Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας. Η μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως, της μνήμης, της Θεοτόκου, που ετέθη ακριβώς στο μέσον του μηνός αυτού, ήταν αιτία και όλες οι ημέρες του να πάρουν σιγά – σιγά ένα θεομητορικό χαρακτήρα. Οι δεκατέσσαρες πρώτες ημέρες μπορούμε να ειπούμε ότι είναι τα προεόρτιά της και οι υπόλοιπες τα μεθέορτα, η παράταση της μεγάλης αυτής θεομητορικής εορτής. Κατά την αυστηρά εορτολογική τάξη, προεόρτιος ήμερα είναι μόνο η παραμονή, η 14η του μηνός, κατά την οποία και μόνο υπάρχουν ειδικά τροπάρια στην εκκλησιαστική ακολουθία. Αλλά το λειτουργικό έθιμο, που σήμερα αποτελεί πια γενικώς καθιερωμένη παράδοση, συνέδεσε όλες τις προ της εορτής ημέρες με την προπαρασκευή για τον εορτασμό της μνήμης της Παναγίας, αφ’ ενός μεν με την προπαρασκευαστική νηστεία, αφ’ ετέρου δε με την ψαλμωδία των παρακλητικών κανόνων προς αυτήν μετά τον εσπερινό των ημερών αυτών. Η μεθέορτος πάλι περίοδος κατά το ισχύον τυπικό λήγει την 23η Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία «αποδίδεται» η εορτή, τα Εννιάμερα. Πάντοτε όμως κατά το παρελθόν υπήρχαν τάσεις παρατάσεως του εορτασμού. Έτσι σε πολλά μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως και του Αγίου Όρους η εορτή απεδίδετο την 28η Αυγούστου. Διάταγμα εξ άλλου του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ του Παλαιολόγου όριζε να εορτάζεται η μνήμη της Θεοτόκου καθ’ όλο τον Αύγουστο μήνα από την 1η μέχρι την 31η. Σε ανάλογο τάση φαίνεται ότι οφείλεται και η τοποθέτηση στην 31η του Αυγούστου της εορτής της καταθέσεως της Τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου στην Αγία Σορό, που απέκειτο στο ναό της Θεοτόκου στα Χαλκοπρατεία της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τον τρόπο αυτόν ο θεομητορικός μήνας, αλλά και ολόκληρο το έτος, που έληγε την 31η Αυγούστου, σφραγιζόταν με μία θεομητορικού χαρακτήρος εορτή.
Παρακλητικοί Κανόνες
Κατά τον Αύγουστο, λοιπόν, τον μήνα της Παναγίας, στους ναούς μας, και μάλιστα στα προσκυνήματα τα αφιερωμένα στο όνομά της, θα συντρέξουν οι πιστοί μας για να υμνολογήσουν την Μητέρα του Θεού και να αναφέρουν σ’ αυτήν τη θλίψη και τις αγωνίες τους. Και δικαίως, γιατί η Θεοτόκος είναι η λογική κλίμακα που κατέβασε τον Θεό στον κόσμο και ανέβασε τον άνθρωπο στον Θεό. Είναι ο κρίκος που συνέδεσε τον ουρανό με τη γη, που έδωσε στον Θεό την σάρκα, ώστε να γίνει, από άκρα φιλανθρωπία, ο Λόγος του Θεού «ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του ανθρωπίνου σώματος. Και στην παρρησία της μητέρας Του, που την άφησε πεθαίνοντας στον σταυρό στο πρόσωπο του Ιωάννου και για δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τα παιδιά της, οι αδελφοί του Χριστού. Δεν ήταν η διαθήκη Του αυτή, που την έγραψε επάνω στον αιματοβαμμένο σταυρό Του, όταν βλέποντας «τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὃν ἠγάπα» εἶπε πρὸς αὐτὴν τὸ «Ἰδοὺ ὁ υἱός σου» καὶ πρὸς τὸν μαθητὴ «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»;[1] Με το θάρρος λοιπόν και την αγάπη των παιδιών προς την μητέρα απευθύνεται ο λαός του Θεού προς την Θεοτόκο, για να διαβιβάσει εκείνη τα αιτήματά του προς τον Υιό και Θεό της, χρησιμοποιώντας και πάλι την παρρησία της μητέρας. Γιατί μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, νεκροί δεν υπάρχουν. Όλοι ζουν εν Χριστώ και συνεχίζουν και στον ουρανό τις προσευχές και τις δεήσεις για τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν στη γη και αγωνίζονται τον καλόν αγώνα της χριστιανικής ζωής, όπως ακριβώς και οι ζώντες στον κόσμο τούτο δέονται για τους άλλους αδελφούς των, ζώντας ή κεκοιμημένους. Και πολύ περισσότερο η Θεοτόκος στη δόξα του ουρανού δεν παύει να εκτελεί το έργο της μεσιτείας που έκαμε και στη γη. Όπως στον γάμο της Κανά ενδιεφέρθει για τη χαρά των ανθρώπων και εζήτησε και επέτυχε από τον Χριστό την θαυματουργική Του επέμβαση,[2] έτσι και μεταστάσα από τη γη δεν εγκατέλειψε τη γη, αλλά διαρκώς διαβιβάζει τις αιτήσεις μας προς τον Υιό και Θεό της. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι η «προστασία» η «ακαταίσχυντος» και η «μεσιτεία» η «αμετάθετος», που δεν παραβλέπει τις ικετευτικές μας φωνές, αλλά αντιλαμβάνεται και προφθάνει στη βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη, όπως πολύ χαρακτηριστικά ψάλλει ο ποιητής του γνωστού κοντακίου.
Σ’ αυτήν λοιπόν τη θεολογική βάση στηρίζεται η Εκκλησία όταν κατά τις πρώτες ημέρες του μηνός αυτού ψάλλει στους ναούς μας τους παρακλητικούς κανόνας προς την Παναγία. Θα ενώσομε και εμείς μαζί με τον υπόλοιπο λαό του Θεού τη φωνή μας και θα απευθύνομε προς αυτήν τους ωραίους ύμνους, που συνέθεσαν οι ιεροί ποιητές της Εκκλησίας μας, οι πνευματοκίνητοι συντάκτες των ιερών αυτών ακολουθιών. Αυτές ακριβώς τις παρακλητικές ακολουθίες θα δούμε σήμερα. Το θέμα είναι και επίκαιρο και πρακτικώς χρήσιμο, αφού από αύριο το βράδυ θα σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών μας και θα μας καλούν σ’ αυτές.
Οι δύο ακολουθίες αυτές μας είναι γνωστές με το όνομα «Μικρὸς» και «Μέγας παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Έτσι επιγράφονται στα λειτουργικά μας βιβλία. Στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι το ευρύτερο. Ο κανών είναι μέρος μόνο της όλης ακολουθίας, το μεγαλύτερο και ίσως το πιο εντυπωσιακό. Είναι το στοιχείο που με την εναλλαγή του διαφοροποιεί την κατά τα άλλα όμοια ακολουθία σε δύο, που για να διακρίνονται ονομάζονται η μία «Μεγάλη Παράκλησις» και η άλλη «Μικρά». Και οι δύο κανόνες έχουν ίσο αριθμό τροπαρίων, 32 τροπάρια ο καθένας -τέσσαρα σε κάθε ωδή- του μεγάλου όμως κανόνα τα τροπάρια και οι ειρμοί, από τους οποίους εξαρτώνται τα τροπάρια, είναι φανερά εκτενέστερα. Αυτό όμως δεν είναι, νομίζω, αρκετό να αιτιολογήσει το επίθετο «μέγας» σ’ αυτόν. Φαίνεται ότι ο μέγας αυτός κανών εψάλλετο πανηγυρικότερα, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο του δεκαπενταύγουστου, όπως δείχνουν και το εξαποστειλάριο «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», που ψάλλεται στο τέλος του. Κατόπιν και η επανάληψις των δύο τροπαρίων «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων…» και «Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ…», που γίνεται στο τέλος κάθε ωδής του μεγάλου, ενώ στον μικρό μόνο στο τέλος της γ΄ και της στ΄ ωδής, μαρτυρεί μία τάση προς έξαρση επί το πανηγυρικότερον του πρώτου. Ο μικρός εψάλλετο, όπως και η επιγραφή του μαρτυρεί, καθ’ όλο το έτος «ἐν πάσῃ περιστάσει καὶ θλίψει ψυχῆς».
Κατά την ισχύουσα σήμερα πράξη, οι δύο κανόνες κατά την περίοδο του δεκαπενταύγουστου ψάλλονται εναλλάξ, για την αποφυγή, προφανώς, της μονοτονίας, στο τέλος του εσπερινού όλων των ημερών εκτός από τον εσπερινό των Σαββάτων, της Μεταμορφώσεως και της Κοιμήσεως. Αυτή η σύνδεση της παρακλήσεως με την ακολουθία του εσπερινού μας φέρνει στο νου την αντίστοιχο μοναχική τάξη, που στις ολονυκτίες των μονών συνάπτεται ο όρθρος στον εσπερινό. Η όλη ακολουθία δηλαδή του εσπερινού και της παρακλήσεως μαζί, γίνονται σαν ένα είδος μικράς παννυχίδος στα μέτρα και τις δυνατότητες των ενοριών, μικρής ολονυκτίας προς τιμήν της Θεοτόκου. Αν δε προσέξομε τη δομή της ακολουθίας της παρακλήσεως, θα αναγνωρίσομε σ’ αυτήν το σχήμα και τη διάταξη ενός υποτυπώδους όρθρου. Αρχίζει με ένα θρηνητικό ψαλμό, τον τελευταίο των ψαλμών του εξάψαλμου («Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου…»–ψαλμός 142ος), το «Θεὸς Κύριος…» με τα θεομητορικά τροπάρια «Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν…» και «Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε…», τον 50ο ψαλμό «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», τον κανόνα με κάθισμα στο τέλος της γ΄ και το κοντάκιο στο τέλος της στ΄ ωδής και την παρεμβολή των αναβαθμών, του ευαγγελίου και της συναπτής του, με τα τροπάρια που συνοδεύουν τον 50ο ψαλμό στον όρθρο, τα μεγαλυνάρια μετά την θ΄ ωδή και στο τέλος τροπάρια που μπορούν να παραλληλισθούν προς τα εξαποστειλάρια του όρθρου στον μέγα παρακλητικό κανόνα ή προς τα απόστιχα του όρθρου στην μικρά παράκληση. Αν συνδυάσομε μάλιστα τα ανωτέρω προς την τάξη που ισχύει στις εορτές των αγίων, που ως πρώτος κανών στον όρθρο ψάλλεται ένας από τους ανωτέρω παρακλητικούς κανόνας προς την Θεοτόκο, δεν μας μένει καμιά αμφιβολία, ότι και στις παρακλήσεις έχομε ένα θεομητορικό παρακλητικό όρθρο κατά τον τύπο των μοναχικών ολονυκτιών.
Ο μικρός κανών φέρεται υπό το όνομα του Θεοστηρίκτου μοναχού ή του Θεοφάνους, που ίσως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που χαρακτηρίζεται πότε με το κοσμικό, πότε με το μοναχικό του όνομα. Ποιος όμως από τους πολλούς ομώνυμους ποιητές είναι ο συντάκτης του κανόνος αυτού δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί. Του μεγάλου ποιητής είναι ο τελευταίος αυτοκράτωρ της Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρις (1222-1258). Ο δεύτερος αυτός κανών έχει μάλλον προσωπικό χαρακτήρα και αναφέρεται ειδικώς στα παθήματα και τις περιστάσεις του βίου του πολυπαθούς αυτού βασιλέως. Ο πρώτος είναι γενικότερος και ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο θλιβόμενο, ασθενούντα και πάσχοντα από πνευματικές και σωματικές ασθένειες, από επιβουλές δαιμονικές και κάθε άλλο ψυχοσωματικό κίνδυνο.
Και οι δύο κανόνες ψάλλονται σε ήχο πλ. δ΄. Η α΄ ωδή του μικρού έχει ειρμό το «Ὑγρὰν διοδεύσας», του μεγάλου το «Ἁρματηλάτην Φαραώ». Και οι δύο αμιλλώνται στην εκλογή ωραίων εικόνων, λεπτού και ευγενούς τρόπου εκφράσεως της δεήσεως, ζωηράς περιγραφής των θλίψεων και των συμφορών και των αισθημάτων πίστεως, πόνου, αλλά και ελπίδος και εγκαρτερήσεως. Ο θρήνος του πιστού δεν είναι έκφραση απογνώσεως και απελπισίας, αλλά αίτηση του θείου ελέους και της βοηθείας της Θεοτόκου για τη συνέχιση του αγώνος του βίου και για την νικηφόρο αντιμετώπιση των πειρασμών.
[1] Ιω. 19, 26-27.
[2] Ιω. 2, 3-5.
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου