Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ως άγιος, ζούσε μέσα σέ αυτό τό «πνεύμα» τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Στίς ομιλίες του φαίνεται ότι κατηύθυνε τό ποίμνιό του μέ τό αληθινό «πνεύμα» τού Ευαγγελίου, μέ τήν ασκητική ζωή τήν οποία καί εκείνος γνώρισε στήν έρημο από τήν μικρή του ηλικία. Η διδασκαλία του έχει πολλά στοιχεία νηπτικότητας καί γι αυτό ήταν κατ εξοχήν κοινωνική. Μέχρι σήμερα η διδασκαλία του έχει μεγάλη επιρροή, θαυμάζουμε τόν λόγο του, γιατί προέρχεται από μιά καθαρή καί εξαγιασμένη καρδιά, πού είχε ελευθερωθή από κάθε πάθος καί ανθρώπινη ιδιοτέλεια.
Στήν εισήγηση αυτή δέν μπορούν νά γίνουν ευρύτερες ερμηνευτικές αναλύσεις, αλλά θά τονισθούν μερικά στοιχεία από τήν νηπτική διδασκαλία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, πού θά δείξουν, όπως νομίζω, ότι ο λόγος του εμπνεόταν από τήν εσωτερική ζωή του, τήν νήψη πού τόν διέκρινε, τήν μεγάλη αγάπη του πρός τόν Θεό, γι αυτό έχει καί μεγάλη διαχρονική αξία καί σπουδαιότητα.
α) Ο Χριστιανός ως εσταυρωμένος καί αναστημένος
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στήν διδασκαλία του εκφράζει τό «πνεύμα» τού Ευαγγελίου πού περιέχει τούς λόγους τού Χριστού καί τών Αποστόλων οι οποίοι συνιστούν νά ζή ο Χριστιανός μέ άσκηση, σύμφωνα μέ τόν νέο τρόπο ζωής πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός. Οι Χριστιανοί πρέπει νά σηκώνουν τόν σταυρό, νά ζούν τό ήθος τού εσταυρωμένου Χριστού. Ολόκληρος ο βίος τους πρέπει νά είναι εσταυρωμένος. Άλλωστε, αυτό μάς υπενθυμίζει ο Χριστός: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού, καί ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η’, 34, πρβλ. Ματθ. ις’, 24 καί Λουκ. θ’, 23).
Υπάρχουν πολλά χωρία τού ιερού Χρυσοστόμου, στά οποία φαίνεται ποιά πρέπει νά είναι η αληθινή ζωή τού Χριστιανού.
Τό νά ζητά κανείς άνεση καί ανάπαυση είναι «ανάρμοστον καί αλλότριον Χριστιανού», καθώς επίσης τό νά προσκολλάται κανείς στήν παρούσα ζωή είναι αλλότριο στήν επαγγελία καί τήν στρατολογία.
Ερμηνεύοντας τό αποστολικό χωρίο «ότι καθώς περισσεύει τά παθήματα τού Χριστού εις ημάς, ούτω διά Χριστού περισσεύει καί η παράκλησις ημών» (Β’ Κορ. α’, 5), κάνει λόγο γιά τήν συμμετοχή μας στά παθήματα τού Χριστού. Καί ερωτά: «τί γάρ ήδιον τού τώ Χριστώ με γίνεσθαι κοινωνόν;». Επίσης λέγει ότι δέν είναι τίποτε ισοδύναμο καί καλύτερο από τό νά μαστιγώνεται κανείς μέ τόν Χριστό καί νά θλίβεται γιά τήν ευσέβεια. Καί καταλήγει ότι κανένας δέν μπορεί νά γίνη κοινωνός τού Χριστού τρυφώντας καί καθεύδοντας καί αναπίπτοντας, ζώντας τήν φιλήδονη καί παραλυμένη ζωή, αλλά γίνεται κοινωνός τού Χριστού εκείνος πού περνά θλίψη καί πειρασμό καί οδεύει τήν στενή οδό.
Αναλύοντας τό αποστολικό χωρίο πού αναφέρεται στούς Χριστιανούς, οι οποίοι, ενώ έχουν βαπτισθή, εν τούτοις είναι «εχθροί τού σταυρού τού Χριστού» (Φιλ. γ’, 18), κάνει λόγο γιά εκείνους πού υποκρίνονται ότι ανήκουν στόν Χριστιανισμό καί ζούν μέ άνεση καί τρυφή. Μιά τέτοια ζωή είναι «εναντίον τώ σταυρώ». Τό νά ζητά κανείς άνεση καί ανάπαυση είναι «ανάρμοστον καί αλλότριον Χριστιανού», καθώς επίσης τό νά προσκολλάται κανείς στήν παρούσα ζωή είναι αλλότριο στήν επαγγελία καί τήν στρατολογία. Όσοι ζούν κατ αυτόν τόν τρόπο «κάν λέγωσιν είναι τού Χριστού, αλλ ως εχθροί εισι τού σταυρού». Ερωτά: «ο Δεσπότης σου εσταυρώθη, καί σύ άνεσιν ζητείς; ο Δεσπότης σου προσηλώθη, καί σύ τρυφάς; καί πού ταύτα στρατιώτου γενναίου;». Καί μέ απόλυτο τρόπο γράφει: «ει φιλείς τόν Δεσπότην σου, τόν θάνατον απόθανε τόν εκείνου» καί όποιος είναι φίλος τής τρυφής καί τής ενταύθα ασφαλείας, «εχθρός εστι τού σταυρού».
Τήν ίδια προοπτική συναντούμε καί στήν ερμηνεία τού αποστολικού χωρίου «Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’, 20). Ερμηνεύει ότι ο Απόστολος Παύλος μέ τό «Χριστώ συνεσταύρωμαι» εννοεί τό Μυστήριο τού Βαπτίσματος καί μέ τό «ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» εννοεί «τήν μετά ταύτα πολιτείαν, δι ής νεκρούται ημών τά μέλη». Η όλη ζωή τού Χριστιανού είναι σταυρική ζωή καί ο βίος του είναι εσταυρωμένος βίος, διότι μόνον έτσι μπορεί κανείς νά κοινωνήση τών παθημάτων τού Χριστού, διαφορετικά είναι εχθρός τού σταυρού.
Από αυτό φαίνεται ότι η σταυρική ζωή, πού δηλώνει τήν νέκρωση τών παθών, καί η κοινωνία μέ τόν αναστάντα Χριστό είναι ευαγγελική ζωή καί κοινή σέ όλους τούς Χριστιανούς, μοναχούς καί εγγάμους, πού ζούν στόν κόσμο καί στά Μοναστήρια, Κληρικούς καί λαϊκούς. Σέ πολλά κείμενά του κάνει λόγο γιά «ετέραν πολιτείαν» τήν οποία πρέπει νά ζούν οι Χριστιανοί, γιά τήν «καινήν ζωήν» πού πρέπει νά τούς χαρακτηρίζη.
Οι Χριστιανοί πρέπει νά ζούν ασκητική ζωή καί νά εκφράζουν αυτήν τήν νέα ζωή πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός. Πρέπει νά είναι «αλλότριοι τού παρόντος βίου», όχι μέ τήν έννοια νά φύγουν έξω από τόν κόσμο, αλλά νά μένουν στόν κόσμο καί νά δείχνουν στούς απίστους «ότι εις ετέραν πολιτείαν εαυτούς μετέστησαν καί ουδέν κοινόν έχουσι πρός τήν γήν καί τά επί γής πράγματα». Οι Χριστιανοί πρέπει νά γνωρίζωνται «ουκ από τού τόπου, αλλά από τού τρόπου» τής ζωής τους. Ο πιστός δέν πρέπει νά φαίνεται ως πιστός μόνον από τό Mυστήριο τού Bαπτίσματος, «αλλά καί από τής ζωής τής καινής». Καί σέ άλλο σημείο προτρέπει τούς Χριστιανούς: «Επιδειξώμεθα τοίνυν καινήν τινα ζωήν ποιήσωμεν τήν γήν ουρανόν», ώστε οι ειδωλολάτρες νά βλέπουν αυτήν τήν καινήν ζωή καί νά βλέπουν τήν ίδια τήν εικόνα τής βασιλείας τών ουρανών. Δέν τούς συνιστά νά φεύγουν από τίς κοινωνίες καί νά ανεβαίνουν στά όρη, όπως τό κάνουν οι μοναχοί, αλλά νά ζούν μέσα στήν κοινωνία, τηρώντας τίς εντολές τού Χριστού. «Ουδέν λέγω φορτικόν ου λέγω, μή γάμει ου λέγω, καταλίμπανε πόλεις καί αφίστασο πολιτικών πραγμάτων αλλ εν αυτοίς ών δείξον τήν αρετήν».
β) Λογισμοί
Οι νηπτικοί Πατέρες τής Εκκλησίας θεωρούν τήν προσβολή πού γίνεται μέ τούς λογισμούς ως αρχή τής αμαρτίας. Λέγονται λογισμοί γιατί, όπως προαναφέραμε, πρέπει νά ευρίσκωνται στήν λογική τού ανθρώπου καί νά μή κατέρχωνται στήν καρδιά. Μέ τούς λογισμούς η αμαρτία προσβάλλει τόν άνθρωπο καί από τούς λογισμούς, όταν δέν αντιμετωπίζωνται σωστά, γεννάται η επιθυμία καί ακολουθεί η διάπραξη τής αμαρτίας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γνωρίζει πολύ καλά τό τί δημιουργούν οι λογισμοί, αλλά καί πώς μπορεί ο άνθρωπος νά ελευθερωθή από αυτούς.
Σέ μιά ομιλία του κάνει λόγο γιά τήν διαφορά μεταξύ τών λογισμών. Όπως στήν εκτεταμένη καί ευρύχωρη γή υπάρχουν πολλά ζώα, άλλα από αυτά είναι ημερότερα καί άλλα αγριότερα, τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τούς λογισμούς στό πλάτος τής ψυχής, «οι μέν εισιν αλογώτεροι καί κτηνώδεις, οι δέ θηριωδέστεροι καί αγριώτεροι». Επίσης, υπάρχουν καί λογισμοί πού, ενώ εκ φύσεως είναι εχθροί, εν τούτοις περιβάλλονται «δοράν προβάτων».
Τά πάθη προκαλούν ταραχή καί σύγχυση, διαστρέφουν τά πάντα καί καταστρέφουν τήν οδό τού ανθρώπου, εκδιώκουν τήν ειρήνη καί τόν ύπνο, δημιουργούν αφόρητη θλίψη.
Οι λογισμοί δημιουργούν μεγάλη ταραχή στήν ψυχή τού ανθρώπου. Άν ο άνθρωπος έχη εξωτερική ειρήνη, αλλά μέσα του γεννιέται ταραχή καί ζάλη από τούς λογισμούς, τότε «ουδέν όφελος τής έξωθεν ειρήνης». Συσχετίζει ο άγιος τήν κυοφορία καί τίς ωδίνες τής εγκύου γυναικός μέ τήν ψυχή πού κυοφορεί καί τίκτει τούς λογισμούς καί βρίσκει οδυνηρότερη τήν δεύτερη περίπτωση. Στόν άνθρωπο πού μηχανορραφεί «σήμερον ούτος κατεβλήθη ο λογισμός, καί πάλιν αύριον έτερος καί μύριαι μεταβολαί τών πονηρών τούτων πραγμάτων, καί καθ εκάστην ημέραν συλλήψεις καί ωδίνες διαφθείρουσαι τήν ταύτα τίκτουσαν διάνοιαν».
Ως πνευματικός ιατρός ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δέν αρκείται στήν διάγνωση, αλλά προχωρεί καί στήν θεραπεία τού προβλήματος πού δημιουργούν οι λογισμοί. Απαντώντας στήν ένσταση μερικών ότι είναι αδύνατον νά κυριαρχήσουμε στούς λογισμούς λέγει ότι, αφού είναι δυνατόν νά εξουσιάσουμε καί νά ημερώσουμε τά λιοντάρια, δέν πρέπει νά αμφιβάλλουμε ότι μπορούμε νά μεταβάλλουμε τήν θηριωδία τού λογισμού σέ ημερότητα. Αυτό μπορεί νά γίνη, γιατί στά θηρία η αγριότητα υπάρχει κατά φύση καί τό ήμερο παρά φύση, ενώ στόν άνθρωπο κατά φύση είναι τό ήμερο καί παρά φύση τό άγριο καί θηριώδες.
Στά κείμενά του συναντούμε καί διαφόρους τρόπους θεραπείας τού ανθρώπου από τούς λογισμούς. Γράφει ότι άλλοι από τούς λογισμούς δέν φθάνουν στήν ψυχή άν τήν περιφράξουμε μέ ασφάλεια άλλοι γεννιώνται μέσα μας καί βλαστάνουν όταν είμαστε ράθυμοι, αλλά άν τούς προλάβουμε τότε πνίγονται ταχέως καί καταχωνιάζονται άλλοι γεννιώνται καί μεγαλώνουν καί γίνονται πράξεις, πού διαφθείρουν όλη τήν υγεία τής ψυχής όταν ζούμε μέ ραθυμία. Στήν συνέχεια, ως πνευματικός ιατρός, υποδεικνύει καί τόν τρόπο θεραπείας, δηλαδή «τό μακάριον μήτε όλως δέξασθαι τόν πονηρόν λογισμόν». Τό επόμενο «μακάριον» είναι, εάν εισήλθαν οι λογισμοί στήν ψυχή, νά τούς απωθήσουμε ταχέως καί νά μή τούς επιτρέψουμε νά ενδιατρίψουν πολύ μέσα εκεί, ώστε νά μή κάνουν πονηρή βοσκή. Εάν καί αυτό δέν τό κατορθώσουμε, τότε γιά τήν παραμυθία τής ραθυμίας έχουν κατασκευασθή από τήν φιλανθρωπία καί τήν αγαθότητα τού Θεού πολλά φάρμακα γιά τά τραύματα πού δημιουργούν οι λογισμοί.
Από τά λίγα αυτά χωρία φαίνεται ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι γνώστης τής εσωτερικής εργασίας πού γίνεται στό λογιστικό μέρος τής ψυχής καί γνωρίζει τούς τρόπους θεραπείας τού εσωτερικού αυτού «χώρου». Πρόκειται γιά διδασκαλία του πρός τούς Χριστιανούς τού ποιμνίου του.
γ) Πάθη
Από τήν κακή αντιμετώπιση τών λογισμών συλλαμβάνεται η επιθυμία καί πραγματοποιείται η αμαρτία, καί όταν η αμαρτία επαναλαμβάνεται πολλές φορές γίνεται πάθος. Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος τό παρουσιάζει μέ τήν εικόνα τής αλιείας: «έκαστος δέ πειράζεται υπό τής ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος καί δελεαζόμενος είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δέ αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. α’, 14-15).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ως Πνευματικός Πατέρας, γνωρίζει όλη αυτήν τήν μάχη πού γίνεται μέσα στήν καρδιά μέ τά πάθη, αλλ επίσης γνωρίζει καί νά θεραπεύη τά πάθη. Άλλωστε, ο Πνευματικός Πατέρας είναι πνευματικός ιατρός καί γνωρίζει νά θεραπεύη τίς πνευματικές ασθένειες τών ανθρώπων. Η άγνοια αυτής τής θεραπείας δέν συνιστά κάποιον ως καλό Κληρικό, όπως η αδυναμία ή η άγνοια τού ιατρού νά θεραπεύη δέν τόν χαρακτηρίζει ως καλό ιατρό. Θά αναφερθούν μερικά χωρία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, από τά τόσα πολλά, πού αναφέρονται σέ αυτό τό σημαντικό θέμα τής πνευματικής ζωής.
Κατ αρχάς τά πάθη είναι η εξέλιξη τών λογισμών – προσβολών, πού προχωρούν καί γίνονται επιθυμία, πράξη καί όταν η πράξη επαναλαμβάνεται στήν συνέχεια γίνεται πάθος. Τά πάθη είναι αποτέλεσμα τής προπτωτικής αμαρτίας, μέ τήν οποία διεστράφησαν οι φυσικές δυνάμεις τής ψυχής καί κινούνται παρά φύση. «Μετά τού θανάτου, φησί, καί ο τών παθών επεισήλθεν όχλος». Τά πάθη αναπτύσσονται μέ τούς λογισμούς καί τίς επιθυμίες, οι οποίες είναι άκανθες πού ματώνουν τήν ψυχή καί τήν κάνουν νά πονά. Ονομάζονται δέ πάθη διότι ο άνθρωπος πάσχει καί υποφέρει: «Διά τούτο καί πάθη καλείται ψυχής, καί τραύματα, καί ωτειλαί». Σέ άλλο σημείο παρουσιάζει τά πάθη ως κύματα «θαλαττίων αγριώτερα», αλλά, εάν ο άνθρωπος, ως έμπειρος κυβερνήτης, γνωρίζη νά θέτη τόν λογισμό ως κυβερνήτη τού σκάφους τού σώματός του, τότε μπορεί νά τό οδηγήση «πρός τόν εύδιον τής φιλοσοφίας λιμένα», διαφορετικά, άν είναι άπειρος, θορυβείται.
Προτείνει ως φάρμακα θεραπείας «τό τίμιον αίμα τού Χριστού», όταν κανείς τό λαμβάνη μέ παρρησία, τήν ακρόαση τών θείων Γραφών μέ ακρίβεια, τήν ελεημοσύνη πού θά συνοδεύη τήν ακρόαση αυτή.
Στά κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταγράφει καί τίς διαιρέσεις τών παθών. Πάντοτε, βέβαια, αυτό πού λέγει έχει σχέση μέ τό χωρίο τής Αγίας Γραφής πού ερμηνεύει, αλλά καί μέ τήν κατάσταση τού ακροατηρίου του. Έτσι, στήν διδασκαλία του βλέπουμε ότι υπάρχουν πάθη σωματικά καί πάθη ψυχικά. Τό σημαντικό είναι ότι σέ πολλά κείμενά του χαρακτηρίζει τά πάθη μέ τίς εκδηλώσεις τών αγρίων αλόγων ζώων καί κάνει λόγο γιά θηριώδη πάθη καί μάλιστα λέγει ότι ο άνθρωπος πού διακρίνεται από τέτοιες εκδηλώσεις «τής εκείνων αλογίας γέγονεν αλογώτερος».
Σέ ομιλία του σέ Ψαλμό τού Δαυΐδ αναφέρεται σέ πολλά πάθη πού σκοτίζουν τούς ανοήτους καί δέν μπορούν νά δούν τήν αγάπη τού Θεού. Ως πρώτο πάθος ονομάζει τό φιλήδονο, δεύτερο τήν άνοια καί τό διεστραμμένο τής γνώμης, τρίτο ότι δέν γνωρίζουν τί είναι καλό καί τί είναι κακό καί έχουν εσφαλμένη κρίση γιά τά πράγματα, τό τέταρτο ότι δέν σκέπτονται καθόλου τά αμαρτήματά τους, τό πέμπτον ότι υφίσταται μεγάλη απόσταση μεταξύ τού Θεού καί τών ανθρώπων καί τό έκτον τό ότι δέν θέλει ο Θεός νά φανερώνη όλα παντού. Προφανώς τά τελευταία δέν είναι πάθη μέ τήν έννοια πού εμείς τά χαρακτηρίζουμε, αλλά δείχνει τήν ακαταστασία τού ανθρώπου νά δεχθή τήν αποκάλυψη τού Θεού.
Τά πάθη, κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, αρρωσταίνουν τόν όλο άνθρωπο καί φυσικά αυτό έχει καί κοινωνικές συνέπειες. Τά πάθη είναι ασθένειες τής ψυχής καί τού σώματος. Χρησιμοποιεί πολλές εικόνες γιά νά δείξη τίς συνέπειες τών παθών. Τά πάθη είναι χειρότερα από τούς δημίους καί καταξηραίνουν τήν ψυχή, είναι τύραννοι, καθιστούν τόν άνθρωπο δούλο κλπ.
Οι χαρακτηρισμοί αυτοί τών παθών δείχνουν καί τό τί προξενούν στόν άνθρωπο. Θά υπενθυμίσουμε μερικές καταστάσεις, όπως τίς συναντούμε στά έργα τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου. Τά πάθη προκαλούν ταραχή καί σύγχυση, διαστρέφουν τά πάντα καί καταστρέφουν τήν οδό τού ανθρώπου, εκδιώκουν τήν ειρήνη καί τόν ύπνο, δημιουργούν αφόρητη θλίψη. Κάθε πάθος είναι «ωμόν καί τυραννικόν καί ακόρεστον» καί δέν παύει νά μάς κατατρώγη κάθε ημέρα, θολώνει τόν οφθαλμό τού ανθρώπου μέ αποτέλεσμα νά χάνη τήν αρετή, δέν αντέχει ο άνθρωπος στά υψηλά καί μεγάλα, αποκάμνει καί χάνει τό θάρρος, τείνει πρός τόν ύπνο καί τήν ραθυμία καί χάνει τά ενδιαφέροντα γιά τήν αρετή καί τήν ζωή πού προέρχεται από αυτήν. Η εμπαθής ψυχή δέν μπορεί νά δή καί νά πράξη κάτι γενναίο καί πάσχει από αμβλυωπία. Τά πάθη ανάβουν μεγάλη φωτιά στήν ψυχή, όπως γίνεται μέ τό πύρ πού πυρπολεί τό δάσος. Γενικά, τά πάθη αρρωσταίνουν τόν άνθρωπο, γι αυτό, όπως λέγει, «εάν αφής εις αμετρίαν εξελθείν, νοσήματα γίνεται,…».
Γράφει επανειλημμένως γιά τήν αξία τής ησυχίας. Όταν κάνη λόγο γιά ησυχία, εννοεί τήν ησυχία τού λογικού, τής καρδιάς καί τού τόπου, δηλαδή τήν ησυχία ψυχής καί σώματος.
Πέρα από τήν επισήμανση τών κακών πού προξενούν τά πάθη ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σέ πολλά κείμενά του υποδεικνύει καί τόν τρόπο τής θεραπείας. Ενδεικτικά θά παρουσιασθούν μερικοί τρόποι.
Στά κείμενά του ομιλεί γιά τήν μεγάλη αξία τής νήψεως στόν πόλεμο γιά τά πάθη τού σώματος πού θά έχη συνέπεια στήν θεραπεία τών νοσημάτων τής ψυχής, γιά τόν ορθό λογισμό, τήν μελέτη τής Αγίας Γραφής καί τούς βίους τών αγίων καί πρό παντός τήν ενέργεια τής Χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος. Ερμηνεύοντας τήν επί τού Όρους ομιλία τού Χριστού αναφέρεται στόν τρόπο τής θεραπείας τών παθών τού θυμού, τής επιθυμίας περί τά σώματα, περί τά χρήματα, περί τήν δόξα, περί τόν παρόντα βίο. Μέ πολύ ωραίο τρόπο διδάσκει τόν τρόπο μέ τόν οποίο θεραπεύεται τό πάθος τής φιλαργυρίας.
Σέ κάποια ομιλία του προσδιορίζει τόν αποτελεσματικότερο τρόπο θεραπείας τών παθών. Κατ αρχάς ο άνθρωπος πρέπει νά αισθάνεται «καί τόν θυμόν θηρίον είναι». Έπειτα, πρέπει νά αισθάνεται ότι ούτε τό λιοντάρι καί η έχιδνα μπορούν νά κατασπαράξουν τά σπλάχνα μας, όπως τό κάνει ο θυμός. Καί προτείνει ως φάρμακα θεραπείας «τό τίμιον αίμα τού Χριστού», όταν κανείς τό λαμβάνη μέ παρρησία, τήν ακρόαση τών θείων Γραφών μέ ακρίβεια, τήν ελεημοσύνη πού θά συνοδεύη τήν ακρόαση αυτή. Μέ τούς τρόπους αυτούς «δυνήσεται νεκρωθήναι τά λυμαινόμενα τήν ψυχήν ημών πάθη». Όσο έχουμε τά πάθη δέν είμαστε καλύτερα από τούς νεκρούς, ενώ, όταν θεραπεύσουμε τά πάθη, τότε μόνον μπορούμε νά ζήσουμε. Καί παραγγέλλει: «Κάν μή φθάσωμεν αυτά αποκτείναντες ενταύθα, εκεί πάντως ημάς αποκτενεί», αλλά μάλλον θά υποστούμε καί εδώ τήν τιμωρία.
Στίς ομιλίες του βλέπουμε μιά ολόκληρη διδασκαλία γιά τά πάθη, τά αποτελέσματά τους καί τόν τρόπο θεραπείας τού ανθρώπου από αυτά.
δ) Νήψη
Πιό πάνω έχουμε οριοθετήσει τό τί σημαίνει νήψη πού συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τήν εγρήγορση, τήν ετοιμότητα. Ως γνήσιος Πνευματικός Πατέρας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στά κείμενά του αναφέρεται συχνά σέ θέματα νήψεως, εγρηγόρσεως. Καί στό σημείο αυτό εντάσσεται οργανικά στό «πνεύμα» τών αναλόγων προτροπών τού Χριστού καί τών Αποστόλων καί συντονίζεται μέ τούς λεγομένους νηπτικούς – φιλοκαλικούς Πατέρες.
Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τό αποστολικό χωρίο «γρηγορώμεν καί νήφωμεν» (Α’ Θεσ. ε’, 7), κάνει διάκριση μεταξύ εγρηγόρσεως καί νήψεως. Είναι δυνατόν κανείς νά είναι ξυπνητός, νά μή κοιμάται, αλλά νά μή επιτελή κανένα αγαθό έργο. «Ώστε γρηγορήσεως επίτασις η νήψίς εστιν». Καί αυτή η νήψη είναι απαραίτητη επειδή δέν γνωρίζουμε πότε θά έλθη η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού.
Η νήψη είναι αναγκαία καί στόν πόλεμο εναντίον τού διαβόλου καί τών παθών. Μέ τήν νήψη αντιλαμβανόμαστε τίς κινήσεις τού εχθρού καί στήν συνέχεια μπορούμε νά τίς αντιμετωπίσουμε. Λέγει ο άγιος: «Πάντοτε νήφειν καί εγρηγορέναι δεί, καί μηδέποτε εν αδεία είναι».
Σέ μιά ερμηνευτική ανάλυση στούς Ψαλμούς αναφέρεται στήν λήθη τού Θεού, όταν δηλαδή ο Θεός ξεχνά κάποιον άνθρωπο. Αυτή η λήθη τού Θεού στήν πραγματικότητα είναι η εγκατάλειψη τού ανθρώπου από τόν Θεό. Δέν κάνει τίποτε περισσότερο τόν Θεό νά ενθυμήται τόν άνθρωπο όσο «τό αγαθόν τι ποιείν, τό νήφειν, τό εγρηγορέναι, τό αρετής επιμελείσθαι».
ε) Ησυχία
Η ησυχία είναι η βασική προϋπόθεση τής Χριστιανικής ζωής. Όταν κάνουμε λόγο γιά ησυχία, εννοούμε τήν εξωτερική ησυχία τήν απαλλαγμένη από θορύβους, καί τήν εσωτερική ησυχία, τήν απαλλαγμένη από τούς λογισμούς καί τά πάθη πού υπάρχουν μέσα στήν καρδιά. Τό ότι η ησυχία καί μάλιστα η λεγομένη νοερά ησυχία είναι βασική προϋπόθεση τής Χριστιανικής ζωής φαίνεται από τό ότι ο Χριστός μάς υπέδειξε αυτόν τόν τρόπο, μέ τό νά αποσύρεται ο Ίδιος στό όρος. Επομένως καί αυτός ο τρόπος ζωής δέν είναι δοσμένος μόνο γιά τούς μοναχούς καί τούς ασκητές, αλλά γιά όλους τούς Χριστιανούς.
Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει επανειλημμένως γιά τήν αξία τής ησυχίας. Όταν κάνη λόγο γιά ησυχία, εννοεί τήν ησυχία τού λογικού, τής καρδιάς καί τού τόπου, δηλαδή τήν ησυχία ψυχής καί σώματος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι γνώστης τής εσωτερικής εργασίας πού γίνεται στό λογιστικό μέρος τής ψυχής καί γνωρίζει τούς τρόπους θεραπείας τού εσωτερικού αυτού «χώρου».
Ως πρότυπο ησυχίας πολλές φορές φέρει στούς ακροατές του τόν Χριστό, ο Οποίος ανέβαινε καί στό όρος γιά νά προσευχηθή μόνος Του, όχι γιατί τό είχε ανάγκη, αλλά γιατί ήθελε νά μάς παιδαγωγήση νά επιδιώκουμε τόπους ησυχαστικούς γιά νά προσευχόμαστε στόν Θεό. Συνδέει τήν ησυχία μέ τήν προσευχή. Ο Χριστός μέ τόν τρόπο αυτό μάς παιδαγωγεί «ότι καλόν η ερημία καί η μόνωσις, όταν εντυγχάνειν δέη Θεώ». Ο ίδιος ο Χριστός πολλές φορές κατέφευγε στίς ερημίες καί διανυκτέρευε προσευχόμενος γιά νά μάς διδάξη «τήν από τού καιρού καί τήν από τού τόπου θηράσθαι εν ταίς ευχαίς αταραξίαν». Καί αυτό είναι απαραίτητο γιατί «ησυχίας γάρ μήτηρ η έρημος, καί γαλήνη καί λιμήν απάντων απαλλάττουσα θορύβων ημάς». Ο Χριστός καί δίδασκε τούς ανθρώπους νά προσεύχωνται καί ανέβαινε στό όρος γιά νά προσευχηθή, ώστε νά μάς προτρέψη «μήτε όχλοις αναμίγνυσθαι διηνεκώς, μήτε φεύγειν αεί τό πλήθος,…» αλλά καί τά δύο νά τά χρησιμοποιούμε πρός ωφέλειαν καί νά τά ανταλλάσσουμε ανάλογα μέ τήν ανάγκη.
Πολλές φορές η διαμονή μας στόν κόσμο δημιουργεί σύγχυση καί ταραχή, γι αυτό «επιτήδειον πρός φιλοσοφίαν ερημία». Η ερημία βοηθά καί στήν υγεία τού σώματος, επειδή αναπνέουμε καθαρό αέρα καί μάς δίνει τήν δυνατότητα νά παρατηρήσουμε από ψηλά τήν οικουμένη, οπότε φιλοσοφούμε καί αναπαυόμαστε από τίς βιοτικές φροντίδες.
Βέβαια, δίνει μεγάλη σημασία στήν ησυχία τής ψυχής από τήν ταραχή τών λογισμών καί τών παθών. Σέ κάποια ομιλία του λέγει ότι ο Θεός θέλει «ημών τήν καρδίαν εν γαλήνη καί ησυχία τυγχάνειν, καί τόν λογισμόν ημών ατάραχον είναι, καί παντός απηλλάχθαι πάθους». Γι αυτό σέ άλλη ομιλία του λέγει επιγραμματικά: «εκείνην εγώ ζητώ τήν ησυχίαν τήν από διανοίας, τήν από ψυχής».
Τό ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζούσε νηπτικά φαίνεται καί από τό γεγονός ότι, όπως φαίνεται στίς ομιλίες του, εκφράζει τήν Ορθόδοξη Παράδοση γιά τήν ησυχία τής διανοίας καί τής καρδίας, ακόμη καί όταν ζούσε στόν κόσμο. Έχοντας υπ όψη του τούς μοναχούς πού ζούσαν στήν έρημο, συνιστά στόν ακροατή του νά τούς μιμηθή καί νά επιδιώκη τήν ζωή τής «επί μέσης πόλεως ερημίας». Θά πρέπει νά ζή κανείς μέσα στήν πόλη ωσάν νά είναι στήν έρημο. Καί στήν συνέχεια επεξηγεί πώς μπορεί νά συμβή αυτό. «Εάν τούς πονηρούς φεύγης, εάν τούς αγαθούς διώκης». Μέ τόν τρόπο αυτό θά επιτύχη ο άνθρωπος μεγαλύτερη ασφάλεια από τούς ερημίτες μοναχούς, αφού δέν θά αποφεύγη μόνον τούς κακούς, αλλά καί θά ωφελήται επικοινωνώντας μέ τούς αγαθούς. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο συνιστούσε στούς Χριστιανούς: «Ερημίας επιζητώμεν, μή τάς εκ τόπων μόνον, αλλά τάς από τής προαιρέσεως». Ερημία είναι καί ο τόπος, αλλά καί η προαίρεση, ο τρόπος ζωής
ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ
Στήν εισήγηση αυτή δέν μπορούν νά γίνουν ευρύτερες ερμηνευτικές αναλύσεις, αλλά θά τονισθούν μερικά στοιχεία από τήν νηπτική διδασκαλία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, πού θά δείξουν, όπως νομίζω, ότι ο λόγος του εμπνεόταν από τήν εσωτερική ζωή του, τήν νήψη πού τόν διέκρινε, τήν μεγάλη αγάπη του πρός τόν Θεό, γι αυτό έχει καί μεγάλη διαχρονική αξία καί σπουδαιότητα.
α) Ο Χριστιανός ως εσταυρωμένος καί αναστημένος
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στήν διδασκαλία του εκφράζει τό «πνεύμα» τού Ευαγγελίου πού περιέχει τούς λόγους τού Χριστού καί τών Αποστόλων οι οποίοι συνιστούν νά ζή ο Χριστιανός μέ άσκηση, σύμφωνα μέ τόν νέο τρόπο ζωής πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός. Οι Χριστιανοί πρέπει νά σηκώνουν τόν σταυρό, νά ζούν τό ήθος τού εσταυρωμένου Χριστού. Ολόκληρος ο βίος τους πρέπει νά είναι εσταυρωμένος. Άλλωστε, αυτό μάς υπενθυμίζει ο Χριστός: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού, καί ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η’, 34, πρβλ. Ματθ. ις’, 24 καί Λουκ. θ’, 23).
Υπάρχουν πολλά χωρία τού ιερού Χρυσοστόμου, στά οποία φαίνεται ποιά πρέπει νά είναι η αληθινή ζωή τού Χριστιανού.
Τό νά ζητά κανείς άνεση καί ανάπαυση είναι «ανάρμοστον καί αλλότριον Χριστιανού», καθώς επίσης τό νά προσκολλάται κανείς στήν παρούσα ζωή είναι αλλότριο στήν επαγγελία καί τήν στρατολογία.
Ερμηνεύοντας τό αποστολικό χωρίο «ότι καθώς περισσεύει τά παθήματα τού Χριστού εις ημάς, ούτω διά Χριστού περισσεύει καί η παράκλησις ημών» (Β’ Κορ. α’, 5), κάνει λόγο γιά τήν συμμετοχή μας στά παθήματα τού Χριστού. Καί ερωτά: «τί γάρ ήδιον τού τώ Χριστώ με γίνεσθαι κοινωνόν;». Επίσης λέγει ότι δέν είναι τίποτε ισοδύναμο καί καλύτερο από τό νά μαστιγώνεται κανείς μέ τόν Χριστό καί νά θλίβεται γιά τήν ευσέβεια. Καί καταλήγει ότι κανένας δέν μπορεί νά γίνη κοινωνός τού Χριστού τρυφώντας καί καθεύδοντας καί αναπίπτοντας, ζώντας τήν φιλήδονη καί παραλυμένη ζωή, αλλά γίνεται κοινωνός τού Χριστού εκείνος πού περνά θλίψη καί πειρασμό καί οδεύει τήν στενή οδό.
Αναλύοντας τό αποστολικό χωρίο πού αναφέρεται στούς Χριστιανούς, οι οποίοι, ενώ έχουν βαπτισθή, εν τούτοις είναι «εχθροί τού σταυρού τού Χριστού» (Φιλ. γ’, 18), κάνει λόγο γιά εκείνους πού υποκρίνονται ότι ανήκουν στόν Χριστιανισμό καί ζούν μέ άνεση καί τρυφή. Μιά τέτοια ζωή είναι «εναντίον τώ σταυρώ». Τό νά ζητά κανείς άνεση καί ανάπαυση είναι «ανάρμοστον καί αλλότριον Χριστιανού», καθώς επίσης τό νά προσκολλάται κανείς στήν παρούσα ζωή είναι αλλότριο στήν επαγγελία καί τήν στρατολογία. Όσοι ζούν κατ αυτόν τόν τρόπο «κάν λέγωσιν είναι τού Χριστού, αλλ ως εχθροί εισι τού σταυρού». Ερωτά: «ο Δεσπότης σου εσταυρώθη, καί σύ άνεσιν ζητείς; ο Δεσπότης σου προσηλώθη, καί σύ τρυφάς; καί πού ταύτα στρατιώτου γενναίου;». Καί μέ απόλυτο τρόπο γράφει: «ει φιλείς τόν Δεσπότην σου, τόν θάνατον απόθανε τόν εκείνου» καί όποιος είναι φίλος τής τρυφής καί τής ενταύθα ασφαλείας, «εχθρός εστι τού σταυρού».
Τήν ίδια προοπτική συναντούμε καί στήν ερμηνεία τού αποστολικού χωρίου «Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’, 20). Ερμηνεύει ότι ο Απόστολος Παύλος μέ τό «Χριστώ συνεσταύρωμαι» εννοεί τό Μυστήριο τού Βαπτίσματος καί μέ τό «ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» εννοεί «τήν μετά ταύτα πολιτείαν, δι ής νεκρούται ημών τά μέλη». Η όλη ζωή τού Χριστιανού είναι σταυρική ζωή καί ο βίος του είναι εσταυρωμένος βίος, διότι μόνον έτσι μπορεί κανείς νά κοινωνήση τών παθημάτων τού Χριστού, διαφορετικά είναι εχθρός τού σταυρού.
Από αυτό φαίνεται ότι η σταυρική ζωή, πού δηλώνει τήν νέκρωση τών παθών, καί η κοινωνία μέ τόν αναστάντα Χριστό είναι ευαγγελική ζωή καί κοινή σέ όλους τούς Χριστιανούς, μοναχούς καί εγγάμους, πού ζούν στόν κόσμο καί στά Μοναστήρια, Κληρικούς καί λαϊκούς. Σέ πολλά κείμενά του κάνει λόγο γιά «ετέραν πολιτείαν» τήν οποία πρέπει νά ζούν οι Χριστιανοί, γιά τήν «καινήν ζωήν» πού πρέπει νά τούς χαρακτηρίζη.
Οι Χριστιανοί πρέπει νά ζούν ασκητική ζωή καί νά εκφράζουν αυτήν τήν νέα ζωή πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός. Πρέπει νά είναι «αλλότριοι τού παρόντος βίου», όχι μέ τήν έννοια νά φύγουν έξω από τόν κόσμο, αλλά νά μένουν στόν κόσμο καί νά δείχνουν στούς απίστους «ότι εις ετέραν πολιτείαν εαυτούς μετέστησαν καί ουδέν κοινόν έχουσι πρός τήν γήν καί τά επί γής πράγματα». Οι Χριστιανοί πρέπει νά γνωρίζωνται «ουκ από τού τόπου, αλλά από τού τρόπου» τής ζωής τους. Ο πιστός δέν πρέπει νά φαίνεται ως πιστός μόνον από τό Mυστήριο τού Bαπτίσματος, «αλλά καί από τής ζωής τής καινής». Καί σέ άλλο σημείο προτρέπει τούς Χριστιανούς: «Επιδειξώμεθα τοίνυν καινήν τινα ζωήν ποιήσωμεν τήν γήν ουρανόν», ώστε οι ειδωλολάτρες νά βλέπουν αυτήν τήν καινήν ζωή καί νά βλέπουν τήν ίδια τήν εικόνα τής βασιλείας τών ουρανών. Δέν τούς συνιστά νά φεύγουν από τίς κοινωνίες καί νά ανεβαίνουν στά όρη, όπως τό κάνουν οι μοναχοί, αλλά νά ζούν μέσα στήν κοινωνία, τηρώντας τίς εντολές τού Χριστού. «Ουδέν λέγω φορτικόν ου λέγω, μή γάμει ου λέγω, καταλίμπανε πόλεις καί αφίστασο πολιτικών πραγμάτων αλλ εν αυτοίς ών δείξον τήν αρετήν».
β) Λογισμοί
Οι νηπτικοί Πατέρες τής Εκκλησίας θεωρούν τήν προσβολή πού γίνεται μέ τούς λογισμούς ως αρχή τής αμαρτίας. Λέγονται λογισμοί γιατί, όπως προαναφέραμε, πρέπει νά ευρίσκωνται στήν λογική τού ανθρώπου καί νά μή κατέρχωνται στήν καρδιά. Μέ τούς λογισμούς η αμαρτία προσβάλλει τόν άνθρωπο καί από τούς λογισμούς, όταν δέν αντιμετωπίζωνται σωστά, γεννάται η επιθυμία καί ακολουθεί η διάπραξη τής αμαρτίας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γνωρίζει πολύ καλά τό τί δημιουργούν οι λογισμοί, αλλά καί πώς μπορεί ο άνθρωπος νά ελευθερωθή από αυτούς.
Σέ μιά ομιλία του κάνει λόγο γιά τήν διαφορά μεταξύ τών λογισμών. Όπως στήν εκτεταμένη καί ευρύχωρη γή υπάρχουν πολλά ζώα, άλλα από αυτά είναι ημερότερα καί άλλα αγριότερα, τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τούς λογισμούς στό πλάτος τής ψυχής, «οι μέν εισιν αλογώτεροι καί κτηνώδεις, οι δέ θηριωδέστεροι καί αγριώτεροι». Επίσης, υπάρχουν καί λογισμοί πού, ενώ εκ φύσεως είναι εχθροί, εν τούτοις περιβάλλονται «δοράν προβάτων».
Τά πάθη προκαλούν ταραχή καί σύγχυση, διαστρέφουν τά πάντα καί καταστρέφουν τήν οδό τού ανθρώπου, εκδιώκουν τήν ειρήνη καί τόν ύπνο, δημιουργούν αφόρητη θλίψη.
Οι λογισμοί δημιουργούν μεγάλη ταραχή στήν ψυχή τού ανθρώπου. Άν ο άνθρωπος έχη εξωτερική ειρήνη, αλλά μέσα του γεννιέται ταραχή καί ζάλη από τούς λογισμούς, τότε «ουδέν όφελος τής έξωθεν ειρήνης». Συσχετίζει ο άγιος τήν κυοφορία καί τίς ωδίνες τής εγκύου γυναικός μέ τήν ψυχή πού κυοφορεί καί τίκτει τούς λογισμούς καί βρίσκει οδυνηρότερη τήν δεύτερη περίπτωση. Στόν άνθρωπο πού μηχανορραφεί «σήμερον ούτος κατεβλήθη ο λογισμός, καί πάλιν αύριον έτερος καί μύριαι μεταβολαί τών πονηρών τούτων πραγμάτων, καί καθ εκάστην ημέραν συλλήψεις καί ωδίνες διαφθείρουσαι τήν ταύτα τίκτουσαν διάνοιαν».
Ως πνευματικός ιατρός ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δέν αρκείται στήν διάγνωση, αλλά προχωρεί καί στήν θεραπεία τού προβλήματος πού δημιουργούν οι λογισμοί. Απαντώντας στήν ένσταση μερικών ότι είναι αδύνατον νά κυριαρχήσουμε στούς λογισμούς λέγει ότι, αφού είναι δυνατόν νά εξουσιάσουμε καί νά ημερώσουμε τά λιοντάρια, δέν πρέπει νά αμφιβάλλουμε ότι μπορούμε νά μεταβάλλουμε τήν θηριωδία τού λογισμού σέ ημερότητα. Αυτό μπορεί νά γίνη, γιατί στά θηρία η αγριότητα υπάρχει κατά φύση καί τό ήμερο παρά φύση, ενώ στόν άνθρωπο κατά φύση είναι τό ήμερο καί παρά φύση τό άγριο καί θηριώδες.
Στά κείμενά του συναντούμε καί διαφόρους τρόπους θεραπείας τού ανθρώπου από τούς λογισμούς. Γράφει ότι άλλοι από τούς λογισμούς δέν φθάνουν στήν ψυχή άν τήν περιφράξουμε μέ ασφάλεια άλλοι γεννιώνται μέσα μας καί βλαστάνουν όταν είμαστε ράθυμοι, αλλά άν τούς προλάβουμε τότε πνίγονται ταχέως καί καταχωνιάζονται άλλοι γεννιώνται καί μεγαλώνουν καί γίνονται πράξεις, πού διαφθείρουν όλη τήν υγεία τής ψυχής όταν ζούμε μέ ραθυμία. Στήν συνέχεια, ως πνευματικός ιατρός, υποδεικνύει καί τόν τρόπο θεραπείας, δηλαδή «τό μακάριον μήτε όλως δέξασθαι τόν πονηρόν λογισμόν». Τό επόμενο «μακάριον» είναι, εάν εισήλθαν οι λογισμοί στήν ψυχή, νά τούς απωθήσουμε ταχέως καί νά μή τούς επιτρέψουμε νά ενδιατρίψουν πολύ μέσα εκεί, ώστε νά μή κάνουν πονηρή βοσκή. Εάν καί αυτό δέν τό κατορθώσουμε, τότε γιά τήν παραμυθία τής ραθυμίας έχουν κατασκευασθή από τήν φιλανθρωπία καί τήν αγαθότητα τού Θεού πολλά φάρμακα γιά τά τραύματα πού δημιουργούν οι λογισμοί.
Από τά λίγα αυτά χωρία φαίνεται ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι γνώστης τής εσωτερικής εργασίας πού γίνεται στό λογιστικό μέρος τής ψυχής καί γνωρίζει τούς τρόπους θεραπείας τού εσωτερικού αυτού «χώρου». Πρόκειται γιά διδασκαλία του πρός τούς Χριστιανούς τού ποιμνίου του.
γ) Πάθη
Από τήν κακή αντιμετώπιση τών λογισμών συλλαμβάνεται η επιθυμία καί πραγματοποιείται η αμαρτία, καί όταν η αμαρτία επαναλαμβάνεται πολλές φορές γίνεται πάθος. Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος τό παρουσιάζει μέ τήν εικόνα τής αλιείας: «έκαστος δέ πειράζεται υπό τής ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος καί δελεαζόμενος είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δέ αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. α’, 14-15).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ως Πνευματικός Πατέρας, γνωρίζει όλη αυτήν τήν μάχη πού γίνεται μέσα στήν καρδιά μέ τά πάθη, αλλ επίσης γνωρίζει καί νά θεραπεύη τά πάθη. Άλλωστε, ο Πνευματικός Πατέρας είναι πνευματικός ιατρός καί γνωρίζει νά θεραπεύη τίς πνευματικές ασθένειες τών ανθρώπων. Η άγνοια αυτής τής θεραπείας δέν συνιστά κάποιον ως καλό Κληρικό, όπως η αδυναμία ή η άγνοια τού ιατρού νά θεραπεύη δέν τόν χαρακτηρίζει ως καλό ιατρό. Θά αναφερθούν μερικά χωρία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, από τά τόσα πολλά, πού αναφέρονται σέ αυτό τό σημαντικό θέμα τής πνευματικής ζωής.
Κατ αρχάς τά πάθη είναι η εξέλιξη τών λογισμών – προσβολών, πού προχωρούν καί γίνονται επιθυμία, πράξη καί όταν η πράξη επαναλαμβάνεται στήν συνέχεια γίνεται πάθος. Τά πάθη είναι αποτέλεσμα τής προπτωτικής αμαρτίας, μέ τήν οποία διεστράφησαν οι φυσικές δυνάμεις τής ψυχής καί κινούνται παρά φύση. «Μετά τού θανάτου, φησί, καί ο τών παθών επεισήλθεν όχλος». Τά πάθη αναπτύσσονται μέ τούς λογισμούς καί τίς επιθυμίες, οι οποίες είναι άκανθες πού ματώνουν τήν ψυχή καί τήν κάνουν νά πονά. Ονομάζονται δέ πάθη διότι ο άνθρωπος πάσχει καί υποφέρει: «Διά τούτο καί πάθη καλείται ψυχής, καί τραύματα, καί ωτειλαί». Σέ άλλο σημείο παρουσιάζει τά πάθη ως κύματα «θαλαττίων αγριώτερα», αλλά, εάν ο άνθρωπος, ως έμπειρος κυβερνήτης, γνωρίζη νά θέτη τόν λογισμό ως κυβερνήτη τού σκάφους τού σώματός του, τότε μπορεί νά τό οδηγήση «πρός τόν εύδιον τής φιλοσοφίας λιμένα», διαφορετικά, άν είναι άπειρος, θορυβείται.
Προτείνει ως φάρμακα θεραπείας «τό τίμιον αίμα τού Χριστού», όταν κανείς τό λαμβάνη μέ παρρησία, τήν ακρόαση τών θείων Γραφών μέ ακρίβεια, τήν ελεημοσύνη πού θά συνοδεύη τήν ακρόαση αυτή.
Στά κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταγράφει καί τίς διαιρέσεις τών παθών. Πάντοτε, βέβαια, αυτό πού λέγει έχει σχέση μέ τό χωρίο τής Αγίας Γραφής πού ερμηνεύει, αλλά καί μέ τήν κατάσταση τού ακροατηρίου του. Έτσι, στήν διδασκαλία του βλέπουμε ότι υπάρχουν πάθη σωματικά καί πάθη ψυχικά. Τό σημαντικό είναι ότι σέ πολλά κείμενά του χαρακτηρίζει τά πάθη μέ τίς εκδηλώσεις τών αγρίων αλόγων ζώων καί κάνει λόγο γιά θηριώδη πάθη καί μάλιστα λέγει ότι ο άνθρωπος πού διακρίνεται από τέτοιες εκδηλώσεις «τής εκείνων αλογίας γέγονεν αλογώτερος».
Σέ ομιλία του σέ Ψαλμό τού Δαυΐδ αναφέρεται σέ πολλά πάθη πού σκοτίζουν τούς ανοήτους καί δέν μπορούν νά δούν τήν αγάπη τού Θεού. Ως πρώτο πάθος ονομάζει τό φιλήδονο, δεύτερο τήν άνοια καί τό διεστραμμένο τής γνώμης, τρίτο ότι δέν γνωρίζουν τί είναι καλό καί τί είναι κακό καί έχουν εσφαλμένη κρίση γιά τά πράγματα, τό τέταρτο ότι δέν σκέπτονται καθόλου τά αμαρτήματά τους, τό πέμπτον ότι υφίσταται μεγάλη απόσταση μεταξύ τού Θεού καί τών ανθρώπων καί τό έκτον τό ότι δέν θέλει ο Θεός νά φανερώνη όλα παντού. Προφανώς τά τελευταία δέν είναι πάθη μέ τήν έννοια πού εμείς τά χαρακτηρίζουμε, αλλά δείχνει τήν ακαταστασία τού ανθρώπου νά δεχθή τήν αποκάλυψη τού Θεού.
Τά πάθη, κατά τόν άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, αρρωσταίνουν τόν όλο άνθρωπο καί φυσικά αυτό έχει καί κοινωνικές συνέπειες. Τά πάθη είναι ασθένειες τής ψυχής καί τού σώματος. Χρησιμοποιεί πολλές εικόνες γιά νά δείξη τίς συνέπειες τών παθών. Τά πάθη είναι χειρότερα από τούς δημίους καί καταξηραίνουν τήν ψυχή, είναι τύραννοι, καθιστούν τόν άνθρωπο δούλο κλπ.
Οι χαρακτηρισμοί αυτοί τών παθών δείχνουν καί τό τί προξενούν στόν άνθρωπο. Θά υπενθυμίσουμε μερικές καταστάσεις, όπως τίς συναντούμε στά έργα τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου. Τά πάθη προκαλούν ταραχή καί σύγχυση, διαστρέφουν τά πάντα καί καταστρέφουν τήν οδό τού ανθρώπου, εκδιώκουν τήν ειρήνη καί τόν ύπνο, δημιουργούν αφόρητη θλίψη. Κάθε πάθος είναι «ωμόν καί τυραννικόν καί ακόρεστον» καί δέν παύει νά μάς κατατρώγη κάθε ημέρα, θολώνει τόν οφθαλμό τού ανθρώπου μέ αποτέλεσμα νά χάνη τήν αρετή, δέν αντέχει ο άνθρωπος στά υψηλά καί μεγάλα, αποκάμνει καί χάνει τό θάρρος, τείνει πρός τόν ύπνο καί τήν ραθυμία καί χάνει τά ενδιαφέροντα γιά τήν αρετή καί τήν ζωή πού προέρχεται από αυτήν. Η εμπαθής ψυχή δέν μπορεί νά δή καί νά πράξη κάτι γενναίο καί πάσχει από αμβλυωπία. Τά πάθη ανάβουν μεγάλη φωτιά στήν ψυχή, όπως γίνεται μέ τό πύρ πού πυρπολεί τό δάσος. Γενικά, τά πάθη αρρωσταίνουν τόν άνθρωπο, γι αυτό, όπως λέγει, «εάν αφής εις αμετρίαν εξελθείν, νοσήματα γίνεται,…».
Γράφει επανειλημμένως γιά τήν αξία τής ησυχίας. Όταν κάνη λόγο γιά ησυχία, εννοεί τήν ησυχία τού λογικού, τής καρδιάς καί τού τόπου, δηλαδή τήν ησυχία ψυχής καί σώματος.
Πέρα από τήν επισήμανση τών κακών πού προξενούν τά πάθη ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σέ πολλά κείμενά του υποδεικνύει καί τόν τρόπο τής θεραπείας. Ενδεικτικά θά παρουσιασθούν μερικοί τρόποι.
Στά κείμενά του ομιλεί γιά τήν μεγάλη αξία τής νήψεως στόν πόλεμο γιά τά πάθη τού σώματος πού θά έχη συνέπεια στήν θεραπεία τών νοσημάτων τής ψυχής, γιά τόν ορθό λογισμό, τήν μελέτη τής Αγίας Γραφής καί τούς βίους τών αγίων καί πρό παντός τήν ενέργεια τής Χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος. Ερμηνεύοντας τήν επί τού Όρους ομιλία τού Χριστού αναφέρεται στόν τρόπο τής θεραπείας τών παθών τού θυμού, τής επιθυμίας περί τά σώματα, περί τά χρήματα, περί τήν δόξα, περί τόν παρόντα βίο. Μέ πολύ ωραίο τρόπο διδάσκει τόν τρόπο μέ τόν οποίο θεραπεύεται τό πάθος τής φιλαργυρίας.
Σέ κάποια ομιλία του προσδιορίζει τόν αποτελεσματικότερο τρόπο θεραπείας τών παθών. Κατ αρχάς ο άνθρωπος πρέπει νά αισθάνεται «καί τόν θυμόν θηρίον είναι». Έπειτα, πρέπει νά αισθάνεται ότι ούτε τό λιοντάρι καί η έχιδνα μπορούν νά κατασπαράξουν τά σπλάχνα μας, όπως τό κάνει ο θυμός. Καί προτείνει ως φάρμακα θεραπείας «τό τίμιον αίμα τού Χριστού», όταν κανείς τό λαμβάνη μέ παρρησία, τήν ακρόαση τών θείων Γραφών μέ ακρίβεια, τήν ελεημοσύνη πού θά συνοδεύη τήν ακρόαση αυτή. Μέ τούς τρόπους αυτούς «δυνήσεται νεκρωθήναι τά λυμαινόμενα τήν ψυχήν ημών πάθη». Όσο έχουμε τά πάθη δέν είμαστε καλύτερα από τούς νεκρούς, ενώ, όταν θεραπεύσουμε τά πάθη, τότε μόνον μπορούμε νά ζήσουμε. Καί παραγγέλλει: «Κάν μή φθάσωμεν αυτά αποκτείναντες ενταύθα, εκεί πάντως ημάς αποκτενεί», αλλά μάλλον θά υποστούμε καί εδώ τήν τιμωρία.
Στίς ομιλίες του βλέπουμε μιά ολόκληρη διδασκαλία γιά τά πάθη, τά αποτελέσματά τους καί τόν τρόπο θεραπείας τού ανθρώπου από αυτά.
δ) Νήψη
Πιό πάνω έχουμε οριοθετήσει τό τί σημαίνει νήψη πού συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τήν εγρήγορση, τήν ετοιμότητα. Ως γνήσιος Πνευματικός Πατέρας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στά κείμενά του αναφέρεται συχνά σέ θέματα νήψεως, εγρηγόρσεως. Καί στό σημείο αυτό εντάσσεται οργανικά στό «πνεύμα» τών αναλόγων προτροπών τού Χριστού καί τών Αποστόλων καί συντονίζεται μέ τούς λεγομένους νηπτικούς – φιλοκαλικούς Πατέρες.
Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τό αποστολικό χωρίο «γρηγορώμεν καί νήφωμεν» (Α’ Θεσ. ε’, 7), κάνει διάκριση μεταξύ εγρηγόρσεως καί νήψεως. Είναι δυνατόν κανείς νά είναι ξυπνητός, νά μή κοιμάται, αλλά νά μή επιτελή κανένα αγαθό έργο. «Ώστε γρηγορήσεως επίτασις η νήψίς εστιν». Καί αυτή η νήψη είναι απαραίτητη επειδή δέν γνωρίζουμε πότε θά έλθη η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού.
Η νήψη είναι αναγκαία καί στόν πόλεμο εναντίον τού διαβόλου καί τών παθών. Μέ τήν νήψη αντιλαμβανόμαστε τίς κινήσεις τού εχθρού καί στήν συνέχεια μπορούμε νά τίς αντιμετωπίσουμε. Λέγει ο άγιος: «Πάντοτε νήφειν καί εγρηγορέναι δεί, καί μηδέποτε εν αδεία είναι».
Σέ μιά ερμηνευτική ανάλυση στούς Ψαλμούς αναφέρεται στήν λήθη τού Θεού, όταν δηλαδή ο Θεός ξεχνά κάποιον άνθρωπο. Αυτή η λήθη τού Θεού στήν πραγματικότητα είναι η εγκατάλειψη τού ανθρώπου από τόν Θεό. Δέν κάνει τίποτε περισσότερο τόν Θεό νά ενθυμήται τόν άνθρωπο όσο «τό αγαθόν τι ποιείν, τό νήφειν, τό εγρηγορέναι, τό αρετής επιμελείσθαι».
ε) Ησυχία
Η ησυχία είναι η βασική προϋπόθεση τής Χριστιανικής ζωής. Όταν κάνουμε λόγο γιά ησυχία, εννοούμε τήν εξωτερική ησυχία τήν απαλλαγμένη από θορύβους, καί τήν εσωτερική ησυχία, τήν απαλλαγμένη από τούς λογισμούς καί τά πάθη πού υπάρχουν μέσα στήν καρδιά. Τό ότι η ησυχία καί μάλιστα η λεγομένη νοερά ησυχία είναι βασική προϋπόθεση τής Χριστιανικής ζωής φαίνεται από τό ότι ο Χριστός μάς υπέδειξε αυτόν τόν τρόπο, μέ τό νά αποσύρεται ο Ίδιος στό όρος. Επομένως καί αυτός ο τρόπος ζωής δέν είναι δοσμένος μόνο γιά τούς μοναχούς καί τούς ασκητές, αλλά γιά όλους τούς Χριστιανούς.
Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει επανειλημμένως γιά τήν αξία τής ησυχίας. Όταν κάνη λόγο γιά ησυχία, εννοεί τήν ησυχία τού λογικού, τής καρδιάς καί τού τόπου, δηλαδή τήν ησυχία ψυχής καί σώματος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι γνώστης τής εσωτερικής εργασίας πού γίνεται στό λογιστικό μέρος τής ψυχής καί γνωρίζει τούς τρόπους θεραπείας τού εσωτερικού αυτού «χώρου».
Ως πρότυπο ησυχίας πολλές φορές φέρει στούς ακροατές του τόν Χριστό, ο Οποίος ανέβαινε καί στό όρος γιά νά προσευχηθή μόνος Του, όχι γιατί τό είχε ανάγκη, αλλά γιατί ήθελε νά μάς παιδαγωγήση νά επιδιώκουμε τόπους ησυχαστικούς γιά νά προσευχόμαστε στόν Θεό. Συνδέει τήν ησυχία μέ τήν προσευχή. Ο Χριστός μέ τόν τρόπο αυτό μάς παιδαγωγεί «ότι καλόν η ερημία καί η μόνωσις, όταν εντυγχάνειν δέη Θεώ». Ο ίδιος ο Χριστός πολλές φορές κατέφευγε στίς ερημίες καί διανυκτέρευε προσευχόμενος γιά νά μάς διδάξη «τήν από τού καιρού καί τήν από τού τόπου θηράσθαι εν ταίς ευχαίς αταραξίαν». Καί αυτό είναι απαραίτητο γιατί «ησυχίας γάρ μήτηρ η έρημος, καί γαλήνη καί λιμήν απάντων απαλλάττουσα θορύβων ημάς». Ο Χριστός καί δίδασκε τούς ανθρώπους νά προσεύχωνται καί ανέβαινε στό όρος γιά νά προσευχηθή, ώστε νά μάς προτρέψη «μήτε όχλοις αναμίγνυσθαι διηνεκώς, μήτε φεύγειν αεί τό πλήθος,…» αλλά καί τά δύο νά τά χρησιμοποιούμε πρός ωφέλειαν καί νά τά ανταλλάσσουμε ανάλογα μέ τήν ανάγκη.
Πολλές φορές η διαμονή μας στόν κόσμο δημιουργεί σύγχυση καί ταραχή, γι αυτό «επιτήδειον πρός φιλοσοφίαν ερημία». Η ερημία βοηθά καί στήν υγεία τού σώματος, επειδή αναπνέουμε καθαρό αέρα καί μάς δίνει τήν δυνατότητα νά παρατηρήσουμε από ψηλά τήν οικουμένη, οπότε φιλοσοφούμε καί αναπαυόμαστε από τίς βιοτικές φροντίδες.
Βέβαια, δίνει μεγάλη σημασία στήν ησυχία τής ψυχής από τήν ταραχή τών λογισμών καί τών παθών. Σέ κάποια ομιλία του λέγει ότι ο Θεός θέλει «ημών τήν καρδίαν εν γαλήνη καί ησυχία τυγχάνειν, καί τόν λογισμόν ημών ατάραχον είναι, καί παντός απηλλάχθαι πάθους». Γι αυτό σέ άλλη ομιλία του λέγει επιγραμματικά: «εκείνην εγώ ζητώ τήν ησυχίαν τήν από διανοίας, τήν από ψυχής».
Τό ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζούσε νηπτικά φαίνεται καί από τό γεγονός ότι, όπως φαίνεται στίς ομιλίες του, εκφράζει τήν Ορθόδοξη Παράδοση γιά τήν ησυχία τής διανοίας καί τής καρδίας, ακόμη καί όταν ζούσε στόν κόσμο. Έχοντας υπ όψη του τούς μοναχούς πού ζούσαν στήν έρημο, συνιστά στόν ακροατή του νά τούς μιμηθή καί νά επιδιώκη τήν ζωή τής «επί μέσης πόλεως ερημίας». Θά πρέπει νά ζή κανείς μέσα στήν πόλη ωσάν νά είναι στήν έρημο. Καί στήν συνέχεια επεξηγεί πώς μπορεί νά συμβή αυτό. «Εάν τούς πονηρούς φεύγης, εάν τούς αγαθούς διώκης». Μέ τόν τρόπο αυτό θά επιτύχη ο άνθρωπος μεγαλύτερη ασφάλεια από τούς ερημίτες μοναχούς, αφού δέν θά αποφεύγη μόνον τούς κακούς, αλλά καί θά ωφελήται επικοινωνώντας μέ τούς αγαθούς. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο συνιστούσε στούς Χριστιανούς: «Ερημίας επιζητώμεν, μή τάς εκ τόπων μόνον, αλλά τάς από τής προαιρέσεως». Ερημία είναι καί ο τόπος, αλλά καί η προαίρεση, ο τρόπος ζωής
ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου