Την ίδια εποχή, πήγανε οι γονείς στην Μονή την κόρη τους, που δεν έμπαινε στο ναό. Βγήκε ο γέροντας με την κάρα του Οσίου, οπότε η δαιμονισμένη ξέσπασε:
–Σκάσε, να μη σ’ακούω παλιόγερε. Να ψοφήσεις (και χτυπιότανε φοβερά η κοπέλα). Είμαι κοσμοκράτωρ (φώναζε με το στόμα της ο δαίμονας). Κρατώ την Αθήνα στα χέρια μου… Εκείνο που ήθελα τό’κάνα, τους παπάδες τους κούρεψα…
Πολεμάω χρόνια το μοναστήρι σας φυλάει ο μεγάλος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να σε παγιδέψω. Να τα πόδια σου! Σαπίσανε τα πόδια σου (= πράγματι σάπιες ήτανε οι φλέβες των ποδιών του γέροντα και το αίμα δεν κυκλοφορούσε). Ν’απελπιστεις, πες ότι είσαι άγιος να σε κολάσω.
Επεμβαίνει ο γέροντας:
–Δεν είμαι άγιος, αλλά ο Κύριος είπε: «άγιοι γίνεσθε». Ότι μπορώ κάνω, είμαι άνθρωπος χοϊκός.
Με νέα αγανάκτηση η δαιμονισμένη:
–Τι να σου κάνω, τραγόπαπα, έχεις ταπείνωση κι έχεις μέσα σου το Χριστό αλλιώς θα σε είχα διαλύσει. Τόσες αρρώστιες (= σου έβαλα) κι εσύ επιμένεις…
Άλλος δαιμονισμένος πληροφόρησε με καύχηση:
–Οχτώ χιλιάδες μάγους έχω στην υποταγή μου.
Τον ρώτησε ο γέροντας πως μπαίνει σε ανθρώπους και απάντησε ότι μπαίνει σ’ αυτούς που «δεν έχουν πίστη. Μπαίνω έτσι, σαν καπνός».
Κάποτε διάβασε τους εξορκισμούς για δαιμονισμένη, που την πήγε στο γέροντα ο αστυνόμος σύζυγός της .Φάνηκε να ηρεμεί, και ο γέροντας έτεινε το χέρι του να τη χαιρετήσει. Τότε αυτή με θυμό:
–Πιάνουν οι δαίμονες το χέρι του παπά που λειτουργεί;
Δυό παληκάρια φέρανε από τη Βέροια τη δαιμονισμένη μητέρα τους. Συνέβη να είναι στη Μονή και ο μητροπολίτης Σάμου. Τη μια στιγμή φερόταν ήρεμα κι έλεγε περιπαιχτικά:
–Κοκαλιάρη Ιάκωβε… Πάτερ Ιάκωβε, είσαι άγιος. Ο κόσμος σε τιμάει για άγιο.
Με υψωμένη φωνή έλεγε και ξανάλεγε ο γέροντας:
–Χοϊκός, αμαρτωλός άνθρωπος, είμαι.
Μετά από λίγο γινόταν επιθετική και με τα νύχια τραυμάτιζε στο πρόσωπο πολλούς. Το ίδιο προσπάθησε και για το γέροντα, που τη σταμάτησε με την κάρα του Οσίου.
Άλλος δαιμονισμένος, αντιδρώντας και τρέμοντας στις προσευχές του γέροντα, φώναζε:
–Σκάσε Ιάκωβε, σκάσε κοκαλιάρη… σαν καπνός εισέρχομαι στον άνθρωπο και σαν καπνός εξέρχομαι… φοβάμαι, τρέμω το Σταυρό… άμα τον κάνουν φεύγω… φεύγει η χάρη του Θεού και μπαίνουμε μεις (= οι δαίμονες).
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις δαιμονισμένων ο γέροντας διάβαζε τους εξορκισμούς, έχοντας την κάρα του Οσίου. Έτσι προστάτευε και τον εαυτό του ενώπιόν των ανθρώπων. Δε θα μπορούσανε να ειπούν ότι τους δαίμονες εκβάλλει ο ίδιος ο γέροντας, εφόσον πρόβαλλε πάντα τον Όσιο Δαβίδ ως ενεργούντα.
Δραματική, για όλους τους παρόντες, γινόταν η κατάσταση, όταν οι δαιμονισμένοι παίρνανε άλλες μορφές. Τρομαγμένοι και απελπισμένοι από τις προσευχές του π. Ιακώβου, παίρνανε ξαφνικά τη μορφή άγριου μαύρου σκύλου, φοβερού λύκου η σαρκοβόρου πτηνού. Άλλοτε πάλι γαυγίζαν η βρυχώνταν σαν θηρία και σκορπούσανε παντού τρόμο.
Όσοι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν από το Σατανά, επισκέπτονταν συχνά τη Μονή για ευχαριστίες και προσκύνημα. Μόνο που οι ευχαριστίες δεν είναι τόσο απλό πράγμα. Παραξενεύτηκαν οι μοναχοί μία μέρα, που ο γέροντας δεν πήρε χρήματα για το ταγαράκι του από τη μητέρα ενός παιδιού, το οποίο ελευθέρωσε από δαιμόνιο. Το δαιμόνιο είχε πάει στα χρήματα, το διέκρινε ο γέροντας:
–Εγώ έβγαλα το δαιμόνιο από το παιδί σου κι εσύ πας να τα βάλεις σ’εμένα!
Το χάρισμα τούτο, να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες είναι πολυσήμαντος θρίαμβος. Αποτελεί την τρανή απόδειξη ότι η κυριαρχία του Σατανά στον κόσμο, τον άνθρωπο και τη φύση, είναι προσωρινή και μπορεί να καταργηθεί. Κι εφόσον με το θαύμα του Οσίου καταργείται ενδεικτικά –στην περίπτωση εκδίωξης δαιμόνων από ανθρώπους– σημαίνει ότι ο Όσιος βιώνει τη βασιλεία αυτής στον κόσμο. Άρα η βασιλεία του Θεού και υπάρχει και μπορεί να πραγματώνεται καθημερινά, έστω και μερικά.
Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών
Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»
–Σκάσε, να μη σ’ακούω παλιόγερε. Να ψοφήσεις (και χτυπιότανε φοβερά η κοπέλα). Είμαι κοσμοκράτωρ (φώναζε με το στόμα της ο δαίμονας). Κρατώ την Αθήνα στα χέρια μου… Εκείνο που ήθελα τό’κάνα, τους παπάδες τους κούρεψα…
Πολεμάω χρόνια το μοναστήρι σας φυλάει ο μεγάλος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να σε παγιδέψω. Να τα πόδια σου! Σαπίσανε τα πόδια σου (= πράγματι σάπιες ήτανε οι φλέβες των ποδιών του γέροντα και το αίμα δεν κυκλοφορούσε). Ν’απελπιστεις, πες ότι είσαι άγιος να σε κολάσω.
Επεμβαίνει ο γέροντας:
–Δεν είμαι άγιος, αλλά ο Κύριος είπε: «άγιοι γίνεσθε». Ότι μπορώ κάνω, είμαι άνθρωπος χοϊκός.
Με νέα αγανάκτηση η δαιμονισμένη:
–Τι να σου κάνω, τραγόπαπα, έχεις ταπείνωση κι έχεις μέσα σου το Χριστό αλλιώς θα σε είχα διαλύσει. Τόσες αρρώστιες (= σου έβαλα) κι εσύ επιμένεις…
Άλλος δαιμονισμένος πληροφόρησε με καύχηση:
–Οχτώ χιλιάδες μάγους έχω στην υποταγή μου.
Τον ρώτησε ο γέροντας πως μπαίνει σε ανθρώπους και απάντησε ότι μπαίνει σ’ αυτούς που «δεν έχουν πίστη. Μπαίνω έτσι, σαν καπνός».
Κάποτε διάβασε τους εξορκισμούς για δαιμονισμένη, που την πήγε στο γέροντα ο αστυνόμος σύζυγός της .Φάνηκε να ηρεμεί, και ο γέροντας έτεινε το χέρι του να τη χαιρετήσει. Τότε αυτή με θυμό:
–Πιάνουν οι δαίμονες το χέρι του παπά που λειτουργεί;
Δυό παληκάρια φέρανε από τη Βέροια τη δαιμονισμένη μητέρα τους. Συνέβη να είναι στη Μονή και ο μητροπολίτης Σάμου. Τη μια στιγμή φερόταν ήρεμα κι έλεγε περιπαιχτικά:
–Κοκαλιάρη Ιάκωβε… Πάτερ Ιάκωβε, είσαι άγιος. Ο κόσμος σε τιμάει για άγιο.
Με υψωμένη φωνή έλεγε και ξανάλεγε ο γέροντας:
–Χοϊκός, αμαρτωλός άνθρωπος, είμαι.
Μετά από λίγο γινόταν επιθετική και με τα νύχια τραυμάτιζε στο πρόσωπο πολλούς. Το ίδιο προσπάθησε και για το γέροντα, που τη σταμάτησε με την κάρα του Οσίου.
Άλλος δαιμονισμένος, αντιδρώντας και τρέμοντας στις προσευχές του γέροντα, φώναζε:
–Σκάσε Ιάκωβε, σκάσε κοκαλιάρη… σαν καπνός εισέρχομαι στον άνθρωπο και σαν καπνός εξέρχομαι… φοβάμαι, τρέμω το Σταυρό… άμα τον κάνουν φεύγω… φεύγει η χάρη του Θεού και μπαίνουμε μεις (= οι δαίμονες).
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις δαιμονισμένων ο γέροντας διάβαζε τους εξορκισμούς, έχοντας την κάρα του Οσίου. Έτσι προστάτευε και τον εαυτό του ενώπιόν των ανθρώπων. Δε θα μπορούσανε να ειπούν ότι τους δαίμονες εκβάλλει ο ίδιος ο γέροντας, εφόσον πρόβαλλε πάντα τον Όσιο Δαβίδ ως ενεργούντα.
Δραματική, για όλους τους παρόντες, γινόταν η κατάσταση, όταν οι δαιμονισμένοι παίρνανε άλλες μορφές. Τρομαγμένοι και απελπισμένοι από τις προσευχές του π. Ιακώβου, παίρνανε ξαφνικά τη μορφή άγριου μαύρου σκύλου, φοβερού λύκου η σαρκοβόρου πτηνού. Άλλοτε πάλι γαυγίζαν η βρυχώνταν σαν θηρία και σκορπούσανε παντού τρόμο.
Όσοι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν από το Σατανά, επισκέπτονταν συχνά τη Μονή για ευχαριστίες και προσκύνημα. Μόνο που οι ευχαριστίες δεν είναι τόσο απλό πράγμα. Παραξενεύτηκαν οι μοναχοί μία μέρα, που ο γέροντας δεν πήρε χρήματα για το ταγαράκι του από τη μητέρα ενός παιδιού, το οποίο ελευθέρωσε από δαιμόνιο. Το δαιμόνιο είχε πάει στα χρήματα, το διέκρινε ο γέροντας:
–Εγώ έβγαλα το δαιμόνιο από το παιδί σου κι εσύ πας να τα βάλεις σ’εμένα!
Το χάρισμα τούτο, να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες είναι πολυσήμαντος θρίαμβος. Αποτελεί την τρανή απόδειξη ότι η κυριαρχία του Σατανά στον κόσμο, τον άνθρωπο και τη φύση, είναι προσωρινή και μπορεί να καταργηθεί. Κι εφόσον με το θαύμα του Οσίου καταργείται ενδεικτικά –στην περίπτωση εκδίωξης δαιμόνων από ανθρώπους– σημαίνει ότι ο Όσιος βιώνει τη βασιλεία αυτής στον κόσμο. Άρα η βασιλεία του Θεού και υπάρχει και μπορεί να πραγματώνεται καθημερινά, έστω και μερικά.
Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών
Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου