Τα παραπάνω στοιχεία πιστοποιούν ότι, η εορτή του «Καθίσματος» της Θεοτόκου προετοιμάζει μεν ημερολογιακώς την εορτή της Κοιμήσεως, αλλά το εορτολογικό περιεχόμενό της είναι παντελώς διαφορετικό από το γεγονός της Κοιμήσεως. Εάν λάβουμε υπόψη το «αρμενικό λεκτσιονάριο» ή «εκλογάδιο», το oποίο εξέδωσε σε παράρτημα ο Conybeare και περί του οποίου o εκδότης ισχυρίζεται ότι καταγράφει τη λειτουργική πράξη των Ιεροσολύμων κατά τον 6ο αι., συμπεραίνουμε ότι την εποχή εκείνη ισχύει ακόμα η εορτή με το γενικό θεομητορικό περιεχόμενο (η εορτή του «Καθίσματος»). Στο χρονικό αυτό σημείο φαίνεται ότι επαληθεύεται η άποψη του Cabrol περί δημιουργίας της εορτής της Κοιμήσεως υπό το βάρος του κύρους, το οποίο ακτινοβολούσε ο τάφος της Θεοτόκου στη Γεθσημανή.
Οι εορτολογικές εξελίξεις εμφανίζονται καταιγιστικές από τα μέσα του 5ου αι, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) έκτισε ναό προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή. Τρία έτη μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, το 460, εμφανίζεται για πρώτη φορά εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου και στον συγκεκριμένο ναό, εκτοπιζομένης τοιουτοτρόπως της παλαιάς θεομητορικής εορτής του «Καθίσματος». Στο σημείο αυτό πολύτιμη εμφανίζεται η μαρτυρία του «Γεωργιανού Κανοναρίου», ενός κειμένου το οποίο αντικατοπτρίζει την ιεροσολυμιτική λατρεία μεταξύ 450 και 750, το οποιο φαίνεται ότι γνωρίζει ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (645-646) και το οποίο αποτελεί γεωργιανή μετάφραση απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου, η ύπαρξη του οποίου ήταν άγνωστη έως τις αρχές του 20ου αι,.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «Κανοναρίου», στις 15 Αυγούστου «τιμάται η μνήμη της Θεοτόκου στη Γεθσημανή στο ναό του αυτοκράτορα Μαρκιανού («Μαυρικίου» κατά γεωργιανή παραλλαγή». Η επιβεβαίωση των εξελίξεων είναι σαφής: η παλαιά θεομητορική εορτή του ναού της Ικελίας έχει εκτοπισθεί (οι δύο εκδότες του «Κανοναρίου» αναφέρουν ότι η εορτή αυτή μετατοπίσθηκε στις 13 Αυγούστου και εξαφανίσθηκε σταδιακώς, στη θέση της δε κατά τις 15 Αυγούστου τοποθετήθηκε η εορτή της Κοιμήσεως. Ουδείς, βεβαίως, δύναται να συμπεράνει ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων επανέφερε στην ιστορική της μνήμη το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 460 (!). Η εορτολογική έρευνα θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της τιμής ενός θεομητορικού γεγονότος στη συνείδηση της Εκκλησίας (αυτή η τιμή είναι πρωτοχριστιανική) και του ημερολογιακού καθορισμού εορτασμού του (αυτός ο καθορισμός επισυμβαίνει πάντοτε κατόπιν μακρών χρονικών εξελίξεων).
Ευνόητο είναι ότι η περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εορτολογική εξέλιξη δεν μπορεί να εννοηθεί ανεξαρτήτως της διατυπώσεως του ορθοδόξου Μαριολογικού δόγματος κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο. Η από τα μέσα του 5ου αι. εορτολογική παράδοση περί της Κοιμήσεως συμπορεύεται με την εδραίωση του περί της Θεοτόκου ορθοδόξου δόγματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση, διάδοση και καθολική επισημοποίηση της εορτής της Κοιμήσεως. Η επισημοποίηση αυτή επισυμβαίνει περί τα τέλη του 6ου αι., όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), σύμφωνα με τη μαρτυρία Νικηφόρου του Καλλίστου, καθορίζει δια διατάγματος την επιτέλεση της εορτής στις 15 Αυγούστου.
Πρόκειται περί αποκρυσταλλώσεως μιας μακραίωνης θεομητορικής παραδόσεως, ενόσω η εορτή της Κοιμήσεως περιβάλλεται πλέον με νομική ισχύ. Είναι σαφές ότι με το διάταγμα του Μαυρικίου δεν επιτελείται σύσταση νέας εορτής, εφόσον αναφέρεται ότι η σύστασή της έχει συντελεσθεί κατά το παρελθόν. Ο Μαυρίκιος υιοθέτησε επισήμως και καθολικώς την ιεροσολυμιτική ημερομηνία περί της «Μνήμης της Θεοτόκου», συνειδητοποιήσας προφανώς την καθολική ευλάβεια προς το μνήμα της Θεοτόκου στη Γεθσημανή και υπό την αύξουσα ακτινοβολία του εν λόγω προσκυνήματος, όπου συνέρρεε πλήθος προσκυνητών. Δεν φαίνεται, όμως, ότι η κατά τον 6ο αι. αποκρυσταλλωθείσα εορτή της Κοιμήσεως επεβλήθη αυτομάτως σε όλο το εύρος του χριστιανικού κόσμου. Όπως τονίζει τον 7ο αι. ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης, «υπήρχαν κάποιοι τόποι, οι οποίοι δεν εόρταζαν ακόμα την ετήσια μνήμη της Κοιμήσεως», μεταξύ δε αυτών ο Ιωάννης συγκαταλέγει και τη Θεσσαλονίκη.
Οι εορτολογικές εξελίξεις εμφανίζονται καταιγιστικές από τα μέσα του 5ου αι, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) έκτισε ναό προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή. Τρία έτη μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, το 460, εμφανίζεται για πρώτη φορά εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου και στον συγκεκριμένο ναό, εκτοπιζομένης τοιουτοτρόπως της παλαιάς θεομητορικής εορτής του «Καθίσματος». Στο σημείο αυτό πολύτιμη εμφανίζεται η μαρτυρία του «Γεωργιανού Κανοναρίου», ενός κειμένου το οποίο αντικατοπτρίζει την ιεροσολυμιτική λατρεία μεταξύ 450 και 750, το οποιο φαίνεται ότι γνωρίζει ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (645-646) και το οποίο αποτελεί γεωργιανή μετάφραση απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου, η ύπαρξη του οποίου ήταν άγνωστη έως τις αρχές του 20ου αι,.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «Κανοναρίου», στις 15 Αυγούστου «τιμάται η μνήμη της Θεοτόκου στη Γεθσημανή στο ναό του αυτοκράτορα Μαρκιανού («Μαυρικίου» κατά γεωργιανή παραλλαγή». Η επιβεβαίωση των εξελίξεων είναι σαφής: η παλαιά θεομητορική εορτή του ναού της Ικελίας έχει εκτοπισθεί (οι δύο εκδότες του «Κανοναρίου» αναφέρουν ότι η εορτή αυτή μετατοπίσθηκε στις 13 Αυγούστου και εξαφανίσθηκε σταδιακώς, στη θέση της δε κατά τις 15 Αυγούστου τοποθετήθηκε η εορτή της Κοιμήσεως. Ουδείς, βεβαίως, δύναται να συμπεράνει ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων επανέφερε στην ιστορική της μνήμη το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 460 (!). Η εορτολογική έρευνα θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της τιμής ενός θεομητορικού γεγονότος στη συνείδηση της Εκκλησίας (αυτή η τιμή είναι πρωτοχριστιανική) και του ημερολογιακού καθορισμού εορτασμού του (αυτός ο καθορισμός επισυμβαίνει πάντοτε κατόπιν μακρών χρονικών εξελίξεων).
Ευνόητο είναι ότι η περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εορτολογική εξέλιξη δεν μπορεί να εννοηθεί ανεξαρτήτως της διατυπώσεως του ορθοδόξου Μαριολογικού δόγματος κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο. Η από τα μέσα του 5ου αι. εορτολογική παράδοση περί της Κοιμήσεως συμπορεύεται με την εδραίωση του περί της Θεοτόκου ορθοδόξου δόγματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση, διάδοση και καθολική επισημοποίηση της εορτής της Κοιμήσεως. Η επισημοποίηση αυτή επισυμβαίνει περί τα τέλη του 6ου αι., όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), σύμφωνα με τη μαρτυρία Νικηφόρου του Καλλίστου, καθορίζει δια διατάγματος την επιτέλεση της εορτής στις 15 Αυγούστου.
Πρόκειται περί αποκρυσταλλώσεως μιας μακραίωνης θεομητορικής παραδόσεως, ενόσω η εορτή της Κοιμήσεως περιβάλλεται πλέον με νομική ισχύ. Είναι σαφές ότι με το διάταγμα του Μαυρικίου δεν επιτελείται σύσταση νέας εορτής, εφόσον αναφέρεται ότι η σύστασή της έχει συντελεσθεί κατά το παρελθόν. Ο Μαυρίκιος υιοθέτησε επισήμως και καθολικώς την ιεροσολυμιτική ημερομηνία περί της «Μνήμης της Θεοτόκου», συνειδητοποιήσας προφανώς την καθολική ευλάβεια προς το μνήμα της Θεοτόκου στη Γεθσημανή και υπό την αύξουσα ακτινοβολία του εν λόγω προσκυνήματος, όπου συνέρρεε πλήθος προσκυνητών. Δεν φαίνεται, όμως, ότι η κατά τον 6ο αι. αποκρυσταλλωθείσα εορτή της Κοιμήσεως επεβλήθη αυτομάτως σε όλο το εύρος του χριστιανικού κόσμου. Όπως τονίζει τον 7ο αι. ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης, «υπήρχαν κάποιοι τόποι, οι οποίοι δεν εόρταζαν ακόμα την ετήσια μνήμη της Κοιμήσεως», μεταξύ δε αυτών ο Ιωάννης συγκαταλέγει και τη Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου