Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

ΟΙ ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 Ἡ Ἐκκλησία δέν καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά δεχτοῦν ἁπλῶς μέ τήν νόηση, ὡς «ἀρχή» ἤ «ἀξίωμα», ὅτι ὁ Χριστός ἦταν τόσο ἄνθρωπος ὅσο καί Θεός. Δέν ζητάει «πίστη» μέ τήν ἔννοια τῆς ἀτομικῆς νοητικῆς ὑποταγῆς σέ ἕνα «ὑπερφυσικό» δεδομένο. Καταθέτει τήν μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τῶν πρώτων «αὐτοπτῶν μαρτύρων» τῆς «Ἐπιφανείας» τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καί καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά μετάσχουν ἐμπειρικά σέ ἕναν τρόπο ὑπάρξεως πού ἐπαληθεύει τήν μαρτυρία τῶν «αὐτοπτῶν μαρτύρων».


Ἡ Σαμαρείτιδα γυναίκα, πού ἀναφέρεται στήν κατά Ἰωάννην εὐαγγελική περικοπή, εἶναι ἀκριβῶς μιά αὐτόπτης μάρτυς, πού μέσα ἀπό τήν προσωπική της σχέση μέ τόν Κύριο, μετά τήν συνομιλία πού εἶχαν, μαρτύρησε ἐλεύθερα στούς ὁμοεθνεῖς της ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρ τοῦ κόσμου.


Ἡ προσωπική ἐλευθερία


Τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται σέ αὐτή τήν πρωταρχική ἀποκάλυψη: Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός· δέν ὑπάρχει γιά τόν Ἑαυτό Του, δέν διεκδικεῖ ὑπαρκτική αὐτονομία, ἡ ὕπαρξή Του εἶναι μαρτυρία καί φανέρωση τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός. Καί αὐτή ἡ ὑπαρκτική μαρτυρία τοῦ προσώπου τοῦ Λόγου γίνεται προσιτή στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία χάρη στήν παρέμβαση μιᾶς τρίτης προσωπικῆς ὑποστάσεως: τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ Παρακλήτου. Τό Πνεῦμα ἐνεργεῖ τήν μαρτυρία τοῦ Λόγου ὄχι ὡς ἁπλή πληροφορία τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀλλά ὡς ζωοποιό δυνατότητα, ἀνοιχτή σέ κάθε προσωπική ὕπαρξη πού θά δεχτεῖ τήν υἱοθεσία: θά δεχτεῖ νά πραγματοποιήσει μέ τόν Θεό τήν ἴδια σχέση ζωῆς πού ἔχει ὁ Υἱός μέ τόν Πατέρα.


Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου


Ἔτσι τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας, τό καινούργιο γιά τήν ἀνθρώπινη Ἱστορία ἄγγελμα πού κομίζει, συνοψίζεται σέ αὐτή τήν θεμελιώδη πρόταση-κλήση: Νά ὑπάρξει καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τόν τρόπο τῆς ἐλευθερίας ἀπό κάθε ἀναγκαιότητα φθορᾶς καί θανάτου, τόν τρόπο τῆς ἀγάπης, τῆς αὐθυπέρβασης. Νά συσχηματιστεῖ μέ τόν τρόπο ὑπάρξεως τῶν θείων προσωπικῶν Ὑποστάσεων, νά πάψει νά ἀντλεῖ τήν ὕπαρξη ἀπό τήν φύση, τήν βιολογική καί ψυχολογική του ἀτομικότητα πού εἶναι φθαρτή καί θνητή, νά μεταθέσει τήν δυνατότητα τῆς ὑπάρξεως στήν ἐλευθερία τῆς προσωπικῆς σχέσεως, στήν ζωή ὡς ἀγαπητική κοινωνία.


Αὐτή ἡ πρόταση – κλήση δέν εἶναι μιά ἠθική ἁπλῶς προτροπή. Οἱ ἠθικές προτροπές καί οἱ ἀντίστοιχες ἠθικές προσπάθειες δέν ἀρκοῦν γιά νά μεταβάλουν τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεως τοῦ θνητοῦ ἀτόμου. Ὅσο κι ἄν καλλιεργήσει ὁ ἀτομικός ἄνθρωπος ἕνα τέλειο ἦθος φιλαλληλίας καί ἀνιδιοτέλειας, ὅσες ἀρετές κι ἄν ἀναπτύξει, δέν θά πάψει νά εἶναι θνητός – «τήν γάρ φύσιν ἑαυτοῦ νικῆσαί τινα τῶν οὐκ ἐνδεχομένων ἐστί».


Ἡ Σαμαρείτιδα γυναίκα ὁμολογεῖ, κατά τόν διάλογό της μέ τόν Χριστό, τήν περιπλάνησή της κατά τόν αἰώνα τοῦ κόσμου τούτου, τήν θνητότητα καί τήν ἀστοχία της, γι᾿ αὐτό καί ἀναθέτει τήν ἐλπίδα τῆς ὑπάρξεως στήν ἄπειρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁδηγώντας ἔτσι τήν ζωή της στήν θεογνωσία, πού τήν καθιστᾶ οὐσιαστικά ἐλεύθερη. Ἔτσι ἡ Ἁγία Φωτεινή ἀναδεικνύεται κήρυκας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ζῶντος ὕδατος, μάρτυς καί ἰσαπόστολος.


Ὁ Φ. Ἀ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου