Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Με μία ποιητική εικόνα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρεται στην δοκιμασία των μαθητών του Κυρίου στη λίμνη Γεννησαρέτ, αμέσως μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων στον ερημικό τόπο και τον χορτασμό χιλιάδων ανθρώπων. Ο Χριστός άφησε τους μαθητές Του να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης με το πλοιάριό τους και ο Ίδιος έμεινε στο βουνό μόνος Του για να προσευχηθεί προσωπικά. Και «το πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων . ην γαρ εναντίος ο άνεμος» (Ματθ. 14, 24). Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, διότι ήταν αντίθετος ο άνεμος. Και τότε ο Χριστός, ενώ οι μαθητές είχαν φοβηθεί από το μέγεθος της τρικυμίας, εμφανίστηκε περπατώντας στα κύματα, τους καθησύχασε ότι ήταν ο Ίδιος καθώς νόμισαν ότι επρόκειτο περί φαντάσματος, έδωσε στον Πέτρο τη δύναμη να περπατήσει κι εκείνος στα κύματα και τον ενίσχυσε στην ολιγοπιστία και τον φόβο του, σώζοντάς τον από τον καταποντισμό. Τέλος, ο άνεμος κόπασε εντελώς, με αποτέλεσμα οι μαθητές του Χριστού να αποδεχθούν ότι ο Κύριος είναι ο Υιός του Θεού.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών χωρίς τον Χριστό. Ενώ γνώριζαν από φουρτούνες, από δοκιμασίες της θάλασσας, ενώ το πλοίο ήταν δικό τους και οι ίδιοι ήταν ναυτικοί, απέναντι στις δυσκολίες του ανέμου ένιωθαν ότι βασανίζονται, γέμισε η καρδιά τους από φόβο και αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Και αυτός ο φόβος ήρθε σε έναν τόπο, τον οποίο γνώριζαν καλά. Ήταν η καθημερινότητά τους πριν συναντήσουν τον Χριστό. Ασφαλώς θα είχαν περιπέσει και στο παρελθόν σε αντίστοιχες φουρτούνες. Όμως τώρα απουσίαζε ο Διδάσκαλός τους. Ήταν μόνοι τους σ’ αυτή τη δοκιμασία. Και το βάσανο φαίνονταν χωρίς διέξοδο. Αντίστοιχη είναι και η δική μας ζωή. Δεν είναι μόνο οι υλικές δοκιμασίες, τις οποίες βιώνουμε στη λίμνη της ζωής. Είναι κυρίως ο φόβος και η αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι εξαιτίας του γεγονότος ότι αισθανόμαστε πως είμαστε μόνοι μας στη ζωή. Δεν βλέπουμε την παρουσία του Θεού, διότι είμαστε βέβαιοι για τη γνώση μας. Για τις δικές μας δυνάμεις. Για την ικανότητα να χειριστούμε το πλοίο της ζωής μας, μέρα και νύχτα, ανεξαρτήτως ανέμων. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς και έτοιμους για κάθε περίσταση, με αποτέλεσμα όταν έρχεται μία μεγάλη δοκιμασία, ενίοτε και αναπάντεχα, να βασανιζόμαστε. Και τέτοιες δοκιμασίες φαίνονται ακατανόητες, όταν στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις. Όταν έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι από το κακό και το βλέπουμε να θεριεύει. Και τότε συνειδητοποιούμε ότι απουσιάζει ο Θεός από την ζωή μας, αλλά αισθανόμαστε παγιδευμένοι και σε αδιέξοδο.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών εξαιτίας του άγχους και του φόβου του θανάτου. Πώς είναι δυνατόν εμείς οι τόσο ικανοί και έμπειροι να κινδυνεύουμε να χάσουμε τη ζωή μας; Να μην μπορούμε να βρούμε αντίδοτο στον αναπάντεχο επισκέπτη, ο οποίος απειλεί να μας αρπάξει; Πώς ενώ παλεύουμε και γνωρίζουμε τι σημαίνει ζωή, ποια η αξία της, ενώ έχουμε τα αγαθά του πολιτισμού μας, την βεβαιότητα ότι είναι σύντομος ο δρόμος προς την απέναντι όχθη, την σωτηρία, την επιβίωση, διαπιστώνουμε ότι ο θάνατος καραδοκεί; Και είναι ποικιλόμορφος ο θάνατος. Έγκειται στην αδυναμία των άλλων να μας καταλάβουν, να συμμεριστούν τον τρόπο σκέψης μας, να ανταποκριθούν σ’ αυτά που τους προσφέρουμε, σ’ αυτά που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να είναι ευτυχισμένοι, σ’ αυτά που γνωρίζουμε ότι μπορούν να τους σώσουν, αλλά και να δώσουν και σε μας τη χαρά να αισθανόμαστε πολύτιμοι γι’ αυτούς και πλήρεις για τη δική μας ζωή. Έγκειται και στη αδυναμία του σώματος, του μυαλού, της καρδιάς να κρατήσει τη νεότητά του, τις δυνάμεις του, τη δίψα για πορεία που θα κρατήσει χρόνια, να υπερβεί τη φθορά. Έγκειται και στην αδυναμία της ψυχής να ελπίσει στον Δωρεοδότη της αιωνιότητας, να νικήσει τον εγκλωβισμό της στην εγκεφαλικότητα και να αναζητήσει φως και αγάπη. Και φοβόμαστε ότι τα πάντα μπορεί να τελειώσουν σε μία στιγμή, διότι η πορεία μας τελικά είναι στο σκοτάδι, και το ξημέρωμα έρχεται όταν εμείς έχουμε αποκάμει να ζητούμε από τους άλλους να μας κατανοήσουν, έχουμε αποκάμει από τις σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες και ο θάνατος φαντάζει αδυσώπητος. Γιατί κι εδώ απουσιάζει ο Χριστός. Νιώθουμε μόνοι μας.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών, διότι δεν είναι δυνατή η πίστη. Έχουν δει τα θαύματα. Πριν από λίγο ο Διδάσκαλός τους προσέφερε τροφή σε χιλιάδες. Ξέρουν ότι ουσιαστικά δεν είναι μόνοι τους. Έχουν ως βάση της πορείας τους την παράδοσή τους, τη θρησκευτικότητά τους, ό,τι τους έκανε αναζητητές του Θεού και την ίδια στιγμή γνώρισαν τον Ίδιο τον Θεό που έγινε άνθρωπος, που τους συνάντησε, τους κάλεσε, τους διάλεξε, τους έδωσε τον εαυτό του, τους έδειξε τη δύναμή Του με το πλήθος των θαυμάτων που έχει επιτελέσει και όμως εκείνοι επιμένουν να αισθάνονται μόνοι τους. Δεν τολμούν να Τον επικαλεστούν, να προσευχηθούν σ’ Αυτόν εκείνη τη δύσκολη ώρα, διότι θεριεύει μέσα τους ο ορθολογισμός και λιγοστεύει ή εξαντλείται η πίστη. Είναι το ανθρώπινο «εγώ» που μπαίνει μπροστά κάθε δύσκολη ώρα. Είναι η αδυναμία να νιώσουν ότι Αυτός στον Οποίο πιστεύουν είναι δίπλα τους και τους παρακολουθεί, ακόμη κι αν δεν Τον βλέπουν. Αυτός είναι και ο δικός μας δρόμος. Πρώτα το «εγώ» μας και μετά η πίστη. Πρώτα ο τρόπος των παραδόσεών μας, του χαρακτήρα μας, του παρελθόντος και του παρόντος μας και αδυναμία, ταυτόχρονα, εναπόθεσης των πάντων στα δικά Του χέρια, στο δικό Του πρόσωπο. Ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν είναι δυνατή η αγάπη μας προς Εκείνον, ώστε Εκείνος να είναι η αρχή και το τέλος μας, το φως στο σκοτάδι μας.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα για να δείξει στους μαθητές Του και στον καθέναν μας ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ότι ο θάνατος δεν μπορεί να μας νικήσει αν πιστεύουμε σ’ Αυτόν, ακόμη κι αν το ξημέρωμα αργεί και ο άνεμος είναι εναντίος. Αρκεί να αφήνουμε κατά μέρος το εγώ μας, τις γνώσεις μας, την πεποίθηση στον κόσμο και στον εαυτό μας και να Τον αφήνουμε Εκείνος να κοπάσει τον άνεμο και να κατευθύνει το πλοίο της ζωής μας στα ήρεμα νερά της Εκκλησίας. Στο φως, την αγάπη και τη χαρά της κοινωνίας μαζί Του που μας ανασταίνει και μας κάνει να μη νικιόμαστε από κάθε βάσανο. Κι εδώ η απόφαση είναι προσωπική, αλλά και συλλογική. Διότι στο πλοίο της ζωής επιβαίνουμε όλοι και ο καθένας μας μπορεί, εκτός από τους δικούς του κόπους, τις δικές του παραδόσεις, τον τρόπο που βλέπει την πορεία και τις δοκιμασίες, να εμπνεύσει στον άλλο την νίκη κατά της ολιγοπιστίας. Την κοινωνία με το Θεανδρικό Πρόσωπο του Κυρίου. Και τότε θα περάσουμε στη απέναντι όχθη, τόσο του παρόντος βίου, όσο και της αιωνιότητας.
Με μία ποιητική εικόνα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρεται στην δοκιμασία των μαθητών του Κυρίου στη λίμνη Γεννησαρέτ, αμέσως μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων στον ερημικό τόπο και τον χορτασμό χιλιάδων ανθρώπων. Ο Χριστός άφησε τους μαθητές Του να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης με το πλοιάριό τους και ο Ίδιος έμεινε στο βουνό μόνος Του για να προσευχηθεί προσωπικά. Και «το πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων . ην γαρ εναντίος ο άνεμος» (Ματθ. 14, 24). Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, διότι ήταν αντίθετος ο άνεμος. Και τότε ο Χριστός, ενώ οι μαθητές είχαν φοβηθεί από το μέγεθος της τρικυμίας, εμφανίστηκε περπατώντας στα κύματα, τους καθησύχασε ότι ήταν ο Ίδιος καθώς νόμισαν ότι επρόκειτο περί φαντάσματος, έδωσε στον Πέτρο τη δύναμη να περπατήσει κι εκείνος στα κύματα και τον ενίσχυσε στην ολιγοπιστία και τον φόβο του, σώζοντάς τον από τον καταποντισμό. Τέλος, ο άνεμος κόπασε εντελώς, με αποτέλεσμα οι μαθητές του Χριστού να αποδεχθούν ότι ο Κύριος είναι ο Υιός του Θεού.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών χωρίς τον Χριστό. Ενώ γνώριζαν από φουρτούνες, από δοκιμασίες της θάλασσας, ενώ το πλοίο ήταν δικό τους και οι ίδιοι ήταν ναυτικοί, απέναντι στις δυσκολίες του ανέμου ένιωθαν ότι βασανίζονται, γέμισε η καρδιά τους από φόβο και αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Και αυτός ο φόβος ήρθε σε έναν τόπο, τον οποίο γνώριζαν καλά. Ήταν η καθημερινότητά τους πριν συναντήσουν τον Χριστό. Ασφαλώς θα είχαν περιπέσει και στο παρελθόν σε αντίστοιχες φουρτούνες. Όμως τώρα απουσίαζε ο Διδάσκαλός τους. Ήταν μόνοι τους σ’ αυτή τη δοκιμασία. Και το βάσανο φαίνονταν χωρίς διέξοδο. Αντίστοιχη είναι και η δική μας ζωή. Δεν είναι μόνο οι υλικές δοκιμασίες, τις οποίες βιώνουμε στη λίμνη της ζωής. Είναι κυρίως ο φόβος και η αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι εξαιτίας του γεγονότος ότι αισθανόμαστε πως είμαστε μόνοι μας στη ζωή. Δεν βλέπουμε την παρουσία του Θεού, διότι είμαστε βέβαιοι για τη γνώση μας. Για τις δικές μας δυνάμεις. Για την ικανότητα να χειριστούμε το πλοίο της ζωής μας, μέρα και νύχτα, ανεξαρτήτως ανέμων. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς και έτοιμους για κάθε περίσταση, με αποτέλεσμα όταν έρχεται μία μεγάλη δοκιμασία, ενίοτε και αναπάντεχα, να βασανιζόμαστε. Και τέτοιες δοκιμασίες φαίνονται ακατανόητες, όταν στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις. Όταν έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι από το κακό και το βλέπουμε να θεριεύει. Και τότε συνειδητοποιούμε ότι απουσιάζει ο Θεός από την ζωή μας, αλλά αισθανόμαστε παγιδευμένοι και σε αδιέξοδο.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών εξαιτίας του άγχους και του φόβου του θανάτου. Πώς είναι δυνατόν εμείς οι τόσο ικανοί και έμπειροι να κινδυνεύουμε να χάσουμε τη ζωή μας; Να μην μπορούμε να βρούμε αντίδοτο στον αναπάντεχο επισκέπτη, ο οποίος απειλεί να μας αρπάξει; Πώς ενώ παλεύουμε και γνωρίζουμε τι σημαίνει ζωή, ποια η αξία της, ενώ έχουμε τα αγαθά του πολιτισμού μας, την βεβαιότητα ότι είναι σύντομος ο δρόμος προς την απέναντι όχθη, την σωτηρία, την επιβίωση, διαπιστώνουμε ότι ο θάνατος καραδοκεί; Και είναι ποικιλόμορφος ο θάνατος. Έγκειται στην αδυναμία των άλλων να μας καταλάβουν, να συμμεριστούν τον τρόπο σκέψης μας, να ανταποκριθούν σ’ αυτά που τους προσφέρουμε, σ’ αυτά που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να είναι ευτυχισμένοι, σ’ αυτά που γνωρίζουμε ότι μπορούν να τους σώσουν, αλλά και να δώσουν και σε μας τη χαρά να αισθανόμαστε πολύτιμοι γι’ αυτούς και πλήρεις για τη δική μας ζωή. Έγκειται και στη αδυναμία του σώματος, του μυαλού, της καρδιάς να κρατήσει τη νεότητά του, τις δυνάμεις του, τη δίψα για πορεία που θα κρατήσει χρόνια, να υπερβεί τη φθορά. Έγκειται και στην αδυναμία της ψυχής να ελπίσει στον Δωρεοδότη της αιωνιότητας, να νικήσει τον εγκλωβισμό της στην εγκεφαλικότητα και να αναζητήσει φως και αγάπη. Και φοβόμαστε ότι τα πάντα μπορεί να τελειώσουν σε μία στιγμή, διότι η πορεία μας τελικά είναι στο σκοτάδι, και το ξημέρωμα έρχεται όταν εμείς έχουμε αποκάμει να ζητούμε από τους άλλους να μας κατανοήσουν, έχουμε αποκάμει από τις σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες και ο θάνατος φαντάζει αδυσώπητος. Γιατί κι εδώ απουσιάζει ο Χριστός. Νιώθουμε μόνοι μας.
Βασανιζόμενον πλοίον η ζωή των μαθητών, διότι δεν είναι δυνατή η πίστη. Έχουν δει τα θαύματα. Πριν από λίγο ο Διδάσκαλός τους προσέφερε τροφή σε χιλιάδες. Ξέρουν ότι ουσιαστικά δεν είναι μόνοι τους. Έχουν ως βάση της πορείας τους την παράδοσή τους, τη θρησκευτικότητά τους, ό,τι τους έκανε αναζητητές του Θεού και την ίδια στιγμή γνώρισαν τον Ίδιο τον Θεό που έγινε άνθρωπος, που τους συνάντησε, τους κάλεσε, τους διάλεξε, τους έδωσε τον εαυτό του, τους έδειξε τη δύναμή Του με το πλήθος των θαυμάτων που έχει επιτελέσει και όμως εκείνοι επιμένουν να αισθάνονται μόνοι τους. Δεν τολμούν να Τον επικαλεστούν, να προσευχηθούν σ’ Αυτόν εκείνη τη δύσκολη ώρα, διότι θεριεύει μέσα τους ο ορθολογισμός και λιγοστεύει ή εξαντλείται η πίστη. Είναι το ανθρώπινο «εγώ» που μπαίνει μπροστά κάθε δύσκολη ώρα. Είναι η αδυναμία να νιώσουν ότι Αυτός στον Οποίο πιστεύουν είναι δίπλα τους και τους παρακολουθεί, ακόμη κι αν δεν Τον βλέπουν. Αυτός είναι και ο δικός μας δρόμος. Πρώτα το «εγώ» μας και μετά η πίστη. Πρώτα ο τρόπος των παραδόσεών μας, του χαρακτήρα μας, του παρελθόντος και του παρόντος μας και αδυναμία, ταυτόχρονα, εναπόθεσης των πάντων στα δικά Του χέρια, στο δικό Του πρόσωπο. Ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν είναι δυνατή η αγάπη μας προς Εκείνον, ώστε Εκείνος να είναι η αρχή και το τέλος μας, το φως στο σκοτάδι μας.
Ο Χριστός περπατά στα κύματα για να δείξει στους μαθητές Του και στον καθέναν μας ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ότι ο θάνατος δεν μπορεί να μας νικήσει αν πιστεύουμε σ’ Αυτόν, ακόμη κι αν το ξημέρωμα αργεί και ο άνεμος είναι εναντίος. Αρκεί να αφήνουμε κατά μέρος το εγώ μας, τις γνώσεις μας, την πεποίθηση στον κόσμο και στον εαυτό μας και να Τον αφήνουμε Εκείνος να κοπάσει τον άνεμο και να κατευθύνει το πλοίο της ζωής μας στα ήρεμα νερά της Εκκλησίας. Στο φως, την αγάπη και τη χαρά της κοινωνίας μαζί Του που μας ανασταίνει και μας κάνει να μη νικιόμαστε από κάθε βάσανο. Κι εδώ η απόφαση είναι προσωπική, αλλά και συλλογική. Διότι στο πλοίο της ζωής επιβαίνουμε όλοι και ο καθένας μας μπορεί, εκτός από τους δικούς του κόπους, τις δικές του παραδόσεις, τον τρόπο που βλέπει την πορεία και τις δοκιμασίες, να εμπνεύσει στον άλλο την νίκη κατά της ολιγοπιστίας. Την κοινωνία με το Θεανδρικό Πρόσωπο του Κυρίου. Και τότε θα περάσουμε στη απέναντι όχθη, τόσο του παρόντος βίου, όσο και της αιωνιότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου