Από το Γεροντικό
Στο όρος Σινά ζούσε, ανάμεσα στους άλλους πατέρες, και κάποιος πού λεγόταν Νίκων. “Όχι πολύ μακριά του κατοικούσε κάποιος Φαρανίτης, πού είχε μια κόρη.
Ένας άνθρωπος λοιπόν, πού πήγε στο σπίτι του Φαρανίτη και βρήκε την κόρη του μονάχη, γιατί ο ίδιος έλειπε, τη διέφθειρε. Με τα τη συμβούλεψε να πει στον πατέρα της, ότι ο άββάς Νίκων της έκανε το κακό.
Όταν γύρισε ο Φαρανίτης κι έμαθε τι είχε γίνει, άναψε άπ’ την οργή και τη στενοχώρια. Άρπαξε το ξίφος του κι έτρεξε στο γέροντα. Στάθηκε έξω (από το κελί του) και χτύπησε (την πόρτα).
Μόλις πρόβαλε ο γέροντας, ο Φαρανίτης άπλωσε το χέρι για να τον χτυπήσει με το ξίφος. Μα παρευθύς το χέρι του ξεράθηκε!
Έτσι, μην μπορώντας πια να σκοτώσει το γέροντα, πήγε και τον κατήγγειλε στους πρεσβυτέρους, πού αμέσως έστειλαν και κάλεσαν το γέροντα.
Όταν ήρθε, του επέβαλαν πολλές σωματικές τιμωρίες, και μετά αποφάσισαν να τον διώξουν. Μα εκείνος τους παρακαλούσε: Αφήστε με εδώ, για το θεό, να μετανοήσω!
Kαι τότε τον απομάκρυναν για τρία χρόνια από την εκκλησία και τη μετάληψη των θείων Δώρων, δίνοντας εντολή να μην τον πλησιάσει κανείς (σ’ όλο αυτό το διάστημα).
Έτσι πέρασε τρία χρόνια, μένοντας κάθε Κυριακή γονατιστός στην είσοδο της εκκλησίας και παρακαλώντας όλους: Κάντε προσευχή για μένα!
Ύστερα όμως (άπ’ αυτόν τον κανόνα του άββά Νίκωνα), δαιμονίστηκε εκείνος πού έκανε την αμαρτία και συκοφάντησε το γέροντα και καθώς τον τυραννούσε ο δαίμονας, ομολόγησε στην εκκλησία (την αλήθεια).
Τίποτα δεν ξέρει ο δούλος του Θεού, είπε. Εγώ έκανα την αμαρτία, και έβαλα (την κόρη) να συκοφαντήσει αυτόν! Το εκκλησίασμα, μόλις το άκουσε, κίνησε σύσσωμο για το γέροντα, πού ησύχαζε στο κελί του. Του έβαλαν μετάνοια και του είπαν: Συγχώρεσέ μας, αββά.
Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: Ό Θεός να σας συγχωρέσει! Εγώ όμως δεν μένω πια μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας (ανάμεσα σας) με διάκριση, για να μου δείξει κάποια συμπάθεια.
Και αμέσως ο γέροντας αναχώρησε από κει.
Νομίζω πάντως ότι ο γέροντας δεν έφυγε μόνο γι’ αυτό πού τους είπε, καυτηριάζοντας τη σκληρότητα και την αδιακρισία τους και παρακινώντας τους έτσι σε διόρθωση, αλλά και για ν’ αποφύγει την τιμή και τον έπαινο τους. Γιατί θα τον τιμούσαν βέβαια από τότε κι έπειτα, γνωρίζοντας πια τη μεγάλη του αρετή και την πνευματική ανδρεία και γενναιοφροσύνη του.
Στο όρος Σινά ζούσε, ανάμεσα στους άλλους πατέρες, και κάποιος πού λεγόταν Νίκων. “Όχι πολύ μακριά του κατοικούσε κάποιος Φαρανίτης, πού είχε μια κόρη.
Ένας άνθρωπος λοιπόν, πού πήγε στο σπίτι του Φαρανίτη και βρήκε την κόρη του μονάχη, γιατί ο ίδιος έλειπε, τη διέφθειρε. Με τα τη συμβούλεψε να πει στον πατέρα της, ότι ο άββάς Νίκων της έκανε το κακό.
Όταν γύρισε ο Φαρανίτης κι έμαθε τι είχε γίνει, άναψε άπ’ την οργή και τη στενοχώρια. Άρπαξε το ξίφος του κι έτρεξε στο γέροντα. Στάθηκε έξω (από το κελί του) και χτύπησε (την πόρτα).
Μόλις πρόβαλε ο γέροντας, ο Φαρανίτης άπλωσε το χέρι για να τον χτυπήσει με το ξίφος. Μα παρευθύς το χέρι του ξεράθηκε!
Έτσι, μην μπορώντας πια να σκοτώσει το γέροντα, πήγε και τον κατήγγειλε στους πρεσβυτέρους, πού αμέσως έστειλαν και κάλεσαν το γέροντα.
Όταν ήρθε, του επέβαλαν πολλές σωματικές τιμωρίες, και μετά αποφάσισαν να τον διώξουν. Μα εκείνος τους παρακαλούσε: Αφήστε με εδώ, για το θεό, να μετανοήσω!
Kαι τότε τον απομάκρυναν για τρία χρόνια από την εκκλησία και τη μετάληψη των θείων Δώρων, δίνοντας εντολή να μην τον πλησιάσει κανείς (σ’ όλο αυτό το διάστημα).
Έτσι πέρασε τρία χρόνια, μένοντας κάθε Κυριακή γονατιστός στην είσοδο της εκκλησίας και παρακαλώντας όλους: Κάντε προσευχή για μένα!
Ύστερα όμως (άπ’ αυτόν τον κανόνα του άββά Νίκωνα), δαιμονίστηκε εκείνος πού έκανε την αμαρτία και συκοφάντησε το γέροντα και καθώς τον τυραννούσε ο δαίμονας, ομολόγησε στην εκκλησία (την αλήθεια).
Τίποτα δεν ξέρει ο δούλος του Θεού, είπε. Εγώ έκανα την αμαρτία, και έβαλα (την κόρη) να συκοφαντήσει αυτόν! Το εκκλησίασμα, μόλις το άκουσε, κίνησε σύσσωμο για το γέροντα, πού ησύχαζε στο κελί του. Του έβαλαν μετάνοια και του είπαν: Συγχώρεσέ μας, αββά.
Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: Ό Θεός να σας συγχωρέσει! Εγώ όμως δεν μένω πια μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας (ανάμεσα σας) με διάκριση, για να μου δείξει κάποια συμπάθεια.
Και αμέσως ο γέροντας αναχώρησε από κει.
Νομίζω πάντως ότι ο γέροντας δεν έφυγε μόνο γι’ αυτό πού τους είπε, καυτηριάζοντας τη σκληρότητα και την αδιακρισία τους και παρακινώντας τους έτσι σε διόρθωση, αλλά και για ν’ αποφύγει την τιμή και τον έπαινο τους. Γιατί θα τον τιμούσαν βέβαια από τότε κι έπειτα, γνωρίζοντας πια τη μεγάλη του αρετή και την πνευματική ανδρεία και γενναιοφροσύνη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου