Δέν είναι σπάνιες οί περιπτώσεις κατά τις όποιες άνθρωποι σεβόμενοι τόν Θεό έκφράζουν σέ καιρούς δοκιμασίας τό παράπονο ότι ό Θεός τούς παραθεωρεϊ. Ή ότι τούς έγκαταλείπει στά χέρια άνθρώπων άπιστων, άλαζόνων καί τυραννικών.
Τέτοιο παράπονο έκφράζει καί ό δίκαιος Δαβίδ στόν 9ο Ψαλμό. Τού λέγει ταπεινά καί μέ εύλαβικό παράπονο: «Ίνατί, Κύριε, άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν θλίψεσιν;» (Ψαλμ. θ' 22). Γιατί, Κύριε, έχεις σταθεί μακριά μας; Γιατί σηκώνεις έπάνω τά μάτια σου καί φαίνεται σάν νά μή μάς βλέπεις; καί σάν νά μή μάς προσέχεις σ’ αύτές τις κρίσιμες περιστάσεις καί θλίψεις πού μάς κυκλώνουν; Παραπονεΐται ό Ψαλμωδός ότι ό Θεός τόν έγκαταλείπει στις προσβολές ύπερήφανων καί δόλιων άνθρώπων.
Μέ άλλα λόγια Του λέει: Γ ιατί, Κύριε, ένώ είσαι παρών στούς άνθρώπους πού δοκιμάζονται καί θλίβονται, φαίνεσαι ότι δέν τούς προσέχεις; Γ ιατί δείχνεις μέ τήν πολλή μακροθυμία καί ύπομονή σου ότι δέν τιμωρείς έκείνους πού μάς στενοχωρούν, μάς έκμεταλλεύονται καί μάς καταπιέζουν; Εσύ βλέπεις καί παρακολουθείς τά πάντα- γιατί λοιπόν κάνεις πώς δέν τά βλέπεις; Διότι δέν βοηθεΐς ούτε στις θλίψεις ούτε καί έπεμβαίνεις σ’ αύτούς τούς δύσκολους καιρούς πού περνούμε.
Βέβαια τά λόγια αύτά ό Δαβίδ, πού ήταν άνθρωπος «κατά τήν καρδίαν» τού Κυρίου (Πράξ. ιγ' [13] 22), δηλαδή όπως τόν ήθελε ό Θεός, δέν τά λέει έγκαλώντας καί κατηγορώντας τόν Θεό. Ούτε τά λέει άπαιτώντας τήν τιμωρία τών ένοχων. Τά λέει ύποφέροντας φοβερά άπό τις μεγάλες δοκιμασίες του καί προσευχόμενος στόν Θεό νά τόν βοηθήσει. Ότι δέ σ’ αύτό στοχεύει ό Ψαλμωδός, τό βεβαιώνει ό ιερός Χρυσόστομος μέ τό άκόλουθο παράδειγμα. Γράφει: Πολλοί άπό έκείνους πού πιέζονται άπό τις θλίψεις καί τις δοκιμασίες τής ζωής ζητούν νά γίνει ή κρίση τού Θεού πριν άπό τήν ώρα πού πρέπει. Όπως άκριβώς έκεΐνοι πού έγχειρίζονται, πριν άκόμη τελειώσει ή έγχείρηση, παρακαλοϋν τόν γιατρό νά άπομακρύνει τό χέρι του άπό τήν πληγή (ΣΣ τότε δέν είχε άναπτυχθεΐ άκόμη ή έπιστήμη τής άναισθησιολογίας), ζητούν δηλαδή μιά χάρη έπιβλαβή γιά τήν ύγεία τους, πάσχουν όμως
έττειδή δέν μπορούν νά ύποφέρουν τούς πόνους. Καί πολλές φορές φωνάζουν πρός τούς γιατρούς: «Μέ βασάνισες, μέ κατέστρεψες, μέ κατέσφαξες». Αύτά όμως δέν είναι λόγια τής λογικής άλλά τού πόνου. Μέ τόν ίδιο τρόπο λοιπόν έκφράζονται καί πολλοί άπό τούς όλιγόψυχους στις στιγμές των θλίψεων, μή ύποφέροντας τούς πόνους καί τή δυστυχία.
Άλλά στό παράπονο αύτό τού Δαβίδ ό Κύριος μπορούσε νά άπαντήσει καί μέ λόγια τού προφήτη Ήσάία. Ό μεγάλος αύτός προφήτης όσους νόμιζαν ότι ό Θεός δέν μπορούσε νά τούς σώσει άπό τήν αιχμαλωσία τής Βαβυλώνας ή άπό άλλες συμφορές, άμφιβάλλοντας γιά τή δύναμη τού Θεού καί νομίζοντας ότι είναι άδιάφορος, τούς ρωτά: Μήπως είναι άδύναμο τό χέρι τού Κυρίου νά σάς σώσει; Ή έγινε βαρύκοο τό αύτί του, ώστε νά μή σάς εισακούσει; Έχει τή δύναμη νά σάς σώσει, γνωρίζει τήν κατάστασή σας, άκούει τούς στεναγμούς σας. Γιά τό ότι συνεχίζεται ή δοκιμασία καί ή συμφορά σας, δέν εύθύνεται Εκείνος άλλά οί άμαρτίες σας. Αύτές σάς χωρίζουν άπό τόν Θεό καί μεταξύ σας. Αύτές είναι ή αιτία γιά τήν όποια ό Θεός σήκωσε τό προστατευτικό καί εύμενές βλέμμα του άπό έπάνω σας, ώστε νά μή σάς έλεήσει (βλ. Ήσ. νθ' [59] 1-2).
Ιδού λοιπόν ή άπάντηση στό γεμάτο άγωνία καί παράπονο έρώτημα τού Δαβίδ. Ό πανάγιος καί παντοδύναμος Θεός άποστρέφει τό πρόσωπό του, διότι θέλει νά θεραπεύσει τήν άμαρτία, τό κάνει γιά τό καλό μας, περιμένοντας τή βαθιά μετάνοια καί άλλαγή μας.
Όμως τό άγωνιώδες έρώτημα τού Δαβίδ «ίνατί, Κύριε, άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν θλίψεσιν;» είναι καί έρώτημα πού διατυπώνεται αύθόρμητα καί άπό πολλούς στήν πατρίδα μας, ή όποια πολύ δοκιμάζεται τούς τελευταίους καιρούς. Άλλ’ ή άπάντηση είναι καί έδώ ή ίδια. Ό Θεός καί στούς δύσκολους αύτούς καιρούς δέν είναι άπών άπό τή χώρα μας δέν στέκεται μακριά, δέν άδιαφορεΐ. Είναι παρών, άγρυπνεΐ, παρακολουθεί τά πάντα. Σιωπά όμως καί μακροθυμεί, διότι περιμένει τή μετάνοια άρχόντων καί λαού. Ενόσω δέν βλέπει συντριβή καί μετάνοια, δέν έπεμβαίνει.
Πρέπει νά ομολογήσουμε χωρίς περιστροφές καί μέ συντριβή: «Ήμάρτομεν, Κύριε, ήνομήσαμεν», άπομακρυνθήκαμε άπό Εσένα μαγνητισμένοι άπό τά άμαρτωλά άσματα τών σειρήνων τού κόσμου καί τά παραπλανητικά συνθήματα τής άθεΐας. Οί εύεργετημένοι άπό τήν άγαθότητά σου Έλληνες ’Ορθόδοξοι άμαρτήσαμε ολωσδιόλου καί δέν ύπακούουμε πιά στις σωτήριες έντολές σου, άλλά στά δόλια καί δήθεν προοδευτικά κηρύγματα όσων πολεμούν τήν άγια σου ’Εκκλησία. Στρέψαμε τήν προσοχή μας στό χρήμα, νομίζοντας ότι θά βρούμε σ’ αύτό τήν εύτυχία μας. Άπατηθήκαμε όμως οίκτρά. Γι’ αύτό άντί εύτυχίας δοκιμάζουμε σήμερα κρίση μεγάλη καί στερήσεις. Καί τώρα Σέ παρακαλοϋμε νά μάς συγχωρήσεις καί νά μάς έλεήσεις. Μή μάς παραβλέψεις. «Ανάστα (σήκω), Κύριε, βοήθησον ήμϊν καί λύτρωσαι ήμάς», διά τό όνομά σου καί τήν εύσπλαχνία σου (Ψαλμ. μγ [43] 27).
Αν έτσι πολιτευθοϋμε, πιστεύουμε ότι οί έλπίδες μας στή σωτήρια έπέμβαση τού Κυρίου δέν θά μείνουν χωρίς άνταπόδοση καί ικανοποίηση.
Τέτοιο παράπονο έκφράζει καί ό δίκαιος Δαβίδ στόν 9ο Ψαλμό. Τού λέγει ταπεινά καί μέ εύλαβικό παράπονο: «Ίνατί, Κύριε, άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν θλίψεσιν;» (Ψαλμ. θ' 22). Γιατί, Κύριε, έχεις σταθεί μακριά μας; Γιατί σηκώνεις έπάνω τά μάτια σου καί φαίνεται σάν νά μή μάς βλέπεις; καί σάν νά μή μάς προσέχεις σ’ αύτές τις κρίσιμες περιστάσεις καί θλίψεις πού μάς κυκλώνουν; Παραπονεΐται ό Ψαλμωδός ότι ό Θεός τόν έγκαταλείπει στις προσβολές ύπερήφανων καί δόλιων άνθρώπων.
Μέ άλλα λόγια Του λέει: Γ ιατί, Κύριε, ένώ είσαι παρών στούς άνθρώπους πού δοκιμάζονται καί θλίβονται, φαίνεσαι ότι δέν τούς προσέχεις; Γ ιατί δείχνεις μέ τήν πολλή μακροθυμία καί ύπομονή σου ότι δέν τιμωρείς έκείνους πού μάς στενοχωρούν, μάς έκμεταλλεύονται καί μάς καταπιέζουν; Εσύ βλέπεις καί παρακολουθείς τά πάντα- γιατί λοιπόν κάνεις πώς δέν τά βλέπεις; Διότι δέν βοηθεΐς ούτε στις θλίψεις ούτε καί έπεμβαίνεις σ’ αύτούς τούς δύσκολους καιρούς πού περνούμε.
Βέβαια τά λόγια αύτά ό Δαβίδ, πού ήταν άνθρωπος «κατά τήν καρδίαν» τού Κυρίου (Πράξ. ιγ' [13] 22), δηλαδή όπως τόν ήθελε ό Θεός, δέν τά λέει έγκαλώντας καί κατηγορώντας τόν Θεό. Ούτε τά λέει άπαιτώντας τήν τιμωρία τών ένοχων. Τά λέει ύποφέροντας φοβερά άπό τις μεγάλες δοκιμασίες του καί προσευχόμενος στόν Θεό νά τόν βοηθήσει. Ότι δέ σ’ αύτό στοχεύει ό Ψαλμωδός, τό βεβαιώνει ό ιερός Χρυσόστομος μέ τό άκόλουθο παράδειγμα. Γράφει: Πολλοί άπό έκείνους πού πιέζονται άπό τις θλίψεις καί τις δοκιμασίες τής ζωής ζητούν νά γίνει ή κρίση τού Θεού πριν άπό τήν ώρα πού πρέπει. Όπως άκριβώς έκεΐνοι πού έγχειρίζονται, πριν άκόμη τελειώσει ή έγχείρηση, παρακαλοϋν τόν γιατρό νά άπομακρύνει τό χέρι του άπό τήν πληγή (ΣΣ τότε δέν είχε άναπτυχθεΐ άκόμη ή έπιστήμη τής άναισθησιολογίας), ζητούν δηλαδή μιά χάρη έπιβλαβή γιά τήν ύγεία τους, πάσχουν όμως
έττειδή δέν μπορούν νά ύποφέρουν τούς πόνους. Καί πολλές φορές φωνάζουν πρός τούς γιατρούς: «Μέ βασάνισες, μέ κατέστρεψες, μέ κατέσφαξες». Αύτά όμως δέν είναι λόγια τής λογικής άλλά τού πόνου. Μέ τόν ίδιο τρόπο λοιπόν έκφράζονται καί πολλοί άπό τούς όλιγόψυχους στις στιγμές των θλίψεων, μή ύποφέροντας τούς πόνους καί τή δυστυχία.
Άλλά στό παράπονο αύτό τού Δαβίδ ό Κύριος μπορούσε νά άπαντήσει καί μέ λόγια τού προφήτη Ήσάία. Ό μεγάλος αύτός προφήτης όσους νόμιζαν ότι ό Θεός δέν μπορούσε νά τούς σώσει άπό τήν αιχμαλωσία τής Βαβυλώνας ή άπό άλλες συμφορές, άμφιβάλλοντας γιά τή δύναμη τού Θεού καί νομίζοντας ότι είναι άδιάφορος, τούς ρωτά: Μήπως είναι άδύναμο τό χέρι τού Κυρίου νά σάς σώσει; Ή έγινε βαρύκοο τό αύτί του, ώστε νά μή σάς εισακούσει; Έχει τή δύναμη νά σάς σώσει, γνωρίζει τήν κατάστασή σας, άκούει τούς στεναγμούς σας. Γιά τό ότι συνεχίζεται ή δοκιμασία καί ή συμφορά σας, δέν εύθύνεται Εκείνος άλλά οί άμαρτίες σας. Αύτές σάς χωρίζουν άπό τόν Θεό καί μεταξύ σας. Αύτές είναι ή αιτία γιά τήν όποια ό Θεός σήκωσε τό προστατευτικό καί εύμενές βλέμμα του άπό έπάνω σας, ώστε νά μή σάς έλεήσει (βλ. Ήσ. νθ' [59] 1-2).
Ιδού λοιπόν ή άπάντηση στό γεμάτο άγωνία καί παράπονο έρώτημα τού Δαβίδ. Ό πανάγιος καί παντοδύναμος Θεός άποστρέφει τό πρόσωπό του, διότι θέλει νά θεραπεύσει τήν άμαρτία, τό κάνει γιά τό καλό μας, περιμένοντας τή βαθιά μετάνοια καί άλλαγή μας.
Όμως τό άγωνιώδες έρώτημα τού Δαβίδ «ίνατί, Κύριε, άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν θλίψεσιν;» είναι καί έρώτημα πού διατυπώνεται αύθόρμητα καί άπό πολλούς στήν πατρίδα μας, ή όποια πολύ δοκιμάζεται τούς τελευταίους καιρούς. Άλλ’ ή άπάντηση είναι καί έδώ ή ίδια. Ό Θεός καί στούς δύσκολους αύτούς καιρούς δέν είναι άπών άπό τή χώρα μας δέν στέκεται μακριά, δέν άδιαφορεΐ. Είναι παρών, άγρυπνεΐ, παρακολουθεί τά πάντα. Σιωπά όμως καί μακροθυμεί, διότι περιμένει τή μετάνοια άρχόντων καί λαού. Ενόσω δέν βλέπει συντριβή καί μετάνοια, δέν έπεμβαίνει.
Πρέπει νά ομολογήσουμε χωρίς περιστροφές καί μέ συντριβή: «Ήμάρτομεν, Κύριε, ήνομήσαμεν», άπομακρυνθήκαμε άπό Εσένα μαγνητισμένοι άπό τά άμαρτωλά άσματα τών σειρήνων τού κόσμου καί τά παραπλανητικά συνθήματα τής άθεΐας. Οί εύεργετημένοι άπό τήν άγαθότητά σου Έλληνες ’Ορθόδοξοι άμαρτήσαμε ολωσδιόλου καί δέν ύπακούουμε πιά στις σωτήριες έντολές σου, άλλά στά δόλια καί δήθεν προοδευτικά κηρύγματα όσων πολεμούν τήν άγια σου ’Εκκλησία. Στρέψαμε τήν προσοχή μας στό χρήμα, νομίζοντας ότι θά βρούμε σ’ αύτό τήν εύτυχία μας. Άπατηθήκαμε όμως οίκτρά. Γι’ αύτό άντί εύτυχίας δοκιμάζουμε σήμερα κρίση μεγάλη καί στερήσεις. Καί τώρα Σέ παρακαλοϋμε νά μάς συγχωρήσεις καί νά μάς έλεήσεις. Μή μάς παραβλέψεις. «Ανάστα (σήκω), Κύριε, βοήθησον ήμϊν καί λύτρωσαι ήμάς», διά τό όνομά σου καί τήν εύσπλαχνία σου (Ψαλμ. μγ [43] 27).
Αν έτσι πολιτευθοϋμε, πιστεύουμε ότι οί έλπίδες μας στή σωτήρια έπέμβαση τού Κυρίου δέν θά μείνουν χωρίς άνταπόδοση καί ικανοποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου