Σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ο οποίος επιθυμούσε να ετοιμάσει ένα πάναγνο κατοικητήριο για να κατασκηνώσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν επετράπη στον Ιωακείμ και την Άννα να αποκτήσουν απογόνους. Και οι δύο είχαν φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και είχαν μείνει στείροι – συμβολίζοντας την ανθρώπινη φύση, στρεβλωμένη και αποξηραμένη από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου -, δεν έπαυσαν ωστόσο να παρακαλούν τον Θεό να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που είχε αποσυρθεί σε ένα βουνό και στην Άννα που θρηνούσε την δυστυχία της στον κήπο τους, για να τους αναγγείλει ότι επρόκειτο σύντομα να εκπληρωθούν στο πρόσωπό τους οι πάλαι προφητείες και ότι θα γεννούσαν τέκνο που προοριζόταν να καταστεί η αυθεντική Κιβωτόςτης καινής Διαθήκης, η θεία Κλίμαξ, η άφλεκτος Βάτος, το αλατόμητον Όρος, ο ζωντανός Ναός όπου θα κατοικούσε ο Λόγος του Θεού
Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) <2>. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ. Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.
Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.
ΠΗΓΗ.ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ
Μηνύματα από την Εορτή.
Το πρώτο που τονίζει η ακολουθία της εορτής, η οποία και αυτή στηρίζεται σε πηγές πέραν της Καινής Διαθήκης – δείγμα, είχαμε πει σε ανάλογο προβληματισμό άλλης εορτής για την Παναγία, της ελευθερίας της ίδιας της Εκκλησίας να προσλαμβάνει υλικό και έξω από την Αγία Γραφή, όταν βλέπει ότι είναι αληθινό – το πρώτο λοιπόν που τονίζει είναι το γεγονός ότι η σύλληψη και η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι θέμα μόνον των γονιών του. Πολλά ζευγάρια, και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο ιατρικό πρόβλημα, αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, με αποτέλεσμα να θλίβονται, να αγχώνονται, να προσπαθούν να εξεύρουν διάφορες λύσεις προς υπέρβασή του. Για την πίστη της Εκκλησίας μας, η σύλληψη και η γέννηση είναι θέμα συνεργασίας του ζεύγους και της ίδιας της ενέργειας του Θεού. «Ο Θεός διανοίγει την μήτραν της γυναικός» μας διδάσκει ο λόγος του Θεού, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως ζεύγος προσφέρει τον εαυτό του και ο Θεός ενεργοποιεί και μεταποιεί την προσφορά αυτή, ώστε να υπάρξει η καρποφορία. Δεν έχει σημασία αν έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος. Η ενέργεια του Θεού λειτουργεί, έστω και κατά τρόπο ανεπίγνωστο από πολλούς, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και του κάθε όντος επί γης, που η ενέργεια του Θεού τα φέρνει σε φως και τα διακρατεί, είτε υπάρχει η πίστη σ’ Αυτόν είτε όχι. «Ο γαρ Θεός εστίν ο διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα», κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο.
Η ατεκνία λοιπόν ενός ζεύγους εξαρτάται και από το θέλημα του Θεού, που σημαίνει λειτουργεί εν προκειμένω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο του Ίδιου, το οποίο συνήθως το ζεύγος αδυνατεί να το κατανοήσει παρά μόνον μετά από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Η επίγνωση όμως της συνεργείας αυτής, Θεού και ανθρώπου, για ένα τόσο μεγάλο έργο: τον ερχομό στον κόσμο ενός παιδιού, μπορεί να ενεργοποιήσει την προσευχή του ανθρώπου, την εκζήτηση από Αυτόν της χάρης Του, ώστε να «μεταβάλει» ακόμη και αυτό το σχέδιό Του. Και πράγματι, όχι λίγες φορές, ο Θεός μεταστρέφεται, υπακούοντας στο αίτημα των ανθρώπων, και δίνει τη χάρη της καρποφορίας στη γυναίκα και την υπέρβαση επομένως της ατεκνίας της.
Τον προβληματισμό αυτό τον βλέπουμε, όπως είπαμε, έντονα και στη συγκεκριμένη εορτή της συλλήψεως της αγίας Άννης. Άτεκνο το άγιο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης, δεν χάνει όμως την ελπίδα του στον Θεό. Και μάλιστα σε εποχή για τους Ιουδαίους, που η ατεκνία θεωρείτο μέγα όνειδος, ντροπή, αφού αποδείκνυε ότι το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέσον ερχομού του Μεσσία στον κόσμο. Και γι’ αυτό αποδύεται σε προσευχή. Η δραματική ένταση των ύμνων εν προκειμένω φτάνει στο απώγειό της: «Αδωναΐ Σαβαώθ, το της απαιδίας οίδας όνειδος∙ αυτός την οδύνην μου, της καρδίας διάλυσον, και τους της μήτρας, καταρράκτας διάνοιξον, και την άκαρπον, καρποφόρον ανάδειξον». (Κύριε των Δυνάμεων, γνωρίζεις την ντροπή της απαιδίας. Συ λοιπόν διάλυσε την οδύνη της καρδιάς μου και διάνοιξε τους καταρράκτες της μήτρας και ανάδειξέ με, εμένα που είμαι άκαρπη, καρποφόρο). Και η προσευχή της εισακούεται. Ο Θεός επιβλέπει επί το άγιο ζεύγος. «Πάλαι προσευχομένη πιστώς, Άννα η σώφρων και Θεώ ικετεύουσα, Αγγέλου φωνής ακούει, προσβεβαιούντος αυτή, την των αιτουμένων θείαν έκβασιν». (Παλαιά καθώς προσευχόταν με πίστη η Αννα η σώφρων και ικέτευε τον Θεό, ακούει φωνή Αγγέλου, που την βεβαίωνε ότι ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις προσευχές της). «Υπήκουσε της Άννης Θεός τους στεναγμούς και προσέσχε Κύριος δεήσει τη αυτής». (Υπάκουσε ο Θεός τους στεναγμούς της Άννας και πρόσεξε ο Κύριος τη δέησή της).
Το γεγονός της επέμβασης του Θεού, που τη στείρωση την κάνει καρπογονία, το προσλαμβάνει ο υμνογράφος για να το διευρύνει και επί πνευματικού επιπέδου: πέρα από το ότι κάνει αναδρομή στο παρελθόν για να δείξει αντίστοιχες καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης – «Συ ο τη Σάρρα δους ποτέ εν γήρα βαθυτάτω…υιόν τον μέγαν Ισαάκ∙ συ ο διανοίξας την στειρεύουσαν νηδύν της Άννης, Παντοδύναμε, μητρός Σαμουήλ του προφήτου σου» (Συ, παντοδύναμε, που έδωσες κάποτε σε βαθύτατο γήρας στη Σάρρα υιό, τον μέγα Ισαάκ, συ που διάνοιξες τη στείρα κοιλιά της Άννας, της μητέρας του προφήτου σου Σαμουήλ) – θεωρεί ότι ο Θεός, όπως παλιά, όπως τώρα με την Άννα, κατεξοχήν όμως μετά τον ερχομό Του στον κόσμο, μπορεί την άνυδρη και χωρίς χάρη ανθρώπινη φύση να την μεταβάλει και να της δώσει τη δροσιά που πρέπει, ώστε να καρποφορήσει.«Η του κόσμου σήμερον χαρά, λόγω προκηρύττεται, και μητρικάς οδύνας εις ευφρόσυνον χαρμονήν μεθίστησι, και πολύτεκνον την της φύσεως στείρωσιν έσεσθαι μηνύει, έργοις τοις της χάριτος πληθύνουσαν». (Η χαρά του κόσμου σήμερα προκηρύσσεται με λόγο και αλλάζει τις μητρικές οδύνες σε χαρά ευφροσύνης, και φανερώνει ότι η στείρωση της φύσης θα γίνει καρποφόρα, που πληθαίνει με τα έργα της χάρης). Κι αυτό σημαίνει ότι εμείς που ζούμε πια μετά Χριστόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση ξηρασίας και αν βρισκόμαστε, πνευματική ή ηθική, αν στραφούμε με πίστη στον Θεό, θα δούμε τη θαυματουργική επέμβασή Του. Ο Θεός θα διανοίξει τις πόρτες της καρδιάς μας, ώστε να πλημμυρίσουμε από την παρουσία της χάρης Του. Αρκεί να υπομένουμε και να επιμένουμε.
Κι είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε ότι η σύλληψη της αγίας Άννης αποτελεί εορτή της Εκκλησίας μας όχι πρωτίστως για να δείξει το αποτέλεσμα της υπομονής και της επιμονής στη δέηση του Θεού, αλλά διότι με τη σύλληψή της αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τη γέννηση Εκείνης, η οποία σαν νέος ουρανός θα έφερνε τον κόσμο τον ήλιο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Με την προοπτική του ερχομού του Κυρίου φωτίζεται και αυτή η εορτή, συνεπώς είναι μία ακόμη αφορμή δοξολογίας του αγίου ονόματός Του. «Ο νέος ουρανός, εν κοιλία της Άννης τεκταίνεται Θεού παντουργού επινεύσει∙ εξ ου και επέλαμψεν ο ανέσπερος ήλιος, κόσμον άπαντα φωταγωγών ταις ακτίσι της Θεότητος» (Ο νέος ουρανός, δηλαδή η Παναγία, με τη θέληση του παντουργού Θεού φτιάχνεται στην κοιλιά της Άννας. Από αυτόν τον ουρανό έλαμψε δυνατά και ο ανέσπερος ήλιος, δηλαδή ο Χριστός, που δίνει φως σε όλον τον κόσμο με τις ακτίνες της θεότητας).
Η Άσπιλλη Σύλληψη της Θεοτόκου και η Ορθόδοξη Εκκλησία
Η Μαρία γεννήθηκε ως απλός άνθρωπος, όπως όλοι οι έλκοντες την καταγωγή από τον Αδάμ παρά την αντίθετη άποψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Δυτική Εκκλησία ανήγαγε σε δόγμα την αποκαλούμενη «άσπιλο» σύλληψη της Θεοτόκου. Με το δόγμα όμως αυτό θίγεται συνολικά το πλαίσιο προετοιμασίας και της προσωπικής πορείας της Παρθένου προς την τελείωση για την υποδοχή του Θεού. Επίσης αποδυναμώνεται η ισχύς του προτύπου αγιότητος που η ίδια οικοδόμησε, αφού λογικά πλέον ο τέλειος δεν χρειάζεται να τελειωθεί. Αυτό που φαίνεται καθαρά στα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι ότι «η Θεοτόκος εξ επαγγελίας προέρχεται· άγγελος γαρ καταμηνύει της γενησομένης την σύλληφιν», Έπρεπε έτσι να γίνει, αφού επρόκειτο για τη μέλλουσα κατά σάρκα λοχεύτρια του μόνου και τέλειου Θεού.
Στην Παλαιά Διαθήκη οι προφήτες προανήγγειλαν την έλευση του Μεσσία από το γένος Δαυίδ, πράγμα που υποδηλώνει την καταγωγή της Παρθένου από το ανθρώπινο γένος: «Ώμοσεν κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν. Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί τον θρόνον σου». Στην Καινή Διαθήκη οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι επιβεβαιώνουν έμμεσα ή άμεσα αυτά που προείπαν οι προφήτες για την «κατά σάρκα» γέννηση του Ιησού Χριστού και για το «κέρας σωτηρίας» από τον οίκο Δαυίδ, από όπου προήλθε η Παρθένος Μαρία. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος στο υπόμνημά του στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, αναφερόμενος στην καταγωγή του Ιησού από το γένος Δαυίδ, διερευνά έμμεσα μέσω του μνηστήρα Ιωσήφ την καταγωγή της Μαρίας, αφού οι Ιουδαίοι δεν συνήθιζαν να γενεαλογούν τις γυναίκες. Αφού λοιπόν ο Ιωσήφ καταγόταν από τη φυλή Ιούδα και το γένος Δαυίδ, και με δεδομένη την ιουδαϊκή πρακτική των κλειστών γάμων, η Παρθένος Μαρία καταγόταν από το ίδιο με εκείνον γένος .
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι Πατέρες συνδέουν τη γέννηση τής Παρθένου με την ευλογία των άτεκνων γονέων της Ιωακείμ και Άννας. Χαρακτηριστικά γράφει ότι «ο αγαθός Θεός επιδών και κατοικτειρήσας της οικείας χειρός το πλαστούργημα, και τούτο βουληθείς ανασώσασθαι, λύει την της χάριτος στείρωσιν, φημί της θεόφρονος, και τίκτει παίδα». Με τη δυνατή πίστη και την ελπίδα στον Θεό ο Ιωακείμ και η Άννα υπέμειναν καρτερικά τη δοκιμασία της ατεκνίας που την εποχή εκείνη εθεωρείτο όνειδος κυρίως για τη γυναίκα. Με θαυμαστή πραότητα, αγαθά έργα και δάκρυα ικεσίας κατόρθωσαν να υπερβούν τη θλίψη, τις επικρίσεις και το χλευασμό εκ μέρους των ιερέων, αρχιερέων και των συγγενών τους για την ατεκνία. Η ζωή τους, παρά τη βασιλική καταγωγή, υπήρξε αθόρυβη, σεμνή και άκρως ταπεινή, μακριά από κάθε υψηλοφροσύνη ή κοινωνικές διεκδικήσεις, αφού ήταν συντεταγμένη καθόλα με το θείο θέλημα. Γι’ αυτό και ο κοινός βίος τους παραμένει πάντοτε οδηγός αληθινής σωφροσύνης και μελέτημα των προσόντων της αυθεντικής συζυγίας.
Η Άννα ήταν στείρα, αλλά όχι και άτεκνη. Ο ίδιος ο Θεός την προόρισε πριν από πολλές γενεές να γίνει μητέρα της Παρθένου, εκείνης που θα προσέφερε σάρκα για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του. Είναι χαρακτηριστικό το Τροπάριο που αναφέρεται ειδικά στη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας: «Όθεν ο της κτίσεως εβλάστησε, Κτίστης εν δούλου μορφή». Ο Ανδρέας Κρήτης αποκαλεί τήν Άννα «θεόφρονα» και την μακαρίζει ως ρίζα της ζωής, αφού γέννησε «παρ’ ελπίδα και εξ επαγγελίας παρθενόφυτον άνθος». Θα πρέπει να αγάλλεται ολόκληρη η κτίση, γιατί «γυνή…της σωτηρίας άρτι την απαρχήν εισκεκόμικε· και η πάλαι κατάκριτος, εδείχθη Θεόκριτος» .
Από τους μητρικούς κόλπους της αγίας Άννας αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα για τη σωτηρία και λύτρωση του γένους που ολίσθησε στην πτώση και βυθίστηκε στην απόγνωση. Με τη σύλληψη όμως της Παρθένου καταλύεται η οδύνη της λύπης και τη θέση της διαδέχεται η παρηγοριά που δεν έχει πλέον τέλος· και αυτό γιατί ήδη άρχισε η αναζήτηση του χαμένου ανθρώπου και η αποκάλυψη της ευσπλαχνίας του Θεού για την ανάκληση αυτού, που έπλασε κατ’ εικόνα του, στο αρχέγονο αξίωμα και κάλλος. Με τη γέννηση της Παρθένου Μαρίας, ο Ιωακείμ και η Άννα ελευθερώθηκαν από τον ονειδισμό της ατεκνίας και πέρασαν από την κατάσταση της θλίψεως στην προοπτική της χάριτος, σε μια νέα ζωή, πλήρη χαράς και ευφροσύνης.
ΠΗΓΕΣ:.Ιστολόγιο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ-Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 65-68, 73-76)
Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) <2>. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ. Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.
Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.
ΠΗΓΗ.ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ
Μηνύματα από την Εορτή.
Το πρώτο που τονίζει η ακολουθία της εορτής, η οποία και αυτή στηρίζεται σε πηγές πέραν της Καινής Διαθήκης – δείγμα, είχαμε πει σε ανάλογο προβληματισμό άλλης εορτής για την Παναγία, της ελευθερίας της ίδιας της Εκκλησίας να προσλαμβάνει υλικό και έξω από την Αγία Γραφή, όταν βλέπει ότι είναι αληθινό – το πρώτο λοιπόν που τονίζει είναι το γεγονός ότι η σύλληψη και η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι θέμα μόνον των γονιών του. Πολλά ζευγάρια, και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο ιατρικό πρόβλημα, αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, με αποτέλεσμα να θλίβονται, να αγχώνονται, να προσπαθούν να εξεύρουν διάφορες λύσεις προς υπέρβασή του. Για την πίστη της Εκκλησίας μας, η σύλληψη και η γέννηση είναι θέμα συνεργασίας του ζεύγους και της ίδιας της ενέργειας του Θεού. «Ο Θεός διανοίγει την μήτραν της γυναικός» μας διδάσκει ο λόγος του Θεού, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως ζεύγος προσφέρει τον εαυτό του και ο Θεός ενεργοποιεί και μεταποιεί την προσφορά αυτή, ώστε να υπάρξει η καρποφορία. Δεν έχει σημασία αν έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος. Η ενέργεια του Θεού λειτουργεί, έστω και κατά τρόπο ανεπίγνωστο από πολλούς, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και του κάθε όντος επί γης, που η ενέργεια του Θεού τα φέρνει σε φως και τα διακρατεί, είτε υπάρχει η πίστη σ’ Αυτόν είτε όχι. «Ο γαρ Θεός εστίν ο διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα», κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο.
Η ατεκνία λοιπόν ενός ζεύγους εξαρτάται και από το θέλημα του Θεού, που σημαίνει λειτουργεί εν προκειμένω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο του Ίδιου, το οποίο συνήθως το ζεύγος αδυνατεί να το κατανοήσει παρά μόνον μετά από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Η επίγνωση όμως της συνεργείας αυτής, Θεού και ανθρώπου, για ένα τόσο μεγάλο έργο: τον ερχομό στον κόσμο ενός παιδιού, μπορεί να ενεργοποιήσει την προσευχή του ανθρώπου, την εκζήτηση από Αυτόν της χάρης Του, ώστε να «μεταβάλει» ακόμη και αυτό το σχέδιό Του. Και πράγματι, όχι λίγες φορές, ο Θεός μεταστρέφεται, υπακούοντας στο αίτημα των ανθρώπων, και δίνει τη χάρη της καρποφορίας στη γυναίκα και την υπέρβαση επομένως της ατεκνίας της.
Τον προβληματισμό αυτό τον βλέπουμε, όπως είπαμε, έντονα και στη συγκεκριμένη εορτή της συλλήψεως της αγίας Άννης. Άτεκνο το άγιο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης, δεν χάνει όμως την ελπίδα του στον Θεό. Και μάλιστα σε εποχή για τους Ιουδαίους, που η ατεκνία θεωρείτο μέγα όνειδος, ντροπή, αφού αποδείκνυε ότι το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέσον ερχομού του Μεσσία στον κόσμο. Και γι’ αυτό αποδύεται σε προσευχή. Η δραματική ένταση των ύμνων εν προκειμένω φτάνει στο απώγειό της: «Αδωναΐ Σαβαώθ, το της απαιδίας οίδας όνειδος∙ αυτός την οδύνην μου, της καρδίας διάλυσον, και τους της μήτρας, καταρράκτας διάνοιξον, και την άκαρπον, καρποφόρον ανάδειξον». (Κύριε των Δυνάμεων, γνωρίζεις την ντροπή της απαιδίας. Συ λοιπόν διάλυσε την οδύνη της καρδιάς μου και διάνοιξε τους καταρράκτες της μήτρας και ανάδειξέ με, εμένα που είμαι άκαρπη, καρποφόρο). Και η προσευχή της εισακούεται. Ο Θεός επιβλέπει επί το άγιο ζεύγος. «Πάλαι προσευχομένη πιστώς, Άννα η σώφρων και Θεώ ικετεύουσα, Αγγέλου φωνής ακούει, προσβεβαιούντος αυτή, την των αιτουμένων θείαν έκβασιν». (Παλαιά καθώς προσευχόταν με πίστη η Αννα η σώφρων και ικέτευε τον Θεό, ακούει φωνή Αγγέλου, που την βεβαίωνε ότι ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις προσευχές της). «Υπήκουσε της Άννης Θεός τους στεναγμούς και προσέσχε Κύριος δεήσει τη αυτής». (Υπάκουσε ο Θεός τους στεναγμούς της Άννας και πρόσεξε ο Κύριος τη δέησή της).
Το γεγονός της επέμβασης του Θεού, που τη στείρωση την κάνει καρπογονία, το προσλαμβάνει ο υμνογράφος για να το διευρύνει και επί πνευματικού επιπέδου: πέρα από το ότι κάνει αναδρομή στο παρελθόν για να δείξει αντίστοιχες καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης – «Συ ο τη Σάρρα δους ποτέ εν γήρα βαθυτάτω…υιόν τον μέγαν Ισαάκ∙ συ ο διανοίξας την στειρεύουσαν νηδύν της Άννης, Παντοδύναμε, μητρός Σαμουήλ του προφήτου σου» (Συ, παντοδύναμε, που έδωσες κάποτε σε βαθύτατο γήρας στη Σάρρα υιό, τον μέγα Ισαάκ, συ που διάνοιξες τη στείρα κοιλιά της Άννας, της μητέρας του προφήτου σου Σαμουήλ) – θεωρεί ότι ο Θεός, όπως παλιά, όπως τώρα με την Άννα, κατεξοχήν όμως μετά τον ερχομό Του στον κόσμο, μπορεί την άνυδρη και χωρίς χάρη ανθρώπινη φύση να την μεταβάλει και να της δώσει τη δροσιά που πρέπει, ώστε να καρποφορήσει.«Η του κόσμου σήμερον χαρά, λόγω προκηρύττεται, και μητρικάς οδύνας εις ευφρόσυνον χαρμονήν μεθίστησι, και πολύτεκνον την της φύσεως στείρωσιν έσεσθαι μηνύει, έργοις τοις της χάριτος πληθύνουσαν». (Η χαρά του κόσμου σήμερα προκηρύσσεται με λόγο και αλλάζει τις μητρικές οδύνες σε χαρά ευφροσύνης, και φανερώνει ότι η στείρωση της φύσης θα γίνει καρποφόρα, που πληθαίνει με τα έργα της χάρης). Κι αυτό σημαίνει ότι εμείς που ζούμε πια μετά Χριστόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση ξηρασίας και αν βρισκόμαστε, πνευματική ή ηθική, αν στραφούμε με πίστη στον Θεό, θα δούμε τη θαυματουργική επέμβασή Του. Ο Θεός θα διανοίξει τις πόρτες της καρδιάς μας, ώστε να πλημμυρίσουμε από την παρουσία της χάρης Του. Αρκεί να υπομένουμε και να επιμένουμε.
Κι είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε ότι η σύλληψη της αγίας Άννης αποτελεί εορτή της Εκκλησίας μας όχι πρωτίστως για να δείξει το αποτέλεσμα της υπομονής και της επιμονής στη δέηση του Θεού, αλλά διότι με τη σύλληψή της αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τη γέννηση Εκείνης, η οποία σαν νέος ουρανός θα έφερνε τον κόσμο τον ήλιο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Με την προοπτική του ερχομού του Κυρίου φωτίζεται και αυτή η εορτή, συνεπώς είναι μία ακόμη αφορμή δοξολογίας του αγίου ονόματός Του. «Ο νέος ουρανός, εν κοιλία της Άννης τεκταίνεται Θεού παντουργού επινεύσει∙ εξ ου και επέλαμψεν ο ανέσπερος ήλιος, κόσμον άπαντα φωταγωγών ταις ακτίσι της Θεότητος» (Ο νέος ουρανός, δηλαδή η Παναγία, με τη θέληση του παντουργού Θεού φτιάχνεται στην κοιλιά της Άννας. Από αυτόν τον ουρανό έλαμψε δυνατά και ο ανέσπερος ήλιος, δηλαδή ο Χριστός, που δίνει φως σε όλον τον κόσμο με τις ακτίνες της θεότητας).
Η Άσπιλλη Σύλληψη της Θεοτόκου και η Ορθόδοξη Εκκλησία
Η Μαρία γεννήθηκε ως απλός άνθρωπος, όπως όλοι οι έλκοντες την καταγωγή από τον Αδάμ παρά την αντίθετη άποψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Δυτική Εκκλησία ανήγαγε σε δόγμα την αποκαλούμενη «άσπιλο» σύλληψη της Θεοτόκου. Με το δόγμα όμως αυτό θίγεται συνολικά το πλαίσιο προετοιμασίας και της προσωπικής πορείας της Παρθένου προς την τελείωση για την υποδοχή του Θεού. Επίσης αποδυναμώνεται η ισχύς του προτύπου αγιότητος που η ίδια οικοδόμησε, αφού λογικά πλέον ο τέλειος δεν χρειάζεται να τελειωθεί. Αυτό που φαίνεται καθαρά στα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι ότι «η Θεοτόκος εξ επαγγελίας προέρχεται· άγγελος γαρ καταμηνύει της γενησομένης την σύλληφιν», Έπρεπε έτσι να γίνει, αφού επρόκειτο για τη μέλλουσα κατά σάρκα λοχεύτρια του μόνου και τέλειου Θεού.
Στην Παλαιά Διαθήκη οι προφήτες προανήγγειλαν την έλευση του Μεσσία από το γένος Δαυίδ, πράγμα που υποδηλώνει την καταγωγή της Παρθένου από το ανθρώπινο γένος: «Ώμοσεν κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν. Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί τον θρόνον σου». Στην Καινή Διαθήκη οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι επιβεβαιώνουν έμμεσα ή άμεσα αυτά που προείπαν οι προφήτες για την «κατά σάρκα» γέννηση του Ιησού Χριστού και για το «κέρας σωτηρίας» από τον οίκο Δαυίδ, από όπου προήλθε η Παρθένος Μαρία. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος στο υπόμνημά του στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, αναφερόμενος στην καταγωγή του Ιησού από το γένος Δαυίδ, διερευνά έμμεσα μέσω του μνηστήρα Ιωσήφ την καταγωγή της Μαρίας, αφού οι Ιουδαίοι δεν συνήθιζαν να γενεαλογούν τις γυναίκες. Αφού λοιπόν ο Ιωσήφ καταγόταν από τη φυλή Ιούδα και το γένος Δαυίδ, και με δεδομένη την ιουδαϊκή πρακτική των κλειστών γάμων, η Παρθένος Μαρία καταγόταν από το ίδιο με εκείνον γένος .
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι Πατέρες συνδέουν τη γέννηση τής Παρθένου με την ευλογία των άτεκνων γονέων της Ιωακείμ και Άννας. Χαρακτηριστικά γράφει ότι «ο αγαθός Θεός επιδών και κατοικτειρήσας της οικείας χειρός το πλαστούργημα, και τούτο βουληθείς ανασώσασθαι, λύει την της χάριτος στείρωσιν, φημί της θεόφρονος, και τίκτει παίδα». Με τη δυνατή πίστη και την ελπίδα στον Θεό ο Ιωακείμ και η Άννα υπέμειναν καρτερικά τη δοκιμασία της ατεκνίας που την εποχή εκείνη εθεωρείτο όνειδος κυρίως για τη γυναίκα. Με θαυμαστή πραότητα, αγαθά έργα και δάκρυα ικεσίας κατόρθωσαν να υπερβούν τη θλίψη, τις επικρίσεις και το χλευασμό εκ μέρους των ιερέων, αρχιερέων και των συγγενών τους για την ατεκνία. Η ζωή τους, παρά τη βασιλική καταγωγή, υπήρξε αθόρυβη, σεμνή και άκρως ταπεινή, μακριά από κάθε υψηλοφροσύνη ή κοινωνικές διεκδικήσεις, αφού ήταν συντεταγμένη καθόλα με το θείο θέλημα. Γι’ αυτό και ο κοινός βίος τους παραμένει πάντοτε οδηγός αληθινής σωφροσύνης και μελέτημα των προσόντων της αυθεντικής συζυγίας.
Η Άννα ήταν στείρα, αλλά όχι και άτεκνη. Ο ίδιος ο Θεός την προόρισε πριν από πολλές γενεές να γίνει μητέρα της Παρθένου, εκείνης που θα προσέφερε σάρκα για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του. Είναι χαρακτηριστικό το Τροπάριο που αναφέρεται ειδικά στη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας: «Όθεν ο της κτίσεως εβλάστησε, Κτίστης εν δούλου μορφή». Ο Ανδρέας Κρήτης αποκαλεί τήν Άννα «θεόφρονα» και την μακαρίζει ως ρίζα της ζωής, αφού γέννησε «παρ’ ελπίδα και εξ επαγγελίας παρθενόφυτον άνθος». Θα πρέπει να αγάλλεται ολόκληρη η κτίση, γιατί «γυνή…της σωτηρίας άρτι την απαρχήν εισκεκόμικε· και η πάλαι κατάκριτος, εδείχθη Θεόκριτος» .
Από τους μητρικούς κόλπους της αγίας Άννας αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα για τη σωτηρία και λύτρωση του γένους που ολίσθησε στην πτώση και βυθίστηκε στην απόγνωση. Με τη σύλληψη όμως της Παρθένου καταλύεται η οδύνη της λύπης και τη θέση της διαδέχεται η παρηγοριά που δεν έχει πλέον τέλος· και αυτό γιατί ήδη άρχισε η αναζήτηση του χαμένου ανθρώπου και η αποκάλυψη της ευσπλαχνίας του Θεού για την ανάκληση αυτού, που έπλασε κατ’ εικόνα του, στο αρχέγονο αξίωμα και κάλλος. Με τη γέννηση της Παρθένου Μαρίας, ο Ιωακείμ και η Άννα ελευθερώθηκαν από τον ονειδισμό της ατεκνίας και πέρασαν από την κατάσταση της θλίψεως στην προοπτική της χάριτος, σε μια νέα ζωή, πλήρη χαράς και ευφροσύνης.
ΠΗΓΕΣ:.Ιστολόγιο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ-Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 65-68, 73-76)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου