Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ γκρίνια καὶ πῶς μπορεῖς νὰ τὴν ἀποφύγης;Γέρων Παΐσιος-Στὴν κακομοιριὰ ὀφείλεται καὶ μὲ τὴν δοξολογία τὴν κάνει κανείς πέρα.
Ἡ γκρίνια ἔχει κατάρα. Εἶναι σὰν νὰ καταριέται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ὁπότε μετὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Στὴν Ἤπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ὁ ἕνας ἦταν οἰκογενειάρχης καὶ εἶχε ἕνα-δύο χωραφάκια καὶ ἐμπιστευόταν τὰ πάντα στὸν Θεό. Ἐργαζόταν, ὅσο μποροῦσε, χωρὶς ἄγχος. «Θὰ κάνω ὅ,τι προλάβω», ἔλεγε. Μερικὲς φορὲς ἄλλα δεμάτια σάπιζαν ἀπὸ τὴν βροχή, γιατὶ δὲν προλάβαινε νὰ τὰ μαζέψη, ἄλλα τοῦ τὰ σκόρπιζε ὁ ἀέρας, καὶ ὅμως γιὰ ὅλα ἔλεγε «δόξα Σοι ὁ Θεός» καὶ ὅλα τοῦ πήγαιναν καλά. Ὁ ἄλλος εἶχε πολλὰ κτήματα, ἀγελάδες κ.λ.π., δὲν εἶχε καὶ παιδιά. Ἄν τὸν ρωτοῦσες «πῶς τὰ πᾶς;», «ἄσ’τα, μὴν τὰ ρωτᾶς», ἀπαντοῦσε· ποτὲ δὲν ἔλεγε «δόξα Σοι ὁ Θεός», ὅλο γκρίνια ἦταν. Καὶ νὰ δῆτε, ἄλλοτε τοῦ ψοφοῦσε ἡ ἀγελάδα, ἄλλοτε τοῦ συνέβαινε τὸ ἕνα, ἄλλοτε τὸ ἄλλο. Ὅλα τὰ εἶχε, ἀλλὰ προκοπῆ δὲν ἔκανε.
Γι’ αὐτὸ λέω, ἡ δοξολογία εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἄν γευθοῦμε ἤ ὄχι τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Πῶς ὅμως νὰ τὶς γευθοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸ μᾶς δίνει λ.χ. μπανάνα καὶ ἐμεῖς σκεφτόμαστε τί καλύτερο τρώει ὁ τάδε ἐφοπολιστής;
Πόσοι ἄνθρωποι τρῶτε μόνον ξερὸ παξιμάδι, ἀλλὰ μέρα-νύχτα δοξολογοῦν τόν Θεὸ καὶ τρέφονται μὲ οὐρανία γλυκύτητα! Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν μιὰ πνευματικὴ εὐαισθησία καὶ γνωρίζουν τὰ χάδια τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δὲν τὰ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ καρδιά μας ἔχει πιάσει γλίτσα καὶ δὲν ἱκανοποιούμαστε μέ τίποτε. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶναι στὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι στὴ ματαιότητα.
Ἡ γκρίνια ἔχει κατάρα. Εἶναι σὰν νὰ καταριέται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ὁπότε μετὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Στὴν Ἤπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ὁ ἕνας ἦταν οἰκογενειάρχης καὶ εἶχε ἕνα-δύο χωραφάκια καὶ ἐμπιστευόταν τὰ πάντα στὸν Θεό. Ἐργαζόταν, ὅσο μποροῦσε, χωρὶς ἄγχος. «Θὰ κάνω ὅ,τι προλάβω», ἔλεγε. Μερικὲς φορὲς ἄλλα δεμάτια σάπιζαν ἀπὸ τὴν βροχή, γιατὶ δὲν προλάβαινε νὰ τὰ μαζέψη, ἄλλα τοῦ τὰ σκόρπιζε ὁ ἀέρας, καὶ ὅμως γιὰ ὅλα ἔλεγε «δόξα Σοι ὁ Θεός» καὶ ὅλα τοῦ πήγαιναν καλά. Ὁ ἄλλος εἶχε πολλὰ κτήματα, ἀγελάδες κ.λ.π., δὲν εἶχε καὶ παιδιά. Ἄν τὸν ρωτοῦσες «πῶς τὰ πᾶς;», «ἄσ’τα, μὴν τὰ ρωτᾶς», ἀπαντοῦσε· ποτὲ δὲν ἔλεγε «δόξα Σοι ὁ Θεός», ὅλο γκρίνια ἦταν. Καὶ νὰ δῆτε, ἄλλοτε τοῦ ψοφοῦσε ἡ ἀγελάδα, ἄλλοτε τοῦ συνέβαινε τὸ ἕνα, ἄλλοτε τὸ ἄλλο. Ὅλα τὰ εἶχε, ἀλλὰ προκοπῆ δὲν ἔκανε.
Γι’ αὐτὸ λέω, ἡ δοξολογία εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἄν γευθοῦμε ἤ ὄχι τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Πῶς ὅμως νὰ τὶς γευθοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸ μᾶς δίνει λ.χ. μπανάνα καὶ ἐμεῖς σκεφτόμαστε τί καλύτερο τρώει ὁ τάδε ἐφοπολιστής;
Πόσοι ἄνθρωποι τρῶτε μόνον ξερὸ παξιμάδι, ἀλλὰ μέρα-νύχτα δοξολογοῦν τόν Θεὸ καὶ τρέφονται μὲ οὐρανία γλυκύτητα! Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν μιὰ πνευματικὴ εὐαισθησία καὶ γνωρίζουν τὰ χάδια τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δὲν τὰ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ καρδιά μας ἔχει πιάσει γλίτσα καὶ δὲν ἱκανοποιούμαστε μέ τίποτε. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶναι στὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι στὴ ματαιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου