Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Η ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ «Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται»

Στό συναξάρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας ἀναφέρεται πώς: «Τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα αὐτήν τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐντύπωση προκαλεῖ ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ὡς «Ζωηφόρου». Τό σύνθετο αὐτό ἐπίθετο ἐκφράζει αὐτόν, πού φέρει καί μεταδίδει ζωή, τόν ζωοδότη. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ μεταξύ τῶν ἄλλων μηνυμάτων, ἰδιαίτερα ἔρχεται νά τονίσει τόν θρίαμβο τῆς ζωῆς κατά τοῦ θανάτου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στόν κατηχητικό του λόγο, πού ἀναγινώσκεται στό τέλος τῆς βραδινῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας σημειώνει πώς: «Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται». Δηλαδή μέ τήν Ἀνάστασή Του κυριαρχεῖ καί βασιλεύει ἡ ζωή. Στόν πολύ γνωστό καί περιεκτικό ἀναστάσιμο ὕμνο, πού ψάλλεται πολλές φορές σ’ ὅλη τήν περίοδο τοῦ πεντηκοσταρίου μέχρι τῆς Ἀνάληψης τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀφοῦ μέ τόν θάνατό Του συνέτριψε τόν θάνατο, καί χάρισε ζωή στούς νεκρούς, πού βρίσκονταν στά μνήματα.
            Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προσδίδει κεντρική θέση στήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ καί ὑποστηρίζει πώς: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (1). Ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε τό κήρυγμά μας εἶναι χωρίς νόημα, τό ἴδιο καί ἡ πίστη σας. Δέχεται ἀκόμη μέ ἀκράδαντη καί ἀκλόνητη πεποίθηση πώς «ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται». (2) Χάρη στό Χριστό, ὅλοι θά ξαναπάρουν ζωή καί βεβαίως  ἐδῶ, ἀναφέρεται σ’ ὅλους τούς νεκρούς.
            Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού συνέταξαν καί διατύπωσαν τό «σύμβολον τῆς Πίστεως», στό γεγονός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου στηρίχθηκαν γιά νά τελειώσουν «το σύμβολον» μέ τή φράση: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν, καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Δηλαδή άναμένουμε καί ἐλπίζουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί στή μελλοντική αἰώνια ζωή, πού θά εἶναι ἀτελεύτητη καί θά ἔλθει μετά τή συντέλεια τοῦ παρόντος κόσμου.
            Τό πιό βασικό καί δυσεπίλυτο ὑπαρξιακό μας πρόβλημα, ἀσφαλῶς, εἶναι γιά τούς περισσοτέρους μας ὁ προσωπικός μας θάνατος. Στήν ἀκολουθία τῶν κεκοιμημένων ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζοντας τήν πεποίθηση τῶν πολλῶν ὁμολογεῖ πώς: «ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον», καί ἀκόμη σέ πρῶτο πρόσωπο ὁμολογεῖ: «θρηνῶ καί ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον, καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος». Ὁ πιστός ὅμως πού ἔχει γνωρίσει τό γνήσιο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί διατηρεῖ τή «μνήμη τοῦ θανάτου», τόν ἀναμένει, ὡς μία φυσική κατάσταση. Γιά τήν Ἐκκλησία ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά καταστρέψει τόν δεσμό ἀμοιβαίας ἀγάπης, πού συνδέει τούς ζῶντας μέ τούς τεθνεῶτας. Καί οἱ πρῶτοι καί οἱ δεύτεροι βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος νεκρώνει τά σώματα, ὅμως οἱ ψυχές εἶναι ὑπαρκτές. Εἴτε ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦμε νά ἀνήκουμε στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἔχουμε σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ μας. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ πιστοί προσεύχονται ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο πάνω στή γῆ καί ζητοῦν τίς προσευχές τῶν ἄλλων, μέ τόν ἴδιο τρόπο προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους πιστούς καί ζητοῦν ἀπό τούς κεκοιμημένους νά προσεύχονται ἐπίσης γι’ αὐτούς. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά καταστρέψει τόν δεσμό ἀμοιβαίας ἀγάπης πού συνδέει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.(3)
            Ὁ δεσμός καί αὐτή ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη μεταξύ ζώντων καί τεθνεώτων θεμελιώνονται στήν προσδοκία, στήν ἀναμονή καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν καί τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωής. Ἡ ἀνάσταση δέν ἀναφέρεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στά νεκρά σώματα. Ἡ ψυχή ὡς πνευματική οὐσία καί ἄϋλη, δέν πεθαίνει. Τό πνεύμα ἀπό τή φύση του εἶναι ἄφθαρτο καί αἰώνιο. Μετά τό θάνατο, σύμφωνα μέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἡ ψυχή συνεχίζει τή ζωή της στή μέση κατάσταση, ὅπου διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία της καί τίς ἄλλες πνευματικές λειτουργίες της. Ἀντίθετα τό σῶμα στερημένο τῆς ζωτικῆς του πνοῆς, νεκρώνεται τοποθετούμενο στόν τάφο, ὅπου ὑφίσταται τή φυσική διεργασία τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού μέλλει νά ἀναστηθεῖ δέν εἶναι ἡ ἀθάνατη ψυχή, ἀλλά τό νεκρωμένο σῶμα. Καί ἐδῶ βρίσκεται τό «παράδοξον» καί «ἀνεξήγητον». Ἰσχυρίζονται πολλοί πῶς εἶναι δυνατόν  τό νεκρό σῶμα μετά τήν ἀποσύνθεση καί τόν ἀφανισμό του στό πέρασμα τοῦ χρόνου, νά ἀναστηθεῖ καί νά ἐπανέλθει στη ζωή. Ἀσφαλῶς μέ τά δεδομένα τῆς παρούσης ἀνθρώπινης κατάστασής μας καί μέ μόνη τήν ὀρθολογιστική σκέψη μας, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων ξεπερνᾶ τό «παράδοξον» καί τό «ἀνεξήγητον» καί περνᾶ στήν ἀπόρριψη καί στήν ἄρνηση.
            Οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά τούς ὁμιλεῖ γιά τήν ἀνάσταση νεκρῶν: «οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον. ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (4). Χωρίς τήν πίστη στή Θεία Παντοδυναμία καί στή βεβαιότητα τῆς ζωηφόρου Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι ἀδύνατη καί ἀπραγματοποίητη. Ὅσοι ὅμως ἔχουν ἐμπιστοσύνη ἀκλόνητη καί βεβαιότητα στήν παντοδυναμία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στή ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν προσδοκία, ἀναμονή καί ἐλπίδα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί στή «ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου