Βάθος και ύψος μυστικής θεολογίας αποκαλύπτει στον ορθόδοξο χριστιανό η γιορτή της Μεταμορφώσεως. Η σχετική ευαγγελική περικοπή και τα εμπνευσμένα τροπάρια της ημέρας πλέουν μέσα στο φως, που σκόρπισε το θαύμα της Μεταμορφώσεως. Ο Χριστός φόρεσε «ὅλον τὸν Ἀδὰμ» και την «ἀμαυρωθείσαν φύσιν του» ελάμπρυνε κ’ εθεούργησε, με την αλλοίωση της μορφής του. Είδαμε και πάλι να λάμπει το «ἀρχέτυπον κάλλος» το προπτωτικόν, που ενώ με την πτώση του Αδάμ αμαυρώθηκε, με τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος πήρε πάλι τη δόξα και τη θεία λαμπρότητα, ντυμένο με το άκτιστο κι αστραποβόλο φως της θεότητος. Στη Μεταμόρφωση βλέπει ο ορθόδοξος τη δόξα της θεώσεώς του, τη σωτηρία της αμαυρωθείσης εικόνας του και τη μεταμόρφωσή του στον πνευματικό κόσμο του θείου φωτός. Αυτή η προσωπική βίωση του πνεύματος της Μεταμορφώσεως, φέρνει στον πιστό, απ’ το δρόμο της μυστικής κατανύξεως, στην έκσταση και στη θείαν αλλοίωση. Κι όπως οι Απόστολοι της Μεταμορφώσεως «μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν», έτσι κ’ οι σημερινοί πιστοί βλέπουν, «ὅσον δύνανται», και τη δική τους μελλοντική μεταμόρφωση, μέσα στο αγιασμένο φως του Θεού: «τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἀλλοιωθέντες τῇ Χριστοῦ Μεταμορφώσει, εὑρεθῶμεν φωτοφανεῖς, ταῖς εὐπραγίαις ἡμῶν, ταύτην μεγαλύνοντες».
θεολογία της Μεταμορφώσεως
Δεν υπάρχει κανένα τροπάριο της γιορτής της Μεταμορφώσεως που να μην αντανακλά, κατά κάποιον τρόπο, αυτό το φως που πλημμυρίζει τα πάντα. Ακόμη και στο δογματικό τριαδικό εξαποστειλάριο της ημέρας, όπου, όχι μόνο σε μια, αλλά σε όλες τις λέξεις, υπάρχει ένας πάμφωτος ήλιος, που μας θαμπώνει: «Φῶς ἀναλλείωτον Λόγε, φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».
Φυσικά, για να πλησιάσει κανείς αυτό το φως της Μεταμορφώσεως, πρέπει ν’ ανεβεί σε κάποιο Θαβώρ – έστω και στην ίδια κεκαθαρμένη και εξαγνισμένη καρδιά του, κατά τον ιερό υμνογράφο: «Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν».
***
Στο συναξαριστικό υπόμνημα της εορτής αναφέρεται και η αιτία, για την οποία ο Χριστός έκαμε το θαύμα της Μεταμορφώσεως. «Ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστός, πολλαῖς φοραῖς προεῖπεν εἰς τοὺς ἀγίους του μαθητάς, διὰ τοὺς κινδύνους καὶ πάθη καὶ θάνατον, ὁποὺ αὐτὸς ἔμελλε νὰ λάβῃ. Ὁμοίως καὶ διὰ τὰς σφαγὰς καὶ τὸν θάνατον τῶν μαθητῶν του. Ἐπειδὴ δὲ οἱ μὲν κίνδυνοι καὶ τὰ δεινά ἦτον πρόχειρα καὶ ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, τὰ δὲ ἀγαθά ὁποὺ ἔμελλον νὰ λάβουν, ἦτον μετὰ ταῦτα καὶ ἐλπιζόμενα, τούτου χάριν ἠθέλησεν ὁ Κύριος νὰ πληροφορήσῃ τοὺς μαθητάς του καὶ μὲ τοὺς ἰδίους των ὀφθαλμοὺς (νὰ ἰδοῦν), τίς, καὶ ποταπὴ εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ ἔλθῃ ἐν τῇ κοινῇ ἀναστάσει, τὴν ὁποίαν ἔχουν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀπολαύσουν. Ὅθεν ἀναβιβάζει αὐτοὺς ἐπάνω εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατʾ ἰδίαν, καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ Ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἔγιναν ἄσπρα ὡσὰν τὸ φῶς. Ἐφάνη δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας, συνομιλοῦντες μὲ τὸν Χριστόν. Ἐπῆρε δὲ τρεῖς μόνους Ἀποστόλους, ὡς προκρίτους, καὶ ὑπερέχοντας. Ὁ μὲν γὰρ Πέτρος ἐπροκρίθη, ἐπειδὴ ἠγάπα πολλὰ τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ἐπειδὴ ἠγαπᾶτο ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Ἰάκωβος, ἐπειδὴ ἐδύνετο νὰ πίῃ τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Κύριος ἔπιεν. Ἔφερε δὲ εἰς τὸ μέσον τους τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἠλίαν, διὰ νὰ διορθώσῃ τὰς σφαλερὰς ὑποψίας, ὁποὺ εἶχον οἱ πολλοὶ περὶ αὐτοῦ. Καθότι, ἄλλοι μὲν ἔλεγον τὸν Κύριον, πῶς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δέ πῶς εἶναι ὁ Ἱερεμίας. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐπαράστησεν εἰς τὸ Θαβὼρ τοὺς πρώτους καὶ κορυφαίους Προφήτας, διὰ νὰ γνωρίσουν οἱ μαθηταί, καὶ διὰ τῶν μαθητῶν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πόση διαφορὰ εἶναι ἀναμεταξὺ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν Προφητῶν. Ὁ μὲν γὰρ Χριστός, εἶναι Δεσπότης· οἱ δὲ Προφῆται εἶναι δοῦλοι. Καὶ ἵνα μάθουν, ὅτι ὁ Κύριος ἔχει τὴν ἐξουσίαν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Διὰ τοῦτο, ἀπὸ μὲν τοὺς ἀποθαμένους ἔφερε τὸν Μωϋσῆν, ἀπὸ δὲ τοὺς ζωντανούς, ἔφερε τὸν Ἠλίαν» – “ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἔτι ζῶν ἀνελήφθη”».
***
Δεν είναι ίσως άσκοπο να αναφερθεί κανείς και στον καιρό και το χρόνο, κατά τον οποίον έγινε η Μεταμόρφωση. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης πιστεύει, μαζί με τον Ευσέβιο Καισαρείας και τους περισσότερους Διδασκάλους της Εκκλησίας, πως «ἡ Μεταμόρφωσις ἔγινε πρὸ τοῦ Πάθους τεσσαράκοντα ἡμέρας… ἤτοι αὕτη ἔγινε κατὰ τὸν Φεβρουάριον μῆνα, καὶ οὐχὶ κατὰ τὸν Αὔγουστον, ὡς νῦν ἑορτάζεται». Και παραθέτει ο άγιος Νικόδημος τους λόγους, οι οποίοι βεβαιώνουν «ὅτι ἡ τοιαύτη δόξα καὶ γνώμη, εἶναι ἡ μᾶλλον πιθανωτέρα καὶ κοινοτέρα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», ενώ πιο κάτω ελέγχει, μεταξύ άλλων, και τον Αθηνών Μελέτιο -ο οποίος μαζί με άλλα λέγει ότι έγινε στις 6 Αυγούστου η Μεταμόρφωσις- πως «ἔπρεπε νὰ φέρῃ καὶ κᾀνένα μάρτυρα τῶν λόγων του κι ὄχι νὰ μᾶς λέγῃ ἀδέσποτα καὶ ἀμάρτυρα» και θαυμάζει «πῶς δύναται ταῦτα νὰ πιστεύσῃ τινὰς οὕτως ἀμάρτυρα ὄντα καὶ ἀβέβαια»! Ενδιαφέρει, όμως, να δούμε τον λόγο, γιατί η Ορθοδοξία έβαλε τη γιορτή της Μεταμορφώσεως στις 6 Αυγούστου, αφού έγινε τον Φεβρουάριο. Πραγματικά, σ’ αυτό το λόγο φαίνεται γι’ άλλη μια φορά η σοφία και η σύνεση των «τὰ θεία καλῶς διαταξαμένων θείων Πατέρων». Πρώτα-πρώτα η γιορτή έπρεπε να μετατεθεί απ’ τον Φεβρουάριο, γιατί, αφού όπως είπαμε έγινε σαράντα μέρες πριν από τη Σταύρωση του Χριστού, έπεφτε μέσα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η γιορτή όμως της Μεταμορφώσεως, έχοντας πανηγυρικό περιεχόμενο, για να δείξει τη χαρά των χριστιανών για τη μέλλουσα δόξα και λαμπρότητα που θα φορέσουν οι πιστοί, έπρεπε να γιορτάζεται οχτώ μέρες στη σειρά. Κι αυτό το πράγμα ήταν, βέβαια, ανάρμοστο να γίνεται μέσα στην πενθική περίοδο της νηστείας και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μετατίθεται, λοιπόν -μα όχι τυχαία- στον Αύγουστο, και μάλιστα στις 6 Αυγούστου. Και να γιατί. Επειδή, όπως είπαμε πιο πριν, η Μεταμόρφωση έγινε σαράντα μέρες πριν από το Πάθος και τη Σταύρωση του Χριστού, κι επειδή η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού «ἐπέχει τὰ δίκαια τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου», μέτρησαν από τη μέρα αυτή οι άγιοι Πατέρες πάλι σαράντα μέρες, και είπαν να γιορτάζεται στις 6 Αυγούστου η θεία Μεταμόρφωση. Κι από τις 6 Αυγούστου ως τις 14 Σεπτεμβρίου είναι ακριβώς σαράντα μέρες· ούτε παρακάτω ούτε παραπάνω.
Το πόσο μεγάλη σημασία δίνει η αγία Εκκλησία μας στη γιορτή και το πνεύμα της Μεταμορφώσεως, φαίνεται κι απ’ το ότι έβαλε να λέγεται κάθε μέρα στις «Ώρες» -ελάχιστοι πια δυστυχώς απόμειναν που ν’ αναγνώθουν κάθε μέρα τις κατανυκτικές «Ώρες» της Εκκλησίας- το Κοντάκιο της Μεταμορφώσεως. «Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο…». Κατά τον λόγο, μάλιστα, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως οι Απόστολοι έβλεπαν τη δόξα του Χριστού στη Μεταμόρφωση, έτσι κ’ οι μακάριοι θα βλέπουν στον μέλλοντα αιώνα την ίδια δόξα του Χριστού. «Τούτου χάριν ἡ Ἐκκλησία, θέλουσα νὰ ἔχουν πάντοτε οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὴν μνήμην τους τὴν δόξαν ἐκείνην, ὁποὺ ἔχουν νὰ ἀπολαύσουν, ἐδιώρισε νὰ λέγουν καθʾ ἑκάστην τὸ Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς ταύτης, ἵνα διὰ τῆς συνεχοῦς ὑπομνήσεως, πρὸς πόθον αὐτοὺς κινήσῃ καὶ ἔρωτα τῆς μελλούσης δόξης» (άγ. Νικόδημος). Κι αυτό, βέβαια, όχι με πανηγυρικά και κούφια λόγια, δίχως καμιά σχέση και συνέπεια με την προσωπική μας ζωή, που πρέπει να είναι φωτεινή, όπως τη θέλει το μεγάλο και πλούσιο φως της Μεταμορφώσεως. Είναι χαρακτηριστική η φράση που συχνά επαναλαμβάνει σ’ έναν κανόνα της εορτής ο ιερός υμνογράφος: «δηλῶν ὅτι οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες, καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται». Πρέπει αυτό πολύ να το προσέξουμε, γιατί δίχως τον ενάρετο βίο και την προσήλωση στο νόμο και στις εντολές του Θεού, κάθε λόγος μας για τη Μεταμόρφωση είναι μια φτωχή και φτηνή φιλολογία, χωρίς κανένα πνευματικό βάρος. Τότε το φως της Μεταμορφώσεως δεν έρχεται να μας ενδύσει με τη μέλλουσα δόξα, αλλά να μας κάψει για τις αμαρτίες μας, για το θράσος μας και για την υποκρισία μας, πως είμαστε τάχα «φιλόφωτοι».
***
Ένα απ’ τα δυσκολώτερα σημεία, στα οποία σκοντάφτει όποιος μελετά το θαύμα της Μεταμορφώσεως, είναι το Φως με το οποίο περιέστραψε τους Αποστόλους ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ. Ας το ιδούμε, με κάθε δυνατή συντομία. Ο αγαπητός αναγνώστης ας θυμηθεί εδώ, τους φοβερούς αγώνες που έγιναν πάνω σ’ αυτό το θέμα, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, μεταξύ της Ανατολής και της Δύσεως, καθώς και τις διαμάχες των εκπροσώπων τους, ήγουν του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά και του αιρετικού Βαρλαάμ του Καλαβρού. Πρώτα-πρώτα, ας σημειώσουμε, πως η Μεταμόρφωση αφορά στην αλλοίωση που είδαν οι Απόστολοι στην ανθρώπινη μορφή του Κυρίου και όχι σε κάποιαν αλλαγή της θεότητός του: «καὶ ἐγένετο, λέγει το Ευαγγέλιο, ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτόν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ ἐξαστράπτων» (Λουκ. θ΄ 29). Αλλά κι απ’ αυτό το φως της θείας φύσεως του Χριστού, δεν έλαμψε όλο το άκτιστο φως, γιατί οι Απόστολοι, μη μπορώντας να βαστάξουν, στο υπερβολικό φως, θα τυφλώνονταν ή και θα πέθαναν ακόμη. Αλλά «μικρὸν ὑποκύψας τῆς σαρκὸς τὸ πρόσλημμα», «παρεγύμνωσεν» δηλ. έδειξε σαν μέσα από κάποιο έσοπτρο (το θεοϋπόστατο σώμα του), ολίγο φως της αΰλου θεότητος· αν και μ’ αυτό το λίγο, και με τη φωνή που άκουσαν να κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὑτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ΄, 6). Οι Απόστολοι, λοιπόν, είδαν το φως, που είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού, και όχι την ουσία του Θεού, η οποία, κατά την ωραίαν έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «αὐτὴ καθʾ ἑαυτήν, ὅ,τί ποτε κατʾ οὐσίαν ἐστί, πάσης ὑπέρκειται καταληπτικῆς ἐπινοίας, ἀπρόσιτος καὶ ἀπροσπέλαστος οὖσα ταῖς σχολαστικαῖς ἐπινοίαις». «Θεότης καθʾ ἑαυτὴν ἀόρατος». Κι αυτό ήταν, που ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, κ’ έπεφτε συνεχώς έξω στη σχέση μεταξύ της θείας ουσίας, που είναι απρόσιτη και αμέθεκτη, και της θείας ενεργείας -το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως- που είναι προσιτή και μεθεκτή, όπως εδίδασκε η Ορθόδοξη Εκκλησία, με το αγιασμένο στόμα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Με τα ίδια σχεδόν λόγια και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αρνείται πως οι Απόστολοι είδαν την ουσία της θεότητος στη Μεταμόρφωση: «τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, τὸ νικῆσαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἐνέργειαν, τὸν τρόπον διετύπου τοῖς μακαρίοις Ἀποστόλοις τῆς κατὰ ἀπόφασιν μυστικῆς Θεολογίας, καθʾ ἣν ἡ μακαρία θεότης κατʾ οὐσίαν ἐστὶν ὑπεράρρητος καὶ ὑπεράγνωστος, καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξῃρημένη, οὐδʾ ἴχνος ὅλως καταλήψεως κἂν ψιλὸν τοῖς μετʾ αὐτὴν καταλείψασα».
***
Το θείο και άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού, κατά τη γνώμη των αγ. Πατέρων, οι Απόστολοι το είδαν με τον νου, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώματος. Όχι, φυσικά, έχοντας τη συνηθισμένη φυσική δύναμη των ματιών τους, αλλά «ἀλλοιωθέντες εἰς τὸ κρεῖττον καὶ θειότερον, καὶ δυναμωθέντες ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ φωτὸς ἐκείνου, ἐπειδὴ κτιστοὶ καὶ αἰσθητοὶ ὀφθαλμοὶ τὸ ἄκτιστον καὶ ὑπὲρ αἴσθησιν καὶ νοῦν φῶς, χωρῆσαι οὐ δύνανται».
Έτσι, η Μεταμόρφωση του Χριστού φαίνεται πια, όχι ως αλλαγή του Χριστού, αλλά ως ενδυνάμωση των ματιών των Αποστόλων, να ιδούν κάτι παραπάνω απʾ ό,τι μέχρι τώρα -δίχως τη δύναμη του θείου φωτός- έβλεπαν. Μετά από αυτή την παρατήρηση, μεταφέρουμε εδώ την κλασσική έκφραση του αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, χωρίς φόβο πως θα παρεξηγηθεί η πρωτοτυπία της: «Μεταμορφοῦται τοίνυν Χριστός, οὐχʾ ὃ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, οὐδὲ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλλόμενος, ἀλλʾ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐμφαινόμενος καὶ διανοίγων τούτων τὰ ὄμματα καὶ ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας». Ανάλογη είναι και η έκφραση του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά: «Οὐκοῦν οὐδὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδὲ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος». Άλλαξαν οι ίδιοι οι Απόστολοι γι’ αυτό και είδαν την Αλλαγή, την Μεταμόρφωση στη θεία μορφή του Ιησού.
Άμποτε κι εμείς, αγαπητοί μου αναγνώσται, από θερμό πόθο και θείον έρωτα, ν’ ανέβωμε στο όρος Θαβώρ -κατά τον τρόπο που όρισε για τον καθένα ο Θεός, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος- και ν’ απολαύσουμε ύστερ’ από τη δική μας εσωτερική αλλοίωση και μεταμόρφωση, το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού, με τις ζωοπάροχες φρυκτωρίες Του.
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου