Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Η Μεγάλη Δοξολογία. (Θεολογικό σχόλιο) Δ΄ (Α. Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου)

«Κύριε, καταφυγή εγενήθης ημίν, εν γενεά και γενεά. Εγώ είπα· Κύριε, ελεήσόν με ίασαι την ψυχήν μου, ότι ήμαρτόν σοι».

Κύριε, σε όλες τις γενεές των ανθρώπων έγινες καταφύγιο για μας τους αμαρτωλούς. Βλέποντας αυτό, θαρρώ και σου φωνάζω δυνατά· Κύριε ελέησέ με, γιάτρεψε τη ψυχή μου, γιατί είμαι παραβάτης του νόμου και των προσταγμάτων σου.
Ο προσευχόμενος άνθρωπος είναι βέβαιος για την προστασία και το έλεος του Θεού. Το διαπιστώνει πειραματικά στην ιστορία. Κάθε γενεά έζησε πίσω από την προστατευτική ασπίδα του. Φυσικά και η σημερινή γενεά, όπως και όσες άλλες θα έλθουν, θα ζήσουν ομοίως κάτω από το έλεος και την προστασία του Κυρίου. Και διαλογίζεται· συ, Κύριε, είσαι το αναμφισβήτητο έλεος και η προστασία μας. Εγώ όμως είμαι άξιος της προστασίας σου; Μπορώ να σταθώ με παρρησία ενώπιον σου και να ζητήσω τη χάρη σου; Όχι ασφαλώς, γιατί έχω αμαρτίες πολλές. Αυτό με κάνει να ζητώ επειγόντως το έλεός σου. Γιάτρεψε, Κύριε, τις πληγές της ψυχής μου, που είναι τραυματισμένη έως θανάτου.
Ο αμαρτωλός άνθρωπος νοσεί βαρύτατα, νοσεί προς θάνατο. Η ψυχή του είναι βαριά τραυματισμένη από την αμαρτία. Φέρει βαθιές πληγές, τα στίγματα της κακουργίας του διαβόλου. Η ηθική ακαθαρσία της την κάνει κακόμορφη και δύσμορφη. Και κινδυνεύει να πεθάνει το δεύτερο πνευματικό θάνατο. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια εμείς οι άνθρωποι, οι στροβιλιζόμενοι στον έξαλλο ρυθμό της ζωής και ναρκωμένοι από το παραισθησιογόνο της φθοράς, συνήθως λησμονούμε. Δεν έχουμε συναίσθηση της καταστάσεώς μας, δεν συνειδητοποιούμε τον κίνδυνο που διατρέχουμε. Κι ενώ για την ασθένεια του σώματος δραστηριοποιούμαστε και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να την αποφύγουμε και να ματαιώσουμε τις συνέπειές της, για την ασθένεια της ψυχής αδρανούμε, σαν να μη μας συμβαίνει τίποτε, προφανώς γιατί οι συνέπειες της πνευματικής νόσου δεν έχουν την αμεσότητα εκδηλώσεως που έχει η φυσική ασθένεια.
Και εδώ κάνει θαυμάσια τη δουλειά του ο διάβολος. Στο λήθαργο αυτό της ψυχής στην ιδέα ότι δεν έχουμε τίποτε, συλλαμβάνει τις επιπόλαιες και αστήρικτες ψυχές, στις οποίες αποθέτει τη σφραγίδα του, τις κάνει κτήμα του και τις οδηγεί στην αιώνια απώλεια. Η αμαρτία είναι ο θάνατος της ψυχής. Και μπορεί μεν να μην έχει ουσιαστική υπόσταση στα όντα, όμως μπορεί να στήσει την κόλαση και να παραδώσει στην άσβεστη φλόγα το πλάσμα το απρόσεκτο και επιπόλαιο! Άλλωστε η αμαρτία του πλάσματος στοίχισε τη θυσία του Θεού! Τόσο τεράστιο είναι το βάρος και η σημασία της. Κι εμείς ωστόσο αδιαφορούμε. Πορευόμαστε στα σκοτάδια, τρεφόμαστε με τα σκύβαλα(σκουπίδια) της αποστασίας, ολισθαίνουμε ακατάσχετα στο γκρεμό της καταστροφής. Και κατόπιν μας φταίει ό Θεός!

«Κύριε, προς σε κατέφυγον· δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου».

Στο δοξολογικό αυτό στίχο, αντί του «δίδαξόν με τα δικαιώματά σου», που αναφερόταν σε προηγούμενο στίχο, αναγράφεται «δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου», που είναι εννοιολογικώς το ίδιο. Γιατί, όπως είδαμε, τα δικαιώματα ή οι εντολές του Θεού είναι η έκφραση του θείου του θελήματος την εκτέλεση των οποίων δικαιωματικά απαιτεί ο Θεός από τα λογικά του πλάσματα, τα οποία προστατεύει και αγαπά. Εξ ου και «δικαιώματα».
Ο δοξολογών τον Κύριο πιστός αισθάνεται και πάλι την ανάγκη να διατυπώσει θερμό αίτημα προς αυτόν. «Κύριε, προς σε κατέφυγον». Κύριε —του λέγει— καταφεύγω στο έλεος και τη χάρη σου. Καταφεύγω σε σένα, γιατί δεν είσαι όποιος κι όποιος. «Συ ει ο Θεός μου». Είσαι ο Θεός μου. Κι εγώ είμαι δικός σου. Από τη δημιουργική σου βουλή προέρχομαι. Βρισκόμουνα κι εγώ από πάντα στο αΐδιο περί των όντων σχέδιο σου. Με θέλησες πρώτος εσύ, Κύριε. Και μ’ έφερες στο είναι, γιατί με αγαπάς. Και με φροντίζεις σαν παιδί σου και με συντηρείς. Και ενδιαφέρεσαι για την τύχη μου. Και έγινες άνθρωπος για μένα συ ο απειροτέλειος και αναφής Θεός. Και πήρες τη σάρκα μου και πέθανες σ’ αυτή στο σταυρό, χάρη της δικής μου σωτηρίας. Οι δωρεές σου με πνίγουν, Κύριε. Είσαι ο Πατέρας και ο ευεργέτης μου. Και ξέρω, ότι δεν θ’ αδιαφορήσεις για την περίσταση και την ανάγκη μου και θα ακούσεις τη δέησή μου, και θα σπεύσεις στη βοήθειά μου. Δεν μοιάζεις με τους αμαρτωλούς ανθρώπους, οι οποίοι είναι αναίσθητοι στις ανάγκες του πλησίον, αδιάφοροι για τα προβλήματά του, κωφοί στον πόνο και τη δυστυχία του. Και οι οποίοι αντί να βοηθήσουν, ρίχνουν πολλές φορές και τη χαριστική βολή στο πονεμένο δράμα του συνανθρώπου τους. Σ’ αυτούς δεν μπορεί να ελπίζω, Θεέ μου, γιατί θα είμαι «επικατάρατος», κατά τους λόγους σου.
«Δίδαξόν  με  του  ποιείν  το θέλημά σου». Δίδαξέ με, λοιπόν, Κύριε, με τη σοφία και την αγάπη σου να πράττω το νόμο σου, το θέλημά σου το άγιο, τις θείες εντολές σου. Σε θέλω διδάσκαλό μου, γιατί πιστεύω σε σένα ότι δεν πρόκειται να με παραπλανήσεις, αλλά θα με οδηγήσεις στο φως και την αλήθειά σου. Θα μου χαρίσεις τη δική σου ζωή, θα με φυλάξεις κάτω από τη χάρη σου, και θα με προστατεύσεις σε μια ζωή γεμάτη πόνο και αθλιότητα, γεμάτη παγίδες και κινδύνους, όπου η αμαρτία οργιάζει και η κακότητα του εχθρού βρίσκεται σε ετοιμότητα για ν’ αφανίσει και να καταστρέψει τις «εικόνες» σου.
Δίδαξέ με, Κύριε, πως να εκπληρώνω σωστά το θέλημά σου, να πορεύομαι στη διαφάνεια των αγίων ενταλμάτων σου, ριζωμένος στις άγιες εντολές σου, άξιος των ευεργεσιών και της χρηστότητάς σου. Δίδαξέ με, Κύριε τί πρέπει να πράττω, πώς να συμπεριφέρομαι, για να είμαι παντοτεινά δικός σου, κτήμα σου αναφαίρετο, το οποίο συ σφράγισες με το αίμα και το θάνατό σου. Δίδαξέ με, Κύριε, γιατί συ είσαι ο Θεός μου.

«Ότι παρά σοι πηγή ζωής· εν τω φωτί σου οψόμεθα φως».

Τα ζητώ όλα αυτά, Κύριε, από σένα, γιατί είσαι η πηγή από την οποία αναβλύζει κάθε ζωή. Και πιστεύω ότι, φωτιζόμενος από τη χάρη σου, θα δω το φως σου το αιώνιο και πανακήρατο.
Είναι πολύ συγκλονιστική η δέηση αυτή της ορθόδοξης ψυχής. Θέλει να ζήσει. Αγαπά τη ζωή, γιατί είναι πλασμένη για τη ζωή. Ο θάνατος είναι άλλη ξένη υπόθεση. Η ζωή όμως δεν είναι μονάχα η φυσική. Και αυτή βέβαια προέρχεται από τον Θεό. Πέρα όμως από αυτήν υπάρχει μια άλλη ζωή, η πνευματική, που είναι ασύγκριτα σπουδαιότερη από την πρώτη, και χωρίς την οποία εκείνη κανένα νόημα δεν έχει. Είναι δε η πνευματική ζωή, αυτή που προέρχεται από την χάρη και το φως του Χριστού, η ζωή στο Χριστό, χωρίς την αμαρτία, η οποία είναι η νόσος της ψυχής και το καρκίνωμα της υπάρξεως, που οδηγεί τον άνθρωπο στο θάνατο. Αυτή τη ζωή ο ορθόδοξος πιστός ζητεί περισσότερο από τη φυσική. Την βλέπει σαν τον κρυμμένο θησαυρό, που, αν τύχει και τον βρει, μαγνητίζεται από την αγάπη του, προσκολλάται σ’ αυτόν, του δίνει προτεραιότητα και δουλεύει στενά για την καταξίωσή του. Τη βλέπει σαν το γλυκό μάννα του ουρανού που πέφτει στην έρημο της επίγειας περιπλανήσεώς του, τρέφει και γλυκαίνει τη ζωή του· σαν το «ένα» του Ευαγγελίου, το αιώνιο και ακατάλυτο, που έχει ανάγκη η ύπαρξή του, σαν τη βασιλεία και τη δικαιοσύνη του Θεού, την οποία πρέπει να επιζητεί πιο πάνω από κάθε άλλο, για την οποία πλάστηκε η λογική δημιουργία. Η πνευματική όμως ζωή δεν είναι σαν τη φυσική που είναι γενικά δοσμένη στον άνθρωπο, αλλά πρέπει να κατακτηθεί μετά από πολύμοχθους αγώνες και πόνους· και που είναι αβέβαιο, αν θα μπορέσει στο τέλος να την κατακτήσει. Γι’ αυτό χρειάζεται απαραίτητα τη δύναμη και τη βοήθεια του Κυρίου, γιατί χωρίς αυτόν «ποιεί ουδέν».
Έτσι στρέφεται προς το φως του Χριστού, με το οποίο ελπίζει να δει το επουράνιο φως. Στην όραση αυτή του θείου φωτός περικλείεται όλο το νόημα της χριστιανικής ζωής, συγκεντρώνονται όλοι οι πόθοι και οι ελπίδες της ψυχής, ο ύψιστος στόχος του βίου και ο εσχατολογικός προορισμός της χριστιανικής υπάρξεως.
Το ίδιο αίτημα είναι ακριβώς εκείνο που διατυπώνεται και στην προσευχή προς τον Χριστό: «ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον». Το ίδιο επαναλαμβάνεται από τον Κύριο για τους καθαρούς «τη καρδία»: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρ­δία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Πρόκειται για την δράση του ακτίστου φωτός του Χριστού, ή της ακτίνας της θείας ενέργειας, ή της δόξης της αγίας Τριάδος. Και δεν πρόκειται για μια απλή εξωτερική θέαση, αλλά για μέθεξη, μετοχή, ένωση με το φως του Χριστού. Αυτό ισοδυναμεί με τη θέωση της φύσεως, η οποία αποτελεί το ύψιστο σωτηριολογικό αγαθό της Ορθοδοξίας. Η πλήρωση αυτού είναι αγαθό σαφώς εσχατολογικό, συμπίπτον με την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών. Εν τούτοις και στην παρούσα ζωή μπορεί προσωρινά να ενωθεί ο καθαρμένος από τα πάθη και την αμαρτία πιστός, σε ώρα νοεράς προσευχής, όταν ο νους, αφήνοντας πίσω τις αισθήσεις, και με αγάπη αρπάζεται προς τον Θεό. Τότε καταλάμπεται από το φως του Χριστού, το οποίο τον περιβάλλει. Το βίωμα αυτό είναι άρρητο. Περιγραφές φυσικά μας παρέχουν οι άγιοι που το έζησαν. Για τους πολλούς όμως παραμένει σφραγισμένο μυστικό, γιατί δεν έχουν τις προϋποθέσεις να το καταλάβουν. Ούτε η εξωτερική περιγραφή παρέχει κάτι στη ψυχή. Είναι το ίδιο σαν να προσπαθείς με την περιγραφή του φωτός να κάνεις το τυφλό να κατανοήσει τί είναι το φως. Εν πάση περιπτώσει η βίωση του θείου φωτός θα είναι ο κοινός κλήρος των δικαίων στη βασιλεία των ουρανών. Υπομονή, λοιπόν.

«Παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε».

Παράτεινε το έλεος και τη φιλανθρωπία σου, Κύριε, σ’ αυτούς που σε γνωρίζουν, σε αγαπούν και είναι εσωτερικά δεμένοι μαζί σου. Μη σταματήσεις να τους ελεείς, διότι κινδυνεύουν, έστω κι αν είναι πιστοί και ενάρετοι. Γιατί, πρώτον, κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την αρετή του και δεύτερον, γιατί ο εχθρός είναι τόσο πολυμήχανος, ώστε σε μια στιγμή απροσεξίας και χαλαρώσεως μπορεί να τον παρασύρει και να τον απολέσει. Γι’  αυτό είναι ανάγκη ο πιστός να έχει το έλεος και τη χάρη του Θεού μαζί του «εν παντί καιρώ και πάση ώρα».
Είναι χαρακτηριστικό πως στη δοξολογική αυτή προσευχή της Ορθοδοξίας συμπλέκονται ο αίνος του Θεού και η αίτηση του θείου ελέους του. Ο Θεός δοξάζεται από το πλάσμα του, και το πλάσμα ζητά σαν «αντιπαροχή» το θείο έλεος. Ο Θεός θέλει τον αίνο του πλάσματος, χωρίς να τον επιζητεί, γιατί είναι Θεός αυτάρκης και απροσδεής και δεν έχει ανάγκη της δοξολογίας κανενός. Ευαρεστείται όμως στον έπαινο της δόξης του τον οποίον με ευγνωμοσύνη  προσφέρουν σ’ αυτόν τα λογικά του πλάσματα, που δέχονται τις άπειρες δωρεές και ευεργεσίες του, και κυρίως όταν βλέπει σ’ αυτά να καρποφορεί το λυτρωτικό έργο του. Αντίθετα, λυπάται το Πνεύμα του Θεού στις περιπτώσεις που οι άνθρωποι βλασφημούν τη σωστική χάρη του, απορρίπτουν το άγιο έργο του και τάσσονται πεισματικά με το μέρος του εχθρού.
Δοξαζόμενος όμως ο Θεός από τα λογικά του πλάσματα υπερπολλαπλασιάζει τις δωρεές του, τα περιπτύσσεται με αγάπη, τα αναγνωρίζει ως δικά του και τα περιβάλλει με τη στοργή και τη χάρη του, ώστε να μη χαθεί κανένα από αυτά. Δόξα, λοιπόν, από τον άνθρωπο και έλεος από τον πανάγιο Θεό είναι τα δύο βασικά στοιχεία μιας πραγματικής προσευχής, μιας αληθινής σχέσεως του Θεού με τον πεπερασμένο άνθρωπο. Εννοείται ότι στην αληθινή δοξολογία του Θεού εμπεριέχεται η τήρηση του αγίου του θελήματος, αγιάζεται το Όνομά του και προοδοποιείται η έλευση της βασιλείας του Θεού επί της γης.

«Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς».

Η Δοξολογία κατακλείεται (τελειώνει) με τον αγγελικό ύμνο. Είσαι άγιος, Θεέ μας, είσαι ισχυρός, είσαι αθάνατος, σε παρακαλούμε ελέησέ μας.
Η αγιότητα, η δύναμη και η αθανασία είναι τρεις βασικές ιδιότητες του Θεού. Ο Θεός είναι αποξενωμένος από την αμαρτία και το κακό· αγαπά την αρετή και θέλει το αγαθό. Εκείνο που βδελύσσεται είναι η πνευματική ακαθαρσία και η ηθική αποστασία του λογικού του πλάσματος.
Είναι δε παράλληλα δυνατός. Κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Το θέλημα του είναι πανσθενουργό και ακαταμάχητο. Ό,τι θέλει μπορεί να το πραγματοποιήσει. Δεν αντιμετωπίζει ανασχετικούς φραγμούς στην εκδίπλωση της θείας του ενέργειας. Μόνο η αμαρτία μπορεί να του αντισταθεί. Αυτό όμως δεν είναι δική του υπόθεση. Είναι υπόθεση του πλάσματος, το οποίο είναι ελεύθερο να ενεργήσει όπως θέλει, αναλαμβάνοντας στο ακέραιο τις ευθύνες του.
Τέλος ο Θεός είναι «ο μόνος έχων αθανασίαν». Δεν πεθαίνει, ούτε μεταβάλλεται. Μένει «εις τον αιώνα» αιώνιος και αναλλοίωτος. Σ’ αυτόν περιέχονται σταθερά το είναι, η ζωή, τα πάντα. Είναι ο μόνος που πραγματικά υπάρχει, η πηγή κάθε άλλης υπάρξεως, η ρίζα της φυσικής και της πνευματικής ζωής.
Σε έναν τέτοιο Θεό ριζωμένος ο άνθρωπος, νιώθει σιγουριά και ασφάλεια. Κοιτάζει με αισιοδοξία και θάρρος τη ζωή του. Και πιστεύει στη σωτηρία του. Αισθάνεται αγαλλίαση στην καρδιά του και έχει πνεύμα σταθερό και ηγεμονικό. Μπορεί να ατενίσει κατάματα το θάνατο, να κερδίσει την υπόθεση της υπάρξεώς του, να νικήσει τους εχθρούς του. Και από έναν τέτοιο Θεό, μπορεί να ζητήσει με παρρησία την προστασία και το έλεος του. «Ελέησον ημάς».

(Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο). Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 41-52)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου