Ένας Γέροντας Λαυριώτης μοναχός διηγείται την ακόλουθη εντυπωσιακή οπτασία, την οποία είδε ένας απλός Βηματάρης μοναχός:
Ο μοναχός Ηλιοδωρος, της μονής Μεγίστης Λαύρας, σε μια αγρυπνία προετοίμαζε τα θυμιατά ως Βηματάρης, για να θυμιάσουν οι διάκονοι την ώρα του θυμιάματος στην Θ (ενάτη) ωδή, κατά το τυπικό, στην «Τιμιωτέρα». Είναι η μεγάλη στιγμή, η αφιερωμένη στην Παναγία, στην οποία η Παναγία αναπαύεται, όταν ακούει να της ψάλλουν αυτόν τον ύμνο και στον οποίο ιδιαίτερα ευχαριστείται.
Αυτός ο ύμνος: «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν», είναι ο Ειρμός, η αρχή της Θ ὠδῆς του Τριωδίου κανόνα της Μεγάλης Παρασκευής, τον οποίο συνέθεσε ο άγιος ιεράρχης Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά, κατόπιν θείας φωτίσεως, σ’ Αυτήν, που Της αξίζει κάθε ύμνος Αγγέλων και ανθρώπων και κάθε έπαινος. Ο ύμνος αυτός συντάχθηκε από τον Ιεράρχη σκόπιμα με τόσο υψηλά νοήματα και θεοπρεπείς έννοιες, για να παρηγορήσει και αναψύξει την άλγουσα καρδία της Μητέρας του Θεού, όταν βρισκόταν κάτω από το Σταυρό, με αιμάσσουσα την καρδία, κατά την ώρα που το αίμα του Υιού Της ράντιζε το πρόσωπο, τα χέρια και τα ρούχα της, και στις παλάμες Της ένιωθε τα τρυπήματα του δικού Της Σταυρού.
Κάποια μέρα παρουσιάσθηκε εύχαρις η Κυρία Θεοτόκος στον Πατέρα και ιεράρχη της Εκκλησίας μας Κοσμά και του εξέφρασε την ευαρέσκειά Της γι’ αυτόν τον ύμνο του, όταν τον ακούει να Της τον απευθύνουν τα πλήθη των χριστιανών και τα ιερά πρόσωπα «παρατάξεως Κυρίου», οι μοναχοί, πολύ την αναπαύει, πιο πολύ από κάθε άλλον ύμνο, και ότι συμπαραστέκεται και ευλογεί και αμείβει όλους εκείνους που την δοξολογούν και την υμνολογούν, ψάλλοντες αυτόν τον ύμνον.
Και αληθινά, πολλοί αξιώθηκαν να δουν τη Θεοτόκο να τους ευλογεί η να τους αμείβει με ουράνια χρήματα η να δέχονται τους επαίνους Της. Γι αὐτὸ και κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, όταν ψάλλουμε αυτόν τον ύμνο, πρέπει να είμαστε ασκεπείς σε ένδειξη σεβασμού και τιμής στην Παναγία.
Ο μοναχός Ηλιοδωρος, λοιπόν, όταν ετοίμαζε τα θυμιατά, είδε μια μαυροφορούσα μεγαλόπρεπη Γυναίκα, την Οποία συνόδευαν δύο Άγγελοι, να θυμιάζει στο ναό με ολόχρυσο θυμιατό. Διερχόταν από τα στασίδια των μοναχών και τους θυμίαζε, σαν απλή και ταπεινή γυναίκα, Αυτή που είναι «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ».
Όλα έδειχναν, και η καρδιά του Γέροντα Ηλιοδώρου έτσι πληροφορούσε, «πως η Γυναίκα εκείνη δεν ήταν άλλη από την Έφορο και Προστάτιδα των μοναχών και του Αγίου Όρους, την Υπεραγία Θεοτόκο». Κάθε φορά που ο ψάλτης έδειχνε τις ψαλτικές του ικανότητες και τα ύψη του και έκανε αυτοπροβολή, ξεχνώντας ότι υμνολογούσε την Κυρία Θεοτόκο, στην Οποία ήταν αφιερωμένος ο ύμνος, η Παναγία δεν εμφανιζόταν, διότι οι ψηλές βάσεις δεν αρέσουν στην Παναγία και δε δείχνουν ευλάβεια και κατάνυξη στον ιερό χώρο του ναού, ούτε και η ιερότητα της στιγμής το επιτρέπει.
Ο ευλαβέστατος Γέροντας Ηλιοδωρος είχε αξιωθεί πολλές φορές να δει την Παναγία στο ναό. Με αυτό τον τρόπο και τις οπτασίες η Παναγία άμειβε την ευλάβεια του απλού και ταπεινού Ηλιοδώρου.
Από το βιβλίο «Γεροντικό της Παναγίας»
Αρχ. Θεοφύλακτος Μαρινάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου