«Κύριε ο Θεός, ο Αμνός του Θεού, ο Υιός του Πατρός, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, ελέησον ημάς, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου».
Ο στίχος εξακολουθεί να κινείται στο χώρο της θείας απολυτρώσεως. Η Εκκλησία ζει και κινείται στο Σωτήρα της. Δεν λησμονεί την άπειρη δωρεά του. Τον βλέπει σαν Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου. Το βαρύ φορτίο της αμαρτίας, που προοδευτικά μεγάλωνε και πίεζε τη ψυχή της ανθρωπότητας, δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει ο αμαρτωλός άνθρωπος με τη δική του δύναμη. Η ενοχή για τα αμαρτήματά του τον έσφιγγε μέχρι θανάτου. Υπέφερε και πονούσε φοβερά. Ήταν αξιοθρήνητος. Και η ενοχή του φυσικά τον καθιστούσε υπόδικο ενώπιον του Θεού. Έπρεπε να τιμωρηθεί για τις ενοχές και την αλόγιστη συμπεριφορά του. Η τιμωρία του όμως αυτή θα σήμαινε το θάνατο και τον αφανισμό του.
«Εάν ανομίας παρατήρησης, Κύριε Κύριε, τις υποστήσεται;» θρηνωδεί ο ψαλμωδός. Ποιός μπορεί ν’ αντέξει την τιμωρό δικαιοσύνη του Θεού; Απολύτως κανείς. Όλοι βρισκόμαστε κάτω από το ίδιο βάρος της θείας οργής. Για να μη συμβεί όμως αυτό, ο ευσπλαχνικός και μακρόθυμος Κύριος αναστέλλει την εφαρμογή της θείας δικαιοσύνης του. Δεν θέλει τον αφανισμό του γένους, αλλά τη σωτηρία του. Και επειδή κανένας άλλος δεν μπορούσε να σώσει τον πεπτωκότα, και επειδή παράλληλα δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητος και ο αμαρτωλός άνθρωπος, αποφάσισε ο ίδιος ο Θεός ν’ αναλάβει το έργο της απολυτρώσεως, έργο αληθινό και δίκαιο. Καθόρισε, λοιπόν, μια μεγάλη και υπέρτατη θυσία, η οποία και τον αμαρτωλό άνθρωπο θα κατήλλασσε με τον Θεό και παράλληλα θα ικανοποιούσε το αίτημα της θείας δικαιοσύνης, την τιμωρία της ένοχης των αμαρτωλών ανθρώπων. Τη θυσία αυτή ανέλαβε να προσφέρει «ο Αμνός του Θεού, ο Υιός του Πατρός», που σαν λογικός και άμωμος Αμνός πήρε στους ώμους του, όλες τις ενοχές των ανθρώπων και τις έσβησε με το πανάγιο αίμα του επάνω στο σταυρό.
Ο Χριστός απέθανε για μας, για να ζήσουμε εμείς στο θάνατό του. Μας απάλλαξε από το ατομικό και το καθολικό χρέος της αμαρτίας, το προπατορικό αμάρτημα και τις προσωπικές αμαρτωλές ενοχές του καθενός μας, με το λυτρωτικό πάθος του. Και επί πλέον μας έντυσε με τη λαμπρότητα και τη χαρά του. Δεν μας απάλλαξε αρνητικά μονάχα από την ενοχή, αλλά μας οδήγησε θετικά στην προπτωτική μας κατάσταση, ανακαίνισε τη φύση μας, μας ελάμπρυνε με τη χάρη του, μας θέωσε με την άκτιστη θεία του ενέργεια.
Η Εκκλησία, δοξάζοντας το λυτρωτικό πάθος του Χριστού, ζητά το έλεος του Αμνού του Θεού του «αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου». Γιατί η αμαρτία εξακολουθεί να ζει και μετά τη μεγάλη θυσία του Υιού του Θεού στις ψυχές εκείνων που ολιγωρούν για τη σωτηρία τους. Και σ’ αυτή την κατηγορία λίγο πολύ ανήκουμε όλοι οι πιστοί. Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη του θείου ελέους στην καθημερινή μας περίσταση και στη διαπάλη μας εναντίον της πολύμορφης αμαρτίας. Και θαρρούμε στο θείο έλεος, όπως ο Ψαλμωδός που αναφωνούσε «ότι παρά σοι ο ιλασμός έστι».
Δεν θα εξαλείψεις, Θεέ μου, τον αμαρτωλό άνθρωπο, που δεν μπορεί ν’ αντέξει τη δικαιοκρισία σου, γιατί είσαι Θεός ελέους και οικτιρμών. Είσαι πηγή ιλασμών, από την οποία αναβλύζουν τα νάματα της λυτρωτικής χάριτος. Κοντά σου είναι η ζωή και όχι ο θάνατος. Το θάνατο χαλκεύει μονάχα η αποστασία από το άγιο θέλημά σου, η πεισματική καταπάτηση του νόμου και των εντολών σου. Και το θάνατο αυτό, το φυσικό και τον αιώνιο, τον πάτησε ο σταυρός και η Ανάστασή σου, που με ευλάβεια προσκυνούμε και δοξάζουμε.
«Πρόσδεξαι την δέησιν ημών, ο καθήμενος εν δεξιά του Πατρός, και ελέησον ημάς».
Στο στίχο αυτό η δοξάζουσα ψυχή στρέφει το βλέμμα της στον ουρανό, όπου ο Χριστός κάθεται «εν δεξιά του Πατρός». Αυτό έγινε με τη θεία του Ανάληψη. Η Ανάληψη είναι πολύ μεγάλη γιορτή για την Ορθοδοξία. Είναι η θριαμβευτική επιστροφή του Χριστού στους κόλπους της «πατρώας δόξης». Φυσικά η επιστροφή αυτή είναι λόγος σχηματικός, γιατί ο Λόγος, ως Θεός, ουδέποτε αναχώρησε από τον Πατέρα με το μυστήριο της θείας του κενώσεως. Μια τέτοια σκέψη είναι ανάρμοστη για την αγία Τριάδα, την αδιαίρετη και αδιαχώριστη. Προσέλαβε απλώς τον άνθρωπο και έτσι «γύρισε» πίσω στον Πατέρα, κομίζοντας τη φύση την οποία θέωσε με τη θεία του ενανθρώπηση.
Ο Χριστός κάθεται «εν δεξιά του Πατρός» ως Θεάνθρωπος. Η καθέδρα του αυτή έχει σωτηριολογική σημασία. Σημαίνει ότι το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, το οποίο ανέθεσε σ’ αυτόν ο Πατήρ, έχει πλήρως και αισίως περατωθεί. Με την Ανάληψη και την εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα του ο Σωτήρας κατέθεσε πληρωθείσα την εντολή την οποίαν έλαβε για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι πέρασε πια το στάδιο της θείας οικονομίας, η κένωση και η ταπείνωση του Υιού του Θεού. Ο ένσαρκος Λόγος εισήλθε στο στάδιο της άφθορης δόξας, ασκώντας στη μεγαλειώδη του αποκορύφωση το βασιλικό του αξίωμα. Κάτω από τα πόδια του είναι υποτεταγμένα τα πάντα. Ασκεί εξουσία αιώνια και ακατάλυτη. Κυβερνά την Εκκλησία και τα σύμπαντα. Με την Ανάληψή του αποδείχθηκε περίτρανα η θεότητά του, ως και η δραστικότητα του λυτρωτικού έργου του. Καμία δύναμη δεν μπορεί να τον καταγωνισθεί. Είναι ο απόλυτος άρχων του κόσμου και της κτίσεως.
Η πίστη αυτή φτερώνει την ελπίδα της Εκκλησίας, η οποία δέεται στον καθήμενο «εν δεξιά του Πατρός», ζητώντας το έλεός του. Ζητά την εκδίκηση της υποθέσεως της, τη δικαίωση του σκοπού της υπάρξεώς της, τη βοήθειά του στον πολύμοχθο αγώνα της, τη συμπαράστασή του στις περιπέτειες και τις ανάγκες της. Και το όραμά της είναι συνεχώς στραμμένο στον ουρανό, ποθώντας περιπαθώς την ώρα που και αυτή θ’ αποκατασταθεί πλήρως στη φύση του αναληφθέντος Κυρίου της. Την ώρα που και αυτή θα συγκαθήσει στα δεξιά του Πατρός, κληρονόμος της «πατρώας δόξης» και της αφθαρσίας της βασιλείας των ουρανών που και αυτή θα εισέλθει θεωμένη στους κόλπους της άγιας Τριάδος!
«Ότι συ ει μόνος Άγιος, συ ει μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».
Η ορθόδοξη ψυχή καυχάται για τα ένδοξα μεγαλεία του Λυτρωτή της. Έχει σωτήρα Θεό μεγαλοδύναμο, ο οποίος είναι άγιος, και όχι απλά άγιος, αλλά ο «μόνος Άγιος». Φυσικά άγια σε ίσο μέτρο είναι και τα δύο άλλα πρόσωπα της αγίας Τριάδος, ο Πατήρ και το Πνεύμα το άγιο. Η αγιότητα είναι απόλυτη ιδιότητα του Θεού. Καμιά ατέλεια, καμιά αδυναμία, κανένα πάθος, σαν κι αυτά που ταλανίζουν την επίκηρη (φθαρτή) ανθρώπινη φύση, δεν υπάρχει στην πανακήρατη φύση της θεότητος. Ο Θεός είναι υπερτέλειος και αγιότατος.
Αλλά και ο Χριστός, ως ενανθρωπησας Λόγος του Θεού, είναι άγιος. Έζησε στη γη και απέθανε θάνατο ατιμωτικό, χωρίς καμιά ηθική κηλίδα ν’ αμαυρώσει το κάτοπτρο της πανάσπιλης συνειδήσεώς του. Ο Χριστός ουδέποτε αμάρτησε. Αυτό μαρτυρούν από προσωπική τους πείρα οι μάρτυρες του χριστολογικού του θαύματος. «Ος αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», ήταν η προσωπική εντύπωση των μαθητών. Αλλ’ ούτε και είχε τη δυνατότητα να αμαρτήσει ο Σωτήρας, γιατί δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά «Θεάνθρωπος». Ένα ήταν το πρόσωπό του στο οποίο υπήρχαν δύο φυσικά θελήματα ενωμένα (γνωμικό θέλημα, που χαρακτηρίζει πρόσωπο ίδιο και αυτοδιόριστο, δηλ. ελεύθερη ανθρώπινη προαίρεση, δεν είχε) και επομένως δεν μπορούσε να αμαρτήσει ως άνθρωπος, γιατί μαζί του θα αμάρτανε και ο Θεός, ιδέα όντως βλάσφημη. Ένα τέτοιο άγιο αρχηγό και Σωτήρα της έχει η Εκκλησία. Όχι άνθρωπο σχετικά άγιο, αλλά πανάγιο Θεό, ο οποίος με την υπέρτατη υπακοή του στον Πατέρα, με το λυτρωτικό έργο του το οποίο σφράγισε με το μαρτυρικό πάθος του, πραγμάτωσε την προαιώνια λυτρωτική βουλή του Θεού Πατρός, τονίζοντας έτσι τη σοφία, την αγάπη και την παντοδυναμία του Θεού, ο οποίος έσωσε τον κόσμο από την αμαρτία και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Ο Υιός δόξασε τον Πατέρα, όπως και ο Πατέρας δόξασε τον Υιό. Στη δόξα αυτή μετέχει και η Εκκλησία. Μετέχει στη δόξα της μυστικής και αόρατης κεφαλής της, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στη δόξα αυτή ζει η Εκκλησία, και δεχόμενη τη δόξα του Λυτρωτή της, ανταποδίδει αίνο και δοξολογία, με όλη τη δύναμη της θεόμορφης ουσίας της, στον πανάγιο τριαδικό Θεό, για τα θεοειδή μεγαλεία της τα οποία ύψωνε η χρηστότητα και η χάρη του!
«Καθ’ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε, και αινέσω το όνομά σου εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα του αιώνος».
Σε τέτοια δοξολογική διάσταση πάλλουσα η καρδιά της Ορθοδοξίας, πλημμυρισμένη από το μακάριο φως της αγίας Τριάδος και πνιγμένη στις χάρες και τις δωρεές του Θεού της, αναλαμβάνει ισόβια υποχρέωση να ευλογεί καθημερινά και να δοξάζει το όνομα του τριαδικού Θεού χωρίς σταμάτημα, στην απέραντη αιωνιότητα.
Τον αιώνιο έπαινο της δόξης του Θεού προσφέρει ακατάπαυστα καθετί που βγήκε από τη δημιουργική βουλή του Θεού. Και η δοξολογική διάθεση του πλάσματος βγαίνει αυθόρμητα από τη κτιστή φύση του. Γιατί ό,τι έχει, ό,τι αντιπροσωπεύει, το λόγο της υπάρξεώς του και το τέλος της ζωής του, το οφείλει στη γενναιοδωρία και την αγαθότητα του Πλάστη του. Πνίγεται στην καλοσύνη του Δεσπότου, πιέζεται ασφυκτικά στην αγαθοδωρία του Δημιουργού σε τέτοιο σημείο, που ξεσπά στην ευχαριστήρια δοξολογία, στον έπαινο και στην ανύμνηση της δόξης του Θεού, του μεγάλου ευεργέτη. Δεν έχει άλλωστε τίποτε άλλο αντάξιο ν’ αντιπροσφέρει. Δέχεται και δοξάζει, λαμβάνει κι ανυμνολογεί. Το πλάσμα μεγαλύνει τον Πλάστη!
Και πρώτα, το δοξολογικό ύμνο προς τον Θεό προσφέρει η φυσική κτίση· όλα τα κτίσματα, όλη η πλάση με την έκπαγλη ομορφιά και τη θαυμαστή πολυδυναμία της· τα όντα τα μικρά και τα μεγάλα, τα έμψυχα και τα άψυχα. Όλα αυτά ψάλλουν σιωπηλά τον ύμνο στο Δεσπότη, μονάχα με την παρουσία και την ύπαρξή τους. Και η απεραντοσύνη των ουρανών και η σμικρότητα της γης, τα φωτεινά αστέρια τ’ ουρανού και η ποικιλία των μορφών ζωής στη γη, το καθένα με τον τρόπο του τραγουδούν ασταμάτητα το άπειρο κάλλος και τη δόξα του δημιουργού τους.
Κατόπιν, στη δοξολογία του Θεού μπαίνουν οι ολόλαμπρες πνευματικές φύσεις των αγγέλων, τα πρώτα και ανώτερα δημιουργήματα του Θεού· τα όντα τα θεοειδή και θεόμορφα που ζουν άμεσα το μυστήριο και τη δόξα της αγίας Τριάδος, πάνω στα οποία ανακλά η φωταύγεια της θείας ενέργειας. Τα πύρινα λειτουργικά πνεύματα του Θεού ως έργο τους έχουν, παράλληλα με τη διακονία του θελήματος του Θεού και την υπηρεσία της θείας βασιλείας, τη διηνεκή ανύμνηση του θείου του Ονόματος, τη δοξολογία της μεγαλοσύνης του Πλάστη τους. Και το έργο αυτό των αγγέλων είναι αιώνιο και ατελεύτητο, χωρίς πέρας και σταμάτημα. Πόσο τερπνή, αλήθεια, πρέπει να είναι η μυστηριακή αρμονία, πόσο θελκτικό και εράσμιο το μέλος, που αναπέμπεται από τόσες αναρίθμητες αγγελικές φύσεις προς το Δεσπότη της θείας βασιλείας!
Και, τέλος, στο χορό της θείας δοξολογίας εισέρχονται οι λογικές φύσεις των ανθρώπων, τα μεικτά αυτά πλάσματα του Θεού, στα οποία συνυπάρχουν το φυσικό και το πνευματικό στοιχείο, το υλικό σώμα με την άυλη ψυχή. Και οι άνθρωποι, έχουν έναν επιπρόσθετο λόγο να υμνολογούν και να δοξάζουν το πανάγιο Όνομα του Θεού, γιατί ο πανάγιος Πλάστης τους πήρε τη δική τους φύση, έγινε άνθρωπος όμοιος με αυτούς (χωρίς το στοιχείο της αμαρτίας) και πέθανε για τη σωτηρία τους. Και ενώ οι άγγελοι πλέουν στο μακάριο φως της Τριάδος, καταλαμπόμενοι από τις ακτίνες της θείας ενέργειας, οι άνθρωποι, όντας θεωμένοι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, εισέρχονται αδιάπτωτα στους μακάριους κόλπους της τριαδικής θεότητος, όχι απλά φερόμενοι στην ακτίνα τής θείας ενέργειας, αλλά ενωμένοι με το άκτιστο φως του Χριστού και διαπερώμενοι από αυτό, όπως η φωτιά διαπερνά και διεμπυρίζει το φλογισμένο σίδερο. Το προνόμιο αυτό των ανθρώπων εκτιμάται, ότι τους ανεβάζει υψηλότερα και απ’ αυτούς ακόμα τους αγγέλους!
Όλα, λοιπόν, τα πλάσματα του Θεού και καθένα με τη φυσική τάξη του δοξάζουν ακατάπαυστα το άγιο Όνομα του Θεού. Όλα ανεξαίρετα, έκτος από τη μεγάλη παραφωνία ορισμένων λογικών φύσεων, που ξέπεσαν από τη φυσική τάξη τους και τον προορισμό τους· είναι δε αυτά οι δαίμονες και οι πωρωμένοι στην κακία άνθρωποι. Οι δαίμονες μισούν τον Θεό. Το όνομά του προκαλεί φρικίαση στη σκοτισμένη φύση τους. Και φυσικά δεν μπορούν να ανυμνήσουν το άγιο Όνομά του. Όπως και οι αμαρτωλοί άνθρωποι, οι οποίοι άγονται από το πνεύμα του διαβόλου, δεν έχουν τη δύναμη να υμνολογήσουν καθηκόντως τον Θεό. Αντίθετα, τολμούν να βλασφημήσουν και να υβρίσουν το Όνομα του Πλάστη τους! Είναι δυστυχώς το τραγικό προνόμιο του ανθρώπου από υιός Θεού να μεταπίπτει σε υιό του διαβόλου, να προσβάλλει το δημιουργό και ευεργέτη του, γιατί έτσι θέλει ο σκοτισμένος νους και ο φθαρμένος λόγος του. Γενού ίλεως, Κύριε, στα παραπλανημένα σου πλάσματα και σώσε τα από το μέγεθος της αλογιστίας και της παραφροσύνης τους!
(Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο). Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 21-32
Ο στίχος εξακολουθεί να κινείται στο χώρο της θείας απολυτρώσεως. Η Εκκλησία ζει και κινείται στο Σωτήρα της. Δεν λησμονεί την άπειρη δωρεά του. Τον βλέπει σαν Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου. Το βαρύ φορτίο της αμαρτίας, που προοδευτικά μεγάλωνε και πίεζε τη ψυχή της ανθρωπότητας, δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει ο αμαρτωλός άνθρωπος με τη δική του δύναμη. Η ενοχή για τα αμαρτήματά του τον έσφιγγε μέχρι θανάτου. Υπέφερε και πονούσε φοβερά. Ήταν αξιοθρήνητος. Και η ενοχή του φυσικά τον καθιστούσε υπόδικο ενώπιον του Θεού. Έπρεπε να τιμωρηθεί για τις ενοχές και την αλόγιστη συμπεριφορά του. Η τιμωρία του όμως αυτή θα σήμαινε το θάνατο και τον αφανισμό του.
«Εάν ανομίας παρατήρησης, Κύριε Κύριε, τις υποστήσεται;» θρηνωδεί ο ψαλμωδός. Ποιός μπορεί ν’ αντέξει την τιμωρό δικαιοσύνη του Θεού; Απολύτως κανείς. Όλοι βρισκόμαστε κάτω από το ίδιο βάρος της θείας οργής. Για να μη συμβεί όμως αυτό, ο ευσπλαχνικός και μακρόθυμος Κύριος αναστέλλει την εφαρμογή της θείας δικαιοσύνης του. Δεν θέλει τον αφανισμό του γένους, αλλά τη σωτηρία του. Και επειδή κανένας άλλος δεν μπορούσε να σώσει τον πεπτωκότα, και επειδή παράλληλα δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητος και ο αμαρτωλός άνθρωπος, αποφάσισε ο ίδιος ο Θεός ν’ αναλάβει το έργο της απολυτρώσεως, έργο αληθινό και δίκαιο. Καθόρισε, λοιπόν, μια μεγάλη και υπέρτατη θυσία, η οποία και τον αμαρτωλό άνθρωπο θα κατήλλασσε με τον Θεό και παράλληλα θα ικανοποιούσε το αίτημα της θείας δικαιοσύνης, την τιμωρία της ένοχης των αμαρτωλών ανθρώπων. Τη θυσία αυτή ανέλαβε να προσφέρει «ο Αμνός του Θεού, ο Υιός του Πατρός», που σαν λογικός και άμωμος Αμνός πήρε στους ώμους του, όλες τις ενοχές των ανθρώπων και τις έσβησε με το πανάγιο αίμα του επάνω στο σταυρό.
Ο Χριστός απέθανε για μας, για να ζήσουμε εμείς στο θάνατό του. Μας απάλλαξε από το ατομικό και το καθολικό χρέος της αμαρτίας, το προπατορικό αμάρτημα και τις προσωπικές αμαρτωλές ενοχές του καθενός μας, με το λυτρωτικό πάθος του. Και επί πλέον μας έντυσε με τη λαμπρότητα και τη χαρά του. Δεν μας απάλλαξε αρνητικά μονάχα από την ενοχή, αλλά μας οδήγησε θετικά στην προπτωτική μας κατάσταση, ανακαίνισε τη φύση μας, μας ελάμπρυνε με τη χάρη του, μας θέωσε με την άκτιστη θεία του ενέργεια.
Η Εκκλησία, δοξάζοντας το λυτρωτικό πάθος του Χριστού, ζητά το έλεος του Αμνού του Θεού του «αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου». Γιατί η αμαρτία εξακολουθεί να ζει και μετά τη μεγάλη θυσία του Υιού του Θεού στις ψυχές εκείνων που ολιγωρούν για τη σωτηρία τους. Και σ’ αυτή την κατηγορία λίγο πολύ ανήκουμε όλοι οι πιστοί. Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη του θείου ελέους στην καθημερινή μας περίσταση και στη διαπάλη μας εναντίον της πολύμορφης αμαρτίας. Και θαρρούμε στο θείο έλεος, όπως ο Ψαλμωδός που αναφωνούσε «ότι παρά σοι ο ιλασμός έστι».
Δεν θα εξαλείψεις, Θεέ μου, τον αμαρτωλό άνθρωπο, που δεν μπορεί ν’ αντέξει τη δικαιοκρισία σου, γιατί είσαι Θεός ελέους και οικτιρμών. Είσαι πηγή ιλασμών, από την οποία αναβλύζουν τα νάματα της λυτρωτικής χάριτος. Κοντά σου είναι η ζωή και όχι ο θάνατος. Το θάνατο χαλκεύει μονάχα η αποστασία από το άγιο θέλημά σου, η πεισματική καταπάτηση του νόμου και των εντολών σου. Και το θάνατο αυτό, το φυσικό και τον αιώνιο, τον πάτησε ο σταυρός και η Ανάστασή σου, που με ευλάβεια προσκυνούμε και δοξάζουμε.
«Πρόσδεξαι την δέησιν ημών, ο καθήμενος εν δεξιά του Πατρός, και ελέησον ημάς».
Στο στίχο αυτό η δοξάζουσα ψυχή στρέφει το βλέμμα της στον ουρανό, όπου ο Χριστός κάθεται «εν δεξιά του Πατρός». Αυτό έγινε με τη θεία του Ανάληψη. Η Ανάληψη είναι πολύ μεγάλη γιορτή για την Ορθοδοξία. Είναι η θριαμβευτική επιστροφή του Χριστού στους κόλπους της «πατρώας δόξης». Φυσικά η επιστροφή αυτή είναι λόγος σχηματικός, γιατί ο Λόγος, ως Θεός, ουδέποτε αναχώρησε από τον Πατέρα με το μυστήριο της θείας του κενώσεως. Μια τέτοια σκέψη είναι ανάρμοστη για την αγία Τριάδα, την αδιαίρετη και αδιαχώριστη. Προσέλαβε απλώς τον άνθρωπο και έτσι «γύρισε» πίσω στον Πατέρα, κομίζοντας τη φύση την οποία θέωσε με τη θεία του ενανθρώπηση.
Ο Χριστός κάθεται «εν δεξιά του Πατρός» ως Θεάνθρωπος. Η καθέδρα του αυτή έχει σωτηριολογική σημασία. Σημαίνει ότι το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, το οποίο ανέθεσε σ’ αυτόν ο Πατήρ, έχει πλήρως και αισίως περατωθεί. Με την Ανάληψη και την εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα του ο Σωτήρας κατέθεσε πληρωθείσα την εντολή την οποίαν έλαβε για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι πέρασε πια το στάδιο της θείας οικονομίας, η κένωση και η ταπείνωση του Υιού του Θεού. Ο ένσαρκος Λόγος εισήλθε στο στάδιο της άφθορης δόξας, ασκώντας στη μεγαλειώδη του αποκορύφωση το βασιλικό του αξίωμα. Κάτω από τα πόδια του είναι υποτεταγμένα τα πάντα. Ασκεί εξουσία αιώνια και ακατάλυτη. Κυβερνά την Εκκλησία και τα σύμπαντα. Με την Ανάληψή του αποδείχθηκε περίτρανα η θεότητά του, ως και η δραστικότητα του λυτρωτικού έργου του. Καμία δύναμη δεν μπορεί να τον καταγωνισθεί. Είναι ο απόλυτος άρχων του κόσμου και της κτίσεως.
Η πίστη αυτή φτερώνει την ελπίδα της Εκκλησίας, η οποία δέεται στον καθήμενο «εν δεξιά του Πατρός», ζητώντας το έλεός του. Ζητά την εκδίκηση της υποθέσεως της, τη δικαίωση του σκοπού της υπάρξεώς της, τη βοήθειά του στον πολύμοχθο αγώνα της, τη συμπαράστασή του στις περιπέτειες και τις ανάγκες της. Και το όραμά της είναι συνεχώς στραμμένο στον ουρανό, ποθώντας περιπαθώς την ώρα που και αυτή θ’ αποκατασταθεί πλήρως στη φύση του αναληφθέντος Κυρίου της. Την ώρα που και αυτή θα συγκαθήσει στα δεξιά του Πατρός, κληρονόμος της «πατρώας δόξης» και της αφθαρσίας της βασιλείας των ουρανών που και αυτή θα εισέλθει θεωμένη στους κόλπους της άγιας Τριάδος!
«Ότι συ ει μόνος Άγιος, συ ει μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».
Η ορθόδοξη ψυχή καυχάται για τα ένδοξα μεγαλεία του Λυτρωτή της. Έχει σωτήρα Θεό μεγαλοδύναμο, ο οποίος είναι άγιος, και όχι απλά άγιος, αλλά ο «μόνος Άγιος». Φυσικά άγια σε ίσο μέτρο είναι και τα δύο άλλα πρόσωπα της αγίας Τριάδος, ο Πατήρ και το Πνεύμα το άγιο. Η αγιότητα είναι απόλυτη ιδιότητα του Θεού. Καμιά ατέλεια, καμιά αδυναμία, κανένα πάθος, σαν κι αυτά που ταλανίζουν την επίκηρη (φθαρτή) ανθρώπινη φύση, δεν υπάρχει στην πανακήρατη φύση της θεότητος. Ο Θεός είναι υπερτέλειος και αγιότατος.
Αλλά και ο Χριστός, ως ενανθρωπησας Λόγος του Θεού, είναι άγιος. Έζησε στη γη και απέθανε θάνατο ατιμωτικό, χωρίς καμιά ηθική κηλίδα ν’ αμαυρώσει το κάτοπτρο της πανάσπιλης συνειδήσεώς του. Ο Χριστός ουδέποτε αμάρτησε. Αυτό μαρτυρούν από προσωπική τους πείρα οι μάρτυρες του χριστολογικού του θαύματος. «Ος αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», ήταν η προσωπική εντύπωση των μαθητών. Αλλ’ ούτε και είχε τη δυνατότητα να αμαρτήσει ο Σωτήρας, γιατί δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά «Θεάνθρωπος». Ένα ήταν το πρόσωπό του στο οποίο υπήρχαν δύο φυσικά θελήματα ενωμένα (γνωμικό θέλημα, που χαρακτηρίζει πρόσωπο ίδιο και αυτοδιόριστο, δηλ. ελεύθερη ανθρώπινη προαίρεση, δεν είχε) και επομένως δεν μπορούσε να αμαρτήσει ως άνθρωπος, γιατί μαζί του θα αμάρτανε και ο Θεός, ιδέα όντως βλάσφημη. Ένα τέτοιο άγιο αρχηγό και Σωτήρα της έχει η Εκκλησία. Όχι άνθρωπο σχετικά άγιο, αλλά πανάγιο Θεό, ο οποίος με την υπέρτατη υπακοή του στον Πατέρα, με το λυτρωτικό έργο του το οποίο σφράγισε με το μαρτυρικό πάθος του, πραγμάτωσε την προαιώνια λυτρωτική βουλή του Θεού Πατρός, τονίζοντας έτσι τη σοφία, την αγάπη και την παντοδυναμία του Θεού, ο οποίος έσωσε τον κόσμο από την αμαρτία και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Ο Υιός δόξασε τον Πατέρα, όπως και ο Πατέρας δόξασε τον Υιό. Στη δόξα αυτή μετέχει και η Εκκλησία. Μετέχει στη δόξα της μυστικής και αόρατης κεφαλής της, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στη δόξα αυτή ζει η Εκκλησία, και δεχόμενη τη δόξα του Λυτρωτή της, ανταποδίδει αίνο και δοξολογία, με όλη τη δύναμη της θεόμορφης ουσίας της, στον πανάγιο τριαδικό Θεό, για τα θεοειδή μεγαλεία της τα οποία ύψωνε η χρηστότητα και η χάρη του!
«Καθ’ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε, και αινέσω το όνομά σου εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα του αιώνος».
Σε τέτοια δοξολογική διάσταση πάλλουσα η καρδιά της Ορθοδοξίας, πλημμυρισμένη από το μακάριο φως της αγίας Τριάδος και πνιγμένη στις χάρες και τις δωρεές του Θεού της, αναλαμβάνει ισόβια υποχρέωση να ευλογεί καθημερινά και να δοξάζει το όνομα του τριαδικού Θεού χωρίς σταμάτημα, στην απέραντη αιωνιότητα.
Τον αιώνιο έπαινο της δόξης του Θεού προσφέρει ακατάπαυστα καθετί που βγήκε από τη δημιουργική βουλή του Θεού. Και η δοξολογική διάθεση του πλάσματος βγαίνει αυθόρμητα από τη κτιστή φύση του. Γιατί ό,τι έχει, ό,τι αντιπροσωπεύει, το λόγο της υπάρξεώς του και το τέλος της ζωής του, το οφείλει στη γενναιοδωρία και την αγαθότητα του Πλάστη του. Πνίγεται στην καλοσύνη του Δεσπότου, πιέζεται ασφυκτικά στην αγαθοδωρία του Δημιουργού σε τέτοιο σημείο, που ξεσπά στην ευχαριστήρια δοξολογία, στον έπαινο και στην ανύμνηση της δόξης του Θεού, του μεγάλου ευεργέτη. Δεν έχει άλλωστε τίποτε άλλο αντάξιο ν’ αντιπροσφέρει. Δέχεται και δοξάζει, λαμβάνει κι ανυμνολογεί. Το πλάσμα μεγαλύνει τον Πλάστη!
Και πρώτα, το δοξολογικό ύμνο προς τον Θεό προσφέρει η φυσική κτίση· όλα τα κτίσματα, όλη η πλάση με την έκπαγλη ομορφιά και τη θαυμαστή πολυδυναμία της· τα όντα τα μικρά και τα μεγάλα, τα έμψυχα και τα άψυχα. Όλα αυτά ψάλλουν σιωπηλά τον ύμνο στο Δεσπότη, μονάχα με την παρουσία και την ύπαρξή τους. Και η απεραντοσύνη των ουρανών και η σμικρότητα της γης, τα φωτεινά αστέρια τ’ ουρανού και η ποικιλία των μορφών ζωής στη γη, το καθένα με τον τρόπο του τραγουδούν ασταμάτητα το άπειρο κάλλος και τη δόξα του δημιουργού τους.
Κατόπιν, στη δοξολογία του Θεού μπαίνουν οι ολόλαμπρες πνευματικές φύσεις των αγγέλων, τα πρώτα και ανώτερα δημιουργήματα του Θεού· τα όντα τα θεοειδή και θεόμορφα που ζουν άμεσα το μυστήριο και τη δόξα της αγίας Τριάδος, πάνω στα οποία ανακλά η φωταύγεια της θείας ενέργειας. Τα πύρινα λειτουργικά πνεύματα του Θεού ως έργο τους έχουν, παράλληλα με τη διακονία του θελήματος του Θεού και την υπηρεσία της θείας βασιλείας, τη διηνεκή ανύμνηση του θείου του Ονόματος, τη δοξολογία της μεγαλοσύνης του Πλάστη τους. Και το έργο αυτό των αγγέλων είναι αιώνιο και ατελεύτητο, χωρίς πέρας και σταμάτημα. Πόσο τερπνή, αλήθεια, πρέπει να είναι η μυστηριακή αρμονία, πόσο θελκτικό και εράσμιο το μέλος, που αναπέμπεται από τόσες αναρίθμητες αγγελικές φύσεις προς το Δεσπότη της θείας βασιλείας!
Και, τέλος, στο χορό της θείας δοξολογίας εισέρχονται οι λογικές φύσεις των ανθρώπων, τα μεικτά αυτά πλάσματα του Θεού, στα οποία συνυπάρχουν το φυσικό και το πνευματικό στοιχείο, το υλικό σώμα με την άυλη ψυχή. Και οι άνθρωποι, έχουν έναν επιπρόσθετο λόγο να υμνολογούν και να δοξάζουν το πανάγιο Όνομα του Θεού, γιατί ο πανάγιος Πλάστης τους πήρε τη δική τους φύση, έγινε άνθρωπος όμοιος με αυτούς (χωρίς το στοιχείο της αμαρτίας) και πέθανε για τη σωτηρία τους. Και ενώ οι άγγελοι πλέουν στο μακάριο φως της Τριάδος, καταλαμπόμενοι από τις ακτίνες της θείας ενέργειας, οι άνθρωποι, όντας θεωμένοι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, εισέρχονται αδιάπτωτα στους μακάριους κόλπους της τριαδικής θεότητος, όχι απλά φερόμενοι στην ακτίνα τής θείας ενέργειας, αλλά ενωμένοι με το άκτιστο φως του Χριστού και διαπερώμενοι από αυτό, όπως η φωτιά διαπερνά και διεμπυρίζει το φλογισμένο σίδερο. Το προνόμιο αυτό των ανθρώπων εκτιμάται, ότι τους ανεβάζει υψηλότερα και απ’ αυτούς ακόμα τους αγγέλους!
Όλα, λοιπόν, τα πλάσματα του Θεού και καθένα με τη φυσική τάξη του δοξάζουν ακατάπαυστα το άγιο Όνομα του Θεού. Όλα ανεξαίρετα, έκτος από τη μεγάλη παραφωνία ορισμένων λογικών φύσεων, που ξέπεσαν από τη φυσική τάξη τους και τον προορισμό τους· είναι δε αυτά οι δαίμονες και οι πωρωμένοι στην κακία άνθρωποι. Οι δαίμονες μισούν τον Θεό. Το όνομά του προκαλεί φρικίαση στη σκοτισμένη φύση τους. Και φυσικά δεν μπορούν να ανυμνήσουν το άγιο Όνομά του. Όπως και οι αμαρτωλοί άνθρωποι, οι οποίοι άγονται από το πνεύμα του διαβόλου, δεν έχουν τη δύναμη να υμνολογήσουν καθηκόντως τον Θεό. Αντίθετα, τολμούν να βλασφημήσουν και να υβρίσουν το Όνομα του Πλάστη τους! Είναι δυστυχώς το τραγικό προνόμιο του ανθρώπου από υιός Θεού να μεταπίπτει σε υιό του διαβόλου, να προσβάλλει το δημιουργό και ευεργέτη του, γιατί έτσι θέλει ο σκοτισμένος νους και ο φθαρμένος λόγος του. Γενού ίλεως, Κύριε, στα παραπλανημένα σου πλάσματα και σώσε τα από το μέγεθος της αλογιστίας και της παραφροσύνης τους!
(Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο). Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 21-32
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου