Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

«Καλή Παναγιά να αξιωθούμε»

 Στην εκπνοή του Ιούλη μήνα τον Αύγουστο μήνα καρτερώντας, το μήνα μίας ακόμα θεομητορικής γιορτής, το Πάσκαν του Καλοκαιριού, πιο κραυγαλέα, πιο πανηγυρικά, πιο παλμικά η καρδιά μας πρέπει να διαλαλήσει την ευχή:

«Καλή Παναγιά να αξιωθούμε»

«Καλό μήνα», ας λέμε για τους υπόλοιπους μήνες που δεν έχουν στις ημέρες τους εορτές αναστάσιμες και πανηγυρικές.


«Καλή Παναγιά».

Επιχείρησαν με ομιλίες και λόγους κι ερμηνείες πάρα πολλοί να αποσύρουν και να εξαλείψουν από την τακτική συνήθεια της λαϊκής μεταλαμπάδευσης τούτη την ευχή, μα πώς, να μπορέσουν πώς, όταν ετούτη εκφράζεται όχι μόνο ως ευχή, αλλά εκφράζει μαζί κι όλο τον εσωτερικό μας κόσμο, καθώς επιθυμούμε να συμπορευθεί μαζί μας ο πλησίον μας με υγεία και χαρά σε όλη τη διαδρομή των ημερών εκείνων που θα μας φτάσουν να πανηγυρίσουμε την άφθαρτη μετάβαση της Θεοτόκου μας στους ουρανούς, τη δική της μέριμνα να προετοιμαστεί για την Κοίμησή Της, για το μεγαλύτερο γεγονός, δωρίζει τα πράγματα και τα ρούχα Της, αποχαιρετά τις γειτόνισσές Της, συναθροίζει κοντά Της τους πνευματικούς Της γιούς και μαθητές του δικού Της μοναδικού γιου!

Υπέρβαση!Συγχώρεση!

Εξάλειψη του εγώ κι εμείς όπως Εκείνη!

Νηστεία σωματική και καθαρότητα ψυχής!

Προετοιμασία ανά πάσα στιγμή έτοιμη!

Αυτό συμπυκνώνει η σοφή λαϊκή ευχή: «καλή Παναγιά» να αξιωθούμε, εμείς, εγώ κι εσείς να συμπορευθούμε άξια και σωστά ώστε να αξιωθούμε σε αυτή την εορτή!


Και δεν είναι σε περίπτωση καμία ημέρα ψησίματος σούβλας ή κλέφτικου συρτού, μα ημέρα κοινωνίας Θείας και λιτής τροφής, να μεταλαβουμε Σώμα και Αίμα του Υιού Της, χαρμολύπη για εμάς καθότι χάνουμε από τη μια την παρουσία της Μάνας μας μα από την άλλη την κερδίζουμε να είναι αέρινη απανταχού παρούσα!

Καλή Παναγιά για όλα αυτά!


Κι όταν όποιος άλλος επιχειρήσει να σβήσει από τους χάρτες της λαϊκής παράδοσής μας απαντήστε του με τα δικά σας παραδείγματα κι επιχειρήματα παραθέτοντας παρόμοιες ευχές:

«Καλόν Παράδεισο», δεν είναι μήπως ο παράδεισος καλός; Ευχόμαστε όμως καλώς να αξιωθεί παράδεισο η ψυχή που φεύγει

«Καλόν Πάσκαν να φτάσουμε»

Δεν θα είναι άραγε μία γιορτή καλή; Ευχόμαστε όμως εμείς οι ίδιοι να αξιωθούμε καλώς να φτάσουμε σε τούτη τη γιορτή

Καλημέρα

Καληνύχτα

Καλή αυριανή

Καλό καλοκαίρι

Καλές διακοπές

Εμείς καλώς να διανύσουμε όλες αυτές τις χρονικές διαδρομές όσο πιο όμορφα προετοιμασμένοι και όσο με πιο ελαφριές αποσκευές στους ώμους της η ψυχή μας!

Καλή Παναγία!

Με την αγάπη μου και κάθε μου ευχούλα εγκάρδια,

Δέσποινα Αικατερίνης Ανδρέα Τενίζη

MΟΝΑΧΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ εκ Κυθήρων(+1947)-ΑΓΙΟΤΑΦΊΤΗΣ

 Διετέλεσε γέροντας και ηγούμενος της Λαύρας του Αγίου Σάββα και του Κοινοβίου των Καστελλίων στην καρδιά της Ερήμου της Ιουδαίας.

Ηταν από το Τσιρίγο-Κύθηρα.

Μορφή εξαιρετική.Ηταν χαριτωμένος,επιβλητικός,αυστηρός στον μοναχικό βίο,χαλύβδινος στη θέληση,σκληρός στη ζωή της ερήμου,φρόντιζε και οικονομούσε τους πάντες στα ωφέλιμα,στα επιτήδεια.

Η μορφή του ασκητική,σκαμμένο το πρόσωπό του από τη νηστεία.Θύμιζε ασκητή της εποχής του Μεγάλου Αντωνίου.


Η συνοδεία του,των Καστελλιωτών Μοναχών του Αγίου Σάββα,ήταν συνοδεία

που είχε επικυρωθεί με υπερφυσικά χαρίσματα που υπερέβαιναν τη φύση.

Ησαν αληθινοί ασκητές και όχι του τύπου,αλλά της ουσίας.Ολα για το Θεό, και όχι για το θεαθήναι!

Ο Γέροντας Παντελεήμων ποτέ του δεν είχε κρεββάτι.Ποτέ δεν τον θυμούνται να ξάπλωσε.Καθιστός λίγο κοιμόταν, κι αυτό ελάχιστο.......Εμεινε στην ιστορία ως ο τελευταίος ασκητής.


Ηταν ο γέροντας του μακαριστού Γέροντος Σεραφείμ της Λαύρας του Ηγιασμένου Σάββα.

Κοιμήθηκε καθιστός σε στάση προσευχής το 1947,και πέταξε για τους ουρανούς!

Αφησε εποχή με την γλυκύτητα της αγάπης που είχε,μια αγάπη που δεν βρίσκεις εύκολα στις μέρες μας.

Η ξύλινη παλιοκαρέκλα που καθόταν,ανέπαυε όποιον τύχαινε να κάτσει εκεί,

από την δική του άσκηση,την άσκηση του γέροντα.


Ολα αυτά μας τα διηγόταν ο γέροντας Σεραφείμ:

"Μια φορά, μας έλεγε, είχα μείνει μόνος στο κοινόβιο των Καστελλίων.

Ο γέροντας Παντελεήμων είχε πάει Ιεροσόλυμα με τους πατέρες.

Ημουν εντελώς μόνος.Για να δω άνθρωπο θα έπρεπε να περπατήσω τρείς ώρες με τα πόδια.Θα ήμουν μόνος είκοσι ημέρες!

Μου εμφανιζόταν ο ίδιος ο σατανάς με πολλές μορφές!

Κάθε φορά έτρεχα και καθόμουνα στη καρέκλα του γέροντα Παντελεήμονα.

Ετσι μόνον, και λέγοντας την ευχή....εξαφανιζόταν!Αυτό έκανα είκοσι ολόκληρες ημέρες.Στη καρέκλα......και με το κομποσχοίνι!"


Μάλιστα!Αναστήματα που δεν υπάρχουν πιά!Δόξα τω Θεώ!

π. Ιγνάτιος Καζάκος

Άγιος Ανώνυμος Κρητικός Νεομάρτυρας

 Ο Νεομάρτυρας αυτός ήταν από την Κρήτη και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς. Είκοσι χρονών βρέθηκε στη δούλεψη ενός Τούρκου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Κάποια νύκτα, ο Τούρκος αυτός, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον νεαρό. Τότε ο ευσεβής νέος αρνήθηκε και πάνω στην απελπισία του μαχαίρωσε τον Τούρκο με αποτέλεσμα αυτός να πεθάνει.


Την επομένη μέρα οι φίλοι του σκοτωμένου Τούρκου, μόλις άκουσαν το γεγονός, συνέλαβαν τον νεαρό χριστιανό και τον πήγαν στον δικαστή. Αλλά επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία σε βάρος του τον άφησαν ελεύθερο.


Μετά δύο μέρες όμως, τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον βασάνισαν σκληρά, ομολόγησε όλη την αλήθεια. Τότε ο δικαστής του πρότεινε, για να σώσει τη ζωή του, ν' αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Νεομάρτυρας απέρριψε την πρόταση του δικαστή και με θάρρος ομολόγησε πως γεννήθηκε, είναι και θέλει να πεθάνει χριστιανός. Τότε μια από τις μέρες του Ιουλίου το 1811 μ.Χ., τον θανάτωσαν με απαγχονισμό. Δύο μέρες έμεινε το τίμιο λείψανο του στην κρεμάλα, κατόπιν το κατέβασαν και το έχωσαν στην άμμο.

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου

 Το Άγιο λείψανό του μετακομίστηκε από την Ιεράπολη στην Πάφο της Κύπρου, και συγκεκριμένα σ' ένα χωριό κοντά σ' αυτή, Αρσινόη ή Άρσος λεγόμενο. Εκεί οικοδομήθηκε Ναός στο όνομα του Αποστόλου Φιλίππου, που σώζεται μέχρι σήμερα. Στο Ναό αυτό κατέθεσαν το άγιο λείψανο του Αγίου, που μέχρι και σήμερα επιτελεί θαύματα, σ' όσους προσέρχονται με πίστη.

Ανάμνηση Εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου στις Βλαχερναίς και Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυρού

 Ο Σ. Ευστρατιάδης για το γεγονός αυτό γράφει τα έξης: «Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος σταυρός, περιήγετο ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναοὺς πρὸς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν καὶ πάλιν ἀπετίθετο εἰς τὸ σκευοφυλάκιον.


Εἰς τοὺς κώδικας τὰ τοῦ τιμίου σταυροῦ προεόρτια ἀναγράφονται καὶ ἄρχονται ἀπὸ τῆς πρώτης Αὐγούστου, ἡ δὲ κατὰ τὴν προεόρτιον ταύτην ἀνάμνησιν ὑμνογραφία εἶναι πλούσια καὶ κεῖται ἀνέκδοτος εἰς πολλοὺς Κώδικας καὶ ἶνα μόνον εἰς τοὺς κατ' αὐτὴν συντεθέντας Κανόνας περιορισθῶ, σημειῶ Κανόνα τοῦ Θεοφάνους (ἐν τοὶς Κώδ. 368 φ. 3636,1568 φ. 3α Παρισίων καὶ Ω 147 Λαύρας), τοῦ Γεωργίου Νικομήδειας (ἐν τοὶς Κωδ. 1567 φ. 240 6,13φ 351 α’ Παρισίων καὶ Θ 32 φ. 344α, Δ 12 φ. 273α, 1135 φ. 333α καὶ Ω 147 φ. 368α Λαύρας), ἕτερον τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Νικομήδειας φέροντα ἀκροστιχίδα "Σταυρῶ γεγηθῶς ἐξάδω θεῖον μέλος Γεώργιος" (ἐν τῷ Παρισινῷ Κωδ. 13 φ. 352 6 καὶ τῷ τῆς Λαύρας Θ 33 φ. 5). Εἰς τοὺς αὐτοὺς δὲ Κώδικας καὶ ἄλλους Στιχηρὰ πολλά, Ἰδιόμελα, Καθίσματα κλπ.».





Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρὰ διανοί, προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, διὰ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’.

Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.


Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας

 Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου της Ιερουσαλήμ (βουλευτής), φίλος και κρυφός μαθητής του Ιησού Χριστού ο οποίος καταγόταν από την Αριμαθαία, μια μικρή πόλη ΒΔ΄ της Ιερουσαλήμ.


Ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε να κηδέψει το σώμα του Ιησού Χριστού. Αφού έλαβε την άδεια του, μαζί με τον Νικόδημο το κατέβασαν από το σταυρό το σώμα του Κυρίου, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου (Ματθ. κζ' 57 - 60, Μαρ. ιε' 42 - 46, Λουκ. κγ' 50 - 53 και Ιω. ιθ' 38 - 42).


Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας απεβίωσε ειρηνικά (κατά πάσα πιθανότητα στην Αγγλία).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος

 Ο Όσιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στη Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 - 842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Η ορθόδοξη οικογένειά του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του.


Ο ηθικός βίος του και η φιλάνθρωπη δράση του εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την τέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δεν σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του.


Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στο Κύριο, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε σε θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.


Κατά την Ανακομιδή το Ιερό Λείψανο του Οσίου Ευδοκίμου βρέθηκε «φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την 6η Ιουλίου 831 μ.Χ. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο διαλύθηκε.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς αἰωνίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου, Ἅγιε, σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.


Μεγαλυνάριον

Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Εὐδοκιμήσας ἀγαθαῖς ἐργασίαις, ἐδοκιμάσθης ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, τοῖς πειρασμοῖς Εὐδόκιμε ἀοίδιμε· ὅθεν μετὰ θάνατον, ἀναβλύζεις πλουσίως, θαύματα ὡς νάματα, καὶ νοσήματα παύεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ ἐκδυσωπῶν, ὅπως πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΣΙΛΑ

«Η ελεημοσύνη είναι αντίθετη της δικαιοκρισίας»

 Οι άνθρωποι στη ζωή μας αναζητούμε το δίκιο μας. Άλλοτε, αυτό υπάρχει και, όταν δεν το βρίσκουμε, εύλογα παραπονιόμαστε. Άλλοτε, θέλουμε να έχουμε δίκιο, ό,τι κι αν συμβεί. Είναι θέμα εξουσίας; Είναι θέμα οπτικής; Είναι η αίσθηση ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από εμάς και δεν μπορούμε να δεχτούμε την ταπείνωση που προϋποθέτει η παραδοχή του λάθους στη συμπεριφορά και στην εκτίμηση των πράξεων των άλλων, όπως επίσης και στο θέμα του χαρακτήρα μας; Πάντως, το δίκιο μας θεωρείται απαίτηση του σωστού από την πλευρά μας και δύσκολα κάποιος μπορεί να περιφρονήσει μία τέτοια θέαση της ζωής. Ιδίως οι νέοι επ’ ουδενί μπορούν να συμβιβαστούν με το να αδικούνται. Προτιμούν, μάλιστα, να αδικούν, κάποτε και με σκληρότητα.


Το δίκιο συνήθως διαφαίνεται μέσα από μία μερική εξέταση των πραγμάτων. Δίκιο έχω όταν ο νόμος μου λέει ότι δεν παρανομώ. Δίκιο έχω όταν, ακόμη κι αν παρανομώ, οι άλλοι παρανομούνε περισσότερο από μένα. Δίκιο έχω ακόμη κι όταν παρανομώ, επειδή πρέπει με κάποιον τρόπο να αντισταθώ στο άδικο της κοινωνίας. Δίκιο πάλι έχω όταν δεν μπαίνω στη θέση του άλλου. Όταν μετρώ τα πράγματα απόλυτα. Όταν το σωστό κατ’ εμέ είναι και σωστό γενικά. Όταν ο άλλος δεν θέλει να μπει στη δική μου θέση. Όταν κλειδί για τα πάντα είναι το θέλημά μου. Και φυσικά, με το δίκιο μου δεν παζαρεύω, ό,τι κι αν γίνει.


Ο ασκητικός λόγος μοιάζει δυσεφάρμοστος. Αντίθετο της δικαιοκρισίας, της δίκαιης κρίσης για τα πράγματα, για το δίκιο μας, είναι η ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη προϋποθέτει καρδιά που δεν μένει στο σωστό και στο λάθος, αλλά έχει πάρει την απόφαση να συγχωρήσει, να προχωρήσει δηλαδή μαζί με τον άλλον, ακόμη κι αν αυτό οδηγεί σε παραίτηση από την απολυτότητα του σωστού και του λάθους. Ελεημοσύνη σημαίνει να μοιάσεις με τον Θεό που συγχωρεί τον δούλο που Του οφείλει χίλια τάλαντα και όχι με τον συγχωρηθέντα, ο οποίος οδήγησε στη φυλακή τον σύνδουλό του, που του όφειλε ένα ασήμαντο ποσό. Ελεημοσύνη σημαίνει αγάπη, σημαίνει επίγνωση τού τι είναι δίκιο και τι όχι, αλλά, ταυτόχρονα, απόφαση να βλέπουμε τον άλλον με κατανόηση και συμπάθεια, όχι για να τον εξουθενώσουμε, αλλά για να τον βοηθήσουμε να δει την αλήθεια της ζωής του και να πάρει δεύτερη ευκαιρία.


Δεν είναι εύκολος αυτός ο δρόμος. Σκοντάφτει πάνω στην ανάγκη για όρια, τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή μας και την συνύπαρξή μας. Όμως φέρνει στη επιφάνεια κι αυτήν την όντως ανάγκη να δίνουμε δεύτερες ευκαιρίες στους άλλους. Προφανώς και τα όρια δεν μπορεί παρά να στηρίζονται στο δίκιο και στο άδικο. Προφανώς, πρέπει να έχουμε δίκαιη κρίση για να αποφανθούμε ότι τα όρια τηρούνται ή όχι. Από την άλλη, δεν είναι αρκετό να τηρείς όρια για να έχει η ζωή σου νόημα και αγάπη. Η ελεημοσύνη της συγχώρησης σε κάνει να χτυπάς την ευαίσθητη χορδή της ευγνωμοσύνης και του φιλότιμου του άλλου, που όσο κι αν ο πειρασμός δεν αφήνει να βγαίνει στην επιφάνεια, είναι ίσως το μοναδικό αυθεντικό κίνητρο για να διορθωθούν σφάλματα και ελαττώματα του χαρακτήρα. Ακόμη κι αν χρειάζεται χρόνος και προσευχή.


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 3 Ιουλίου 2024


Ανάβοντας το κερί...

 Η πιο απλή και πιο συνηθισμένη ενέργεια του κάθε Χριστιανού, μπαίνοντας στην Εκκλησία, είναι να ανάβει ένα κερί.


Όμως η ενέργεια αυτή δεν είναι τόσο απλή. Είναι κάτι, από το οποίο ο Χριστιανός πρέπει να διδάσκεται και να ωφελείται πνευματικά. Τίποτε δεν γίνεται στην Εκκλησία άσκοπα. Τίποτε δεν είναι περιττό. Τίποτε δεν είναι υπερβολικό. Τίποτε δεν είναι ξερός τύπος. Τίποτε δεν είναι χωρίς σημασία και νόημα. Όλα συντελούν, στο να γίνεται η προσκύνηση του Θεού «εν πνεύματι και αληθεία», όπως είπε ο Χριστός στην Σαμαρείτιδα.

Έτσι και το άναμμα του κεριού έχει νόημα. Και δεν πρέπει να γίνεταιμηχανικά από τον Χριστιανό.


Ανάβοντας το κερί δεν προσφέρομε… φως στον Χριστό! Δεν το ανάβομε, για να βλέπει ο Χριστός! Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός… τα δικά μας φώτα! ΕΜΕΙΣ έχομε ανάγκη από το φως του Χριστού! ΕΜΕΙΣ χρειαζόμαστε φως, για να ιδούμε. Τι να ιδούμε; Να ιδούμε ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Αυτός είναι η πηγή του αληθινού Φώτος! Μόνο από Αυτόν μπορεί να φωτισθεί η ψυχή μας! Και γι’ αυτό ανάβομε το κερί: Για να Τον παρακαλέσουμε να μας φωτίσει με το φως του Προσώπου Του. «Εν τώ φωτί Σου οψόμεθα φώς»!


Το άναμμα του είναι αφορμή, να εκφράσει ο πιστός την ευγνωμοσύνη του στον Χριστό γιατί τον αξίωσε να γνωρίσει το ΦΩΣ το ΑΛΗΘΙΝΟ και τον ελευθέρωσε από το θανατηφόρο σκοτάδι της άγνοιας του θελήματος του Θεού από το σκοτάδι της αμαρτίας. Το φως του κεριού είναι μία υπόμνηση του λόγου του Χριστού: «Εγώ ειμί το φώς του κόσμου ο ακολουθών εμοί ού μή περιπατήση έν τη σκοτία, άλλ’ έξει το φώς τής ζωής» (‘Ιω. 8,Ι2). Μακριά από το Χριστό και έξω από την Εκκλησία υπάρχει ΣΚΟΤΑΔΙ. Και «ο περιπατών έν τή σκοτία, ούκ οίδε που υπάγει»…


Το άναμμα του κεριού είναι ακόμη σύμβολο της προσευχής μας μέσα στην Εκκλησία. Όπως το κερί καίει συνεχώς, χωρίς διαλείμματα, και σκορπίζει το ιλαρό του φως, έτσι ασταμάτητα και με αμείωτη ένταση πρέπει να ενεργείται η προσευχή στις καρδιές μας κατά την παραμονή μας μέσα στην Εκκλησία. Ανάβοντας το κερί στο μανουάλι, πρέπει να ανάβει μέσα μας ο ζήλος, να προσευχηθούμε αληθινά χωρίς άσκοπη περιφορά των οφθαλμών μας εδώ κι εκεί χωρίς κουβεντούλα με τους άλλους, που σαν ορμητικό ρεύμα αέρος σβήνει την τρεμάμενη φλογίτσα της προσευχής μας…


Το αναμμένο κεράκι μας, τέλος υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύ και σημαντικό. Το κερί, όσο είναι αναμμένο, λειώνει. Δεν είναι δυνατόν να καίει και να φωτίζει, χωρίς να λειώνει! Έτσι και ο Χριστιανός, ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΦΩΣ, που λάμπει «έμπροσθεν των ανθρώπων» προς δόξα του ονόματος του Θεού, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΝΕΥΜΑ ΘΥΣΙΑΣ. Χωρίς κόπο και προσφορά θυσίας, δεν μπορεί να υπάρξει φως, που καταλάμπει και διαλύει τα ποικίλα σκοτάδια τον κόσμου.

Το αναμμένο κερί είναι μία μικρή θυσία. Θυσία δοξολογίας. Θυσία αινέσεως. Θυσία ικεσίας. Σε Εκείνον που είναι το Φως του Κόσμου, στον Χριστό και στους αγίους Του. Που και αυτοί έγιναν φως, και οδηγοί του κόσμου.


Με αυτούς τους λογισμούς πρέπει να ανάβει o Χριστιανός το κερί του, εφ’ όσον θέλει νά μην είναι δούλος τύπων, αλλά να χρησιμοποιεί τους «τύπους», για να ανεβάζει ΝΟΥ και ΚΑΡΔΙΑ στον Θεό.


΄΄ΔΙΔΑΞΟΝ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ΄΄Του Αρχιμ. Σάββα Δημητρέα

Αγία Ιουλίττη από την Καισαρεία

 Η Αγία Ιουλίττη έζησε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου , ο όποιος έτρεφε μεγάλη υπόληψη προς αυτή, λόγω της ευσέβειας και των πολλών αρετών της.


Η Ιουλίττη είχε μεγάλη περιουσία και πολεμήθηκε από κάποιο πλεονέκτη και άρπαγα ισχυρό, που την έμπλεξε σε δίκες και κίνησε εναντίον της ψευδομάρτυρες. Η Ιουλίττη, παρακάλεσε τον Μέγα Βασίλειο να την προστατέψει. Αυτός, γνωρίζοντας το δίκιο της, δέχτηκε και έγραψε στον Παλλάδιο, άνδρα χρηστό και θεοφοβούμενο, να συνηγορήσει υπέρ της Ιουλίττης στον έπαρχο. Στην ίδια δε γράφει, για να την ενδυναμώσει, ότι «δυνατὸς δὲ ὁ ἅγιος (θεός) διαγαγεὶν σὲ πάσης θλίψεως, μόνον ἐὰν ἀληθινὴ καὶ γνησία καρδία ἐλπίσωμεν ἐπ’ αὐτόν».


Τελικά ο αντίδικος της Ιουλίττης, την κατάγγειλε ότι έβριζε τα - υπέρ της ειδωλολατρίας - διατάγματα του Ιουλιανού. Όταν ρωτήθηκε γι' αυτό η Ιουλίττη, απάντησε ότι καταδικάζει την ειδωλολατρία και καθήκον της είναι να ενισχύει τους χριστιανούς στην αληθινή πίστη. Για την ομολογία της αυτή, καταδικάστηκε και ρίχτηκε στη φωτιά. Το σώμα της ωστόσο, έμεινε ακέραιο και έβρισκαν σε αυτό παρηγοριά και ίαση οι πιστοί Χριστιανοί.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος οι Απόστολοι

 Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος, ήταν πέντε από τούς εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου. Όλοι υπηρέτησαν το Ευαγγέλιο του Χριστού «ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι» (Β' προς Κορινθίους, ια - 27). Δηλαδή, υπηρέτησαν τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα στις μακρινές οδοιπορίες, με νηστείες, με ψύχος και γυμνότητα.


Ο Σίλας φυλακίστηκε μαζί με τον Παύλο στους Φιλίππους της Μακεδονίας (Πραξ. ιστ 25-39). Μετά από πολλούς μόχθους και αφού ακολούθησε τον Παύλο σε πολλές περιοδείες του, έγινε επίσκοπος Κορίνθου.


Ο Σιλουανός, από το αξίωμα του επισκόπου Θεσσαλονίκης, αγωνίσθηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στον Κύριο.


Ο Επαινετός, από το αξίωμα του επισκόπου Καρθαγένης, αγωνίσθηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στον Κύριο.


Ο Ανδρόνικος αγωνίστηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στο Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.


Ο Κρήσκης, τέλος, έγινε επίσκοπος Καρχιδονίας και από την θέση αυτή μόχθησε και υπηρέτησε το Θείο Ευαγγέλιο.


Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Ανδρόνικος, εορτάζεται μαζί με την Αγία Ιουνία και στις 17 Mαΐου, ενώ η εύρεση των τιμίων λειψάνων του εορτάζεται στις 22 Φεβρουαρίου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ὡς οὐρανοὶ λογικοί, τὴν δόξαν ἀστράψαντες, τοῦ κενωθέντος ἐν γῇ, συμφώνως ὑμνείσθωσαν, Κρήσκης Σιλουναὸς τέ, καὶ ὁ ἔνθεος Σίλας, ἅμα σὺν Ἀνδρονίκω, Ἐπαινετὸς ὁ θεόφρων Χριστὸν γὰρ ἰκετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Συνοδίτης τοῦ Παύλου γεγονὼς καὶ συνέκδημος, τὴν Νεάπολιν μάκαρ καὶ Φιλίππους ἐφώτισας, τῆς θείας ἐπιγνώσεως φωτί, Ἀπόστολε Σίλα ἱερέ. Ἀλλὰ φύλαττε καὶ σκέπε πάντας ἡμᾶς, ἐν πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.

Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε· καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐορτάζει σήμερον ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκβοᾷ σοι Ἀπόστολε· χαῖρε ὦ Σίλα τοῦ Παύλου συνόμιλε.


Μεγαλυνάριον

Χαίρετε Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Ἀνδρόνικε Σίλα, καὶ θεόφρον Σιλουανέ, σὺν Ἐπαινετῷ τε, καὶ Κρήσκεντι τῷ θείῳ, τῆς ἀληθοῦς σοφίας ἐνδιαιτήματα.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Χαίροις εὐσεβείας θεῖος πυρσός, Ἀπόστολε Σίλα, καὶ τῆς χάριτος θησαυρός· χαίροις ὁ τῷ Παύλῳ, πιστῶς διακονήσας, αἰτούμενος δὲ πᾶσιν, ἡμῖν τὰ κρείττονα.


Κάθισμα

Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὡς ἀστέρες μέγιστοι τὴν οἰκουμένην, εὐσεβείας λάμψεσι, φωταγωγοῦντες εὐσεβῶς, εἰς τὸν αἰῶνα δοξάζεσθε, θαυματοφόροι Κυρίου Ἀπόστολοι.


Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό

 "... Ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό. Είναι, ας πούμε: Εδώ νερό, εκεί φωτιά. Είμαι ελεύθερος να διαλέξω, βάζω το χέρι μου στο νερό, δροσίζομαι, το βάζω στη φωτιά, καίγομαι...


Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Ὅταν ἀπογυμνωθεῖ κανείς πλήρως ἀπό τήν αὐτοδικαίωσή του....

 " Ἀπορῶ, ὅταν κάποιες ψυχές μοῦ λένε: «Δέν καταλαβαίνω σέ τί φταίω καί παθαίνω».

Ἕως ὅτου νά τό καταλάβεις αὐτό, θά παιδεύεσαι. Καί τό ὅτι δέν τό καταλαβαίνεις σημαίνει ὅτι ἔχεις ἀκόμη κρυψώνα μέσα σου· κάτι κρύβεται ἐκεῖ· κάτι δέν θέλεις νά δεῖς.

Ὅταν ἀπογυμνωθεῖ κανείς πλήρως ἀπό τήν αὐτοδικαίωσή του, τότε τό βλέπει, τό καταλαβαίνει ὅτι δέν γινόταν ἀλλιῶς· δέν θά ἐρχόταν στήν ψυχή του σωτηρία, ἄν δέν πάθαινε. Διότι δέν ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος εὔκολα.

Εἶναι ἀγύριστο κεφάλι, εἶναι σκληρό καρύδι ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας· ὄχι γιά ἄλλο λόγο. Ἀλλά μήν πεῖτε: «Ἀφοῦ γεννηθήκαμε ἁμαρτωλοί, τί νά κάνουμε;»

 Ὄχι, ὄχι.Ὁ Κύριος πέθανε καί δυνάμει θανάτωσε γιά τόν καθένα μας τήν ἁμαρτία, τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἄν πᾶς στόν Χριστό, ἀλλά μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη, καί πεῖς: «Ξέρεις ἐσύ, Κύριε.Ὅ,τι κι ἄν ἐπιτρέψεις τό δέχομαι καί ἄς μήν τό καταλαβαίνω», σέ ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός. Τό κάνεις αὐτό; "


''Λόγοι'' π.Συμεών Κραγιοπούλου 


Άγιος Ιωάννης ο στρατιώτης

 Ο Άγιος Ιωάννης έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (361) και ήταν στρατιώτης «εις τα νούμερα των καλουμένων Ταϊφάλων». Αυτός λοιπόν, είχε σταλεί μαζί με άλλους στρατιώτες να καταδιώξει χριστιανούς. Φαινομενικά τους καταδίωκε, ενώ στα κρυφά τους βοηθούσε να διαφύγουν, να αντέχουν τα βασανιστήρια, να έχουν τα στοιχειώδη για την αντιμετώπιση των ασθενειών τους και άλλα. Έτσι θεάρεστα αφού πέρασε τη ζωή του ο Ιωάννης, αναπαύθηκε ειρηνικά και τάφηκε στον Πανδέκτη, τόπο που και οι ξένοι ενταφιάζονταν. Η δε σύναξη του γινόταν στον πρώτο αποστολικό ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Άγιος Κωνσταντίνος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Πρόκειται για τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Α', που διαδέχτηκε τον Ιωάννη τον Ε' το έτος 674. Είχε κάνει προηγούμενα διάκονος και σκευοφύλακας. Πατριάρχευσε δύο χρόνια και τρεις μήνες. Δεν έχουμε πολλά βιογραφικά του στοιχεία. Βέβαιο είναι όμως, ότι διακρινόταν για το αυστηρά Ορθόδοξο φρόνημα του, τον ζήλο για την υπεράσπιση της Εκκλησίας κατά των κακοδόξων, των μονοθελητών, επίσης για τον άφιλοχρήματο και φιλόπτωχο χαρακτήρα του.


Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, έχει άλλη άποψη περί του Αγίου αυτού και εικάζει ότι πρόκειται περί του Αγίου Κωνσταντίνου Γ' του Λειχούδη, γράφοντας περί αυτού τα έξης: «Ο Νικόδημος και κατ' αυτόν και ο Γεδεών αποδέχονται ότι ούτος είναι ο Κωνσταντίνος Α' ο πατριαρχεύσας από του 674-676 ο από διακόνου και σκευοφύλακος της μεγάλης εκκλησίας εις τον πατριαρχικόν θρόνον αναβάς εις διαδοχήν Ιωάννου του Ε'. Αλλά εν τω Συναξαριστή Delehaye "μνήμη Κωνσταντίνου του νέου πατριάρχου Κωνσταντιπόλεως"· γίνεται λοιπόν διάκρισις μεταξύ παλαιοτέρου ομωνύμου πατριάρχου και νεωτέρου και ως τοιούτον θα δεχθώμεν Κωνσταντίνον τον Γ' (ο Β' ην εικονομάχος) τον Λειχούδην, Ιερατεύσαντα από του 1059-1063, τον άλλοτε πρωτοβεστιάριον και πρόεδρον της συγκλήτου, και είτα εύνούχον και μοναχόν, τον διαδεχθέντα Μιχαήλ τον Κηρουλλάριον. Υπήρξεν ενάρετος και Ιδρυτής μονής της Θεοτόκου εν Κωνσταντινοπόλει, ως μαρτυρεί ο Ψελλός εν τω προς τον πατριάρχην επιταφίω αυτού λόγω (ιδ. Σάθα, Μεσαίων. Βιβλ. Δ', σ. 445} και επομένως δικαιολογείται η μετά των οσίων κατάταξις αυτού».



Άγιος Θεοδόσιος ο Νέος (ή Μικρός) ο Ευσεβής Βασιλιάς

 Ο Βασιλιάς Θεοδόσιος Β' βασίλευσε το έτος 408 σε ηλικία μόλις επτά χρονών, διάδοχος του πατέρα του Αρκαδίου. Ονομάστηκε Μικρός για να διακρίνεται από τον παππού του τον Μεγάλο. Του μετέδωσε τη χριστιανική ευσέβεια η αδελφή του Πουλχερία και έτσι έτρεφε μεγάλη ευλάβεια και αφοσίωση στην ορθόδοξη πίστη. Όταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός ανέλαβε το βασιλικό σκήπτρο, με τη βοήθεια της αδελφής του Πουλχερίας, υποστήριξε θερμά την αλήθεια της Ορθόδοξης Πίστης και την ασφάλεια του συμβόλου της. Έτσι, με βασιλικό θέσπισμα της 19ής Νοεμβρίου του 430, συνήλθε την 22α Ιουνίου του 431 στην Έφεσο η Γ' Οικουμενική Σύνοδος, που καταδίκασε τις αιρετικές δοξασίες του Νεστορίου. Η Εκκλησία, για τη θερμή ευσέβεια και την σπουδαία αυτή υπηρεσία του Θεοδοσίου Β' προς την Ορθοδοξία, τον κατάταξε στον χορό των Αγίων της.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Αγία Θεοδότη και τα τρία παιδιά της

 Η Αγία Θεοδότη καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Από μικρή τηρούσε στην ζωή της με μεγάλη συνέπεια τις εντολές του Θεού κάτι το οποίο προσπαθούσε να περάσει και στα παιδιά της. Λόγω της χριστιανικής της πίστης συνελήφθη από τον άρχοντα Λευκάδιο, (ο οποίος την είχε ζητήσει σε γάμο, αλλά εκείνη του το είχε αρνηθεί) και αυτός την παρέδωσε στον άρχοντα της Βιθυνίας, Νικήτιο. Εκείνος, σκληρός και κακεντρεχής όπως ήταν, έριξε την Θεοδότη και τα τρία παιδιά της μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου παρέδωσαν την ψυχή τους στον Θεό, για να λάβουν το στέφανο της αιωνίου ζωής.


Η μνήμη της Αγίας Θεοδότης και των τριών παιδιών της επαναλαμβάνεται και την 22α Δεκεμβρίου με παρόμοια βιογραφικά στοιχεία.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ὡς δῶρον ἐκλεκτόν, Θεοδότη θεόφρον, προσήγαγες Θεῷ, τοὺς ἐνθέους βλαστούς σου, σὺν τούτοις γὰρ ἠγώνισαι, ἱερῶς ἐναθλήσασα, μεθ’ ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῷ Κυρίῳ, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἡμῖν πᾶσι, καὶ βίου διόρθωσιν.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Καλλίνικος

 Ο Άγιος Καλλίνικος κατάγονταν από την Κιλικία. Ήταν ευσεβής και ενάρετος και είχε σαν έργο ζωής την κατήχηση των εθνικών με σκοπό τη σωτηρία τους. Όταν έφθασε στην Αίγυπτο, φανατικοί ειδωλολάτρες εξεγέρθηκαν εναντίον του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον ηγεμόνα Σακέρδωνα. Αυτός, υποκρινόμενος, έδειξε ότι λυπάται, και για να κάμψει το φρόνημα του Καλλινίκου, ανέφερε δήθεν περιστατικά πρώην γενναίων χριστιανών, που όταν αντίκρισαν τα σκληρά βάσανα, αρνήθηκαν την πίστη τους. Ο Καλλίνικος, αντιλαμβανόμενος την υποκρισία του ηγεμόνα, μειδίασε και του είπε: «Μην αναβάλλεις, έπαρχε, να λάβεις πείρα της δύναμης με την οποία ο Χριστός οπλίζει τους γνήσιους πιστούς Του. Γρήγορα ετοίμασε όλα σου τα κολαστήρια όργανα, φωτιά, ξίφη, τροχούς, μαχαίρια, μαστίγια και ό,τι άλλο σκληρό μαρτύριο έχεις. Όλα αυτά και άλλα περισσότερα και σκληρότερα βασανιστήρια ποθώ για την αγάπη του Χριστού». Πράγματι, ο έπαρχος τον μαστίγωσε σκληρά. Του φόρεσε παπούτσια, τα οποία είχαν καρφιά και τον ανάγκασε να τρέχει μέχρι την πόλη της Γάγγρας σε απόσταση ογδόντα στάδια. Έσκισε τις σάρκες του με σιδερένια νύχια και όπως ήταν μισοπεθαμένος, τον έδεσε πίσω από ένα άγριο άλογο, που τον έσυρε για πολλά χιλιόμετρα. Τόση ήταν η λύσσα του έπαρχου, που πρίν ο Καλλίνικος αφήσει την τελευταία του πνοή, τον έριξε μέσα στη φωτιά. Έτσι ένδοξα πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου. Η δε σύναξη του γινόταν κοντά στην γέφυρα του Iουστινιανού, και κοντά σε κάποιο μέρος που λεγόταν Πετρίον.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Κλῆσιν σύνδρομον, ἔχων τῷ βίῳ, νίκος καλλίστον, ἤρας ἐν ἄθλοις, καταλλήλως γεγονῶς ὁ προκέκλησαι, σὺ γὰρ καλῶς τὸν ἀγῶνα τελέσας σου, ὡς νικητὴς ἐδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τὰ ἄνω τερπνά, ἀξίως νῦν κεκλήρωσαι· Χριστοῦ γὰρ σφοδρῶς, τῷ πόθῳ πυρακτούμενος, τοῦ πυρὸς Καλλίνικε, δι᾽ αὐτοῦ ἀνδρείως κατετόλμησας· ᾧ καὶ νῦν παριστάμενος, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πάντων ἡμῶν.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΝ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ

Κυριακή Ε'Ματθαίου-ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΚΟ

 Ἀντιμετωπίζεται τό κακό στην ζωή μας; 

Εἶναι πολύ διδακτική, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ δύο δαιμονισμένους ἀνθρώπους στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. Ὁ Χριστός γνωρίζει ὅτι οἱ ἄνθρωποι κατέχονται ἀπό τό κακό. Εἶναι ἐμφανῆ τά σημάδια. Εἶναι «χαλεποί λίαν», κατοικοῦν στά μνήματα καί κανείς δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπό τόν δρόμο στόν ὁποῖο αὐτοί διαφεντεύουν μέ τήν παρουσία τους καί μόνο (Ματθ. 8,28). Στά πρόσωπά τους ἀποτυπώνονται τά σημεῖα τοῦ κακοῦ: ἡ χαλεπότητα, δηλαδή ἡ ἀγριότητα τῆς καρδιᾶς πού σέ κάνει νά φοβᾶσαι νά τούς κοιτάξεις κατά πρόσωπον, ἡ διαρκής παραμονή τους στό θάνατο καί τίς μορφές του (μοναξιά, ἀκοινωνησία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐσωστρέφεια) καί ἡ ἐξουσία τῆς βίας καί τοῦ φόβου πού ἔχουν ἐπιβάλει ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται.


Ἡ οὐσιαστική σωφροσύνη

Ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ ἄνθρωποι τούς ἀποφεύγουν. Γνωρίζουν ὅτι δέν μποροῦν νά πολεμήσουν ἐναντίον τους καί νά ὑποτάξουν τό κακό. Ἔχουν παραδώσει τή συγκεκριμένη περιοχή σ’ αὐτούς. Κατανοοῦν ὅτι θά εἶναι γιά πάντα μία πληγή. Δέν πηγαίνουν νά παλέψουν κατά μέτωπο μαζί τους. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι φοβοῦνται. Κατά βάθος νιώθουν ἀνήμποροι νά νικήσουν τό κακό μέ τίς δικές τους δυνάμεις. Ἔτσι ἐπιλέγουν μία ἡττοπαθῆ μέν στάση φαινομενικά, σώφρονα ὅμως στήν οὐσία.


Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό

Μόνο ὁ Χριστός μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τό κακό κατά μέτωπο. Καί αὐτό οἱ δαίμονες, οἱ ἐκφραστές του, τό γνωρίζουν καλά. Γι’ αὐτό καί δέν ἀντιστέκονται στό Χριστό. Δέν μποροῦν ὅμως νά νικήσουν τήν κακία πού ἔγινε φύση τους. Ἔτσι τοῦ ζητοῦνε νά ἀφήσουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά εἰσέλθουν στό κοπάδι τῶν χοίρων, τό ὁποῖο, ἀντίθετα μέ τόν μωσαϊκό νόμο, δηλαδή τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐκτρέφουν οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου. Καί ὁ Χριστός τούς δίνει τήν ἄδεια. Τούς ἐπιτρέπει νά κάνουν τό θέλημά τους, μέ ἀποτέλεσμα οἱ χοῖροι νά πνιγοῦνε.


Ἡ αὐτογνωσία

 Ὁ Χριστός δέν ὑπέκυψε στή δύναμη τοῦ κακοῦ. Ὑπέδειξε μέ τόν τρόπο καί τήν ἀπόφασή του στούς κατοίκους τῶν Γεργεσηνῶν ὅτι κι ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τους, παρότι προφύλασσαν φαινομενικά τους ἑαυτούς τους ἀπό τό κακό της συνάντησης μέ τούς δαιμονισμένους, στήν οὐσία ἦταν δέσμιοί του. Διότι καί αὐτοί, στό ὄνομα τοῦ κέρδους, τῆς φιληδονίας καί τῶν δικαιωμάτων τους, εἶχαν μέσα τους τά σημάδια τοῦ κακοῦ. Ἦταν «χαλεποί πνευματικά», διότι εἶχαν ἀποστεῖ τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται μέ τήν ὑπακοή στό θέλημά Του. Κατοικοῦσαν στά μνήματα τῆς αἰσχροκέρδειας, τῆς ἀδιαφορίας γιά τήν κοινωνία μέ τούς ὑπόλοιπους Ἰουδαίους, καθώς εἶχαν ἐπιλέξει τήν ὁδό τῆς εἰδωλολατρίας. Πουλοῦσαν τούς χοίρους στούς εἰδωλολάτρες γιά νά κερδίσουν χρήματα καί νά ζοῦνε ἐν ἀνέσει, ἐνῶ δέν μποροῦσαν νά ξεφύγουν ἀπό τά πάθη τους, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν θέλουν τόν Χριστό νά κατοικήσει ἀνάμεσά τους. 

Ἔτσι ἐκεῖνος, μέ λύπη, θά φύγει ἀπό τή χώρα τους. Θά δείξει μ’ αὐτό τόν τρόπο ὅτι ἀπέναντι στό κακό τελικά δέν εἶναι πάντοτε λύση ἡ κατά μέτωπον ἐπίθεση, ἀλλά ἡ ἀποχώρηση ἀπό τήν συνύπαρξη μ’ αὐτό, ἐφόσον οἱ φορεῖς τοῦ παραμένουν ἀμετανόητοι καί ἐφόσον ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά βρεθοῦμε κάπου ἀλλοῦ.


Ἡ δική μας στάση

Αὐτοί οἱ τρεῖς τρόποι ἀντιμετώπισης τοῦ κακοῦ μας διδάσκουν πολλά καί στήν δική μας πραγματικότητα. Ἀπό τήν μία, ἐφόσον τό ἐντοπίζουμε, καλούμαστε νά μετρήσουμε τίς δυνάμεις μας ἔναντί του. Ἄν δέν ἐπαρκοῦν, ἡ σωφροσύνη καί ἡ ὑπομονή μᾶς δίνουν τή δυνατότητα νά κερδίσουμε χρόνο, ὥστε μέ τήν βοήθεια καί τοῦ Θεοῦ καί ἐκείνων πού μᾶς ἀγαποῦνε νά μπορέσουμε νά τό νικήσουμε ὅταν ἔρθει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου.

 Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ αὐτοκριτική, ὅταν γίνεται αὐτογνωσία καί φέρνει τήν ἀληθινή μετάνοια, μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά δοῦμε ἄν κι ἐμεῖς ἔχουμε ἐπιλέξει τόν τρόπο τοῦ κακοῦ. Καί τότε ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιλογή τῆς ἀγάπης καί ὄχι τῆς πλεονεξίας, ὅπως ἐπίσης καί ἡ διάθεση γιά ἀληθινή κοινωνία μέ τόν πλησίον, μέ τόν ὁποῖο καλούμαστε νά συνυπάρχουμε, ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία τῆς νίκης κατά τοῦ κακοῦ.

 Τέλος, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν δαιμονική ἀλαζονεία ὅτι μόνοι μας μποροῦμε νά τά καταφέρουμε, μαζί μέ τήν ἐπίκληση στόν Θεό γιά βοήθεια θά μᾶς βοηθήσουν νά διαπιστώσουμε ὅτι τό κακό δέν εἶναι ἀκαταμάχητο, ἀλλά νικιέται πρῶτα ἐντός μας, μέ τήν ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς μας.


Ἡ Ἐκκλησία δέ θά παύει νά μᾶς διδάσκει τήν ἀνάγκη γιά σωφροσύνη καί ὑπομονή, γιά αὐτοκριτική καί μετάνοια, γιά ταπεινή πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἴδια στιγμή στήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός νίκησε τό κακό στίς ποικίλες μορφές του μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του καί μαζί του μποροῦμε κι ἐμεῖς. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀκόμη κι ἄν πρόσκαιρα τό κακό φαίνεται ἀκατανίκητο, ἐμεῖς δέν θά χάσουμε τήν ἐλπίδα μας. Ἀλλά καί δέ θά προξενήσουμε μεγαλύτερο κακό στόν ἑαυτό μας, προσπαθώντας νά νικήσουμε κάτι τό ὁποῖο εἶναι χαλεπό λίαν γιά νά ἀντιμετωπιστεῖ μέ τίς ἀνεπαρκεῖς δυνάμεις μας.


Γραπτό κήρυγμα  ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας. 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 2024

Η ΓΥΜΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ(Κυριακή Ε'Ματθαίου)

 Οἱ εὐαγγελιστὲς Μᾶρκος καὶ Λουκᾶς ἀναφέρονται στὸ γεγονός, σημειώνοντας τὴν (ὁπωσδήποτε δευτερεύουσα) λεπτομέρεια, πὼς ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν δαιμονιζόμενο. Ἀναφέρουν τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ φαίνεται πὼς ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ τὸν ἔτρεμε ὅλη ἡ περιοχὴ (ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς). Ἰδιαίτερη ὅμως σημασία ἔχει ἡ περιγραφὴ καὶ ἀπὸ τοὺς τρεῖς εὐαγγελιστὲς τῆς φριχτῆς κατάστασης, στὴν ὁποία εἶχαν περιέλθει οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Κατοικοῦσαν στὰ μνήματα, περιπλανιόντουσαν στὶς ἐρήμους καὶ στὰ βουνά, ἔσπαγαν τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες μὲ τὶς ὁποῖες προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς περιορίσουν οἱ ἄνθρωποι, κυκλοφοροῦσαν χωρὶς ἐνδύματα, κατέκοπταν τὸ σῶμα τους μὲ πέτρες. Ἦταν «χαλεποὶ λίαν». Ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν ἀνθρώπων. Κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ κυκλοφορήσει στὸν δρόμο τους.


Στὸ πρόσωπό τους φαίνεται καθαρὰ ἡ θλιβερὴ κατάληξη τῆς συνοίκησης μὲ τὸν διάβολο. Στὸν Παράδεισο ὁ ὄφις ὑποσχέθηκε στὸν ἄνθρωπο θέωση. «Ἔσεσθε ὡς θεοί». Ἀντὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὁδήγησε στὴν ἔσχατη ἀπαξίωση. Ἡ εἰκόνα τῆς ἐξωτερικῆς ἀθλιότητας τῶν δαιμονισμένων ἀντικατόπτριζε τὴν κατὰ πολὺ φρικωδέστερη κατάσταση τῆς ψυχικῆς τους ἐξαθλίωσης ποὺ προηγήθηκε. Ὁ διάβολος ἀντὶ τῆς θέωσης ποὺ ὑποσχέθηκε, ἀπογύμνωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλο τὸν πλοῦτο του. Τὸν ἄφθονο πλοῦτο τῆς θείας Χάριτος, μὲ τὴν ὁποία τὸν περιέβαλλε ὁ Θεός, ἐν εἴδει «θεοϋφάντου στολῆς». Ἀποκτώντας κυριαρχία πάνω του ὁ διάβολος, λεηλάτησε συστηματικὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, κληροδοτώντας του τὴ δική του πνευματικὴ φτώχεια καὶ ἀποδεικνύοντάς τον γυμνό, πρῶτα στὴν ψυχὴ καὶ μετὰ καὶ στὸ σῶμα.


Ὅταν βλέπουμε τὴ σωματικὴ γύμνωση τοῦ ἀνθρώπου, ἂς γνωρίζουμε ὅτι ἔχει προηγηθεῖ ἡ ψυχικὴ δήωση, ἡ λεηλασία του ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἰδίως στὴν ἐποχή μας ἔχει αὐξηθεῖ κατακόρυφα τὸ φαινόμενο τῆς σωματικῆς γύμνωσης, ἐπειδή, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου, ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς σεμνότητας. Ἔντεχνα ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπέβαλε τὴν κυριαρχία συγχρόνων εἰδώλων. Ἡ μόδα εἶναι ὁ σύγχρονος θεός. Καὶ ξεγυμνώνει ἀσύστολα τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀνυπέρβλητη ὀμορφιὰ τῆς σεμνότητας καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ σῶμα ἀπὸ τὰ ἐνδύματα. Ὁ ἄνθρωπος περιφέρει ὡς προσὸν τὴ γύμνωσή του, καμαρώνει γιὰ τὸ κατάντημά του.


Ὁ διάβολος εἶναι φτωχός. Δὲν ἔχει τίποτε νὰ μᾶς δώσει. Καὶ μᾶς μισεῖ θανάσιμα. Ὁ Θεὸς εἶναι πλούσιος. Μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τὰ πάντα. Νὰ μᾶς κάνει πράγματι θεούς. Καὶ θέλει νὰ τὸ κάνει, γιατὶ μᾶς ἀγαπάει παράφορα. Καὶ ὅμως ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τὸν διάβολο ποὺ μᾶς μισεῖ καὶ τὴ φτώχεια του καὶ ὄχι τὸν Κύριο ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ θέλει νὰ μᾶς χαρίσει τὸν ἄμετρο πλοῦτο του.

«Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων· ἀμήν» (Α΄ Ἰω. 5, 21).


π. Δημητρίου Μπόκου

Η ελευθερία από τη δύναμη του κακού

 του Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότ. Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., 


Κεντρικός στόχος της ευαγγελικής περικοπής που διαβάζεται την Ε' Κυριακή Ματθαίου είναι η ανάδειξη της μεσσιανικής δυνάμεως του Ιησού. Με τη δράση του Ιησού μέσα στον κόσμο, με τη σταύρωση και την ανάστασή του και εν συνεχεία με την ίδρυση της Εκκλησίας καταργείται το καταστροφικό έργο των δαιμόνων, ελευθερώνεται ο άνθρωπος από τήν κυριαρχία τους και αρχίζει μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα.

Δείγματα της νέας αυτής εποχής είναι και οι θεραπείες δαιμονιζομένων, ανθρώπων δηλ. που έπασχαν από κάποιο ψυχικό νόσημα οφειλόμενο στην επήρεια δαίμονος. Περιγράφοντας τους δυο ασθενείς της διηγήσεώς μας με σύγχρονους όρους και βοηθούμενοι από τις παράλληλες διηγήσεις του ίδιου γεγονότος από τους άλλους ευαγγελιστές —οι οποίοι ομιλούν περί θεραπείας ενός δαιμονιζομένου (Μάρκ. 5, 1-20 και Λουκ. 3, 26-39)— μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής χαρακτηριστικά τους: α) Ήταν κοινωνικά απροσάρμοστοι, εφόσον έμεναν στα μνήματα, θεωρούμενοι ως επικίνδυνοι («χαλεποί λίαν», β) Κατέχονταν από τη μανία της επιθετικότητος — «ώστε μη ισχύειν τινά παρελθεΐν δια της οδού εκείνης», γ) Είχαν εσωτερική διάσπαση της προσωπικότητος — «λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί έσμεν». Και δ) κυριαρχούνταν από την τάση της αυτοκαταστροφής — «κατακόπτων εαυτόν λίθοις».

Είναι πράγματι άθλια η εικόνα του ανθρώπου του υποταγμένου στη δύναμη του σατανά. Γιατί η παρουσία αυτού σημαίνει την απώλεια και την καταστροφή των πάντων, από του ανθρωπίνου προσώπου μέχρι των ζώων, στα οποία μόλις μπήκαν οι δαίμονες, κατά τη διήγησή μας, σκόρπισαν τον όλεθρο, για να φανεί έτσι άλλη μια φορά πως ο σατανάς σκορπά την καταστροφή απ' όπου περάσει.

Κι η εποχή μας, μολονότι δεν συμμερίζεται την αντίληψη των χρόνων της Κ. Διαθήκης για την ανθρώπινη ασθένεια ως οφειλόμενη στην επήρεια των δαιμόνων, έχει να παρουσιάσει τόση ποικιλία περιπτώσεων κυριαρχίας του δαιμονικοϋ στοιχείου στη ζωή των ατόμων και των κοινωνιών, ώστε να μη μπορεί να αμφιβάλει κανείς για τη βοώσα παρουσία και φθοροποιό δράση του. Κι όποιος αμφιβάλλει, ας θυμηθεί τον πετυχημένο στίχο του γάλλου ποιητή Baudelaire ότι «η πιο έξυπνη πονηριά του διαβόλου είναι να μας πείθει ότι δεν υπάρχει». Βέβαια, όποιος αναζητά το σατανά στις ανθρωπομορφικές ή μάλλον τερατόμορφες παραστάσεις προηγουμένων εποχών, δεν θα τον βρει πουθενά και θα πλανάται με την εντύπωση πως δεν υπάρχει, ενώ στην πραγματικότητα το κακό έχει τόσες φθοροποιές και ολέθριες εκδηλώσεις μέσα στη ζωή, που αποτελεί μόνιμη παγίδα και μάλιστα για τον πιο ανύποπτο και απροειδοποίητο άνθρωπο.

Η παρουσία του Χριστού μέσα στον κόσμο δια των μυστηρίων της Εκκλησίας και του κηρύγματος του ευαγγελίου σημαίνει τη νίκη της καλωσύνης επί της κακίας, της αγάπης επί του μίσους, της ζωής επί του θανάτου. Όταν οι χριστιανοί συγκεντρώνονται στην Εκκλησία, λέγει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, για να μετάσχουν στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, συντρίβονται οι δαιμονικές δυνάμεις —πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η κοινωνία της αγάπης εξασφαλίζει στον άνθρωπο τον καθαρό αέρα της βασιλείας του Θεού μακριά από κάθε δαιμονική επιρροή. Ίσως στη φράση των δαιμόνων προς τον Ιησού, που διασώζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στη διήγησή μας, «τί ήμῖν καί σοί, Ίησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ήμᾶς;» και ιδίως στο «πρὸ καιροῦ» της φράσεως αυτής πρέπει να αναγνωρίσουμε τη συντριβή του κακού ήδη προ του τέλους της ιστορίας μέσα στην Εκκλησία.

Κι ένα ακόμη σημείο από το τέλος της διηγήσεως πρέπει να προσελκύσει την προσοχή μας. είναι η πληροφορία ότι οι κάτοικοι της περιοχής ήλθαν να συναντήσουν τον Ιησού, για να τον παρακαλέσουν να εγκαταλείψει το έδαφος τους. Ο φόβος μπροστά στη δύναμη του Ιησού δεν τους οδηγεί στην αναγνώριση της μεσσιανικής εξουσίας του και στη δοξολογία του Θεού αλλά στην αρνητική τοποθέτηση απέναντί του. Μη μπορώντας να εκτιμήσουν την προσφορά του Ιησού και την επιτελεσθείσα θεραπεία των ασθενών και φοβούμενοι μήπως υποστούν και άλλες ύλικές ζημίες, όπως η καταστροφή της αγέλης των χοίρων, ζητούν την απομάκρυνση του Ιησού. Το υλικό συμφέρον τυφλώνει πολλές φορές τον άνθρωπο και δεν του επιτρέπει να δει καθαρότερα το πνευματικό του συμφέρον, τον κάνει να προτιμά την υποδούλωση στη δαιμονική δύναμη παρά την έλευθερία που προσφέρει ο Θεός.

Το μήνυμα της περικοπής είναι ένα μήνυμα ελευθερίας από τη δαιμονική κυριαρχία. Εάν το οικονομικό συμφέρον, η κοινωνική συμβατικότητα ή άλλοι παράγοντες εμποδίζουν τον άνθρωπο να δεχθεί τη θεία δωρεά, τότε παραμένει αιχμάλωτος των φθοροποιών δυνάμεων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι αυτές είναι ανύπαρκτες, αφού δεν βρίσκει τις μορφές τους όπως τις συνέλαβαν άλλες προηγούμενες εποχές, ενώ στην πραγματικότητα αυτές τον καταδυναστεύουν.


Κυριακή Ε’ Ματθαίου: Η θεραπεία των Γεργεσηνών

 († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)


Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Πόσο οἰκεία μᾶς εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Κάθε φορὰ πού τή διαβάζουμε, ἀνακαλύπτουμε ξανά κάτι πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας ἤ φωτίζει μέ ἕνα νέο φῶς τό νοῦ μας. Καί σήμερα θά ἤθελα νά στρέψω τήν προσοχή σας σέ τρία χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.


Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ δαιμόνων, τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, στά θύματά τους. Οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν ἔχουν ἄλλο σκοπό ἤ ἐπιθυμία ἀπό τό νά κυριέψουν ἕνα ζωντανό πλάσμα, νά τό κάμουν νά ὑποφέρει καί νά ἐκπληρώνει τό θέλημά τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι οἱ δαίμονες δέν δροῦν ἄμεσα στόν κόσμο· αὐτό πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά σκλαβώνουν τά ἀνθρώπινα ὄντα καί νά τά χρησιμοποιοῦν γιά νά κάμουν τό κακό. Ἔτσι σ’ αὐτό ἀποσκοποῦσαν αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ: νά σκλαβώσουν αὐτούς τούς ἄνδρες καί νά τούς κάνουν ὄργανο καταστροφῆς καί συνάμα νά ὑποφέρουν.



Ὅταν ὁ Χριστός τούς διέταξε νά ἀφήσουν τά θύματά τους ἔκραξαν μέ φωνή μεγάλη, ζητώντας ἕνα μέρος νά καταφύγουν, ἕνα μέρος ὅπου θά μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά κάμουν τό καταστροφικό τους ἔργο. Καί ὁ Κύριος τοὺς ἐπέτρεψε νά πᾶνε στούς χοίρους. Οἱ χοῖροι, γιά τούς Ἑβραίους, συμβόλιζαν τήν ἀκαθαρσία· τό αἴτημά τους νά κατοικήσουν ἐκεῖ ἦταν ἕνα σημεῖο προφανές γιά τόν καθένα πού μποροῦσε νά καταλάβει – καί κάθε Ἑβραῖος καταλάβαινε – ὅτι ἦταν τόσο ἀκάθαρτοι ὅσο τά πιό βρώμικα ἀπό τά ζῶα. Ἀλλά αὐτό πού ἀκολούθησε μετά, ἦταν μία ἀπόδειξη γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ τί συμβαίνει ὅταν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά καταληφθεῖ ἀπό τό κακό, ὅταν ἐπιτρέπουμε στά πάθη νά ἀποκτήσουν ἰσχύ ἐπάνω μας- στό μίσος, στή λαγνεία, στή ζήλεια, καί σ’ ὅλα τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὑπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν, εἴμαστε καταδικασμένοι νά καταστραφοῦμε, ὅπως αὐτό τό κοπάδι πού ὁδηγήθηκε στό χαμό.


Θά πρέπει αὐτό νά τό θυμόμαστε, ἐπειδή δέν συνειδητοποιοῦμε πάντα πόσο πολύ εἴμαστε ἀγκιστρωμένοι στήν δύναμη αὐτῶν τῶν πραγμάτων πού κυβερνοῦν τήν ζωή μας: συμπάθειες, ἀντιπάθειες, μίση, μνησικακίες. Δέν εἴμαστε μοναχά ὑπό τό κράτος τῶν παθῶν αὐτῶν, ἀλλά δουλεύουμε στό κακό ὄντας ὑποταγμένοι στήν δύναμή του. Καί ἡ προειδοποίηση εἶναι ξεκάθαρη: ἐάν μόνο ἐπιτρέψουμε στό κακό νά κυριαρχήσει στή ζωή μας, αὐτό θά σημάνει τὸν θάνατο· ὄχι ἕναν φυσικό θάνατο, ἀλλά μιὰ ὁλοκληρωτική, τραγική ἀλλοτρίωση ἀπ’ ὅ,τι σημαίνει ἡ ζωή: ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη, ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀπό κάθε νόημα ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε, ἀλλά ζοῦμε μέσα ἀπό μία ὕπαρξη χωρίς ζωή, χωρίς περιεχόμενο – ἕνα ἀδειανό κοχύλι, καί ἀκόμη ἕνα μαρτύριο.


Σέ ἀντίθεση μέ αὐτό, βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός, αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἔχει ξεχάσει τά πάντα, ὅλη τήν κτήση, γιά νά δώσει προσοχή μόνο σ’ αὐτούς τούς δύο ἄνδρες πού ἔχουν ἀνάγκη νά σωθοῦν, πράγματι εἶναι διατεθειμένος ν’ ἀφήσει ἐνενήντα ἐννέα δίκαιους, ἐνάρετους ἀνθρώπους πού δέν Τόν χρειάζονται ἐκείνη τήν στιγμή, γιά νά δώσει ὅλη τήν προσοχή, τήν ζωή Του, ὅλη Του τήν δύναμη, προκειμένου νά σώσει αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δεῖ, μπροστά στίς ἀνάγκες ὅλου τοῦ κόσμου, κάθε προσωπική ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖ μέ ὅλη τήν ἀγάπη Του, μέ συμπόνια, μέ ὅλη τήν κατανόηση καί μέ τήν Θεική Τοῦ δύναμη πού σώζει καί θεραπεύει.


Ὑπάρχει μία τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων πού βλέπουμε νά ἐνεργοῦν σ’ αὐτήν τήν ἱστορία· εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Γνώριζαν τήν ἀπελπιστική κατάσταση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων· τούς εἶπαν τί ἔκαμε σ’ αὐτούς ὁ Κύριος, τούς εἶπαν ποιός ἦταν ὁ ἀφέντης τους, ὁ βασανιστής τους· δέν θά ὄφειλαν νά ἔρθουν νά δοξάσουν τόν Κύριο καί νά Τόν εὐχαριστήσουν ποὺ λύτρωσε τούς δύο ἄνδρες ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ; ΟΧΙ! Αὐτό πού εἶδαν στήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅτι στερήθηκαν τό κοπάδι τῶν χοίρων. Τί σήμαινε γι’ αὐτούς ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, ἡ σωτηρία αὐτῶν τῶν δύο ἀνθρώπων; Στεροῦνταν ὅ,τι τούς ἦταν σημαντικό, περισσότερο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ριψοκινδυνέψουν ἄλλο ἕνα θαῦμα πού θά τούς στοίχιζε. Τί τραγική – ὄχι τερατώδης, ἀλλά τραγική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν στάση τοῦ Θεοῦ καί τήν στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.


Ἄς σκεφθοῦμε καί ἄς ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ποῦ βρισκόμαστε; Φυσικά τό πρῶτο πράγμα πού θά ποῦμε, «ὅτι εἴμαστε μέ τό μέρος τοῦ Θεοῦ» – δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὅταν ὑπάρχει μία τραγική ἀνάγκη καί ἡ ἀξία τῆς βοήθειας δέν θά εἶναι ἴσως γιά μᾶς μιὰ καταστροφή, ἀλλά πόνος ἤ ἀπώλεια, τί θά διαλέγαμε; Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικά μέ αὐτό: εἴμαστε στ’ ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο, ἐξαιτίας τῆς συμπόνιας πού διαπερνᾶ τήν καρδιά Του, ἤ – ἐπιτρέπουμε στήν καρδιά μας νά συγκινηθεῖ γιά μιὰ στιγμή καί τότε ὑπολογίζοντας ξανά τό τίμημα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη;


Ἄς συλλογιστοῦμε· ἐπειδή κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες, κάθε παραβολή, κάθε εἰκόνα, κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς μία πρόκληση: Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι; Ὁ δαιμονισμένος τῆς παραβολῆς· σέ τί βαθμό; Ἕνας ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμος νά λησμονήσει τά πάντα γιά μιὰ ἀπελπιστική ἀνάγκη; Ἤ ἴσως ἕνας ἀπό ἐκείνους πού λένε στόν Χριστό: Φύγε, φύγε μακρυά – Διαταράσσεις τήν εἰρήνη μας, τήν ἁρμονία τῆς ζωῆς μας καί τήν ἀσφάλειά μας;


Ἄς ἀναλογιστοῦμε σέ βάθος· ὄχι μόνο νά σκεφτοῦμε, ἄς πάρουμε τίς ἀποφάσεις μας καί ἄς ἐνεργήσουμε. Ἀμήν.


30 Ἰουνίου 1991

Μὴ παίζετε μαζὺ της ποτέ!...

 «Ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν»


Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου (Ματθ.η΄28-θ΄1)


(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Δραματικὴ ἡ σημερινὴ συνάντησις τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς δύο δαιμονιζομένους τῶν Γεργεσηνῶν, ἀγαπητοί. Εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πνεῦμα πονηρόν. Ἔξαλλοι καὶ ἀσυγκράτητοι, σπάζουν τὰ δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν οἱ συγγενεῖς νὰ τοὺς καθηλώσουν εἰς τὸ σπίτι·  γυρίζουν, χωρὶς ἐνδύματα καὶ ἐξηγριωμένοι, εἰς τὰς ἐρήμους καὶ τὰ μνήματα· προκαλοῦν τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.



Εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν συναντῶνται μὲ τὸν Χριστόν. Ταράσσονται. Τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα των, ἀνησυχεῖ.

Παρακαλεῖ νὰ μὴ τὸ βασανίσῃ ὁ Κύριος. Καὶ ζητεῖ τὴν ἄδειαν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν ὀλίγον πιὸ πέρα. Ἡ ἄδεια δίδεται. Καὶ οἱ χοῖροι ὁρμοῦν ἀκάθεκτοι εἰς τὴν λίμνην καὶ πνίγονται εἰς τὰ νερά της. Οἱ δαιμονιζόμενοι ὅμως, μόλις ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὰς πονηρὰς δυνάμεις, ἐθεραπεύθηκαν τελείως. Ἥσυχοι καὶ εὐχαριστημένοι, κάθονται στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν εὐγνωμονοῦν διὰ τὴν σωτηρίαν των.

Μὲ αἴσθημα φρίκης καὶ ἀποτροπιασμοῦ, ἀλλὰ καὶ συμπαθείας, εἴδαμεν τοὺς δαιμονιζομένους, ἀγαπητοί. Οἱ δυστυχεῖς!  Θηρία ἀληθινά, χωρὶς ἀνθρωπισμὸν καὶ ἀξιοπρέπειαν, χωρὶς οἰκογένειαν καὶ ἠρεμίαν, ἐγύριζαν στοὺς δρόμους, ἀξιολύπητοι ἐρείπια, θλιβερὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Τρομερόν!

Ἀλλὰ, τί κρῖμα! Δὲν λείπουν, δυστυχῶς, τέτοιες δραματικὲς εἰκόνες καὶ ἀπὸ τὴν σημερινήν μας ἐποχήν.

Ἠμπορεῖ νὰ μὴ εἶναι ὅλοι δαιμονισμένοι τῆς μορφῆς τῶν δύο Γεργεσηνῶν.  Ἐμφανίζουν ὅμως συμπτώματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπέχουν ἀπὸ τὰς ἐκδηλώσεις ἐκείνων.

Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσωμεν αὐτὸ τὸ ζήτημα. Ἄς ρίψωμεν, λοιπόν, ἕνα βλέμμα:

1)Εἰς τὸν μέθυσον.


Τὸν πλησιάζομεν. Εἶναι μὲ τὰ μάτια κατακόκκινα καὶ θολά. Μὲ τὴν ὄψιν ἀλλοιωμένην καὶ ἀγρίαν. Ἡμίγυμνος, πεσμένος εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν λάσπην. Τὸ στόμα του εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ ἀφρούς. Ἀσχημονεῖ καὶ βλασφημεῖ. Παρουσιάζει θέαμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπέχει τῆς εἰκόνας τῶν δαιμονισμένου. Γείτονες καὶ γνωστοί του θὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὸ σπίτι του. Διὰ νὰ ἀρχίσῃ ἐκεῖ νέα θλιβερὰ σκηνή. Ἀηδία καὶ βωμολοχίαι, σπάσιμο ἀντικειμένων καὶ τραυματισμοί.... Ἀργότερα θὰ καταληφθῇ ἀπὸ νευρικὸ κλάμα καὶ θὰ κλαίῃ ὡσὰν μικρὸ παιδί. Δυστυχὴς οἰκογένεια!  Πῶς νὰ στηριχθῆ εἰς ἕνα τέτοιο σωματικὸ καὶ ψυχικὸ ἐρείπιο;

Καὶ ἄν συμπέσῃ νὰ συναντηθοῦν δύο-τρεῖς μεθυσμένοι, ἀντιλαμβάνεσθε τότε τὸ θέαμα; Ὕβρεις καὶ βλασφημία, ἀπειλαὶ καὶ κραυγαὶ θηρίου, ὄχι δὲ σπανίως μάχαιραι καὶ τραύματα καὶ αἵματα καὶ θάνατοι.... Γίνεται ἔτσι μὲ τὴν σειράν του καὶ ὁ μέθυσος φόβητρον τῆς γειτονιᾶς. Φοβεῖσαι, ὅταν τὸν συναντάσῃς εἰς τὸν δρόμον. Ὁ μέθυσος εἶναι ἐνίοτε χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν τρελλόν. Πλήρης, λοιπόν, ἡ καταστροφή. Καταστροφὴ τῆς ὑγείας, τῆς περιουσίας, τῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας, τῆς ἀξιοπρεπείας. Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει: «Μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία» (Ἐφεσ. ε΄ 18).

Εἶναι, λοιπόν, ἤ ὄχι ὁ μέθυσος ἕνας δαιμονισμένος μὲ τὰς ἐκδηλώσεις τῶν δύο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου;

2)Εἰς τὸν ὀργίλον.


Ὅταν εἶναι ἥμερος, εἶναι ἥσυχος καὶ εὐχάριστος. Ἀλλοίμονον, ὅμως, ὅταν καταληφθῇ ἀπὸ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμόν. Τὰ μάτια ἐξαγριώνονται. Τὸ πρόσωπον κοκκινίζει. Αἱ φλέβες του ἐξογκώνονται. Τρέμουν τὰ χέρια του. Ἄναρθρες κραυγὲς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἀνατρέπει τὰ ἀντικείμενα τοῦ γραφείου. Ὑβρίζει, βλασφημεῖ χωρὶς ἐντροπήν. Καὶ, συχνά, εἰς τὴν ὁρμὴν τοῦ πάθους του, ὁρμᾷ καὶ κατὰ τοῦ ἄλλου μὲ τοὺς γρόνθους προτεταμένους, μὲ τὸ μαχαῖρι ὑψωμένον, μὲ τὸ περίστροφον πλῆρες.

Πόσα δράματα καὶ ἐγκλήματα ὀφείλονται εἰς τὰς τοιαύτας ἐξάλλους στιγμὰς τοῦ θυμώδους ἀνθρώπου!

Ἔπειτα, βέβαια, θὰ συνέλθῃ. Θὰ ἀντικρύσῃ τότε μὲ συντριβὴν καὶ θρήνους τὰ ἐρείπια, τὰ αἵματα, τὸ φέρετρον, καὶ αὐτὸ τὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς. Ἀλλὰ τότε εἶναι πλέον ἀργά. Τὸ κακὸ ἔγινε.... Δι’ αὐτὸ συνιστᾷ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «Πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργή.... ἀρθήτω ἀφ’ ὑμῶν» (Ἐφεσ. δ΄31).

«Ἀρθήτω». Χωρὶς ἀναβολήν. Διότι μίαν τοιαύτη κατάστασις, συνεχιζομένη, ἀπειλεῖ νὰ μονιμοποιήσῃ μίαν ἄλλην κατάστασιν, ποὺ δὲν ἀπέχει τῶν ἐκδηλώσεως τοῦ δαιμονιζομένου, μὲ ὅλας τὰς ὀδυνηρὰς συνεπείας.

3)Εἰς τὸν ἀνήθικον.


Κοιτάξτε τον. Νομίζεις ὅτι εἶναι τρελλὸς ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸν πάθος. Ἀσυγκράτητος, ἀμετάπειστος, τυφλὸς ἀπὸ ἐφαμάρτους ἐπιθυμίας, παραδίδεται εἰς μίαν ζωὴν ἀνηθικότητος, ὅπου μόνον φθορὰ τῆς ἀξιοπρεπείας, τῆς τιμῆς καὶ τῆς ὑγείας ὑπάρχει.

Δὲν χρειάζεται νὰ λεχθοῦν πολλὰ ἐπ’ αὐτοῦ. Ἡ ἐποχὴ μας εἶναι πλὺ συνηθισμένη ἀπὸ τοιαύτας περιπτώσεις. Βλέπεις τὸν νέον, τὸν ὥριμον ἄνδρα κάποτε, ὄχι σπανίως καὶ τὸν οἰκογενειάρχην μὲ παιδιά, νὰ κάνῃ σὰν τρελλός. Δὲν σκέπτεται τὰς συνεπείας.

Δὲν ὑπολογίζει τὰ σχόλια τοῦ κόσμου. Γυρίζει στοὺς δρόμους τὰ μεσάνυχτα, μὲ παρέες, ποὺ προδίδουν κακοήθειαν καὶ ἠθικὴν σαπίλαν, τραγουδᾷ τραγούδια τοῦ ὑποκόσμου, ἐξοδεύει ἀσκόπως τὸν ἱδρῶτα ὁλοκλήρου τῆς ἑβδομάδας. Ἀφήνει γέροντες γονεῖς ἐγκαταλελειμμένους. Στερεῖ -τρομερόν! -ἀπὸ τὰ παιδιὰ του ἀκόμη καὶ τὸ ψωμί, διὰ νὰ ἠμπορῇ, ὁ ταλαίπωρος, νὰ διαθέσῃ τὰ χρήματά του εἰς τόπους ἁμαρτωλούς, μὲ πρόσωπα ἁμαρτίας, μὲ τρόπους, ποὺ δὲν τιμοῦν τὸν ἄνθρωπον.

Ἔτσι τὸ πάθος, ποὺ κατώρθωσε νὰ δεσπόσῃ εἰς τὴν θέλησίν του, θὰ τὸν διαφθείρῃ, θὰ τὸν ἀποφυλλίσῃ, θὰ τὸν ἐξευτελίσῃ καὶ τέλος θὰ τὸν ρίψῃ ρακένδυτον εἰς τὸν δρόμον.

Καὶ αὐτά, ποὺ γράφονται διὰ τὸν ἄνδρα, ἰσχύουν, δυστυχῶς, καὶ διὰ τὴν γυναῖκα, ποὺ προδίδει ἀσύστολα τὸν ἠθικόν της κόσμον καὶ δένεται εἰς τὸ ἐξευτελιστικὸν ἅρμα τῆς ἁμαρτίας. Ἀναιδής, προκλητική, ἡμίγυμνος, «μοιραία», κυκλοφορεῖ εἰς τοὺς δρόμους, ἡμέραν καὶ νύκτα, κάθεται εἰς τὰ κέντρα καὶ ἄλλα κακόφημα μέρη διασκεδάσεων, χορεύει ἀπρόσεκτα καὶ ἐκδηλώνει ὅλην της τὴν ψυχικὴν γυμνότητα.

Τί διαφορετικὶν ἔκαμαν οἱ δύο δαιμονισμένοι τῶν Γεργεσηνῶν ἀπὸ τοὺς σημερινούς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, ποὺ χωρὶς χαλινὸν περιφέρονται εἰς τοὺς δρόμους, ἀσχημονοῦντες καὶ ἁμαρτάνοντες; Τί διαφορετικό; Καί, δυστυχῶς, δὲν εἶναι μόνο αὐτοί. Πολλοὶ ἄλλοι ὑπάρχουν, ποὺ ἀντιγράφουν εἰς τὴν ζωὴν των τὰς ἐκδηλώσεις τῶν δύο δυστυχισμένων ὑπάρξεων, ποὺ ἀναφέρει τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον. Πολλοὶ, δυστυχῶς.

Ἡ  θ ε ρ α π ε ί α.


Εὐτυχῶς, ὅμως, διὰ τοὺς δύο Γεργεσηνούς. Ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔσωσε. Κάτω ἀπὸ τὴν θεϊκὴν ἐπιβολὴν τοῦ Κυρίου, οἰ δαίμονες συνετρίβησαν. Ἠναγκάσθησαν μετὰ σπουδῆς νὰ ἐγκαλείψουν τὰ  θύματά των.

 Καὶ οἱ σημερινοὶ αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας δὲν θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὰς συνεπείας τῆς ἀνωμάλου ζωῆς των, ἄν δὲν πλησιάσουν τὸν Χριστόν, τὸν μέγαν Ἀνακαινιστὴν τῆς ψυχῆς. Ἄν δὲν γίνῃ τὸ μεγάλο βῆμα, τὸ βῆμα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐπιστροφῆς, δὲν θὰ τοὺς  ἴδῃ ἡ κοινωνία ποτὲ «ἱματισμένους καὶ σωφρονοῦντας», ὅπως συνέβη μὲ τοὺς δύο Γεργεσηνούς. Θὰ εἶναι πάντα δυστυχισμένοι. Ἀξιοδάκρυτα ἐρείπια. Καὶ αἱ οἰκογένειά των, πικραμέναι καὶ πληγωμέναι. Καὶ ἡ κοινωνία θὰ παρουσιάζῃ τότε εἰς τὸν ὀργανισμόν της κακαοήθεις ὄγκους καὶ ἐστίας μολύνσεως.

Δὲν εἶναι κρῖμα ὅμως νὰ βλέπῃ κανεὶς γύρω του λιμνάζοντα καὶ νοσογόνα νερά, ἐνῷ μπορεῖ νὰ ζῇ μέσα στὶς γάργαρες πηγὲς καὶ τοὺ ἀνθῶνες;

Δὲν εἶναι κρίμα;


Ἀγαπητοί,

Κάποτε κάποιος θηριοδαμαστὴς εἶχεν ἀγοράσει ἕνα μικρὸ φίδι καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε στὶς παραστάσεις του. Μετὰ ἀπὸ 25 χρόνια ἔδινε σ’ ἕνα «τσίρκο» παραστάσεις μὲ λιοντάρια, τίγρεις, λεοπαρδάλεις καὶ στὸ τέλος μὲ ἔνα τεράστιο βόα. Τὸ ἄλλοτε μικρὸ φίδι ἦταν ὁ σημερινὸς βόας, ποὺ τώρα, μπροστὰ στοὺς θεατάς, εἶχε τυλχθῆ στὸ σῶμα τοῦ θηριοδαμαστοῦ. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἀκούστηκε μιὰ κραυγή. Οἱ θεαταὶ ἐνόμισαν, ὅτι ἦτο κι’ αὐτὸ στὸ πρόγραμμα. Μὰ ξαφνικὰ εἶδαν τὸν ἄνθρωπο νὰ σωριάζετα κάτω νεκρός. Ὁ βόας ἐκείνη τὴ βραδυὰ εἶχεν ἀποφασίσει νὰ τὸν θανατῴσῃ. Καὶ τὸ ἔκαμε.  Τὸν ἔσφιξε δυνατὰ εἰς τὸν λαιμὸν καὶ τὸν ἔπνιξε.

Τὸ ἴδιο κάνει, ἀδελφέ μου, καὶ ἡ ἁμαρτία. Παίζει σὰν τὸ φίδι τοῦ θηριοδαμαστοῦ. Ἀρκετὸ ἴσως καιρὸ. Ἀλλὰ μιὰ ἡμέρα δίνει ὕπουλα τὸ θανάσιμο χτύπημα. Καὶ νεκρώνει τὸν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπο.

Γεμάτη ἡ ζωὴ ἀπὸ τέτοια παραδείγματα.

Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ θέλει νὰ προφυλάξῃ τὰ παιδιὰ της ἀπὸ τὸν κίνδυνον αὐτόν, μᾶς λέγει σήμερα:

Ἡ ἁμαρτία κρύβει τὸν θάνατον.

Μὴ παίζετε μαζύ της ποτέ!


Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

(σελ.68-72)

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Λόγος εις τον δαιμονιζόμενον Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας

 Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων.

Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία  η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν  παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;

Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής  των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας:

«Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας  να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο  εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος  μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή  του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες  να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να  πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα  να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας:

«Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς  ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή  την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς  και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.

Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι  δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι  το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.

Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια  που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην  υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των  ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που  δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ  τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη.

Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα,  ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να  συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς  ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός, εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο».

Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας, δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο.

Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες,  μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν:

 «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»;

 Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.

Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει,  και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας, τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες.

 Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς.

 Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες προεκάλεσες σ’ εμάς.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού, δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν.

Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι «Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη.

 Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε, «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω;

 Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.

Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων:

 «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ.

Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως. Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα.

Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ.

 Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού;

Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται.

«Ήλθες ώδε προ καιρού».

Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως;

 Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους;

Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε, αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους.

 Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση, επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους.

 «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου».

 Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους.

Τόση ήταν η δύναμις του πάθους!

Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά:

 «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν».

 Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.

«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.

Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.

Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».

Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.

Αμήν.

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 177 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.

Κυριακή Εʼ Ματθαίου: Η θεραπεία του δαιμονισμένου

 Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς


(Ματθ. η’ 28-34, θ’ 1)


Οι άνθρωποι είναι άδικοι με το Θεό, γι’ αυτό και εξοργίζονται μαζί Του. Ποιός έχει το δικαίωμα όμως να εξοργιστεί εναντίον οποιουδήποτε και μάλιστα εναντίον του Θεού;


Οι άθεοι κλείνουν το στόμα τους και σκέφτονται: «Ας μην αναφέρουμε το όνομα του Θεού, ώστε να εξαφανιστεί απ’ αυτόν τον κόσμο». Ανόητοι άνθρω­ποι! Τα στόματά σας είναι μια μικρή μειονότητα στο εύρος του κόσμου. Έχετε δει η ακούσει πώς δίνει φωνή στο ποτάμι ένα φράγμα; Αν δεν ήταν το φράγμα, το ποτάμι δε θ’ ακουγόταν, θα ήταν μουγγό. Το φράγμα όμως άνοιξε το λαρύγγι του και κάθε μικρή σταγόνα απέκτησε γλώσσα.


Το δικό σας φράγμα θα κάνει το ίδιο: θ’ ανοίξει το λαρύγγι των άλαλων και θα διδάξει τους βωβούς να μιλήσουν. Αν τα χείλη σας πάψουν να ομολογούν το όνομα του Θεού, η καρδιά σας θα γεμίσει με φόβο όταν ακούσετε να τον ομολογούν οι άσοφοι και οι βουβοί. Αλήθεια σας λέω: Αν εσείς σιωπήσετε, οι λίθοι κεκράξονται. Ακόμα κι αν δε μιλήσει κανένας άνθρω­πος στη γη, θ’ αποκτήσει φωνή το χορτάρι. Ακόμα κι αν αποκηρύξουν το όνομα του Θεού όλοι οι άνθρωποι, αυτό θα γραφτεί στο ουράνιο τόξο, στον ουρανό, θα χαραχτεί με φωτιά σε κάθε χόρτο, σε κάθε κόκκο άμμου. Τότε η άμμος θα μετατραπεί σε άνθρωπο κι ο άνθρωπος σε άμμο.


«Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα, ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν» (Ψαλμ. ιη’ 2, 3). Αυτά μας απαγγέλει ο ιερός Ψαλμωδός και προφήτης. Κι εσείς τί λέτε; Κρατάτε μια περιφρονητική σιγή για το Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν θα δώσουν φωνή οι πέτρες. Κι όταν μιλήσουν οι πέτρες θα θελήσεις να μιλήσεις κι εσύ, μα δε θα μπορέσεις. Θα σου αφαιρεθεί ο λόγος και θα δοθεί στις πέτρες. Και τότε οι πέτρες θα μετατραπούν σε ανθρώπους κι οι άνθρωποι σε πέτρες.


Στους παλιότερους καιρούς άνθρωποι με σκληρό στόμα έτυχε να δουν τον Υιό του Θεού και να μη τον αναγνωρίσουν, οι γλώσσες τους δεν ήταν λυμένες για να τον δοξολογήσουν. Τότε ο Θεός ελευθέρωσε τα στόματα των δαιμόνων για να ντροπιάσουν τους ανθρώπους, αφού οι δαίμονες αναγνώρισαν τον Υιό του Θεού. Οι δαίμονες που ήταν σκληρότεροι από την πέτρα και κατώτεροι σε αξία από την άμμο, έκραξαν όταν είδαν τον Υιό του Θεού. Οι άνθρωποι γύρω Του όμως έμειναν άφωνοι. Κι όταν εκείνος που είχε εντελώς αποχωριστεί από το Θεό αναγκάστηκε να ομολογήσει το όνομά Του, πώς δε θα μπορούσε να κάνει το ίδιο η αθώα πέτρα, που υποτάσσεται τυφλά στο θέλημα του Θεού;


Ο Θεός δίνει μαθήματα στους ανθρώπους όχι μόνο από τον ουρανό, που είναι γεμάτος αγγέλους και στο­λίζεται από άστρα, όχι μόνο από τη γη, που είναι γε­μάτη απ’ όλα τα δημιουργημένα πλάσματα του Θεού, αλλ’ ακόμα κι από τους δαίμονες. Κι αυτό για να δώσει μια ευκαιρία στους ειδωλολάτρες, που βρίσκουν πολύ εύκολα το δρόμο που οδηγεί στην κόλαση, ώστε να ντροπιαστούν από κάτι, οτιδήποτε, να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό και να σώσουν την ψυχή τους από την άβυσσο, από τη φωτιά και τη δυσωδία.


Οι εκλεκτοί που συνόδευαν τον Κύριο Ιησού στις πορείες Του είχαν αποδείξει πως η πίστη τους ήταν ρηχή. Έτσι ο Κύριος τους οδήγησε σε μια περιοχή όπου επικρατούσε η πιο φανατική ειδωλολατρία, ώστε μ’ αυτά που θα γίνονταν, να τους συνετίσει και να καταγγείλει τη λειψή τους πίστη. Αυτά που έγιναν, περιγράφονται στο σημερινό ευαγγέλιο.


***


«Και ελθόντι αυτώ εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών, υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης» (Ματθ. κη’ 28). Τα Γέργεσα και τα Γάδαρα ήταν δυο πόλεις ειδωλολατρικές, στην απώτερη ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν δυο από τις δέκα πόλεις που βρί­σκονταν στα παράλια αυτά. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, τα Γάδαρα αναφέρονται αντί για τα Γέργεσα. Αυτό σημαίνει πως οι δυο πόλεις πρέπει να βρίσκονταν πολύ κοντά η μια στην άλλη και πως το περιστατικό που αναφέρουν πρέπει να έγινε κάπου ανάμεσα στις δυο.


Οι ευαγγελιστές αναφέρουν έναν τρελό άνθρωπο, ενώ ο Ματθαίος μιλάει για δύο. Οι πρώτοι ευαγγελι­στές αναφέρουν τον ένα από τους δύο, που φαίνεται πως ήταν χειρότερος από τον άλλο και τον έτρεμε όλη η περιοχή. Ο Ματθαίος τους αναφέρει και τους δύο, επειδή και τους δύο θεράπευσε ο Κύριος. Το ότι ο ένας από τους δύο ήταν πιο γνωστός από τον άλλον, φαίνεται από την περιγραφή του Λουκά, που λέει πως ο τρελός αυτός καταγόταν από την πόλη («υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως», Λουκ. η’ 9). Σαν ντόπιο λοιπόν πρέπει να τον γνώριζαν καλύτερα από τον άλλον, που μάλλον καταγόταν από κάποιο χωριό. Από τα λόγια του Λουκά επίσης συμπεραίνουμε πως είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών. Αυτό σημαίνει πως ήταν άρρωστος από χρόνια και γι’ αυτό το λόγο τον ήξερε όλη η περιοχή. Το ότι ήταν πολύ πιο άρρωστος και φρενιασμένος από τον άλλον, προκύπτει από αυτά που μας λέει ο Λουκάς, πως «εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους» (Λουκ. η’ 29). Αυτός είναι ο λόγος που οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο τον ένα δαιμονιζόμενο, αν και ήταν δύο. Πολύ συχνά κάνουμε το ίδιο και μεις σήμερα όταν αναφέρουμε κάποιο περιστατικό και αναφέρουμε για παράδειγμα μόνο τον αρχηγό μιας συμμορίας ληστών που συλλήφθηκαν. Όταν συλλήφθηκε ολόκληρη η συμ­μορία με τον αρχηγό της λέμε πως ένας ληστής έτσι κι έτσι, αρχηγός των υπόλοιπων ληστών, πιάστηκε. Το ίδιο κάνουν κι οι ευαγγελιστές. Όπως ο Μάρκος κι ο Λουκάς συμπληρώνουν την αφήγηση του Ματθαίου σε μια λεπτομέρεια, έτσι κάνει κι ο Ματθαίος στο Μάρκο και το Λουκά σε άλλες περιπτώσεις. Παράδειγμα το περιστατικό με τους δύο δαιμονιζόμενους.


Οι δαιμονιζόμενοι αυτοί ζούσαν στους τάφους, πε­ριπλανιούνταν στην έρημο και τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους στους αγρούς και στους δρόμους. Ιδιαί­τερα φόβιζαν αυτούς που περνούσαν κοντά από το δρόμο όπου έμεναν εκείνοι. Οι ειδωλολάτρες συχνά έφτιαχναν τους τάφους δίπλα στο δρόμο, ενώ και οι Ιουδαίοι συνήθιζαν πολλές φορές να κάνουν το ίδιο. Ο τάφος της Ραχήλ είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ. Ο τάφος του Μανασσή είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στη Νεκρά Θάλασσα. Ο διάβολος είχε καταλάβει τους δυο αυτούς δαιμονιζόμενους και τους χρησιμοποιούσε ως όπλα για να βλάψει τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν καταληφθεί από δαιμόνια, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους να κάνουν το κακό και να κατα­στρέφουν. Ήταν γυμνοί από κάθε καλό πράγμα. Για τον ένα απ’ αυτούς λέγεται πως δε φορούσε ρούχα (ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο). Μαζί με τη σωματική του γύμνωση, ήταν γυμνή και άδεια η ψυχή του, δεν είχε κανένα καλό μέσα του, κανένα δώρο του Πνεύματος του Θεού. Ήταν κυριολεκτικά γυμνός από κάθε καλό, που είναι χάρισμα του Θεού. Κι οι δυο τους ήταν τόσο κακοί και πονηροί, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν δια της οδού εκείνης.


«Και ιδού έκραξαν λέγοντες· τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’ 29). Το πιο αξιοσημείωτο στην κραυγή αυτή των δαιμόνων, είναι ότι αναγνώρισαν τον Ιησού ως Υιό του Θεού και το βροντοφώνησαν με τρόμο. Ας καταισχυνθούν λοιπόν εκείνοι που κοιτάζουν κατά πρόσωπο τον Κύριο και δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αναγνωρίζουν μεν αλλά δεν τον ομολογούν δη­μόσια. (Γράφει ο Ζηγαβηνός: «Καθώς οι μαθητές κι ο λαός τον έβλεπαν σαν άνθρωπο, οι δαίμονες ήρθαν τώρα να κηρύξουν τη θεότητά Του»).


Είναι αλήθεια πως οι δαίμονες δεν ομολόγησαν το Χριστό με χαρά και ευχαρίστηση, δε χάρηκαν και γι’ αυτό έκραξαν δυνατά. Δε φώναξαν όπως κάνει ο άνθρωπος που βρήκε μεγάλο θησαυρό ή όπως φώναξε γεμάτος χαρά ο απόστολος Πέτρος, «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ’ 16). Οι δαίμονες έκραξαν από φόβο και τρόμο, γιατί μπροστά τους έβλεπαν Εκείνον που θα τους κρίνει. Έκραξαν και ομολόγησαν Εκείνον που στο όνομά Του μόνο έτρεμαν από φόβο, που το όνομα αυτό προσπαθούσαν να κρύψουν από τους ανθρώπους, να το σβήσουν από τις καρδιές τους. Ομολόγησαν το όνομά Του μέσα στον τρόμο και την απελπισία τους, με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια απέχθεια κι απόγνωση που προφέρουν το όνομα του Θεού πολλοί άνθρωποι.


Τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ρώτησαν οι δαίμονες. Τί κοινό έχουμε μεταξύ μας Εσύ κι εμείς; Ποιό είναι το μήνυμα που φέρνει αυτή η αναπάντεχη κι ανεπιθύμητη επίσκεψή Σου; «Τίς δε κοινωνία Χριστού και Βελίαλ;» (Β’ Κορ. στ’ 15). Απολύτως καμία. Οι υπηρέτες του Βελίαλ επομένως, οι βασανιστές των ανθρώπων, ρωτούν το Χριστό γιατί ήρθε πρόωρα, πριν από τον καιρό Του, να τους βασανίσει. Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; Την ώρα της κρίσης και της αιώνιας καταδίκης τους την περιμένουν. Η εμφάνιση του Χριστού μπροστά τους από μόνη της ήταν ένα βάσανο, ένα βασανιστήριο χειρότερο απ’ ό,τι είναι η λάμψη της φωτιάς σε μια αράχνη. Όταν λείπει ο Χριστός, οι δαίμονες είναι τόσο βάναυσοι και αλαζόνες, ώστε υποτιμούν και υποβιβάζουν τους ανθρώπους στην κατηγορία των ζώων, τρομοκρατούν όλη την περιοχή ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης.


Η παρουσία του Χριστού τους έφερε σε αξιοθρήνητη απόγνωση. Ο τρόμος τους ταπείνωσε, όπως και κάθε τύραννο ο κριτής. Γι’ αυτό κι άρχισαν να ζητούν ταπεινωμένοι από τον Κύριο ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν, να μη τους στείλει στα βάθη της θάλασσας (Λουκ. η’ 31). Η ικεσία τους ίνα μη επιτάξη αυτοίς να πάνε στην άβυσσο, σημαίνει πως αν τους διέταζε, θα ήταν αναγκασμένοι να πάνε. Αυτή ήταν η εξουσία του Χριστού, αυτή ήταν η δύνα­μή Του! Η άβυσσος ήταν ο πραγματικός τους τόπος, η αληθινή τους κατοικία. Είπε ο προφήτης για τον αρχηγό των δαιμόνων: «Πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων … νυν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γης» (Ησ. ιδ’ 12, 15). Θα καταδικαστεί στην άβυσσο, όπου είναι ο βρυγμός και ο τριγμός των οδόντων.


Ο Θεός άφησε τους δαίμονες να περιφέρονται ελεύ­θεροι ανάμεσα στους ανθρώπους, λόγω των αμαρτιών τους. Είναι καλύτερα γι’ αυτούς να κυκλοφορούν ανά­μεσα στους ανθρώπους, παρά να κατοικήσουν στην άβυσσο; Όταν κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώ­πους, βασανίζουν εκείνους· όταν βρίσκονται στα βάθη της αβύσσου, μόνο τον εαυτό τους έχουν να βασανί­ζουν. Όταν βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους βασανίζονται πάλι, μα τότε η κόλασή τους μειώνεται από την κόλαση των άλλων.


Ο διάβολος είναι καταστροφέας για το σώμα, σκώλωψ τη σαρκί, όπως τον ονόμασε ο απόστολος Παύλος που είχε νιώσει την παρουσία του (βλ. Β’ Κορ. ιβ’ 7). Χρησιμοποιεί το σώμα σαν σκάλα, σκαρφαλώνει στην ψυχή και πιάνεται από την καρδιά και το νου, ωσότου κατασπαράξει ολόκληρο τον άνθρωπο, ώσπου να τον παραμορφώσει και να τον γυμνώσει από κάθε κάλλος και αγνότητα, από κάθε αίσθημα δικαιοσύνης, αγάπης και πίστης, ελπίδας κι επιθυμίας για το αγαθό. Μετά εγκαθίσταται στον άνθρωπο όπως κάθεται ο βασιλιάς στο θρόνο του, και παίρνει τα ηνία της ψυχής και του σώματος στα χέρια του. Τότε ο άνθρωπος μεταβάλλε­ται σε κτήνος που το ιππεύει ο σατανάς, γίνεται ένα άθυρμα που τον διασκεδάζει, ένα άγριο θηρίο που κατασπαράζει.


Κάπως έτσι ήταν οι δαιμονιζόμενοι που περιγράφονται στο ευαγγέλιο. Δεν αναφέρεται αν οι άνθρω­ποι αυτοί είδαν το Χριστό, αν τον αναγνώρισαν, τον ονόμασαν ή αν συνομίλησαν μαζί Του. Όλ’ αυτά τα έκαναν οι δαίμονες που ήταν μέσα τους. Οι δαιμο­νιζόμενοι ήταν σα να μην υπήρχαν, σαν δυο σώματα που τα οδηγούσαν οι δαίμονες και τα κατεύθυναν με τα καμτσίκια τους. Το να θεραπεύσει κανείς τέτοιους ανθρώπους, ήταν σα ν’ ανασταίνει νεκρούς. Αλλά ήταν και κάτι παραπάνω απ’ αυτό, γιατί νεκρός άνθρωπος σημαίνει πως η ψυχή έχει αποχωριστεί από το σώμα. Τότε όμως η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, κι ο Θεός μπορεί να την ξαναγυρίσει στο σώμα, να επαναφέρει τη ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί όμως ήταν αιχμάλωτοι στους δαίμονες, που τους κρατούσαν δέ­σμιους. Έπρεπε ν’ αποσπάσει πρώτα τις ψυχές τους από τους δαίμονες, να εκβάλλει τους δαίμονες από το σώμα τους κι έπειτα να τους θεραπεύσει. Έτσι το θαύμα της θεραπείας των δύστυχων αυτών ανθρώπων είναι τουλάχιστον ίσο με ανάσταση νεκρών, αν όχι μεγαλύτερο.


Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; ρώτησαν οι δαίμονες το Χριστό. Ήξεραν πως τελικά τους πε­ριμένει η κόλαση. Αχ να το γνώριζαν κι οι άνθρωποι αυτό! Να συνειδητοποιούσαν πως τους περιμένει κό­λαση όμοια με κείνην που περιμένει τους δαίμονες! Οι δαίμονες ήξεραν πως στο τέλος το ανθρώπινο γένος, η βασική τροφή τους, θα ελευθερωνόταν από τα χέρια τους, πως οι ίδιοι θα ρίχνονταν στη σκοτεινή άβυσσο, όπου μόνο τον εαυτό τους θα είχαν να βασανίζουν. Ο μέγας προφήτης είπε για τον αρχηγό των δαιμόνων: «συ δε ριφήση εν τοις όρεσιν ως νεκρός εβδελυγμένος μετά πολλών τεθνηκότων εκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εις άδου» (Ησ. ιε’ 19). Κι ο ίδιος ο Κύριος επιβεβαίωσε: «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι’ 18). Στο τέλος θα δουν όλοι οι άνθρωποι τους αμαρτωλούς, που θα ριφθούν και κείνοι σαν αστραπή «εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε’ 41).


Την ώρα που οι δαίμονες ικέτευαν με φόβο και τρόμο το Χριστό, στο διπλανό λόφο ήταν ένα μεγάλο κοπάδι από δυο περίπου χιλιάδες χοίρους, που έβο­σκαν ήρεμα εκεί (βλ. Μάρκ. ε’ 13). Οι δαίμονες παρακάλεσαν το Χριστό: «Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων» (Ματθ. η’ 31). Μη μας στέλνεις στην άβυσσο, του είπανε, αλλά άφησέ μας τουλάχιστο να μπούμε μέσα στους χοίρους. Ει εκβάλλεις ημάς. Δεν είπαν μη μας βγάζεις από τον άνθρωπο, αυτόν δεν ήθελαν ούτε να τον κατονομάσουν, γι’ αυτούς ήταν τελείως νεκρός.


Απ’ όλα τα πλάσματα στον κόσμο, δεν υπάρχει κανένας που να μισεί και να φθονεί τόσο ο διάβολος, όσο ο άνθρωπος. Ο Κύριος Ιησούς, αντίθετα, τόνιζε ιδιαίτερα τη λέξη «άνθρωπος». «Έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου» (Μάρκ. ε’ 8). Οι δαίμονες δεν ήθελαν να φύγουν από τον άνθρωπο. Θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο να μείνουν σ’ αυτόν παρά να πάνε στους χοίρους. Σε τί θα τους χρησί­μευαν οι χοίροι; Οι δαίμονες μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν με τους χοίρους, οπότε τί τους χρειάζονται οι χοίροι; Όπως και νά ‘χουν τα πράγμα­τα, ακόμα κι αν βρίσκονται μέσα στους χοίρους ή σε οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, η κακία τους στρέφεται ίσια στον άνθρωπο. Μέσα από τους χοίρους, σκοπός τους ήταν να βλάψουν τον άνθρωπο. Αν δεν μπορούσαν με άλλον τρόπο, θα έκαναν το κακό με το να πνίξουν τους χοίρους και να στρέψουν την οργή των ανθρώπων εναντίον του Θεού. Έτσι, όταν μπροστά τους έχουν την απειλή της αβύσσου, αντί γι’ αυτήν προτιμούν να πάνε στους χοίρους.


«Και είπεν αυτοίς· υπάγετε, οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. η’ 32). Οι δαίμονες θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους να πνιγούν στη θάλασσα, αν δεν τους εμπόδιζε η δύναμη του Θεού. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ανθρώ­πους που έχουν παρανοήσει να πέφτουν από μεγάλο ύψος και να γίνονται κομμάτια ή να πνίγονται στο νερό ή να πέφτουν στη φωτιά ή να απαγχονίζονται. Οι παγκάκιστοι δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους σε τέτοιο τέλος με σκοπό όχι μόνο να καταστρέψουν τη ζωή τους, αλλά να νεκρώσουν και την ψυχή τους, τόσο στην παρούσα όσο και στη μέλλουσα ζωή. Πολύ συχνά όμως συμβαίνει να παρεμβαίνει ο Θεός με τη σοφή πρόνοιά Του και να προφυλλάσσει τον άνθρωπο από τέτοιο θάνατο.


Γιατί ο Κύριος επέτρεψε στα πονηρά πνεύματα να μπουν στους χοίρους; Θα μπορούσε να τα είχε στείλει στα δέντρα ή στις πέτρες. Γιατί ειδικά στους χοίρους; Όχι βέβαια για να κάνει το θέλημά τους, επειδή εκείνοι του το ζήτησαν, αλλά για να διδάξει τους ανθρώπους. Όπου υπάρχουν χοίροι, υπάρχει και ακαθαρσία. Και τα πονηρά πνεύματα αγαπούν τα ακάθαρτα μέρη. Όπου δεν υπάρχει ακαθαρσία, τη φτιάχνουν μόνοι τους βιαίως. Όταν βρίσκουν λίγη ακαθαρσία, προσθέτουν σύντομα κι άλλη και την κάνουν περισσότερη. Όταν μπαίνουν μέσα ακόμα και στον πιο καθαρό άνθρωπο, μαζεύουν γρήγορα μέσα του ακαθαρσία χοίρων. Με το τρέξιμο των χοίρων και το πέσιμό τους στη θάλασσα, ο Κύριος ήθελε να μας διδάξει πόσο αδύναμη είναι η αντίσταση της λαιμαργίας και της πολυφαγίας στις διαβολικές δυνάμεις και να μας θυμίσει την αρετή της νηστείας.


Τί σχέση έχουν η λαιμαργία κι η πολυφαγία με τους χοίρους; Προσέξτε πόσο γρήγορα τους κατέλαβαν οι δαιμονικές δυνάμεις και τους οδήγησαν στην κατα­στροφή! Το ίδιο γίνεται με τους λαίμαργους και τους αχόρταγους ανθρώπους, που νομίζουν πως θα γίνουν δυνατοί με την πολυφαγία. Με τον τρόπο αυτόν όμως δε γίνονται δυνατότεροι, αλλά μάλλον ασθενέστεροι, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. (Ο Μέγας Βασί­λειος λέει στο λόγο του Ι’ περί νηστείας τ’ ακόλουθα: «Γνωρίζω πως οι γιατροί δε συνιστούν στους αρρώστους ποικιλία φαγητών, αλλ’ αποχή και νηστεία. Μη νομίσεις πως ο καπετάνιος κάποιου πλοίου θα σώσει ευκολότερα το πλοίο του αν το υπερφορτώσει κι όχι αν το φορτώσει με μέτρο»). Οι λαίμαργοι άνθρωποι έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Δειλιάζουν τόσο μπροστά στους ανθρώπους, όσο (και πολύ περισσότερο) μπροστά στους δαίμονες. Δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο στους δαίμονες από το να τους πνίξουν στη θάλασσα του πνευματικού θανάτου.


Εδώ βλέπουμε μια ακόμα πιο καθαρή διδασκαλία. Βλέπουμε πόσο φοβερή είναι η δύναμη του διαβόλου αν δεν την ελέγχει ο Θεός. Οι δαίμονες που κατοικούσαν σε δύο μόνο ανθρώπους, έπνιξαν σε λίγα λεπτά περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια. Ο Θεός όμως τους κρατούσε εκεί ωσότου έρθει ο Χριστός για να δείξει τη δύναμη και την εξουσία που είχε πάνω τους. Μετά τους επέτρεψε να πάνε στους χοίρους, για να δείξει τη δύναμη των δαιμόνων. Αν το επέτρεπε ο Θεός, οι δαίμονες θα έκαναν μέσα σε λίγα λεπτά σ’ όλους τους ανθρώπους, αυτό που έκαναν στους χοίρους. Ο Θεός όμως αγαπά το ανθρώπινο γένος. Η απεριόριστη αγάπη Του μας συντηρεί στη ζωή και μας προστατεύει από τους πιο σκληρούς κι αδυσώπητους εχθρούς μας.


Θα ρωτήσουν μερικοί: Δε λυπήθηκε ο Θεός πρώτα με το χαμό τόσων πολλών χοίρων και δεύτερο με τη ζημιά των χωρικών; Μόνο ο πονηρός οδηγεί τους ανθρώπους σε τέτοιες σκέψεις, για να δείξει πως ο ίδιος είναι πιο εύσπλαχνος από το Χριστό. Τί άλλο είναι οι χοίροι, παρά άνθος του αγρού; Όταν ο Θεός δε λυπάται τα λευκά κρίνα του αγρού, που είναι στολι­σμένα καλύτερα από το βασιλιά Σολομώντα και αύριο ρίχνονται στη φωτιά, γιατί να λυπηθεί τα γουρούνια; Είναι δυσκολότερο στο Θεό να φτιάξει χοίρους από το να φτιάξει τα κρίνα του αγρού; Θα πουν όμως κάποιοι άλλοι: Δεν είναι θέμα κάλλους αλλά χρησιμότητας. Και είναι οι χοίροι χρήσιμοι στους ανθρώπους μόνο όταν τους τρέφουν και τους παχαίνουν κι όχι όταν βοηθούν στο φωτισμό της ψυχής τους; Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη περίπτωση. «Πολλών στρουθιών διαφέρετε υμείς» (Ματθ. ι’ 31). Εσείς αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια, είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. Δεν αξίζουν περισσότερο οι άνθρωποι από πολλούς χοίρους, έστω και δυο ή τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς;


Ας αναλογιστεί ο καθένας τη δική του αξία. Και τότε θα φτάσει στο ασφαλές συμπέρασμα πως, σε σχέση με τη μεγάλη ωφέλεια που δέχτηκαν οι άνθρωποι, η απώλεια (των χοίρων) ήταν πολύ μικρή. Ήταν οπωσ­δήποτε απαραίτητο να δείξει στο αναίσθητο ανθρώπινο γένος πόσο ακάθαρτοι είναι οι δαίμονες, αλλά και πόση είναι η δύναμή τους.


Δεν υπάρχουν λόγια ανθρώπινα να το εκφράσουν καλύτερα αυτό, όσο η δαιμονοληψία κι ο πνιγμός των χοίρων τη στιγμή ακριβώς που τα ακάθαρτα πνεύματα μπήκαν μέσα τους. Ποιά λόγια θα μπορούσαν να πείσουν τους ειδωλολάτρες Γεργεσηνούς και Γαδαρηνούς, αν αυτή η τρομερή απόδειξη -ή μάλλον αποκάλυψη- δεν μπορούσε να τους ξυπνήσει από το λήθαργο της αμαρτίας και να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν σε ποιο λάκκο τους τραβούσαν ανηλεώς οι δαίμονες, όπως έκαναν με τους χοίρους; Τί θα μπορούσε να τους φέρει ευκολότερα στην πίστη του παντοδύναμου Χριστού;


Ας δούμε όμως τι έγινε μετά. «Οι δε βόσκοντες έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών» (Ματθ. η’ 33, 34). Οι βοσκοί κι οι κάτοικοι της πόλης φοβήθηκαν πολύ (Λουκ. η’ 35), τρόμαξαν. Είδαν κάτι που ποτέ τους δεν είχαν δει ή ακούσει. Οι δαιμο­νισμένοι που τους κατατρόμαζαν τόσα χρόνια, τώρα κάθονταν στα πόδια του Χριστού ήρεμοι, νηφάλιοι. Άκουσαν το περιστατικό από τους αποστόλους και τους βοσκούς, πως δηλαδή ο Χριστός θεράπευσε τους δαιμονισμένους κι έτρεμαν από φόβο μπροστά στο Χριστό. Όταν άκουσαν μάλιστα πως οι δαίμονες τον παρακαλούσαν έντρομοι να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, αν τους έβγαζε από τους ανθρώπους, η κατάπληξή τους μεγάλωσε. Έμαθαν τελικά πως τα πονηρά πνεύματα όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, παρέσυσαν τους χοίρους και τους έριξαν στη θάλασσα.


Τ’ άκουσαν όλ’ αυτά οι Γεργεσηνοί κι οι Γαδαρηνοί και τα συνειδητοποίησαν καλά. Μετά είδαν και τους δυο θεραπευμένους, που ενώ λίγο νωρίτερα έμοιαζαν νεκροί, τώρα κάθονταν ιματισμένοι και σωφρονούντες, σα ν’ αναστήθηκαν εκ νεκρών. Κοίταξαν μετά το πρό­σωπο του πράου και ταπεινού Κυρίου. Έστεκε ήρεμα και ειρηνικά μπροστά τους, σα να μην είχε κάνει λίγο πριν ένα θαύμα μεγαλύτερο από το να ισοπεδώσει το λόφο των Γεργεσών και να το ρίξει στη θάλασσα. Απ’ όλ’ αυτά ένα κράτησαν οι κάτοικοι των δύο πόλεων στο νου και την καρδιά τους: πώς τα γουρούνια τους χάθηκαν, η περιουσία τους καταστράφηκε χωρίς επανόρθωση. Αντί να κάνουν μετάνοια και να τον ευχαριστήσουν που έσωσε τους δυο δαιμονισμένους, εκείνοι παραπονιούνταν επειδή έχασαν τα γουρούνια! Αντί να προσκαλέσουν τον Κύριο για να τον φιλοξενήσουν, του ζήτησαν να φύγει από τα όριά τους όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αντί να υμνήσουν και να δοξολογήσουν το Θεό, εκείνοι άρχισαν να θρηνούν για το χαμό των γουρουνιών.


***


Ας μη βιαστούμε να κατηγορήσουμε την αγάπη των Γεργεσηνών για τα γουρούνια τους, προτού αξιολογήσουμε τη σημερινή κοινωνία. Να εκτιμήσουμε όλους τους συμπολίτες μας που επίσης είναι πολύ δεμένοι με τα ζώα τους, όπως οι Γεργεσηνοί, που νόμιζαν πως τα γουρούνια τους αξίζουν περισσότερο από τους γείτονές τους. Για σκεφθείτε, πόσοι είναι σήμερα εκείνοι απ’ αυτούς που κάνουν το σταυρό τους, ομολογούν το Χριστό με τη γλώσσα τους, αλλά πολύ σύντομα θα μπορούσαν να σκοτώσουν δυο ανθρώπους, αν η πράξη αυτή θα τους χάριζε δυο χιλιάδες χοίρους; Ή σκεφθείτε αν υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας που θα θυσίαζαν δυο χιλιάδες χοίρους για να σώσουν τη ζωή δύο δαιμονισμένων. Ας ντραπούν εκείνοι που κατα­δικάζουν τους Γεργεσηνούς προτού κατηγορήσουν τον εαυτό τους. Αν οι Γεργεσηνοί ανασταίνονταν σήμερα από τους τάφους τους κι άρχιζαν να μετρούν πόσοι άνθρωποι έχουν την ίδια νοοτροπία μαζί τους, στην Ευρώπη θά ‘φθαναν σ’ ένα τεράστιο αριθμό. Εκείνοι τουλάχιστο ζήτησαν από το Χριστό να φύγει, ενώ οι λαοί της Ευρώπης τον απομακρύνουν οι ίδιοι. Γιατί; Για να μείνουν μόνοι με τα γουρούνια τους και τους κυρίους τους, τους δαίμονες.


Ολόκληρο το περιστατικό αυτό όμως, από την αρχή ως το τέλος, έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Αυτά που είπαμε ως τώρα είναι αρκετά για διδασκαλία, για υπόμνηση και για την ανάσταση όλων εκείνων που μέσα στο σώμα τους νιώθουν κλεισμένοι σα να βρί­σκονταν μέσα σε τάφο· εκείνων που αντιλαμβάνονται την επίδραση των δαιμονικών δυνάμεων στα πάθη που τους πιέζουν σαν χειροπέδες ή σαν αλυσίδες, που τους τραβούν βίαια στην άβυσσο της καταστροφής· εκείνων που, παρ’ όλ’ αυτά, πιστεύουν στην αξία του ανθρώπου, ότι η ψυχή τους αξίζει περισσότερο απ’ όλα τα γουρούνια, όλα τα κτήνη, όλες τις περιουσίες και τα πλούτη, που αναζητούν τη θεραπεία και το Θεραπευτή των ασθενειών τους περισσότερο απ’ όλα τ’ αγαθά τους.


Ολόκληρη η διήγηση τελειώνει με τα εξής λόγια: «Και εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Στους Γεργεσηνούς δεν είπε ούτε λέξη. Σε τί θα χρησίμευαν οι λέξεις εκεί που δεν έπεισε το θαύμα; Οι λέξεις δε θα τους έκαναν να πιστέψουν. Τί αξία θα είχε να κάνει τους νεκρούς τάφους να πιστέψουν; Κατέβηκε το λόφο σιωπηλός, μπήκε στο πλοίο κι αναχώρησε. Τί ταπείνωση, πόση υπομονή, τί θεϊκό μεγαλείο! Πόσο κενή ήταν η νίκη για έναν από τους καίσαρες που έγραψε στη σύγκλητο: «Ήλθον, ειδον, εκυρίευσα!». Ο Χριστός είδε, κυρίευσε και έμεινε σιωπηλός. Κρατώντας τη σιωπή Του έδωσε στη νίκη Του έναν υπέροχο κι αιώνιο χαρακτήρα. Αν θέλουν οι ειδωλολάτρες ας μάθουν από το παράδειγμα του ταπεινού Κυρίου Ιησού, που ποτέ δε φροντίζει να εντυπωσιάσει. Όποιος τον δέχεται, δέχεται την αιώνια ζωή. Όποιος τον διώχνει από τη ζωή του, παραμένει στη συντροφιά των χοίρων, στην αιώνια παραφροσύνη και τον αιώνιο θάνατο.


Κύριε Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς, θεράπευσέ μας, σώσε μας! Σε Σένα πρέπει δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Ομιλίες Δ’. Εκδ. Πέτρου Μπότση)

Για τη θεραπεία των δαιμονιζομένων των Γεργεσηνών

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


(Ματθ. 8, 28 – 9, 1)


«Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; (: και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έβγαιναν από τα μνήματα που υπήρχαν εκεί, στα οποία ευχαριστιούνταν να κατοικούν. Ήταν και οι δύο επιθετικοί και πολύ επικίνδυνοι˙ τόσο, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει απ’ τον δρόμο εκείνο. Και ξαφνικά απ’ τον φόβο τους κραύγασαν δυνατά και είπαν: “Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρόωρα, πριν από τον καιρό της παγκόσμιας κρίσεως, για να μας βασανίσεις;”)» [Ματθ. 8, 28-29].


Επειδή ο κόσμος θεωρούσε τον Ιησού ακόμη ως έναν απλό άνθρωπο, ήρθαν τώρα οι δαίμονες και ανακηρύσσουν τη θεότητά Του. Και αυτοί που την τρικυμισμένη πρώτα και τώρα, έπειτα από την εντολή Του, ησυχασμένη θάλασσα, δεν την άκουγαν που μαρτυρούσε με την απότομη γαλήνευσή της την ομολογία του Δημιουργού της, άκουγαν τους δαίμονες που κραύγαζαν αυτά, που ακριβώς και εκείνη κραύγαζε με τη γαλήνη της. Κι έπειτα, για να μη θεωρηθεί ότι η διακήρυξη αυτή των δαιμόνων απέβλεπε στην κολακεία του Ιησού που λίγο πριν με ένα πρόσταγμά Του είχε επιβληθεί στα στοιχεία της φύσης και είχε κοπάσει την τρικυμία, φωνάζουν δυνατά, βασιζόμενοι στην πείρα τους και λέγουν: «Ήρθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ομολογούν την έχθρα τους προς τον Κύριο, για να μη θεωρηθεί ύποπτη κολακείας η παράκλησή τους· γιατί δέχονταν αόρατα χτυπήματα και τους έδερνε χειρότερη από όσο την θάλασσα τρικυμία κι ένιωθαν να τρυπιούνται και να καίγονται και να παθαίνουν αθεράπευτα κακά και από την παρουσία Του μονάχα.


Πραγματικά, επειδή κανένας δεν είχε την τόλμη να τους πλησιάσει μέχρι τότε, ο ίδιος ο Χριστός έρχεται προς αυτούς. Και ο μεν Ματθαίος λέγει ότι Του έλεγαν: «ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; (: ήρθες εδώ να μας βασανίσεις, πριν έλθει ο προκαθορισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;)» [Ματθ. 8, 29], ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές πρόσθεσαν ότι Τον παρακαλούσαν και Τον εξόρκιζαν για να μην τους ρίξει στην άβυσσο [πρβλ. Μάρκ. 5,10: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας (: και παρακαλούσε πολύ τον Ιησού να μην τους στείλει έξω από τη χώρα εκείνη)» και Λουκ. 8, 51: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν (: και τα δαιμόνια αυτά με το στόμα του δαιμονισμένου Τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στα τρίσβαθα του Άδη)». Διότι νόμιζαν ότι έφτασε γι’ αυτούς η κόλαση και φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν πλέον.


Εάν πάλι όσοι μελετούν το Ευαγγέλιο του Λουκά λέγουν ότι ο δαιμονιζόμενος ήταν ένας [βλ. Λουκ. 8, 27: «ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν (: και όταν ο Ιησούς βγήκε στη στεριά, τον συνάντησε κάποιος άνθρωπος που καταγόταν από την πόλη, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια. Αυτός δεν φορούσε πάνω του ρούχα ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε μέσα στα μνήματα)»], ενώ ο Ματθαίος κάνει λόγο για δύο δαιμονιζόμενους [βλ. Ματθ. 8, 28: «Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης (: όταν λοιπόν ήλθε στην απέναντι παραλία, στη χώρα των Γεργεσηνών, ήρθαν να Τον συναντήσουν δύο δαιμονιζόμενοι που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μην μπορεί να περάσει κανείς από τον δρόμο εκείνον)»], ούτε και το γεγονός αυτό παρουσιάζει διαφωνία μεταξύ των δύο ευαγγελιστών· διότι εάν έγραφε ο Λουκάς ότι ένας μόνο δαιμονιζόμενος υπήρξε και δεν υπήρχε άλλος, θα φαινόταν ότι διαφωνούσε προς τον Ματθαίο. Τώρα όμως που ο ένας μίλησε για έναν δαιμονιζόμενο και ο άλλος για δύο δαιμονιζόμενους, δεν προέρχεται από αντίφαση το πράγμα, αλλά από τον διαφορετικό τρόπο αφηγήσεως. Πραγματικά προσωπικά νομίζω ότι ο Λουκάς διάλεξε τον φοβερότερο από τους δύο και γι’ αυτόν έκανε λόγο. Γι’ αυτό και περιγράφει πιο τραγικά τη συμφορά του, όπως για παράδειγμα ότι έσπαζε τα δεσμά και τις αλυσίδες με τις οποίες προσπαθούσαν να τον δέσουν και περιπλανιόταν στην έρημο. Ο Μάρκος επίσης προσθέτει ότι καταξέσκιζε τον εαυτό του με τις πέτρες [βλ. Μάρκ. 5, 5: «καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις (: και συνεχώς νύχτα και μέρα έμενε στα μνήματα και στα βουνά κι έβγαζε κραυγές και καταπλήγωνε τον εαυτό του με πέτρες)»].


Και οι λόγοι των δαιμονιζόμενων προς τον Ιησού ήσαν αρκετοί για να αποδείξουν τη σκληρότητα και την αναισχυντία τους. «Ήλθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;», λέγουν. Δεν μπορούσαν βέβαια να ισχυριστούν ότι δεν αμάρτησαν, διατυπώνουν όμως την αξίωση να μην τιμωρηθούν πριν από την καθορισμένη ώρα. Επειδή δηλαδή τους βρήκαν τα αθεράπευτα κακά και επειδή αυτοί ενεργούσαν παράνομα και διέστρεφαν και βασάνιζαν με κάθε τρόπο το δημιούργημα του Θεού, γι’ αυτό νόμιζαν ότι εξαιτίας της υπερβολής των συμβάντων, δεν θα περίμενε τον καθορισμένο καιρό της κολάσεως, γι’ αυτό Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν. Και εκείνοι που δεν τους συγκρατούσαν τα σιδηρά δεσμά, έρχονται δέσμιοι. Εκείνοι που τριγύριζαν στα βουνά, κατέβηκαν στην πεδιάδα. Εκείνοι που εμπόδιζαν τους άλλους να περνούν από εκεί, μόλις είδαν τον Ιησού να τους φράσσει τον δρόμο, στάθηκαν. Για ποιο λόγο όμως παρέμεναν στα μνήματα οι δαιμονιζόμενοι; Επειδή ήθελαν να δημιουργήσουν στους ανθρώπους ολέθρια αντίληψη, ότι δηλαδή οι ψυχές των αποθανόντων γίνονται δαίμονες, πράγμα που εύχομαι να μη σας περάσει από τον νου ούτε και σαν απλή σκέψη.


«Ναι, αλλά ποια απάντηση», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «μπορείς να δώσεις στο γεγονός ότι πολλοί από τους μάγους αρπάζουν παιδιά και τα σφάζουν, ώστε στη συνέχεια να έχουν την ψυχή τους βοηθό στις μαγείες τους;». Και πώς αποδεικνύεται αυτό; Το ότι βέβαια, σφάζουν τα παιδιά, το λέγουν πολλοί, αλλά το ότι οι ψυχές των παιδιών που σφαγιάζονται συνεργάζονται με τους μάγους, από πού το γνωρίζεις; Πες μου, σε παρακαλώ. «Αυτοί», θα απαντούσε αυτός που πιθανόν να εξέφραζε αυτήν την απορία, «οι δαιμονισμένοι φωνάζουν ότι εγώ είμαι η ψυχή του δείνα». Μα κι αυτό είναι πλεκτάνη και απάτη διαβολική· διότι δεν είναι η ψυχή του αποθανόντος που φωνάζει, αλλά ο δαίμονας που υποκρίνεται αυτά, με σκοπό να εξαπατήσει εκείνους που τον ακούνε. Διότι εάν ήταν δυνατόν να εισέλθει η ψυχή στην υπόσταση του δαίμονος, πολύ ευκολότερα θα εισερχόταν στο δικό της σώμα. Έπειτα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά το να συνεργάζεται η σφαγείσα ψυχή με τον σφαγέα της. Ούτε πάλι δικαιολογείται να μπορεί ο άνθρωπος να μεταβάλλει ασώματη δύναμη σε άλλου είδους υπόσταση. Πραγματικά εάν αυτό είναι αδύνατο για τα σώματα και δεν υπάρχει περίπτωση να μεταμορφώσει κανείς το σώμα ανθρώπου σε σώμα όνου, πολύ περισσότερο είναι αυτό αδύνατο για την αόρατη ψυχή και κανένας δεν θα μπορέσει να την μετασχηματίσει στην υπόσταση του δαίμονος.


Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές προέρχονται από μεθυσμένα γραΐδια και προορίζονται να εκφοβίζουν τα μικρά παιδιά· διότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή που αποχωρίζεται από το σώμα να πλανάται πλέον στη γη. Πράγματι, «δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος (: η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού και καμία θλίψη και βάσανος δεν θα τους εγγίσει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει)» [Σοφ. Σολ. 3, 1]. Εάν όμως βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου οι ψυχές των δικαίων, τότε βρίσκονται και των παιδιών οι ψυχές, διότι τα παιδιά δεν είναι πονηρά. Αλλά και των αμαρτωλών ανθρώπων οι ψυχές αμέσως φεύγουν μακριά από τη γη. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (πρβ. Λουκ. 16, 19-31).


Και σε άλλη περίπτωση όμως λέγει ο Κύριος: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; (: άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από Εμένα˙ τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από εδώ και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;)» [Λουκ. 12, 20].


Βέβαια δεν είναι δυνατόν η ψυχή που εξήλθε από το σώμα να περιφέρεται εδώ κάτω. Και αυτό είναι πολύ φυσικό· διότι, ενώ όταν βαδίζουμε επάνω στη συνηθισμένη και γνώριμη περιοχή της γης, έχοντας το σώμα μας, δεν γνωρίζουμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε κάθε φορά που θα βρεθούμε σε άγνωστο δρόμο, εάν δεν έχουμε οδηγό, κατά ποια λογική η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα και αποξενώθηκε από όλες τις συνήθειές της, θα γνωρίσει πού πρέπει να βαδίζει χωρίς να έχει τον οδηγό της;


Αλλά και από άλλες περιπτώσεις μπορεί κανείς να πληροφορηθεί ότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή χωρίς το σώμα της να παραμείνει στη γη. Πραγματικά, ο Στέφανος λέγει: «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου (: Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου)» [Πράξ. 7, 59]. Και ο Παύλος, επίσης, λέγει: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος (: διότι για μένα η ζωή είναι ο Χριστός, αφού ζω τη νέα ζωή του Χριστού και ζει μέσα μου ο Χριστός. Όμως και το να πεθάνω είναι κέρδος, διότι με τον θάνατο θα ενωθώ πλήρως με τον Χριστό)» [Φιλιπ. 1, 21]. Και για τον πατριάρχη Αβραάμ λέγει η Γραφή: «καὶ ἐκλείπων ἀπέθανεν Ἁβραὰμ ἐν γήρᾳ καλῷ πρεσβύτης καὶ πλήρης ἡμερῶν καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ (: και αφού τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του, πέθανε ο Αβραάμ σε ευτυχισμένα γηρατειά, γέροντας πλήρης ημερών, και προστέθηκε στους προγόνους του που εκδήμησαν από τον κόσμο αυτόν)» [Γεν. 25, 8].


Το ότι βέβαια, ούτε οι ψυχές των αμαρτωλών μπορούν να παραμείνουν εδώ, άκουσε που ο πλούσιος της παραβολής θερμά παρακαλούσε γι’ αυτό, χωρίς να το επιτυγχάνει [βλ. Λουκ. 16, 27-31]· διότι εάν αυτό ήταν δυνατόν, θα ερχόταν αυτός στη γη και θα γνωστοποιούσε όσα συνέβαιναν εκεί. Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι οι ψυχές μετά την αποδημία τους από τη γη μεταβαίνουν σε κάποιο χώρο, από όπου δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη γη, αλλά περιμένουν τη φοβερή ημέρα της κρίσεως.


Κι αν κανένας ρωτήσει: Για ποιον λόγο πραγματοποίησε ο Χριστός ό,τι του ζήτησαν οι δαίμονες, δίνοντάς τους την άδεια να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων; [Ματθ. 8, 31-32: «οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν(:Οι δαίμονες τότε άρχισαν να τον παρακαλούν λέγοντας: “Εάν πρόκειται να μας βγάλεις έξω από εδώ, δώσε μας την άδεια να φύγουμε και να μπούμε μέσα στο κοπάδι των χοίρων”. Και επειδή αυτοί που έτρεφαν τους χοίρους το έκαναν αυτό παραβαίνοντας τον μωσαϊκό νόμο, που απαγόρευε ως ακάθαρτο το χοιρινό κρέας, ο Κύριος τιμωρώντας την παρανομία τους αυτή είπε στους δαίμονες: “Πηγαίνετε”. Και αυτοί βγήκαν απ’ τους ανθρώπους και πήγαν στους χοίρους. Και ξαφνικά όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε με μανία από το επάνω μέρος του γκρεμού προς τα κάτω, στη θάλασσα, και πνίγηκαν στα νερά της λίμνης)».


Θα λέγαμε ότι ο Κύριος δεν το έκανε  αυτό υπακούοντας σε αυτούς, αλλά επειδή πολλά ήθελε με την ενέργειά Του αυτή να διδάξει· το πρώτο που δίδαξε αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους πονηρούς εκείνους τυράννους τους ήταν το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούν αυτοί που τους επιβουλεύονται, δηλαδή οι αντίχριστοι δαίμονες. Δεύτερο, να μάθουν όλοι οι άνθρωποι ότι ούτε στους χοίρους τολμούν οι δαίμονες να εισέλθουν, εάν προηγουμένως δεν δώσει άδεια ο Ιησούς. Τρίτο ότι θα μπορούσαν να προξενήσουν σε εκείνους φοβερότερα κακά από ό,τι στους χοίρους, εάν δεν προστατεύονταν σε μεγάλο βαθμό και μέσα ακόμα στη συμφορά τους από την πρόνοια του Θεού· διότι στον καθένα βέβαια είναι φανερό από κάθε άποψη ότι εμάς τους ανθρώπους οι δαίμονες μάς μισούν περισσότερο από τα άλογα ζώα.


Επομένως αυτοί που δεν λυπήθηκαν τους χοίρους, αλλά μονάχα μέσα σε μια στιγμή τούς κατέρριξαν όλους στον γκρεμό, πολύ περισσότερο θα το έκαναν στους ανθρώπους, που τους είχαν κυριεύσει, παρασύροντας και επαναφέροντάς τους στις ερημιές, εάν μέσα σε αυτή την τυραννική καταπίεση δεν επιδεικνυόταν σε μεγάλο βαθμό πολλή φροντίδα από μέρους του Θεού, που χαλιναγωγούσε και συγκρατούσε και σταματούσε την περαιτέρω ορμή τους. Επομένως, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην τον προστατεύει η πρόνοια του Θεού. Εάν ωστόσο δεν μας προστατεύει όλους όμοια, ούτε με τον ίδιο τρόπο, και αυτό είναι ένα είδος μεγάλης προνοίας· διότι αναλόγως προς το ωφέλιμο για τον καθένα εκδηλώνει και την πρόνοιά Του ο Θεός.


Εκτός από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, διδασκόμαστε και κάτι άλλο απ’ αυτό το θαύμα, ότι δηλαδή δεν προνοεί μονάχα από κοινού για όλους μας, αλλά και για τον καθένα χωριστά, πράγμα που δήλωσε προς τους μαθητές Του, λέγοντάς τους ότι ακόμα και οι τρίχες του κεφαλιού τους έχουν αριθμηθεί [Ματθ. 10, 30: «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί (: και όσο για σας, μάθετε ότι ο Θεός έχει μετρημένες ακόμη και τις τρίχες του κεφαλιού σας όλες, τη στιγμή που εσείς για μια απ’ αυτές δείχνετε μικρή ή καμία φροντίδα, και αγνοείτε τον αριθμό τους. Ο Θεός δηλαδή γνωρίζει και αυτά ακόμη τα ελάχιστα που σας συμβαίνουν, στα οποία εσείς δίνετε μικρή σημασία)»]. Μα και από τους δαιμονισμένους τούτους ανθρώπους μπορεί κανένας να το διαπιστώσει καθαρά αυτό. Πραγματικά θα τους είχαν πνίξει προ πολλού οι δαίμονες, εάν δεν τους προστάτευε αποτελεσματικά η εκ του ουρανού φροντίδα.


Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους επέτρεψε στους δαίμονες να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων, και επιπλέον για να πληροφορηθούν και όσοι κατοικούσαν στα μέρη εκείνα την δύναμή Του· διότι όπου ήταν πολύ γνωστό το όνομά Του, δεν άφηνε τη δύναμή Του να εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό, όπου όμως κανένας δεν τον γνώριζε, αλλά είχαν πλήρη άγνοια γι’ Αυτόν, εκεί άφηνε να ακτινοβολούν τα θαύματά Του, ώστε να τους προσελκύσει στο να γνωρίσουν τη θεϊκή Του υπόσταση. Ότι βρίσκονταν σε χονδροειδή άγνοια οι κάτοικοι της πόλεως αυτής φαίνεται από το τέλος· διότι ενώ έπρεπε να Τον προσκυνήσουν και να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για τη δύναμη Του, αντιθέτως αυτοί ήθελαν να Τον απομακρύνουν και «ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν (: και τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως βγήκαν για να συναντήσουν τον Ιησού˙ και όταν Τον είδαν, Τον παρακάλεσαν να φύγει από τα σύνορά τους, από φόβο μήπως πάθουν και μεγαλύτερα κακά)» [Ματθ. 8, 34].                   


Αλλά για ποιο λόγο έριξαν στον γκρεμό και σκότωσαν οι δαίμονες τους χοίρους; Ο λόγος είναι ότι παντού προσπαθούν κάθε στιγμή με μεγάλη προθυμία να ρίχνουν τους ανθρώπους στη λύπη και πάντοτε χαίρονται με την καταστροφή. Αυτό άλλωστε έκαμε ο διάβολος και στον Ιώβ. Μολονότι και εκεί ο Θεός το επέτρεψε, όχι βέβαια επειδή και στην περίπτωση αυτή υπάκουσε στον διάβολο, αλλά επειδή ήθελε να αποδείξει τον δούλο Του πιο λαμπρό με την υπομονή και την καρτερία που επρόκειτο να επιδείξει στις δοκιμασίες και να αφαιρέσει κάθε πρόφαση γι’ αναισχυντία από τον δαίμονα και ακόμη να στρέψει κατά της κεφαλής του όσα έκανε σε βάρος του δικαίου Ιώβ. Πραγματικά και τώρα συνέβη το αντίθετο από εκείνο που επιδίωκαν οι δαίμονες· γιατί και η δύναμη του Χριστού ανακηρυσσόταν περίτρανα και παρουσιαζόταν πιο καθαρά η κακία των δαιμόνων, απ’ την οποία ελευθέρωσε αυτούς που είχαν στην κατοχή τους, και ακόμα ότι μήτε τους χοίρους δεν μπορούσαν να αγγίξουν, αν δεν το επέτρεπε ο Θεός των όλων.


Αν επιχειρούσε τώρα να τα εξετάσει κανένας αυτά και αλληγορικά, δεν θα υπήρχε καμιά δυσκολία στους συσχετισμούς. Πρέπει να γνωρίζουμε καλά, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γίνονται πνευματικώς όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας της απουσίας προσπάθειας για χαλιναγώγηση των παθών τους και αυτοί φυσικά επηρεάζονται πιο εύκολα από τις προσπάθειες των δαιμόνων να τους οδηγήσουν στο κακό. Και εφόσον εκείνοι που υφίστανται αυτά, παραμένουν άνθρωποι και δεν φτάνουν στο σημείο να πωρωθούν παντελώς χωρίς μετάνοια, μπορούν και καταφέρνουν να νικήσουν τα δαιμονικά πάθη τους πολλές φορές και με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να τα εξαλείψουν· αν όμως μεταμορφωθούν από την αμετανοησία τους και καταντήσουν ολότελα σε κατάσταση χοίρων και ως άλογα ζώα ακολουθούν αμετανόητοι τα πάθη τους, δεν δαιμονίζονται μόνο αλλά και κατακρημνίζονται, χάνουν δηλαδή οριστικά την ψυχή τους.


Επιπλέον, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι η θεραπεία των δαιμονιζόμενων Γεργεσηνών αυτών νέων και η συνομιλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με τους δαίμονες που τους είχαν κυριεύσει ήταν κάτι πλαστό και σκηνοθετημένο, αλλά να πιστέψει απόλυτα ότι πραγματικά βγήκαν οι δαίμονες από τους δύο ταλαίπωρους αυτούς νέους, έρχεται ο θάνατος των χοίρων και το πιστοποιεί αυτό.


Πρόσεξε τώρα εκτός από τη θεϊκή δύναμη, και την πραότητα του Κυρίου. Όταν δηλαδή, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που είδαν απ’ Αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής, επειδή θίχτηκαν τα οικονομικά τους συμφέροντα από τον πνιγμό των χοίρων, όντας οι ίδιοι όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας του ανεξέλεγκτου πάθους της φιλαργυρίας, ήθελαν να Τον διώξουν, δεν έφερε αντίρρηση, αλλά αναχώρησε, και εγκατέλειψε αυτούς που μόνοι τους έκριναν και παρουσίασαν τον εαυτό τους ανάξιο για τη διδασκαλία Του· έφυγε και τους άφησε πλέον ως δασκάλους για τη θεϊκή Του υπόσταση και δύναμη, αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους δαίμονες, καθώς και τους χοιροβοσκούς που έμειναν εντελώς ξαφνικά χωρίς τους χοίρους τους που αφηνιασμένοι όρμησαν και κατακρημνίστηκαν, ώστε απ’ αυτούς να κατανοούν πλέον εις βάθος-άσχετα αν η κακή προαίρεσή τους δεν τους άφηνε να παραδεχτούν τα λάθη και τα πάθη τους- όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Κύριος έφυγε, όμως άφησε ζωηρό στις ψυχές τους τον φόβο. Πραγματικά το μέγεθος της ζημίας συντελούσε στη διάδοση της ειδήσεως του γεγονότος αυτού και το συμβάν άγγιζε την ψυχή τους. Από πολλούς ακούονταν φωνές που επιβεβαίωναν το παράξενο αυτό θαύμα· το διακήρυτταν περίτρανα οι θεραπευμένοι, το διακήρυττε το γεγονός του καταποντισμού των ζώων, το διακήρυτταν οι ιδιοκτήτες των χοίρων και οι χοιροβοσκοί.


Παρόμοιες καταστάσεις και σήμερα ακόμη μπορεί να δει κανένας. Πολλοί είναι δυστυχώς οι δαιμονιζόμενοι και στην εποχή μας, άνθρωποι κυριευμένοι από τα δαιμονικά πάθη τους, που τίποτα δεν τους συγκρατεί από τη μανία τους, ούτε σίδερα, ούτε αλυσίδες, ούτε συστάσεις από πνευματικούς ανθρώπους, ούτε συμβουλές, ούτε απειλές ούτε τίποτα παρόμοιο από αυτά.


Πραγματικά, όταν κάποιος για παράδειγμα είναι ακόλαστος και έχει γίνει αιχμάλωτος του σωματικού κάλλους και των σαρκικών επιθυμιών και ηδονών, σε τίποτα δεν διαφέρει από έναν άνθρωπο δαιμονισμένο· αλλά  περιφέρεται γυμνός όπως εκείνοι οι δαιμονισμένοι Γεργεσηνοί νέοι, ντυμένος βέβαια με ρούχα, αλλά στερημένος από την αληθινή ενδυμασία και είναι γυμνός από τη δόξα που ως πλάσματος του Θεού τού ταιριάζει·   και ναι μεν δεν καταπληγώνει το σώμα του με πέτρες, όπως έκαναν οι δύστυχοι εκείνοι νέοι της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, όμως καταξεσκίζεται με αμαρτήματα που είναι πολύ πιο κοπτερά από πολλές μαζί πέτρες. Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να δέσει έναν τέτοιον άνθρωπο;  Ποιος θα τον σταματήσει από την ασχημοσύνη και την μανία αυτή που δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί και να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του, αλλά τον κάνει να επιθυμεί να βρίσκεται πάντα στα μνήματα; Διότι τι άλλο από μνήματα δεν είναι τα καταγώγια της πορνείας, γεμάτα από δυσωδία και σαπίλα;


Τέτοιος δεν είναι επίσης και κάθε άνθρωπος που υποφέρει από το δαιμονιώδες πάθος της φιλαργυρίας; Κάθε μέρα αντιμετωπίζει τον φόβο μήπως χάσει τα χρήματά του ή δεν καταφέρει να τα αυξήσει, καθώς και την απειλή ότι κάποιοι μπορούν να του τα κλέψουν, παρά το ότι ακούει συστάσεις των πνευματικών ανθρώπων που προσπαθούν να τον συνετίσουν και προειδοποιήσεις για τη φθορά που η αρρωστημένη φιλοχρηματία του αυτή προξενεί στην ψυχή του. Όλα αυτά τα δεσμά τα σπάει και όταν έλθει κανείς με την πρόθεση να τον απελευθερώσει από τη δουλεία της φιλαργυρίας, τον εξορκίζει να μην τον ελευθερώσει, επειδή θεωρεί μεγάλο βάσανο το να μην βρίσκεται κάτω από την βάσανο αυτήν.


Αλλά τι μπορεί να θεωρηθεί αθλιότερο από τον άνθρωπο αυτόν; Διότι εκείνος ο δαίμονας στην περιοχή των Γεργεσηνών, αν και είχε καταφρονήσει τους ανθρώπους, εντούτοις υποχώρησε στην προσταγή του Χριστού και αμέσως βγήκε από το σώμα του ανθρώπου. Αυτός όμως δεν υπακούει ούτε στην προσταγή του Θεού. Πραγματικά, ενώ κάθε ημέρα ακούει τον Θεό να του λέγει ότι «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (: μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στο Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)» [Ματθ. 6, 24], και να απειλεί με τη γέενα και τις ατέλειωτες κολάσεις, εντούτοις δεν υπακούει. Όχι βέβαια επειδή είναι ισχυρότερος του Χριστού, αλλά επειδή ο Χριστός δεν μας κάνει σώφρονες χωρίς να το θέλουμε.


Γι’ αυτό οι άνθρωποι αυτοί ζουν σαν να βρίσκονται στην έρημο, έστω και αν βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων. Διότι ποιος άνθρωπος με μυαλό θα ήθελε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους αυτού του είδους; Εγώ τουλάχιστον θα προτιμούσα να συγκατοικώ με πλήθος δαιμονισμένους, παρά με έναν άνθρωπο που να έπασχε από την νόσο αυτήν. Και για το ότι δεν κάνω λάθος, όταν λέγω αυτά, μας το αποδεικνύει η συμπεριφορά του καθενός από αυτούς. Πραγματικά, οι φιλάργυροι νομίζουν ως εχθρό τους και εκείνον που καμία αδικία δεν τους έχει κάνει και επιθυμούν να τον καταστήσουν δούλο τους, όταν είναι ελεύθερος, και με μύρια κακά τον απειλούν. Αντίθετα, οι δαιμονισμένοι δεν κάνουν τίποτε παρόμοιο, αλλά στρέφουν τη νόσο εναντίον του εαυτού τους. Οι φιλάργυροι, επίσης, καταστρέφουν πολλά σπίτια και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Θεού και γενικά είναι καταστροφή για την πόλη και την οικουμένη ολόκληρη. Όσοι όμως ενοχλούνται από τους δαίμονες είναι άξιοι μάλλον οίκτου και δακρύων. Και οι τελευταίοι ως επί το πλείστον παραφέρονται κατόπιν σκέψεως συμπεριφερόμενοι σαν έξαλλοι, κατεχόμενοι από μια παράδοξη μανία.


Αληθινά, ποιο παρόμοιο κάνουν όλοι οι δαιμονισμένοι, σαν εκείνο που αποτόλμησε ο Ιούδας και διέπραξε την έσχατη παρανομία; Και όλοι όσοι μιμούνται τη διαγωγή του Ιούδα, σαν τα φοβερά θηρία που δραπέτευσαν από τα κλουβιά τους κατατρομάζουν τις πόλεις· επειδή κανείς δεν τα συγκρατεί. Βέβαια, και αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή τους κατεχόμενους από το πάθος της φιλαργυρίας, τους περιβάλλουν από παντού δεσμά, όπως είναι ο φόβος των δικαστών, η απειλή των νόμων, η κατακραυγή του κόσμου και άλλα περισσότερα από αυτά, αλλά όμως και τα δεσμά αυτά τα σπάζουν και αναστατώνουν τα πάντα. Και εάν κανείς εξαφάνιζε τελείως τις δεσμεύσεις αυτές, τότε θα έβλεπε καθαρά ότι ο δαίμονας που έχουν μέσα τους αυτοί είναι πολύ αγριότερος και πιο μανιώδης από αυτόν που βγήκε τώρα από τους δαιμονισμένους των Γεργεσηνών.


Αλλά επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί στην πράξη, ας το λάβουμε ως υπόθεση για λίγο και ας αφαιρέσουμε όλες τις δεσμεύσεις από τον φιλάργυρο και τότε θα γνωρίσουμε τη μεγάλη του μανία. Αλλά να μη φοβηθείτε το θηρίο, όταν θα το αποκαλύψουμε· διότι η σκηνή είναι υποθετική και δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Έστω λοιπόν ένας άνθρωπος που βγάζει φωτιά από τα μάτια του, μαύρος, έχοντας σε κάθε ώμο δράκοντες αντί για χέρια. Έχει επίσης και στόμα όπου αντί για δόντια έχει καρφωμένα ξίφη και αντί για γλώσσα έχει πηγή που βγάζει δηλητήριο και φαρμάκι. Η κοιλιά του πάλι είναι πιο αδηφάγος από κάθε καμίνι και κατατρώγει ό,τι της ρίπτουν. Και τα πόδια του έχουν φτερά και είναι πιο γρήγορα από τη φωτιά. Το πρόσωπό του επίσης ας υποθέσουμε ότι είναι κατασκευασμένο μεικτό από σκύλο και λύκο και ότι δεν ομιλεί σαν άνθρωπος, αλλά εκβάλλει έναν ήχο απαίσιο, αηδιαστικό και φοβερό. Ας πούμε λοιπόν ότι έχει φωτιά και στα χέρια του.


Ίσως να σας φαίνονται φοβερά όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο δεν τον σκιαγραφήσαμε ακόμη αντάξιο της πραγματικότητας, διότι ύστερα από αυτά πρέπει να προσθέσουμε και άλλα. Πραγματικά, ας υποθέσουμε ακόμη ότι σφάζει εκείνους που συναντά, ότι τους κατατρώγει και γεύεται τις σάρκες τους. Αλλά και από αυτόν είναι πιο φοβερός ο φιλάργυρος, διότι επέρχεται εναντίον όλων σαν Άδης, τους καταβροχθίζει όλους και τριγυρίζει σαν κοινός εχθρός ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Επειδή επιθυμεί να μην υπάρχει κανένας άνθρωπος, για να κατέχει αυτός τα πάντα. Δεν σταματά, όμως μέχρι εδώ, αλλά, αφού τους αφανίσει όλους με την επιθυμία του, κατέχεται από τον πόθο να αλλάξει την ουσία του χώματος και να το κάνει χρυσάφι. Και όχι μόνον το χώμα, αλλά και τα όρη και τα φαράγγια και τις πηγές και όλα εν γένει όσα φαίνονται πάνω στη γη.


Και για να αντιληφθείτε ότι δεν παραστήσαμε ακόμη την μανία αυτού, ας μην υπάρχει ο κατήγορος και αυτός που εκφοβίζει, αλλά αφαίρεσε υποθετικώς μόνο τον φόβο των νόμων και τότε θα δεις αυτόν να αρπάζει το ξίφος και να φονεύει τους πάντες, χωρίς να ξεχωρίζει, ούτε φίλο, ούτε συγγενή, ούτε αδελφό, ούτε και τον πατέρα του ακόμη. Μάλλον, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειάζεται ούτε καν να κάνουμε υπόθεση, αλλά ας ρωτήσουμε αυτόν, εάν δεν δημιουργεί στη φαντασία του παρόμοιες φαντασιώσεις και δεν επιτίθεται νοερώς για να φονεύσει τους πάντες, φίλους, συγγενείς και τους ίδιους τους γονείς του. Αλλά μάλλον ούτε και η ερώτηση χρειάζεται· διότι όλοι γνωρίζουν καλά ότι όσοι κατέχονται από το πάθος αυτό αγανακτούν και για το γήρας του πατέρα τους και εκείνο που είναι γλυκύ και ποθητό από όλους, να έχουν, δηλαδή, παιδιά, το θεωρούν βαρύ και φορτικό.  Γι’ αυτό πολλοί, παρακινούμενοι από την ιδέα αυτήν, θεώρησαν καλό την ατεκνία και κατέστησαν ανίκανη τη φύση, όχι με το να φονεύσουν τα παιδιά που γεννήθηκαν, αλλά με το να μην επιτρέψουν να λάβουν καν αρχή.


Λοιπόν, να μην παραξενεύεστε, επειδή σας παρουσίασα κατ’ αυτόν τον τρόπο τον φιλάργυρο, διότι στην πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερος από ό,τι τον περιέγραψα. Αλλά ας σκεφτούμε πώς θα μπορέσουμε να τον απαλλάξουμε από τον δαίμονα. Πώς θα τον απαλλάξουμε, λοιπόν; Εάν αντιληφθεί πλήρως ότι η φιλαργυρία του είναι αντίθετη προς αυτό ακριβώς, δηλαδή, στο να του δίνει χρήματα· διότι εκείνοι που επιθυμούν να κερδίσουν τα μικρά υφίστανται μεγάλες ζημίες. Γι’ αυτό ακριβώς και έχει γίνει παροιμία ανάλογη με την επιθυμία αυτήν. Πραγματικά, πολλοί πολλές φορές που θέλησαν να δανείσουν με υπερβολικούς τόκους και παρασυρόμενοι από την προσδοκία του κέρδους, δεν ερεύνησαν το ποιόν αυτών που τους δάνειζαν χρήματα, έχασαν μαζί με τον τόκο και το κεφάλαιο ολόκληρο. Άλλοι πάλι που περιέπεσαν σε κινδύνους και δεν θέλησαν να ξοδέψουν λίγα, έχασαν και τη ζωή τους μαζί με την περιουσία τους. Επίσης, ενώ τους δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσουν ή αξιώματα προσοδοφόρα, ή κάτι άλλο παρόμοιο, επειδή κόλλησαν στις λεπτομέρειες, έχασαν το παν.


Επειδή δηλαδή δεν γνωρίζουν να σπείρουν, αλλά πάντοτε φροντίζουν να θερίζουν, γι’ αυτό συνεχώς χάνουν τη συγκομιδή· διότι κανείς δεν μπορεί πάντα να θερίζει, όπως δεν μπορεί διαρκώς να κερδίζει. Αφού λοιπόν δεν θέλουν να ξοδεύουν, δεν γνωρίζουν και να κερδίζουν. Αλλά είτε πρέπει να νυμφευτούν, πάλι παθαίνουν το ίδιο· διότι ή εξαπατήθηκαν και πήραν πλούσια γυναίκα, αλλά με πολλά ελαττώματα, πάλι υπέστησαν μεγαλύτερη ζημία· διότι τον πλούτο δεν τον δημιουργεί η περιουσία, αλλά η αρετή. Πραγματικά, ποια η ωφέλεια του πλούτου, όταν η γυναίκα είναι πολυέξοδη και άσωτη και διασκορπίζει τα πάντα χειρότερα από τον άνεμο; Ποια η ωφέλεια εάν είναι ακόλαστη και έχει πλήθος εραστών; Ποια η ωφέλεια, εάν είναι μέθυση; Μήπως δεν θα κάνει τον σύζυγό της πιο πτωχό από όλους; Και όχι μόνο στο θέμα του γάμου σκέπτονται έτσι, αλλά, παρασυρόμενοι από τη μεγάλη τους αγάπη προς τα χρήματα, αγοράζουν από κακό υπολογισμό όχι τους καλούς δούλους, αλλά φροντίζουν να βρουν τους φτηνούς.


Όλα αυτά λοιπόν αφού τα σκεφτείτε καλά (επειδή δεν μπορείτε ακόμη να ακούσετε τη διδασκαλία για τη γέενα και τη βασιλεία) και αφού καταλάβετε τις ζημίες που υπομένετε κάθε φορά από τη φιλοχρηματία, όταν δανείζετε, όταν αγοράζετε, όταν νυμφεύεστε, όταν υπερασπίζεστε κάποιον, όταν κάνετε οτιδήποτε άλλο, σταματήστε να αγαπάτε υπερβολικά τα χρήματα· διότι έτσι θα μπορέσετε και εδώ στη γη να ζήσετε με ασφάλεια και αφού κάνετε μικρή προσπάθεια, θα μπορέσετε να ακούσετε και το κήρυγμα για την ευσέβεια και όταν κοιτάξετε με προσοχή, θα δείτε τον ίδιο τον Ήλιο της δικαιοσύνης και θα αποκτήσετε τα αγαθά που Αυτός έχει υποσχεθεί, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.