Τὸ 1993 ἀκουγότανε ἔντονα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, ἀπὸ τοὺς τελευταίους μεγάλους Ρώσους Στάρετς, ἦταν στὰ τελευταῖα του.
Εἶχε τότε κυκλοφορήσει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Γέροντά του ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη καὶ τὸν εἶχα πάρει σὲ εὐλάβεια.
Ἤξερα ὅτι εἶχαν σχέσεις πνευματικὲς μὲ τὸν Γέροντα Αἰμιλιανό τὸν Σιμωνοπετρίτη, εἶχα γνωρίσει καὶ στὴ Σιμωνόπετρα τὸν πατέρα Ζαχαρία, ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι βρέθηκα στὸ ἡγουμενεῖο νὰ ζητάω εὐλογία, γιὰ νὰ πάω στὸν Γέροντα Σωφρόνιο νὰ πάρω τὴν εὐχή του…
Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς μὲ ξάφνιασε μὲ τὴν ἀπάντησή του. Δὲν μὲ εἶχε συνηθίσει σὲ τέτοιες ἀποκαλύψεις.
«Νὰ πᾶς», μοῦ εἶπε. «Δὲν ξέρω μονάχα, ἂν θὰ προλάβεις νὰ φιλήσεις τὸ χέρι του ζωντανὸ ἢ πεθαμένο.
Ἐγὼ τρεῖς φορὲς μὲ παρακάλεσε καὶ προσευχήθηκα καὶ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς παράταση, νὰ προλάβει νὰ τελειώσει τὸ κοιμητήριο.
Τώρα ὅμως τὸ κοιμητήριο τελείωσε… Πάρε καὶ τὸν φίλο σου τὸν Τύχωνα, ἀλλὰ νὰ τοῦ κάνεις ἐσὺ τὰ εἰσιτήρια».
Δὲν ρώτησα λεπτομέρειες, τί καὶ πῶς. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ποὺ σὲ ξεπερνοῦν, ἁπλὰ ἀκοῦς καὶ πειθαρχεῖς καὶ τρέχεις.
Ἔβγαλα γρήγορα-γρήγορα τὰ εἰσιτήρια, χαρὰ γιὰ μένα ἦταν πάντα ἡ παρέα τοῦ παπα-Τύχωνα.
Ἀπὸ ψαλτικὴ ἕως πρακτικὴ καὶ ἐφαρμοζόμενη θεολογία μάθαινα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του.
Ἦταν ὁ δεξιὸς ψάλτης στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου Μετεώρου, ὅταν πρωτογνώρισα τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ τὸ 1973 καὶ στὴ συνέχεια στὴ Σιμωνόπετρα γιὰ χρόνια…
Ἔψελνε ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ὅταν εἶχε κέφια σὲ ἀνέβαζε ἡ μελωδικὴ φωνή του στὸν οὐρανό. Προσπάθησε νὰ μὲ διδάξει ἐμπειρικά, μὰ δυστυχῶς δὲν τὰ κατάφερε καλά.
«Στέφο» (ἔτσι μὲ ἀποκαλεῖ πάντοτε), «ἔχεις μέταλλο, ἔχεις ντέρτι καὶ καημό. Προσπάθησε!».
Τώρα ποὺ γέρασε, θυμίζει ἔντονα τὸν διάκο Διονύσιο τὸν Φιρφιρῆ, ποὺ στὰ νειᾶτα του ἔψελνε στὸ Πρωτᾶτο.
Μορφὴ βιβλική, ὑψηλός, ἀρχοντικός, χαιρόσουν νὰ τὸν βλέπεις καὶ νὰ τὸν ἀκοῦς. Ἡ φωνή του, καμπάνα μελωδικὴ χωρὶς καθόλου μύτη, ἔβγαινε λὲς ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά του.
Θυμᾶμαι τελευταία φορὰ τὸν ἄκουσα στὴν πανήγυρι τῆς Γρηγορίου. Γειτονικὴ Μονὴ στὴ Σιμωνόπετρα, μᾶς ἔστειλε ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς μὲ τὸν πατέρα Τύχωνα ἀντιπροσώπους τῆς Μονῆς.
Ἦταν ἐκεῖ ὁ πάτερ Στέφανος ἀπ’ τοὺς Δανιηλαίους, ὁ πάτερ Θωμᾶς ἀπ’ τοὺς Θωμάδες καὶ ἄλλοι πολλοὶ ψαλτάδες, οἱ καλύτεροι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἦταν καὶ ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς, μὲ τυλιγμένο τὸν λαιμὸ σὲ ἕνα μαῦρο κασκόλ, μοῦ θύμισε τὸν συγχωρεμένο τὸν κὺρ Σπῦρο Περιστέρη, ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ἀθηνῶν στὸν Ἐπιτάφιο.
Κάποια στιγμὴ τοῦ δώσανε νὰ ψάλει τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων καὶ ξύπνησαν ὅλοι ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἀγρυπνίας.
«Κατάλαβες; Ἐμεῖς ἱδρώνουμε ὅλη νύχτα νὰ βγάλουμε τὴν ἀγρυπνία καὶ ἔρχεται ὁ διακο-Διονύσιος ξεκούραστος, νὰ κλέψει τὶς ἐντυπώσεις μὲ ἕνα τροπάριο», γκρίνιαξε κάποιος ἀπὸ τοὺς ψαλτάδες.
Ἔτσι καὶ αὐτός, τώρα ποὺ γέρασε, μοῦ θύμισε τὸν διακο-Διονύσιο τὸν Φιρφιρῆ πρὸ μηνός, ποὺ εἶχα πάει στὴ Σιμωνόπετρα.
Χάρηκα ποὺ ἄκουσα φωνὲς καινούργιων πατέρων, μελωδικές, ἀντρικές, καθαρές, λαρυγγικὲς καὶ ὄχι ἔνρινες, ἀνατολίτικες… «Συνεχίζει ἡ παράδοση τοῦ παπα-Τύχωνα καὶ τοῦ παπα-Ἀθανασίου, τοῦ ὑμνογράφου», σκεπτόμουνα». Μὰ σὰν κάτι νὰ μοῦ ἔλειπε…
Καὶ πάνω ποὺ τὰ σκεφτόμουνα, δίνουν τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν παπα-Τύχωνα καὶ σκίρτησε ἡ καρδιά μου καὶ τὰ αὐτιά μου –ποὺ τελευταῖα πάσχουν ἀπὸ πρεσβυ-ἀκοΐα– ἀναπαύτηκαν.
Θυμήθηκα στὰ τελευταῖα του παιχνίδια τὸν Πελέ. Τὸν κράταγαν ξεκούραστο οἱ προπονητὲς καὶ ἵδρωναν οἱ συμπαῖκτες του 80 λεπτὰ τῆς ὥρας.
Ὅπου στὸ τέλος ἀμολάγανε τὸν Πελέ, ἔκανε κάτι μαγικὰ καὶ ἔριχνε τὸ γκὸλ τῆς νίκης. Βουητὸ ξεσποῦσε στὸ γήπεδο, βουητὸ καὶ στὴν καρδιά μου.
Τώρα πῶς τὰ κατάφερα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ Essex σᾶς πῆγα στὸ ποδόσφαιρο, ἂς ὄψεται ἡ γεροντική μου φλυαρία.
Ὁ παπα-Ζαχαρίας μᾶς ἐνημέρωσε, ὅταν φθάσαμε, στὶς 10 Ἰουλίου, ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀκόμα ζεῖ, ἀλλὰ δὲν ἐπικοινωνεῖ καὶ θὰ μᾶς πᾶνε αὔριο νὰ πάρουμε εὐχή, ἂν ἐπανέλθει κάποια στιγμὴ στὶς αἰσθήσεις του.
Τὸ δεύτερο πρόβλημα ἦταν πὼς δυστυχῶς τὸ ἀρχονταρίκι ἦταν γεμᾶτο. Μᾶς συνόδεψε, λοιπόν, ἐκεῖ κοντὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ἀγαπημένου πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι γνωριστήκαμε μὲ τὸν σύγχρονο Μπετόβεν τῆς κλασικῆς μουσικῆς τὸν Arvo Pärt (Ἀρέθας Πέρτ).
Ὁ Ἀρέθας ἔμενε καὶ ἐργαζόταν βασικὰ στὴ Γερμανία, στὸ Βερολῖνο, ἂν θυμᾶμαι καλά.
Ἀγαποῦσε ὅμως καὶ εἶχε συνδεθεῖ τόσο πολὺ μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ποὺ εἶχε καὶ ἕνα δεύτερο σπίτι καὶ ἔμενε ἀρκετὰ χρονικὰ διαστήματα κοντὰ στὸ μοναστήρι στὸ Essex.
Ὁ ἴδιος εἶχε Ρωσική –γιὰ τὴν ἀκρίβεια Ἐσθονικὴ καταγωγή– καὶ ἡ γυναίκα του ἦταν Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της Ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Εἶχε καὶ δυὸ γιοὺς καὶ ὁ καημός του ἦταν ποὺ δὲν μποροῦσε μὲ τὸν μεγαλύτερο τουλάχιστον ποὺ τελείωνε Γυμνάσιο νὰ βγάλει ἄδεια νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ ρωσικὸ μοναστήρι, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Ἁγιονόρος.
Τοῦ ὑποσχέθηκα νὰ βοηθήσω, πρᾶγμα ποὺ ἔκανα μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο, ὅταν τοῦ ἔβγαλα ἄδεια καὶ ἀπὸ Πὲρτ τὸν βάφτισα Πετρόπουλο.
Τὸν περίμενε στὴν Οὐρανούπολη καὶ ἕνας φίλος μοναχός, καὶ μπῆκε τὸ παιδὶ καὶ προσκύνησε, ὄνειρο καὶ τάμα κάθε Ρώσου ὀρθόδοξου χριστιανοῦ, καὶ τύψεις γιὰ τέτοιες ἀπάτες δὲν ἔχω, οὔτε στὴν ἐξομολόγηση δὲν τὸ ἀνέφερα ποτέ μου…
Γιὰ χρόνια μοῦ ἔστελνε ὁ καημένος ὁ Ἀρέθας τὶς καινούργιες συνθέσεις του καὶ θαύμαζε ὁ Βασιλάκης μου, ὁ μουσικὸς τῆς οἰκογένειας, ποὺ ὁ πατέρας του ἔχει τόσο διάσημους φίλους. Ποῦ νὰ καταλάβει ὁ καημένος τί μᾶς συνέδεσε μὲ τὸν Ἀρέθα!
Ἀκόμα δὲν πιστεύει ὅτι παραλίγο νὰ κοιμηθῶ στὸ σπίτι του. Καὶ λέω παραλίγο, γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ γνωριζόμασταν καὶ συζητούσαμε μὲ τοὺς καλοὺς αὐτοὺς ἀνθρώπους, πῆραν τηλέφωνο ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὅτι ἀκυρώθηκε μιὰ φιλοξενία καὶ ἔτσι γυρίσαμε καὶ μείναμε μέσα στὴ Μονή.
Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ πρωΐ, στὴ Θεία Λειτουργία, μᾶς ἀναγγέλθηκε ὁ θάνατος τοῦ Γέροντα Σωφρόνιου.
Ἔτσι βρέθηκε ὁ παπα-Τύχων νὰ ἐκπροσωπεῖ τὴ Σιμωνόπετρα καὶ ὅλο τὸ Ἁγιονόρος, διαβάζοντας πρῶτος αὐτός, τιμῆς ἕνεκεν, τὰ Εὐαγγέλια κατὰ τὴν τάξη τῆς κοιμήσεως ἱερέων καὶ ἐγώ, ποὺ ἔπρεπε νὰ φύγω γιὰ τὴν Ἀθήνα τὴν ἐπαύριο, ἤμουν ὁ πρῶτος λαϊκὸς ποὺ προσκύνησα τὴν δεξιά του χεῖρα καὶ πῆρα τὴν εὐχή του.
Τοῦ παπα-Τύχωνα, βέβαια, τοῦ ἄλλαξα τὸ εἰσιτήριο, νὰ μείνει στὴν κηδεία, νὰ ἐκπροσωπήσει τὸ Ἁγιονόρος.
Τότε θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ, ὅτι δὲν ξέρει ἂν θὰ πάρω τὴν εὐχή του, ζωντανοῦ ἢ πεθαμένου, καὶ «ἔκλαψα πικρῶς».
Ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιατὶ κατάλαβα τοῦ Γέροντά μου τὸ χάρισμα τὸ προορατικὸ καὶ τὸν λεπτὸ τρόπο ποὺ φρόντισε νὰ ἔχει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ἁγιορείτικο κατευόδιο.
Εἶχε τότε κυκλοφορήσει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Γέροντά του ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη καὶ τὸν εἶχα πάρει σὲ εὐλάβεια.
Ἤξερα ὅτι εἶχαν σχέσεις πνευματικὲς μὲ τὸν Γέροντα Αἰμιλιανό τὸν Σιμωνοπετρίτη, εἶχα γνωρίσει καὶ στὴ Σιμωνόπετρα τὸν πατέρα Ζαχαρία, ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι βρέθηκα στὸ ἡγουμενεῖο νὰ ζητάω εὐλογία, γιὰ νὰ πάω στὸν Γέροντα Σωφρόνιο νὰ πάρω τὴν εὐχή του…
Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς μὲ ξάφνιασε μὲ τὴν ἀπάντησή του. Δὲν μὲ εἶχε συνηθίσει σὲ τέτοιες ἀποκαλύψεις.
«Νὰ πᾶς», μοῦ εἶπε. «Δὲν ξέρω μονάχα, ἂν θὰ προλάβεις νὰ φιλήσεις τὸ χέρι του ζωντανὸ ἢ πεθαμένο.
Ἐγὼ τρεῖς φορὲς μὲ παρακάλεσε καὶ προσευχήθηκα καὶ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς παράταση, νὰ προλάβει νὰ τελειώσει τὸ κοιμητήριο.
Τώρα ὅμως τὸ κοιμητήριο τελείωσε… Πάρε καὶ τὸν φίλο σου τὸν Τύχωνα, ἀλλὰ νὰ τοῦ κάνεις ἐσὺ τὰ εἰσιτήρια».
Δὲν ρώτησα λεπτομέρειες, τί καὶ πῶς. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ποὺ σὲ ξεπερνοῦν, ἁπλὰ ἀκοῦς καὶ πειθαρχεῖς καὶ τρέχεις.
Ἔβγαλα γρήγορα-γρήγορα τὰ εἰσιτήρια, χαρὰ γιὰ μένα ἦταν πάντα ἡ παρέα τοῦ παπα-Τύχωνα.
Ἀπὸ ψαλτικὴ ἕως πρακτικὴ καὶ ἐφαρμοζόμενη θεολογία μάθαινα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του.
Ἦταν ὁ δεξιὸς ψάλτης στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου Μετεώρου, ὅταν πρωτογνώρισα τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ τὸ 1973 καὶ στὴ συνέχεια στὴ Σιμωνόπετρα γιὰ χρόνια…
Ἔψελνε ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ὅταν εἶχε κέφια σὲ ἀνέβαζε ἡ μελωδικὴ φωνή του στὸν οὐρανό. Προσπάθησε νὰ μὲ διδάξει ἐμπειρικά, μὰ δυστυχῶς δὲν τὰ κατάφερε καλά.
«Στέφο» (ἔτσι μὲ ἀποκαλεῖ πάντοτε), «ἔχεις μέταλλο, ἔχεις ντέρτι καὶ καημό. Προσπάθησε!».
Τώρα ποὺ γέρασε, θυμίζει ἔντονα τὸν διάκο Διονύσιο τὸν Φιρφιρῆ, ποὺ στὰ νειᾶτα του ἔψελνε στὸ Πρωτᾶτο.
Μορφὴ βιβλική, ὑψηλός, ἀρχοντικός, χαιρόσουν νὰ τὸν βλέπεις καὶ νὰ τὸν ἀκοῦς. Ἡ φωνή του, καμπάνα μελωδικὴ χωρὶς καθόλου μύτη, ἔβγαινε λὲς ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά του.
Θυμᾶμαι τελευταία φορὰ τὸν ἄκουσα στὴν πανήγυρι τῆς Γρηγορίου. Γειτονικὴ Μονὴ στὴ Σιμωνόπετρα, μᾶς ἔστειλε ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς μὲ τὸν πατέρα Τύχωνα ἀντιπροσώπους τῆς Μονῆς.
Ἦταν ἐκεῖ ὁ πάτερ Στέφανος ἀπ’ τοὺς Δανιηλαίους, ὁ πάτερ Θωμᾶς ἀπ’ τοὺς Θωμάδες καὶ ἄλλοι πολλοὶ ψαλτάδες, οἱ καλύτεροι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἦταν καὶ ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς, μὲ τυλιγμένο τὸν λαιμὸ σὲ ἕνα μαῦρο κασκόλ, μοῦ θύμισε τὸν συγχωρεμένο τὸν κὺρ Σπῦρο Περιστέρη, ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ἀθηνῶν στὸν Ἐπιτάφιο.
Κάποια στιγμὴ τοῦ δώσανε νὰ ψάλει τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων καὶ ξύπνησαν ὅλοι ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἀγρυπνίας.
«Κατάλαβες; Ἐμεῖς ἱδρώνουμε ὅλη νύχτα νὰ βγάλουμε τὴν ἀγρυπνία καὶ ἔρχεται ὁ διακο-Διονύσιος ξεκούραστος, νὰ κλέψει τὶς ἐντυπώσεις μὲ ἕνα τροπάριο», γκρίνιαξε κάποιος ἀπὸ τοὺς ψαλτάδες.
Ἔτσι καὶ αὐτός, τώρα ποὺ γέρασε, μοῦ θύμισε τὸν διακο-Διονύσιο τὸν Φιρφιρῆ πρὸ μηνός, ποὺ εἶχα πάει στὴ Σιμωνόπετρα.
Χάρηκα ποὺ ἄκουσα φωνὲς καινούργιων πατέρων, μελωδικές, ἀντρικές, καθαρές, λαρυγγικὲς καὶ ὄχι ἔνρινες, ἀνατολίτικες… «Συνεχίζει ἡ παράδοση τοῦ παπα-Τύχωνα καὶ τοῦ παπα-Ἀθανασίου, τοῦ ὑμνογράφου», σκεπτόμουνα». Μὰ σὰν κάτι νὰ μοῦ ἔλειπε…
Καὶ πάνω ποὺ τὰ σκεφτόμουνα, δίνουν τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν παπα-Τύχωνα καὶ σκίρτησε ἡ καρδιά μου καὶ τὰ αὐτιά μου –ποὺ τελευταῖα πάσχουν ἀπὸ πρεσβυ-ἀκοΐα– ἀναπαύτηκαν.
Θυμήθηκα στὰ τελευταῖα του παιχνίδια τὸν Πελέ. Τὸν κράταγαν ξεκούραστο οἱ προπονητὲς καὶ ἵδρωναν οἱ συμπαῖκτες του 80 λεπτὰ τῆς ὥρας.
Ὅπου στὸ τέλος ἀμολάγανε τὸν Πελέ, ἔκανε κάτι μαγικὰ καὶ ἔριχνε τὸ γκὸλ τῆς νίκης. Βουητὸ ξεσποῦσε στὸ γήπεδο, βουητὸ καὶ στὴν καρδιά μου.
Τώρα πῶς τὰ κατάφερα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ Essex σᾶς πῆγα στὸ ποδόσφαιρο, ἂς ὄψεται ἡ γεροντική μου φλυαρία.
Ὁ παπα-Ζαχαρίας μᾶς ἐνημέρωσε, ὅταν φθάσαμε, στὶς 10 Ἰουλίου, ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀκόμα ζεῖ, ἀλλὰ δὲν ἐπικοινωνεῖ καὶ θὰ μᾶς πᾶνε αὔριο νὰ πάρουμε εὐχή, ἂν ἐπανέλθει κάποια στιγμὴ στὶς αἰσθήσεις του.
Τὸ δεύτερο πρόβλημα ἦταν πὼς δυστυχῶς τὸ ἀρχονταρίκι ἦταν γεμᾶτο. Μᾶς συνόδεψε, λοιπόν, ἐκεῖ κοντὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ἀγαπημένου πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι γνωριστήκαμε μὲ τὸν σύγχρονο Μπετόβεν τῆς κλασικῆς μουσικῆς τὸν Arvo Pärt (Ἀρέθας Πέρτ).
Ὁ Ἀρέθας ἔμενε καὶ ἐργαζόταν βασικὰ στὴ Γερμανία, στὸ Βερολῖνο, ἂν θυμᾶμαι καλά.
Ἀγαποῦσε ὅμως καὶ εἶχε συνδεθεῖ τόσο πολὺ μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ποὺ εἶχε καὶ ἕνα δεύτερο σπίτι καὶ ἔμενε ἀρκετὰ χρονικὰ διαστήματα κοντὰ στὸ μοναστήρι στὸ Essex.
Ὁ ἴδιος εἶχε Ρωσική –γιὰ τὴν ἀκρίβεια Ἐσθονικὴ καταγωγή– καὶ ἡ γυναίκα του ἦταν Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της Ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Εἶχε καὶ δυὸ γιοὺς καὶ ὁ καημός του ἦταν ποὺ δὲν μποροῦσε μὲ τὸν μεγαλύτερο τουλάχιστον ποὺ τελείωνε Γυμνάσιο νὰ βγάλει ἄδεια νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ ρωσικὸ μοναστήρι, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Ἁγιονόρος.
Τοῦ ὑποσχέθηκα νὰ βοηθήσω, πρᾶγμα ποὺ ἔκανα μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο, ὅταν τοῦ ἔβγαλα ἄδεια καὶ ἀπὸ Πὲρτ τὸν βάφτισα Πετρόπουλο.
Τὸν περίμενε στὴν Οὐρανούπολη καὶ ἕνας φίλος μοναχός, καὶ μπῆκε τὸ παιδὶ καὶ προσκύνησε, ὄνειρο καὶ τάμα κάθε Ρώσου ὀρθόδοξου χριστιανοῦ, καὶ τύψεις γιὰ τέτοιες ἀπάτες δὲν ἔχω, οὔτε στὴν ἐξομολόγηση δὲν τὸ ἀνέφερα ποτέ μου…
Γιὰ χρόνια μοῦ ἔστελνε ὁ καημένος ὁ Ἀρέθας τὶς καινούργιες συνθέσεις του καὶ θαύμαζε ὁ Βασιλάκης μου, ὁ μουσικὸς τῆς οἰκογένειας, ποὺ ὁ πατέρας του ἔχει τόσο διάσημους φίλους. Ποῦ νὰ καταλάβει ὁ καημένος τί μᾶς συνέδεσε μὲ τὸν Ἀρέθα!
Ἀκόμα δὲν πιστεύει ὅτι παραλίγο νὰ κοιμηθῶ στὸ σπίτι του. Καὶ λέω παραλίγο, γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ γνωριζόμασταν καὶ συζητούσαμε μὲ τοὺς καλοὺς αὐτοὺς ἀνθρώπους, πῆραν τηλέφωνο ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὅτι ἀκυρώθηκε μιὰ φιλοξενία καὶ ἔτσι γυρίσαμε καὶ μείναμε μέσα στὴ Μονή.
Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ πρωΐ, στὴ Θεία Λειτουργία, μᾶς ἀναγγέλθηκε ὁ θάνατος τοῦ Γέροντα Σωφρόνιου.
Ἔτσι βρέθηκε ὁ παπα-Τύχων νὰ ἐκπροσωπεῖ τὴ Σιμωνόπετρα καὶ ὅλο τὸ Ἁγιονόρος, διαβάζοντας πρῶτος αὐτός, τιμῆς ἕνεκεν, τὰ Εὐαγγέλια κατὰ τὴν τάξη τῆς κοιμήσεως ἱερέων καὶ ἐγώ, ποὺ ἔπρεπε νὰ φύγω γιὰ τὴν Ἀθήνα τὴν ἐπαύριο, ἤμουν ὁ πρῶτος λαϊκὸς ποὺ προσκύνησα τὴν δεξιά του χεῖρα καὶ πῆρα τὴν εὐχή του.
Τοῦ παπα-Τύχωνα, βέβαια, τοῦ ἄλλαξα τὸ εἰσιτήριο, νὰ μείνει στὴν κηδεία, νὰ ἐκπροσωπήσει τὸ Ἁγιονόρος.
Τότε θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ, ὅτι δὲν ξέρει ἂν θὰ πάρω τὴν εὐχή του, ζωντανοῦ ἢ πεθαμένου, καὶ «ἔκλαψα πικρῶς».
Ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιατὶ κατάλαβα τοῦ Γέροντά μου τὸ χάρισμα τὸ προορατικὸ καὶ τὸν λεπτὸ τρόπο ποὺ φρόντισε νὰ ἔχει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ἁγιορείτικο κατευόδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου