Η πέμπτη εβδομάς των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι Ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη συνήθη Ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δύο νέες εκτενείς Ακολουθίες· την Πέμπτη ο Μέγας Κανών και το Σάββατο ο Ακάθιστος ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθή στην επομένη, στην έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα στη λατρεία μας έχουν τακτοποιηθή από τους Πατέρας με πολλή μελέτη και περίσκεψι. Με «διάκρισι», κατά την εκκλησιαστική έκφρασι. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μεγάλη Ἑβδομάς, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά της θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήση μία περίοδος σχετικής αναπαύσεως, μία μικρά ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρωπίνως αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάς και την έξαρσι του τέλους βαστάζει η προτελευταία. Τις δύο θαυμαστές ακολουθίες της πέμπτης εβδομάδος τον Νηστειών, τον Μέγα Κανόνα και τον Ακάθιστο ύμνο, θα σταθούμε και θα τις εξετάσουμε.
Ο Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικώς στα Απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α' εβδομάδος των Νηστειών και ολόκληρος στην Ακολουθία του όρθρου της Πέμπτης της Ε' εβδομάδος. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξαρτήτως από τον Όρθρο, εν είδει μικράς αγρυπνίας, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την Ακολουθία του αποδείπνου. Κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον εύρει κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, στο Τριῴδιο, καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθησις του Κανόνος αυτού κατά την ώρα της ψαλμῳδίας του είναι δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ταχύς ο ρυθμός της ψαλμῳδίας του. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαιτέρως απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλλίτερα τον ύμνο αυτόν. Τα κατωτέρω ας αποτελέσουν μία σύντομο εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησή του και μια παρακίνησι για την παρακολούθησι της ψαλμῳδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.
Και πρώτα δυό λόγια για τον ποιητή του. Τον Μέγα Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Μοναχός κατ᾿ αρχάς στην Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε και ανέλαβε διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα και τέλος ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Απέθανε γύρω στα 740 μ.Χ. στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη, κατά ένα ταξείδι του στην Κωνσταντινούπολι, είτε και εξόριστος εκεί -ήταν υποστηρικτής των αγίων εἰκόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μία μεγάλη σαρκοφάγος, που βρίσκεται πίσω από το άγιο Βήμα της ερειπωμένης Βασιλικής της αγίας Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφή. Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνολογική του παραγωγή είναι αξιόλογος. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μέγας Κανών. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός Συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πρίν πεθάνῃ. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μέγας Κανών είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των Κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ᾿ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι Κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που εγράφοντο για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό: Να διακοσμήσουν την ψαλμῳδία των εννέα ωδών του Ψαλτηρίου, που εστιχολογούντο στον Ὀρθρο. Ἔψαλλαν τις εννέα ωδές και στους τελευταίους στίχους της κάθε μιάς παρενέβαλλαν τα τροπάρια, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στους Ναούς μας κατά την ψαλμῳδία του «Κύριε εκέκραξα» στον εσπερινό και των ψαλμών των Αίνων στον όρθρο. Εννέα ήσαν οι ωδές του Ψαλτηρίου, εννέα και οι ομάδες τροπαρίων που αποτελούσαν τον κανόνα. Όλος ο κανών ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στην ψαλμῳδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότης στον όλο Κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στόν ίδιο ήχο, αλλά και να θραύεται και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμῳδία που παρουσιάζει κάθε μιά ωδή. Τον Κανόνα αυτόν της συνθέσεως του εκκλησιαστικού αυτού ποιητικού είδους ακολουθεί και ο Μέγας Κανών. Έχει εννέα ωδές·όλες ψάλλονται σε ήχο πλ. β', κάθε όμως ωδή έχει το δικό της «εἱρμό», βάσει του οποίου έχουν συνταχθή και ψάλλονται τα τροπάρια της.
Ο Μέγας όμως Κανών στην μορφή του έχει μιά χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι, συγκρινόμενος πρός τους άλλους ομοίους του Κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτό του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξῃ και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσῃ όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι Κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, όσα είναι και οι άλλοι στίχοι των ωδών, ούτως ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμῳδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος, ενώ οι συνήθεις Κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος είναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον άγιο Ανδρέα.
Και ερχόμεθα στο περιεχόμενο του μεγάλου Κανόνος. Δέν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας θρηνητικός μονόλογος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια ολίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίσι του δικαίου Κριτού, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάμῃ μία αναδρομή, μία ανασκόπησι του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσῃ με την ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας τον συμπνίγει. Η συνείδησις τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών του πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίδει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Αγία Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσῃ τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των Αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και ανοίγει η αισιόδοξος προοπτική του ποιητού. Βρήκε την θύρα του Παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσῃ·προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμένη του καρδιά και την πνευματική του πτωχεία. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του τελώνου, της πόρνης και του ληστού τον ενθαρρύνουν. Ο Κριτής θα ευσπλαγχνισθῇ και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.
ᾨδή α'
«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποίαν ἀπαρχή ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ;
ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».
ᾨδή β'
«Πρόσεχε, οὐρανέ, καί λαλήσω·γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ καί ἀνυμνούσης αὐτόν»..
«Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου ψυχή μου, τοῦ Κυρίου βοῶντος
καί ἀποσπάσθητι τῆς πρώτης ἁμαρτίας
καί φοβοῦ ὡς δικαστήν καί ὡς κριτήν καί Θεόν».
ᾨδή γ'
«Πῦρ παρά Κυρίου, ψυχή, Κύριος ἐπιβρέξας,
τήν γῆν Σοδόμων πρίν κατέφλεξεν».
«Πηγήν ζωῆς κέκτημαι σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην
καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσον με».
Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής «ο κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού του Μελωδού, που συμψάλλεται με τον Μέγα Κανόνα:
«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις
τό τέλος ἐγγίζει
καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών
καί τά πάντα πληρῶν».
(Από το βιβλίο του I. Μ. Φουντούλη: ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, εκδ. Α. Δ.).
Ο Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικώς στα Απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α' εβδομάδος των Νηστειών και ολόκληρος στην Ακολουθία του όρθρου της Πέμπτης της Ε' εβδομάδος. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξαρτήτως από τον Όρθρο, εν είδει μικράς αγρυπνίας, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την Ακολουθία του αποδείπνου. Κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον εύρει κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, στο Τριῴδιο, καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθησις του Κανόνος αυτού κατά την ώρα της ψαλμῳδίας του είναι δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ταχύς ο ρυθμός της ψαλμῳδίας του. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαιτέρως απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλλίτερα τον ύμνο αυτόν. Τα κατωτέρω ας αποτελέσουν μία σύντομο εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησή του και μια παρακίνησι για την παρακολούθησι της ψαλμῳδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.
Και πρώτα δυό λόγια για τον ποιητή του. Τον Μέγα Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Μοναχός κατ᾿ αρχάς στην Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε και ανέλαβε διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα και τέλος ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Απέθανε γύρω στα 740 μ.Χ. στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη, κατά ένα ταξείδι του στην Κωνσταντινούπολι, είτε και εξόριστος εκεί -ήταν υποστηρικτής των αγίων εἰκόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μία μεγάλη σαρκοφάγος, που βρίσκεται πίσω από το άγιο Βήμα της ερειπωμένης Βασιλικής της αγίας Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφή. Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνολογική του παραγωγή είναι αξιόλογος. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μέγας Κανών. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός Συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πρίν πεθάνῃ. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μέγας Κανών είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των Κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ᾿ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι Κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που εγράφοντο για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό: Να διακοσμήσουν την ψαλμῳδία των εννέα ωδών του Ψαλτηρίου, που εστιχολογούντο στον Ὀρθρο. Ἔψαλλαν τις εννέα ωδές και στους τελευταίους στίχους της κάθε μιάς παρενέβαλλαν τα τροπάρια, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στους Ναούς μας κατά την ψαλμῳδία του «Κύριε εκέκραξα» στον εσπερινό και των ψαλμών των Αίνων στον όρθρο. Εννέα ήσαν οι ωδές του Ψαλτηρίου, εννέα και οι ομάδες τροπαρίων που αποτελούσαν τον κανόνα. Όλος ο κανών ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στην ψαλμῳδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότης στον όλο Κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στόν ίδιο ήχο, αλλά και να θραύεται και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμῳδία που παρουσιάζει κάθε μιά ωδή. Τον Κανόνα αυτόν της συνθέσεως του εκκλησιαστικού αυτού ποιητικού είδους ακολουθεί και ο Μέγας Κανών. Έχει εννέα ωδές·όλες ψάλλονται σε ήχο πλ. β', κάθε όμως ωδή έχει το δικό της «εἱρμό», βάσει του οποίου έχουν συνταχθή και ψάλλονται τα τροπάρια της.
Ο Μέγας όμως Κανών στην μορφή του έχει μιά χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι, συγκρινόμενος πρός τους άλλους ομοίους του Κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτό του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξῃ και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσῃ όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι Κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, όσα είναι και οι άλλοι στίχοι των ωδών, ούτως ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμῳδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος, ενώ οι συνήθεις Κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος είναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον άγιο Ανδρέα.
Και ερχόμεθα στο περιεχόμενο του μεγάλου Κανόνος. Δέν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας θρηνητικός μονόλογος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια ολίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίσι του δικαίου Κριτού, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάμῃ μία αναδρομή, μία ανασκόπησι του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσῃ με την ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας τον συμπνίγει. Η συνείδησις τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών του πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίδει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Αγία Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσῃ τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των Αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και ανοίγει η αισιόδοξος προοπτική του ποιητού. Βρήκε την θύρα του Παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσῃ·προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμένη του καρδιά και την πνευματική του πτωχεία. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του τελώνου, της πόρνης και του ληστού τον ενθαρρύνουν. Ο Κριτής θα ευσπλαγχνισθῇ και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.
ᾨδή α'
«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποίαν ἀπαρχή ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ;
ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».
ᾨδή β'
«Πρόσεχε, οὐρανέ, καί λαλήσω·γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ καί ἀνυμνούσης αὐτόν»..
«Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου ψυχή μου, τοῦ Κυρίου βοῶντος
καί ἀποσπάσθητι τῆς πρώτης ἁμαρτίας
καί φοβοῦ ὡς δικαστήν καί ὡς κριτήν καί Θεόν».
ᾨδή γ'
«Πῦρ παρά Κυρίου, ψυχή, Κύριος ἐπιβρέξας,
τήν γῆν Σοδόμων πρίν κατέφλεξεν».
«Πηγήν ζωῆς κέκτημαι σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην
καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσον με».
Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής «ο κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού του Μελωδού, που συμψάλλεται με τον Μέγα Κανόνα:
«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις
τό τέλος ἐγγίζει
καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών
καί τά πάντα πληρῶν».
(Από το βιβλίο του I. Μ. Φουντούλη: ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, εκδ. Α. Δ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου