Ήταν η ώρα του Όρθρου στη μονή Γρηγορίου. Η ακολουθία είχε φθάσει στην Ενάτη ωδή των Κανόνων – την ωδή που σχετίζεται με το πρόσωπο της Θεοτόκου – οπότε ο μοναχός Γ…, παρατηρώντας προς την Ωραία Πύλη, αντίκρισε ένα θέαμα απροσδόκητο: Έβγαιναν απ’ εκεί δύο γυναίκες, η μια μετά την άλλη, επίσημες και επιβλητικές. Ήταν κάτι πρωτοφανές. «Που βρέθηκαν, μονολόγησε, γυναίκες εδώ μέσα;». Στη συνέχεια προχώρησαν προς το Ναό και περνούσαν εμπρός από τους μοναχούς, στους οποίους η δεύτερη, κατ’ εντολήν της Πρώτης, μοίραζε χρήματα.
Όταν τελείωσε η Λειτουργία και η πρωϊνή Τράπεζα, ο πατήρ Γ… βιάσθηκε να δει τον Γέροντα πατέρα Αθανάσιο.
-Γέροντα, του λέει, τι γυναίκες ήσαν αυτές που ήρθαν σήμερα στο Ναό;
Ο πατήρ Αθανάσιος κατάλαβε αμέσως πως κάποια ουράνια ευλογία δέχθηκε ο υποτακτικός του.
-Πως τις είδες; Πόσες ήταν; Ποιά ήτνα η εμφάνισή τους;
-Ήταν δύο. Η πρώτη λίγο υψηλή · φορούσε ένα ωραίο κόκκινο φόρεμα, που της σκέπαζε και το κεφάλι και έμοιαζε σαν βασίλισσα. Η δεύτερη ήταν νεαρή στην ηλικία, πολύ σεμνή, μικρόσωμη και φορούσε ρούχα γκρίζα σκούρα. Μάλιστα η δεύτερη έδινε στους πατέρες νομίσματα. Έτσι της είχε πει η πρώτη.
-Ωραία οπτασία, παιδί μου, σου έστειλε ο Θεός! Η πρώτη είναι η Παναγία, η βασίλισσα και κυρίαρχός του Αγίου Όρους και η δεύτερη η Αγία Αναστασία, η προστάτις της μονής μας, που έχουμε και τα άγια λείψανά της.
-Έτσι πρέπει να ‘ναι, Γέροντα. Έτσι το δέχεται η ψυχή μου. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω γιατί μοίραζε χρήματα. Τι σχέση έχουν οι Άγιοι με τα χρήματα;
-Ήθελαν να δείξουν ότι ευχαριστούνται από τον κόπον των πατέρων, που σηκώνονται νύκτα, για να υμνήσουν τον Θεόν και τους Αγίους, και ότι τους αξίζει αμοιβή.
Ο πατήρ Γ…, άκουγε εκστατικός τα λόγια του Γέροντα. Κατάλαβε τι νόημα έκρυβε το μοίρασμα των χρημάτων. Μέσα του εδραιώθηκε η πίστη ότι οι Άγιοι είναι ολοζώντανοι και παρακολουθούν με στοργή τους κόπους των μοναχών.
Από την ημέρα εκείνη ασπαζόταν με μεγαλύτερη ευλάβεια τις εικόνες της Παναγίας και της Αγίας Αναστασίας, καθώς και τα ιερά λείψανα της δεύτερης.
Από το βιβλίο «Γεροντικό της Παναγίας»
Αρχ. Θεοφύλακτος Μαρινάκης
Όταν τελείωσε η Λειτουργία και η πρωϊνή Τράπεζα, ο πατήρ Γ… βιάσθηκε να δει τον Γέροντα πατέρα Αθανάσιο.
-Γέροντα, του λέει, τι γυναίκες ήσαν αυτές που ήρθαν σήμερα στο Ναό;
Ο πατήρ Αθανάσιος κατάλαβε αμέσως πως κάποια ουράνια ευλογία δέχθηκε ο υποτακτικός του.
-Πως τις είδες; Πόσες ήταν; Ποιά ήτνα η εμφάνισή τους;
-Ήταν δύο. Η πρώτη λίγο υψηλή · φορούσε ένα ωραίο κόκκινο φόρεμα, που της σκέπαζε και το κεφάλι και έμοιαζε σαν βασίλισσα. Η δεύτερη ήταν νεαρή στην ηλικία, πολύ σεμνή, μικρόσωμη και φορούσε ρούχα γκρίζα σκούρα. Μάλιστα η δεύτερη έδινε στους πατέρες νομίσματα. Έτσι της είχε πει η πρώτη.
-Ωραία οπτασία, παιδί μου, σου έστειλε ο Θεός! Η πρώτη είναι η Παναγία, η βασίλισσα και κυρίαρχός του Αγίου Όρους και η δεύτερη η Αγία Αναστασία, η προστάτις της μονής μας, που έχουμε και τα άγια λείψανά της.
-Έτσι πρέπει να ‘ναι, Γέροντα. Έτσι το δέχεται η ψυχή μου. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω γιατί μοίραζε χρήματα. Τι σχέση έχουν οι Άγιοι με τα χρήματα;
-Ήθελαν να δείξουν ότι ευχαριστούνται από τον κόπον των πατέρων, που σηκώνονται νύκτα, για να υμνήσουν τον Θεόν και τους Αγίους, και ότι τους αξίζει αμοιβή.
Ο πατήρ Γ…, άκουγε εκστατικός τα λόγια του Γέροντα. Κατάλαβε τι νόημα έκρυβε το μοίρασμα των χρημάτων. Μέσα του εδραιώθηκε η πίστη ότι οι Άγιοι είναι ολοζώντανοι και παρακολουθούν με στοργή τους κόπους των μοναχών.
Από την ημέρα εκείνη ασπαζόταν με μεγαλύτερη ευλάβεια τις εικόνες της Παναγίας και της Αγίας Αναστασίας, καθώς και τα ιερά λείψανα της δεύτερης.
Από το βιβλίο «Γεροντικό της Παναγίας»
Αρχ. Θεοφύλακτος Μαρινάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου