Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Δοξαστικό Πεντηκοστής

«Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν…»

«Πεντηκοστὴν ­ἑορτάζομεν…». Γιορτάζουμε ­Πεντηκοστή. Δη­­λαδὴ ποιὸ γεγονός; Ὅ­­­­πως διηγεῖται ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς «Πράξεις» (βλ. Πράξ. β´ 1-13), στὶς ἐννιὰ τὸ πρωὶ τῆς πεντηκοστῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ Πάσχα ­ἀκούστηκε ἦχος σὰν βοὴ σφοδροῦ ἀνέμου, ποὺ γέμισε τὸ ὑπερῶο στὸ ὁποῖο ἦ­­­ταν συναθροισμένοι οἱ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶδαν νὰ διαμοιράζονται σ᾿ αὐτοὺς γλῶσσες παρόμοι­ες μὲ γλῶσσες φωτιᾶς.

    Κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἱ­­δρ­ύ­θηκε ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ ταμιοῦχος τῆς Χάριτος. ­Σκιρτοῦμε ἀπὸ χαρά, πανηγυρίζουμε μὲ λαμ­πρότητα οἱ πιστοὶ σήμερα τὴν ἔ­­λευση καὶ ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς καρδιές μας. Τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου ἄνοιξε τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ­χαρίζεται στοὺς ἀνθρώπους «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ἰω. δ´ 10), ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀναγεννητική, ἡ ἁγιαστική, ἡ φωτιστική, ἡ εἰρηνοποιὸς καὶ παρακλητική.
    Βέβαια τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον πάν­τοτε ἐνεργοῦσε, καὶ πρὸ ­Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἡ ­ἀ­­­δια­ί­­­­ρετη Ἁγία Τριάς, καὶ ­εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τώρα ­ἐκχύνεται πλουσιοπάροχα, δαψιλέστατα «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» (Πράξ. β´ 17· Ἰωὴλ γ´ 1) μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ χαρίζει ὄχι ἁπλῶς κάποιες παροδικὲς ἐλλάμψεις ἢ ἐνισχύσεις, ἀλλὰ προκαλεῖ μόνιμες καὶ ριζικὲς ἀλλοιώσεις, μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ καθίσταται αὐτὸς «καινὴ κτίσις», νέα ­δημιουργία, υἱὸς Θεοῦ κατὰ χάριν. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ καινὰ γέγονε τὰ πάντα» (Β´ Κορ. ε´ 17). Πέρασαν τὰ παλαιά, ἡ παλαιὰ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν ὑποχείριος τῶν παθῶν του καὶ παίγνιο τῶν δαιμόνων. Ἰσχύει νέα πραγματικότητα, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἡ βασιλεία τῶν φωτόμορφων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
   Γιορτάζουμε Πεντηκοστή, διότι ­πλέον ἡ «ἁμαρτία ἡμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐ­­­σμεν ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν» (Ρωμ. Ϛ´ 14). Δὲν ἔχει πιὰ καμία δύναμη ­ἐπάνω μας ἡ ἁμαρτία. Διότι βρισκόμαστε ὑπὸ τὸ κράτος τῆς Χάριτος. Ζεῖ μέσα μας τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιον. Δὲν ὑπάρχει πάθος ἀνίατο οὔτε πειρασμὸς ­ἀνίκητος. ­Μποροῦμε νὰ καταισχύνουμε τὸν ­διάβολο, ­μποροῦμε νὰ νικήσουμε τὸν κακὸ ἑαυτό μας, νὰ τὸν νεκρώσουμε τελείως· ὄχι μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις ἀλλὰ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι μαζί μας (πρβλ. Α´ Κορ. ιε´ 10). Μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε, νὰ ἀγαπήσουμε, νὰ ­καλλιεργήσουμε τὴν ἀ­­ρετή, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό.
    Σκιρτοῦμε ἀπὸ ἀγαλλίαση, διότι ­σήμερα ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυ­ρίου ὅτι δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς (βλ. Ἰω. ιδ´ 18). «Ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶ­ζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. δ´ 6).
   Μᾶς χαρίστηκε Αὐτὸς ποὺ «συναντιλαμ­βάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν» (Ρωμ. η´ 26), Αὐτὸς ποὺ μᾶς βοηθᾶ, μᾶς συμπαρίσταται στὶς φυσικὲς καὶ ἠθικὲς ἀδυναμίες μας, τὶς ἀναπληρώνει, μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ τὶς ὑπερβοῦμε. Στὸ πολυκύμαντο ταξίδι τῆς ζωῆς μας μέχρι τὸ γαλήνιο λιμάνι τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν δὲν πλέουμε πλέον μόνοι. Εἶναι μαζί μας ὡς πολύτιμος συνοδοιπόρος, ­στοργικὸς φίλος καὶ μεγαλειώδης ἀρωγὸς ὄχι ἐκλεκτὸς ἀξιωματοῦχος τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ, ἀλ­λὰ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιάς! Ὄχι ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
    Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅ­­­γιον βασιλεύει στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν, στὶς καρδιές μας, ἐφόσον δὲν Τὸ ἀποδιώκουμε. Ἐμπνέει μετάνοια, σκύβει πάνω ἀπὸ τὶς πυορροοῦσες πληγὲς τῆς ψυχῆς καὶ μὲ διακριτικὴ ἀγάπη ­ἀπεργάζεται τὴ θεραπεία τους. Μᾶς ­ἀνορθώνει ὅταν πέφτουμε, μᾶς ­παρηγορεῖ ὅταν ­θλιβόμαστε, συμπολεμεῖ μαζί μας ­κραταιῶς στὴν ἀ­­­γωνιώδη πάλη μας σῶμα μὲ σῶμα ­ἐ­­­ν­­αντίον τῶν δαιμόνων. ­Δυναμώνει τὴν ­ἐλπί­δα, κραταιώνει τὴν πίστη. ­Πτερώνει τὸ νοῦ σὲ οὐράνιες ἀναβάσεις, γεννᾶ πό­θους ἱερούς, ἐνισχύει τὴ θέληση. ­Διανοίγει τὰ πνευματικὰ ­αἰσθητήρια, γιὰ νὰ ­ἀντιλαμβάνονται τὶς θεῖες ­ἀλήθειες καὶ τὰ οὐράνια μυστήρια. Χαρίζει ἀνεκλάλητα βιώματα στὴ Λατρεία· φωτίζει στὴν πνευματικὴ μελέτη. Στὴν προσευχὴ ­«ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν», μεσιτεύει γιὰ μᾶς, ἑνώνει τὴ φωνή Του μὲ τὴ δική μας καὶ κράζει μαζί μας πρὸς τὸν Πατέρα (βλ. Ρωμ. η´ 26, 15-16).
   «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν…». Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴ γῆ μας, ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ οὐρανός, ὁ ἄν­­­θρωπος θεοφόρος! Ἄλλη κτίση, ­«καινή». Ἄλλη ζωή, οὐράνια. Ἄλλες δυνατότητες, ἀσύλληπτες. Ἄλλες ἐμπειρίες, ­μυστικές, μακάριες, ὑψοποιές. Πεντηκοστή: ἡ ἐκ­πλήρωση ὅλων τῶν πόθων μας!
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”



Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς διαρκής Πεντηκοστή

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ποιὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός; Ποιὸς εἶναι σὲ Αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ ποιὸς ὁ ἄνθρωπος; Πῶς γνωρίζεται ὁ Θεὸς στὸν Θεάνθρωπο καὶ πῶς ὁ ἄνθρωπος; Τί ἐδώρησε σέ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεὸς ἐν τῷ Θεανθρώπῳ; Ὅλα αὐτὰ τὰ φανερώνει σέ μᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Μᾶς ἀποκαλύπτει δηλαδὴ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ Αὐτόν, γιὰ τὸν Θεὸ ἐν Αὐτῷ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸ τί χάρισε σ’ ἐμᾶς μ’ ὅλα αὐτά. Αὐτὸ ἐπίσης ἀπείρως ξεπερνᾷ κάθε τί ποὺ οἱ ἀνθρώπινοι ὀφθαλμοὶ εἶδαν καὶ τοῖς ὠσίν αὐτῶν ἠκούσθη καὶ ἡ καρδία αὐτῶν κάποτε αἰσθάνθηκε.
 Μὲ τὴν ἔνσαρκη ζωή του στὴ γῆ ὁ Θεάνθρωπος ἐγκαθίδρυσε τὸ Θεανθρώπινό του Σῶμα, τὴν Ἐκκλησία, καὶ μὲ αὐτὴν προετοιμάζει τὸν γήινο κόσμο γιὰ τὴν ἔλευση καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ψυχῆς Αὐτοῦ τοῦ Σώματος.
 Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε ἐξ οὐρανοῦ στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ πάντα παρέμεινε σὲ Αὐτὸ σὰν Πᾶν-Ζωοποιὸς ψυχὴ Αὐτοῦ. Αὐτὸ τὸ ὁρατὸ θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τὴν πίστη των στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ ὡς τέλειου Θεοῦ καὶ ὡς τέλειου ἀνθρώπου. Καὶ ἡ κάθοδος καὶ ἡ σύνολη δρατηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο καὶ ἐξαιτίας τοῦ Θεανθρώπου.
 Κάθε τί στὴν Θεανθρώπινη Οἰκονομία τῆς σωτηρίας προῆλθε ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀκόμη ὅλα συνοψίζονται καὶ ὑπάρχουν στὴν κατηγορία τῆς θεανθρωπότητας ἀκόμη καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε ἐνεργητικότητα Αὐτοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸ θεανθρώπινο ἀνδραγάθημα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ Πεντηκοστὴ μὲ ὅλες τὶς αἰώνιες δωρεὲς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος καὶ Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσδιόριζε τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δηλαδὴ τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς πίστης, τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς ἱεραρχίας, ἀκόμη καὶ κάθε τί Ἀποστολικοῦ ποὺ εἶναι θεανθρώπινο.
 Ἡ Ἁγία πνευματικὴ ἡμέρα ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὴν Ἁγία Πεντηκοστὴ ἀδιάκοπα συνεχίζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἀνείπωτη πληρότητα ὅλων τῶν θεϊκῶν δωρεῶν καὶ ζωοποιῶν δυνάμεων. Κάθε τί στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πολὺ μικρὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑπερμέγεθες. Ὅταν ὁ ἱερεύς θυμιάζοντας στὴν Ἐκκλησία παρακαλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ καταπέμψει τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἡ Ἁγία Πεντηκοστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία τοῦ ἐπισκόπου ἐπαναλαμβάνεται καὶ δίδει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ μὲ αὐτὸ πασιφανῶς μαρτυρεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συγκροτεῖται ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.
 Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα της καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤδη τῆς θεανθρώπινης οἰκονομίας τῆς σωτηρίας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο συνδέθηκε μὲ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας δηλαδὴ μὲ τὸ θεμέλιο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ « τοῦ Λόγου κτίσας τὴν σάρκωσιν».
 Στὴν πραγματικότητα κάθε ἅγιο μυστήριο καὶ ὅλες οἱ θεῖες ἀρετὲς εἶναι μία Ἁγιοπνευματικότης. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο διὰ μέσου αὐτῶν ἔρχεται σὲ ἐμᾶς καὶ ἐντὸς ἡμῶν. Αὐτὸ κατέρχεται οὐσιωδῶς ποὺ σημαίνει ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ μὲ ὅλες τὶς θεϊκές του σημαντικὲς ἐνέργειες. Αὐτὸ – ὁ πλοῦτος τῆς θεότητος. Αὐτὸ – τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος. Αὐτὸ – ἡ χάρις καὶ ἡ ζωὴ κάθε ὑπάρξεως. Εἶναι αἰώνιο καὶ Διαθηκικὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ σέ μᾶς καὶ ἐμεῖς σ’ Αὐτόν. Αὐτὸ καὶ μόνο μαρτυρεῖ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ μᾶς. Ἐμεῖς μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ Αὐτὸς σέ μᾶς. Μάλιστα αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε « ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν»( Α΄ Ἰω.3,24).
 Μὲ μία λέξη ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλες τὶς δικὲς τις ἀναρίθμητες θεανθρώπινες πραγματικότητες ὁδηγεῖται καὶ χειραγωγεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸ ὁποῖο πάντοτε εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ (Γαλ.4,6). Γι’ αὐτὸ ἔχει γραφτεῖ στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο «εἰ δὲ τὶς Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν Αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,9).
Ὁ χερουβικὰ μυηθείς στὸ θεανθρώπινο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας σὰν τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πᾶν-μυστήριο τοῦ Θεοῦ ὁ Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει τὸ παναληθὲς καὶ χαρμόσυνο μήνυμα «Τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀρχιτεκτονεῖ Ἐκκλησία Θεοῦ».

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής Της Πεντηκοστής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾...καί ἐπλήθησαν ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου...᾽ (Πρ. ᾽Απ. 2, 4 )

Δέκα ἡμέρες μετά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά ᾽Ιεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του ᾽Ανάληψη, ὁ ῾Οποῖος θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει ῾εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν᾽ (᾽Ιωάν. 16, 13).

 Τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο ῾ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας᾽ καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας, κατά συνέπεια ἡ ᾽Εκκλησία μέ τή διηνεκή παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή ἔκτοτε στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.

᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχή κατάσταση ἐκπλήξεως, σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽. Διότι ἀκριβῶς εἶναι μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ - ῾Αγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι μέ τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς  πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. ῾Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν᾽ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά συνεχίσει: ῾Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ᾽ (Ρωμ. 8,9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός ῾ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας᾽.

Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς ζωντανοῦ σώματός Του ἀπό τόν ῎Ιδιο. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε, παρηγορώντας τούς μαθητές Του: ῾᾽Εάν ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς᾽ (᾽Ιωάν. 16, 7).

῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό - ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44) - καί εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι ῾οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι ῾οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 14,6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε ὅτι ῾σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽. Γιατί ὅποιος ἔχει τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἔχει τόν ῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.

 Πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό ῞Αγιον Πνεῦμα; ᾽Ασφαλῶς μέ τή συμμετοχή του στά μυστήρια τῆς ᾽Εκκλησίας. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. ᾽Αλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. ᾽Απαιτεῖται ἡ προσωπική τους συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν καταντοῦν ῾εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα᾽. Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ῾Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ᾽ (Ρωμ. 9, 16).

Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει συνεπῶς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει νά ἀρχίσει μέ τή χάρη τοῦ θεοῦ τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη ἀληθινή δηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.

Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στή βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του, καί ἀφήνει τόν Θεό ῾ἐλεύθερο᾽ νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα τῆς παρουσίας Του, τόν φωτισμό καί τή θέωση.

Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει ῾νάρκη᾽ στήν προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι ὥστε ἐμεῖς νά Τόν ῾κανονίζουμε᾽ στίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού ῾βιαζόταν᾽ ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.

Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μία ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε ῾συγκληρονόμοι Χριστοῦ᾽ (Ρωμ. 8, 17).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ερμείας

Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.

Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».

Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον
Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Κυριακή της Πεντηκοστής

«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ' αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.

Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.

Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.

Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας· φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα.


Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Η άλλη αναμονή (Στοχασμοί του Ψυχοσάββατου)

π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
 Άλλη μια κορυφαία ημέρα ξεπροβάλλει σιωπηλά, ταπεινά και με γνήσια βεβαιότητα τη χαρμολύπη της, για ν’ ανταμώσει με τη δικιά μας τη συγκίνηση. Γιατί η σημερινή η μέρα, η μέρα του Ψυχοσάββατου, έχει, όλη εκείνη τη δυνατότητα, ώστε να μπορέσει ο κάθε πιστός να υπερβεί το Μυστήριο του θανάτου, καθώς γεύεται, πιστοποιεί και κατανοεί το άλλο Μυστήριο: της Εκκλησίας, που ως άλλη, μεγάλη συντροφιά και κοινωνία επιχειρεί ν’ αναστρέψει τα πράγματα και να δώσει στη σημερινή ημέρα χαρακτήρα χαρμολύπης, παραμυθίας και αναμονής. Γιατί τι άλλο περιμένει ο πιστός να γευτεί την ώρα εκείνη της προσευχής, που αποκαλείται Τρισάγιο η Μνημόσυνο για τους Κεκοιμημένους, παρά μονάχα την παρουσία των πρόσωπων, ως ικανή, ζωντανή παρουσία μεταξύ μας, όλων εκείνων που πέρασαν το μεγάλο το χαντάκι που μας χωρίζει με την αιωνιότητα. Γιατί τι άλλο σημαίνει το κάθε όνομα που διαβάζεται, που μνημονεύεται, που δέχεται τη μερίδα του στο Άγιο Δισκάριο την ώρα της Προσκομιδής-Ευχαριστίας, παρά μονάχα την σιωπηλή, ανομολόγητη, ωστόσο διαβεβαιωμένη μαρτυρία της θείας παρουσίας;
Σιωπηλοί, συγκινημένοι, ενεοί και πάντα προσεκτικοί αναμένουν οι πιστοί στο ν’ αφουγκραστούν τα ονόματα των γονιών, των αδελφών, των συγγενών, των φίλων, των γειτόνων, ίσως κάποιοι και τα ονόματα εκείνων που τους πίκραναν η πικράθηκαν από εκείνους, όσο ζούσαν… Για να γίνει αυτή η αναμονή το εφαλτήριο με το οποίο η ψυχή, ο νους, το είναι ολάκερο να μεταφερθεί σε άλλες ώρες βίου, σε στιγμές όπου εκείνοι, οι κεκοιμημένοι δηλαδή, πύκνωναν τις μέρες και φυσικά το χρόνο μας. Γιατί, καθώς μνημονεύονται τα ονόματα, κι ακούγεται αυτό το ιερό και φωτεινό, μέσα στην πλημμύρα της κεροδοσιάς, προσκλητήριο, αυτόματα στο νου εικονίζονται σκηνές με Μορφές Κεκοιμημένων που στέκουν απέναντί σου και κοιτούν κι οι ίδιοι, με μια αναμονή περίεργη, ωστόσο οικεία και κατανυκτική, ν’ αφουγκραστούν το όνομά τους, να δηλώσουν την παρουσία τους: έστω κι αν αυτή είναι ανάμεσα στους ίσκιους του γκρίζου πρωινού που σαλεύουν σε γωνιές μισοσκότεινες. Κι αυτή τους η αναμονή τίποτε άλλο δε δείχνει, παρά μονάχα πως περιμένουν κι εκείνοι την τιμή και το χρέος που έχουμε απέναντί τους, γιατί με αυτό το μνημόσυνο αναπαύονται. Επειδή ξέρουν πως δεν τους λησμονούμε.
Ακόμα κι αν έχουν περάσει χρόνια πολλά ή και αιώνες … Πάντα θυμόμαστε: τους από αρχής μέχρι σήμερον «πατέρας και αδελφούς, συγγενείς και φίλους, πάντας τους τα του βίου λειτουργήσαντας πιστώς», έστω κι αν τα ονόματά τους δεν πρόφτασαν να φτάσουν ίσαμε τις μέρες μας. Αρκεί που τα θυμάται, και μάλιστα δίχως λάθη, ο Θεός.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Της Πεντηκοστής

Κατά Ιωάννην (ζ΄ 37-52, η΄ 12)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.

Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυὶδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας.
Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.



Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τόν καιρό ἐκείνο, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς, ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά, «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, «Θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ». Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ’ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ.
Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἀκουσαν αὐτά, ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης», ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ἄλλοι ἔλεγαν, «Μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ;». Ἔγινε λοιπὸν διχασμὸς γι’ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ πλήθους. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του.
Τότε ἐπέστρεψαν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶπαν, «Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε;». Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται, «Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐμίλησε ποτὲ ὅπως μιλεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἀπεκρίθησαν, «Μήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; Ἐπίστεψε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς Φαρισαίους; Ὅσο γι’ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμον εἶναι καταραμένος». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει εἰς αὐτὸν τὴν νύχτα καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, «Καταδικάζει ἄνθρωπον, ὁ νόμος μας ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί ἔκανε;». Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν, «Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν».
Πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐμίλησε καὶ εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσῃ εἰς τὸ σκοτάδι ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς».

Ο Απόστολος της Κυριακής Της Πεντηκοστής

Πράξεις Αποστόλων (β΄1-11)
Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς
ἀποφθέγγεσθαι.
Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;



Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τις ημέρες ἐκείνες, όταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦσαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ ἴδιο μέρος. Καὶ ἔξαφνα ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή, σὰν νὰ φυσᾷ δυνατὸς ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐγέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἐκάθοντο. Καὶ παρουσιάσθησαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ κάθεται εἰς τὸν καθένα μία, καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ἄλλας γλώσσας καθὼς τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔδινε δύναμιν λόγου.
Κατοικοῦσαν δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτή, ἐμαζεύθηκε πλῆθος καὶ ἦσαν ὅλοι κατάπληκτοι, διότι ὁ καθένας τοὺς ἄκουε νὰ μιλοῦν τὴν δικήν του γλῶσσαν. Καὶ ἐξεπλήσσοντο ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Δὲν εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν Γαλιλαῖοι; Πῶς συμβαίνει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας εἰς τὴν δικήν μας μητρικὴν γλῶσσαν; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τῆν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται πρὸς τὴν Κυρήνην, καὶ οἱ ἐδῶ ἐγκατεστημένοι Ρωμαῖοι καὶ Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς δικές μας γλῶσσες διὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ».

Αγία Εμμελεία

Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.

Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.

Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.

Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.

Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.

Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.

Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ψυχοσάββατο

Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται - «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το δεύτερο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους (το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω). Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής: Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσυνών, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ' αιώνος εύσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Χρονικόν της Αλώσεως - Η Συγκλονιστική Περιγραφή του Γεωργίου Φραντζή

Ήρθαν οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους· και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν· και έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν. Ένας Τούρκος έκανε αναφορά στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και ‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να σωθούμε».



Έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς· όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν. Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες. Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν.

Το ίδιο έκαναν και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα, έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα· και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν. Ω, η σοφή σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη.

Και έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και παιδιά. Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ;

Παντού πλημμύριζε το κακό και έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών, τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντο. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε πόλη και χώρα που κατοικούν χριστιανοί. Κανέναν αυλόγυρο και κανένα σπίτι δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να τα σκάψουν για να βρουν τάχα κρυμμένα χρήματα. Βρήκαν πολλούς θησαυρούς, παλιούς και νέους, και άλλα πολύτιμα πράγματα που τα σφετερίστηκαν.



Ω ΧΡΥΣΗ ΠΟΛΗ!

Γλυκόφλογο τού Μάη τό φώς κι άγάλι-άγάλι όλο κυλάει στη δύση νά χυθεί, νά πάει στην άλλη μέρα!... Μαζί του αγάλια έγειρε στην άγκαλιά τού χρόνου «ή Βασιλεύουσα» ή Κυρά, κι ακόμα, δές, κοιμάται!... Καί τή λικνίζει τ’ όνειρο, καί τή λικνίζει ό θρύλος, γλυκό-γλυκό νανούρισμα, ώσπου νά ξημερώσει!...


Ωρια, Κυρά, κι ασύγκριτη, μεγάλη όσο καμία,

Πόλη, Κωνσταντινούπολη, χρυσό θρονί τού κόσμου,... έφτάκορφη, έφτάμορφη, έφτά φορές μεγάλη, έφτά φορές ψηλότερα στέκεις έσύ τού κόσμου!
Χρυσό σού βάλε κι άσειστο «ό Βασιλιάς» θεμέλιο, χιλιόχρονα νά σέ κρατά, χιλιόχρονα νά στέκεις καί νά φορείς τόν ήλιο σου, ήλιο μέ δίχως δύση.

Βοριά καί Νότο νά φωτά, Ανατολή καί Δύση!

Ρόδινη αυγή, στόν ουρανό τήζ 7ής, χρυσή μας Πόλη, φωτάς, φωτάς μέ τό άσωστο τό Φώς τήν οικουμένη!

Σέ νέο ρυθμό χτίζεις ναό στό Πνεύμα καί σηκώνεις τό νοΰ τού ανθρώπου ώς έκεϊ πού τού Θεού είναι ή δόξα!...

Υμνο γλυκό κι άπόηχο Βυζαντινών χορών τά διαβατάρικα πουλιά στό θόλο τ’ ουρανού σου, άκούν ακόμα σάν περνούν κι όλα τόν τιτιβίζουν.

Τόν παίρνουν καί τόν φέρνουνε

γλυκά-νοσταλγικά...



όπου πικρά σου έγγόνια!...

Σκλάδοι καί λεύτεροι τ’ άκούν κι όλοι βαριά στενάζουν... -Πώς έγινε καί έγειρε ή ολόρθη κεφαλή σου,

Πόλη μου Βασιλεύουσα, Ελληνισμό ντυμένη!;...

Καί Κείνη, μέσα άπ’ τ’ όνειρο παρηγοριά τούς δίνει:



Ηλιος θά βγει κι ήλιος θά ’ρθεΐ καί θά μεσουρανήσει,

’Άβαροι καί ’Αγαρηνοί καί Πέρσες κι όποιοι άλλοι!...

Καί στη Μεγάλη μου Έκκλησιά θ’ άνοίξει ή Πύλη πάλι, νά μεταλάβουν τη χαρά ψυχές χιλιάδες χίλιες!...

Πάνω άπ’ τοϋ νοϋ τό σύνορο ή Θεία Βουλή άγρυπνάει!... Κι έγώ στήν "Αγια Τράπεζα όπου κρατάω στά στήθια,
Ολο φυλάω τό Θείο Φώς κι όλα φυλάω τά «ώραΐα»! Καί τής Φυλής τό δίστομο χρυσό σπαθί φυλάγω!... ώσπου παιδιά έλληνόπουλα νά τά ζητήσουν πάλι..

Λοιπόν, άν τά ζητήσετε, παιδιά, δικά σας θά ’ναί!

Καί ή 'Ελλάδα ολάκερη καί ή Έκκλησιά τής δόξας!...
Η Παναγιά ή δέσποινα προσμένει τους Άντρειωμένους! Κι ό «Βασιλιάς» τούς Γίγαντες ζητάει νά τόν ξυπνήσουν!...

Ή Πόλη ή Βασιλεύουσα τέτοια μάς άπεκρίθη

καί έγειρε στοϋ Βόσπορου τό κύμα δακρυσμένη!...

Καί καρτεράει νά ρθει ή Αυγή ή χιλιονειρεμένη,

τού τρίτου Μάη ή Αυγή ή χρυσή, άπ’ τ’ούρανοϋ τήν ώρα νά τήν ορθώσει όλόμορφη στής Λευτεριάς

τή μέρα!

Οσία Υπομονή

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους . Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.

Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.

Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.

Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.

Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.

Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.

Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».

Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' (1425 - 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 - 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.

Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.

Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού (βλέπε 8 Δεκεμβρίου), στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.

Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:

«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».

Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».

Σύγχρονο θαύμα της Αγίας

Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.

«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.

Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».

Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».

Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες' Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδοσία η Παρθένος

Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω. Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Συμβολισμοί στην Θεία Λειτουργία -Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή

Η Θεία Λειτουργία είναι τύπος της διαχρονικής Θείας Λειτουργίας που τελείται στον ουράνιο κόσμο και περιγράφεται μερικώς στο ιερό λειτουργικό βιβλίο της Αποκαλύψεως του αγίου Ιωάννου του θεολόγου.

Ο τύπος που τελείται σήμερα από την Εκκλησία δια χειρών των ειδικών ιερέων, εμπεριέχει πλήθος από συμβολισμούς τους οποίους οφείλει να ξέρει ο πιστός ώστε όχι απλά να παρακολουθεί αλλά να μετέχει. Να μυσταγωγείται μέσω αυτών και να οδηγείται ο νους του στα ουράνια.

Το θέμα της Θείας Λειτουργίας, που είναι η καρδιά της εν αγίω Πνεύματι λατρείας της Ορθοδοξίας, είναι τεράστιο. Εδώ θα αρκεστούμε σε ελάχιστους από αυτούς, όπως τους καταγράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.

Δηλαδή τι συμβολίζει το κλείσιμο των θυρών που γίνεται μετά το Ευαγγέλιο, τι η είσοδος των αγίων Μυστηρίων, τι ο θείος ασπασμός, τι το θείο σύμβολο της πίστεως, τι η δοξολογία με τον Τρισάγιο ύμνο, και τι η Κυριακή προσευχή που μας παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός.

Τίνος σύμβολο είναι το κλείσιμο των θυρών.

Το κλείσιμο των θυρών της αγίας Εκκλησίας του Θεού, που γίνεται μετά την ανάγνωση του αγίου Ευαγγελίου και την απομάκρυνση των κατηχουμένων, φανερώνει την παροδικότητα των υλικών και την είσοδο των αξίων στο νοητό κόσμο, δηλαδή το νυφικό θάλαμο του Χριστού, που θα γίνει έπειτα από το φοβερό εκείνο χωρισμό και τη φοβερότατη απόφαση. Φανερώνει ακόμα τη ριζική απόρριψη της απάτης που προκαλούν οι αισθήσεις.

Τι σημαίνει η είσοδος των αγίων Μυστηρίων.

Η είσοδος πάλι των αγίων και σεβαστών Μυστηρίων είναι η αρχή κι ο πρόλογος, όπως έλεγε ο μεγάλος εκείνος γέροντας,της καινούριας διδαχής, που θα γίνει στους ουρανούς, σχετικά με την οικονομία του Θεού για μας και η αποκάλυψη του μυστηρίου της σωτηρίας μας, που είναι κρυμμένο στα άδυτα της θεϊκής μυστικότητας. «Ου γαρ μη πίω», λέγει ο Θεός και Λόγος στους μαθητές Του, «απ’ άρτι εκ του γεννήματος της αμπέλου, έως αν πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη Βασιλεία του Πατρός Εμού» (Ματθ. 26:29).

Τίνος σύμβολο είναι ο θείος ασπασμός.

Κι ο πνευματικός ασπασμός, που απευθύνεται σ’ όλους, είναι πρότυπο και προδιαγραφή της ομόνοιας, της ομοφροσύνης όλων μεταξύ τους και της λογικής ταυτότητας, που θα πραγματοποιηθεί τον καιρό της αποκάλυψης των μελλοντικών άρρητων αγαθών, που αποτελεί προσδοκία πίστης κι αγάπης. Χάρη στην αποκάλυψη αυτή οικειώνονται οι άξιοι το Λόγο και Θεό. Γιατί το στόμα είναι του λόγου σύμβολο και για τούτο ακριβώς όλοι όσοι έχουν κοινωνήσει το λόγο, σαν λογικοί, μετέχουν σ’ όλα καθώς και στον πρώτο και μοναδικό Λόγο τον αίτιο κάθε λόγου.

Τι σημαίνει το θείο σύμβολο της πίστεως.

Η ομολογία πάλι του θείου συμβόλου της πίστεως, που γίνεται από όλους, προδηλώνει τη μυστική ευχαριστία, που θα κάνουμε στον μέλλοντα αιώνα, για τους θαυμαστούς λόγους και τρόπους και πάνσοφης Πρόνοιας του Θεού για μας. Με την ευχαριστία αυτή οι άξιοι παρουσιάζουν τον εαυτό τους να ευγνωμονεί για τη θεία ευεργεσία. Κι έξω από αυτή δεν έχουν τίποτα άλλο να αντιπροσφέρουν για κάθε ένα από τα άπειρα θεία αγαθά που έχουν δεχθεί.
Τι σημαίνει η δοξολογία του Θεού με τον Τρισάγιο Ύμνο.

Η τριπλή αναφώνηση του «Άγιος», που περιέχει η ιερή ομολογία, από μέρους όλου του πιστού λαού, δείχνει την ένωση και την ισοτιμία με τις ασώματες και νοερές δυνάμεις, που θα φανεί στο μέλλον. Με αυτήν σε συμφωνία με τις άνω δυνάμεις εξ αιτίας της ταυτότητας της σταθερής γύρω από το Θεό αεικινησίας, θα μάθει η ανθρώπινη φύση να υμνεί και να αγιάζει με τρείς αγιαστικές αναφωνήσεις την τρισυπόστατη και όμως μία θεότητα.

Τίνος σύμβολο είναι η αγία προσευχή του «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς».

Η Παναγία και η σεβαστή επίκληση του μεγάλου και μακαρίου Θεού και Πατέρα αποτελεί σύμβολο της ενυπόστατης και ζωντανής υιοθεσίας που θα μας παραχωρηθεί κατά δωρεά και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα με αυτή θα υπερνικηθεί και θα κρυφθεί κάθε ανθρώπινη ιδιότητα με τον ερχομό της χάρης και όλοι οι άγιοι θα μεταβληθούν και θα γίνουν υιοί του Θεού, όσοι από εδώ κιόλας στόλισαν με τις αρετές τον εαυτό τους λαμπρά και τιμημένα με τη θεϊκή ομορφιά της καλοσύνης.

Τί ξέρει νὰ κάνει ὁ Θεὸς (π. Δημητρίου Μπόκου)

Ἀ­πὸ τοὺς καλ­λι­τέ­χνες ποὺ ἔ­γι­ναν πο­λὺ τῆς μό­δας στὴν ἐ­πο­χή μας, εἶ­ναι καὶ ὁ πα­λιὸς (1789-1854) Βρετ­τα­νὸς ζω­γρά­φος Τζὸν Μάρ­τιν. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του γνώ­ρι­σμα εἶ­ναι ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­να­σχό­λη­ση στοὺς πί­να­κές του μὲ τὸ θέ­μα τοῦ τέ­λους τοῦ κό­σμου. Ἀ­να­δεί­χθη­κε «ὁ μά­στο­ρας τοῦ ὁ­ρά­μα­τος τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης», μο­να­δι­κὸς σπε­σι­α­λί­στας τοῦ θέ­μα­τος.

«Ἀ­νά­με­σα στὸ 1812, ὅ­ταν ξε­κί­νη­σε νὰ φαν­τά­ζε­ται αὐ­τὸ τὸ τέ­λος, καὶ τὸν θά­να­τό του, τὸ 1854, ὑ­πῆρ­ξε ὁ κα­λύ­τε­ρος ἀ­φη­γη­τὴς τῆς τε­λευ­ταί­ας στιγμῆς τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Πρὶν ἀ­πὸ αὐ­τὸν πολ­λοὶ καλ­λι­τέ­χνες προ­σπά­θη­σαν νὰ τὸ φαν­τα­στοῦν. Ὁ Μι­χα­ὴλ Ἄγ­γε­λος, ἂς ποῦ­με, στὴν Κα­πέ­λα Σιξ­τί­να. Ὅ­μως ὁ Τζὸν Μάρτιν ὑ­πῆρ­ξε μο­να­δι­κὸς καὶ μά­λι­στα, ξε­περ­νών­τας ὅ­λους ὅ­σοι ἔ­χουν ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ κό­μικς ἢ ται­νί­ες μὲ θέ­μα τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, σή­με­ρα φι­γου­ρά­ρει σὲ κά­θε βρετ­τα­νι­κὸ σπί­τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τέ­ξει οἰ­κο­νο­μι­κὰ ἕ­ναν πί­να­κά του…

Παι­δὶ καλ­βι­νι­στῶν γο­νέ­ων, ὁ Μάρ­τιν ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τὴ μά­να του, ὅ­τι θὰ τσου­ρου­φλι­στεῖ στὴν κό­λα­ση, ἂν δὲν ζοῦ­σε χρι­στι­α­νι­κά. Κι ἐ­κεῖ­νος μὲ τὸν και­ρὸ ἔ­γι­νε ἕ­να μὲ τὸν φό­βο, ὁ­ρα­μα­τι­ζό­με­νος σπα­ρα­κτι­κὰ τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Με­τέ­φε­ρε στὸν καμ­βὰ τὸ τέ­λος τῆς Πομ­πη­ί­ας, τὴν Ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως, πε­ρι­έ­γρα­ψε τὴν κα­τα­στρο­φὴ στὰ Σό­δο­μα καὶ τὰ Γό­μο­ρα, πα­θι­α­σμέ­νος ὀ­πα­δὸς μιᾶς θρη­σκεί­ας ποὺ ξέ­ρει μό­νο νὰ τι­μω­ρεῖ» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11-9-11).

Δι­α­τη­ροῦ­με τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις μας γιὰ τὴν ψυ­χο­λο­γι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση ποὺ γί­νε­ται στὸν Μάρ­τιν ἀ­πὸ τοὺς σύγ­χρο­νους σχο­λια­στές του καὶ τὰ κί­νη­τρα ποὺ τοῦ ἀ­πο­δί­δον­ται, ὡ­στό­σο προ­κα­λεῖ ἀ­πο­ρί­α ἡ ἄ­πο­ψή τους, πὼς ἡ (Χρι­στι­α­νι­κὴ προφανῶς) θρη­σκεί­α «ξέ­ρει μό­νο νὰ τι­μω­ρεῖ». Πί­σω της δηλ. κρύ­βε­ται ἕ­νας Θε­ὸς τι­μω­ρός. Ποὺ ἡ μό­νη του δου­λειὰ (ἀ­φοῦ αὐ­τὸ ξέ­ρει μόνο νὰ κά­νει) εἶ­ναι νὰ πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἄ­γρυ­πνα κά­θε πα­ρά­βα­ση, νὰ κα­τα­γρά­φει προ­σε­κτι­κὰ κά­θε στρα­βο­τι­μο­νιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που, καὶ νὰ ἐπι­βά­λει (χαι­ρέ­κα­κα; σα­δι­στι­κά; για­τί ὄ­χι;) τὴν ἀν­τί­στοι­χη τι­μω­ρί­α.

Πῶς δι­α­μορ­φώ­θη­κε μιά τέ­τοι­α εἰ­κό­να γιὰ ἕναν τρομοκράτη Θε­ό; Ἀ­πὸ ποῦ ξε­φύ­τρω­σε αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο ἀ­φεν­τι­κό, ὅ­πως θά ᾿λε­γε καὶ ὁ Σάρ­τρ, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­μεῖς ἀ­να­ζη­τοῦ­με στὸ πρό­σω­πό του τὸν πα­τέ­ρα;

Ἡ ἄ­πο­ψη ποὺ ἀ­να­φέρ­θη­κε δεί­χνει μιά τρα­γι­κὴ ἄ­γνοι­α γιὰ τὸν Θε­ό. Μιὰ βα­θειὰ πα­ρε­ξή­γη­ση τῆς πραγ­μα­τι­κῆς του φύ­σης. Μιὰ ἀ­πό­λυ­τη πα­ρερ­μη­νεί­α τῆς εἰ­κό­νας του. Καὶ προ­κύ­πτει ἀ­π’ τὴν ἀ­που­σί­α οὐ­σι­α­στι­κῆς σχέ­σης μα­ζί του. Αὐ­τὸν ποὺ δὲν γνω­ρί­ζεις, τὸν πα­ρερ­μη­νεύ­εις. Δι­α­στρε­βλώ­νεις τὴν εἰ­κό­να του καὶ λὲς πράγ­μα­τα γι’ αὐ­τὸν ποὺ δὲν ἰ­σχύ­ουν. Εἶ­ναι μιὰ ἀ­πα­τη­λή, ψεύ­τι­κη, ἐ­πι­φα­νεια­κὴ γνώ­ση, ἢ μᾶλ­λον μιὰ πα­χυ­λὴ ἄ­γνοι­α, ποὺ κρα­τά­ει δέ­σμιο τὸν ἄν­θρω­πο σὲ ἠ­θε­λη­μέ­νη ἢ μή, κα­τα­στρο­φι­κὴ πάν­τως, προ­κα­τά­λη­ψη.

Γι αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς μᾶς προ­κα­λεῖ νὰ τὸν γνω­ρί­σου­με λέ­γον­τας: «Γνω­ρί­στε με, ἐ­ρευ­νῆ­στε με κα­λά. Θὰ δεῖ­τε ὅ­τι εἶ­μαι ἡ ἀ­λή­θεια, κι αὐ­τὴ ἡ ἀ­λή­θεια θὰ σᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ἀ­πὸ κά­θε δου­λεί­α» (πρβλ. Ματθ. 11, 29, Ἰω. 14, 6, Ι­ω. 8, 32).

Καὶ δὲν μέ­νει μό­νο στὰ λό­για, ἀλ­λὰ προ­χω­ρά­ει σὲ ἔρ­γα. Ἔρ­χε­ται κον­τά μας, γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μὲ μᾶς, πο­νά­ει, ὑ­πο­φέ­ρει μα­ζί μας, παίρ­νει πά­νω του ὅ­λα τὰ βά­ρη μας, σταυ­ρώ­νε­ται καὶ πεθαίνει, πλη­ρώ­νον­τας αὐ­τὸς ἀν­τὶ γιὰ μᾶς τὰ πάντα, καὶ τέ­λος ἀ­να­σταί­νε­ται, γιὰ νὰ ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο πρὸς τὴ λύ­τρω­ση ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ πά­λι γιὰ μᾶς. Ἐ­πι­ση­μαί­νει  δὲ πὼς με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­γά­πη ἀ­π’ αὐ­τὴν δὲν ὑ­πάρ­χει (Ἰω. 15, 13).

Δὲν πα­ρα­λεί­πει πο­τὲ ἐ­πί­σης νὰ το­νί­ζει τὴ δι­α­φω­νί­α του πρὸς κά­θε ἄ­πο­ψη πού, ἐν­τε­λῶς πλα­νε­ρὰ καὶ λαν­θα­σμέ­να, τὸν θέ­λει τι­μω­ρό.

Ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἀ­νέ­βαι­νε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ σταυ­ρω­θεῖ,  δὲν ἔγινε δεκτὸς σὲ κά­ποι­ο χω­ριὸ Σα­μα­ρει­τῶν καὶ οἱ μα­θη­τές του Ἰ­ά­κω­βος καὶ Ἰ­ω­άν­νης εἶ­παν: «Θέ­λεις νὰ ποῦ­με, νὰ πέ­σει φω­τιὰ ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ τοὺς κά­ψει, ὅ­πως ἔ­γι­νε μὲ τὸν προ­φή­τη Ἠ­λί­α;» Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως στρά­φη­κε καὶ τοὺς ἐ­πέ­πλη­ξε: «Δὲν ξέ­ρε­τε ἀ­κό­μη ποί­ου πνεύ­μα­τος εἶ­στε σεῖς. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που δὲν ἦλ­θε νὰ ἀ­πο­λέ­σει ψυ­χὲς ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ νὰ σώ­σει» (Λουκ. 9, 51-56).

Εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς ποὺ ξέ­ρει νὰ σταυ­ρώ­νε­ται, ὄ­χι νὰ τι­μω­ρεῖ.

Ἐ­μεῖς τώ­ρα, οἱ κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἄν­θρω­ποι τί κά­νου­με; Ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­με μὲ τὴ ζω­ή μας αὐ­τὴν τὴν εἰ­κό­να, τῆς τό­σης ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν κό­σμο;  Ἢ μή­πως, σὰν σπα­σμέ­νος κα­θρέ­φτης, πα­ρου­σι­ά­ζου­με μιὰν ἄλ­λη εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, στρε­βλή, πα­ρα­πλα­νη­τι­κὴ καὶ αὐ­θαί­ρε­τη;

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 346, Μάιος 2012)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ευτυχής Επίσκοπος Μελιτηνής

Είναι άγνωστο από που καταγόταν και πότε άθλησε ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευτύχιος. Αναδείχθηκε σε Επίσκοπο Μελιτηνής, όμως λόγω της Χριστιανικής δράσεώς του συνελήφθη, αρνήθηκε δε να θυσιάσει στα είδωλα, και μετά από πολλά βασανιστήρια ρίχθηκε στο νερό, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Ο Σωφρόνιος Εύστρατιάδης στο Αγιολόγιο του, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα γράφεται Ευτυχής και μάλιστα επίσκοπος Μελιτηνής και ότι το σωστό είναι Ευτύχιος μάρτυς και όχι επίσκοπος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Εὐτύχιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Γιατί Κύριε έχεις σταθεί μακριά μας;

Δέν είναι σπάνιες οί περιπτώσεις κατά τις όποιες άνθρωποι σεβόμενοι τόν Θεό έκφράζουν σέ καιρούς δοκιμασίας τό παράπονο ότι ό Θεός τούς παραθεωρεϊ. Ή ότι τούς έγκαταλείπει στά χέρια άνθρώπων άπιστων, άλαζόνων καί τυραννικών.

Τέτοιο παράπονο έκφράζει καί ό δίκαιος Δαβίδ στόν 9ο Ψαλμό. Τού λέγει ταπεινά καί μέ εύλαβικό παράπονο: «Ίνατί, Κύριε, άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν θλίψεσιν;» (Ψαλμ. θ' 22). Γιατί, Κύριε, έχεις σταθεί μακριά μας; Γιατί σηκώνεις έπάνω τά μάτια σου καί φαίνεται σάν νά μή μάς βλέπεις; καί σάν νά μή μάς προσέχεις σ’ αύτές τις κρίσιμες περιστάσεις καί θλίψεις πού μάς κυκλώνουν; Παραπονεΐται ό Ψαλμωδός ότι ό Θεός τόν έγκαταλείπει στις προσβολές ύπερήφανων καί δόλιων άνθρώπων.

Μέ άλλα λόγια Του λέει: Γ ιατί, Κύριε, ένώ είσαι παρών στούς άνθρώπους πού δοκιμάζονται καί θλίβονται, φαίνεσαι ότι δέν τούς προσέχεις; Γ ιατί δείχνεις μέ τήν πολλή μακροθυμία καί ύπομονή σου ότι δέν τιμωρείς έκείνους πού μάς στενοχωρούν, μάς έκμεταλλεύονται καί μάς καταπιέζουν; Εσύ βλέπεις καί παρακολουθείς τά πάντα- γιατί λοιπόν κάνεις πώς δέν τά βλέπεις; Διότι δέν βοηθεΐς ούτε στις θλίψεις ούτε καί έπεμβαίνεις σ’ αύτούς τούς δύσκολους καιρούς πού περνούμε.

Βέβαια τά λόγια αύτά ό Δαβίδ, πού ήταν άνθρωπος «κατά τήν καρδίαν» τού Κυρίου (Πράξ. ιγ' [13] 22), δηλαδή όπως τόν ήθελε ό Θεός, δέν τά λέει έγκαλώντας καί κατηγορώντας τόν Θεό. Ούτε τά λέει άπαιτώντας τήν τιμωρία τών ένοχων. Τά λέει ύποφέροντας φοβερά άπό τις μεγάλες δοκιμασίες του καί προσευχόμενος στόν Θεό νά τόν βοηθήσει. Ότι δέ σ’ αύτό στοχεύει ό Ψαλμωδός, τό βεβαιώνει ό ιερός Χρυσόστομος μέ τό άκόλουθο παράδειγμα. Γράφει: Πολλοί άπό έκείνους πού πιέζονται άπό τις θλίψεις καί τις δοκιμασίες τής ζωής ζητούν νά γίνει ή κρίση τού Θεού πριν άπό τήν ώρα πού πρέπει. Όπως άκριβώς έκεΐνοι πού έγχειρίζονται, πριν άκόμη τελειώσει ή έγχείρηση, παρακαλοϋν τόν γιατρό νά άπομακρύνει τό χέρι του άπό τήν πληγή (ΣΣ τότε δέν είχε άναπτυχθεΐ άκόμη ή έπιστήμη τής άναισθησιολογίας), ζητούν δηλαδή μιά χάρη έπιβλαβή γιά τήν ύγεία τους, πάσχουν όμως

έττειδή δέν μπορούν νά ύποφέρουν τούς πόνους. Καί πολλές φορές φωνάζουν πρός τούς γιατρούς: «Μέ βασάνισες, μέ κατέστρεψες, μέ κατέσφαξες». Αύτά όμως δέν είναι λόγια τής λογικής άλλά τού πόνου. Μέ τόν ίδιο τρόπο λοιπόν έκφράζονται καί πολλοί άπό τούς όλιγόψυχους στις στιγμές των θλίψεων, μή ύποφέροντας τούς πόνους καί τή δυστυχία.

Άλλά στό παράπονο αύτό τού Δαβίδ ό Κύριος μπορούσε νά άπαντήσει καί μέ λόγια τού προφήτη Ήσάία. Ό μεγάλος αύτός προφήτης όσους νόμιζαν ότι ό Θεός δέν μπορούσε νά τούς σώσει άπό τήν αιχμαλωσία τής Βαβυλώνας ή άπό άλλες συμφορές, άμφιβάλλοντας γιά τή δύναμη τού Θεού καί νομίζοντας ότι είναι άδιάφορος, τούς ρωτά: Μήπως είναι άδύναμο τό χέρι τού Κυρίου νά σάς σώσει; Ή έγινε βαρύκοο τό αύτί του, ώστε νά μή σάς εισακούσει; Έχει τή δύναμη νά σάς σώσει, γνωρίζει τήν κατάστασή σας, άκούει τούς στεναγμούς σας. Γιά τό ότι συνεχίζεται ή δοκιμασία καί ή συμφορά σας, δέν εύθύνεται Εκείνος άλλά οί άμαρτίες σας. Αύτές σάς χωρίζουν άπό τόν Θεό καί μεταξύ σας. Αύτές είναι ή αιτία γιά τήν όποια ό Θεός σήκωσε τό προστατευτικό καί εύμενές βλέμμα του άπό έπάνω σας, ώστε νά μή σάς έλεήσει (βλ. Ήσ. νθ' [59] 1-2).

Ιδού λοιπόν ή άπάντηση στό γεμάτο άγωνία καί παράπονο έρώτημα τού Δαβίδ. Ό πανάγιος καί παντοδύναμος Θεός άποστρέφει τό πρόσωπό του, διότι θέλει νά θεραπεύσει τήν άμαρτία, τό κάνει γιά τό καλό μας, περιμένοντας τή βαθιά μετάνοια καί άλλαγή μας.

Όμως τό άγωνιώδες έρώτημα τού Δαβίδ «ίνατί, Κύριε, άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν θλίψεσιν;» είναι καί έρώτημα πού διατυπώνεται αύθόρμητα καί άπό πολλούς στήν πατρίδα μας, ή όποια πολύ δοκιμάζεται τούς τελευταίους καιρούς. Άλλ’ ή άπάντηση είναι καί έδώ ή ίδια. Ό Θεός καί στούς δύσκολους αύτούς καιρούς δέν είναι άπών άπό τή χώρα μας δέν στέκεται μακριά, δέν άδιαφορεΐ. Είναι παρών, άγρυπνεΐ, παρακολουθεί τά πάντα. Σιωπά όμως καί μακροθυμεί, διότι περιμένει τή μετάνοια άρχόντων καί λαού. Ενόσω δέν βλέπει συντριβή καί μετάνοια, δέν έπεμβαίνει.

Πρέπει νά ομολογήσουμε χωρίς περιστροφές καί μέ συντριβή: «Ήμάρτομεν, Κύριε, ήνομήσαμεν», άπομακρυνθήκαμε άπό Εσένα μαγνητισμένοι άπό τά άμαρτωλά άσματα τών σειρήνων τού κόσμου καί τά παραπλανητικά συνθήματα τής άθεΐας. Οί εύεργετημένοι άπό τήν άγαθότητά σου Έλληνες ’Ορθόδοξοι άμαρτήσαμε ολωσδιόλου καί δέν ύπακούουμε πιά στις σωτήριες έντολές σου, άλλά στά δόλια καί δήθεν προοδευτικά κηρύγματα όσων πολεμούν τήν άγια σου ’Εκκλησία. Στρέψαμε τήν προσοχή μας στό χρήμα, νομίζοντας ότι θά βρούμε σ’ αύτό τήν εύτυχία μας. Άπατηθήκαμε όμως οίκτρά. Γι’ αύτό άντί εύτυχίας δοκιμάζουμε σήμερα κρίση μεγάλη καί στερήσεις. Καί τώρα Σέ παρακαλοϋμε νά μάς συγχωρήσεις καί νά μάς έλεήσεις. Μή μάς παραβλέψεις. «Ανάστα (σήκω), Κύριε, βοήθησον ήμϊν καί λύτρωσαι ήμάς», διά τό όνομά σου καί τήν εύσπλαχνία σου (Ψαλμ. μγ [43] 27).

Αν έτσι πολιτευθοϋμε, πιστεύουμε ότι οί έλπίδες μας στή σωτήρια έπέμβαση τού Κυρίου δέν θά μείνουν χωρίς άνταπόδοση καί ικανοποίηση.

Αν γίνετε άγιοι, θά σώσετε τά παιδιά σας!

Πριν από κάμποσα χρόνια,

πριν ή τηλεόραση, μπεί τόσο καθοριστικά στη. ζωή μας, στο Παρίσι χάθηκε ένα πεντάχρονο κοριτσάκι.
Ή άστυνομία τό βρήκε,

όμως τό παιδί είχε ύποστεί τόσο ισχυρό σόκ,

ώστε ήταν αδύνατο να δώσει όποιαδήποτε πληροφορία.

Ούτε ονόματα, ούτε διεύθυνση, ούτε τηλέφωνο,

ούτε τ’ όνομά του δε θυμόταν.

Άπό τό σόκ είχε άπενεργοποιηθεί τελείως ή μνήμη.

Γιατροί καί άστυνόμοι βρέθηκαν προς στιγμήν σε αδιέξοδο.

Τότε ό εισαγγελέας πήρε τό παιδί

καί τού ζήτησε να τού τραγουδήσει ένα τραγούδι.

Τό παιδί τού τραγούδησε τό νανούρισμα

πού τού ’λεγε ή μάννα του, όταν τό ’βάζε για ύπνο.

Οί άρχές τό μαγνητοφώνησαν καί τό έδωσαν στο ραδιόφωνο.

Μέσα σε λίγες ώρες βρέθηκαν οί γονείς!

Τό μυαλό τού άνθρώπου, όσο δυνατό κι αν είναι, όσες γνώσεις κι άν τού άποθηκεύσουμε, έρχεται ώρα πού δεν μπορεί νά βοηθήσει.

Άπενεργοποιείται. Εκείνη πού ποτέ δεν ξεχνάει και τα πάντα σώζει είναι ή καρδιά.

Σ’ αυτήν απευθυνόμαστε.

Γιατί οί ημερομηνίες μπορεί νά ξεχαστούν, οί εμπειρίες όμως ποτέ.

Γι’ αυτό λέμε ότι ποτέ δεν πάει χαμένο εκείνο πού εμπιστευόμαστε στα παιδιά.

Ποτέ δέν πάει χαμένο

εκείνο πού τούς δίνουμε άπ’ την καρδιά μας.

Όσο πολύτιμο κι αν είναι, τα παιδιά δέ θά τό χάσουν.

Μπορεί νά χάσουν τά βιβλία τους καί τις ζωγραφιές τους,

μπορεί νά χάσουν τη σάκα τους,

τη μπάλα τους, τά γάντια, τά μπουφάν τους,

μπορεί καί τά ίδια νά χαθούν σέ ολοσκότεινες νύχτες,

σέ ολόχρυσα άπογεύματα, όμως εκείνο πού θά τούς δώσουμε

άπ’ την ψυχή μας δέ θά τό χάσουν τά παιδιά.

Κάποια μέρα θά γυρίσουν στη φωλιά πού τά ζέστανε, στά χέρια πού τ’ άνάστησαν, στη μήτρα πού τά γέννησε, σ’ αύτούς πού άληθινά κι άνιδιοτελώς τά άγάπησαν.

Γι’ αύτό γιατροί, παιδαγωγοί, ψυχολόγοι,

Πνευματικοί, 'Άγιοι φωνάζουν: όσο είναι μικρά...

όσο είναι μικρά νά μάς όουν νά άγαπιόμαστε,

νά συγχωριόμαστε, νά σεβόμαστε τον έαυτό μας, σά Ναό...

Νά σεβόμαστε τούς άλλους σά δώρα τού Θεού...

Νά σεβόμαστε το Θεό σάν Πατέρα...

Νά σεβόμαστε τούς ηλικιωμένους σάν παλιά εικονίσματα... Νά σεβόμαστε όλους σάν εικόνες Χριστού...

Κι άπό μέσα μας νά μη βγαίνει γκρίνια, νά μη βγαίνει μιζέρια άλλά χαρά...

Αναστάσιμη χαρά...

σάν αύτή πού ένιωθε ό άγιος Σεραφείμ τού Σάρωφ, όταν έβλεπε άνθρωπο καί φώναζε:

- Χριστός Άνέστη, χαρά μου! Ή μνήμη διαγράφει, ή καρδιά ποτέ.

Γι’ αυτό οί Πατέρες της Εκκλησίας φωνάξουν: όσο είναι μικρά.... νά μπουν στη ζωή τής Εκκλησίας... νά μάς δουν ν’ άνάβουμε τό καντήλι, νά θυμιάζουμε τά εικονίσματα, νά τ' άσπαζόμαστε, νά προσευχόμαστε,

νά ζυμώνουμε Πρόσφορα, νά κοινωνάμε.

Γι’ αύτό ή Εκκλησία άπό την πρώτη μέρα τής γέννησης διαβάζει ευχή.

Την όγδοη διαβάζει ευχή καί δίνει τό όνομα.

Την τεσσαρακοστή ξαναδιαβάζει εύχή καί λέει:

βαπτίστε το, όσο πιο σύντομα μπορείτε,

γιά νά πάρει Χριστό,

γιά νά μπολιαστεί στήν Πίστη,

γιά νά περάσει μέσα του ή Χάρη...

Τότε πού νομίζουμε ότι δεν καταλαβαίνουν...

Τότε πού ό,τι βγαίνει άπ’ τήν καρδιά μας, στήν καρδιά τους μπαίνει...

Καί είμαστε όλοι σίγουροι, είτε γονείς είτε δάσκαλοι, όσοι άσχολούμαστε με τά παιδιά, πώς, αν άνοίξεις τήν καρδιά μας, μόνον άγάπη θά βγάλει γί αυτά.

Είμαστε σίγουροι πώς καμιά χαρά γιά μάς δεν είναι πιο μεγάλη άπ’ τή χαρά τους.

Καμιά λύπη δε μάς είναι πιο μεγάλη άπό τή λύπη τους.

Καμιά έγνοια δε μάς τρώει όσο ή έγνοια τους:

τί θά γίνουν...; πώς θά ζήσουν...; με ποιούς θά μπλέξουν...; Όμως, άφοΰ άγάπη δίνουμε γιατί, λίγα χρόνια μετά, εισπράττουμε τόση άντίδραση, τόσο θυμό,

τόση άπομάκρυνση, τόσα ξενύχτια, τόση παραίτηση,

τόσες εφήμερες σχέσεις, τόσο δύσκολες καταστάσεις,

τόσο δισεπίλυτα προβλήματα; Γιατί τις νύχτες τόσα παιδιά έξω απ’ τα σπίτια τους;

Γιατί τις μέρες τόσο βαριεστημένα παιδιά στά σχολεία;

Γιατί τις Κυριακές και τις γιορτές

τόσα παιδιά μακριά άπό την Εκκλησία,

μέ την αδιαφορία στο πρόσωπο,

μέ την άπελπισία στην ψυχή,

μέ τον καφέ ή μέ τη σύριγγα στο χέρι;

Άφού αγάπη δίνουμε,

γιατί οί ηλικίες πού παραστρατούν διαρκώς μικραίνουν; Πού κάναμε λάθος;

Άφού όλοι ισχυριζόμαστε πώς άγαπάμε τά παιδιά,

άφού όλοι καθημερινά

γινόμαστε χίλια κομμάτια γιά χάρη τους,

που μπλέχτηκαν τά πράγματα

καί δρέπουμε πικρούς καρπούς;

Κι ενώ στά χέρια μας κρατούσαμε ένα παιδικό πρόσωπο

όμορφο και καθαρό σάν πρώτο χιόνι,

ύστερα άπό λίγα χρόνια, γιατί έχουμε άπέναντί μας

έναν έφηβο σάν άγρια θάλασσα...

ανίκανο νά χαρεί,

ανίκανο νά συνεννοηθεί,

ανίκανο να ελπίσει,

ανίκανο νά άγαπήσει...;

Λές: σου τά δώσαμε όλα...

σπίτι, φαγητό, σχολείο, γλώσσες, φροντιστήρια,

εκδρομές, διασκέδαση, χρήματα...

Τί σου λείπει;

Και παίρνεις την άπάντηση:

ό,τι μου δίνετε δέ χορταίνει την ψυχή μου.

Ή ψυχή μου πεινάει, διψάει, κλαίει...

ρωτάει ποιος μ’ έφερε, που πηγαίνω, πόσο άξίζω...

Τί έγινε;

τί δεν κάναμε καλά; Ποιος από μάς θά τολμήσει νά πάρει την ευθύνη πάνω του;

Ποιος θά τολμήσει νά δεί τά λάθη, γιά νά διορθώσει τά λάθη;

Είναι άλήθεια... όλοι γιά τό καλό τους πασχίζουμε... γιά την πιο ορθόδοξη άγωγή.

Όμως άγωγή σημαίνει σέ οδηγώ κάπου.

Εμείς ξέρουμε ποϋ θέλουμε νά οδηγήσουμε τά παιδιά μας; που θέλουμε νά φτάσουν, τί θέλουμε νά γίνουν;

’Άν μάς ρωτήσουν, οί περισσότεροι άπό μάς θά πούμε πώς θέλουμε νά γίνουν «καλά παιδιά».

Όμως τί θά πεί «καλά παιδιά»

και μάλιστα σ’ έναν κόσμο πού τρώει τούς καλούς;

Πώς είναι τά «καλά παιδιά»;

Όταν τά άδικοΰνε, άδικοΰν;

Όταν τά χτυπάνε, άνταποδίδουν;

Όταν μπορούν νά εξασφαλίσουν μιά θέση, πατώντας τούς άλλους, τό κάνουν;

Χρησιμοποιούν την άπάτη ή πηγαίνουν με τό σταυρό στο χέρι;

Ρυθμίζονται άπό τό χρήμα, άπ’ τά κέρδη ή άπό τις εντολές τού Χριστού;

Τί θά πει «καλά παιδιά»;

Ποιος θά μάς πεί την άλήθεια;

Πού θά βρούμε την άλήθεια;

Όπως γίνεται με τά πράγματα, έτσι γίνεται καί με τον άνθρωπο...

Όταν άγοράζουμε μιά συσκευή,

μέσα στο κουτί ύπάρχουν πάντα οδηγίες.

'Ένα φυλλάδιο, όπου ό κατασκευαστής μάς εξηγεί πώς θά τη χρησιμοποιήσουμε και τί έργο θά άποδώσει.
Και ξέρουμε δλοι καλά πώς, αν δέ σεβαστούμε τις οδηγίες, θά καταστρέψουμε τη συσκευή.

’Έτσι γίνεται και με τον άνθρωπο:

ή άλήθεια είναι μέσα στην Κιβωτό, στην Εκκλησία!

Έκει, ό Κατασκευαστής, ό Δημιουργός εξηγεί

τί είναι ό άνθρωπος,

ποιά είναι τά όριά του,

πώς πρέπει νά τον προσεγγίσουμε,

ώστε νά μην τον τσαλακώσουμε,

νά μην τον πληγώσουμε,

νά μην τον αχρηστέψουμε.

Έκει, στην Κιβωτό, στην Εκκλησία,

ό Κατασκευαστής μάς εξηγεί

πόσο θ’ άφήσουμε τό σχοινί

καί πόσο θά τό μαζέψουμε,

ώστε νά μην τού στερήσουμε την ελευθερία,

αλλά καί νά μην τον οδηγήσουμε στην άπώλεια.

Εκεί, μέσα στην Εκκλησία, ό Δημιουργός Θεός

εξηγεί τί είναι ό άνθρωπος

καί πώς γίνεται μακάριος.

Καί τό ερώτημα καίει:

-Γέροντα, πώς θά σώσουμε τά παιδιά μας;

-Νά μοιάσετε τοϋ Θεοΰ.

Νά γίνετε άγιοι

καί τά παιδιά σας θά βρουν τό δρόμο τους.

Ό Θεός γιά χάρη μας έγινε άνθρωπος κι εμείς γιά χάρη του ας γίνουμε άγιοι.

’Άν τ’ άγαπάτε, έλεγε ό γέροντας Πορφύριος, νά γίνετε άγιοι.

-Καί πώς γίνεσαι άγιος; τον ρωτούσαν, κι εκείνος άπαντοϋσε: με τη Χάρη.

-Καί πώς έρχεται ή Χάρη;

-Με την ταπείνωση καί την προσευχή.

Στής ταπεινής άγάπης τ’ άγια χώματα, έκεί αναπαύεται η Χάρη... έκειαναπαύεται ό Θεός...

Στους ταπεινούς και προσευχόμενους ανθρώπους.

Έκει πού υπάρχει περηφάνια, δε γεννιούνται άγιοι.

Έκεί πού ύπάρχει περηφάνια, δεν υπάρχει ό Θεός και τά πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα και πολύ βαριά τά προβλήματα.

Εκεί πού ύπάρχει περηφάνια δεν ύπάρχει άγάπη, άφού άγάπη είναι ό Θεός!

Ό γέροντας Παίσιος άναφέρει τό έξης περιστατικό:

Τον έπισκέφτηκε κάποτε ένα νέο παιδί, με σοβαρό πρόβλημα υγείας και άπαρηγόρητο τού μιλούσε άσταμάτητα, άλλοτε σωστά και άλλοτε άσυνάρτητα.

Έπί οκτώ ώρες, έλεγε ό γέροντας, δεν πήγα τό πόδι μου άπό δώ έκεί, γιά νά μη νομίσει ότι με κουράζει.

Στο τέλος τού είπε: νά ξέρεις ότι,

όταν θά πηγαίνεις στο γιατρό για θεραπείες,

θά είμαι πάντα δίπλα σου.

Μετά άπό μήνες πήγε πάλι τό παιδί στο γέροντα μαζί με τον πατέρα του.

Ό πατέρας, διευθυντής Τράπεζας, παρακάλεσε τό γέροντα νά πεί στο παιδί νά μην τον έπισκέπτεται στο χώρο εργασίας, γιατί τον έκθέτει.

Καί έδωσε κι ένα γράμμα άπ’ τη μητέρα,

πού κι έκείνη παρακαλούσε νά πείσει ό γέροντας τό γυιό τους

νά μην έμφανίζεται στις δεξιώσεις καί τούς ντροπιάζει.

Τότε τό παιδί είπε στον πατέρα: έπιτέλους, δέ μπορείτε νά ταπεινωθείτε;

Δε μπορείτε νά δεχθείτε ότι ό Θεός σάς έδωσε ένα άρρωστο παιδί καί νά σηκώσετε με υπομονή τό σταυρό σας;

Κι έλεγε θλιμμένα ό γέροντας:

πέστε μου εσείς ποιος είναι ό άρρωστος...
Τά παιδιά, άκόμα κι όταν είναι αγριεμένα, ακόμα κι όταν είναι άρρωστα, βλέπουν καί πίσω άπ’ τον τοίχο, γιατί με την καρδιά βλέπουν.

Έχουν καταπληκτικά λέιζερ

και ξέρουν πότε νοιαζόμαστε για κείνα

καί πότε για τον εαυτό μας,

για τον εγωισμό μας, για την καλή μας εικόνα.

Καί ανάλογα μ’ αύτό πού τούς δίνουμε ή άγιάζουν ή ξεπαγιάζουν.

Ανάλογα με τό πόσο ταπεινοί είμαστε ή δεν είμαστε...

Καί τό ερώτημα καίει:

Τί σημαίνει είμαστε ταπεινοί;

Τί σημαίνει ταπεινός άνθρωπος;

Τί σημαίνει ταπεινή άγάπη;

Πότε γιατρεύουμε, αγαπώντας, καί πότε σφάζουμε;

Πότε ή άγάπη μας ημερεύει τά παιδιά καί πότε τά κάνει θηρία άνήμερα;

Πώς καί πότε ή άγάπη κάνει άγιους;

’Έλεγε με πόνο κάποιος στο γέροντα Παΐσιο:

«Πέρασα δύσκολα χρόνια, όταν ήμουν νέος.

Τά είχα δοκιμάσει όλα

καί είχα άπογοητευτεί άπ' όλα.

Άπ’ τά σχολεία, άπ’ τά πτυχία, από τά χρήματα, άπ’ τη ζωή τής νύχτας, άπ’ τήν πολιτική, άπό τήν εκκλησία. Ένας λόγος με κράτησε στή ζωή καί δεν έβαλα τέρμα: ή μάννα μου!

Σήκωνε αμίλητη τό βάρος μου...

Έφευγα στις 11 άπό τό σπίτι

καί τήν άφηνα γονατιστή νά προσεύχεται.

Γύριζα στις 5 τό πρωί καί τήν έ'βρισκα πάλι γονατιστή...»

Γιά όλους μας ύπάρχουν άλυτα προβλήματα πού μάς κρατάνε άγρυπνους.
Υπάρχουν άλυτα προβλήματα
πού πρέπει να τα παραδώσουμε στον Θεό πού διοικεί τα πάντα και να Τον άφήσουμε να κάνει τό έργο Του, χωρίς να παρεμβαίνουμε, παρά μόνο με προσευχή...

-Γέροντα, τό παιδί μας φεύγει τό βράδυ και γυρίζει τό πρωί... Όλη νύχτα έξω...

-Αύτή την περίοδο νά σιωπάτε, έλεγε ό γέροντας Πορφύριος. Νά καθοδηγείτε σιωπώντας.

Μην τα προκαλείτε με λόγια.

Αντί νά μιλάτε σ’ αύτά, πέστε τα στην Παναγία...

Γονατιστέ καί σπείρετε προσευχή...

Κάποια μέρα ή προσευχή αύτή θά καρπίσει...

Καμιά αγάπη και καμιά δύναμη

δεν είναι μεγαλύτερη άπό τήν προσευχή.

Καμιά δύναμη δεν είναι ισχυρότερη άπ’ τήν αγάπη πού μεταλλάσσεται σε προσευχή.

Προσεύχεσαι εδώ καί σώζεις τό καράβι στον ώκεανό... Προσεύχεσαι εδώ

καί σώζεις τό παιδί σου άπ’ τό στόμα τών λύκων. Προσεύχεσαι εδώ καί σώζεις τα παιδιά τού κόσμου πού δεν έχουν μάννα νά προσευχηθεί γι’ αύτά καί τά τρώει ή νύχτα καί ή άμαρτία της.

Προσευχή...Υπομονή....Κλειστό στόμα...

Ή προσευχή τής άγιας Έμμέλειας γέννησε τό Μέγα Βασίλειο καί τήν αγία Μακρίνα.

Ή προσευχή τής άγιας Νόνας γέννησε τον άγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο.

Ή προσευχή τής άγιας Άνθούσας γέννησε τον άγιο Ιωάννη τό Χρυσόστομο.

Ή προσευχή τής άγιας Εύβούλης γέννησε τον άγιο Παντελεήμονα
Ή προσευχή της άγιας Άνθίας γέννησε τον άγιο Ελευθέριο.

Ή άγία Θεοδότη, με ειδωλολάτρη σύζυγο, άνέδειξε τά δυο παιδιά της γιατρούς χωρίς άργύρια, τούς άγιους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό.

Ή άγια Μόνικα δεκατέσσερα χρόνια έκλαιγε και προσευχόταν γιά τό παιδί της.

Πήγε στη Ρώμη γιά σπουδές, άμάρτησε, άσώτεψε, άπόχτησε κι ένα εξώγαμο παιδί και τελικά ή προσευχή της μάννας τον γύρισε πίσω, τον οδήγησε στη μετάνοια.

Μπήκε στην έκκλησία καί άναδείχτηκε 'Άγιος.

Ό 'Άγιος Αύγουστινος, ό υιός τών δακρύων.

Υπομονή....

Είναι φορές πού συμφέρει νά κάνουμε πώς δε βλέπουμε, πώς δεν άκουμε, πώς δεν καταλαβαίνουμε...

Μέχρι νά περάσει ή μπόρα, νά καταλαγιάσουν τά πράγματα, νά ημερέψουμε όλοι...

Υπομονή...

Λέγει ό άγιος Σιλουανός ότι ένα πρωί, μετά άπό μιά άμαρτωλή νύχτα, ό πατέρας του τού είπε μαλακά: πού ήσουν χθές, παιδί μου; έθλίβετο η καρδία μου.

Κι έλεγε ό άγιος: έγώ στά μέτρα τού πατέρα μου δεν έφθασα. Ήταν άγράμματος άνθρωπος, άλλά ήταν πράος καί σοφός. ’Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, επτά παιδιά.

Κάποια μέρα, ένώ οί άλλοι θέριζαν, ό Συμεών τούς μαγείρεψε χοιρινό, ξεχνώντας ότι ήταν Παρασκευή.

Έφαγαν όλοι.

Πέρασαν έξι μήνες καί σε κάποια γιορτή ό πατέρας λέει χαμογελώντας στο Συμεών:

«Θυμάσαι, παιδί μου, ότι μου έδωσες νά φάω χοιρινό, ενώ ήταν Παρασκευή;

Πίστεψε με, το έτρωγα σά να ήταν πτώμα.»

-Και γιατί δεν μοϋ τό είπες τότε;

-Δεν ήθελα, παιδί μου, να σοϋ προκαλέσω ταραχή.

Και έλεγε ό άγιος: «τέτοιο Γέροντα θά ήθελα νά έχω.
Ποτέ δε θύμωνε, ποτέ δέν πλήγωνε, ποτέ δέν εκνευριζόταν

κι ευρισκε πάντα τήν κατάλληλη στιγμή,

ώστε και νά μέ διορθώνει και νά μή μέ ταράζει.»

Άπό τί γονείς γεννιούνται οί άγιοι...

Τέτοιους προγόνους έχουμε!

Αυτό τό πνεύμα οφείλουμε νά διατηρήσουμε

και νά παραδώσουμε,

αν θέλουμε νά σώσουμε τα παιδιά μας.

Άν θέλουμε νά ζήσει ό κόσμος.

Προσευχή...Υπομονή...Κλειστό στόμα...

Αγάπη δίχως όρους και δίχως όρια...

Σάν τήν άγάπη τού Θεού, πού μάς αγαπάει χωρίς νά ρωτάει άν είμαστε καλοί ή κακοί.

Σάν τήν άπέραντη άγάπη τού Θεού....

Άς άναγνωρίσουμε κι εμείς στά παιδιά μας τό δικαίωμα νά μή μάς υπακούσουν κι άς μην τά απειλήσουμε... άς μήν τά άπορρίψουμε...

’Άν δικαιούνται νά πουν όχι στον Θεό, γιατί δέ δικαιούνται νά πούν όχι σέ μάς;

Άς μείνει ή άγκαλιά μας άνοιχτή...

Ό άσωτος άπό άνοιχτή άγκαλιά έφυγε, γι’ αύτό στήν άνοιχτή άγκαλιά ξαναγύρισε.

'Ομολογεί ένας όνομαστός αγιορείτης μοναχός:

«’Ήμασταν έξι παιδιά. Ή μάννα μας, Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, δεν έτρωγε λάδι. Μαγείρευε λαδερό για μάς και άρτύσιμο για τον πατέρα, που δεν πίστευε και δεν ήθελε να νηστεύει.

Τη θυμόμαστε να προσεύχεται και να σιωπά.

Ό πατέρας μας τελικά έγινε καλύτερος άπ’ τη μάννα μας, Όμως μετά άπό σαράντα χρόνια ...

Μετά άπό σαράντα χρόνια έξαντλητικής προσευχής τής μάννας μας.» Έλεγε μιά χήρα μάννα,

πού με πολλές θυσίες μεγάλωσε τά παιδιά της: ένα βράδυ, αγριεμένο τό παιδί της άρχισε νά τη χτυπάει άλύπητα.

Κι όταν τής χτύπησε τό κεφάλι στον τοίχο κι ένιωσε ότι χάνεται,

τό μόνο πού τής βγήκε ήταν νά τό άγκαλιάσει.

Όταν άνοιξε τά χέρια της πάνω του,

τό παιδί της συγκλονίστηκε,

αναλύθηκε σέ κλάματα και ή ζωή του άλλαξε.

Σήμερα ζεί τη Μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας.

Όποιος έχει νά κάνει μέ παιδιά,

δεν μπορεί νά είναι άκαμπτος και σκληρός...

Πρέπει νά χαμηλώνει τούς τόνους και νά καταφεύγει στον Θεό,

πού όλα τά βλέπει κι όλα τ’ άκούει και όλα τά μπορεί.

Κάποτε ένας Πατριάρχης εκθρονίστηκε, γιατί ήταν άπόλυτος καί άνυποχώρητος.

Ενάρετος, άλλά ύπερήφανος καί άκαμπτος άνθρωπος.

Πήγε λοιπόν στο άγιο Όρος

κι εκεί συνάντησε έναν άγιο άσκητή τυφλό.

-Παππού, πού μένεις, τού είπε, θέλω νάρθω νά σέ δώ.

-Δε γίνεται, τού είπε ό άσκητής, ή πόρτα μου είναι πολύ χαμηλή.

-Θά σκύψω..., είπε ό πατριάρχης

καί τού άπάντησε τό άγιο τυφλό Γεροντάκι: αν έσκυβες, θά ήσουν καί στο θρόνο σου.

Όποιος έχει νά κάνει με παιδιά

δεν μπορεί νά πηγαίνει με το κεφάλι ψηλά.

Πρέπει νά μάθουμε νά σκύβουμε, νά ύποχωροΰμε.

Πρέπει νά μάθουμε νά χάνουμε τό δίκιο μας.

Όποιος έχει νά κάνει με παιδιά, έλεγαν οί παλιοί άνθρωποι, πρέπει νά είναι έτοιμος γιά όλα. καί με τά σκυλιά, άν χρειαστεί, θά κάτσει στο ίδιο τραπέζι νά φάει.

-Γέροντα, πώς θά σώσουμε τά παιδιά μας;

-Βλέπετε τό Χριστό, όταν βλέπετε τά παιδιά σας; έλεγε κι έκλαιγε ό γέροντας Πορφύριος.

Αγαπήστε τό Χριστό...Γίνετε άγιοι..

Ή εποχή μας, δύσκολη όπως όλες οί εποχές,

δεν έχει άνάγκη άπό γονείς, έχει ανάγκη άπό άγιους γονείς.

Δεν έχει άνάγκη άπό δασκάλους, έχει άνάγκη

άπό άγιους δασκάλους, άπό άγιους δικαστές,

άπό άγιους νομικούς, άπό άγιους γιατρούς,

άπό άγιους ύδραυλικούς, άπό άγιους με τά ράσα,

άλλά καί άπό άγιους με τά ρούχα τής δουλειάς.

Άπό άγιους των βουνών καί τών Μονών καί τής έρημου, άλλά καί άπό άγιους του κόσμου, τού δρόμου, τών μεγαλουπόλεων. "Αν ξέρατε πόσοι άγιοι ύπάρχουν στην 'Ομόνοια..., έλεγαν οί σύγχρονοι γεροντάδες.

"Αν ξέραμε πόσοι άγιοι παππούδες καί πόσες άγιες γιαγιάδες, με την προσευχή τους,

κατευθύνουν τις ζωές τών έγγονών καί τών παιδιών τους! Χωρίς νά τούς παίρνει κανείς είδηση.

Μυστικά, άπ’ τη γωνιά τους...

-Τί κάνεις, πατέρα, ρωτούσαν ένα γεροντάκι με δώδεκα παιδιά καί πολλά έγγόνια

καί άπαντουσε: μετανίζω σας, παιδιά μου... πού σημαίνει μετανοώ γιά σάς...
’Άν αγαπάμε τά παιδιά, χρωστάμε νά γίνουμε άγιοι. Χρωστάμε νά γίνουμε άγιοι, άν άληθινά θέλουμε νά σωθούν. Καί μπορούμε όλοι νά έπιμεληθοϋμε τον άγιασμά μας.

Γιατί ή αγιότητα δεν έχει νά κάνει ούτε με την ηλικία,

ούτε με την κοινωνική μας θέση,

ούτε με τά γράμματα πού ξέρουμε, ούτε με τά χρήματα πού έχουμε, ούτε με τά χαρίσματά μας...ούτε με την άρτιμέλειά μας.

Δεν κάνει άδικίες ό Θεός...

Μέσα στα δομικά ύλικά όλων μας ύπάρχει ή δυνατότητα τού άγιασμού.

Αυτές είναι οί προδιαγραφές μας...

Έτσι μάς έπλασε ό Δημιουργός...

Αυτό είναι το 'Άγιο Θέλημά Του: νά γίνουμε άγιοι.

’Έτσι σώζονται τά παιδιά:

όταν τά λόγια τού Χριστού πιάνουν τόπο επάνω μας.

Αύτό σημαίνει άγιος.

Όταν μάς βλέπουν νά νηστεύουμε

καί ή νηστεία νά μάς κάνει

όλο καί πιο άνεξίκακους, πιο σπλαγχνικούς.

Όταν μάς βλέπουν νά προσευχόμαστε κι ή προσευχή νά μεταφράζεται σε έλεος....

Όταν κοινωνάμε καί μεταβάλλονται τά σπλάγχνα μας σε σπλάγχνα οίκτιρμών γιά όλο τον κόσμο...

Έτσι σώζονται τά παιδιά.

Όταν μάς βλέπουν ν’ άλλάζουμε, νά μετανοούμε,

νά παίρνουμε την ευθύνη επάνω μας, νά νιώθουμε πώς καί γιά τις άμαρτίες τους έμείς φταίμε. Σαν τον άγιο Νεκτάριο πού τιμωρούσε τον εαυτό του, όταν άμάρταναν οί μαθητές του.
’Έτσι σώζονται τά παιδιά.

Όταν ξεχνάμε τον εαυτό μας.

Όταν μάς συκοφαντούν και δεν άνταποδίδουμε.

Όταν μάς άδικοϋν και δεν άδικοϋμε.

Όταν αδικούν τά παιδιά μας και δεν καταριόμαστε.

Όταν μάς καταριούνται και ευλογούμε.

Όταν δε χαλάμε τις καρδιές μας για ένα στρέμμα γης.

Όταν άγαπάμε τούς εχθρούς μας...

Έτσι σώζονται τά παιδιά...

Όταν μοιραζόμαστε τό ψωμί μας, τό σπίτι μας, τά έσοδά μας μ’ αυτούς πού δεν έχουν.

Έλεγε μιά μάννα, πού άσταμάτητα άγαθοεργεί:

«Τό πήρα άπ’ τη, μάννα μου.

’Ήμασταν επτά παιδιά, καθόμασταν νά φάμε και μόνο ή μάννα μας δεν είχε πιάτο μπροστά της.

Όταν τελειώναμε όλοι,

μ’ ένα κομμάτι ψωμί σκούπιζε τά πιάτα μας κι έτρωγε.

Δεν την θυμάμαι ποτέ νά είχε πιάτο μπροστά της.

Τό δικό της πιάτο τό έδινε πάντα στους φτωχούς.»

Έτσι σώζονται τά παιδιά...

Όταν μάς βλέπουν νά χαιρόμαστε, νά πιστεύουμε, νά μην τά χάνουμε, νά μην άπελπιζόμαστε.

Νά πατάμε σε Βράχο...

Νά έχουμε την ελπίδα μας όλη στην αγαθή πρόνοια τού Θεού, τού Ζώντος Θεού,

τού Έλεούντος Θεού πού άσταμάτητα ελεεί τον κόσμο.

Υπάρχει μιά πίστη κληρονομικά

πού περνάει άπ’ τό δάσκαλο στο μαθητή,

άπ’ τον πατέρα στο γυιό, άπ’ τη μάννα στο παιδί,

άπ’ τη γιαγιά στά έγγόνια:

Ή βεβαία πίστη στη βεβαία άγάπη τού Θεού.

Στην άγάπη τού Θεού πού δέν τελειώνει. Υπάρχει μια πίστη κληρονομική.

Ή βέβαια πίστη ότι ό Θεός του Αβραάμ, τοΰ Ισαάκ, τοϋ Ιακώβ

είναι και δικός μας Θεός.

Είναι καί δικός μας Πατέρας.

Καί χθες καί σήμερα καί αύριο.

Υπάρχει μια πίστη κληρονομική.

Ή βεβαία πίστη ότι ό Θεός δεν είναι σάν κι εμάς.

Είναι άπείρως Πράος καί Έλεήμων καί Ταπεινός.

Όλα τα λάθη μας κι όλες οί αμαρτίες μας είναι σά σταγόνα μπροστά στο Πέλαγος τής άγάπης τοϋ Θεοϋ.

Ακόμα κι όταν αμαρτάνουμε, λέει ή Εκκλησία, ας έπικαλούμαστε τό όνομα τοϋ Χριστοϋ...

Είναι σά νά Τοϋ πετάμε ένα σχοινί, για νά μάς σώσει.

Αυτή την πίστη πρέπει νά κληροδοτήσουμε στά παιδιά μας. Αυτά είναι τά πλούτη μας, οί μετοχές μας, οί σημαντικές καταθέσεις μας, ή άνυπολόγιστης άξίας περιουσία μας:

Ή βεβαία πίστη ότι ή άγάπη τοϋ Θεοϋ είναι χωρίς τέλος.

Πέλαγος χωρίς όρια καί χωρίς πυθμένα!

Άς βιαστούμε.

’Άς βιαστοΰμε νά τά προικοδοτήσουμε.

Ή λογική λέει: πέρασε ό καιρός...

Ή λογική λέει:

πρόλαβε ό κόσμος καί τά λέρωσε, τά τραυμάτισε, τάφαγε... Είναι άργά...

Είναι πιο άργά άπ’ ό,τι νομίζουμε... Ή πίστη λέει:

για τό Θεό δεν είναι τίποτα αδύνατο...

Ή πίστη λέει:

για τό Θεό δεν είναι ποτέ αργά...

Τού Θεού οί χρυσές ευκαιρίες δέν τελειώνουν ποτέ: όποιος θέλει, όποτε θέλει, μπορεί να γίνει άγιος.

«Γίνετε άγιοι,

λέει καί κλαίει ό Γέροντας Πορφύριος.

"Αν γίνετε άγιοι, θά σώσετε τά παιδιά σας»




Άγιος Ελλάδιος

Ο Άγιος Ελλάδιος, έζησε την εποχή των σκληρών διωγμών κατά της Εκκλησίας. Η ζωή του ως λαϊκού, χαρακτηριζόταν από μεγάλη σωφροσύνη, άσκηση γι' αυτό και εξελέγη επίσκοπος. Από τη θέση, αυτή ο Ελλάδιος, αναλώθηκε στη διακονία του ποιμνίου του. Κήρυττε, δίδασκε και με σύνεση και διάκριση, επέλυε τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα. Η όλη του πολιτεία και διακονία κατόρθωσε να φέρει πολλούς ειδωλολάτρες στην ορθόδοξη πίστη.

Η δράση του αυτή, προκάλεσε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και του πρότειναν να αρνηθεί το Χριστό για να σώσει τη ζωή του. Εξοργισμένοι από την ακλόνητη πίστη του επισκόπου τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά με τη χάρη του Θεού θεραπεύθηκε απ' όλα. Τελικά μετά από συνεχόμενους ραβδισμούς, παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Ἑλλάδιε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος, ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα, τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις. Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως, καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.

Μεγαλυνάριον
Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.