Ὁ Μακαριστός Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Φιλόθεος Ζερβάκος, πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἔγραψε σέ εὐσεβεῖς Χριστιανούς, πρός ὠφέλειαν, τό ἀκόλουθο γεγονός: » Ὅταν ἦλθα στήν Πάρο, ὡς Πνευματικός, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου κυροῦ Ἰεροθέου, μετέβαινα σέ χωριά τῆς νήσου καί ἐξωμολογοῦσα τούς Χριστιανούς. Ἕνας ἀπό αὐτούς, ὀνόματι Πέτρος Μοστάτος, μού διηγήθηκε τήν κατωτέρω κατανυκτική ὄραση τήν ὁποία εἶδε μετά τόν θάνατο τῆς κόρης του.
Εἶχα μοῦ εἶπε, » δύο παιδιά. Μία κόρη καί ἕναν γυιό. Καί τά δύο ἦσαν καλά παιδιά, ἀλλά ἡ κόρη ὑπερεῖχε σέ εὐσέβεια, καί καλωσύνη. Καί πρός ἐμένα, τόν πατέρα της, καί πρός τήν μητέρα της ἦταν πολύ στοργική καί μᾶς τιμοῦσε μέ τήν ἁγνή ζωή της. Δέν πέρασε ὅμως πολύ καιρός καί ἀρρώστησε σοβαρά. Οἱ γιατρόι εἶπαν πῶς θά πεθάνει!Ἡ λύπη ἡ δική μου ἀλλά καί τῆς γυναίκας μου ἦταν ἀπερίγραπτη. Στήν ἀνάγκη αὐτή κατέφυγα στήν Εὐσπλαγχνικωτάτη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τήν Παναγία μας. Ἐκεῖ προσευχήθηκα μετά δακρύων καί Τῆς ζήτησα νά σώσει τήν κόρη μας ἐκ τοῦ θανάτου. Ὅμως, φαίνεται ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά τήν πάρει κοντά Του, καί ἔτσι παρ᾿ ὅλες τίς προσευχές ἡ κόρη μας πέθανε… Ἀπαρηγόρητοι καί οἱ δυό, θρηνούσαμε καί κλειστήκαμε ἐπί 15 ἡμέρες μέσα στό σπίτι! Φθάσαμε στήν ὑπερβολή καί στήν ὁλιγοπιστία, ἐγώ δέ καί στόν θυμό, γιατί δέν μ᾿ ἄκουσε ἡ Παναγία!
Μιά ἡμέρα, μόλις ξάπλωσα στό κρεβάτι μου, ἦλθαν δύο ἀστραπόμορφοι νέοι, μέ πῆραν καί περπατούσαμε σέ μιά πεδιάδα. Φοβήθηκα καί τούς ρώτσα:
– Πού μέ πηγαίνετε;
– Σέ πηγαίνωμε νά ἰδεῖς τήν κόρη σου, μού ἀποκρίθηκαν.
– Ἡ κόρη μου ἔχει πεθάνει ἐδῶ καί δεκαπέντε ἡμέρες, δέν ὑπάρχει!
Τότε μέ ὕφος αὐστηρό μού εἶπαν:
– Ἀπιστε, ἀκόμη δέν πιστεύεις; Ἔλα νά δεῖς!
Προχωρήσαμε λίγο, καί φθάσαμε σ᾿ ἕναν παραδεισιακό κῆπο. Στό μέσον του ὑπῆρχε ἕνα μεγαλοπρεπέστατο ἀνάκτορο χτισμένο ἀπό χρυσό πού ἔλαμπε. Ἐκεῖ μέσα σέ μιά αἴθουσα βασιλική ἀπέραντη, εἶδα μυριάδες Παρθένων οἱ ὁποῖες καθόντουσαν σέ θρόνους χρυσούς καί δεξιά καί ἀριστερά τους ὑπῆρχαν ἀναμμένες λαμπάδες. Τά πρόσωπα τῶν Παρθένων ἔλαμπαν πιό πολύ κι ἀπ᾿ τόν ἥλιο! Ἀνάμεσά τους βλέπω γιά μιά στιγμή καί τήν κόρη μου στήν ἴδια ὑπερκόσμια δόξα, μόνον πού οἱ λαμπάδες της ἦσαν σβηστές! Μόλις τήν εἶδα τρέχω μέ χαρά κοντά της. Ἐκείνη ὅμως μέ αὐστηρότητα μέ κοίταξε καί μού εἶπε:
– Φύγε ἀπ᾿ ἐδῶ! Πῶς τόλμησες καί ἦρθες κι ἐδῶ νά μέ ἐνοχλήσεις;
Ἐγώ κάθισα παράμερα ἀπό τόν φόβο μου καί ἄρχισα νά κλαίω καί νά τῆς λέω:
– Κόρη μου, γιατί δέν μέ δέχεσαι; Δέν γνωρίζεις πόσο σέ ἀγαπῶ;
– Παῦσε, μού λέγει, νά λές πώς μ᾿ ἀγαπᾶς, διότι ἄν μ᾿ ἀγαποῦσες θά ἔπρεπε νά χαίρεσαι καί νά εὐχαριστεῖς τό Θεό καί τήν Παναγία πού μέ ἀξίωσαν τέτοιας εὐτυχίας καί τιμῆς καί ὄχι νά γογγύζεις!
Τότε τόλμησα καί τήν ρώτησα:
– Γιατί, κορή μου, οἱ λαμπάδες σου εἶναι σβηστές ἐνῶ τῶν ἄλλων Παρθένων ἀναμμένες; Μοῦ ἀπάντησε:
– Ἐσύ καί ἡ μητέρα μου μού τίς σβήσατε μέ τά δάκρυά σας!…
Ἐκείνη τή στιγμή συνῆλθα καί στοχαζόμενος ἐκεῖνα τά μεγαλεῖα πού εἶδα, καί τά ὅσα μοῦ εἶπε ἡ κόρη μου, ἔκλαψα μετανιωμένος καί ζήτησα συγχώρεση ἀπό τό Θεό γιά τήν ἄπρεπη συμπεριφορά μου. Μετά τό διηγήθηκα καί στήν γυναῖκα μου καί, παρηγορημένοι καί χαρούμενοι πλέον, δοξάζαμε τό Θεό καί ὁμολογούσαμε τήν εὐτυχία μας γιά τήν μεγάλη τιμή καί δόξα πού ἔχει ἡ κόρη μας στόν Οὐράνιο Νυμφῶνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!…
Εἶχα μοῦ εἶπε, » δύο παιδιά. Μία κόρη καί ἕναν γυιό. Καί τά δύο ἦσαν καλά παιδιά, ἀλλά ἡ κόρη ὑπερεῖχε σέ εὐσέβεια, καί καλωσύνη. Καί πρός ἐμένα, τόν πατέρα της, καί πρός τήν μητέρα της ἦταν πολύ στοργική καί μᾶς τιμοῦσε μέ τήν ἁγνή ζωή της. Δέν πέρασε ὅμως πολύ καιρός καί ἀρρώστησε σοβαρά. Οἱ γιατρόι εἶπαν πῶς θά πεθάνει!Ἡ λύπη ἡ δική μου ἀλλά καί τῆς γυναίκας μου ἦταν ἀπερίγραπτη. Στήν ἀνάγκη αὐτή κατέφυγα στήν Εὐσπλαγχνικωτάτη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τήν Παναγία μας. Ἐκεῖ προσευχήθηκα μετά δακρύων καί Τῆς ζήτησα νά σώσει τήν κόρη μας ἐκ τοῦ θανάτου. Ὅμως, φαίνεται ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά τήν πάρει κοντά Του, καί ἔτσι παρ᾿ ὅλες τίς προσευχές ἡ κόρη μας πέθανε… Ἀπαρηγόρητοι καί οἱ δυό, θρηνούσαμε καί κλειστήκαμε ἐπί 15 ἡμέρες μέσα στό σπίτι! Φθάσαμε στήν ὑπερβολή καί στήν ὁλιγοπιστία, ἐγώ δέ καί στόν θυμό, γιατί δέν μ᾿ ἄκουσε ἡ Παναγία!
Μιά ἡμέρα, μόλις ξάπλωσα στό κρεβάτι μου, ἦλθαν δύο ἀστραπόμορφοι νέοι, μέ πῆραν καί περπατούσαμε σέ μιά πεδιάδα. Φοβήθηκα καί τούς ρώτσα:
– Πού μέ πηγαίνετε;
– Σέ πηγαίνωμε νά ἰδεῖς τήν κόρη σου, μού ἀποκρίθηκαν.
– Ἡ κόρη μου ἔχει πεθάνει ἐδῶ καί δεκαπέντε ἡμέρες, δέν ὑπάρχει!
Τότε μέ ὕφος αὐστηρό μού εἶπαν:
– Ἀπιστε, ἀκόμη δέν πιστεύεις; Ἔλα νά δεῖς!
Προχωρήσαμε λίγο, καί φθάσαμε σ᾿ ἕναν παραδεισιακό κῆπο. Στό μέσον του ὑπῆρχε ἕνα μεγαλοπρεπέστατο ἀνάκτορο χτισμένο ἀπό χρυσό πού ἔλαμπε. Ἐκεῖ μέσα σέ μιά αἴθουσα βασιλική ἀπέραντη, εἶδα μυριάδες Παρθένων οἱ ὁποῖες καθόντουσαν σέ θρόνους χρυσούς καί δεξιά καί ἀριστερά τους ὑπῆρχαν ἀναμμένες λαμπάδες. Τά πρόσωπα τῶν Παρθένων ἔλαμπαν πιό πολύ κι ἀπ᾿ τόν ἥλιο! Ἀνάμεσά τους βλέπω γιά μιά στιγμή καί τήν κόρη μου στήν ἴδια ὑπερκόσμια δόξα, μόνον πού οἱ λαμπάδες της ἦσαν σβηστές! Μόλις τήν εἶδα τρέχω μέ χαρά κοντά της. Ἐκείνη ὅμως μέ αὐστηρότητα μέ κοίταξε καί μού εἶπε:
– Φύγε ἀπ᾿ ἐδῶ! Πῶς τόλμησες καί ἦρθες κι ἐδῶ νά μέ ἐνοχλήσεις;
Ἐγώ κάθισα παράμερα ἀπό τόν φόβο μου καί ἄρχισα νά κλαίω καί νά τῆς λέω:
– Κόρη μου, γιατί δέν μέ δέχεσαι; Δέν γνωρίζεις πόσο σέ ἀγαπῶ;
– Παῦσε, μού λέγει, νά λές πώς μ᾿ ἀγαπᾶς, διότι ἄν μ᾿ ἀγαποῦσες θά ἔπρεπε νά χαίρεσαι καί νά εὐχαριστεῖς τό Θεό καί τήν Παναγία πού μέ ἀξίωσαν τέτοιας εὐτυχίας καί τιμῆς καί ὄχι νά γογγύζεις!
Τότε τόλμησα καί τήν ρώτησα:
– Γιατί, κορή μου, οἱ λαμπάδες σου εἶναι σβηστές ἐνῶ τῶν ἄλλων Παρθένων ἀναμμένες; Μοῦ ἀπάντησε:
– Ἐσύ καί ἡ μητέρα μου μού τίς σβήσατε μέ τά δάκρυά σας!…
Ἐκείνη τή στιγμή συνῆλθα καί στοχαζόμενος ἐκεῖνα τά μεγαλεῖα πού εἶδα, καί τά ὅσα μοῦ εἶπε ἡ κόρη μου, ἔκλαψα μετανιωμένος καί ζήτησα συγχώρεση ἀπό τό Θεό γιά τήν ἄπρεπη συμπεριφορά μου. Μετά τό διηγήθηκα καί στήν γυναῖκα μου καί, παρηγορημένοι καί χαρούμενοι πλέον, δοξάζαμε τό Θεό καί ὁμολογούσαμε τήν εὐτυχία μας γιά τήν μεγάλη τιμή καί δόξα πού ἔχει ἡ κόρη μας στόν Οὐράνιο Νυμφῶνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου