αὐτὸ δέχονταν τὶς διδασκαλίες τους. ῞Οσοι, λοιπόν, διδάσκουν ὅτι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους
«κρείττονες εἰσὶ κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα, καὶ ἐν τῇ μελλούση κρίσει» τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ὅσοι ἀποβάλλουν τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσοι δὲν ἐκλαμβάνουν ὀρθὰ τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ προσπαθοῦν «παρερμηνεύειν τε καὶ περιστρέφειν» αὐτές, ἀναθεματίζονται. Γιατὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
᾿Αναφέραμε προηγουμένως ὅτι ὅλοι οἱ φιλόσοφοι εἶχαν μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο ποὺ διακρινόταν ἀπὸ τὴν μεθοδολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν λογικὴ καὶ τὴν
φαντασία γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν αὐτὰ τὰ θέματα, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔφθασαν στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη. ῾Η ἐσφαλμένη μέθοδος τῶν φιλοσόφων, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν, καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ᾿Αντίθετα, ἐπαινεῖται ἡ καθαρὰ πίστη καὶ ἡ ἁπλὴ καὶ ὁλόψυχος καρδία.
Γράφεται συγκεκριμένα:
«Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾷ, καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ καρ- δίᾳ τὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ, καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ τῶν λοιπῶν ῾Αγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλὰ πειρωμένοις, ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοῖς, ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν, καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν, ἀνάθεμα».
῞Οταν στηρίζεται κανεὶς μόνον στὴν λογικὴ καὶ στὴν φαντασία, τότε βρίσκεται σὲ λαθεμένη πορεία. Καί, ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἀκολούθησαν αὐτὸν τὸν δρόμο. Προσπάθησαν μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὴν φαντασία καὶ μὲ τὴν χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας νὰ ἀναλύσουν καὶ νὰ κατανοήσουν ὅλα τὰ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο, ποὺ εἶναι ὁ λεγόμενος ῾Ησυχασμός, ὁ ὁποῖος συνίσταται στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση.
Λέγοντας ὅλα αὐτά, πάλι πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ φιλόσοφοι στὴν ἐποχή τους ἔκαναν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν μερικὰ πράγματα ποὺ ζητοῦσαν λύση. ῞Ομως ἐκεῖνο
ποὺ μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀστόχησαν.
Μὲ ὅσα λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν προτρεπόμαστε νὰ σταματήσουμε νὰ μελετοῦμε τὰ συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, ἀλλὰ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε τόσο τὴν μέθοδό τους, ποὺ συνίσταται στὸν στοχασμὸ καὶ τὴν λογικοκρατία, ὅσο καὶ νὰ μὴν δεχόμαστε τὶς δοξασίες τους, γιατὶ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη Πίστη.
Οἱ θεωρίες περὶ ἰδεῶν, περὶ ἀνάρχου καὶ ἀϊδίου ὕλης περὶ αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, περὶ μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως, περὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης, περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων κ.λ.π. κλονίζουν τὶς διδασκαλίες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀναιροῦν τὴν ᾿Αποκάλυψη.
ΟΠΟΙΟΣ μελετήσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ὅταν φθάση στὰ κεφάλαια ποὺ ἀναφέρονται στὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου, θὰ παρατήρηση ἀσφαλῶς ὅτι ἕξι φορὲς ὑπάρχει ἡ φράση:
«κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Καὶ μάλιστα θὰ παρατήρηση ὅτι, ἀντικρούοντας ἡ Σύνοδος ὅλες τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἀναφέροντας τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στὸ συγκεκριμένο θέμα, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια φράση. Καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν καὶ δὲν ὁμολογοῦν «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ θεολογίες τῶν ῾Αγίων χαρακτηρίζονται θεόπνευστες. Καί, βέβαια, ἡ θεοπνευστία συνδέεται μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Οἱ ῞Αγιοι βίωσαν τὸν Θεό, ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, γνώρισαν προσωπικὰ τὸν Θεό, ἔφθασαν στὴν Πεντηκοστή, παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη καὶ γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι καὶ ἀπλανεῖς Διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὴν μέθοδο, τὴν ὁποία χρησιμοποίησαν καὶ τὸν τρόπο, τὸν ὁποῖο βίωσαν γιὰ νὰ γίνουν κατὰ Χάριν θεόπνευστοι. Αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ὁ ῾Ησυχασμός, ὁ
ὁποῖος συγκεκριμενοποιεῖται στὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ θέωση.
Αὐτοὶ οἱ θεούμενοι καὶ θεόπνευστοι ῞Αγιοι εἶναι οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ ᾿Απόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» λέγει:
«οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ᾿Απόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ᾿Εκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν».
῾Υπάρχει, ἑπομένως, ταυτότητα ἐμπειριῶν μὲ ὅλους τοὺς ῾Αγίους, ἀκριβῶς γιατὶ ἀκολούθησαν τὸν ἴδιο τρόπο, βίωσαν ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ φυγή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ
φυγὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ μέσα μας καὶ ἡ ἄνοδος στὴν θεωρία του Θεοῦ.
᾿Ακόμη, ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῶν ῾Αγίων συνδέεται στενὰ μὲ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα. Η ᾿Εκκλησία γεννᾶ τοὺς ῾Αγίους καὶ οἱ ῾Αγιοι ἐκφράζουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικές καὶ λαθεμένες ἀπόψεις πάνω σὲ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα.
Μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπάρχουν «οἱ πείρᾳ μεμυημένοι» καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ σέβονται αὐτοὺς τοὺς πεπειραμένους. ῎Ετσι, ἂν δὲν ἔχουμε δική μας πείρα στὰ θέματα αὐτά, πρέπει, ὁπωσδήποτε, νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν, θεουμένων καὶ πεπειραμένων ῾Αγίων. Μόνον ἔτσι ἔχουμε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Διαφορετικὰ ἀνοίγουμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή.
Πρέπει συνεχῶς νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
* * *
ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα ὑπέροχο πολὺ συνοπτικὸ κείμενο, ποὺ εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τὸ ἐνέταξε μέσα στὴν λατρεία Της, τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ διαβάζεται σὲ στάση προσοχῆς καὶ προσευχῆς. Εἶναι κείμενο ἱερό. Καὶ πρέπει νὰ προσαρμόζουμε ὅλη μας τὴν σκέψη καὶ πρὸ παντὸς τὴν ζωή μας σ᾿ αὐτό.
Χρειάζεται νὰ τὸ μελετοῦμε ἐπισταμένως γιὰ νὰ γνωρίζουμε σὲ τὶ συνίσταται ἡ ὀρθόδοξη Πίστη καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ζωή. Καὶ πραγματικὰ ἡ ὀρθόδοξη βιοτὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ σχολαστικισμοὺς καὶ ἠθικισμούς. Εἶναι ἡσυχαστικὴ καὶ θεολογική.
῾Η θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση στὸ κείμενο αὐτὸ δείχνει κατὰ πόσο διαπνεόμαστε ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιακτικὸ φρόνημα ἤ κατὰ πόσο διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό.
Εἴμαστε ἐκκλησιαστικοὶ ὅσο εἴμαστε ἁγιοπατερικοί
ΠΗΓΗ: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου