Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Ὁ αἰώνιος Ἀρχιερεύς

 1. ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΕΥΣ ΣΥ­ΜΠΑ­ΘΗΣ


Ἡ μο­να­δι­κή θυ­σί­α τῆς πα­γκο­σμί­ου ἱ­στο­ρί­ας, πού ἄ­νοι­ξε τό δρό­μο τῶν ἀν­θρώ­πων πρός τόν οὐ­ρα­νό, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού προ­σέ­φε­ρε ἐ­πί τοῦ σταυ­ροῦ ὁ Κύ­ρι­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό εἶ­ναι καί ὁ μό­νος καί αἰ­ώ­νι­ος Ἀρ­χι­ε­ρεύς ἐπειδή ἀκριβῶς θυ­σί­α­σε πά­νω στόν σταυ­ρό τόν ἴ­δι­ο του τόν ἑ­αυ­τό. Τό με­γα­λεῖ­ο αὐ­τό τοῦ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου Κυ­ρί­ου μας πε­ρι­γρά­φει τό ση­με­ρι­νό ἀ­νά­γνω­σμα.


Ἔ­χου­με με­γά­λο Ἀρ­χι­ε­ρέ­α, τόν Ἰ­η­σοῦ, μᾶς λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει πε­ρά­σει πλέ­ον ἀ­πό τούς οὐ­ρα­νούς καί μπῆ­κε στήν αἰ­ώ­νι­α Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ὅ­που μᾶς πε­ρι­μέ­νει. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Γι’ αὐ­τό ἄς μήν ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε ἀ­πό τίς ἀ­δυ­να­μί­ες μας, ἀλ­λά νά κρα­τοῦ­με τήν πί­στι μας σ’ Αὐ­τόν. Δι­ό­τι «οὐ γὰρ ἔ­χο­μεν ἀρ­χι­ε­ρέ­α μὴ δυ­νά­με­νον συ­μπα­θῆ­σαι ταῖς ἀ­σθε­νεί­αις ἡ­μῶν» δέν ἔ­χου­με Ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν μπο­ρῇ νά δεί­ξῃ συ­μπά­θει­α κά­ι ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα στίς ἀ­δυ­να­μί­ες. Ἀλ­λά ἔ­χου­με Ἀρ­χι­ε­ρέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει πει­ρα­σθῇ μέ ὅ­λους τούς τρό­πους, ἀ­κρι­βῶς σάν κι ἐ­μᾶς, χω­ρίς ὅ­μως νά πέ­σῃ σέ καμ­μί­α ἁ­μαρ­τί­α.


ΜΕ­ΓΑ­ΛΟ λοι­πόν τό μυ­στή­ρι­ο πού μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἐ­δῶ ὁ θεῖ­ος ἀ­πό­στο­λος. Ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ ἄ­φη­σε τό ὕ­ψος τῆς δό­ξας του καί ἔ­γι­νε ὅ­μοι­ος μέ ἐ­μᾶς ἄν­θρω­πος χω­ρίς βέ­βαι­α καμ­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἁ­μαρ­τί­α. Καί δο­κί­μα­σε ὅ­λες τίς θλί­ψεις κά­ι δο­κι­μα­σί­ες, πού δο­κι­μά­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι. Φθο­νή­θη­κε καί μι­σή­θη­κε ὅ­σο κα­νείς ἄλ­λος, συ­κο­φα­ντή­θη­κε, κα­τα­δι­ώ­χθη­κε ὡς ἐ­πι­κίν­δυ­νος, πε­ρι­φρο­νή­θη­κε ὡς Να­ζω­ραῖ­ος, δυ­σφη­μή­θη­κε ὡς λα­ο­πλά­νος, συ­κο­φα­ντή­θη­κε ὡς δαι­μο­νό­πλη­κτος θαυ­μα­το­ποι­ός, κα­τη­γο­ρή­θη­κε ὡς ἁ­μαρ­τω­λός καί βλά­σφη­μος καί προ­ση­λώ­θη­κε πά­νω στόν φο­βε­ρό σταυ­ρό ὡς λη­στής καί κα­κοῦρ­γος. Ἐ­κεῖ δο­κί­μα­σε μέ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α καί ὑ­πο­μο­νή ὅ­λους τούς ἀ­φό­ρη­τους πό­νους τοῦ σταυ­ροῦ ἔ­χο­ντας πλή­ρεις τίς αἰ­σθή­σεις του. Ἐ­γκα­τα­λε­λει­μέ­νος ἀ­π’ ὅ­λους σχε­δόν τούς ἀν­θρώ­πους μέ­σα στό κα­μί­νι τοῦ πά­θους ἀ­πό τό ὕ­ψος τοῦ ἀ­τι­μω­τι­κοῦ σταυ­ροῦ ἔ­βλε­πε τήν μο­χθη­ρί­α τῶν ἐ­χθρῶν του καί συγ­χω­ροῦ­σε μέ ἀ­γά­πη καί συ­μπά­θει­α τούς σταυ­ρω­τές του.


Ἔ­χου­με λοι­πόν Ἀρ­χι­ε­ρέ­α πού δο­κί­μα­σε ὡς ἄν­θρω­πος τό­σο με­γά­λες δο­κι­μα­σί­ες, καί γι’ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς μπο­ρεῖ καί ὡς ἄν­θρω­πος νά δεί­ξῃ κα­τα­νό­η­σι στίς ἀ­δυ­να­μί­ες καί τούς πει­ρα­σμούς μας. Μήν ἀ­πο­γο­η­τευ­ώ­μα­στε λοι­πόν στόν ἀ­γῶ­να μας. Δέν εἴ­μα­στε μό­νοι. Ὁ σταυ­ρω­θείς Κύ­ρι­ος μᾶς συ­μπα­θεῖ ὅ­σο κα­νείς ἄλ­λος. Μᾶς στη­ρί­ζει, μᾶς ἐν­δυ­να­μώ­νει, μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ, μᾶς δεί­χνει ἔ­λε­ος καί στορ­γή. Καί μᾶς πε­ρι­μέ­νει νά κα­τα­φύ­γου­με στό ἔ­λε­ός του, ὅ­πως μᾶς λέ­γει στήν συ­νέ­χει­α τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα.


2. ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΕΥΣ Ε­ΛΕ­ΟΥΣ


Ἀ­φοῦ λοι­πόν τέ­τοι­ος εἶ­ναι ὁ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας μας, συ­νε­χί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος, «προ­σερ­χώ­με­θα με­τὰ παρ­ρη­σί­ας τῷ θρό­νῳ τῆς χά­ρι­τος» ἄς πλη­σι­ά­ζου­με μέ θάρ­ρος στόν βα­σι­λι­κό του θρό­νο, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο πη­γά­ζει ἡ χά­ρις, γι­ά νά λά­βου­με συγ­χώ­ρη­σι γι­ά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας καί δω­ρε­ές, πού θά μᾶς δώ­σουν βο­ή­θει­α στίς κρί­σι­μες ὧ­ρες τῶν πει­ρα­σμῶν.


Κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ξε­χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί ἐ­γκα­θί­στα­ται ἀρ­χι­ε­ρεύς γι­ά νά προ­σφέ­ρῃ δῶ­ρα καί θυ­σί­ες πρός συγ­χώ­ρη­σι τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τοῦ λα­οῦ. Ἐ­πει­δή ὅ­μως κι αὐ­τός ὡς ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἀ­δυ­να­μί­ες, ὀ­φεί­λει νά προ­σφέ­ρῃ θυ­σί­α ὄ­χι μό­νο γι­ά τό λα­ό του ἀλ­λά καί γι­ά τόν ἑ­αυ­τό του, γι­ά νά συγ­χω­ρε­θοῦν καί οἱ δι­κές του ἁ­μαρ­τί­ες.


Ἐ­πι­πλέ­ον «οὐχ ἑ­αυ­τῷ τις λαμ­βά­νει τὴν τι­μήν, ἀλ­λὰ κα­λού­με­νος ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ», κα­νείς δέν παίρ­νει μό­νος του ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του τήν ὑ­ψη­λή τι­μή τῆς ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης, ἀλ­λά τήν παίρ­νει ὅ­ταν κα­λῆ­ται ἀ­πό τόν Θε­ό, ὅ­πως καί ὁ Ἀ­α­ρών. Ἔ­τσι καί ὁ Χρι­στός δέν δό­ξα­σε μό­νος του τόν ἑ­αυ­τό του στό νά γί­νῃ Ἀρ­χι­ε­ρεύς, ἀλ­λά τόν δό­ξα­σε ὁ Θε­ός Πα­τέ­ρας, ὁ ὁ­ποῖ­ος μί­λη­σε πρός αὐ­τόν, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν 2ο Ψαλ­μό, καί τοῦ εἶ­πε: «υἱ­ός μου εἶ σύ, ἐ­γὼ σή­με­ρον γε­γέν­νη­κά σε» Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ Υἱ­ός μου. Ἐ­γώ σή­με­ρα σέ γέν­νη­σα. Κα­θώς καί στόν 109ο Ψαλ­μό λέ­γει: «σὺ ἱ­ε­ρεὺς εἰς τὸν αἰ­ῶ­να κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ», Ἐ­σύ εἶ­σαι ἱ­ε­ρεύς αἰ­ώ­νι­ος σάν τόν Μελ­χι­σε­δέκ, τοῦ ὁ­ποί­ου πα­ρα­σι­ω­πᾶ­ται στήν Γρα­φή ἡ γε­νε­α­λο­γί­α καί ὁ θά­να­τος, γι­ά νά εἶ­ναι σύμ­βο­λο τῆς αἰωνίου βα­σι­λεί­ας καί ἱ­ε­ρω­σύ­νης σου.


ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΕΥΣ αἰ­ώ­νι­ος, λοι­πόν εἶ­ναι ὁ Κύ­ρι­ός μας, Ἀρ­χι­ε­ρεύς ἐ­λέ­ους καί ἀ­γά­πης. Ὁ Κύ­ρι­ός μας εἶ­ναι οἰ­κτίρ­μων καί ἐ­λε­ή­μων, μα­κρό­θυ­μος καί πο­λυ­έ­λε­ος. Εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τη καί ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη ἡ ἀ­γά­πη του. Τό ἔ­λε­ός του δέν ἔ­χει ὅ­ρι­α, εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πέ­ρα­ντος ὠ­κε­α­νός καί ἀ­πύ­θμε­νος. Μήν ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε καί μήν ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε στόν ἀ­γῶ­να μας. Δέν ὑ­πάρ­χει ἁ­μαρ­τί­α πού νά μήν συγ­χω­ρεῖ­ται. Τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας πού χύ­θη­κε ἐ­πί τοῦ σταυ­ροῦ μᾶς ξε­πλέ­νει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α.


Γι αὐ­τό, μή φο­βό­μα­στε. Ἄς πλη­σι­ά­ζου­με μέ θάρ­ρος στήν χά­ρι του γι­ά νά λά­βου­με συγ­χώ­ρη­σι γι­ά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας καί γι­ά νά βροῦ­με δύ­να­μι γι­ά τίς κρί­σι­μες ὧ­ρες τῶν πει­ρα­σμῶν. Νά κα­τα­φεύ­γου­με λοι­πόν μέ πί­στι στό μυ­στή­ρι­ο τῆς με­τα­νοί­ας καί ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Ἐ­κεῖ θά λά­βου­με συγ­χώ­ρη­σι τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας, εἰ­ρή­νη, ἔ­λε­ος, σω­τη­ρί­α. Καί στό μυ­στή­ρι­ο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας ὁ αἰ­ώ­νι­ος Ἀρ­χι­ε­ρεύς θά μᾶς προ­σφέ­ρει τό ἴ­δι­ο Του Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα του. Καί τήν χά­ρι του πλού­σι­α. Καί ἔ­χου­με με­γά­λη ἀ­νά­γκη τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Μό­νοι μας εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­τοι, ἀ­νί­σχυ­ροι. Σερ­νό­μα­στε στήν ἁ­μαρ­τί­α. Μέ τήν δύ­να­μι τῆς θεί­ας χά­ρι­τος μό­νο μπο­ροῦ­με νά νι­κή­σου­με· τῆς θεί­ας χά­ρι­τος πού ἀ­να­βλύ­ζει ἀ­πό τόν σταυ­ρό τοῦ Αἰ­ω­νί­ου Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως μας, ἀ­πό τόν θρό­νο τῆς χά­ρι­τος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου