Ἐπισκέφτηκε κάποτε τὸ Γέροντα Παΐσιο ἕνας γνωστός του, ἦταν καθηγητὴς τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, ὃ ὁποῖος εἶχε ἕνα ἔντονο προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὴν ἀντοχὴ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας:
Πῶς μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τόσο πόνο καὶ τόση κακουχία; Ρώτησε τὸ Γέροντα, γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μὲ δυὸ ὡραιότατα παραδείγματα, στὰ ὅποια φαίνεται ἢ μεγάλη δύναμη τῆς ἀγάπης:
«Ἢ ἀγάπη ποῦ χᾶν στὸ Χριστὸ τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη. Οἱ μάρτυρες ἀγαποῦσαν πολύ το Χριστό, μὲ ἀγάπη, ποὺ καίει καὶ αὐτὴ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ νιώθουν πόνο.
Νὰ σοῦ πῶ δύο περιστατικὰ γιὰ νὰ καταλάβεις.
Μιὰ φορὰ εἶχε πιάσει φωτιὰ ἕνα σπίτι καὶ ἦταν μέσα τα παιδάκια
Ὁρμάει ἢ μάνα μὲς στὶς φλόγες καὶ δὲν ἄκουγε τίποτα Γύρισε μὲ τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ Ἦταν καμένη στὸ πρόσωπο, στὰ μαλλιὰ στὸ χέρια, παντοῦ. Ὅμως, δὲν ἔνιωθε τίποτα, οὔτε λογάριαζε τὸν πόνο μπροστὰ στὰ παιδιά της. Νὰ σοῦ πῶ κι ἕνα περιστατικὸ ἀπ' τὴ ζωή μου.
Ἐμεῖς, μιὰ φορὰ ἤμασταν στὸ χωριὸ ὅλοι μαζί. Μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἔρχονται οἱ Γερμανοὶ καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε ν' ἀνεβοῦμε στὸ βουνό. Ἔμενα τ' ἀδέλφια μου ἦταν κάτω στὸν κάμπο. Ποιὸς νὰ τὰ εἰδοποιήσει; «Ἐκείνους τοὺς ἔχασες, ποὺ τοὺς ἔχασες, τουλάχιστο νὰ σοῦ μείνει αὐτός», λέγανε οἱ γείτονες στὴ μάνα μου κι ἐννοοῦσαν ἐμένα «Ἂν εἶναι νὰ τοὺς σκοτώσουν, ἃς σκοτώσουν καὶ μένα», λέω καὶ δίνω μιὰ καὶ ἀρχίζω τὴν τρεχάλα Ἔπεσα σ' ἕνα χωράφι φρεσκοοργωμένο καὶ βούλιαξα μέχρι τὸ γόνατο. Ἤμουν ξυπόλυτος κι ἔτρεχα, χωρὶς νὰ λογαριάζω τ' ἀγκάθια καὶ τὶς πέτρες. Ἔφτασα στ' ἀδέλφια μου καὶ τοὺς μίλησα Δὲ προλάβαμε καὶ νάτοι οἱ Γερμανοί. Δὲν μᾶς πείραξαν ὅμως».
Ἡ ἀγάπη ἔχει ἀκατανίκητη δύναμη. Κανένα ἐμπόδιο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐμποδίσει. Μὲ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστὸ ὃ ἀδύνατος καὶ δειλὸς γίνεται ἀτρόμητος καὶ γενναῖος, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους καὶ τὸ θάνατο ἀκόμα.
Πῶς μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τόσο πόνο καὶ τόση κακουχία; Ρώτησε τὸ Γέροντα, γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μὲ δυὸ ὡραιότατα παραδείγματα, στὰ ὅποια φαίνεται ἢ μεγάλη δύναμη τῆς ἀγάπης:
«Ἢ ἀγάπη ποῦ χᾶν στὸ Χριστὸ τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη. Οἱ μάρτυρες ἀγαποῦσαν πολύ το Χριστό, μὲ ἀγάπη, ποὺ καίει καὶ αὐτὴ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ νιώθουν πόνο.
Νὰ σοῦ πῶ δύο περιστατικὰ γιὰ νὰ καταλάβεις.
Μιὰ φορὰ εἶχε πιάσει φωτιὰ ἕνα σπίτι καὶ ἦταν μέσα τα παιδάκια
Ὁρμάει ἢ μάνα μὲς στὶς φλόγες καὶ δὲν ἄκουγε τίποτα Γύρισε μὲ τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ Ἦταν καμένη στὸ πρόσωπο, στὰ μαλλιὰ στὸ χέρια, παντοῦ. Ὅμως, δὲν ἔνιωθε τίποτα, οὔτε λογάριαζε τὸν πόνο μπροστὰ στὰ παιδιά της. Νὰ σοῦ πῶ κι ἕνα περιστατικὸ ἀπ' τὴ ζωή μου.
Ἐμεῖς, μιὰ φορὰ ἤμασταν στὸ χωριὸ ὅλοι μαζί. Μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἔρχονται οἱ Γερμανοὶ καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε ν' ἀνεβοῦμε στὸ βουνό. Ἔμενα τ' ἀδέλφια μου ἦταν κάτω στὸν κάμπο. Ποιὸς νὰ τὰ εἰδοποιήσει; «Ἐκείνους τοὺς ἔχασες, ποὺ τοὺς ἔχασες, τουλάχιστο νὰ σοῦ μείνει αὐτός», λέγανε οἱ γείτονες στὴ μάνα μου κι ἐννοοῦσαν ἐμένα «Ἂν εἶναι νὰ τοὺς σκοτώσουν, ἃς σκοτώσουν καὶ μένα», λέω καὶ δίνω μιὰ καὶ ἀρχίζω τὴν τρεχάλα Ἔπεσα σ' ἕνα χωράφι φρεσκοοργωμένο καὶ βούλιαξα μέχρι τὸ γόνατο. Ἤμουν ξυπόλυτος κι ἔτρεχα, χωρὶς νὰ λογαριάζω τ' ἀγκάθια καὶ τὶς πέτρες. Ἔφτασα στ' ἀδέλφια μου καὶ τοὺς μίλησα Δὲ προλάβαμε καὶ νάτοι οἱ Γερμανοί. Δὲν μᾶς πείραξαν ὅμως».
Ἡ ἀγάπη ἔχει ἀκατανίκητη δύναμη. Κανένα ἐμπόδιο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐμποδίσει. Μὲ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστὸ ὃ ἀδύνατος καὶ δειλὸς γίνεται ἀτρόμητος καὶ γενναῖος, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους καὶ τὸ θάνατο ἀκόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου