Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ταπείνωση γνήσια

«ὁ­ρᾶ­τε μη­δεὶς γι­νω­σκέ­τω».

Δύ­ο ἄν­θρω­ποι χω­ρίς φῶς κι ἐλ­πί­δα, τυ­φλοί καί πο­νε­μέ­νοι, ἔ­τρε­ξαν μέ λα­χτά­ρα πρός τόν Κύ­ριο καί ἄρ­χι­ζαν νά φω­νά­ζουν μέ ὅ­λη τους τήν δύ­να­μη: «Υἱ­έ Δα­βίδ ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς», λυ­πή­σου μας καί θε­ρά­πευ­σέ μας. Καί ὁ Κύ­ριος τούς δέ­χε­ται κον­τά του ἀγ­γί­ζει μέ τά δά­κτυ­λά του τά νε­κρά τους μά­τια καί τούς λέ­γει. – Ἄς γί­νῃ σύμ­φω­να μέ τήν πί­στι σας. Καί τό­τε τά κλει­στά ἕ­ως τό­τε μά­τια τῶν τυ­φλῶν ἄ­νοι­ξαν καί ἀν­τί­κρυ­σαν τόν εὐ­ερ­γέ­τη τους. Ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος ἐ­πει­δή δέν ἤ­θε­λε νά γί­νῃ τό θαῦ­μα γνω­στό τούς λέ­γει: «Προ­σέξ­τε κα­λά, κα­νείς νά μή μά­θῃ τό θαῦ­μα πού ἔ­γι­νε». Ἄλ­λες φο­ρές βέ­βαι­α ὁ Κύ­ριος ἐ­πι­τε­λοῦ­σε τά θαύ­μα­τά του μπρο­στά σέ πλή­θη λα­οῦ. Τώ­ρα ὅ­μως θαυ­μα­τουρ­γεῖ μα­κριά ἀ­πό τά πλή­θη ἀ­θό­ρυ­βα. Γι­ά νά μᾶς δι­δά­ξῃ ἔ­τσι μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του τήν με­γά­λη ἀ­ρε­τή τῆς τα­πει­νώ­σε­ως.

Ἄς δοῦ­με λοι­πόν σή­με­ρα ποι­ά εἶ­ναι τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς γνή­σιας τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καί πῶς ἐ­μεῖς θά μπο­ρέ­σου­με νά τήν ἀ­πο­κτή­σου­με.

1. ΧΑ­ΡΑ­ΚΤΗ­ΡΙ­ΣΤΙ­ΚΑ ΤΑ­ΠΕΙ­ΝΟ­ΦΡΟ­ΣΥ­ΝΗΣ

Ἄς στρέ­ψου­με λοι­πόν τόν φα­κό μέ­σα μας καί νά δοῦ­με ἐ­άν ἔ­χου­με ἐ­κεῖ­να τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς γνή­σιας τα­πει­νο­φρο­σύ­νης. Δι­ό­τι τα­πει­νο­φρο­σύ­νη δέν εἶ­ναι νά ἔ­χου­με μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κή τα­πει­νο­σχη­μί­α, γιά νά μᾶς θε­ω­ρή­σουν τα­πει­νούς. Τα­πεί­νω­σι ση­μαί­νει μιά εἰ­λι­κρι­νής ἀ­πο­δο­χή τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας, ση­μαί­νει αὐ­το­γνω­σί­α. Ὁ τα­πει­νός ξέ­ρει τά χα­ρί­σμα­τα ἄλ­λά καί τίς ἐλ­λεί­ψεις του. Καί τά μέν χα­ρί­σμα­τα τά ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς δῶ­ρα Θε­οῦ, καί ὡς δι­κό του στοι­χεῖ­ο τίς ἀ­δυ­να­μί­ες του. Γι­’­αὐ­τό ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν πα­ρου­σιά­ζει πτώ­σεις δέν ἀ­πελ­πί­ζε­ται, δι­ό­τι κα­τα­λα­βαί­νει πώς χω­ρίς τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά διαπράξῃ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Γι­’­αὐ­τό καί πα­ρα­δέ­χε­ται μέ εὐ­κο­λί­α τά λά­θη του, ἀ­γω­νί­ζε­ται νά τά ἐ­πα­νορ­θώ­νῃ καί νά μήν ἐ­πα­νέρ­χε­ται σ’­αὐ­τά. Καί στά λό­για του εἶ­ναι προ­σε­κτι­κός· δέν πε­ρι­αυ­το­λο­γεῖ, δέν προ­σπα­θεῖ νά ἐν­τυ­πω­σιά­ζῃ.

Ἐ­πι­πλέ­ον αὐ­τός πού ἔ­χει γνή­σια τα­πει­νο­φρο­σύ­νη γί­νε­ται ἀ­γα­πη­τός ἀ­πό τούς γύ­ρω του ἀν­θρώ­πους. Ὅ­λοι τόν ἀ­να­γνω­ρί­ζουν. Δι­ό­τι δέν προ­κα­λεῖ τούς ἄλ­λους, δέν τούς ὑ­πο­τι­μᾶ προ­βάλ­λον­τας δια­ρκῶς τόν ἑ­αυ­τό του. Ἔ­χει ἀ­γά­πη ἀ­κό­μη καί πρός αὐ­τούς οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν τόν ἀ­γα­ποῦν. Δι­ό­τι ὁ τα­πει­νός θε­ω­ρεῖ τούς ἄλ­λους «ὑ­πε­ρέ­χον­τας ἑ­αυ­τοῦ». Δέν ζη­λεύ­ει ὅ­ταν ἀ­κού­ει ἐ­παί­νους γιά τούς ἄλ­λους. Εἶ­ναι πα­ρά­γον­τας ἑ­νό­τη­τος, ἀ­γά­πης καί εἰ­ρή­νης. Ὁ τα­πει­νός ἄν­θρω­πος φαί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ στιγ­μές ἐν­τά­σε­ων, δυ­σκο­λιῶν καί πει­ρα­σμῶν. Ὅ­ταν λοι­πόν τόν προ­κα­λοῦν τόν ἀ­δι­κοῦν ἤ τόν πε­ρι­φρο­νοῦν οἱ ἄλ­λοι δέν ἀ­γα­να­κτεῖ ἀλ­λά ἀν­τι­δρᾶ μέ ἀ­γά­πη καί κα­λο­σύ­νη «με­τὰ πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καὶ πρᾳ­ό­τη­τος, με­τὰ μα­κρο­θυ­μί­ας, καί ἀ­γά­πης».

Μᾶς φαί­νον­ται ἴ­σως ὅ­λα αὐ­τά δύ­σκο­λα. Πῶς λοι­­πόν θά μπο­ρέ­σου­με νά ἀ­πο­κτή­σου­με ἐμεῖς τήν με­­γά­λη αὐ­τή ἀ­ρε­τή τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης;

2. ΠΩΣ ΘΑ ΤΗΝ Α­ΠΟ­ΚΤΗ­ΣΟΥ­ΜΕ

Ἄς ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά πρα­κτι­κά στοι­χεῖ­α. Γιά νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν με­γά­λη αὐ­τή ἀ­ρε­τή θά πρέ­πει νά ἀ­πο­κτή­σου­με αὐ­το­γνω­σί­α, νά ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τα καί τήν μι­κρό­τη­τά μας. Ὄ­χι βέ­βαι­α γιά νά ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε ἀλ­λά γιά νά συ­ναι­σθα­νό­μα­στε τό ποι­οί εἴ­μα­στε. Θά μᾶς βο­η­θή­σῃ πο­λύ σ’­αὐ­τό τό νά βρί­σκου­με κά­θε ἡ­μέ­ρα κά­ποι­α ὥ­ρα νά κοι­τοῦ­με κα­τά­μα­τα τόν ἑ­αυ­τό μας, νά κά­νου­με τήν αὐ­το­κρι­τι­κή μας. Ἀλ­λά καί νά ἀ­κοῦ­με πα­ρα­τη­ρή­σεις καί συμ­βου­λές ἀ­πό τά πρό­σω­πα πού μᾶς ἀ­γα­ποῦν χω­ρίς νά ἀν­τι­δροῦ­με, ἀ­γα­να­κτοῦ­με καί τα­ρασ­σό­μα­στε. «Μή δυ­σχε­ραί­νο­μεν ἐ­λεγ­χό­με­νοι» συ­νι­στᾶ ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος.

Θά μᾶς βο­η­θή­σῃ ἐ­πί­σης καί ἡ ἀ­να­στρο­φή μας μέ τα­πει­νούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά καί ἡ σύγ­κρι­σί μας μέ τούς ἁ­γί­ους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὁ ἅ­γιος Ἐ­φραίμ μᾶς λέ­γει: «Συ­να­να­στρέ­φου τοῖς ἔ­χου­σι τα­πεί­νω­σιν καί μα­θή­σῃ τρό­πους αὐ­τῶν». Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν ἀ­γῶ­να δρό­μου πρός τήν κα­τά­κτη­σι τῆς τα­πει­νώ­σε­ως κοι­τοῦ­με μπρο­στά μας τούς κα­λύ­τε­ρους ἀ­πό ἐ­μᾶς, τούς ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, τό­σο αὐ­ξά­νει ὁ ζῆ­λος μας καί ἡ δι­ά­θε­σί μας γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα. Ἐ­νῷ ὅ­σο κοι­τοῦ­με αὐ­τούς πού ἔ­χου­με πί­σω μας, τό­σο ἐ­πα­να­παυ­ό­μα­στε καί χα­λα­ρώ­νου­με.

Τέ­λος θά πρέ­πει νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με πώς χω­ρίς τήν βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου μας τα­πεί­νω­σι ἀ­λη­θι­νή καί γνή­σια δέν μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­κτή­σου­με. Ὅ­ταν νο­μί­ζου­με ὅ­τι ὅ­λα μπο­ροῦ­με ­νά τά κα­τα­φέ­ρου­με μό­νοι μας, ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Θε­ός δο­κι­μα­σί­ες καί προ­βλή­μα­τα στήν ζω­ή μας γιά νά τα­πει­νω­θοῦ­με καί νά μά­θου­με νά ἐ­ξαρ­τοῦ­με τήν ζω­ή μας ἀ­πό τή χά­ρι του. Γι’ αὐ­τό ἄς κλί­νου­με τά γό­να­τα σέ προ­σευ­χή ἐ­πι­ζη­τῶν­τας κα­θη­με­ρι­νά τό ἔ­λε­ός τοῦ Κυ­ρί­ου.

*­**

Ἀ­δελ­φοί, ὅ­λη ἡ ζω­ή τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­πί τῆς γῆς ἦ­ταν μί­α κα­θο­δι­κή κί­νη­ση ἐ­σχά­της τα­πει­νώ­σε­ως καί ἀ­φά­του κε­νώ­σε­ως. Ἀ­πό τήν στιγ­μή πού ὁ Κύ­ριος δι­ά­βη­κε τή γῆ μας μέ­χρι καί τό «τε­τέ­λε­σται» τοῦ Γολ­γο­θᾶ, μᾶς ἄ­φη­σε τέ­λει­ο πα­ρά­δειγ­μα τα­πει­νώ­σε­ως ἀ­λη­θι­νῆς. Ἄς μα­θη­τεύ­ου­με λοι­πον στό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας και ἄς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν με­γά­λη αὐ­τή ἀ­ρε­τή. Καί ὁ Κύ­ριος θά μᾶς ὑ­ψώ­σῃ καί σ’­αὐ­τήν τήν ζω­ή καί στήν αἰ­ώ­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου