Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Τί ξέρει νὰ κάνει ὁ Θεὸς (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ἀ­πὸ τοὺς καλ­λι­τέ­χνες ποὺ ἔ­γι­ναν πο­λὺ τῆς μό­δας στὴν ἐ­πο­χή μας, εἶ­ναι καὶ ὁ πα­λιὸς (1789-1854) Βρετ­τα­νὸς ζω­γρά­φος Τζὸν Μάρ­τιν. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του γνώ­ρι­σμα εἶ­ναι ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­να­σχό­λη­ση στοὺς πί­να­κές του μὲ τὸ θέ­μα τοῦ τέ­λους τοῦ κό­σμου. Ἀ­να­δεί­χθη­κε «ὁ μά­στο­ρας τοῦ ὁ­ρά­μα­τος τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης», μο­να­δι­κὸς σπε­σι­α­λί­στας τοῦ θέ­μα­τος.

«Ἀ­νά­με­σα στὸ 1812, ὅ­ταν ξε­κί­νη­σε νὰ φαν­τά­ζε­ται αὐ­τὸ τὸ τέ­λος, καὶ τὸν θά­να­τό του, τὸ 1854, ὑ­πῆρ­ξε ὁ κα­λύ­τε­ρος ἀ­φη­γη­τὴς τῆς τε­λευ­ταί­ας στιγμῆς τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Πρὶν ἀ­πὸ αὐ­τὸν πολ­λοὶ καλ­λι­τέ­χνες προ­σπά­θη­σαν νὰ τὸ φαν­τα­στοῦν. Ὁ Μι­χα­ὴλ Ἄγ­γε­λος, ἂς ποῦ­με, στὴν Κα­πέ­λα Σιξ­τί­να. Ὅ­μως ὁ Τζὸν Μάρτιν ὑ­πῆρ­ξε μο­να­δι­κὸς καὶ μά­λι­στα, ξε­περ­νών­τας ὅ­λους ὅ­σοι ἔ­χουν ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ κό­μικς ἢ ται­νί­ες μὲ θέ­μα τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, σή­με­ρα φι­γου­ρά­ρει σὲ κά­θε βρετ­τα­νι­κὸ σπί­τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τέ­ξει οἰ­κο­νο­μι­κὰ ἕ­ναν πί­να­κά του…

Παι­δὶ καλ­βι­νι­στῶν γο­νέ­ων, ὁ Μάρ­τιν ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τὴ μά­να του, ὅ­τι θὰ τσου­ρου­φλι­στεῖ στὴν κό­λα­ση, ἂν δὲν ζοῦ­σε χρι­στι­α­νι­κά. Κι ἐ­κεῖ­νος μὲ τὸν και­ρὸ ἔ­γι­νε ἕ­να μὲ τὸν φό­βο, ὁ­ρα­μα­τι­ζό­με­νος σπα­ρα­κτι­κὰ τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Με­τέ­φε­ρε στὸν καμ­βὰ τὸ τέ­λος τῆς Πομ­πη­ί­ας, τὴν Ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως, πε­ρι­έ­γρα­ψε τὴν κα­τα­στρο­φὴ στὰ Σό­δο­μα καὶ τὰ Γό­μο­ρα, πα­θι­α­σμέ­νος ὀ­πα­δὸς μιᾶς θρη­σκεί­ας ποὺ ξέ­ρει μό­νο νὰ τι­μω­ρεῖ» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11-9-11).

Δι­α­τη­ροῦ­με τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις μας γιὰ τὴν ψυ­χο­λο­γι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση ποὺ γί­νε­ται στὸν Μάρ­τιν ἀ­πὸ τοὺς σύγ­χρο­νους σχο­λια­στές του καὶ τὰ κί­νη­τρα ποὺ τοῦ ἀ­πο­δί­δον­ται, ὡ­στό­σο προ­κα­λεῖ ἀ­πο­ρί­α ἡ ἄ­πο­ψή τους, πὼς ἡ (Χρι­στι­α­νι­κὴ προφανῶς) θρη­σκεί­α «ξέ­ρει μό­νο νὰ τι­μω­ρεῖ». Πί­σω της δηλ. κρύ­βε­ται ἕ­νας Θε­ὸς τι­μω­ρός. Ποὺ ἡ μό­νη του δου­λειὰ (ἀ­φοῦ αὐ­τὸ ξέ­ρει μόνο νὰ κά­νει) εἶ­ναι νὰ πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἄ­γρυ­πνα κά­θε πα­ρά­βα­ση, νὰ κα­τα­γρά­φει προ­σε­κτι­κὰ κά­θε στρα­βο­τι­μο­νιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ νὰ ἐπι­βά­λει (χαι­ρέ­κα­κα; σα­δι­στι­κά; για­τί ὄ­χι;) τὴν ἀν­τί­στοι­χη τι­μω­ρί­α.

Πῶς δι­α­μορ­φώ­θη­κε μιά τέ­τοι­α εἰ­κό­να γιὰ ἕναν τρομοκράτη Θε­ό; Ἀ­πὸ ποῦ ξε­φύ­τρω­σε αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο ἀ­φεν­τι­κό, ὅ­πως θά ᾿λε­γε καὶ ὁ Σάρ­τρ, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­μεῖς ἀ­να­ζη­τοῦ­με στὸ πρό­σω­πό του τὸν πα­τέ­ρα;

Ἡ ἄ­πο­ψη ποὺ ἀ­να­φέρ­θη­κε δεί­χνει μιά τρα­γι­κὴ ἄ­γνοι­α γιὰ τὸν Θε­ό. Μιὰ βα­θειὰ πα­ρε­ξή­γη­ση τῆς πραγ­μα­τι­κῆς του φύ­σης. Μιὰ ἀ­πό­λυ­τη πα­ρερ­μη­νεί­α τῆς εἰ­κό­νας του. Καὶ προ­κύ­πτει ἀ­π’ τὴν ἀ­που­σί­α οὐ­σι­α­στι­κῆς σχέ­σης μα­ζί του. Αὐ­τὸν ποὺ δὲν γνω­ρί­ζεις, τὸν πα­ρερ­μη­νεύ­εις. Δι­α­στρε­βλώ­νεις τὴν εἰ­κό­να του καὶ λὲς πράγ­μα­τα γι’ αὐ­τὸν ποὺ δὲν ἰ­σχύ­ουν. Εἶ­ναι μιὰ ἀ­πα­τη­λή, ψεύ­τι­κη, ἐ­πι­φα­νεια­κὴ γνώ­ση, ἢ μᾶλ­λον μιὰ πα­χυ­λὴ ἄ­γνοι­α, ποὺ κρα­τά­ει δέ­σμιο τὸν ἄν­θρω­πο σὲ ἠ­θε­λη­μέ­νη ἢ μή, κα­τα­στρο­φι­κὴ πάν­τως, προ­κα­τά­λη­ψη.

Γι αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς μᾶς προ­κα­λεῖ νὰ τὸν γνω­ρί­σου­με λέ­γον­τας: «Γνω­ρί­στε με, ἐ­ρευ­νῆ­στε με κα­λά. Θὰ δεῖ­τε ὅ­τι εἶ­μαι ἡ ἀ­λή­θεια, κι αὐ­τὴ ἡ ἀ­λή­θεια θὰ σᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ἀ­πὸ κά­θε δου­λεί­α» (πρβλ. Ματθ. 11, 29, Ἰω. 14, 6, Ι­ω. 8, 32).

Καὶ δὲν μέ­νει μό­νο στὰ λό­για, ἀλ­λὰ προ­χω­ρά­ει σὲ ἔρ­γα. Ἔρ­χε­ται κον­τά μας, γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μὲ μᾶς, πο­νά­ει, ὑ­πο­φέ­ρει μα­ζί μας, παίρ­νει πά­νω του ὅ­λα τὰ βά­ρη μας, σταυ­ρώ­νε­ται καὶ πεθαίνει, πλη­ρώ­νον­τας αὐ­τὸς ἀν­τὶ γιὰ μᾶς τὰ πάντα, καὶ τέ­λος ἀ­να­σταί­νε­ται, γιὰ νὰ ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο πρὸς τὴ λύ­τρω­ση ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ πά­λι γιὰ μᾶς. Ἐ­πι­ση­μαί­νει  δὲ πὼς με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­γά­πη ἀ­π’ αὐ­τὴν δὲν ὑ­πάρ­χει (Ἰω. 15, 13).

Δὲν πα­ρα­λεί­πει πο­τὲ ἐ­πί­σης νὰ το­νί­ζει τὴ δι­α­φω­νί­α του πρὸς κά­θε ἄ­πο­ψη πού, ἐν­τε­λῶς πλα­νε­ρὰ καὶ λαν­θα­σμέ­να, τὸν θέ­λει τι­μω­ρό.

Ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἀ­νέ­βαι­νε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ σταυ­ρω­θεῖ,  δὲν ἔγινε δεκτὸς σὲ κά­ποι­ο χω­ριὸ Σα­μα­ρει­τῶν καὶ οἱ μα­θη­τές του Ἰ­ά­κω­βος καὶ Ἰ­ω­άν­νης εἶ­παν: «Θέ­λεις νὰ ποῦ­με, νὰ πέ­σει φω­τιὰ ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ τοὺς κά­ψει, ὅ­πως ἔ­γι­νε μὲ τὸν προ­φή­τη Ἠ­λί­α;» Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως στρά­φη­κε καὶ τοὺς ἐ­πέ­πλη­ξε: «Δὲν ξέ­ρε­τε ἀ­κό­μη ποί­ου πνεύ­μα­τος εἶ­στε σεῖς. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που δὲν ἦλ­θε νὰ ἀ­πο­λέ­σει ψυ­χὲς ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ νὰ σώ­σει» (Λουκ. 9, 51-56).

Εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς ποὺ ξέ­ρει νὰ σταυ­ρώ­νε­ται, ὄ­χι νὰ τι­μω­ρεῖ.

Ἐ­μεῖς τώ­ρα, οἱ κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἄν­θρω­ποι τί κά­νου­με; Ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­με μὲ τὴ ζω­ή μας αὐ­τὴν τὴν εἰ­κό­να, τῆς τό­σης ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν κό­σμο;  Ἢ μή­πως, σὰν σπα­σμέ­νος κα­θρέ­φτης, πα­ρου­σι­ά­ζου­με μιὰν ἄλ­λη εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, στρε­βλή, πα­ρα­πλα­νη­τι­κὴ καὶ αὐ­θαί­ρε­τη;

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 346, Μάιος 2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου