Πάνε αρκετά χρόνια από τότε. Στήν Ναύπακτο, ένα αρκετά ευκατάστατο ανδρόγυνο είχε φέρει από τήν Αγγλία νεαρή Αγγλίδα δασκάλα νά διδάσκη τά παιδιά του στήν αγγλική γλώσσα. Εκείνη θέλησε νά εκμεταλλευθή τήν ευκαιρία τής παραμονής της στήν Ελλάδα νά μάθη ελληνικά. Καί εκλήθη ο υποφαινόμενος μέ τά πάμπτωχα αγγλικά του νά τής διδάξη τά ελληνικά, μέ σχετικό αντιμίσθιο βέβαια.
Τό πρόγραμμα προχωρούσε κανονικά μέ αρκετές δυσκολίες συνεννόησης λόγω τής δικής μου γλωσσικής πενίας τών αγγλικών. Αλησμόνητος θά μού μείνη ο εξής διάλογος μαζί της. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων , θυμάμαι, καί μού είπε:
-Αύριο καί μεθαύριο δέν θά είμαι εδώ γιά νά γίνη τό μάθημα. Θά πάω στήν Πάτρα, όπου μέ άλλους συμπατριώτες μου καί Έλληνες φίλους, οι πιό πολλοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα.
-Καί πώς θά γιορτάσετε, τής έκανα τήν αδιάκριτη ερώτηση.
-Νά, θά μαζευτούμε σέ ένα φιλικό σπίτι καί θά πίνουμε ουΐσκι ή μπύρα.
-Καί πόση ώρα καί πόσο ποτό θά πιήτε, τήν ξαναρώτησα.
-Όλη τή νύχτα, ώσπου ο καθένας νά χάση τίς αισθήσεις του καί νά κοιμηθή όπου βρίσκεται. Εκεί θά μείνη ως τό απόγευμα. Ύστερα θά φάμε κάτι καί θά αρχίση πάλι τό ποτό.
Ωραία τιμή στόν εορταζόμενο Θεάνθρωπο, είπα μέσα μου, κι αμέσως θυμήθηκα τά δικά μας αγνά καί χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντός εκείνα τά έθιμα πού ζούσαμε στά μικρά χωριά μας, μέ τά οποία νιώθαμε τή μεγάλη χαρά τής Γέννησης τού Χριστού. Καί σήμερα, λίγες μέρες πρίν από τή μεγάλη γιορτή, θυμάμαι εκείνον τόν διάλογο μέ τήν αγγλίδα καί ο νούς μου πετάει σέ κάποιες σελίδες τών διηγημάτων τού Αλ. Παπαδιαμάντη, πού αναφέρονται στόν εορτασμό τών Χριστουγέννων στήν ύπαιθρο.
Ο Παπαδιαμάντης έχει τήν τέχνη νά ανταποκρίνεται στίς ψυχικές ανάγκες τού Έλληνα. Προσφέρει στήν αγωνιώσα συνείδησή μας μιά ζωογόνο πηγή γαλήνης. Η προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητή στό εορταστικό Δωδεκαήμερο τών Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικά μέσα στά οποία αναδεύεται η ψυχή τού Έλληνα, μέ τά ωραία ήθη καί έθιμα, τή γεμάτη ευγένεια διάθεσή του, τό χιούμορ, τήν αξιοπρέπεια τού πόνου, τήν λατρευτική ανάταση, τόν αυθορμητισμό τών απλών ανθρώπων, γεμίζουν τίς σελίδες τών έργων του. Μέ τήν τέχνη του διαχέεται στίς ψυχές τών Χριστιανών τό σιωπηλό πάθος τής πίστης. Σέ κάνει νά γυρίζης πίσω σέ κάποια χρόνια μακρινά, πού τό εγώ σου τά γυρεύει μέ λαχτάρα. Αλλάζει ο άνθρωπος μέ τίς εποχές καί τήν ηλικία. Μέσα του όμως ο αλλαγμένος άνθρωπος κοντά στή σκέψη του καί τίς αδυναμίες του κρατάει κάτι από ό,τι έζησε στήν παιδική του ηλικία. Αυτό τό κάτι, τό παιδικό, τό λαχταριστό, τό περασμένο καί χαρούμενο, τό ξαναζωντανεύει ο Παπαδιαμάντης καί τό φέρνει ολόρθο μπροστά μας. Τό κοιτάς τότε καί νιώθεις πώς δέν ξέμαθες νά αισθάνεσαι, νά χαίρεσαι καί νά λαχταράς τήν απλότητα, τήν αγνή ομορφιά, τήν ημεράδα καί γλυκύτητα στήν πλάση, τήν καλοσύνη τών απλών ανθρώπων μέ τά πάθη τους, τίς μικροκακίες τους. Ζής κι εσύ τότε μιά ζωή φυσική, χειροπιαστή καί απλοϊκή, αυτή πού ταιριάζει στήν ιδιοσυγκρασία τού Έλληνα καί τής φύσης τής Ελλάδας.
Η γιορταστική επικαιρότητα τού Δωδεκαημέρου τών Χριστουγέννων διαχέεται στά διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μέ λυρική έκσταση, μπροστά στό κάλλος τής φύσης καί εξοικείωση μέ τούς απλοϊκούς καί ανυποψίαστους συντοπίτες του, πού τούς αναβιώνει καί έξω από τό εορταστικό πλαίσιο.
Παραθέτουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα.
Στό διήγημα του «Άνθος τού γιαλού» μέ γλώσσα απλή καί πυκνή, χωρίς περίτεχνα φτιασιδώματα, αναφέρεται στό ιστορικό τής μεγάλης γιορτής τών Χριστουγέννων.
«Έφτασε η μέρα πού ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία μέ αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε τό Βρέφος μές στή Σπηλιά, τό εσήκωσε, τό εσπαργάνωσε μέ χαρά, καί τόβαλε στό παχνί, γιά νά τό κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κι ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τά χνώτα τους στό παχνί κι εφυσούσαν μαλακά νά ζεστάνουν τό θείο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι μέ μακρυά άσπρα μαλλιά, μέ τίς μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο μέ τή φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τόν Άγγελον αστραπόμορφον, μέ χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ’ αγγελούδια πού έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Έμειναν γονατιστοί, μ’ εκστατικά μάτια, κάτω από τό παχνί, πολλήν ώρα, κι ελάτρευαν αχόρταγα τό θάμα τό ουράνιο. Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
Έφτασαν κι οι τρείς Μάγοι, καβάλα στίς καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στό κεφάλι, κι εφορούσαν μακρυές γούνες μέ πορφύρα κατακόκκινη. Καί τ’ αστεράκι, κι ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε καί εκάθισε στή σκεπή τής Σπηλιάς, κι έλαμπε μέ γλυκό ουράνιο φώς, πού παραμέριζε τής νυχτός τό σκοτάδι. Οι τρείς βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ’ τίς καμήλες τους, εμβήκαν στό Σπήλαιο, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό Παιδί. Άνοιξαν τά πλούσια τά δισάκκια τους, κι επρόσφεραν δώρα: χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν.
-Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
(«Τό Άνθος τού γιαλού», Α` σελ. 392)
Στό έργο του «Ο Αμερικάνος» ο κεντρικός του ήρωας Ιωάννης Μοθωνιός γυρίζει στήν πατρίδα του, ύστερα από χρόνια απουσίας, γιά νά παντρευτή τήν αρραβωνιαστικιά του Μελαχροινή Κουμπουρτζή. Μήνες καί χρόνια εκείνη μέ τή μάνα της, τή θεια-Κυρατσώ, απελπισμένες τόν περίμεναν. Ούτε γιορτές, ούτε χαρές στό φτωχικό τους. Καί νά, μιά παραμονή Χριστουγέννων γυρίζει ο Αμερικάνος. Δέν τόν αναγνωρίζουν οι κάτοικοι. Αυτός περιέρχεται τά στενά δρομάκια τού χωριού γιά ν’ αναγνωρίση τό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του. Ακούει παιδικές φωνές. «Ίσως ήκουε τά διασταυρούμενα καί φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα τών παίδων τής γειτονίας, οίτινες επισκεπτόμενοι τάς οικίας, έψαλλον τά Χριστούγεννα. Εδώ μέν ηκούοντο οι στίχοι:
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τού χρόνου
εβγάτ’ ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται…», φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς καί ευθυμίας.
Πήγαν καί στό φτωχικό τής γριάς Κυρατσούς τά παιδιά. Χτυπάνε τήν πόρτα.
-Νά ρ’ θούμε νά τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτάνε.
Βγαίνει στήν πόρτα μέ μαύρη μαντήλα η γριά Κυρατσώ καί μέ θλιμμένη φωνή τούς λέει:
-Όχι, παιδάκια μ’ , τί νά τραγ’δήστε από μάς; Έχουμε καί μείς κανένα; Καλή χρονίτσα νάχετε καί σύρτε αλλού νά τραγ’δήστε. Τούς έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις τήν χείραν καί κείνα έφυγαν ευτυχισμένα».
Τό βράδυ έφτασε στό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του ο Αμερικάνος καί:
«Όταν οι γείτονες τής θειά Κυρατσώς τής Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τά μεσάνυκτα διά νά υπάγουν εις τήν εκκλησίαν, τής οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες τήν οικίαν τής πτωχής χήρας, εκεί όπου δέν εδέχοντο τά παιδία νά τραγουδήσουν τά Χριστούγεννα, αλλά τά απέπεμπον μέ τάς φράσεις «δέν έχουμε κανένα» καί «τί θά τραγουδήστε από μάς;», κατάφωτον, μέ όλα τά παραθυρόφυλλα ανοικτά, μέ τάς υέλους απαστραπτούσας, μέ τήν θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, μέ δυό φανάρια ανηρτημένα εις τόν εξώστην, μέ ελαφρώς διερχομένας σκιάς, μέ χαρμοσύνους φωνάς καί θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δέν ήργησαν νά πληροφορηθώσιν. Όσοι δέν τό έμαθον εις τήν γειτονιάν, τό έμαθαν εις τήν εκκλησίαν.
Μετά τρείς ημέρας, τή Κυριακή μετά τήν Χριστού γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά καί σεμνότητι οι γάμοι τού Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά τής Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θειά-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν επ’ ολίγας στιγμάς τήν χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, διά ν’ ασπασθή τά στέφανα. Καί τήν παραμονήν τού Αγίου Βασιλείου, τό εσπέρας, ισταμένη εις τόν εξώστην, ηκούσθη φωνούσα πρός τούς διερχομένους ομίλους τών παίδων’
-Ελάτε, παιδιά, νά τραγ’δήστε…..» («Ο Αμερικάνος», τομ. Γ` σελ. 257-8).
Τα επόμενα αποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανά πιστών στην αποστολή της ιερέων, που με κίνδυνο της ζωής τους πάνε σε απόκρημνα μέρη με άγριες καιρικές συνθήκες, όπου βρίσκονται φτωχά ερημοκκλήσια, για να λειτουργήσουν το Δωδεκαήμερο και να νιώσουν και οι αποκλεισμένοι εκεί ξωμάχοι τη χαρά του μεγάλου γεγονότος, της ενανθρώπησης του Θεού:
«Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδότρας….Σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια Χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυό καράβια, έταξε στην Παναγία. Κι έχτισε αυτό το παρεκκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδών της…..Ας δώση η Παναγία και σήμερα να’ ναι κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας και στους γονιούς σας…
Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γη, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.
Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», δια να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των, τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάνουν το σταυρό τους, δια να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί καί εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερουγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα….» «Το αγνάντεμα» τομ. Α` σελ.362)
«Τω όντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα-Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθη το πρωΐ, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωΐ ν’ ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από Κεχρεάν, δια να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, δια να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμα…» («Αλαφροΐσκιωτος» τ. Β` σελ. 81-82).
Στο «Χριστό στο Κάστρο», ο παπα-Φραγκούλης δεν μας εκπλήσσει για τις θεολογικές του γνώσεις-αν είχε- όσο για την αφοσίωσή του στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Και αυτός και οι απλοϊκοί ενορίτες του άφησαν παραδείγματα πιστής τήρησης της παράδοσης συνδυασμένης με την αγάπη προς το συνάνθρωπο.
«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο στην πέρα πάντα στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;». Αυτά είπε φωναχτά την παραμονή των Χριστουγέννων ο παπα-Φραγκούλης. Τον άκουσαν η παπαδιά και οι γειτόνοι και όλοι έπεσαν σε αγωνία. «Τι βοήθεια να τους κάμουμε; είπε ο Πανάγος, ο μαραγκός. Απ’ τη στεριά ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά….»
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβε ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας δεν πήγαμε…φέτος που είναι βαρύς….»
Και στις φοβίες και αντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:
«Πανάγο, η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό και για την ευφορία της γης και για την υγεία ακόμα. Ανάγκη δεν έχει ο Χριστός να πάνε να του λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, κι όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός και εναντίον του καιρού και με χίλια εμπόδια….Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς και με θαύμα ακόμα….»
Δεν άργησαν όλοι να συμφωνήσουν με τη γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ήταν συνολικά δεκαπέντε. «Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός». Επιβιβάστηκαν σε βάρκα και με κόπο πολύ έφτασαν κάτω από το Κάστρο. Άφησαν την ακρογιαλιά κι ανέβηκαν στο Κάστρο. Εκεί συνάντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και το Γιάννη το Νυφιώτη.
«Όταν εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσεν την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και ενύσταζον τινές αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις».
Ο παπα-Φραγκούλης βγήκε στην πύλη κι έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» και ύστερα το «Άγγελοι υμνούσιν απαύστως εκεί….Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον τεχθέντι».
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω απ’ το ναό. Μερικοί πετάχτηκαν. Οι κραυγές έρχονταν από μια βραχώδη ακτή. Ένα πλοίο είχε προσαράξει στα βράχια και οι επιβαίνοντες βγήκαν σώοι. Έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν ήξεραν προς τα που να προχωρήσουν. Η σελήνη είχε δύσει. Κραυγές αγωνίας και ταραχής ακούονταν «όμοιαι με εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι»
Διέκριναν όμως τα φώτα στο ναΐσκο και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Μπήκαν όλοι μέσα να παρακολουθήσουν τη λειτουργία που έφτανε στο τέλος της…
«Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτημήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κι επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν» («Στο Χριστό στο Κάστρο» τομ. Γ` σελ. 279-280).
Μεταφέρθηκα νοερά στους ανθρώπους εκείνους. Φαντάσθηκα την ανεκλάλητη χαρά και γαλήνη που βίωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Γιόρτασαν το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Κυρίου, σε συνδυασμό με πράξη φιλαλληλίας και ανθρωπισμού. Τότε είναι η χαρά της γιορτής διπλή, όταν συνοδεύεται με το δόσιμο και όχι με το πάρσιμο. «Όταν είναι να βοηθήση κανείς ανθρώπους…», που είπε και ο παπα-Φραγκούλης.
Τό πρόγραμμα προχωρούσε κανονικά μέ αρκετές δυσκολίες συνεννόησης λόγω τής δικής μου γλωσσικής πενίας τών αγγλικών. Αλησμόνητος θά μού μείνη ο εξής διάλογος μαζί της. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων , θυμάμαι, καί μού είπε:
-Αύριο καί μεθαύριο δέν θά είμαι εδώ γιά νά γίνη τό μάθημα. Θά πάω στήν Πάτρα, όπου μέ άλλους συμπατριώτες μου καί Έλληνες φίλους, οι πιό πολλοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα.
-Καί πώς θά γιορτάσετε, τής έκανα τήν αδιάκριτη ερώτηση.
-Νά, θά μαζευτούμε σέ ένα φιλικό σπίτι καί θά πίνουμε ουΐσκι ή μπύρα.
-Καί πόση ώρα καί πόσο ποτό θά πιήτε, τήν ξαναρώτησα.
-Όλη τή νύχτα, ώσπου ο καθένας νά χάση τίς αισθήσεις του καί νά κοιμηθή όπου βρίσκεται. Εκεί θά μείνη ως τό απόγευμα. Ύστερα θά φάμε κάτι καί θά αρχίση πάλι τό ποτό.
Ωραία τιμή στόν εορταζόμενο Θεάνθρωπο, είπα μέσα μου, κι αμέσως θυμήθηκα τά δικά μας αγνά καί χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντός εκείνα τά έθιμα πού ζούσαμε στά μικρά χωριά μας, μέ τά οποία νιώθαμε τή μεγάλη χαρά τής Γέννησης τού Χριστού. Καί σήμερα, λίγες μέρες πρίν από τή μεγάλη γιορτή, θυμάμαι εκείνον τόν διάλογο μέ τήν αγγλίδα καί ο νούς μου πετάει σέ κάποιες σελίδες τών διηγημάτων τού Αλ. Παπαδιαμάντη, πού αναφέρονται στόν εορτασμό τών Χριστουγέννων στήν ύπαιθρο.
Ο Παπαδιαμάντης έχει τήν τέχνη νά ανταποκρίνεται στίς ψυχικές ανάγκες τού Έλληνα. Προσφέρει στήν αγωνιώσα συνείδησή μας μιά ζωογόνο πηγή γαλήνης. Η προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητή στό εορταστικό Δωδεκαήμερο τών Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικά μέσα στά οποία αναδεύεται η ψυχή τού Έλληνα, μέ τά ωραία ήθη καί έθιμα, τή γεμάτη ευγένεια διάθεσή του, τό χιούμορ, τήν αξιοπρέπεια τού πόνου, τήν λατρευτική ανάταση, τόν αυθορμητισμό τών απλών ανθρώπων, γεμίζουν τίς σελίδες τών έργων του. Μέ τήν τέχνη του διαχέεται στίς ψυχές τών Χριστιανών τό σιωπηλό πάθος τής πίστης. Σέ κάνει νά γυρίζης πίσω σέ κάποια χρόνια μακρινά, πού τό εγώ σου τά γυρεύει μέ λαχτάρα. Αλλάζει ο άνθρωπος μέ τίς εποχές καί τήν ηλικία. Μέσα του όμως ο αλλαγμένος άνθρωπος κοντά στή σκέψη του καί τίς αδυναμίες του κρατάει κάτι από ό,τι έζησε στήν παιδική του ηλικία. Αυτό τό κάτι, τό παιδικό, τό λαχταριστό, τό περασμένο καί χαρούμενο, τό ξαναζωντανεύει ο Παπαδιαμάντης καί τό φέρνει ολόρθο μπροστά μας. Τό κοιτάς τότε καί νιώθεις πώς δέν ξέμαθες νά αισθάνεσαι, νά χαίρεσαι καί νά λαχταράς τήν απλότητα, τήν αγνή ομορφιά, τήν ημεράδα καί γλυκύτητα στήν πλάση, τήν καλοσύνη τών απλών ανθρώπων μέ τά πάθη τους, τίς μικροκακίες τους. Ζής κι εσύ τότε μιά ζωή φυσική, χειροπιαστή καί απλοϊκή, αυτή πού ταιριάζει στήν ιδιοσυγκρασία τού Έλληνα καί τής φύσης τής Ελλάδας.
Η γιορταστική επικαιρότητα τού Δωδεκαημέρου τών Χριστουγέννων διαχέεται στά διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μέ λυρική έκσταση, μπροστά στό κάλλος τής φύσης καί εξοικείωση μέ τούς απλοϊκούς καί ανυποψίαστους συντοπίτες του, πού τούς αναβιώνει καί έξω από τό εορταστικό πλαίσιο.
Παραθέτουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα.
Στό διήγημα του «Άνθος τού γιαλού» μέ γλώσσα απλή καί πυκνή, χωρίς περίτεχνα φτιασιδώματα, αναφέρεται στό ιστορικό τής μεγάλης γιορτής τών Χριστουγέννων.
«Έφτασε η μέρα πού ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία μέ αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε τό Βρέφος μές στή Σπηλιά, τό εσήκωσε, τό εσπαργάνωσε μέ χαρά, καί τόβαλε στό παχνί, γιά νά τό κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κι ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τά χνώτα τους στό παχνί κι εφυσούσαν μαλακά νά ζεστάνουν τό θείο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι μέ μακρυά άσπρα μαλλιά, μέ τίς μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο μέ τή φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τόν Άγγελον αστραπόμορφον, μέ χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ’ αγγελούδια πού έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Έμειναν γονατιστοί, μ’ εκστατικά μάτια, κάτω από τό παχνί, πολλήν ώρα, κι ελάτρευαν αχόρταγα τό θάμα τό ουράνιο. Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
Έφτασαν κι οι τρείς Μάγοι, καβάλα στίς καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στό κεφάλι, κι εφορούσαν μακρυές γούνες μέ πορφύρα κατακόκκινη. Καί τ’ αστεράκι, κι ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε καί εκάθισε στή σκεπή τής Σπηλιάς, κι έλαμπε μέ γλυκό ουράνιο φώς, πού παραμέριζε τής νυχτός τό σκοτάδι. Οι τρείς βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ’ τίς καμήλες τους, εμβήκαν στό Σπήλαιο, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό Παιδί. Άνοιξαν τά πλούσια τά δισάκκια τους, κι επρόσφεραν δώρα: χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν.
-Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
(«Τό Άνθος τού γιαλού», Α` σελ. 392)
Στό έργο του «Ο Αμερικάνος» ο κεντρικός του ήρωας Ιωάννης Μοθωνιός γυρίζει στήν πατρίδα του, ύστερα από χρόνια απουσίας, γιά νά παντρευτή τήν αρραβωνιαστικιά του Μελαχροινή Κουμπουρτζή. Μήνες καί χρόνια εκείνη μέ τή μάνα της, τή θεια-Κυρατσώ, απελπισμένες τόν περίμεναν. Ούτε γιορτές, ούτε χαρές στό φτωχικό τους. Καί νά, μιά παραμονή Χριστουγέννων γυρίζει ο Αμερικάνος. Δέν τόν αναγνωρίζουν οι κάτοικοι. Αυτός περιέρχεται τά στενά δρομάκια τού χωριού γιά ν’ αναγνωρίση τό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του. Ακούει παιδικές φωνές. «Ίσως ήκουε τά διασταυρούμενα καί φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα τών παίδων τής γειτονίας, οίτινες επισκεπτόμενοι τάς οικίας, έψαλλον τά Χριστούγεννα. Εδώ μέν ηκούοντο οι στίχοι:
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τού χρόνου
εβγάτ’ ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται…», φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς καί ευθυμίας.
Πήγαν καί στό φτωχικό τής γριάς Κυρατσούς τά παιδιά. Χτυπάνε τήν πόρτα.
-Νά ρ’ θούμε νά τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτάνε.
Βγαίνει στήν πόρτα μέ μαύρη μαντήλα η γριά Κυρατσώ καί μέ θλιμμένη φωνή τούς λέει:
-Όχι, παιδάκια μ’ , τί νά τραγ’δήστε από μάς; Έχουμε καί μείς κανένα; Καλή χρονίτσα νάχετε καί σύρτε αλλού νά τραγ’δήστε. Τούς έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις τήν χείραν καί κείνα έφυγαν ευτυχισμένα».
Τό βράδυ έφτασε στό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του ο Αμερικάνος καί:
«Όταν οι γείτονες τής θειά Κυρατσώς τής Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τά μεσάνυκτα διά νά υπάγουν εις τήν εκκλησίαν, τής οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες τήν οικίαν τής πτωχής χήρας, εκεί όπου δέν εδέχοντο τά παιδία νά τραγουδήσουν τά Χριστούγεννα, αλλά τά απέπεμπον μέ τάς φράσεις «δέν έχουμε κανένα» καί «τί θά τραγουδήστε από μάς;», κατάφωτον, μέ όλα τά παραθυρόφυλλα ανοικτά, μέ τάς υέλους απαστραπτούσας, μέ τήν θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, μέ δυό φανάρια ανηρτημένα εις τόν εξώστην, μέ ελαφρώς διερχομένας σκιάς, μέ χαρμοσύνους φωνάς καί θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δέν ήργησαν νά πληροφορηθώσιν. Όσοι δέν τό έμαθον εις τήν γειτονιάν, τό έμαθαν εις τήν εκκλησίαν.
Μετά τρείς ημέρας, τή Κυριακή μετά τήν Χριστού γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά καί σεμνότητι οι γάμοι τού Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά τής Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θειά-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν επ’ ολίγας στιγμάς τήν χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, διά ν’ ασπασθή τά στέφανα. Καί τήν παραμονήν τού Αγίου Βασιλείου, τό εσπέρας, ισταμένη εις τόν εξώστην, ηκούσθη φωνούσα πρός τούς διερχομένους ομίλους τών παίδων’
-Ελάτε, παιδιά, νά τραγ’δήστε…..» («Ο Αμερικάνος», τομ. Γ` σελ. 257-8).
Τα επόμενα αποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανά πιστών στην αποστολή της ιερέων, που με κίνδυνο της ζωής τους πάνε σε απόκρημνα μέρη με άγριες καιρικές συνθήκες, όπου βρίσκονται φτωχά ερημοκκλήσια, για να λειτουργήσουν το Δωδεκαήμερο και να νιώσουν και οι αποκλεισμένοι εκεί ξωμάχοι τη χαρά του μεγάλου γεγονότος, της ενανθρώπησης του Θεού:
«Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδότρας….Σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια Χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυό καράβια, έταξε στην Παναγία. Κι έχτισε αυτό το παρεκκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδών της…..Ας δώση η Παναγία και σήμερα να’ ναι κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας και στους γονιούς σας…
Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γη, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.
Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», δια να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των, τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάνουν το σταυρό τους, δια να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί καί εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερουγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα….» «Το αγνάντεμα» τομ. Α` σελ.362)
«Τω όντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα-Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθη το πρωΐ, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωΐ ν’ ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από Κεχρεάν, δια να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, δια να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμα…» («Αλαφροΐσκιωτος» τ. Β` σελ. 81-82).
Στο «Χριστό στο Κάστρο», ο παπα-Φραγκούλης δεν μας εκπλήσσει για τις θεολογικές του γνώσεις-αν είχε- όσο για την αφοσίωσή του στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Και αυτός και οι απλοϊκοί ενορίτες του άφησαν παραδείγματα πιστής τήρησης της παράδοσης συνδυασμένης με την αγάπη προς το συνάνθρωπο.
«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο στην πέρα πάντα στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;». Αυτά είπε φωναχτά την παραμονή των Χριστουγέννων ο παπα-Φραγκούλης. Τον άκουσαν η παπαδιά και οι γειτόνοι και όλοι έπεσαν σε αγωνία. «Τι βοήθεια να τους κάμουμε; είπε ο Πανάγος, ο μαραγκός. Απ’ τη στεριά ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά….»
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβε ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας δεν πήγαμε…φέτος που είναι βαρύς….»
Και στις φοβίες και αντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:
«Πανάγο, η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό και για την ευφορία της γης και για την υγεία ακόμα. Ανάγκη δεν έχει ο Χριστός να πάνε να του λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, κι όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός και εναντίον του καιρού και με χίλια εμπόδια….Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς και με θαύμα ακόμα….»
Δεν άργησαν όλοι να συμφωνήσουν με τη γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ήταν συνολικά δεκαπέντε. «Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός». Επιβιβάστηκαν σε βάρκα και με κόπο πολύ έφτασαν κάτω από το Κάστρο. Άφησαν την ακρογιαλιά κι ανέβηκαν στο Κάστρο. Εκεί συνάντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και το Γιάννη το Νυφιώτη.
«Όταν εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσεν την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και ενύσταζον τινές αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις».
Ο παπα-Φραγκούλης βγήκε στην πύλη κι έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» και ύστερα το «Άγγελοι υμνούσιν απαύστως εκεί….Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον τεχθέντι».
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω απ’ το ναό. Μερικοί πετάχτηκαν. Οι κραυγές έρχονταν από μια βραχώδη ακτή. Ένα πλοίο είχε προσαράξει στα βράχια και οι επιβαίνοντες βγήκαν σώοι. Έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν ήξεραν προς τα που να προχωρήσουν. Η σελήνη είχε δύσει. Κραυγές αγωνίας και ταραχής ακούονταν «όμοιαι με εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι»
Διέκριναν όμως τα φώτα στο ναΐσκο και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Μπήκαν όλοι μέσα να παρακολουθήσουν τη λειτουργία που έφτανε στο τέλος της…
«Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτημήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κι επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν» («Στο Χριστό στο Κάστρο» τομ. Γ` σελ. 279-280).
Μεταφέρθηκα νοερά στους ανθρώπους εκείνους. Φαντάσθηκα την ανεκλάλητη χαρά και γαλήνη που βίωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Γιόρτασαν το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Κυρίου, σε συνδυασμό με πράξη φιλαλληλίας και ανθρωπισμού. Τότε είναι η χαρά της γιορτής διπλή, όταν συνοδεύεται με το δόσιμο και όχι με το πάρσιμο. «Όταν είναι να βοηθήση κανείς ανθρώπους…», που είπε και ο παπα-Φραγκούλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου