ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Αναφέρουν Οι Πράξεις των Αποστόλων (7. 55-56): «Υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν. ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού». Το κείμενο αυτό σε μετάφραση έχει ως εξής: «Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού και είπε. Βλέπω τον ουρανό ανοικτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού».
Ποιο είναι λοιπόν το όραμα του Στέφανου, όπως μας το παραδίδει ο Λουκάς; Ο Στέφανος γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, είδε τη δόξα του Θεού, την Θεότητα, δηλ. την Αγία Τριάδα (πιθανότατα ως νεφέλη, χωρίς βέβαια να μπορεί να ιδεί τη φύση των τριών προσώπων της Αγ. Τριάδας, δηλ. του Πατέρα, του Υιού και του Αγ. Πνεύματος) και είδε τον Ιησού Χριστό να στέκεται στα δεξιά της Θεότητας και είπε. Βλέπω τον ουρανό ανοικτό και τον Υιό του Ανθρώπου (δηλ. την ανθρώπινη φύση του Χριστού και όχι τη θεία) να στέκεται στα δεξιά της Θεότητας.
Στην περίπτωση αυτή, ο Στέφανος βλέπει τον Θεάνθρωπο Χριστό δίπλα στη Θεότητα, δηλ. στην Αγία Τριάδα και όχι δίπλα στον Θεό Πατέρα (γιατί δεν μπορεί να ιδεί τον Θεό Πατέρα, αλλά ούτε και τον Θεό Υιό, ούτε και τον Θεό Άγιο Πνεύμα). Εδώ έχουμε εμφάνιση του Θεανθρώπου Χριστού δίπλα στη Θεότητα, ο δε Στέφανος βλέπει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και όχι τη θεία φύση, την οποία δεν μπορεί να ιδεί.
Υπενθυμίζεται, ότι η μια θεία Ουσία είναι κοινή και στις τρεις ομότιμες και αδιαίρετες θεαρχικές Υποστάσεις, χωρίς να αποτελείται εξ αυτών, διότι αυτές δεν νοούνται ως μέρη της Θεότητας. Κάθε υπέρθεη Υπόσταση υφίσταται στη μία και στην αυτή θεία Ουσία και έχει το πλήρωμα της Θεότητας, ενώ η μία θεία Ουσία διαμένει αδιαίρετη και αμέριστη.
Ο ΑΝΑΛΗΦΘΕΙΣ ΚΥΡΙΟΣ
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι τόσο κατά την πλάση και δημιουργία του ανθρώπου, όσο και κατά την ανάπλαση και αναδημιουργία του στην Ενανθρώπηση, φανερώθηκε η θεαρχική και μακάρια αγία Τριάδα. Στην δημιουργία και τα τρία πρόσωπα της υπερούσιας Τριάδας συνεργάστηκαν, αλλά και στην αναδημιουργία πάλι παρέστη απορρήτως η αγία Τριάδα. Με την κοινή δημιουργική ενέργεια κτίσθηκε και δημιουργήθηκε το θεοσύστατο Σώμα του Κυρίου από την παρθένο Μαρία, δηλ. η ανθρώπινη φύση του. Τότε, ο Πατέρας ευδόκησε, ο Υιός αυτούργησε και το άγιο Πνεύμα τελετούργησε.
Το θεοσύστατο Σώμα του Κυρίου, δηλ. η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση από τον Θεό Λόγο δεν ήταν ούτε φύσει ούτε θέσει Θεός, αλλά θεώθηκε «εξ άκρας συλλήψεως», από αυτή την ίδια την υποστατική ένωση, δηλ. την πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση του ανθρώπου Χριστού έγιναν ταυτοχρόνως.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διακήρυξε, ότι η Εκκλησία ομολογεί «ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν Κύριον, Μονογενή, εν δυο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον». Η ανθρωπότητα του Κυρίου, προσληφθείσα από τη Θεότητα, με άρρητη ένωση, υπήρχε «εξ άκρας αρχής», εξακολουθεί δε να υπάρχει και θα υπάρχει αιωνίως, «εις μιαν και την αυτήν υπόστασιν του Λόγου».
Ένεκα αυτής της ασύγχυτης και αδιαίρετης και άρρητης ένωσης, η πρώην «απλή και ασύνθετος και ασώματος και άκτιστος», τώρα δε πάλι μία, αλλά «σύνθετος» πλέον υπόσταση του σαρκωμένου Θεού Λόγου, «προσκυνείται μια προσκυνήσει μετά της σαρκός αυτού», «Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς, και μετά την του Λόγου σάρκωσιν» (Ιω. Δαμασκηνός). Έτσι, στη θεαρχική και μακάρια Τριάδα, μετά την ένσαρκη Οικονομία, δεν επήλθε «τροπή», ούτε στον αριθμό των υπερθέων Υποστάσεων, ούτε στη θεία Ουσία, εφ’ όσον κατά την άρρητη ένωση θεότητας και ανθρωπότητας δεν ενώθηκαν οι δυο φύσεις, ώστε να αποτελεσθεί μια σύνθετη φύση, ούτε ενώθηκαν δυο υποστάσεις, δηλ. η ανθρώπινη φύση, ως «καθ’ εαυτήν ιδιοσύστατος υπόστασις, με την υπόσταση του Λόγου, αλλά οι δυο φύσεις ενώθηκαν «καθ’ υπόστασιν», δηλαδή η ανθρωπότητα έλαβε το είναι, μέσα στην υπόσταση του Θεού Λόγου, η οποία ως εκ τούτου είναι και λέγεται πλέον σύνθετη υπόσταση «εκ δυο τελείων φύσεων, θεότητός τε και ανθρωπότητος» (Ιω. Δαμασκηνός). Δηλαδή, η υπόσταση του Λόγου από απλή έγινε σύνθετη, μετά την ένωση των δυο φύσεων. Όταν χειροτονείται Επίσκοπος, ομολογεί για την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ότι: «συμπροσκυνείται η αγία Αυτού Σαρξ, τη Αυτού Θεότητι τιμία προσκυνήσει, ου προσθήκην δεξαμένης της Αγίας Τριάδος, μη γένοιτο! Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς και μετά την ένωσιν του Μονογενούς, αχωρίστου μεινάσης της αγίας Αυτού Σαρκός, και έτι μετ’ Αυτού μενούσης και εις τον αιώνα» (Μ. Ευχολόγιο).
Μετά την καθ’ υπόσταση άρρητη ένωση των δυο φύσεων του Σωτήρα και εφ’ όσον η υπέρθεη Υπόστασή του είναι πλέον σύνθετη υπόσταση, υφίσταται πράγματι μια «διαφορά» μεταξύ των θεαρχικών Προσώπων, η οποία αποτελεί το ιδιαίτατο υποστατικό ιδίωμα, του ενός της αγίας Τριάδος, του Θεού Λόγου και «διαφέρει του τε Πατρός και του Πνεύματος κατά το υπάρχειν Θεόν τε ομού και άνθρωπον τον αυτόν. Τούτο γαρ της του Χριστού υποστάσεως ιδιαίτατον ιδίωμα γινώσκομεν» (Ιω. Δαμασκηνός). Εν τούτοις η «διαφορά» αυτή δεν επιφέρει οποιαδήποτε «τροπή» ή «αλλοίωση» στην υπερούσια Τριάδα, εφ’ όσον είναι υποστατική, τα δε υποστατικά «ιδιώματα» στη Θεότητα, δηλ. «το αναίτιο και αιτιατό και το αγέννητο και γεννητό και εκπορευτό» δεν βλάπτουν τη θεία ενότητα, επειδή δεν είναι δηλωτικά της ουσίας, αλλά της σχέσης μεταξύ τους και του τρόπου ύπαρξής τους.
Σε όσα όμως αφορούν τη Σάρκωση του Λόγου, ούτε ο Πατέρας, ούτε το Πνεύμα κοινώνησαν, παρά μόνο «κατ’ ευδοκίαν» και κατά την «άρρητον θαυματουργίαν». Στην Ενανθρώπηση βέβαια μετέχει και ενεργεί η αγία Τριάδα, άλλ’ ο Πατέρας «κατ’ ευδοκίαν», ο Υιός «κατ’ αυτουργίαν» και το άγιο Πνεύμα «κατά συνέργειαν» (άγιος Μάξιμος). Οι δυο συνελθούσες φύσεις του Σωτήρα πάντοτε συνθεωρούνται και ουδέποτε διαιρούνται, έστω και εάν αριθμούνται: «ήνωνται ασυγχύτως» και «διήρηνται αδιαιρέτως» (Ιω. Δαμασκηνός). Διαίρεση έχουμε βέβαια άκτιστης και κτιστής Θεότητας, στον Θεάνθρωπο, αλλά με κάθε ευλάβεια και μόνον όταν αναφερόμαστε στον τρόπο διαφοράς των δυο φύσεων.
Μετά την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου, η «εξ άκρας αρχής» δημιουργηθείσα ανθρώπινη φύση του έγινε απαθής και άφθαρτη και απέβαλε τα αδιάβλητα πάθη, δηλ. φθορά, πείνα, δίψα, ύπνο, κάματο κ.τ.ό., διότι κατά την άρρητη Οικονομία, ο Λόγος ανέλαβε όλο τον άνθρωπο και όλα τα αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου, πλην της αμαρτίας. Εν τούτοις, η ομόθεη σάρκα του Λόγου δεν έγινε ασώματη, ούτε απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα, δηλ. το ποσόν, το ποιόν, το είναι, το περιγραπτόν και το περιοριστικόν (Νικόδημος αγιορείτης), απέβαλε όμως όλα τα αδιάβλητα πάθη, αλλά όχι τα μέρη της ανθρώπινης φύσης, δηλ. το σώμα και την ψυχή, η οποία παραμένει λογική και νοερά, θελητική και ενεργητική (Ιω. Δαμασκηνός) και έτσι «εικονίζεται ο Χριστός και εν ουρανοίς ήδη ων ως περιγραπτόν έχων σώμα» (Νικόδημος αγιορείτης). Βέβαια, η άφθαρτη και δοξασμένη θεοϋπόστατη σάρκα του Χριστού μετά την Ανάσταση, όχι μόνο δεν απορροφήθηκε από τη θεία του φύση, όχι μόνο δεν μετετράπη σε ασώματο, αλλά σαν ομόθεος και ομότιμος και ομόδοξος αναλήφθηκε και κάθισε στα δεξιά της Μεγαλοσύνης, δηλ. στα δεξιά του Θρόνου του Θεού, κυριολεκτικά δε και με ακρίβεια κάθισε «μετά του Πατρός εν τω Θρόνω Αυτού» (Απκ. 3. 21).
Οι αναφορές των κειμένων στο «θρόνο του Θεού» και το «εκ δεξιών του Θεού» πρέπει να νοούνται θεοπρεπώς και ανθρωποπρεπώς, δηλ. είναι λόγια κατά συγκατάβαση, διότι ο Θεός ούτε κάθεται για να έχει θρόνο, ούτε βρίσκεται σε τόπο, ώστε να έχει δεξιά ή αριστερά και όλα αυτά λέγονται με αυτό τον τρόπο, γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τις θείες και άυλες ενέργειες της Θεότητας. Ο θρόνος είναι σύμβολο της βασιλείας, η δεξιά δείχνει το ισότιμο, το ομότιμο και την οικείωση. και δηλώνει τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια του Θεού. Επομένως, ο Θεάνθρωπος, μετά την ένδοξη Ανάληψή του κάθισε σωματικά «εκ δεξιών του Θεού και Πατρός» και η σάρκα του «συνδοξάσθηκε» και «συνπροσκυνείται». Είναι χαρακτηριστική η ευχή χειροτονίας Επισκόπου: «μετά το αναστήναι (τον Χριστόν) εκ νεκρών, ανελήφθη εις τον ουρανόν, και εκάθισεν εν τη δεξιά του Πατρός, δεξιάν δε του Πατρός λέγω, ου τοπικήν ή περιγραπτήν, αλλά λέγω δεξιάν του Θεού είναι, την άναρχον και προαιώνιον δόξαν, ην έχων ο Υιός προ της ενανθρωπήσεως, και μετά την ενανθρώπησιν ταύτην έσχηκε» (Μ. Ευχολόγιο).
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ
Ο Θεάνθρωπος, πριν το σωτήριο Πάθος είχε μιλήσει ενώπιον του Συνεδρίου για μια νέα κατάσταση, η οποία θα αφορούσε τον εαυτό του και θα ίσχυε από τώρα (Μτ. 26. 64). Ο άγιος πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος ευρισκόμενος επίσης στο Συνέδριο και πλήρης Πνεύματος αγίου, είδε ό,τι είχει προείπει ο Κύριος και επομένως, ο Στέφανος εκείνη τη στιγμή βρέθηκε σε κατάσταση θεώσεως. Η κατάσταση αυτή της θεώσεως είναι η μετοχή του στην ενέργεια του Θεού και κατά την εμπειρία αυτή, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό μέσω του Θεού, το δε μέσο της γνώσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Συγκεκριμένα, δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζει με τα ανθρώπινα, εκτός από τη δοξασμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, που είναι το κέντρο της αποκάλυψης. Και βλέποντας το Χριστό, τότε βλέπει και τον Πατέρα εν Πνεύματι αγίω (Ι. Ρωμανίδη, Πατερική θεολογία).
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το άκτιστο Φως είναι «αυτοοπτικόν και αυτονόητον», δηλαδή δεν οράται και δεν νοείται με οποιαδήποτε ενέργεια του ανθρώπινου νου, αλλά κατά την εμπειρία της θεώσεως η ενέργεια του Φωτός μεταμορφώνει και μετασκευάζει τις αισθήσεις και το νου, ώστε να αποκτήσουν ιδιότητες, κατά χάρη, άκτιστες. Έτσι, στην υπέρ την αίσθηση και την υπέρ το νου αυτή κατάσταση, δεν αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις ούτε κατανοεί ο νους, αλλά αυτό το ίδιο το Φως.
Όταν λοιπόν στις Πράξεις γράφεται ανθροποπρεπώς, ότι ο άγιος Στέφανος είδε τον Θεάνθρωπο να στέκεται «εκ δεξιών του Θεού», τούτο σημαίνει, ότι ο πρωτομάρτυρας μετέχοντας στην υπέρ αίσθηση και υπέρ νουν εμπειρία της θεώσεως, είδε το Θεό μέσω του Θεού, είδε θεοπρεπώς τον Σωτήρα Χριστό στη δόξα και την τιμή της Θεότητας και δια μέσου αυτού είδε τον Πατέρα εν Πνεύματι αγίω, δηλ. είδε την αγία Τριάδα. Μέσω των φράσεων «εκ δεξιών του Θεού» και «δόξαν Θεού» σημαίνονται άκτιστες πραγματικότητες, οι οποίες κατανοούνται μόνο θεοπρεπώς, δηλ. όταν ο άνθρωπος υπάρχει πλήρης Πνεύματος αγίου, μέσα στο άκτιστο Φως. Στην ίδια κατάσταση θα βρεθούν όσοι ακολουθούν τον Σωτήρα κατά την β΄ παρουσία, όπου θα δουν τη δόξα του Θεού Πατέρα εν αγίω Πνεύματι δια της μετοχής τους στην θέα της ανθρωπίνης φύσης του Υιού, που θα συγκάθηται και θα τιμάται ισοκλεώς με τη θεία Φύση του στο Θρόνο της θεαρχικής και μακάριας και πανακήρατης Τριάδας.
Αναφέρουν Οι Πράξεις των Αποστόλων (7. 55-56): «Υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν. ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού». Το κείμενο αυτό σε μετάφραση έχει ως εξής: «Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού και είπε. Βλέπω τον ουρανό ανοικτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού».
Ποιο είναι λοιπόν το όραμα του Στέφανου, όπως μας το παραδίδει ο Λουκάς; Ο Στέφανος γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, είδε τη δόξα του Θεού, την Θεότητα, δηλ. την Αγία Τριάδα (πιθανότατα ως νεφέλη, χωρίς βέβαια να μπορεί να ιδεί τη φύση των τριών προσώπων της Αγ. Τριάδας, δηλ. του Πατέρα, του Υιού και του Αγ. Πνεύματος) και είδε τον Ιησού Χριστό να στέκεται στα δεξιά της Θεότητας και είπε. Βλέπω τον ουρανό ανοικτό και τον Υιό του Ανθρώπου (δηλ. την ανθρώπινη φύση του Χριστού και όχι τη θεία) να στέκεται στα δεξιά της Θεότητας.
Στην περίπτωση αυτή, ο Στέφανος βλέπει τον Θεάνθρωπο Χριστό δίπλα στη Θεότητα, δηλ. στην Αγία Τριάδα και όχι δίπλα στον Θεό Πατέρα (γιατί δεν μπορεί να ιδεί τον Θεό Πατέρα, αλλά ούτε και τον Θεό Υιό, ούτε και τον Θεό Άγιο Πνεύμα). Εδώ έχουμε εμφάνιση του Θεανθρώπου Χριστού δίπλα στη Θεότητα, ο δε Στέφανος βλέπει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και όχι τη θεία φύση, την οποία δεν μπορεί να ιδεί.
Υπενθυμίζεται, ότι η μια θεία Ουσία είναι κοινή και στις τρεις ομότιμες και αδιαίρετες θεαρχικές Υποστάσεις, χωρίς να αποτελείται εξ αυτών, διότι αυτές δεν νοούνται ως μέρη της Θεότητας. Κάθε υπέρθεη Υπόσταση υφίσταται στη μία και στην αυτή θεία Ουσία και έχει το πλήρωμα της Θεότητας, ενώ η μία θεία Ουσία διαμένει αδιαίρετη και αμέριστη.
Ο ΑΝΑΛΗΦΘΕΙΣ ΚΥΡΙΟΣ
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι τόσο κατά την πλάση και δημιουργία του ανθρώπου, όσο και κατά την ανάπλαση και αναδημιουργία του στην Ενανθρώπηση, φανερώθηκε η θεαρχική και μακάρια αγία Τριάδα. Στην δημιουργία και τα τρία πρόσωπα της υπερούσιας Τριάδας συνεργάστηκαν, αλλά και στην αναδημιουργία πάλι παρέστη απορρήτως η αγία Τριάδα. Με την κοινή δημιουργική ενέργεια κτίσθηκε και δημιουργήθηκε το θεοσύστατο Σώμα του Κυρίου από την παρθένο Μαρία, δηλ. η ανθρώπινη φύση του. Τότε, ο Πατέρας ευδόκησε, ο Υιός αυτούργησε και το άγιο Πνεύμα τελετούργησε.
Το θεοσύστατο Σώμα του Κυρίου, δηλ. η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση από τον Θεό Λόγο δεν ήταν ούτε φύσει ούτε θέσει Θεός, αλλά θεώθηκε «εξ άκρας συλλήψεως», από αυτή την ίδια την υποστατική ένωση, δηλ. την πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση του ανθρώπου Χριστού έγιναν ταυτοχρόνως.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διακήρυξε, ότι η Εκκλησία ομολογεί «ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν Κύριον, Μονογενή, εν δυο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον». Η ανθρωπότητα του Κυρίου, προσληφθείσα από τη Θεότητα, με άρρητη ένωση, υπήρχε «εξ άκρας αρχής», εξακολουθεί δε να υπάρχει και θα υπάρχει αιωνίως, «εις μιαν και την αυτήν υπόστασιν του Λόγου».
Ένεκα αυτής της ασύγχυτης και αδιαίρετης και άρρητης ένωσης, η πρώην «απλή και ασύνθετος και ασώματος και άκτιστος», τώρα δε πάλι μία, αλλά «σύνθετος» πλέον υπόσταση του σαρκωμένου Θεού Λόγου, «προσκυνείται μια προσκυνήσει μετά της σαρκός αυτού», «Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς, και μετά την του Λόγου σάρκωσιν» (Ιω. Δαμασκηνός). Έτσι, στη θεαρχική και μακάρια Τριάδα, μετά την ένσαρκη Οικονομία, δεν επήλθε «τροπή», ούτε στον αριθμό των υπερθέων Υποστάσεων, ούτε στη θεία Ουσία, εφ’ όσον κατά την άρρητη ένωση θεότητας και ανθρωπότητας δεν ενώθηκαν οι δυο φύσεις, ώστε να αποτελεσθεί μια σύνθετη φύση, ούτε ενώθηκαν δυο υποστάσεις, δηλ. η ανθρώπινη φύση, ως «καθ’ εαυτήν ιδιοσύστατος υπόστασις, με την υπόσταση του Λόγου, αλλά οι δυο φύσεις ενώθηκαν «καθ’ υπόστασιν», δηλαδή η ανθρωπότητα έλαβε το είναι, μέσα στην υπόσταση του Θεού Λόγου, η οποία ως εκ τούτου είναι και λέγεται πλέον σύνθετη υπόσταση «εκ δυο τελείων φύσεων, θεότητός τε και ανθρωπότητος» (Ιω. Δαμασκηνός). Δηλαδή, η υπόσταση του Λόγου από απλή έγινε σύνθετη, μετά την ένωση των δυο φύσεων. Όταν χειροτονείται Επίσκοπος, ομολογεί για την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ότι: «συμπροσκυνείται η αγία Αυτού Σαρξ, τη Αυτού Θεότητι τιμία προσκυνήσει, ου προσθήκην δεξαμένης της Αγίας Τριάδος, μη γένοιτο! Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς και μετά την ένωσιν του Μονογενούς, αχωρίστου μεινάσης της αγίας Αυτού Σαρκός, και έτι μετ’ Αυτού μενούσης και εις τον αιώνα» (Μ. Ευχολόγιο).
Μετά την καθ’ υπόσταση άρρητη ένωση των δυο φύσεων του Σωτήρα και εφ’ όσον η υπέρθεη Υπόστασή του είναι πλέον σύνθετη υπόσταση, υφίσταται πράγματι μια «διαφορά» μεταξύ των θεαρχικών Προσώπων, η οποία αποτελεί το ιδιαίτατο υποστατικό ιδίωμα, του ενός της αγίας Τριάδος, του Θεού Λόγου και «διαφέρει του τε Πατρός και του Πνεύματος κατά το υπάρχειν Θεόν τε ομού και άνθρωπον τον αυτόν. Τούτο γαρ της του Χριστού υποστάσεως ιδιαίτατον ιδίωμα γινώσκομεν» (Ιω. Δαμασκηνός). Εν τούτοις η «διαφορά» αυτή δεν επιφέρει οποιαδήποτε «τροπή» ή «αλλοίωση» στην υπερούσια Τριάδα, εφ’ όσον είναι υποστατική, τα δε υποστατικά «ιδιώματα» στη Θεότητα, δηλ. «το αναίτιο και αιτιατό και το αγέννητο και γεννητό και εκπορευτό» δεν βλάπτουν τη θεία ενότητα, επειδή δεν είναι δηλωτικά της ουσίας, αλλά της σχέσης μεταξύ τους και του τρόπου ύπαρξής τους.
Σε όσα όμως αφορούν τη Σάρκωση του Λόγου, ούτε ο Πατέρας, ούτε το Πνεύμα κοινώνησαν, παρά μόνο «κατ’ ευδοκίαν» και κατά την «άρρητον θαυματουργίαν». Στην Ενανθρώπηση βέβαια μετέχει και ενεργεί η αγία Τριάδα, άλλ’ ο Πατέρας «κατ’ ευδοκίαν», ο Υιός «κατ’ αυτουργίαν» και το άγιο Πνεύμα «κατά συνέργειαν» (άγιος Μάξιμος). Οι δυο συνελθούσες φύσεις του Σωτήρα πάντοτε συνθεωρούνται και ουδέποτε διαιρούνται, έστω και εάν αριθμούνται: «ήνωνται ασυγχύτως» και «διήρηνται αδιαιρέτως» (Ιω. Δαμασκηνός). Διαίρεση έχουμε βέβαια άκτιστης και κτιστής Θεότητας, στον Θεάνθρωπο, αλλά με κάθε ευλάβεια και μόνον όταν αναφερόμαστε στον τρόπο διαφοράς των δυο φύσεων.
Μετά την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου, η «εξ άκρας αρχής» δημιουργηθείσα ανθρώπινη φύση του έγινε απαθής και άφθαρτη και απέβαλε τα αδιάβλητα πάθη, δηλ. φθορά, πείνα, δίψα, ύπνο, κάματο κ.τ.ό., διότι κατά την άρρητη Οικονομία, ο Λόγος ανέλαβε όλο τον άνθρωπο και όλα τα αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου, πλην της αμαρτίας. Εν τούτοις, η ομόθεη σάρκα του Λόγου δεν έγινε ασώματη, ούτε απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα, δηλ. το ποσόν, το ποιόν, το είναι, το περιγραπτόν και το περιοριστικόν (Νικόδημος αγιορείτης), απέβαλε όμως όλα τα αδιάβλητα πάθη, αλλά όχι τα μέρη της ανθρώπινης φύσης, δηλ. το σώμα και την ψυχή, η οποία παραμένει λογική και νοερά, θελητική και ενεργητική (Ιω. Δαμασκηνός) και έτσι «εικονίζεται ο Χριστός και εν ουρανοίς ήδη ων ως περιγραπτόν έχων σώμα» (Νικόδημος αγιορείτης). Βέβαια, η άφθαρτη και δοξασμένη θεοϋπόστατη σάρκα του Χριστού μετά την Ανάσταση, όχι μόνο δεν απορροφήθηκε από τη θεία του φύση, όχι μόνο δεν μετετράπη σε ασώματο, αλλά σαν ομόθεος και ομότιμος και ομόδοξος αναλήφθηκε και κάθισε στα δεξιά της Μεγαλοσύνης, δηλ. στα δεξιά του Θρόνου του Θεού, κυριολεκτικά δε και με ακρίβεια κάθισε «μετά του Πατρός εν τω Θρόνω Αυτού» (Απκ. 3. 21).
Οι αναφορές των κειμένων στο «θρόνο του Θεού» και το «εκ δεξιών του Θεού» πρέπει να νοούνται θεοπρεπώς και ανθρωποπρεπώς, δηλ. είναι λόγια κατά συγκατάβαση, διότι ο Θεός ούτε κάθεται για να έχει θρόνο, ούτε βρίσκεται σε τόπο, ώστε να έχει δεξιά ή αριστερά και όλα αυτά λέγονται με αυτό τον τρόπο, γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τις θείες και άυλες ενέργειες της Θεότητας. Ο θρόνος είναι σύμβολο της βασιλείας, η δεξιά δείχνει το ισότιμο, το ομότιμο και την οικείωση. και δηλώνει τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια του Θεού. Επομένως, ο Θεάνθρωπος, μετά την ένδοξη Ανάληψή του κάθισε σωματικά «εκ δεξιών του Θεού και Πατρός» και η σάρκα του «συνδοξάσθηκε» και «συνπροσκυνείται». Είναι χαρακτηριστική η ευχή χειροτονίας Επισκόπου: «μετά το αναστήναι (τον Χριστόν) εκ νεκρών, ανελήφθη εις τον ουρανόν, και εκάθισεν εν τη δεξιά του Πατρός, δεξιάν δε του Πατρός λέγω, ου τοπικήν ή περιγραπτήν, αλλά λέγω δεξιάν του Θεού είναι, την άναρχον και προαιώνιον δόξαν, ην έχων ο Υιός προ της ενανθρωπήσεως, και μετά την ενανθρώπησιν ταύτην έσχηκε» (Μ. Ευχολόγιο).
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ
Ο Θεάνθρωπος, πριν το σωτήριο Πάθος είχε μιλήσει ενώπιον του Συνεδρίου για μια νέα κατάσταση, η οποία θα αφορούσε τον εαυτό του και θα ίσχυε από τώρα (Μτ. 26. 64). Ο άγιος πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος ευρισκόμενος επίσης στο Συνέδριο και πλήρης Πνεύματος αγίου, είδε ό,τι είχει προείπει ο Κύριος και επομένως, ο Στέφανος εκείνη τη στιγμή βρέθηκε σε κατάσταση θεώσεως. Η κατάσταση αυτή της θεώσεως είναι η μετοχή του στην ενέργεια του Θεού και κατά την εμπειρία αυτή, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό μέσω του Θεού, το δε μέσο της γνώσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Συγκεκριμένα, δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζει με τα ανθρώπινα, εκτός από τη δοξασμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, που είναι το κέντρο της αποκάλυψης. Και βλέποντας το Χριστό, τότε βλέπει και τον Πατέρα εν Πνεύματι αγίω (Ι. Ρωμανίδη, Πατερική θεολογία).
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το άκτιστο Φως είναι «αυτοοπτικόν και αυτονόητον», δηλαδή δεν οράται και δεν νοείται με οποιαδήποτε ενέργεια του ανθρώπινου νου, αλλά κατά την εμπειρία της θεώσεως η ενέργεια του Φωτός μεταμορφώνει και μετασκευάζει τις αισθήσεις και το νου, ώστε να αποκτήσουν ιδιότητες, κατά χάρη, άκτιστες. Έτσι, στην υπέρ την αίσθηση και την υπέρ το νου αυτή κατάσταση, δεν αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις ούτε κατανοεί ο νους, αλλά αυτό το ίδιο το Φως.
Όταν λοιπόν στις Πράξεις γράφεται ανθροποπρεπώς, ότι ο άγιος Στέφανος είδε τον Θεάνθρωπο να στέκεται «εκ δεξιών του Θεού», τούτο σημαίνει, ότι ο πρωτομάρτυρας μετέχοντας στην υπέρ αίσθηση και υπέρ νουν εμπειρία της θεώσεως, είδε το Θεό μέσω του Θεού, είδε θεοπρεπώς τον Σωτήρα Χριστό στη δόξα και την τιμή της Θεότητας και δια μέσου αυτού είδε τον Πατέρα εν Πνεύματι αγίω, δηλ. είδε την αγία Τριάδα. Μέσω των φράσεων «εκ δεξιών του Θεού» και «δόξαν Θεού» σημαίνονται άκτιστες πραγματικότητες, οι οποίες κατανοούνται μόνο θεοπρεπώς, δηλ. όταν ο άνθρωπος υπάρχει πλήρης Πνεύματος αγίου, μέσα στο άκτιστο Φως. Στην ίδια κατάσταση θα βρεθούν όσοι ακολουθούν τον Σωτήρα κατά την β΄ παρουσία, όπου θα δουν τη δόξα του Θεού Πατέρα εν αγίω Πνεύματι δια της μετοχής τους στην θέα της ανθρωπίνης φύσης του Υιού, που θα συγκάθηται και θα τιμάται ισοκλεώς με τη θεία Φύση του στο Θρόνο της θεαρχικής και μακάριας και πανακήρατης Τριάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου