“Το ιερό λείψανο του Πολιούχου της νήσου Ζακύνθου Αγίου Διονυσίου του Σιγούρου (1547-1622), βρίσκεται τοποθετημένο στην πιο παλιά από τις λειψανοθήκες που διασώζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή και τη μεγαλύτερη που υπάρχει σήμερα στο νησί. Αποτελείται από την κύρια ορθογώνια λειψανοθήκη (μ. 1, 73 πλ. 42 εκ. ) και την με οχτάγωνη βάση κούμπα ή επίστεψη.
Η ορθογώνια λειψανοθήκη είναι ξυλόγλυπτη, καλυμμένη με πολύ λεπτά αργυρά και επιχρυσωμένα πάμφυλλα στις τρεις πλευρές της, ενώ τα ανοίγματα της πρόσθιας πλευράς και τα πλαϊνά κλείνονται με συρταρωτό τζάμι ή «κρουστάλλι». Στο πάνω μέρος και στις τέσσερις γωνίες τοποθετούνται βιδωτά ισάριθμοι άγγελοι που κρατούν δέλτους. Η οχτάγωνη βάση της κούμπας είναι ξύλινη, πάνω στην οποία είναι καρφωμένο ασημένιο και επιχρυσωμένο πάμφυλλο με οχτώ νευρώσεις και η όλη σύνθεση καταλήγει σε έναν βιδωμένο, επίχρυσο εξάκτινο σταυρό.
…Η πίσω ξύλινη πλευρά της λειψανοθήκης, που λειτουργεί και ως πόρτα, καλύπτεται κατά κύριο λόγο από δύο αργυρά και επιχρυσωμένα πάμφυλλα όπου απεικονίζουν σε χαμηλό ανάγλυφο τον Ιεράρχη Άγιο Διονύσιο κατά μέτωπον και όρθιο, με το δεξί χέρι να ευλογεί και με το αριστερό να κρατά κλειστό Ευαγγέλιο. Το σχέδιο του αργυρογλύπτη θα πρέπει να ακολουθεί το αντίστοιχο ζωγραφικό που υπάρχει κάτω από το ασήμι, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, μιας και δεν υπάρχει καμία πληροφορία για ζωγραφισμένη επιφάνεια κάτω από αυτό. Πάνω από το με φύλλα άκανθας διακοσμημένο φωτοστέφανο και κάτω από την κλειδαριά βρίσκεται χαραγμένη η επιγραφή Ο ΑΓΙΟS ΔΙΟΝΥCΙΟS ΑΡΧΙΕΠΙCΚΟΠΟS ΑΙΓΙΝΙC. Το μόνο ακάλυπτο μέρος της μορφής του Αγίου είναι το πρόσωπο, το οποίο υποδηλώνει ζωγραφιά κάτω από τα πάμφυλλα, με την τεχνική του λαδιού και αποτελεί πιθανότατα το πιο πρώιμο έργο, που γνωρίζουμε ότι σώζεται μέχρι σήμερα, του Νικολάου Κουτούζη (1741-1813). Περιμετρικά της μορφής του Αγίου στις άκρες και στη μέση καθώς και σε όλες τις ενώσεις των ξύλινων ασημωμένων κομματιών της λειψανοθήκης, υπάρχουν λεπτεπίλεπτα διακοσμητικά ανάγλυφα με φυλλώδη και άνθινα μοτίβα.
Η μπροστινή πλευρά της λειψανοθήκης καλύπτεται όλη με συρταρωτό χονδρό τζάμι-«κρουστάλλι», ενώ ακάλυπτο είναι το κάτω μέρος για λόγους προσκυνηματικούς. Στο εσωτερικό της, όπου είναι επενδυμένο με κόκκινο βελούδο, βρίσκεται τοποθετημένο το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου σχεδόν ακέραιο και δεμένο εσωτερικά με λουρί από το ύψος των χεριών. Φορεί αρχιερατικά άμφια, νεότερα από αυτά του ενταφιασμού το 1622 και στο στήθος του κρέμονται από χρυσά γορδόνια ή αλυσίδες οχτώ βαρύτιμα εγκόλπια, αφιερώματα κυρίως ομοδόξων και όχι μόνον από τον 19ο αι. . Στην ίδια πλευρά εξωτερικά πάνω από το λείψανο είναι τοποθετημένη κορωνίδα ή στέμμα χρυσό, κοσμημένη με ημιπολύτιμες και πολύτιμες πέτρες με ενσωματωμένα δύο γυναικεία σκουλαρίκια και ένα δακτυλίδι. Από κώδικα της Μονής με τίτλο ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 1879, σε ινβεντάριο ή καταγραφή των αντικειμένων περιγράφεται η λειψανοθήκη ως εξής : «… ετέρα αργυρά περικεχρυσωμένη περιέχουσα το ιερόν σώμα του Αγίου Διονυσίου με τεσσάρους Αγγέλους σταυρόν και κορονίδα χρυσή με πέντε ροζέταις μεγάλαις εις την μέσην και εικοσιπέντε μικραίς και δίο γραμμάς από ρόζαις της ολανδίας. Εις το ιερόν σώμα κρέμονται τέσσερα εγκόλπια χρισά τα δύο με μαργαρίτας με άλισσες και γορδόνια χρισά » .
…Η απώλεια αρκετών χειρόγραφων κωδίκων εσόδων-εξόδων καθώς και συμφωνητικών εγγράφων του 18ου αι. από τη Μονή των Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, καθιστά αδύνατη την εύρεση του έτους κατασκευής της λειψανοθήκης, παρά μόνον κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογισθεί, εξεταζομένη τεχνοτροπικά αλλά και από πληροφορίες που δίνουν τα ινβεντάρια και οι εναπομείναντες κώδικες, ενώ ως terminus post quem θα πρέπει να θεωρηθεί η απεικόνισή της από τον Ν. Κουτούζη στον πίνακα της λιτανείας του σκηνώματος το 1766.
Σε κώδικα της Μονής με αριθμό 4 ή κώδικας του Πατριάρχη Μορώνη όπως είναι γνωστός, βρίσκονται ινβεντάρια της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου, που καλύπτουν το α΄ μισό του 18ου και το αντίστοιχο μισό του 19ου αι. . Το 1718 αναφέρονται δύο προσκεφαλάδες και « μαντήλια του αγίου δίο το ένα μεταξοτό και το άλο χρισό και έτερον μεταξοτό μπούρδινο ένα κομάτι ράζο όπου είνε εις το κουβούκλιον του αγίου». Αυτή είναι η πιο παλιά αναφορά για λειψανοθήκη του ιερού σκηνώματος από τους υπάρχοντες κώδικες της Μονής. Τότε το ιερό λείψανο τοποθετούταν σε μία κάσα και όχι δύο, σε λάρνακα δηλαδή και λειψανοθήκη, την οποία κάλυπταν με πολύτιμο ύφασμα. Το σώμα του Αγίου το σκέπαζαν με μεταξωτό μαντίλι και κάτω από το κεφάλι του υπήρχε τοποθετημένο προσκέφαλο. Αυτό υπονοεί την ευκολία άμεσης επαφής με το λείψανο, που σημαίνει ότι δεν υπήρχε κρύσταλλο ή κάτι άλλο που θα το εμπόδιζε όπως σήμερα και ότι εάν λιανευόταν θα γινόταν χωρίς την «κάσα”, πιθανόν στα χέρια όπως εμφανίζεται σε εικονίδιο από τη δεσποτική εικόνα του Αγίου Διονυσίου από τον ομώνυμο ναό, η φιλοτέχνηση της οποίας θα πρέπει να αναχθεί πολύ κοντά στην περίοδο που αναφερόμαστε.
Το ίδιο θέμα απεικονίζεται και σε μεταγενέστερο πίνακα του Κουτούζη. Σε αυτήν την κάσα, την πρώτη λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου που φτιάχτηκε όταν το σκήνωμα ήρθε από τα Στροφάδια το 1717 και τοποθετήθηκε στον ομώνυμο ναό, μάλλον ανήκει και η μακρόστενη ορθογώνια εικόνα που βρίσκεται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής και απεικονίζει τον Ιεράρχη Διονύσιο. Σε αυτό συνηγορούν και τα εξής : Η διαστάσεων 1, 75 ´ 37 εκ. εικόνα, σχεδόν ταιριάζει με τις διαστάσεις της σημερινής λειψανοθήκης, η απεικόνιση του Ιεράρχη και στις δύο είναι παρόμοια, η πίεση που ασκεί η χρήση της εικόνας πάνω στο σχέδιο είναι εμφανής, ενώ έχει διασωθεί ως προφορική παράδοση στους Πατέρες της Μονής, ότι ήταν τοποθετημένη στην παλιά λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου. Δυστυχώς τα ινβεντάρια του 18ου αι. σταματούν στον κώδικα 4 το 1757 και αρχίζουν να σημειώνονται πάλι από το 1805, ενώ για αυτό το διάστημα δεν βρήκα κάποια άλλη πληροφορία σε άλλους κώδικες.
Το έτος 1805 περιγράφεται η νέα λειψανοθήκη «κάσα του αγίου ασιμένεια την ωπίαν δεν ημπορέσαμε να την μπεζάρομε με την κούνμπα» και πιο κάτω αναφέρονται οι τέσσερις άγγελοι και ο σταυρός. Σημειώνονται ακόμη και τα δύο προσκέφαλα, που ήταν πλέον σε αχρησία αλλά τα διαφύλαξαν οι Πατέρες, όπως και ένα από τα μαντίλια του Αγίου φυλαγμένο σε ξύλινο κουτί με ζωγραφισμένο τον Άγιο και χρυσωμένο. Σε αυτήν την καταγραφή και σε ένα ινβεντάριο του 1813, το τελευταίο που σώζεται έως το 1829, δεν αναφέρεται λάρνακα παρά μόνον υφασμάτινα «σκεπάσματα» της κάσας όπως και του επάργυρου κουβουκλίου, που βρίσκεται σήμερα στην είσοδο της θύρας του δωματίου του Αγίου. Η λειψανοθήκη ίσως να βρισκόταν τοποθετημένη πάνω σε κάποια χαμηλή ξύλινη κατασκευή, για να είναι εύκολη η προσκύνηση στα πόδια του Αγίου, μιας και το πορτάκι στην πλαϊνή πλευρά ανοίχτηκε αργότερα, όπως φαίνεται πιο κάτω.
Ποιός όμως ήταν ο σημαντικός αργυρογλύπτης που επιλέχθηκε για να φτιάξει τη νέα λειψανοθήκη του Προστάτη αγίου αλλά και του συμβόλου της Ζακύνθου και πότε έγινε αυτό; Οπωσδήποτε κάποιος ο οποίος είχε αποδείξει την ποιότητα της δουλειάς του μέχρι τότε. Στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος μας διευκολύνουν οι σφραγίδες που βρίσκονται στα ασημένια πάμφυλλα και στις τρεις πλευρές της λειψανοθήκης. Τετράγωνη στάμπα με τα αρχικά γράμματα ΖΜ, ακολουθεί στρογγυλή σφραγίδα για την εγκυρότητα του ασημιού και μετά πάλι η στάμπα ΖΜ. Στην κούμπα υπάρχει τετράγωνη σφραγίδα με τα αρχικά GM ακολουθεί στρογγυλή στάμπα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου (Leone in moleca) ως εγγύηση της Πολιτείας της Βενετίας (Pubblico Sigillo) και μετά πάλι η στάμπα GM.
…Η στάμπα με τους ιταλικούς χαρακτήρες GM μας είναι γνωστή από την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους στον ομώνυμο ναό, όπου ο Λ. Ζώης αναφέρεται πως διάβασε στον απολεσθέντα σήμερα κώδικα του ναού, ότι κατασκευάσθηκε από τον Τζουάνε (Zuane) ή Ιωάννη (Giovanni) Μαργαρώνη, καθώς επίσης και από την σε σχήμα οβάλ ασημένια πρώτη λειψανοθήκη του οστού του Αγίου Χαραλάμπους. Όντως, η αργυρή αυτή επένδυση με χρονολογία 1757, που απεικονίζει τον Άγιο Χαράλαμπο και την πόλη της Ζακύνθου, φέρει την παραπάνω σφραγίδα και την στρογγυλή του ελέγχου του ασημιού. Μια προσεκτική παρατήρηση των γραμμάτων στις επιγραφές και της τεχνοτροπίας στα δύο αυτά έργα, που δεν απέχουν και πολύ χρονολογικά, αλλά και στα υπόλοιπα όσα έχουν βρεθεί από τον γράφοντα σε ναούς της Ζακύνθου με την ίδια σφραγίδα, υποδεικνύουν τον ίδιο καλλιτέχνη. Η στάμπα αυτή δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον ελεγκτή του ασημιού, που ήταν συνήθως και ο εκλεγμένος και εναλλασσόμενος ανά τακτά χρονικά διαστήματα αρχηγός της συντεχνίας των αργυροχόων, μιας και έχω βρει έργα με την ίδια στάμπα από το 1727 έως το 1776 και όλα υποδηλώνουν τον ίδιο τεχνίτη.
…Το σχέδιο της λειψανοθήκης φανερώνει ότι κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει κυρίως τη λιτανεία του ιερού σκηνώματος στην πόλη της Ζακύνθου, αφού η κούμπα μπορεί να τοποθετηθεί μόνον όταν η λειψανοθήκη βρίσκεται σε κάθετη θέση και όχι οριζόντια, όπως όταν τοποθετείται μέσα στην επάργυρη λάρνακα. Για τον ίδιο λόγο έχουν τοποθετηθεί στα πλαϊνά μέρη και χειρολαβές για την τοποθέτηση ξύλινων επάργυρων σήμερα δοκών, στις οποίες στηρίζεται η λειψανοθήκη κατά την περιφορά. Ο Λ. Ζωής αναφέρει ότι η λιτάνευση του σκηνώματος στην πόλη της Ζακύνθου θεσπίσθηκε ως επίσημη με δουκικό διάταγμα στις 7 Ιανουαρίου 1763, προσαχθέντος δε αυτού στις 13 Φεβρουάριου 1764 και ακόμη ότι την 1 Μαρτίου 1764 ανοικοδομήθηκε νέος ναός του Αγίου Διονυσίου. Φαίνεται ότι η επισημοποίηση της λιτανείας του Αγίου Διονυσίου και πιθανόν και της αποδοχής του ως Προστάτη της νήσου εκ μέρους της Βενετικής Γερουσίας, οδήγησε τους ζακυνθινούς στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου ναού, τον οποίον έφτιαξαν και διακόσμησαν σχεδόν από την αρχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό της ανακαίνισης θα πρέπει να ενταχθούν και τα μεγάλα καντήλια που έφτιαξε για το πολυκάντηλο και το τέμπλο του ναού ο Τζουάνε Μαργαρώνης καθώς και η απεικόνιση της επιβλητικής λιτανείας του σκηνώματος στην πόλη που ζωγράφισε ο Νικόλαος Κουτούζηςτο 1766 για το στηθαίο του γυναικωνίτη του νέου ναού. Στη χρονική αυτή περίοδο θα πρέπει επίσης να τοποθετηθεί και η κατασκευή της νέας λειψανοθήκης του Αγίου Διονυσίου, ανάμεσα στα έτη 1764, 1765 και 1766, με πιο πιθανόν το έτος 1765. “
(Ολόκληρο το κείμενο με τις υποσημειώσεις βρίσκεται στο περ. “Επτανησιακά Φύλλα”, τομ. ΚΓ΄, τεύχος 1-2, Ζάκυνθος, 2003.)
…του π. Διονυσίου Λυκογιάννη Ιεροκήρυκα Ι.Μ.Ζακύνθου
Η ορθογώνια λειψανοθήκη είναι ξυλόγλυπτη, καλυμμένη με πολύ λεπτά αργυρά και επιχρυσωμένα πάμφυλλα στις τρεις πλευρές της, ενώ τα ανοίγματα της πρόσθιας πλευράς και τα πλαϊνά κλείνονται με συρταρωτό τζάμι ή «κρουστάλλι». Στο πάνω μέρος και στις τέσσερις γωνίες τοποθετούνται βιδωτά ισάριθμοι άγγελοι που κρατούν δέλτους. Η οχτάγωνη βάση της κούμπας είναι ξύλινη, πάνω στην οποία είναι καρφωμένο ασημένιο και επιχρυσωμένο πάμφυλλο με οχτώ νευρώσεις και η όλη σύνθεση καταλήγει σε έναν βιδωμένο, επίχρυσο εξάκτινο σταυρό.
…Η πίσω ξύλινη πλευρά της λειψανοθήκης, που λειτουργεί και ως πόρτα, καλύπτεται κατά κύριο λόγο από δύο αργυρά και επιχρυσωμένα πάμφυλλα όπου απεικονίζουν σε χαμηλό ανάγλυφο τον Ιεράρχη Άγιο Διονύσιο κατά μέτωπον και όρθιο, με το δεξί χέρι να ευλογεί και με το αριστερό να κρατά κλειστό Ευαγγέλιο. Το σχέδιο του αργυρογλύπτη θα πρέπει να ακολουθεί το αντίστοιχο ζωγραφικό που υπάρχει κάτω από το ασήμι, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, μιας και δεν υπάρχει καμία πληροφορία για ζωγραφισμένη επιφάνεια κάτω από αυτό. Πάνω από το με φύλλα άκανθας διακοσμημένο φωτοστέφανο και κάτω από την κλειδαριά βρίσκεται χαραγμένη η επιγραφή Ο ΑΓΙΟS ΔΙΟΝΥCΙΟS ΑΡΧΙΕΠΙCΚΟΠΟS ΑΙΓΙΝΙC. Το μόνο ακάλυπτο μέρος της μορφής του Αγίου είναι το πρόσωπο, το οποίο υποδηλώνει ζωγραφιά κάτω από τα πάμφυλλα, με την τεχνική του λαδιού και αποτελεί πιθανότατα το πιο πρώιμο έργο, που γνωρίζουμε ότι σώζεται μέχρι σήμερα, του Νικολάου Κουτούζη (1741-1813). Περιμετρικά της μορφής του Αγίου στις άκρες και στη μέση καθώς και σε όλες τις ενώσεις των ξύλινων ασημωμένων κομματιών της λειψανοθήκης, υπάρχουν λεπτεπίλεπτα διακοσμητικά ανάγλυφα με φυλλώδη και άνθινα μοτίβα.
Η μπροστινή πλευρά της λειψανοθήκης καλύπτεται όλη με συρταρωτό χονδρό τζάμι-«κρουστάλλι», ενώ ακάλυπτο είναι το κάτω μέρος για λόγους προσκυνηματικούς. Στο εσωτερικό της, όπου είναι επενδυμένο με κόκκινο βελούδο, βρίσκεται τοποθετημένο το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου σχεδόν ακέραιο και δεμένο εσωτερικά με λουρί από το ύψος των χεριών. Φορεί αρχιερατικά άμφια, νεότερα από αυτά του ενταφιασμού το 1622 και στο στήθος του κρέμονται από χρυσά γορδόνια ή αλυσίδες οχτώ βαρύτιμα εγκόλπια, αφιερώματα κυρίως ομοδόξων και όχι μόνον από τον 19ο αι. . Στην ίδια πλευρά εξωτερικά πάνω από το λείψανο είναι τοποθετημένη κορωνίδα ή στέμμα χρυσό, κοσμημένη με ημιπολύτιμες και πολύτιμες πέτρες με ενσωματωμένα δύο γυναικεία σκουλαρίκια και ένα δακτυλίδι. Από κώδικα της Μονής με τίτλο ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 1879, σε ινβεντάριο ή καταγραφή των αντικειμένων περιγράφεται η λειψανοθήκη ως εξής : «… ετέρα αργυρά περικεχρυσωμένη περιέχουσα το ιερόν σώμα του Αγίου Διονυσίου με τεσσάρους Αγγέλους σταυρόν και κορονίδα χρυσή με πέντε ροζέταις μεγάλαις εις την μέσην και εικοσιπέντε μικραίς και δίο γραμμάς από ρόζαις της ολανδίας. Εις το ιερόν σώμα κρέμονται τέσσερα εγκόλπια χρισά τα δύο με μαργαρίτας με άλισσες και γορδόνια χρισά » .
…Η απώλεια αρκετών χειρόγραφων κωδίκων εσόδων-εξόδων καθώς και συμφωνητικών εγγράφων του 18ου αι. από τη Μονή των Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, καθιστά αδύνατη την εύρεση του έτους κατασκευής της λειψανοθήκης, παρά μόνον κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογισθεί, εξεταζομένη τεχνοτροπικά αλλά και από πληροφορίες που δίνουν τα ινβεντάρια και οι εναπομείναντες κώδικες, ενώ ως terminus post quem θα πρέπει να θεωρηθεί η απεικόνισή της από τον Ν. Κουτούζη στον πίνακα της λιτανείας του σκηνώματος το 1766.
Σε κώδικα της Μονής με αριθμό 4 ή κώδικας του Πατριάρχη Μορώνη όπως είναι γνωστός, βρίσκονται ινβεντάρια της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου, που καλύπτουν το α΄ μισό του 18ου και το αντίστοιχο μισό του 19ου αι. . Το 1718 αναφέρονται δύο προσκεφαλάδες και « μαντήλια του αγίου δίο το ένα μεταξοτό και το άλο χρισό και έτερον μεταξοτό μπούρδινο ένα κομάτι ράζο όπου είνε εις το κουβούκλιον του αγίου». Αυτή είναι η πιο παλιά αναφορά για λειψανοθήκη του ιερού σκηνώματος από τους υπάρχοντες κώδικες της Μονής. Τότε το ιερό λείψανο τοποθετούταν σε μία κάσα και όχι δύο, σε λάρνακα δηλαδή και λειψανοθήκη, την οποία κάλυπταν με πολύτιμο ύφασμα. Το σώμα του Αγίου το σκέπαζαν με μεταξωτό μαντίλι και κάτω από το κεφάλι του υπήρχε τοποθετημένο προσκέφαλο. Αυτό υπονοεί την ευκολία άμεσης επαφής με το λείψανο, που σημαίνει ότι δεν υπήρχε κρύσταλλο ή κάτι άλλο που θα το εμπόδιζε όπως σήμερα και ότι εάν λιανευόταν θα γινόταν χωρίς την «κάσα”, πιθανόν στα χέρια όπως εμφανίζεται σε εικονίδιο από τη δεσποτική εικόνα του Αγίου Διονυσίου από τον ομώνυμο ναό, η φιλοτέχνηση της οποίας θα πρέπει να αναχθεί πολύ κοντά στην περίοδο που αναφερόμαστε.
Το ίδιο θέμα απεικονίζεται και σε μεταγενέστερο πίνακα του Κουτούζη. Σε αυτήν την κάσα, την πρώτη λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου που φτιάχτηκε όταν το σκήνωμα ήρθε από τα Στροφάδια το 1717 και τοποθετήθηκε στον ομώνυμο ναό, μάλλον ανήκει και η μακρόστενη ορθογώνια εικόνα που βρίσκεται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής και απεικονίζει τον Ιεράρχη Διονύσιο. Σε αυτό συνηγορούν και τα εξής : Η διαστάσεων 1, 75 ´ 37 εκ. εικόνα, σχεδόν ταιριάζει με τις διαστάσεις της σημερινής λειψανοθήκης, η απεικόνιση του Ιεράρχη και στις δύο είναι παρόμοια, η πίεση που ασκεί η χρήση της εικόνας πάνω στο σχέδιο είναι εμφανής, ενώ έχει διασωθεί ως προφορική παράδοση στους Πατέρες της Μονής, ότι ήταν τοποθετημένη στην παλιά λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου. Δυστυχώς τα ινβεντάρια του 18ου αι. σταματούν στον κώδικα 4 το 1757 και αρχίζουν να σημειώνονται πάλι από το 1805, ενώ για αυτό το διάστημα δεν βρήκα κάποια άλλη πληροφορία σε άλλους κώδικες.
Το έτος 1805 περιγράφεται η νέα λειψανοθήκη «κάσα του αγίου ασιμένεια την ωπίαν δεν ημπορέσαμε να την μπεζάρομε με την κούνμπα» και πιο κάτω αναφέρονται οι τέσσερις άγγελοι και ο σταυρός. Σημειώνονται ακόμη και τα δύο προσκέφαλα, που ήταν πλέον σε αχρησία αλλά τα διαφύλαξαν οι Πατέρες, όπως και ένα από τα μαντίλια του Αγίου φυλαγμένο σε ξύλινο κουτί με ζωγραφισμένο τον Άγιο και χρυσωμένο. Σε αυτήν την καταγραφή και σε ένα ινβεντάριο του 1813, το τελευταίο που σώζεται έως το 1829, δεν αναφέρεται λάρνακα παρά μόνον υφασμάτινα «σκεπάσματα» της κάσας όπως και του επάργυρου κουβουκλίου, που βρίσκεται σήμερα στην είσοδο της θύρας του δωματίου του Αγίου. Η λειψανοθήκη ίσως να βρισκόταν τοποθετημένη πάνω σε κάποια χαμηλή ξύλινη κατασκευή, για να είναι εύκολη η προσκύνηση στα πόδια του Αγίου, μιας και το πορτάκι στην πλαϊνή πλευρά ανοίχτηκε αργότερα, όπως φαίνεται πιο κάτω.
Ποιός όμως ήταν ο σημαντικός αργυρογλύπτης που επιλέχθηκε για να φτιάξει τη νέα λειψανοθήκη του Προστάτη αγίου αλλά και του συμβόλου της Ζακύνθου και πότε έγινε αυτό; Οπωσδήποτε κάποιος ο οποίος είχε αποδείξει την ποιότητα της δουλειάς του μέχρι τότε. Στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος μας διευκολύνουν οι σφραγίδες που βρίσκονται στα ασημένια πάμφυλλα και στις τρεις πλευρές της λειψανοθήκης. Τετράγωνη στάμπα με τα αρχικά γράμματα ΖΜ, ακολουθεί στρογγυλή σφραγίδα για την εγκυρότητα του ασημιού και μετά πάλι η στάμπα ΖΜ. Στην κούμπα υπάρχει τετράγωνη σφραγίδα με τα αρχικά GM ακολουθεί στρογγυλή στάμπα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου (Leone in moleca) ως εγγύηση της Πολιτείας της Βενετίας (Pubblico Sigillo) και μετά πάλι η στάμπα GM.
…Η στάμπα με τους ιταλικούς χαρακτήρες GM μας είναι γνωστή από την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους στον ομώνυμο ναό, όπου ο Λ. Ζώης αναφέρεται πως διάβασε στον απολεσθέντα σήμερα κώδικα του ναού, ότι κατασκευάσθηκε από τον Τζουάνε (Zuane) ή Ιωάννη (Giovanni) Μαργαρώνη, καθώς επίσης και από την σε σχήμα οβάλ ασημένια πρώτη λειψανοθήκη του οστού του Αγίου Χαραλάμπους. Όντως, η αργυρή αυτή επένδυση με χρονολογία 1757, που απεικονίζει τον Άγιο Χαράλαμπο και την πόλη της Ζακύνθου, φέρει την παραπάνω σφραγίδα και την στρογγυλή του ελέγχου του ασημιού. Μια προσεκτική παρατήρηση των γραμμάτων στις επιγραφές και της τεχνοτροπίας στα δύο αυτά έργα, που δεν απέχουν και πολύ χρονολογικά, αλλά και στα υπόλοιπα όσα έχουν βρεθεί από τον γράφοντα σε ναούς της Ζακύνθου με την ίδια σφραγίδα, υποδεικνύουν τον ίδιο καλλιτέχνη. Η στάμπα αυτή δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον ελεγκτή του ασημιού, που ήταν συνήθως και ο εκλεγμένος και εναλλασσόμενος ανά τακτά χρονικά διαστήματα αρχηγός της συντεχνίας των αργυροχόων, μιας και έχω βρει έργα με την ίδια στάμπα από το 1727 έως το 1776 και όλα υποδηλώνουν τον ίδιο τεχνίτη.
…Το σχέδιο της λειψανοθήκης φανερώνει ότι κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει κυρίως τη λιτανεία του ιερού σκηνώματος στην πόλη της Ζακύνθου, αφού η κούμπα μπορεί να τοποθετηθεί μόνον όταν η λειψανοθήκη βρίσκεται σε κάθετη θέση και όχι οριζόντια, όπως όταν τοποθετείται μέσα στην επάργυρη λάρνακα. Για τον ίδιο λόγο έχουν τοποθετηθεί στα πλαϊνά μέρη και χειρολαβές για την τοποθέτηση ξύλινων επάργυρων σήμερα δοκών, στις οποίες στηρίζεται η λειψανοθήκη κατά την περιφορά. Ο Λ. Ζωής αναφέρει ότι η λιτάνευση του σκηνώματος στην πόλη της Ζακύνθου θεσπίσθηκε ως επίσημη με δουκικό διάταγμα στις 7 Ιανουαρίου 1763, προσαχθέντος δε αυτού στις 13 Φεβρουάριου 1764 και ακόμη ότι την 1 Μαρτίου 1764 ανοικοδομήθηκε νέος ναός του Αγίου Διονυσίου. Φαίνεται ότι η επισημοποίηση της λιτανείας του Αγίου Διονυσίου και πιθανόν και της αποδοχής του ως Προστάτη της νήσου εκ μέρους της Βενετικής Γερουσίας, οδήγησε τους ζακυνθινούς στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου ναού, τον οποίον έφτιαξαν και διακόσμησαν σχεδόν από την αρχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό της ανακαίνισης θα πρέπει να ενταχθούν και τα μεγάλα καντήλια που έφτιαξε για το πολυκάντηλο και το τέμπλο του ναού ο Τζουάνε Μαργαρώνης καθώς και η απεικόνιση της επιβλητικής λιτανείας του σκηνώματος στην πόλη που ζωγράφισε ο Νικόλαος Κουτούζηςτο 1766 για το στηθαίο του γυναικωνίτη του νέου ναού. Στη χρονική αυτή περίοδο θα πρέπει επίσης να τοποθετηθεί και η κατασκευή της νέας λειψανοθήκης του Αγίου Διονυσίου, ανάμεσα στα έτη 1764, 1765 και 1766, με πιο πιθανόν το έτος 1765. “
(Ολόκληρο το κείμενο με τις υποσημειώσεις βρίσκεται στο περ. “Επτανησιακά Φύλλα”, τομ. ΚΓ΄, τεύχος 1-2, Ζάκυνθος, 2003.)
…του π. Διονυσίου Λυκογιάννη Ιεροκήρυκα Ι.Μ.Ζακύνθου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου