Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Γέροντας Παΐσιος: «Σταμάτα νὰ πλέκης κομποσχοίνι. Σήμερα εἶναι Κυριακὴ»

Κάποτε, ἦταν Κυριακή - αὐτό ἔχει σχέσι μέ τό ὅτι θέλουν νά καταργήσουν τήν Κυριακή ὡς ἀργία - καί κάποιος δόκιμος μοναχός, στό  Ἅγιον  Ὄρος, ἔπλεκε κομποσχοίνι. Ὁπότε τοῦ λέγει ἀπό μόνος του, ὁ Γέροντας, ἐπιτακτικά:
«Σταμάτα. Μή πλέκης, σήμερα εἶναι ἀργία. Δέν πρέπει». Καί ἐκεῖνος ἀθῶα, ἀλλά καί μέ εἰλικρίνεια, εἶπε: «Ἔ, Γέροντα, αὐτά τά κομποσχοίνια δέν τά πουλᾶμε. Τά δίνομε εὐλογία».
 Καί σ᾽ αὐτό,ἀπήντησε ἀκόμη πιό δυναμικά ὁ π. Παΐσιος:
 «Δέν ἔχει σημασία. Ὅποιος προσεύχεται μέ αὐτά - ἄλλο θέμα πῶς θά τό οἰκονομήση, πῶς θά τό καλύψη ὁ καλός Θεός - πάντως ἀπό σᾶς θά παίρνη ἀρνητική εὐλογία».


Ἀπόσπασμα ἀπὸ την Ραδιοφωνικὴ συνέντευξη τούΑρχ. Αρσενίου Κατερέλου γιά τον Γ. Παΐσιο τὸν Γ. Ἰσαὰκ Λιβανέζο

Η Πρόνοια του Θεού

 Ο μοναδικός επιζών ενός ναυαγίου βρέθηκε μόνος του σε ένα ακατοίκητο νησί. Κάθε μέρα αγνάντευε στον ορίζοντα ελπίζοντας να έρθει από κάπου βοήθεια. Από σανίδες έφτιαξε μία καλύβα. Μία μέρα φωτιά και καπνοί έζωσαν την καλύβα του. Δεν πρόλαβε να σώσει τίποτα. Έχασε τα πάντα. Γεμάτος θλίψη και οργή φώναξε: «Θεέ,γιατί το έκανες;». Την επομένη ξύπνησε από το θόρυβο ενός πλοίου. Είχε σωθεί.«Πώς με βρήκατε;», ρώτησε. «Μα είδαμε το σήμα που έκανες με τον καπνό», του απάντησαν.
Ακόμα και όταν πονάω και υποφέρω ο Θεός εργάζεται.
Τα γεγονότα που ζω ίσως είναι το «σήμα καπνού», με το οποίο ο Θεός θέλει να μου δείξει το έλεος Του!

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.

Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.

Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.

Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.

Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.

Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.

Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.

Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.

Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.

Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.

Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.

Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.

Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.

Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.

Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.

Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.

Άγιος Επίμαχος ο Αιγύπτιος

Ο Άγιος Επίμαχος καταγόταν από την πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου και έζησε την εποχή που ο διοικητής της Αλεξάνδρειας Απελλιανός καταδίωκε τους Χριστιανούς.

Ο Άγιος Επίμαχος μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και κατέφυγε στην έρημο, όπου έκανε άσκηση στην τελειότερη πνευματική ζωή. Αλλά όταν άρχισε ο διωγμός των Χριστιανών, αποφάσισε να πάει στην Αλεξάνδρεια, για να συμμετέχει από κοντά στη σκληρή και φλογερή πάλη.

Εκεί, κατηγορήθηκε στον διοικητή ως Χριστιανός και συνελήφθη. Ο Απελλιανός τον διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν ο Άγιος αρνήθηκε διέταξε να τον βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε να του σχίσουν τις σάρκες. Την ώρα που οι δήμιοι καταξέσκιζαν τις σάρκες του, ένα κομμάτι αποσπάστηκε από το δέρμα του και έσταξε αίμα στο τυφλό μάτι μίας γυναίκας, η οποία τον συμπονούσε. Τότε ευθύς η γυναίκα απόχτησε φως από το τυφλό της μάτι. Μετά από αυτό το θαύμα ο Άγιος Επίμαχος υπέκυψε στα βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το λείψανο του παρέλαβαν ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.

Μεγαλυνάριον
Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.

Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.

Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.

Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.

Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.

Μεγαλυνάριον
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙ ΑΛΛΗ ΖΩΗ!

«Νῦν δέ (Λάζαρος) ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»

Ὁ Λάζαρος «παρακαλεῖται» καὶ ὁ πλούσιος «ὀδυνᾶται». Ὁ ἕνας ἀπολαμ­βάνει παρηγορία καὶ ­ἀνακούφιση, ἀν­έ­κφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ὁ ἄλ­­λος δοκιμάζει ἀφόρητη θλίψη καὶ ὀδύνη, τρόμο καὶ φρίκη. Αὐτὲς οἱ δύο ἀντιθετικὲς καταστάσεις ἀντικατοπτρίζουν τὴν πραγματικότητα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι, προσκολλημένοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις, δὲν ­πιστεύουν στὴ ζωὴ μετὰ θάνατον. «Ἐδῶ εἶναι ἡ Κόλαση, ἐδῶ κι ὁ Παράδεισος», φωνάζουν σαρκαστικά. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅμως, χρησιμοποιώντας αὐτὴ τὴν πρωτότυπη καὶ πολὺ διδακτικὴ Παραβολή, μᾶς ἀποκάλυψε σαφῶς ὅτι ὑ­­­­­πάρχει ζωὴ μετὰ θάνατον. Ὑπάρχει καὶ Παράδεισος καὶ Κόλαση.

Τί εἶναι ὅμως ἡ Κόλαση καὶ τί ὁ Παράδεισος; Καὶ τί ὀφείλουμε ἐμεῖς νὰ κάνουμε; Νά τὸ θέμα ποὺ θὰ ἐξετάσουμε στὴν ὁμιλία μας αὐτή.

1. ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Παράδεισος καὶ Κόλαση λοιπόν. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι ἡ Κόλαση, τόπος ὀ­­δύνης ψυχικῆς καὶ μαρτυρίου αἰωνίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ «γέεννα», «τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται» (Μάρκ. θ΄ 43-44). Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «ἄσβεστον πῦρ» βρισκόταν ὁ πλούσιος καὶ ζητοῦσε ἔ­­­στω μία σταγόνα νεράκι γιὰ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα του, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς ἀφόρητης ὀδύνης ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται αἰωνίως ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή του, ἡ ὁποία τὸν πλημμυρίζει μὲ τύψεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Παράλληλα ὑποφέρει κι ἀπὸ τὰ πάθη του, ποὺ μένουν ἀνικανοποίητα, ἐπιτείνοντας τὰ αἰώνια βάσανά του.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶναι ὁ Παράδεισος, δηλαδὴ ἡ αἰώνια ζωὴ μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου οἱ δίκαιοι «ὄψονται τὸ πρόσωπον» (Ἀποκ. κβ΄ 4). Ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου θὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γεμάτο δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ ἡ δόξα αὐτὴ θὰ ἀντικατοπτρίζεται καὶ στοὺς ἴδιους, ὥστε νὰ λάμπουν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ΄ 43). Στὸν Παράδεισο οἱ δίκαιοι θὰ ζοῦν συν­τροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς χαρίζει ἀνάπαυση, χαρὰ καὶ εὐτυχία. Αὐτὸ δηλώνει ἡ ἔκφραση «εἰς τοὺς κόλπους Ἀβραάμ». Μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ, πατέρας ὅλων τῶν πιστῶν στὸ Θεὸ ἀνθρώπων, ὑπάρχει ἡ ἀπέραντη εὐτυχία καὶ μακαριότητα.

2. ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Πῶς ὅμως καθορίζεται ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ θάνατον; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση εἴτε στὴν αἰώνια εὐτυχία; Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζω­ῆς μας στὸν κόσμο αὐτό. Ἂν ζοῦμε μιὰ ζωὴ ἀτομικιστικὴ καὶ ὑλιστική, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν μετανοοῦμε, τότε στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς. Ἂν ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ζητοῦμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός του καὶ ὑπομένουμε μὲ πίστη τὰ δεινὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ πτωχὸς Λάζαρος, τότε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀ­­­­πολαύσουμε τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐ­τυχία στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ θὰ κρίνει τὸ αἰώνιο μέλλον μας φαίνεται ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἡμέρας τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος θὰ ἀνταμείψει τοὺς «εὐλογημένους τοῦ Πατρός» του γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειχναν ἐνόσῳ ζοῦ­σαν, ἐνῶ ἀντίθετα θὰ καταδικάσει «εἰς κόλασιν αἰώνιον» αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἐγωιστικά, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους, καὶ παρέμειναν ἀ­­μετανόητοι (Ματθ. κε΄ 31-46).

Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή μας κρίνεται τὸ αἰώνιο μέλλον μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ αὐστηρά: «Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Γαλ. ς΄ 7). Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ σπείρει κάθε ἄνθρωπος, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει. Καὶ συνεχίζει: «Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας» (στίχ. 10). Συνεπῶς, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη καὶ ἔχουμε καιρό, ἂς κάνουμε πρὸς ὅλους τὸ καλό.

Ἡ σημερινὴ Παραβολὴ πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίσει. Τὸ τραγικὸ ­κατάντημα τοῦ πλουσίου ἀποτελεῖ ἕνα μήνυμα πρὸς ὅλους ὅσοι ζοῦν ἐπιπόλαια, ἀδια­­­φο­­­ρών­τας γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον τους. Εἶ­ναι καιρὸς λοιπὸν νὰ μετανοήσουμε! Νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρίας μας. Τώρα! Πρὶν περάσουμε τὰ σύν­ορα αὐτοῦ τοῦ κόσμου· διότι τότε θὰ εἶναι πλέον πολύ-πολὺ ἀργά...

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΑΠΕΙΝΟΣ

1. Ταπεινὸς στὰ ὑψηλὰ

Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ εἶναι ἀποκαλυπτική. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, προκειμένου νὰ ὑπερασπίσει τὸ ἀποστολικὸ κύρος καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ κηρύγματός του.

Ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅσων πρόκειται νὰ καταθέσει, ἀρχίζει μὲ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴ Δαμασκό. Τότε, στὴν ἀρχὴ τῆς χριστιανικῆς του ζωῆς, ἤθελε νὰ τὸν συλλάβει ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως, ἀλλὰ διέφυγε, ἀφοῦ τὸν κατέβασαν μέσα σὲ δικτυωτὸ καλάθι ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοῦ τείχους της.
Κι ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς περιπέτειές του, σταματᾶ νὰ μιλᾶ γι’ αὐτὰ καί, γιὰ πρώτη φορά, κάνει λόγο γιὰ ἀπο­καλύψεις ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γράφει:

─Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται σὲ στενὴ σχέ­ση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐ­­τὸς πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καὶ ἀνυ­­ψώθηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Δὲν γνωρίζω ὅμως ἐὰν ἦταν μὲ τὸ σῶ­μα του τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ ἦταν σὲ ἔκσταση, ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει.

Πάντως γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπ’ τὸ σῶμα του, μόνο μὲ τὴν ψυχή του, δὲν γνωρίζω, ὁ Θεὸς γνωρίζει) «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»· μεταφέρθηκε στὸν Παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὸν τρόπο νὰ τὰ ἐκφράσει κι οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ λόγῳ τῆς ἱερότητός τους.

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ θὰ καυχηθῶ, διότι αὐτὸς εἶναι ἄλλος Παῦλος, στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλὲς χάριτες. Γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνο γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου μέσα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν ἀδυναμία μου φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἄλλα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ καυχηθεῖ κανείς, ἀλλὰ δὲν θὰ πῶ, γιατὶ φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ μεγαλοποιηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέγω.

Στέκεται ἐκστατικὸς κανεὶς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου! Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ εἶχε δεχθεῖ τόσες συγκλονιστικὲς ἀποκαλύψεις τὶς ἔκρυβε στὴ σιωπὴ ἐπὶ 14 χρόνια καὶ τώρα ποὺ ἀναγκάζεται νὰ μιλήσει γι’ αὐτές, τὶς περιγράφει μὲ πολλὴ μετριοφροσύνη, λιτότητα καὶ φόβο Θεοῦ. Χρησιμοποιεῖ τρίτο πρόσωπο, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιον ἄλλον· ὡστόσο εἶναι ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ ἔζησε αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, προκειμένου νὰ τὸν ἐνισχύσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει στὴν ἀποστολική του διακονία.

Πόσο ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης του!... Ἐμεῖς ἂν βλέπαμε ἔστω μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὀπτασίες, μᾶλλον θὰ σπεύδαμε νὰ τὴν κοινοποιήσουμε καὶ νὰ διαφημίσουμε τὸν ἑαυτό μας!... Δυσ­τυχῶς τὸ ὑψηλὸ καὶ ἐγωιστικὸ φρόνημα τυφλώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ περιαυτολογεῖ καὶ νὰ ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του ἀνύπαρκτες ἀρετὲς ἢ ἀσήμαντα κατορθώματα. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅμως ἀποφεύγει συστηματικὰ νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κι ἂν ἀκόμη φανερωθεῖ κάτι καλὸ γι’ αὐτόν, στὸν Θεὸ τὸ ἀποδίδει ὡς δικό Του δῶρο. Ἐπιπλέον ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντιμετωπίζει τὶς ὅποιες δοκιμασίες μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοιά Του. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς:

2. «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου»

Ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἀποκαλύψεων, γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ἐπέ­­­τρε­ψε ὁ Θεὸς καὶ μοῦ δόθηκε «σκόλοψ τῇ σαρκί», ἕνα πράγμα βασανιστικὸ γιὰ τὸ σῶμα, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χτυπᾶ καὶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι.

Τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρύνει τὸν πειρασμὸ αὐτό, ἀλλὰ ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»· σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ Χάρις ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς Χάριτος κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστά.

Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὑπέφερε ἀπὸ κάποια χρόνια ἀσθένεια, τὴν ὁποία ὀνομάζει «σκόλοπα». Μπορεῖ βέβαια νὰ ὑπαινίσσεται καὶ κάποια ἄλλη δοκιμασία ποὺ δὲν γνωρίζουμε. Πάντως, σὲ κάθε περίπτωση, εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημα τοῦ πιστοῦ Ἀποστόλου Του καὶ δὲν τὸν ἀπήλλαξε ἀπὸ αὐτὸν τὸν πειρασμό, ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε καθημερινά. Ὡστόσο δὲν τὸν ἄφησε καὶ σὲ ἀπορία. Τοῦ φανέρωσε ὅτι ὁ πειρασμὸς αὐτὸς συντελεῖ στὸ νὰ συναισθάνεται τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ μὴν παρασύρεται στὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ παράλληλα ἀναδεικνύεται μὲ πιὸ θαυμαστὸ τρόπο ἡ παντοδύναμη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ αἰσθανόταν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μέσα στὴν ἀδυναμία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι μὲ μεγαλύτερη εὐ­χαρίστηση καυχιέμαι γιὰ τὶς ἀσθένειές μου παρὰ γιὰ τὶς ἐντυπωσιακὲς ἀποκαλύψεις.

Ἂς μὴν ἀποροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅταν ἀντιμετωπίζουμε κάποια δοκιμασία. Ὁ παν­­­άγαθος Θεὸς ἐπιτρέπει κάθε θλίψη γιὰ τὸ καλό μας. Ἐπιπλέον μᾶς ἐνισχύει μὲ τὴ Χάρη Του γιὰ νὰ ἀντέχουμε καὶ νὰ μὴν ἀ­­ποκάμνουμε. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε λοι­πὸν κι ἂς ζητοῦμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἀρκεῖ.

Όσιος Θεράπων ο παρά τον Λυθροδόνταν ασκήσας

Ο Όσιος Θεράπων του Λυθροδόντα ήρθε μαζί με την ομάδα των «Τριακοσίων» προσφύγων από την Παλαιστίνη κατά τους διωγμούς που έγιναν κατά τον Ζ' αιώνα από τους μουσουλμάνους Άραβες. Αφού έζησε και εδιδάχθη στην έρημο της Παλαιστίνης τον μοναχισμό, τον ασκητισμό, την προσευχή, την ταπείνωση, την αγρυπνία και την εγκράτεια, όταν ήρθε στην χριστιανική Κύπρο, ψάχνοντας τόπο επιτήδιο για άσκηση, βρήκε τον κατάλληλο, και δίπλα σε αυτόν νερό, κοντά στο χωριό Λυθροδόντας, της επαρχίας Λευκωσίας.

Στον ερημικό εκείνο τόπο του Λυθροδόντα, ο Όσιος Θεράπων, μετά από πολλούς πνευματικούς αγώνες, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας. Οι πιστοί της γύρω περιοχής προσέτρεχαν κοντά του για να θεραπευτούν από διάφορες αρρώστιες, αλλά και για να πάρουν και την ορθή χριστιανική διδασκαλία για τη ψυχική τους ωφέλεια.

Όταν ο Όσιος αποδήμησεν εις Κύριον, το σώμα του τάφηκε εκεί στον τόπο της άσκησής του από τους πιστούς ή από τους μαθητές του. Από θαύμα Θεού, μετά από πολλούς αιώνες, ανευρέθηκαν τα οστά του, με αυτό τον τρόπο: Σύμφωνα με διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων του Λυθροδόντα, στα παλαιότερα χρόνια, πριν κτιστεί το χωριό εδώ που βρίσκεται σήμερα, υπήρχε μόνο μικρός οικισμός εκεί που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Οι κάτοικοι κάποτε παρακολουθούσαν τις νύκτες κάποιο φως που φαινόταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του.

Αφού πήγαν κοντά δεν είδαν τίποτα. Το είδαν και δεύτερη και τρίτη φορά τον μυστηριώδες από φως και τελικά το φως φαινόταν πάνω από κάποιο βάτο. Απεφάσισαν τότε να κόψουν από την ρίζα το βάτο. Έτσι κι έκαμαν. Όταν έκοψαν το βάτο, τότε ανακάλυψαν και τον τάφο του Οσίου Θεράποντα μαζί με τα οστά του. Τότε έκτισαν εκκλησία στο όνομα του Οσίου Θεράποντος. Ο ναός αυτός υπήρχε μέχρι το 1863 μ.Χ., οπότε κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο έως της σήμερον υπάρχων μεγάλος ναός. Στον ναό σώζεται μικρό τεμάχιο του μετώπου του Αγίου, το οποίο βρίσκεται σε αργυρόχρυση θήκη και λιτανεύεται την ημέρα της εορτής του.

Για το θαύμα της ανεύρεσης των λειψάνων του Οσίου Θεράποντα αναφέρει, τροπάριον της η' ωδής της Ακολουθίας του: «Ὁ Μωϋσῆς τὸ πρότερον ἀπὸ στύλου φεγγόμενος, στῦλον ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανοὺς ὁλόφωτον, ἀκτῖνα σὲ ἔδειξε, ἔνθα καὶ νῦν κατακεῖται τὸ καρτερικόν σου καὶ πολυᾶθλον σῶμα ὢ πιστοὶ παρεστῶτες εὐσεβῶς μελωσούσιν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Το λείψανο του Οσίου μετά την ανεύρεσή του έκαμε πολλά θαύματα και κυρίως θεράπευσε πολλούς από ελώδη πυρετό. Και μέχρι σήμερα κάνει διάφορα θαύματα σε αυτούς που έρχονται με πίστη στον ναό του. Για τούτο πήρε την προσωνυμία θαυματουργός. Κοντά στην εκκλησίαν υπάρχει και το αγίασμα του Οσίου.

Από το δοξαστικόν των αίνων της Ακολουθίας του Οσίου, φαίνεται να δίδασκεν ο Όσιος: «Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον, μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων». Επίσης σε ειλητάριον νεοτέρας εικόνας του αναγράφεται: «Ἐγκράτεια γλώσσης καὶ κοιλίας μεγίστη φιλοσοφία».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δεῦτε, πάντες Θεράποντα ὁσιώτατον, ἐν Λυθροδόντᾳ ἀσκήσει συντόνῳ καὶ προσευχῆ τῷ Χριστῷ εὐαρεστήσαντα τιμήσωμεν ὡς ταχινὸν θεραπευτὴν τῶν νοσούντων ἀλγεινῶς καὶ πάντων θερμὸν προστάτην τῶν ἐκβοώντων ἐν πίστει· Χαῖρε, κρουνὲ τῆς Θείας Χάριτος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Επ' εὐλογίαις σπόρον σπείραντα ἀσκήσεως ἐν λυθροδόντα καὶ θερίσαντα τὸν ἄσταχυν τὸν πολύχουν ἀφθαρσίας ψαλμοῖς εὐτάκτοις εὐφημήσωμεν, Θεράποντα, τὸ σέμνωμα ἰσαγγέλου πολιτείας καὶ θεώσεως, πόθω κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.

Άγιοι Κλεόπας ο Απόστολος και Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Κλεόπας ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτόν βλέπε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον κδ’ 19-27. Ο Κλεόπας, έλαβε και αυτός κατά την ήμερα της Πεντηκοστής τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και πέρασε τη ζωή του κοπιάζοντας για το Ευαγγέλιο.

Ο Ιωσήφ έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ.. Έγινε Ιερομόναχος μετά τον θάνατο της συζύγου του και διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Γερμανό Γ' το 1268 μ.Χ. Το 1275 μ.Χ. υπέβαλε την παραίτησή του, διότι ο βασιλιάς Μιχαήλ, είχε υπογράψει χωρίς τη θέληση κλήρου και λαού, στη Λυών της Γαλλίας, την ένωση της Ανατολικής και της παπικής Εκκλησίας. Στις 31 Οκτωβρίου 1282 μ.Χ. επανήλθε στον θρόνο και έκανε πολλές και κοπιαστικές περιοδείες για να αποκαταστήσει την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη. Όμως, τον Μάρτιο του 1283 μ.Χ., εξουθενωμένος από τους κόπους, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφανῶν τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκαταλύτου ἠξιώθητε, ἅμα ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Zηvόβιοv ἅμα τῇ σεπτῇ Zηνοβία, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον καὶ μέγαν Ζηνόβιον, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν παρθένον καὶ ἄσπιλον Ζηνοβίαν· ὑπάρχει γὰρ σύναθλος. Οὗτοι καθεῖλον ἐχθροῦ φρυάγματα, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ κατετράνωσαν· διὸ περιφανῶς ἐκομίσαντο, οὐρανόθεν ἀξίως παρὰ Θεοῦ, στέφος ἄφθαρτον.



Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

To Ευαγγέλιο της Κυριακής

(Λουκ. ιστ´ 19-31)
Εἶπεν ὁ Κύριος· ῎Ανθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ᾿Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· ᾿Ερωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ῎Εχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ῾Ο δὲ εἶπεν· Οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εἶπε ὁ Κύριος· «Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν ᾿Αβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ᾿Αβραὰμ καὶ κοντά του τὸν Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· “πατέρα μου ᾿Αβραάμ, σπλαχνίσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δάχτυλού του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φωτιά”. ᾿Ο ᾿Αβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ᾿δῶ σ’ ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν· οὔτε οἱ ἀπὸ κεῖ μποροῦν νὰ περάσουν σ’ ἐμᾶς”. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος· “τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων”. ῾Ο ᾿Αβραάμ τοῦ λέει· “ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν· ἂς ὑπακούσουν σ’ αὐτά”. “῎Οχι, πατέρα μου ᾿Αβραάμ”, τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ· ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν”. Τοῦ λέει τότε ὁ ᾿Αβραάμ· “ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δέν πρόκειται νὰ πεισθοῦν”».νὰ μὴν περηφανεύομαι. Γι’ αὐτὸ τὸ ἀγκάθι τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὸ διώξει ἀπὸ πάνω μου. ῾Η ἀπάντησή του ἦταν· «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατὶ ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου». Μὲ περισσότερη εὐχαρίστηση, λοιπόν, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὶς ταλαιπωρίες μου, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Β´ Κορ. ια´ 31 – ιβ´ 9)
Αδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ᾿Εν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ῾Υπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ᾿Εὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ῾Υπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ᾿Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ῞Ηδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ -ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες- ξέρει ὅτι δὲν λέω ψέματα. Στὴ Δαμασκό, ὁ διοικητὴς-ἐκπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ ᾿Αρέτα ἔβαλε φρουροὺς σὲ ὅλη τὴν πόλη γιὰ νὰ μὲ συλλάβει. Μέσα ὅμως ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα τοῦ τείχους μὲ κατέβασαν μὲ καλάθι καὶ ξέφυγα ἀπὸ τὰ χέρια του. Δὲν μὲ συμφέρει βέβαια νὰ καυχηθῶ· θὰ τὸ κάνω ὅμως, γιατὶ πρόκειται γιὰ ὁράματα κι ἀποκαλύψεις ποὺ μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Ξέρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καὶ τὸν τρίτο οὐρανὸ -δὲν ξέρω ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει. Ξέρω ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος -ἢ ἦταν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα δὲν τὸ ξέρω, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει- μεταφέρθηκε ξαφνικὰ στὸν παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο θὰ καυχηθῶ· γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ταλαιπωρίες μου. ῞Αμα θελήσω, λοιπόν, νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ φανῶ ἀνόητος, γιατὶ θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἀποφεύγω ὅμως, μήπως ἐξαιτίας τοῦ μεγαλείου τῶν ἀποκαλύψεων, μὲ θεωρήσει κανεὶς παραπάνω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ βλέπει ἢ ἀκούει ἀπὸ μένα. Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι ὅμως, ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στὸ σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νὰ μὴν περηφανεύομαι. Γι’ αὐτὸ τὸ ἀγκάθι τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὸ διώξει ἀπὸ πάνω μου. ῾Η ἀπάντησή του ἦταν· «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατὶ ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου». Μὲ περισσότερη εὐχαρίστηση, λοιπόν, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὶς ταλαιπωρίες μου, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.

Άγιος Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης ο νέος Οσιομάρτυρας

Πατρίδα του Αγίου Τιμοθέου ήταν το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης (ή Κισάννης) της Θράκης, και κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες.

Κάποτε, η σύζυγός του, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε , για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.

Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται να γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και αφού του έκαναν περιτομή του έδωσαν τη σύζυγό του.

Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.

Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου  που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.

Κατόπιν πήγε στο κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου έγινε μεγαλόσχημος και προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Τελικά, αφού πήρε την ευχή του ηγούμενου του Ευθυμίου, αναχώρησε από το Άγιο Όρος και έφτασε στην Κεσσάνη.

Στην Κεσσάνη, μαζί με τον συνοδό του Ιερομόναχο Ευθύμιο, προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης. Εκεί βασανίστηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά επειδή οι Όσιοι έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τους μεν Ευθύμιο και κάποιον άλλο μοναχό Βαρνάβα τους ελευθέρωσαν και τους απέλασαν, τον δε Τιμόθεο αποκεφάλισαν στις 29 Οκτωβρίου 1820 μ.Χ.

Μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του, βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου.

Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί μ' αυτούς τους Αγίους, αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο.

Όσιος Αβράμιος και Μαρία η ανεψιά του

Αριστεύς της εγκράτειας και των πνευματικών ασκήσεων ο όσιος Αβράμιος, άφησε τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού και του πλησίον. Ζούσε σε ερημικό τόπο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Από εκεί πήγαινε σε διάφορες πόλεις, για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να διακονήσει τη βασιλεία της αλήθειας και της ειρήνης του Ευαγγελίου. Η πίστη, η αγάπη και η υπομονή του κατόρθωσαν πολλές φορές να καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιές και να ελκύσουν στο σταυρό ψυχές υπερβολικά εξαγριωμένες.

Πάνω από 70 ετών ο Αβράμιος, διατηρούσε όλη τη ζωντάνια της Ιεραποστολικής δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα και από την ηλικία του, μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών. Κάποτε ευτύχησε να ανασύρει από το βόρβορο της αμαρτίας και την κόρη του αδελφού του, τη Μαρία. Την είδε σε κάποιο πανδοχείο, χωρίς να τη γνωρίζει, φορτωμένη με κοσμήματα και συντροφιά με ακόλαστους νέους. Η παραστρατημένη όμως νεαρή, δεν είχε αποβάλει εντελώς τις ευσεβείς αναμνήσεις της. Την επομένη, πήγε στο γέροντα ασκητή και ζήτησε την ευλογία του. Εκείνος της απάντησε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα η ευλογία των ανθρώπων, όταν ο Θεός είναι αναγκασμένος να μη παρέχει τη δική Του. Τα λόγια αυτά συντάραξαν τη Μαρία, μετανόησε, εξομολογήθηκε και από τότε έζησε ζωή αγία. Ο δε Αβράμιος πέθανε υπέργηρος, υπηρετώντας πιστά μέχρι τέλους το Θεό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπῶν τᾶς ἀπολαύσεις, ἐν τὴ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς Ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεφάνης, καὶ ἀσκήσας γέγονας, πεφυτευμένον ὡς ξύλον, ὕδατι τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύματι τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Ὁ Οἶκος
Τὰ φθαρτὰ παριδών, τὴν ἀφθαρσίαν εἴληφας, τὰς τερπνὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος ἐμίσησας σοφὲ ἀπὸ βρέφους, ποθήσας ἁγνείαν· ὅθεν θαλάμου καὶ κόσμου ἀπέδρασας, συζύγου τε εὔκλειαν, καὶ τῶν γονέων ἐξέκλινας, μόνου Θεοῦ σοφὲ τὸν ἔρωτα ἐπιποθήσας, καὶ ἀγαπήσας ἐξ ὅλης, Πάτερ τῆς ψυχῆς, καὶ διανοίας ἀληθῶς· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.




Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

28 Οκτωβρίου 1940 - Το Μεγάλο Θαύμα της Παναγίας!

Γράφει ο  Τίμος Μωραϊτίνης, στο «Έθνος» της 21/11/1940
«… Και το θαύμα έγινεν. Ένας ύμνος μυ­ριόστομος ανεβαίνει προς τον ολογάλανον ελληνικόν ουρανόν: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια”. Ένας λαός γονυκλινής προσεύχεται και ένας στρατός προχωρεί.


       Η κανδήλα καίει προ της Εικόνος της  Αγίας Παρθένου και υποκύανα νέφη λιβανω­τού ανεβαίνουν προς τον ουράνιον θόλον, ενώ τα χείλη ψιθυρίζουν το άγιον όνομά της.



      Έτσι ηγωνίσθη πάντοτε η Ελλάς. Με την βαθείαν, την ακλόνητον πίστιν προς τον Θε­όν, με την μεγάλην, την αιωνίαν αγάπην πρός την Πατρίδα. Και ενίκησε. Και όταν ήλθαν καιροί σκοτεινοί και χρόνοι δυστυχίας, πάλιν με την ιδίαν πίστιν, με το ίδιον βαθύ, ειλικρι­νές και άδολον αίσθημα, εξήλθεν από το σκό­τος εις  το φως και εσυνέχισε τον δρόμον της.
          Και τώρα πάλιν εκεί εις τα βουνά της Ηπείρου, στους απότομους κρημνούς και στις αετοράχες, με τους οποίους η ελληνική φύσις κατεσκεύασε ανυπέρβλητα χαρακώματα, ο Στρατός υπό την ηγεσίαν της Θεομήτορος βαδίζει κατά του εισβολέως.
          Αντί λαμπάδων λάμπουν τα δάση των γυ­μνών λογχών πέριξ της θείας μορφής της, που θαμβώνει με το ακτινοβόλημα μιας άδολης ωραιότητος. Είναι Αυτή η προστάτις και οδηγήτρια. Είναι Αυτή ο πύρινος στύλος και η Σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
        Είναι Αυτή που γλυκαίνει την ζωήν με τους σταλαγμούς της ουράνιας δρόσου. Είναι Αυτή που δεν λησμονεί ότι εις μίαν εορτήν της, προ της εικόνος της, προ του ναού της, εβυθίσθη από αιμοσταγείς χριστιανικάς χείρας ένα σκάφος και ότι ο βάρβαρος κρότος μιας τορπίλης διέκοψε την δέησιν και ενέκρωσε τα προσευχόμενα χείλη.
        Στρατός και λαός προς Αυτήν ατενίζουν. Εδώ θυμίαμα από μοσχολίβανον ανεβαίνει προς τον ουρανόν, εκεί θυμίαμα ο καπνός της μάχης και ύμνος ο νικητήριος κρότος των πυροβόλων».

Η Αγία Σκέπη

Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κατερέλος

Σήμερα, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ὡς γνωστόν, ἑορτάζει τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀφορμή καί αἰτία τῆς καθιερώσεως αὐτῆς τῆς Θεομητορικῆς μεγάλης ὄντως ἑορτῆς ἐστάθη ἕνα ὑπερφυές ὅραμα, τό ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός. Αὐτό τό ὅραμα, περιληπτικά, ἔχει ὡς ἑξῆς:

Στήν νότια πλευρά τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὑπῆρχε τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ, ὅπου ἐκεῖ ἐφυλάσσοντο ἡ Ἐσθῆτα, ὁ Πέπλος καί μέρος τῆς Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ λοιπόν, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ, σέ μία ὁλονυκτία, πῆγαν κάποτε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας μέ τόν μαθητή του Ἐπιφάνιο. Κατά τήν διάρκεια ἐκείνης τῆς ἀγρυπνίας, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ''βλέπει'', μέ τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πνευματική του ὅρασι, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νά προχωρῆ, ἀπό τίς βασιλικές πύλες πρός τό Ἅγιο Θυσιαστήριο.

Φαινόταν, ὅπως ἀναφέρεται στόν θαυμαστό καί σπανιώτατο βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα - οἱ περιπτώσεις τῶν διά Χριστόν σαλῶν εἶναι ὄντως μετρημένες στά δάχτυλα, διότι ὁ διά Χριστόν σαλός εἶναι μία πολύ σπανία καί εἰδική περίπτωσις Ἁγίου -, φαινόταν λοιπόν ἡ Παναγία Μητέρα μας πολύ ὑψηλή καί εἶχε λαμπρή, λαμπρότατη, τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Ἁγίων.  Ἄλλωστε, ὅραμα ἦταν, πού σημαίνει, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶχε μετασχηματισθῆ, στά μάτια τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, σέ αὐτές τίς μεγάλες διαστάσεις, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντα.

Εἰς τό ὅραμα, ἀνάμεσα στούς ἐκεῖ φαινομένους Ἁγίους ἐξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὁ Βαπτιστής τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὁ Εὐαγγελιστής, πού ἐστέκοντο ἔνθεν καί ἔνθεν, δηλ. δεξιά καί ἀριστερά, τῆς Θεοτόκου. Ὁπότε βλέπομε, ἀμέσως-ἀμέσως, ὅτι εἰς τό ὅραμα αὐτό παρίστατο ἡ τριάδα τῶν κατ᾽ ἐξοχήν παρθένων τῆς Ἀνατολικῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Διότι εἰς τό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, εἶναι ἀμέτρητη, ἀναμφισβήτητα, ἡ χορεία τῶν κατά Θεόν παρθένων. Ὅμως, τιμῆς ἕνεκεν, ὅλως ἐξαιρέτως, αὐτοί οἱ τρεῖς - ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος - ἔχουν τόν τίτλο τοῦ κατ᾽ ἐξοχήν παρθένου.

Ἀπό τούς λευκοφόρους, εἰς τό ὅραμα αὐτό, ἄλλοι προπορεύονταν καί ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν, ψάλλοντας ὕμνους καί ᾄσματα πνευματικά, τά ὁποῖα αὐτά, ἐννοεῖται, ὅτι ὀντολογικά, δέν ὑποπίπτουν στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καί δυνατότητες.

Αὐτά ὑποπίπτουν στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, μόνον ἐάν καί ὅταν καί ὅσον ὁ Θεός τό ἐπιτρέψη, καί στόν βαθμό, τόν ποιοτικό καί ποσοτικό, πού θά τό ἐπιτρέψη καί ὅταν, βέβαια, ἐννοεῖται, ὑπάρχη κάποιος λόγος.

 Ὅταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπλησίασε στόν ἄμβωνα, εἶπε ὁ Ὅσιος στόν Ἐπιφάνιο: «Βλέπεις παιδί μου, τήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμου;» «Ναί, τίμιε πάτερ», ἀποκρίθηκε ὁ νέος. Στό ὅραμα, ἡ Θεοτόκος, εἶχε ἐν τῷ μεταξύ γονατίσει καί προσευχόταν γιά πολλή ὥρα. Παρακαλοῦσε τόν Θεό καί Υἱό Της γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἔρραινε μέ δάκρυα τό ἅγιο πρόσωπό Της.

Μετά τήν δέησι, εἰσῆλθε στό Θυσιαστήριο, ὅπου προσευχήθηκε γιά τούς πιστούς πού ἀγρυπνοῦσαν.

Ὅταν ὡλοκλήρωσε τήν δέησί Της, ἔβγαλε ἀπό τήν ἄχραντη κεφαλή Της τό ἀστραφτερό, μεγάλο καί ἐπιβλητικό Της μαφόριο καί, μέ μία κίνησι χαριτωμένη καί ταυτόχρονα σεμνή, τό ἅπλωσε, μέ τά πανάγια καί πανάχραντα χέρια Της, σάν σκέπη, ἐπάνω στό ἐκκλησίασμα.

 ''Μαφόριο'' εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου, πού, τρόπον τινά ὁμοιάζει μέ ἐσάρπα, ἀλλά καλύπτει καί τήν κεφαλή, καί τό ὁποῖο συνήθως στήν Ἁγιογραφία, εἰκονίζεται μέ βαθύ κόκκινο χρῶμα.

Ἔτσι λοιπόν ἁπλωμένο, τό ἔβλεπαν καί οἱ δυό τους, ἐπί πολλήν ὥρα, νά ἐκπέμπη δόξα θεϊκή, σάν ἤλεκτρο. Καί λέμε ''σάν'', γιατί ὅλα αὐτά τά ὁράματα δηλ., δέν περιγράφονται ἀκριβῶς. Εἰδικά μάλιστα οἱ θεϊκές ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός δέν περιγράφονται καθόλου.

Αὐτό ἄλλωστε τό μήνυμα, δίνει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στίς ἐπιστολές του, ὅταν λέγη ''οἶδα ἄνθρωπον πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων ἁρπαγέντα ἕως τρίτου οὐρανοῦ, ἐντός τοῦ σώματος, ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα'' . Αὐτό τό ''οὐκ οἶδα'',  τό δέν γνωρίζω δηλ., τά λέγει ὅλα… Σημαίνει δηλ., ὅτι αὐτά δέν περιγράφονται καί αὐτό ἀκριβῶς, τό ἀπερίγραπτο εἶναι ἕνας δείκτης τῆς ὑγιοῦς καί ἔγκυρης θεοφάνειας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅτι δηλ. αὐτό δέν περιγράφεται μέ λόγια. Γιατί, μεταξύ τῶν ἄλλων μηνυμάτων, πού ἤθελε νά ἐκπέμψη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἦταν ὅτι αὐτές οἱ ἄκτιστες ἐμπειρίες δέν περιγράφονται καθόλου μέ κτιστά ἀνθρώπινα λόγια.

Ὅταν δέ, μετά τήν δέησι ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ὅλως ἐξαιρέτως ὑπέρ τῶν ἀγρυπνούντων, ἡ Παναγία μας ἄρχισε νά ἀνεβαίνη στόν Οὐρανό, ἄρχισε, ταυτόχρονα, καί ἡ Ἁγία Σκέπη, σιγά-σιγά, νά συστέλλεται καί, λίγο-λίγο, νά χάνεται.

Ὅλην αὐτήν τήν ὀπτασία τήν εἶδε καί ὁ Ἐπιφάνιος, ὁ μαθητής τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, ἐννοεῖται μέ τήν δύναμι καί τήν μεσιτεία τοῦ Γέροντά του, τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα.

Σέ αὐτό τό θαυμαστό ὅραμα, φαίνεται, γιά ἄλλη μία φορά, ἡ παρρησία κατ᾽ ἀρχάς, καί ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας μας, πού ὄντως εἶναι διαχρονικά, πνευματική Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι πνευματική Μητέρα ὅλων μας.

Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅποιος δέν ἔχει αἰσθανθῆ τήν παρηγοριά καί τήν προστασία τῆς Θεοτόκου, ὄχι κατά φάντασίαν, ἀλλά ἐξ ἀντικειμένου ἐμπειρικά δηλ., μοιάζει μέ τά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου, πού δέν ἔχουν αἰσθανθῆ τήν ζεστασιά, τήν στοργή καί τήν φροντίδα τῆς μάνας τους.

Αὐτόν τόν σοφόν λόγο τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος Γέρων, ἐννοεῖται, ὅτι εἶχε ὁ ἴδιος πλεῖστες ὅσες αἰσθητές ἀντιλήψεις τῆς Παναγίας μας, θά μπορούσαμε νά τόν διασκευάσωμε λίγο καί νά ποῦμε, ὅτι ὅποιος πραγματικά δέν ἔχει βιώσει στήν ζωή του τήν αἰσθητή βοήθεια τῆς Παναγίας μας, μοιάζει μέ κάποιον, πού, ἐνῶ ἔχει τήν καλύτερη τῶν καλυτέρων μητέρα, δέν τήν ἀφήνει, μέ τήν στάσι του καί τήν συμπεριφορά του, νά τοῦ τό δείξη καί νά τοῦ τό ἐξωτερικεύση. Καί αὐτό, μπορεῖ νά γίνεται σέ τέτοιο βαθμό, πού καί ὁ ἴδιος αὐτός ἄνθρωπος νά καταλήξη, σέ κάποια στιγμή, νά πιστεύση, ὅτι δέν ἔχει μία τέτοια φιλόστοργη καί ἱκανή μητέρα, πού μπορεῖ πάντα νά τόν προστατεύη, ἤ ὅτι δέν ἔχει καθόλου μητέρα. Πρᾶγμα πού δυστυχῶς, γενικά συμβαίνει σέ μᾶς τούς Χριστιανούς καί πού εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τοῦ νά εἶσαι πραγματικά ὀρφανός.

Διότι, στήν περίπτωσι τῆς ὀρφάνειας, ἐκτός τῶν ἄλλων, δέν φταῖς καθόλου προσωπικά, ὑπό κανονικές συνθῆκες. Ἐνῶ, ὅταν ἔχης ὡς Χριστιανός αὐτήν τήν Μητέρα, ἀλλά ἀποποιῆσαι θεληματικά τό νά ἔχης τέτοια Μητέρα, τότε γίνεσαι ὀρφανός, ἐν δυνάμει, θεληματικά χωρίς στήν πραγματικότητα νά εἶσαι, καί, τότε, ὅλο τό μερίδιο τῆς εὐθύνης ἀναλογεῖ σέ σένα, ἄνθρωπέ μου. Καί μετά, ψάχνεις ἀλλοῦ γιά ἄλλες ἀσφάλειες, ἀνθρώπινες, καί προστασίες, γιά νά καλύψης τό ὑπαρξιακό σου κενό, ὅλες τίς φοβίες σου καί ὅλα τά συναφῆ καί, στό τέλος, ἀπό τίς πολλές ἀσφάλειες, νοιώθεις, τελικά, μεγαλύτερη προσωπική ἀνασφάλεια σέ ὅλα σου τά ἐπίπεδα. Τί κρῖμα!

Ἔτσι, ἐνῶ, ἄνθρωπέ μου, εἶσαι βασιλόπαιδο, καταντᾶς τελικά, νά εἶσαι ρακένδυτος. Ἐνῶ εἶσαι ''θεός κατά Χάριν'', ἐνῶ σοῦ χαρίζεται δωρεάν ἡ υἱοθεσία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, καταντᾶς νά καταλήγης ἀπόπαιδο, ἄσωτος υἱός, παιδί τοῦ Διαβόλου, ἤ μᾶλλον ὀρθότερα, θῦμα τοῦ φθονεροῦ καί ἀρχεκάκου ὄφεος, πού ποτέ δέν ἔχει παιδιά, καί ὁ ὁποῖος ψάχνει μόνο γιά θύματα καί δέν πιάνεται φίλος οὔτε καί μέ αὐτούς πού τόν ὑπηρετοῦν νύχτα-μέρα. Ὦ τῆς παρανοϊκότητος, ὦ τῆς ἀστοχίας, ἤγουν τῆς ἁμαρτίας, γιατί αὐτό θά πῆ ''ἁμαρτία'' ἀστοχία.

Ἕνα ἄλλο τώρα σημεῖο, ἕνα μήνυμα πού ἀπορρέει ἀπό τό σήμερα ἑορταζόμενο ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης, εἶναι ἡ δύναμις καί ἡ ἀσφάλεια τῆς πνευματικῆς πατρότητος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι καί Ἱστορία.

Πλεῖστα ὅσα εἶναι τά παραδείγματα ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τῶν ἐν γένει ἀγωνιστῶν στό σκάμμα τῆς ἀρετῆς καί ἰδιαίτερα, τῆς ὑπακοῆς, ὅπου μέ τίς εὐχές τῶν Γεροντάδων, μέ τήν στενή ἤ μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, πολλοί ὑποτακτικοί καί μαθηταί κατώρθωσαν πράγματα θαυμαστά καί ὑπερφυσικά, τά ὁποῖα διαφορετικά, χωρίς δηλ. τήν ἐπίκλησι τῆς μεσιτείας τῶν Γεροντάδων καί τῶν πνευματικῶν πατέρων τους, θά ἦσαν ἀδύνατα, ἀκατόρθωτα καί ἀδιανόητα.

Τί νά πρωτοθυμηθοῦμε!

Ἄς ἀναφέρωμε τήν περίπτωσι τοῦ Ἁγίου Νέστορος, μιᾶς καί τόν ἑωρτάσαμε μόλις χθές. Τί ἔκανε ὁ Ἅγιος; Τότε, στήν ἐποχή του, ὑπῆρχε κάποιος εἰδωλολάτρης ὀνόματι Λυαῖος, ὁ ὁποῖος μέ τό φοβερό παρουσιαστικό του - ἦταν σωματώδης - καί τήν δρᾶσι του, ἔδινε τιμή καί ἔπαινο στόν εἰδωλολάτρη βασιληᾶ Μαξιμιανό. Ἦταν, ἄς τό ποῦμε καί ἔτσι, τρόπον τινά ''σύμβολο'' τῆς δυνάμεως τοῦ βασιληᾶ. Αὐτός, σέ ἕνα ἀπό τά ἀγωνίσματα τοῦ Πεντάθλου, στήν πάλη, ἐνίκα καί ἐφόνευε πολλούς ἀνθρώπους - ἄς μή κάνωμε σχόλια τώρα γιά τό ''᾽ἐφόνευε'', τί ἀγωνίσματα δηλ. ὑπῆρχαν…

Ὁ Ἅγιος Νέστωρ λοιπόν, πού ἦταν Χριστιανός ἐν τῷ κρυπτῷ, ἐπειδή ἴσως δέν τοῦ εἶχε, μέχρι τότε, δοθῆ κάποια σχετική τρανταχτή ἀφορμή γιά νά ἀποκαλυφθῆ τό ἐσωτερικό του ἐν Χριστῷ πιστεύω, ὅταν ἔμαθε τήν μάταιη καύχησι τοῦ εἰδωλολάτρη βασιληᾶ Μαξιμιανοῦ, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ εἰδωλολάτρη Λυαίου,  δέν ἄντεχε αὐτήν τήν μάταιη καύχησι τῶν εἰδωλολατρῶν καί θέλοντας νά γνωρίσουν οἱ πάντες τήν δύναμι τῆς πίστεως, θέλοντας νά γίνη γνωστή σέ ὅλους ἡ δύναμις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ δηλ., πῆγε σέ ἐκεῖνο τό λουτρό πού ἦταν φυλακισμένος ὁ Ἅγιος Δημήτριος καί ἐζήτησε, ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο πού εὑρίσκετο στήν φυλακή, τήν εὐλογία, τήν ἐνδυνάμωσι καί τήν συγκατάθεσί του - προσέξτε τήν λέξι ''συγκατάθεσι'' - γιά νά ἀγωνισθῆ ἐναντίον τοῦ Λυαίου.

Καίτοι ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἦτο πολύ πιό ἀνίσχυρος ἀπό τόν Λυαῖο, καί νά τόν νικήση, ὄχι φυσικά μέ τήν δική του δύναμι, ἀλλά μέ τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι δέν θά ἐξαντλοῦσε τήν δική του μικρή ἀνθρώπινη δύναμι, μικρή, σέ σχέσι μέ τήν ἀνθρώπινη δύναμι  τοῦ Λυαίου.

Οὐσιαστικά, ἐπρόκειτο περί μιᾶς διαμάχης μεταξύ τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στήν πλάνη τῶν εἰδώλων, ἐνάντια στήν παγιωμένη τότε εἰδωλολατρεία, ἡ ὁποία τότε ὑπερίσχυε στήν περιρέουσα ἀτμόσφαιρα, περί μιᾶς διαμάχης μεταξύ τῶν «μωρῶν» καί ἀνισχύρων (Χριστιανῶν) ''οὕς ἐξελέξατο'' ὁ Θεός, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ''ἵνα καταισχύνῃ τούς σοφούς καί ἰσχυρούς τῆς γῆς''. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων μπροστά στήν σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα τεράστιο μηδενικό.

Τότε, ὁ Ἅγιος Δημήτριος, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, στό μέτωπο τοῦ Ἁγίου Νέστορος, εἶπε πρός αὐτόν εὐλογῶντας τον καί προφητεύοντας: «Ὕπαγε».

Πήγαινε. «Καί τόν Λυαῖον θέλεις νικήσει καί ὑπέρ Χριστοῦ θέλεις μαρτυρήσει»! Ὅπερ, μετ᾽ οὗ πολύ, σέ λίγο δηλ., καί ἐγένετο, ἐφ᾽ ὅσον, ὁ Ἅγιος Νέστωρ εὐθύς, παρακαλῶ, μόλις ἐπλησίασε τόν Λυαῖο, ρίπτοντας τό ἐπανωφόρι του, ἔκραξε, μέ πίστι ἀκράδαντη, καί ἐξωτερικά, ἀλλά κυρίως ἐσωτερικά, καί, προσέξτε παρακαλῶ, τί εἶπε ὁ Ἅγιος Νέστωρ: « Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου βοήθει μοι». Ὄχι ἁπλῶς ''ὁ Θεός'' δηλ., ἀλλά ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, ἐκείνου δηλ. πού μοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία καί τήν συγκατάθεσι! «Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου βοήθει μοι».

 Τί σύντομη, ἀλλά καί τί δυνατή προσευχή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Καί μέ αὐτήν τήν ἐπίκλησι καί προσευχή, κατάφερε, μέ τό πρῶτο μάλιστα χτύπημα μέ τό ἐγχειρίδιό του, νά χτυπήση στήν καρδιά, μέ μιᾶς, τόν γιγαντόσωμο καί πολύ πιό δυνατό Λυαῖο καί νά τόν ρίψη νεκρό κατά γῆς.

Μία παρένθεσις: Πολύ πιό εὔκολα θά συντρίψη ὁ Χριστός, διαχρονικά, ὅταν ἔλθη τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθείας, ὅλους αὐτούς πού νύχτα-μέρα μάχονται τόν Χριστό, καί ὄχι μόνο σήμερα πού εἶναι τό κακό σέ ἔξαρσι, ἀλλά ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κάϊν,  γιατί ἀπό τότε, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κάϊν, πού σκότωσε τόν ἀδελφό του Ἄβελ, ἄρχισε νά ἐνεργῆται τό μυστήριο τῆς ἀνομίας καί νά διαιωνίζεται, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει ὅτι τό μυστήριο τῆς ἀνομίας ''ἤδη ἐνεργεῖται ἐν τῷ κόσμῳ''.

Θά συντρίψη λοιπόν ὁ Χριστός πολύ πιό εὔκολα, χωρίς καμμία προσπάθεια θά λέγαμε, χωρίς καμμία ἰδιαίτερη κίνησι, ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς Ἀληθείας, ὅλους αὐτούς πού, νύχτα-μέρα, πυρετωδῶς, ἔχοντας κοσμική ἐξουσία καί δύναμι - τί κρῖμα γι᾽ αὐτούς -, ὑπηρετοῦν δουλοπρεπῶς καί ἀνοήτως, τό μυστήριο τῆς ἀνομίας, τό μυστήριο τοῦ Διαβόλου, τό μυστήριο τοῦ Ἀντιχρίστου.

Αὐτό εἶναι τό ἕνα παράδειγμα, ἀπό τούς βίους τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ Ἁγίου Νέστορος, εἰς τό ὁποῖο φαίνεται ἡ δύναμις τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ὅπως φαίνεται καί στό σημερινό σήμερα ἑορταζόμενο ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης, ἀπό τό ὁποῖο δίδεται ἡ πρώτη ἀφορμή γιά νά μιλήσωμε γιά τό θέμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος.

Ἀλλά, νά μή νομισθῆ ὅτι αὐτό τό φαινόμενο τῆς πνευματικῆς πατρότητος συναντᾶται μόνο εἰς τόν χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἤ εἰς τόν χῶρο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἄς ἀναφέρωμε καί κάτι ἀπό τόν χῶρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά νά φανῆ αὐτή ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία φαίνεται καί στό Δευτερονόμιο, ἐκεῖ πού λέγει ''ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι'', ἀλλά καί σέ πολλές ἄλλες συνάφειες. Ἀλλά, καί γιά νά φανῆ ἡ ἑνότητα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἄς ἀναφέρωμε μόνο μία περίπτωσι, τήν περίπτωσι τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου. Δέν θά τήν ἀναλύσωμε πολύ, γιά νά μή πᾶμε ἀλλοῦ τόν λόγο.

Ὡς γνωστόν ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος εἶχε κρατήσει γιά εὐλογία τήν μηλωτή τοῦ διδασκάλου του, τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὁ ὁποῖος πρίν ''ἀναληφθῆ'', ἐσταμάτησε τήν ροή τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, τόν ὁποῖο διεπέρασε μαζί μέ τόν μαθητή του, τόν Προφήτη Ἐλισαῖο, ἀβρόχοις ποσί. Δηλ., διεπέρασαν τόν ποταμό Ἰορδάνη καί δέν ἐβράχησαν. Ἀμέσως μετά, ὁ Προφήτης Ἠλίας ''ἀνελήφθη'' μέ τό φθαρτό του σῶμα - ὄχι μέ ἄφθαρτο σῶμα, ὅπως ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία -, ὄχι εἰς τόν Οὐρανόν, ἀλλά, ὅπως λέγει τό κείμενο, ''ὡς εἰς οὐρανόν'', πού σημαίνει, ὅτι ὁ Προφήτης Ἠλίας εὑρίσκεται μέ τό φθαρτό του σῶμα ποῦ; Κανείς δέν ξέρει. Πάντως, ὄχι εἰς τόν πνευματικό Οὐρανό, διότι δέν ἔχει πάρει ἀκόμη τό ἄφθαρτο σῶμα του.

Μία φορά, ὅταν μᾶς ρώτησε ὁ Γέροντας Παΐσιος ''ποῦ βρίσκεται ὁ Προφήτης Ἠλίας καί τί κάνει;'', ἐμεῖς δέν ξέραμε φυσικά τί νά τοῦ ἀπαντήσωμε. Καί μᾶς εἶπε ἀστειευόμενος, ἀλλά καί σοβαρολογῶντας, μέ τό ἁγιασμένο, ὠφέλιμο καί σοφό χιοῦμορ του: «Τροχάει τά μαχαίρια»! Ἑτοιμάζεται δηλ. ὅταν θά ἔλθη ἡ ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἄγνωστο, βέβαια, πότε.

Ὅταν λοιπόν, μετά τήν ''ἀνάληψι'' τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὁ Ἐλισαῖος ἔπρεπε ἐκ νέου νά περάση τόν Ἰορδάνη, μόνος τώρα, χωρίς τόν διδάσκαλό του, ἐκτύπησε μέ τήν μηλωτή τοῦ Γέροντά του, τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τό ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, ἀλλά δέν ἐσχίσθη τό ὕδωρ, ὅπως εἶχε γίνει λίγο πιό πρίν, ἀπό τόν ἴδιο τόν Προφήτη Ἠλία, πρίν φυσικά ''ἀναληφθῆ'' ''ὡς εἰς οὐρανόν''.

Τότε, τί εἶπε ὁ Ἐλισαῖος; Ἀκοῦστε παρακαλῶ: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός Ἠλιοῦ;» τοῦ πατρός μου δηλ.!  Τί φοβερός λογος!  Καί, ἀφοῦ εἶπε αὐτό, ξαναχτύπησε ἐκ δευτέρου τά νερά τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη καί, τότε, καί μόνον τότε, ἄνοιξαν τά νερά τοῦ ποταμοῦ, (ὅπως τότε στήν Ἐρυθρά Θάλασσα, ἐπί Μωϋσέως), μέ τίς εὐχές τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τοῦ Γέροντα τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου, καί ἔτσι τότε μόνο μπόρεσε καί πέρασε ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἐκ δευτέρου, τόν ποταμό Ἰορδάνη, ὡς διά ξηρᾶς, σάν νά ἦταν δηλ. χωρίς νερό ὁ ποταμός.

Αὐτή ἡ ἱστορία, ἔχει καί κάποια συγκινητική καί θαυμάσια συνέχεια, γεμάτη νόημα, ὅπως λέγει τό ἱερό κείμενο: ''Καί τότε ἐννόησαν οἱ υἱοί τῶν Προφητῶν, πού ἦσαν ἐκεῖ εἰς τήν Ἰεριχώ, καί εἶπαν: «Ἀνεπαύθη τό πνεῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἐπί τόν Ἐλισαῖον»''. Καί τόσο ἐσεβάσθησαν τόν Ἐλισαῖο οἱ υἱοί τῶν Προφητῶν, ὥστε αὐτοί ἐξῆλθαν πρός συνάντησί του, ''ἀγαλλομένῳ ποδί'' θά λέγαμε ἐμεῖς, καί τόν προσεκύνησαν, προσέξτε, ἕως εἰς τήν γῆν.

Τί σεβασμό καί τί εὐλάβεια εἶχαν πρός τόν Προφήτη Ἐλισαῖο...! Γιατί; Ἐπειδή ἐννόησαν, ἐπείσθησαν καί διεπίστωσαν μέ αὐτό τό θαυμαστό γεγονός, ὅτι ἀνεπαύθη τό πνεῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἐπί τόν Ἐλισαῖον. Τόν προσεκύνησαν ἕως εἰς τήν γῆν, διότι, τό ξαναλέμε, ἐννόησαν, ὅτι εἶχε ἀναπαυθῆ τό πνεῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ἐπί τό τέκνον αὐτοῦ, τόν Προφήτη Ἐλισαῖο.

Τό εἴπαμε καί τό ξαναείπαμε γιά νά δείξωμε τί σημασία δίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διαχρονικά, ἀλλά καί ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰς τό νά ἀναπαύσωμε, πνευματικά, ἀλλά καί κάποιες φορές, κατά κυριολεξίαν, τόν Γέροντά μας. Τί μεγάλη, ὄντως, εὐλογία καί ἐφόδιο εἶναι αὐτό. Καί πόσο ὁ Θεός εὐαρεστεῖται καί, κάποιες φορές, ἐκδηλώνει τήν εὐαρέσκειά Του, καί μάλιστα, πολλές φορές, σέ βαθμό χαρακτηριστικό, πού νά μήν ἐπιδέχεται καμμία ἀμφισβήτησι, ὅταν κάποιος ἀναπαύη, καί μέ τήν στενή, καί μέ τήν εὐρεῖα ἔννοια, τόν Γέροντά του.

Πόσα, ἀλήθεια, περιστατικά ὑπάρχουν στούς βίους τῶν Ἁγίων μας, στά Γεροντικά, κλπ., πού διατρανώνουν αὐτήν τήν ἀλήθεια καί, ἰδιαίτερα, κάποιες φορές, μέ τόν τρόπο πού γίνεται ὁ ἀποχωρισμός, τί προηγεῖται αὐτοῦ τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τί λόγια, τί νουθεσίες, τί γεγονότα, ὑπέρ πᾶσαν ἔννοιαν καί προσδοκίαν, ὄντως.

Ἔτσι λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθωμε στό ἀρχικό μας θέμα, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦμε ὅλα αὐτά τά ἐξαίσια πνευματικά μηνύματα, μέ τίς εὐχές τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, ὁ μαθητής του Ἐπιφάνιος ἠξιώθη νά δῆ τό ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης.

Ἐμεῖς ὅμως σήμερα, μέ ἀφορμή τό σημερινό θαυμαστό καί ὑπερφυές γεγονός τῆς Ἁγίας Σκέπης, θά θέλαμε εἰς τήν ἀγάπη σας, νά στρέψωμε καί κάπου ἀλλοῦ τόν λόγο.

 Εἶναι τό σημεῖο ἐκεῖνο, ὅπου κανείς  εὔκολα διαπιστώνει, ὅτι ἀνάμεσα σέ ἕνα τόσο εὐλαβές πλῆθος, πού εἶχε πάει ἐκεῖ εἰς τήν ὁλονυκτία καί ἄοκνα ἀγρυπνοῦσε ὅλην τήν νύχτα στόν τότε πάνσεπτο καί ἱστορικό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν - καί ὅταν λέμε ''ὁλονυκτία'' δέν ἐννοοῦμε μέχρι τίς 1.00 τό πρωΐ, ἀλλά ὅ,τι λέγει ἡ λέξις: ''ὁλο-νυκτία'' -,  μόνον ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, καί δι᾽ εὐχῶν του ὁ μαθητής του ὁ Ἐπιφάνιος, μόνον αὐτοί, εἶδαν, μέ τήν πνευματική τους αἴσθησι, ἐκεῖνο τό μοναδικό καί ὑπέρλογο ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης. Αὐτό τό συμπέρασμα σαφῶς βγαίνει ἀπ᾽ ὅ,τι ἀναφέρεται σχετικά στόν βίο τους.

Καί στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἐν παρενθέσει, ὅτι αὐτό ἀκριβῶς τό ὅραμα ἐστάθη ἡ αἰτία γιά νά καθιερωθῆ ἡ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης τήν 1η Ὁκωβρίου σέ ὅλο τό πανορθόδοξο οἰκουμενικό πλήρωμα. Βέβαια, ὀρθῶς, ἀξίως καί δικαίως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἔχει μεταφέρει τήν 28η Ὀκτωβρίου, λόγῳ τῶν θαυμαστῶν γεγονότων καί τῶν θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο, στό ἑλληνοϊταλικό μέτωπο, τοῦ 1940, ἀλλά καί μετά ἀπό αὐτό. Αὐτά, τά θεωροῦμε γνωστά.

Καί, γιά νά ἐπανέλθωμε, στό ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης φαίνεται ξεκάθαρα, πῶς τά πνευματικά φαινόμενα καί γεγονότα εἶναι τελικά, ὄντως ὑπέρ αἴσθησιν, ὑπέρ λόγον καί ὑπέρ ἔννοιαν καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν γίνονται ἀντιληπτά ἀπό τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, γιατί εἶναι πάνω ἀπό τίς παντός εἴδους ἀνθρώπινες δυνατότητες.

Αὐτή ἡ ἀλήθεια, ἔστω καί συνεσκιασμένα, πού τελικά δέν εἶναι καί τόσο συνεσκιασμένα, ἀλλά ἐμεῖς λόγῳ τῆς πνευματικῆς μας ρηχότητος ἴσως τίς πιό πολλές φορές μᾶς διαφεύγουν ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι διάχυτα καί στήν Ἁγία Γραφή. Τί νά πρωτοαναφέρωμε....

Ἄς ἀνατρέξωμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή, στό σημεῖο ἐκεῖνο, στό Εὐαγγέλιό του, ἐκεῖ πού λέγει ὁ Χριστός τά ἑξῆς. Θά σᾶς τό διαβάσω ἀπό τό κείμενο: «''Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται. Καί τί εἴπω; Πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. Ἀλλά, διά τοῦτο ἦλθον εἰς τήν ὥραν ταύτην. Πάτερ, δόξασόν σου τό ὄνομα''. Ἦλθεν οὖν φωνή ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσα ''καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω''.

Ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστώς καί ἀκούσας ἔλεγε βροντήν γεγονέναι. Ἄλλοι ἔλεγον ''ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν''. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καί εἶπεν: ''Οὐ δι᾽ἐμέ αὕτη ἡ φωνή γέγονε, ἀλλά δι᾽ ὑμᾶς''».

Ἐνῶ λοιπόν ἦλθε φωνή ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, σαφής φωνή λέγουσα ''καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω'', δηλ. ἐγώ ὁ Θεός ἐδόξασα τό ὄνομά μου, διά τῆς μέχρι τοῦδε ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραήλ δράσεώς σου - διότι, ἀπευθύνεται σέ εὐθύ λόγο στόν Υἱό, ὡς ἄνθρωπο - καί πάλιν θά δοξάσω ἐννοῶντας, διά τοῦ ἐνδόξου Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεώς σου καί διά τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τά ἔθνη.

Δηλ., καί εἶχε ἤδη δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν διδασκαλία καί μέ τά θαύματα, πού μέχρι τότε εἶχε κάνει ὁ Χριστός καί εἶχαν μείνει ὅλοι ἄναυδοι καί ἔκθαμβοι, εἰδικά ὁ ἁπλός ὄχλος, ὁ ἁπλός λαός, ἀλλά καί θά ἐδοξάζετο πιό πολύ ὁ Θεός, ὅταν θά ἐπακολουθοῦσαν τά ''ποιητικά τῆς σωτηρίας'', ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, πού εἶναι, κυρίως, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ εἰς τούς Οὐρανούς.

Κατόπιν λοιπόν τῆς φωνῆς αὐτῆς, ὁ πολύς κόσμος, ὁ ὄχλος, ὁ λαός, πού ἐστέκετο ἐκεῖ καί ἄκουσαν τόν ἦχο τῆς θεϊκῆς φωνῆς, δέν μπόρεσαν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ξεχωρίσουν τά θεϊκά λόγια. Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι ἔγινε βροντή, ἐνῶ ἀκούστηκε ἐκείνη ἡ ξεκάθαρη θεϊκή φωνή, δηλ. τό ''καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω'', καί εἴπαμε τί ἐσήμαιναν ὅλα αὐτά, ὅτι θά ἐδόξαζετο ξάνα ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασί Του καί διά τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τά ἔθνη. Κάποιοι λοιπόν ἄκουσαν - ἐξέλαβαν - τήν φωνή σάν νά ἔγινε κάποια βροντή. Ἄλλοι ἄκουγαν κάτι τό διαφορετικό - δέν ξέρομε τί ἀκριβῶς - καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐνόμιζαν ὅτι κάποιος ἄγγελος ὡμίλησε στόν Χριστό.

Ὅλα αὐτά προφανῶς δέν σημαίνουν, ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἀκουστική βλάβη καί διαφοροποίησις στήν ἀκουστική ἱκανότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπέτρεπε καί παραχωροῦσε, ἄλλοι μέν νά ἀκοῦν ἔτσι καί ἄλλοι ἀλλιῶς, ποικίλλα πράγματα, ἀλλά νά μήν ἀκοῦν, πάνω καί πέρα ἀπό ὅλα, ξεκάθαρα ἐκείνην τήν φωνή.

Ἀνάλογα πνευματικά φαινόμενα συμβαίνουν σέ πλεῖστες ὅσες ἄλλες συνάφειες καί γεγονότα, ὅπως συνέβη μέ τόν Χριστό, μετά τήν Ἀνάστασί Του, σέ κάποια ἀπό τίς ἐμφανίσεις Του, ἀναφέρεται ἐκεῖ, σέ κάποιο ἀπό τά ἑωθινά Εὐαγγέλια πού διαβάζομε κάθε Κυριακή πρωΐ, ὅτι ''οἱ μέν προσεκύνησαν αὐτόν, οἱ δέ ἐδίστασαν''. Ἄλλοι, δηλ., ἅμα τῇ ὁράσει, ἀμέσως ἐννόησαν καί ἐπείσθησαν ὅτι ἦτο ὁ ἀναστάς Χριστός, ἄλλοι ὅμως, γιά λόγους παρομοίους μέ ἐκείνους πού προανεφέραμε, ἐπειδή δηλ. τόν ἔβλεπαν κάπως διαφορετικά, ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, - κάπως ἀλλιῶς - ἐδίσταζαν νά προσκυνήσουν ἀμέσως, ἐπειδή δέν εἶχαν ἀκόμη πεισθῆ, μέ τίς ἀνθρώπινές τους αἰσθήσεις ὅτι ἦταν ὁ ἀναστημένος Χριστός.

Ἐν συνεχείᾳ ὅμως, ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά Τόν ἐννοήσουν μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, ὅπως συνέβη μέ τούς δύο Ἀποστόλους κατά τήν πορεία τους πρός τούς Ἐμμαούς, ὅπου μετά τόν διάλογο πού εἶχαν μέ τόν Χριστό καί τό κόψιμο τοῦ ψωμιοῦ πού ἔκανε ''διηνήχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί καί ἔγνωσαν ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου'', ὅτι ἦτο ὁ Χριστός (ε´ ἑωθινό Εὐαγγέλιο) κλπ...

Ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μᾶς ἔλεγε, ὅτι μπορεῖ σέ ἕναν χῶρο νά εὑρίσκωνται κάποια ἄτομα καί ὁ ἕνας νά βλέπη κάποιον Ἅγιο, ἐάν εἶναι σέ μέτρα ἐννοεῖται, ἐνῶ ἕνας ἄλλος νά μή τόν βλέπη, ἀλλά, ἐπί παραδείγματι, νά ἀκούη μόνον τήν φωνή του, ἤ ἕνα μέρος τῆς φωνῆς του. Ἕνας τρίτος νά μή βλέπη, οὔτε τόν Ἅγιο, οὔτε νά ἀκούη τήν φωνή του, οὔτε ἕνα μέρος τῆς φωνῆς του, ἤ ἔστω κάποιον οὐράνιο ἦχο, ἀλλά νά αἰσθάνεται μόνο μία εὐωδία, ἤ ἕνα μέρος τῆς εὐωδίας, ἤ κάτι ἀνάλογο, χωρίς νά βλέπη ἤ νά ἀκούη τίποτε, οὔτε φωνή, οὔτε Ἅγιο.

Καί, ἕνας τέταρτος, ὅπως καί ἄλλοι, νά μήν ἀντιλαμβάνωνται τίποτε, ἤ νά ἀντιλαμβάνωνται κάτι τό διαφορετικό ἀπό τά προηγούμενα πού ἀνεφέραμε, χωρίς ὅλα αὐτά νά σημαίνουν, ὅτι π.χ. ὁ τελευταῖος, πού δέν ἀντιλαμβάνεται τίποτε, πάντα, ὑποχρεωτικά, εἶναι κατωτέρας πνευματικῆς καταστάσεως. Τίποτε δέν εἶναι ἀπόλυτο στήν πνευματική ζωή.

Ἄπειρες εἶναι οἱ περιπτώσεις καί τά αἴτια τῶν πνευματικῶν φαινομένων. Ἀξιομνημονευτέον, νομίζομε, ὅτι εἶναι ἐδῶ τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πηγαίνοντας πρός τήν Δαμασκό γιά νά διώξη τούς Χριστιανούς, ὡς ἐχθρός δηλ. τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τότε, ὁ Σαούλ. Ὄχι, βέβαια, ἐκ κακῆς προθέσεως, ἀλλά λόγῳ τῆς ἀγνοίας πού εἶχε καί λόγῳ τῆς ἀγάπης του πρός τίς ἰδικές του ἰουδαϊκές παραδόσεις.

Τί λέγουν σχετικά οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων; Ὅτι, ξαφνικά, τόν περιέλουσε θεῖο Φῶς, χωρίς δηλ. νά τό περιμένη, χωρίς νά τό ἀναζητήση, ἀφοῦ οὔτε κἄν ἤξερε ὅτι ὑπάρχει - ἄρα πῶς νά τό ἀναζητήση; Ἄλλωστε, ἐδίωκε τόν Χριστό. Παρά ταῦτα, ὅμως, ἔτσι ἔκρινε ἡ Θεία Πρόνοια, πού προεγνώριζε ὅτι ὁ Σαούλ ἦτο σκεῦος ἐκλογῆς καί ὅτι θά ἐβάσταζε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἰς τά ἔθνη.

Ἔτσι, τόν περιέλουσε, αἴφνης, θεῖο Φῶς, ἄστραψε δηλ. γύρω του τό οὐράνιο Φῶς καί, λόγῳ τῆς ἐκθαμβωτικῆς Του λάμψεως, ὁ Σαούλ ἔπεσε κατά γῆς καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ λέγουσα τό περίφημο ''Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;'' Ποιοῦ Χριστοῦ; Ἐννοεῖται, τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ.

Ἐννοεῖται ἐπίσης, ὅτι ὁ μετέπειτα Παῦλος δέν πίστευε, μέχρι τότε, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὁ σαρκωμένος Θεός, διότι, διαφορετικά, δέν θά τόν κατεδίωκε. Ἔτσι, ὅταν, ἀπορημένος ὁ Σαούλ, ὁ Σαῦλος, ὁ ὁποῖος τά εἶχε χαμένα καί εἶχε γοητευθῆ, εἶχε τρομάξει, μέ τήν καλή ἔννοια, ἀπό ἐκεῖνο πού ἔβλεπε καί τόν εἶχε καταλάβει θάμβος καί ἔκστασις, ρώτησε ''ποιός εἶσαι, Κύριε;'', ἡ φωνή, οὐρανόθεν, τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμί, ὁ Ἰησοῦς, ὅν σύ διώκεις».

Τί ἁγία, θεϊκή, γεμάτη ἀγάπη μέ τήν καλή ἔννοια εἰρωνεία! «...Ὅν σύ διώκεις». Δηλ., «ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖον ἐσύ καταδιώκεις». Σάν νά τοῦ ἔλεγε, καί, μέσῳ ἐκείνου σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅτι πολεμῶντας τούς Χριστιανούς πολεμοῦσε τόν ἴδιο τόν Χριστό.

 Διότι, ἐννοεῖται, ὅτι ὅποιος πολεμάει τούς Χριστιανούς μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, οὐσιαστικά, πολεμάει τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί γιά νά τό προχωρήσωμε - καλή εὐκαιρία αὐτή - ὅποιος πολεμάει ὁ,τιδήποτε ἐδίδαξε ὁ Χριστός, πολεμάει τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί, ὅποιος πολεμάει ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἰσόκυρος καί ἰσοστάσιος μέ τήν Ἁγία Γραφή, τόν Χριστό πολεμάει. Γιά παράδειγμα, ὅποιος πολεμάει τόν Μοναχισμό, οὐσιαστικά εἶναι θεομάχος καί χριστομάχος.

Ἐπανερχόμενοι στό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν δρόμο του πρός τήν Δαμασκό, εὐθύς πιό κάτω λέγει τό ἱερό κείμενο, ὅτι οἱ ἄνδρες πού τόν συνώδευαν  - ἐδῶ δίνομε τώρα σημασία, γιατί αὐτό τό σημεῖο ἔχει σχέσι μέ τό θέμα μας - ''καί ἦσαν συνοδεύοντες τόν Σαούλ'', στόν ἀγῶνα του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἐννοεῖται, ἐστέκοντο μέ ἀνοιχτό τό στόμα καί ἄφωνοι - ἔτσι λέγει τό κείμενο σέ ἐλευθέρα μετάφρασι. Ἄκουγαν μέν τήν βοή καί τόν ἦχο τῆς φωνῆς, χωρίς ὅμως νά ξεχωρίζουν τίς λέξεις. Ἄκουγαν δηλ. μία βοή, ἄκουγαν τόν ἦχο αὐτῆς τῆς φωνῆς, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ξεχωρίσουν ἐπακριβῶς ὅλες αὐτές τίς θαυμάσιες λέξεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν λεχθῆ ἀπό τόν δεδοξασμένο Χριστό πρός τόν Σαῦλο, ἀλλά οὔτε ἔβλεπαν καί κανέναν.

Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ὁ μέν Παῦλος ἐτυφλώθη, ἐγοητεύθη, τόν κατέλαβε φόβος καί δέος καί, κυριολεκτικά, παρέλυσε ἀπό αὐτό τό θεῖο Φῶς. Ἀλλά, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἄκουγε ξεκάθαρα καί διαπεραστικά τήν φωνή τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ συνοδοιπόροι του, οἱ ἄνδρες του, οἱ μέχρι τότε συνκαταδιώκοντες τούς Χριστιανούς, ἐνῶ ἄκουγαν τόν ἦχο τῆς φωνῆς, καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐννόησαν, θέλοντες καί μή, ὅτι κάτι τό ὑπερφυσικό ἐλάμβανε χώρα, ὅμως δέν μποροῦσαν νά ξεχωρίσουν τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Καί, ὅπως ἀφήνει τό κείμενο, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, νά ἐννοηθῆ, οὔτε ἀντελήφθησαν τό ἄκτιστο θεῖο Φῶς, τό οὐρανόθεν ἀποσταλέν, ἐκχυθέν καί ἀποκαλυφθέν, τό ὁποῖο ἦτο περιαστράπτον μόνο γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο!

Νομίζω, ὅτι τό προαναφερθέν παράδειγμα εἶναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό γιά τό θέμα τό ὁποῖο ἐξετάζομε σήμερα, εἰς τήν ἀγάπη σας.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕνας μπορεῖ, καί νά αἰσθάνεται, καί νά κολυμπάη στό θεῖο Φῶς καί νά τό ἐκπέμπη ὁλικῶς ἤ μερικῶς - νά ἐκπέμπη δηλ. ἐκεῖνο τό Φῶς πού ἔχει μέσα του -, νά τό ἐκπέμπη ἐξ ὁλοκλήρου ἤ ποσοστιαίως, νά τό ἐκπέμπη πρός τά ἔξω σάν ἕνας πνευματικός καθρέπτης. Γιατί οἱ Ἅγιοι τί ἦσαν; Ἦσαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καθαρίσει τό ἐσωτερικό τους, καί, ὡς ἐκ τούτου, ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς τους, ὄντας καθαρός, ἐξέπεμπε τό θεῖο Φῶς πού ἔπεφτε ἐπάνω τους. Μποροῦσε δηλ. το θεῖο Φῶς νά ἀντανακλασθῆ, ἐφ᾽ ὅσον ἦταν καθαρός ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς τους.

Σέ κάποιες περιπτώσεις, μπορεῖ, λοιπόν, κάποιος καί νά αἰσθάνεται, καί νά κολυμπάη στό θεῖο Φῶς, καί νά τό ἐκπέμπη, ὁλικῶς ἤ μερικῶς, πρός τά ἔξω, ἤ γενικῶς σέ ὅλους πρός κάθε κατεύθυνσι, ἤ καί μόνο πρός κάποιον ἤ πρός κάποια συγκεκριμἐνα πρόσωπα καί ἀποκλειστικῶς πρός αὐτά. Δηλ., νά μή βλέπουν τό φῶς του ὅλοι, ἀλλά νά τό βλέπουν ἕνας, δύο, τρεῖς, ἀνάλογα. Οἱ περιπτώσεις εἶναι ἀπειράριθμες.

Ἀναφέρει ὁ Γέρων Ἰωακείμ Σπετσιέρης ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι εἶχε δῆ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, - πού ἐβάπτισε τόν γνωστό μας π. Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, - νά ἀστράφτη, καί τόσο ἐγοητεύθη, πού ζητοῦσε διακαῶς ἀπό τούς παρευρισκομένους νά πάρη πληροφορίες περί τοῦ ἀνδρός. ''Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἱερέας, ἀπό ποῦ εἶναι, κλπ.'' Τόσο, μά τόσο πολύ εἶχε γοητευθῆ. Κι αὐτή ἡ μαρτυρία τοῦ Γέροντος Ἰωακείμ Σπετσιέρη, πού ἦτο ἄνθρωπος λόγιος καί μεγάλης πνευματικῆς ἐμβέλειας, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, μέ τήν ἔννοια, ὅτι εἶναι μία πληροφορία διαφορετικῆς φύσεως ἀπό ἐκεῖνες πού συνέλλεξε ὁ π. Παΐσιος ἀπό διάφορους Φαρασιῶτες, πού ἄλλοι εἶχαν μόνο ἀκούσει καί ἄλλοι εἶχαν προλάβει καί εἶχαν ζήσει τόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη. Αὐτή εἶναι μία περίππτωσι...

Μπορεῖ ὅμως κάποιος ἄλλος, νά ἔχη αἴσθησι τοῦ ἀκτίστου Φωτός, νά ἔχη κυριολεκτικά παραλύσει ἀπό τήν ὑπερβολική δόσι θεϊκῆς ἡδονῆς καί οἱ ἄλλοι, γύρω του, νά μή ἀντιλαμβάνονται ἀπολύτως, μά ἀπολύτως, τίποτε.

Ὑπάρχουν βέβαια καί περιπτώσεις μεταξύ τῶν ἄλλων, πού κάποιος χωρίς ὁ ἴδιος νά αἰσθάνεται ἐκείνη τήν στιγμή τό θεῖο Φῶς, κάποιος ἄλλος, ἤ κάποιοι ἄλλοι νά τόν βλέπουν ἐξαστράπτοντα, ἤ νά τόν βλέπουν ἀλλοιωμένο ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ - ἐξαρτᾶται, καί τί εἴδους μορφή - νά εὑρίσκεται δηλ. σέ ἄλλη πνευματική διάστασι χωρίς ὁ ἴδιος, ἐκείνη τήν στιγμή, νά καταλαβαίνη τίποτε - δέν ξέρομε γιά ποιόν λόγο, ἴσως, εἴτε γιά νά εἶναι πρός τούς ἄλλους πιό φυσικός, εἴτε γιά νά μήν ἔχη κάποια συστολή καί ντροπή, ἀπό ταπείνωσι, γιατί ὅσοι ἔχουν αὐτές τίς καταστάσεις δέν θέλουν, ἐννοεῖται, ὁ Θεός νά τούς δοξάζη.

Πολλές εἶναι οἱ παρόμοιες περιπτώσεις πού ἀναφέρονται στό Γεροντικό, ὅπως π.χ. ἡ περίπτωσις ἑνός μοναχοῦ, πού παρακαλοῦσε τόν Θεό νά μή τόν δοξάση καθόλου ἐπί τῆς γῆς, μᾶλλον τό ἀντίθετο νά τοῦ συμβῆ. Ἐκεῖνον, χωρίς νά τό καταλαβαίνη, ὅταν περπατοῦσε κάποιες φορές, οἱ ἄλλοι τόν ἔβλεπαν μέ θεϊκό Φῶς, νά τόν περιβάλλη ἐκεῖνο τό Φῶς, πού προανεφέραμε εἰς τήν ἀγάπη σας, χωρίς δηλ. ὁ ἴδιος νά τό ἀντιλαμβάνεται ἐκείνη τήν στιγμή, ἄν καί ἄλλες στιγμές ὁ ἴδιος εἶχε τήν ἐμπειρία καί τήν αἴσθησι αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ Φωτός, χωρίς, βέβαια, αὐτό πού λέμε νά εἶναι ἀπόλυτο.

Τώρα, γιά ποιούς λόγους γίνεται αὐτό ἔτσι; Ὁ Θεός μόνο ξέρει ὅλους τούς λόγους καί τίς αἰτίες, τό γιατί δηλ. συμβαίνει νά μή καταλαβαίνη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὅτι κάτι ὑπερφυσικό τοῦ συμβαίνει, τήν στιγμή πού οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν νά τόν περιβάλλη θεῖο Φῶς.

Βλέπετε, λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τί ἀμέτρητα καί γοητευτικώτατα μυστήρια κρύβει ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Γι᾽ αὐτό, ποτέ, μά ποτέ δέν πρέπει νά αἰσθανώμεθα πνευματική αὐτάρκεια. Διότι, αὐτό εἶναι ἕνας ἄχαρος καί κρύος εὐσεβισμός καί μία καθηκοντολογία, ἐπειδή  ὅλα αὐτά εἶναι δείκτης πνευματικῆς στειρότητος, γιά νά μή ποῦμε καί τυφλότητος. Διότι, ὅσο κανείς ἀγωνίζεται, τόσο  διευρύνονται οἱ πνευματικοί του ὁρίζοντες, καί ὅσο αὐτοί οἱ πνευματικοί προσωπικοί του ὁρίζοντες διευρύνονται, τόσο περισσότερο εἶναι εἰς θέσιν νά ἀντιληφθῆ τήν πνευματική του πτωχεία. Ὧδε ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὧδε τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος.

Καί, ἐπειδή αὐτά μᾶς ἀρέσουν νά τά ἀκοῦμε, ποτέ νά μή ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ μοναδικός μας στόχος δέν εἶναι, οὔτε τά θεῖα Φῶτα, οὔτε κάποια ἀπό αὐτά πού ἀνεφέραμε. Ἐμεῖς, ἐδῶ, τά ἀνεφέραμε κυρίως γιά νά δοῦμε πόσο πίσω εἴμαστε καί αὐτό εἶναι ἕνα κίνητρο γιά ταπείνωσι, ἔστω τῶν ἀρχαρίων.

Ποτέ ὅμως νά μή ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ μοναδικός μας στόχος δέν πρέπει νά εἶναι ἄλλος, ἀπό τί; Ἀπό τήν ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου ἀπό ὅλα αὐτά τά πνευματικά ἐσωτερικά φίδια, τά ὁποῖα μᾶς περιζώνουν, ἤ μᾶλλον, βγαίνουν ἀπό μέσα μας, καί τά ὁποῖα πρέπει, πρῶτα μέ τόν ἀγῶνα, νά βγοῦν στήν ἐπιφάνεια καί, μετά, ἡ θεία Χάρις, μακροπρόθεσμα, νά τά θανατώση. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού θά τά θανατώση. Ἀλλά, ἐμεῖς πρέπει νά ὑποστοῦμε τίς ὀδυνηρές συνέπειες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ἐγχειρήσεως.

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νικῶν, ἀλλά δέν εἶναι ντροπή νά τό ποῦμε - καί αὐτό συμβαίνει στούς Ἁγίους - ὅτι οἱ Ἅγιοι ὑποφέρουν, δείχνουν δηλ. τήν προαίρεσί τους - καί αὐτό ἔχει ἀξία, διότι, ἄν δέν τήν ἔδειχναν δέν θά εἶχε καμμία ἀξία ἡ στεφάνωσίς τους, διότι διαφορετικά ὁ Θεός θά ἦταν προσωπολήπτης, ὅπερ ἄτοπον.

Δίνουν, λοιπόν τήν προαίρεσί τους, ὑποφέρουν κατά Θεόν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, διακριτικῶς καί εὐστόχως - διότι μπορεῖ νά ὑποφέρης, ἀλλά αὐτό νά μήν εἶναι κατά Θεόν - ἀλλά ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, τελικά, νικᾶ. Τό ἕνα δηλ. δέν ἀναιρεῖ τό ἄλλο.

Γιά τήν ἀπέκδυσι λοιπόν τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου, πρέπει νά ταπεινώσωμε τόν ἐγωκεντρισμό τοῦ σώματός μας, τήν σαρκολατρεία, τά πάθη τῆς σαρκός τά ἀτελείωτα, τήν γαστριμαργία, ὅλα τά τῆς πορνείας κ.λ.π. δέν εἶναι ντροπή νά τά λέμε ὅλα αὐτά, ἄλλωστε προηγουμένως ἀνεφέραμε τούς τρεῖς ἐξόχους παρθένους τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παρθενία καί ἡ ἁγνεία, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι, δέν ἐξαντλεῖται μόνο σέ κάποιες πράξεις - ἐντολές, πού πολλές φορές αὐτές δέν τίς τηροῦμε ὅπως πρέπει, ἀλλά εἶναι καί ἡ ἁγνότης τῶν αἰσθημάτων, τῶν λογισμῶν, καί δέν ἔχει τελειωμό ὅλη αὐτή ἡ κατάστασις.

Γιά ὅσους δέν τό ξέρετε, ἀναφέρομε, ὅτι ἐδῶ, στήν γειτονιά μας, ὁ π. Ἰάκωβος Τσαλίκης, ὅταν πήγαινε στήν Ἀθήνα καί ἀναγκαζόταν ὁ γιατρός, γιά θέματα ὑγείας, νά δῆ γιά λίγο τό στῆθος του, ἠσθάνετο, ἄκουσον, ἄκουσον, ὅτι ἐπόρνευε - ἔτσι τό ἔνοιωθε ὁ ἄνθρωπος καί ἔτσι τό ἀναφέρομε - ἐπειδή ὁ γιατρός τοῦ κοιτοῦσε λίγο τό στῆθος του. Αὐτό, ἐμεῖς τώρα, νά μή τό ἑρμηνεύσωμε μέ τά δικά μας τά μυαλά, ἁπλῶς νά θαυμάσωμε τήν ἀρετή τοῦ ἀνδρός. Αὐτό τό ἔλεγε δημόσια καί μέ συναίσθησι, μέ πόνο, παρακαλῶ.

Ἔλεγε δηλ., ὅτι ''μέ ταπείνωσε ὁ Θεός καί πηγαίνω στήν Ἀθήνα καί κάθε φορά πού πηγαίνω στήν Ἀθήνα πορνεύω''! Καί ἐννοοῦσε αὐτό δηλ. - νά μή πάη τό μυαλό μας κάπου ἀλλοῦ.

Ἤ, σέ ἄλλη περίπτωσι, συνέβαινε σέ κάποιους ἀσκητές καί ἡσυχαστές, ὅταν ἔφευγε ὁ νοῦς τους ἀπό τήν νοερά προσευχή, πρᾶγμα σπάνιο, ἠσθάνοντο ὅτι ἐπόρνευαν, μέ τήν ἔννοια, ὅτι ἔφευγε ὁ νοῦς τους, ἡ πνευματική τους καρδία, ἀπό τήν ἐπαφή πού συνέχεια εἶχαν μέ τό πνευματικό κέντρο, πού εἶναι ὁ Θεός.

Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἀλλά, ἐμεῖς πρέπει, σιγά-σιγά, νά ξεκινήσωμε μέ τό νά χτυπᾶμε τά πάθη τῆς σαρκός, γιατί αὐτό εἶναι τό πρῶτο βῆμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μέ τήν νηστεία, γιατί χωρίς νηστεία δέν γίνεται τίποτε - ἀλλά πρέπει ἡ νηστεία νά εἶναι σωστή - καί στήν συνέχεια νά μετέλθωμε ὅλα τά ὑπόλοιπα ἀσκητικά ὅπλα. Διότι, ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους, καί ἀπό τούς λαϊκούς, καί ἀπό τούς ἐγγάμους, καί ἀπό τούς ἡλικιωμένους, καί ἀπό τούς νέους, ἀσκητική ζωή μέ διάκρισι. Πρέπει ὅλοι νά εἴμαστε ἀσκητές.

 Δέν ἔχει ἔννοια ὁ Χριστιανός νά μήν εἶναι ἀσκητής, διότι δέν εἶναι τότε Χριστιανός, ἀφοῦ εἶναι ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τί λέγουν ὁ ἀπ. Παῦλος καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, στήν Ἁγία Γραφή, περί αὐτῶν; Ἄς μή τά ἀναλύσωμε τώρα. Ἀπαιτεῖται νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοή σέ διακριτικό πνευματικό, γιά νά διακρίνωμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά διακρίνωμε πῶς πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε, ἐπειδή ἐμεῖς δέν ἔχομε τήν διάκρισι τῶν πνευμάτων και τῶν λογισμῶν. Πρέπει δηλ. νά χτυπήσωμε τόν ἐγωκεντρισμό τοῦ πνεύματός μας, ὥστε νά ἀφήσωμε ὅλα τά ἁμαρτωλά μας θελήματα. Γιά μᾶς δέ τούς μοναχούς, πολλές φορές ἀπαιτεῖται νά ἐγκαταλείψωμε καί τά φυσικά μας θελήματα, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καί πράγματα που δέν εἶναι αὐτά καθ᾽ ἑαυτά ἁμαρτωλά, ὅταν μᾶς τό ζητάη ὁ Γέροντάς μας, ἤ ὅταν ἐμεῖς, θεληματικά, τόν ρωτᾶμε κάτι καί ἐκεῖνος ἔτσι κρίνει ὅτι πρέπει νά κάνωμε.

Καλό δηλ. εἶναι νά ἀφήνωμε καί τά φυσικά μας θελήματα, πού δέν εἶναι, αὐτά καθ᾽ ἑαυτά, ἁμαρτωλά. Αὐτό, βέβαια, ἰσχύει, ἐπαναλαμβάνομε, μόνο γιά μοναχούς. Νά κάνωμε αὐτήν τήν σαφεστάτη διάκρισι, γιατί πολλά παρατράγουδα συμβαίνουν καί στόν τομέα αὐτόν.

Καί, γενικῶς, ὅπως ἔλεγε καί ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, κυρίως γιά μοναχούς, ὁ ὑποτακτικός, ἐκτός ἀπό τά ἁμαρτωλά θελήματα πού πρέπει νά ἀφήνη, πρέπει νά πηγαίνη - κοιτᾶξτε τί χαριτωμένα τό ἔλεγε - ''μέ τά νερά'' τοῦ Γέροντά του. Ὅπως δηλ. τό ξύλο, ὅταν τό κόβουμε, ἔχει τά νερά του καί πρέπει νά πηγαίνωμε μέ τά νερά του κατά τήν κατεργασία του, ἔτσι καί ὁ ὑποτακτικός πρέπει νά πηγαίνη πάντα, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ''νερά'' τοῦ ἑκάστοτε Γέροντά του.

Αὐτό εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄς μή κρυβώμαστε, ἐκεῖνο πού, κυρίως, λείπει ἀπό τούς συγχρόνους, καλούς, κατά τά ἄλλα, Χριστιανούς, δηλ. τό κατά Θεόν σταυρικό φρόνημα, τό θεληματικό ἑκούσιο θάψιμο τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας, ἤ, καλύτερα τῶν παθῶν μας, γιά νά βροῦμε -  καί μόνο ἔτσι θά βροῦμε καί θά λαμπικάρωμε - τόν χαμένο καί κατακερματισμένο ἑαυτό μας.  Μόνο δηλ. ἔτσι θά γνωρίσωμε τήν χαρά, τήν ἀληθινή, τήν πνευματική χαρά, «τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», ὄχι χαρά συναισθηματική ἤ διανοητική, ἀλλά τήν ὀντολογική ὑπαρξιακή ἐν Θεῷ χαρά καί θεϊκή ἡδονή, θά γνωρίσωμε δηλ. τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἀνάστασι τῆς ψυχῆς μας.

Διότι, πολλές φορές, δυστυχῶς, κάνομε μέν ὅ,τι κάνομε γιά τόν Χριστό, ἀπό ἀγάπη στόν Χριστό προσπαθοῦμε, προσφέρομε, κουραζόμαστε, κάνομε ἐλεημοσύνη, προσευχές, συμμετέχομε σέ διάφορες ἐκδηλώσεις, σέ προσκυνήματα, σέ ἀγρυπνίες...

Ὅλα λοιπόν αὐτά εἶναι καλά καί ἅγια, ὅταν τά κάνωμε, γιατί, πολλές φορές, οὔτε αὐτά κάνομε. Ἀλλά, τό μέγα μας καί ὀλέθριο δυστύχημα - νά ποῦμε, κάποιες φορές, νά ποῦμε, πολλές φορές; Κύριος οἶδε - εἶναι ὅτι, ἀνεξάρτητα, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, σέ τί συχνότητα ἀγωνιζόμαστε, ποιοτικῶς καί ποσοτικῶς, ἀνεξάρτητα μέσα ἀπό ποιό πρίσμα προσβλέπομε στόν Χριστό, ἀπό ποιό πόστο ὑπηρετοῦμε τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, ἀπό τό ποῦ ἐκλήθημεν, ἀπό τό τί κλίσι ἔχομε, τί ἐπιλέξαμε δηλ., εἴτε εἴμαστε λαϊκοί, εἴτε εἴμαστε μοναχοί, ἔγγαμοι, ἄγαμοι, μεγάλοι, νέοι, κλπ., παρά τόν ὑποτιθέμενο ἀγῶνα μας, ὅταν δηλ. καί ἐάν ὑπάρχη.

Τελικά, ἀντί νά ἀγωνιζώμαστε ἀλύπητα, μέ «μῖσος ἄμισον», καί μέ αὐτομεμψία, κατά τοῦ παλαιοῦ ἡμῶν ἀνθρώπου, κατά τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅλως περιέργως - τί κακός ἐσωτερικός πνευματικός μηχανισμός ἀμύνης εἶναι αὐτός; - ''ἀγωνιζόμαστε'' καί ἀγωνιοῦμε πῶς, τελικά, παρά ταῦτα, νά περισώσωμε, τήν κατάλληλη στιγμή, τά γλυκόπικρα τερτίπια τῶν ποικίλων καί δυσκολοδιακρίτων παθῶν μας.

Θέλομε, δηλ., νά περισώσωμε τό φίλαυτο ἐγώ μας, ὅταν προκύπτουν οἱ κατάλληλες συγκυρίες, οἱ κατάλληλες στιγμές, οἱ ἀδικίες δηλ., τά διάφορα γεγονότα, ἀρκεῖ νά ἁρπάξωμε τίς εὐκαιρίες. Δηλ., ἀντί νά χτυπήσωμε τόν ἑαυτό μας, νά κόψωμε τό θέλημά μας, νά ζητήσωμε νά μάθωμε πράγματι τί θέλει ὁ Θεός καί νά μή γλυκαινώμαστε ἀπό διάφορες ἄλλες ἐμπαθεῖς κινήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἴτε ἐξ ἀριστερῶν, εἴτε καί ἐκ δεξιῶν, γιατί κι ἐμεῖς οἱ μοναχοί, πολλές φορές, ἐπηρεαζόμαστε ἀπό ἐπαίνους τοῦ κόσμου, καί κατά βάθος θέλομε τόν ἔπαινο τοῦ κόσμου, δέν θέλομε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄν καί νομίζωμε ὅτι τό θέλομε. Καί πολλά ἄλλα, ἀτελείωτα... Καί γι᾽ αὐτό ἀποτυγχάνομε, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ γενικώτερο ἐπίπεδο. Κρίμα, κρίμα, κρίμα...

Καί μετά, κάνομε ἀναλύσεις καί συσκέψεις, ἄμεσα, ἔμμεσα, μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς γνωστούς μας, γιά νά βροῦμε τίς αἰτίες, ἔξω ἀπό τόν ἐμπαθῆ καί ταλαίπωρο ἑαυτό μας, ἐνῶ οἱ πλεῖστες ὅσες αἰτίες εἶναι μόνο μέσα στόν ἑαυτό μας. Ἐάν, ὅμως, ὑποτεθείσθω, ὑπάρχουν καί ἄλλες αἰτίες, ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἄν τίς ἐκμεταλλευθοῦμε, μέ τήν καλή τήν ἔννοια, ὅλα αὐτά θά ἀποτελέσουν τό μεγαλύτερο κίνητρο καί τήν μεγαλυτέρα γενεσιουργό αἰτία τῆς προσωπικῆς μας προόδου καί προσωπικῆς μας ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεως.

Καί, γιά νά μιλήσωμε πιό συγκεκριμένα, μπορεῖ νά προσκυνᾶμε μέ πίστι καί εὐλάβεια τίς εἰκόνες ὅλων τῶν Ἁγίων ὅμως, ἄν δέν ἀφηνώμαστε στό πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὔτε μιμούμαστε στήν πρᾶξι τό φρόνημα τῶν Ἁγίων, αὐτό δέν ἐπαρκεῖ. Μάλιστα δέ, ἐάν ἐπί παραδείγματι κάποιο παιδί μας ἔχει ὄντως τίς προϋποθέσεις καί θελήση νά μιμηθῆ πράγματι τήν ζωή ἑνός Ἁγίου, πού ἐμεῖς οἱ ἰδιοι ἀπό μικρό παιδί τοῦ μαθαίναμε νά προσκυνάη τόν Ἅγιο, τοῦ διαβάζαμε τόν βίο του...

Ἄν αὐτό τό παιδί ἔχη τίς προϋποθέσεις, καί θελήση νά μιμηθῆ τήν ζωή τοῦ Ἁγίου  πολλές φορές, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, μέ διάφορες καλοστημένες και εὐσεβοφανεῖς δικαιολογίες, προσπαθοῦμε νά τό ἀποτρέψωμε, ἄν ὄχι ἄμεσα, πάντως ἔμμεσα καί νά τοῦ στρέψωμε τήν προσοχή σέ ἄλλα πνευματικά σκάμματα τά ὁποῖα ὅμως, εἶναι πολύ ὑποδεέστερα ποιοτικά, ἀπό τήν ἐπιλογή πού θά ἤθελε νά κάνη τό παιδί μας. Κι ἔτσι, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, λίγο-πολύ, γινόμαστε τρόπον τινά θεομάχοι, ἐπειδή ἐμποδίζομε τό ἔργο τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεός, βέβαια, νά μᾶς ἐλεήση.

Δηλ., πάλι νά τό γενικεύσωμε, ''κλωτσᾶμε'' στήν πρᾶξι τίς εὐκαιρίες πού εἴτε μᾶς στέλνει ὁ Θεός, εἴτε μᾶς συμβαίνουν ἀπό τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων... Βέβαια, μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου, «δόξα τῷ Θεῷ» πού ὑπάρχουν καί αὐτές οἱ  ἀρνητικές συγκυρίες, ἄν καί δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν. Ἀλλά ἀφοῦ ὑπάρχουν ὅλα αὐτά, εἶναι τελικά ἕνα πλούσιο ὑλικό πού μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ ἀπό ἐμᾶς πρός χάριν τῆς πνευματικῆς μας προόδου, τό ὁποῖο ὅμως ἀφίνομε νά πηγαίνη χαμένο. Καί μετά ἀπό τήν ἄλλη, προσπαθοῦμε, ματαίως καί ἀνεπιτυχῶς, νά προσφέρωμε στό γεώργιο τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τόν λογισμό μας, σύμφωνα μέ τόν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας, σύμφωνα μέ ὅ,τι ἀρέσει σέ μᾶς, καί ὄχι ὅπως ὁ Θεός θά ἤθελε, ἄν καί μᾶς ἔδωσε εὐκαιρίες νά καταλάβωμε, ὅτι ἔτσι θά ἤθελε ὁ Θεός νά πράξωμε.

Ἀλλά, δυστυχῶς, κινούμεθα ὅπως μᾶς ἀρέσει καί ὀρθώνομε ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐθελοτυφλῶντας, χωρίς δηλ. νά ἔχωμε δικαιολογίες καί ἐλαφρυντικά. Διότι, ἐκτός τῶν ἄλλων, βάζομε, πάνω καί πέρα ἀπό ὅλα, τήν δική μας ἐμπαθῆ λογική, γιατί δέν θέλομε νά σταυρώσωμε τόν ἑαυτό μας, τήν ἀδυναμία μας, τά πάθη μας. Καί λέμε ὅτι ''ἐγώ ἔχω αὐτήν τήν ἱκανότητα'', δῆθεν, ἐνῶ αὐτό εἶναι μία ἀδυναμία, ἕνα πάθος. Διότι, καί τό πιό καλό πρᾶγμα, ὅταν δέν γίνεται σωστά, ὅταν ἔχωμε ἐξάρτησι ἀπό αὐτό, τί εἶναι; Οὐσιαστικά, εἶναι ἕνα πάθος. Πόσῳ μᾶλλον, ὅλα τά ὑπόλοιπα...

Σκεφθεῖτε, ἐπί παραδείγματι, κατά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἔλαβε χώρα ἡ θαυμαστή ἁλιεία, πού ὅλην τήν νύχτα ψάρευαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ καί δέν μπόρεσαν νά πιάσουν κανένα ψάρι, ἐνῶ, στήν ἀρχή δέν ὑπῆρχε κανένα ψάρι στά δίχτυα τους, μετά, κατόπιν τῶν ρημάτων τοῦ Χριστοῦ, κάνοντας ὑπακοή, ξαναέρριξαν τά δίχτυα καί γέμισαν ἀπό ψάρια, τόσο, πού ἐκόντευαν νά σπάσουν τά δίχτυα τους ἀπό τά πολλά  ψάρια.

Σκεφθεῖτε λοιπόν, ὅταν μετά ἀπό αὐτό τό ὑπερφυσικό γεγονός, πού τούς προέτρεψε  ὁ Χριστός, νά ἀφήσουν τά ψάρια καί νά τόν ἀκολουθήσουν εὐθέως, σκεφθεῖτε νά τοῦ ἔκαναν οἱ Μαθηταί, κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καί νά τοῦ ἔλεγαν «κρίμα, αὐτό εἶναι μεγάλη σπατάλη, νά πᾶνε τά ψάρια χαμένα,  πρῶτα Χριστέ μου νά πουλήσωμε τά ψάρια, πού παρ᾽ ἐλπίδα καί ἐξ αἰτίας σου πιάσαμε, καί ἔπειτα νά σέ ἀκολουθήσωμε»!

Ὅταν διατάζη καί προτρέπη ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ὑπάρχει ''ἀλλά'', δέν ὑπάρχει δικαιολογία, δέν ὑπάρχει δεύτερη κουβέντα, δέν ὑπάρχει κανένας ὀρθολογισμός, ὅσο εὐσεβοφανής καί νά εἶναι.  Ἀπαιτεῖται, δηλ., πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό.

Ἄλλο παράδειγμα: Ἄς ἀναλογισθοῦμε, τί ἐμπιστοσύνη ἔδειξε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, στό ''ἐν τούτῳ νίκα''. Ὅταν δηλ., σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶδε τό ὅραμα μέ τόν Σταυρό, καί τίς λέξεις ''μέ αὐτόν νά νικᾶς'', μέ τό σύμβολο δηλ. τοῦ Σταυροῦ. Βέβαια, αὐτό, τώρα, σ᾽ ἐμᾶς, δέν κάνει καί τόσο αἴσθησι καί ἐντύπωσι - καί μοιραῖα καί δικαιολογημένα, ἴσως, καί ἀναπόφευκτα, θά λέγαμε -, γιατί, ἐνθυμούμενοι τό ''ἐν τούτῳ νίκα'', αὐτόματα, στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μας, ξέρομε τήν τελική ἔκβασι τῶν γεγονότων πού ἀναφέρονται στόν Μέγα Κωνσταντῖνο, πῶς δηλ. πράγματι, μετά, ἐνικοῦσε μέ τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ.

Ὅμως, τότε, ὁ ὄντως Μέγας Κωνσταντῖνος δέν ἐγνώριζε τήν μελλοντική ἔκβασι τῶν γεγονότων, οὔτε ἐζήτησε ἐγγυήσεις ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο γιά νά κάμψη γόνυ στό θεῖο πρόσταγμα, γιατί τότε, τό ''ἐν τούτῳ νίκα'', μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἐφαίνετο ἀμφίβολο καί ὄχι βέβαιο. Καί σέ αὐτό ἔγκειται ἡ ἀρετή του, στήν ἐμπιστοσύνη δηλαδή πού ἔδειξε τότε, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, στό ὄντως θεῖο πρόσταγμα, κάτω δηλ. ἀπό ἐκεῖνες τίς συνθῆκες, τίς ἐμπειρίες καί τίς γνωστικές δυνατότητες.

Βέβαια, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, παμμέγιστο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωσις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού εἶπε ἐκεῖνο τό περίφημο ''ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου''. Δέν εἶπε δηλ. στόν Ἀρχάγγελο ''πῶς εἶναι δυνατόν  νά κυοφορήσω, χωρίς νά φαίνωμαι στό Νόμο ὅτι ἔχω ἄντρα'', ἐφ᾽ ὅσον ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ἀγνοοῦσε ὅλα τά ὑπερφυῆ, τά ὁποῖα ἔλαβαν χώρα κατά τόν Εὐαγγελισμό Της, πού μέ τρόπο δηλ. ὑπερφυσικό συνέλαβε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στά ἄχραντα σπλάγχνα Της. Ἤ, δέν εἶπε ἡ Παναγία ''τί θά πῆ ὁ κόσμος γιά μένα;''

Διότι, οὔτε στήν Παναγία εἶχαν δοθῆ οἱ ἀπαιτούμενες ἐγγυήσεις, πού θά ζητοῦσε κάθε λογικός καί συνετός καί σώφρων ἄνθρωπος... Ἀλλά, καί πέραν τούτου, ἡ Παναγία, ἀργότερα, ὄντως καί θεληματικῶς καί προθύμως ὑπέστη, καί τί δέν ὑπέστη, γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καί στήν Αἴγυπτο ἔφθασε, προκειμένου νά γίνη, θεληματικά, τό κατ᾽ ἐξοχήν ὄργανο τῆς θείας εὐδοκίας γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου, καί τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ἀγγέλων καί γιά τόν ἀνακαινισμό ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.

   Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε μέ ἀφορμή τήν σημερινή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης, αὐτά ἔγιναν τότε, ἐπί βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καί ἀνάλογα θαυμαστά γεγονότα γίνονται καί θά γίνωνται, διαχρονικά, μέσα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, γιατί ἡ Παναγία πάντα σκεπάζει καί θά σκεπάζη τούς πραγματικούς Χριστιανούς. Ἄλλωστε, ἰσάξια γεγονότα, ἔλαβαν χώρα καί κατά τό Ἔπος τοῦ 40.

Ὅμως, ἀντί ἐπιλόγου, καί ὄχι ἀπαισιοδοξίας ἕνεκεν, ἀλλά γιά να ἔχωμε κίνητρο γιά νά μετανοοῦμε μιά ὁλόκληρη ζωή, ἄς ἀναφέρωμε τό ἑξῆς σχετικά πρόσφατο γεγονός, πού ἀφορᾶ τήν προσφάτως ἀνακηρυχθεῖσα Ἁγία Σοφία,  στήν Δυτική Μακεδονία.

Κάποτε ἐθεάθη ἄκρως συγκινημένη καί λυπημένη, καί, ὅταν ἐρωτήθη γιά ποιόν λόγο αἰσθανόταν ἔτσι, ἀπεφάνθη ἡ Ἁγία Σοφία, λέγουσα, ὅτι εἶδε τήν Παναγία Μητέρα μας νά κλαίη καί νά λέη στήν Ἁγία μεταξύ τῶν ἄλλων, τά ἑξῆς. Ἀκοῦστε τί σοβαρός λόγος ἐλέχθη: «Ἔφυγε ἡ παρθενία ἀπό τήν Ἑλλάδα». Εἶπε κι ἄλλα ἡ Παναγία, πού γιά λόγους διακρίσεως δέν πρέπει νά τά ἀναφέρωμε καί τά ὁποῖα εἶναι ἐξ ἴσου σοβαρά. Σημειωτέον, ὅτι αὐτό ἔλαβε χώραν πρίν τό 1974, γιατί τότε ἐκοιμήθη ἡ Ἁγία Σοφία.

Σκεφθεῖτε δηλ., τί θά ἔλεγε ἡ Παναγία μας σήμερα, ἐν ἔτει 2012, μετά ἀπό ὅλα τά σημερινά μας ''κατορθώματα''. Γιατί, κάθε ἄλλο παρά κατορθώματα εἶναι, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ ἐθνικό ἐπίπεδο, καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, καί σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Τί γίνεται μέ τόν Οἰκουμενισμό, μέ τό α´, μέ τό β´..... Τά ξέρετε.

Καί τοῦτο, διότι ἡ σημερινή κοινωνία εἶναι, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, θεληματικά μία ἀσκεπής πνευματικά κοινωνία, εἶναι μία χωρίς οὐράνια σκέπη ἁμαρτωλότατη κοινωνία καί ἀκάλυπτη σέ ὅλες τίς μορφές τῶν πνευματικῶν καταιγίδων κ.λ.π. Καί τοῦτο, διότι δέν καταφεύγομε ἔμπρακτα, καί ὡς ἄτομα, καί ὡς κοινωνία, στήν ὁλόφωτη καί ἀκατάλυτη Σκέπη τῆς Παναγίας Μητέρας μας.

Ὀψόμεθα. Καί ἐλπίζομε.

Εὔχομαι, διά πρεσβειῶν Της, νά ἀνανήψωμε πνευματικά. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται, καί μόνο ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται. Καί τότε, καί προσωπικά, καί καθολικά, νά εἴμαστε ὑπερβέβαιοι, ὅτι θά γνωρίσωμε καί θά βιώσωμε, ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἀπό ἐδῶ καί τώρα, τήν κραταιά Της καί ἀπόρθητη Ἁγία Σκέπη.

Καί, τότε, πάντα τά ὑπόλοιπα, γιά τά ὁποῖα τόσο ἀγωνιοῦμε, ''προστεθήσεται ἡμῖν'', σύμφωνα μέ τό ἀψευδές καί προφητικό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν. Γένοιτο!

Εὐχαριστῶ πάρα πολύ. Νά εὔχεσθε, καί νά μέ συγχωρῆτε, πού, λόγῳ τῆς δικῆς σας μεγάλης προθυμίας καί προσοχῆς, ἄθελά μας, μακρύναμε τόν λόγο.

Νά εἶσθε ὅλοι καλά.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία στήν Ἱ. Μονή Ἁγ. Νικολάου  28-10-2012)

Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου

† ΜΟΝΑΧΟΥ  ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ  ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΥ

«Νεφέλη γαρ Κυρίου ην επί της Σκηνής ημέρας,
 και πυρ ην επ' αυτοίς νυκτός εναντίον παντός Ισραήλ».
(Έξοδος κεφ. μ' 36)

Δέσποινα Θεοτόκε, το κειμήλιον των αρετών, η σκέπη και η καταφυγή πάντων των Χριστιανών, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου και λύτρωσαι ημάς εκ των ορατών και αοράτων εχθρών.


Θεοτόκε Παρθένε, η των ουρανών Πλατυτέρα, εσύ είσαι η κλίμαξ ην ο Ιακώβ εθεάσατο. Δια των ιδικών σου πρεσβειών ανερχόμενοι οι Άγγελοι αναφέρουν εις τον Άγιον Θεόν τας προσευχάς των Χριστιανών. κατερχόμενοι δε μεταφέρουν εις αυτούς την χάριν και τας δωρεάς Αυτού.
Νεφέλη οδηγούσε και εσκέπαζε τους Ισραηλίτας όταν εβάδιζον εις την έρημον και νεφέλη εκάλυπτεν την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Όλα αυτά όμως ήσαν τύπος και σκιά της χάριτος του Θεού2.

Όταν όμως ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Ιησούς Χριστός εσκήνωσεν εν σοι, δια της ενσάρκου οικονομίας αυτού, τότε εσύ Θεοτόκε έγινες η φωτεινή Σκηνή του Αγίου Πνεύματος, φωτίζουσα, σκέπουσα, περιθάλπουσα και οδηγούσα τον νέον Ισραήλ εις τον Παράδεισον, εις την Βασιλείαν των ουρανών.

Πώς να μη σε ευχαριστήσωμεν Πάναγνε διότι με την αστραπόμορφον Σκέπην σου πλημμυρίζεις τας ψυχάς των ευσεβών Χριστιανών με θεία νοήματα; Εσύ Παναγία μας, ως φιλόστοργος Μήτηρ στολίζεις τις ψυχές μας δια των πολλών σου χαρίτων και τας καθιστάς ευαρέστους ενώπιον του Αγίου Θεού.

Η αισχύνη της ψυχικής γυμνότητος δια των πολλών σου χαρίτων καλύπτεται. δια του ιερού σου Μαφορίου3 σκεπάζεις τις ψυχές μας αι οποίαι στερούνται ενδύματος γάμου και δεν ημπορούν να εισέλθουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών.

Πολυύμνητε Κόρη, το ταμείον των θείων δωρεών μη παρίδης τας δεήσεις των πτωχών δούλων σου. Κάθε ψυχή στερουμένη έργων αγαθών προς Σε ανατρέχει. επιποθούσα δε της θείας Χάριτος προς Σε καταφεύγει. Εσύ είσαι η σκέπη και η ευπρέπεια πάντων των εις Σε προστρεχόντων.

Η ευσπλαχνία σου Θεοτόκε, ωσάν θάλασσα ανεξάντλητος επικαλύπτει πάντας τους αμαρτωλούς και επιχέει προς τους δεομένους ιάματα των ψυχών και των σωμάτων.

Κάθε ψυχή, εφ' όσον επικαλείται την βοήθειάν σου Δέσποινα, όσον άμορφη κι αν έχη κατασθή ένεκα της αμαρτίας δεν θα παραμείνη εις την ακοσμίαν αυτής, αλλά αι πρεσβείαι σου θα ελκύσουν επ' αυτήν την χάριν του Αγίου Πνεύματος.

Άνευ των ιδικών σου πρεσβειών και της ιδικής σου προστασίας και Σκέπης ουδείς λυτρούται εκ των ακαθάρτων λογισμών και ουδείς αναβαίνει άνευ των θερμών δεήσεών σου προς τον Θεόν και Πατέρα ημών.

Ω θαυμαστή πρεσβεία πάντων των Ορθοδόξων Χριστιανών! Των προφητών εκπλήρωμα, Αποστόλων δόξα, Μαρτύρων εγκαλλώπισμα, της Παρθενίας το καύχημα και παντός του κόσμου πανθαύμαστος Σκέπη!

Ως όρνις σκέπασον υπό τας αγίας πτέρυγάς σου και περιφρούρησον τα πιστά τέκνα σου, Θεοτόκε Παρθένε.

Καθ' ημέραν πράττομεν τα πονηρά και παροργίζομεν τον δίκαιον Θεόν. Ένεκα των πολλών αμαρτιών μας, υποπίπτομεν εις πολλούς πειρασμούς και θλίψεις. «Πολλαί αι θλίψεις του αμαρτωλού» (Ψαλ. λα' 10).

Πρόφθασον Δέσποινα και δώρησαι μετάνοιαν εις την πατρίδα μας και περίσκεπε αυτήν εκ των επαπειλούντων αυτήν εχθρών. «Εκύκλωσαν με κύνες πολλοί συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με» (Ψαλ. κα' 17).

Δεν θα υπήρχωμεν επί της γης Θεοτόκε, εάν δεν προέφθανον αι πρεσβείαι σου να εξευμενίσουν τον Άγιον Θεόν, προς τον οποίον καθ' ημέραν αμαρτάνομεν.

Παναγία μας, η παραμυθία πάντων των ευσεβών Χριστιανών, λύτρωσαί μας εκ της επικειμένης ημίν δικαίας του Θεού παιδεύσεως.

Σκέπε πάντοτε εκ πάσης απειλής ημάς Δέσποινα, ότι μετά Θεόν τας ελπίδας σοι αναθέμεθα.

Ταις της Πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πρεσβείαις, της ακαταμαχήτου ημών προστασίας, σώσον την κληρονομίαν σου Κύριε, ίνα απροσκόπτως και ελευθέρως δοξάζομεν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά Σου, εις το οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.

μ.μ.
1-10-94


Απολυτίκιον
ήχος α'. Του λίθου σφραγισθέντος

Της Σκέπης σου την χάριν, ανυμνούμεν Παρθένε. ην εν τω πανσέπτω ναώ σου εφήπλωσας τοις πάσι. το θαύμα εκπλήττει πάντα νουν, πώς θείον σου μαφόριον σεμνή, εφηπλούτο πανταχόθεν τοις πιστοίς, τη αίγλη αστραπηφόρον. Χάρις τη αντιλήψει σου Αγνή, χάρις τη θεία Σκέπη σου. Χάρις τη προμηθεία σου, μόνη Πανάχραντε.


1.    Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου μας υπενθυμίζει την ένδοξον αυτής φανέρωσιν εν Βλαχέρναις, την οραθείσαν υπό του Αγίου Ανδρέου και του μαθητού αυτού Επιφανίου. Η Υπεραγία Θεοτόκος δορυφορουμένη υπό των Αγίων Αγγέλων, χειροκρατουμένη δε υπό του Τιμίου Προδρόμου και Ιωάννου του Θεολόγου εισήλθε εις το μέσον του Ναού και κλίνασα το γόνυ αυτής προσηύξατο επί πολλήν ώραν, ραίνουσα με δάκρυα το Θεοειδές αυτής πρόσωπον, υπέρ των πιστών τον Μονογενή αυτής Υιόν δυσωπούσα. Εγερθείσα έπειτα η Θεοτόκος εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα και λαβούσα εκ της Αγίας Σορού το Μαφόριον αυτής ήλθε προ του Βήματος και σεμνοπρεπώς δια των αχράντων αυτής χειρών εφήπλωσεν επάνω του περιεστώτος λαού και εσκέπασεν αυτούς. Όταν δε η Κυρία Θεοτόκος ανέβαινεν εις τους ουρανούς η θεία Σκέπη ολίγον κατ' ολίγον επήρθη, η οποία ήταν η Χάρις αυτής, εκδηλουμένη δια του ιερού αυτής Μαφορίου, φυλαττομένου εις τον Ναόν των Βλαχερνών.

Δια της εορτής αυτής ευχαριστούμεν την Παναγίαν μας, την Προστάτιδα ημών, δια την φανερωθείσαν προς το Χριστιανικόν γένος ευσπλαχνίαν αυτής και δεόμεθα προς αυτήν εκτενώς, ίνα πάντοτε ευσπλάχνως σκέπη ημάς τους αιτούντας την Σκέπην αυτής.

Ως Θεομητορική εορτή η Αγία Σκέπη καθιερώνεται τον Ι’ αιώνα επί Λέοντος του Σοφού.
Εις τον νεώτερον όμως Ελληνισμόν η προστασία της Αγίας Σκέπης εκδηλώθηκε ιδιαίτερα εις το έπος του 1940. Γίνεται νεφέλη δια να κρύψη τον στρατό μας εις τα βουνά της Βορείου Ηπείρου και απλώνει το «Μαφόρι» της αγάπης και σκεπάζει τους αγωνιστάς της τιμής και του δικαίου.

2.    «Η νεφέλη γαρ εγένετο σκιάζουσα επ' αυτοίς ημέρας, εν τω εξαίρειν αυτούς εκ της παρεμβολής» (Αριθμοί κεφ. α' 34).

3. Μαφόριον ή ωμοφόριον: Η Δέσπονα Θεοτόκος με το Μαφόριον εκάλυπτεν την ιεράν αυτής κεφαλήν και τους ώμους. Ήτο δε χρώματος κοκκίνου προς ένδειξιν της ακηράτου αυτής παρθενίας. Δια τούτο και οι ζωγράφοι ιστορούν τας παρθένους αγίας Μάρτυρας με κόκκινον Μαφόριον, τας υπάνδρους με λευκόν και τας μοναζούσας με μαύρον. (Βλέπε και Βασιλειών β’ κεφ. ιγ’. σχετικήν ιστορίαν με την Θάμαρ, θυγατέρα του Δαβίδ....)


«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
        ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»