Γεώργιος Δορμπαράκης
Δέκα ημέρες μετά την Ανάληψη του Κυρίου η Εκκλησία μας εορτάζει το γεγονός της Πεντηκοστής, τότε που το Πνεύμα το Άγιον κατήλθε και επιφοίτησε στις κεφαλές όλων των μαθητών του Χριστού, στα Ιεροσόλυμα. Με την επιφοίτηση αυτή αρχίζει η ιστορία της Εκκλησίας, γι’ αυτό και η Πεντηκοστή θεωρείται η γενέθλια ημέρα της. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος αποτελεί την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Κυρίου ότι θα έλθει άλλος Παράκλητος μετά τη δική Του Ανάληψη, ο Οποίος θα μείνει μαζί με τους μαθητές Του και θα τους διδάξει και οδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ιωάν. 16, 13).
Έτσι το Άγιον Πνεύμα ερχόμενο στον κόσμο «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» και παραμένει σ’ αυτήν ως η ψυχή της Εκκλησίας, κατά συνέπεια η Εκκλησία με τη διηνεκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος ζει μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή λοιπόν στην Εκκλησία σημαίνει ζωή εν Αγίω Πνεύματι, κάτι που διαπιστώνεται και στη διδασκαλία της Εκκλησίας και στη λατρεία της και στην ασκητική της ζωή και που δεν έχει καμία σχέση με το νομικό-τυπικό πνεύμα του Ιουδαϊσμού ή με την καπηλεία του Πνεύματος από τις διάφορες προτεσταντικές ομάδες, αλλά είναι ελευθερία και αγάπη και παράκληση.
Από την άποψη αυτή η εμπειρία του Αγίου Πνεύματος και η μετοχή στις δωρεές Του (πρέπει να) αποτελούν στοιχεία ζωής όλων των μελών της Εκκλησίας, δηλαδή στην πραγματικότητα το κάθε μέλος της, αν ορθά είναι μέλος, πρέπει να βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση εκπλήξεως, σε μία πορεία πνευματικής αυξήσεως, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν». Διότι ακριβώς είναι μέτοχος του απείρου Θεού – Αγίου Πνεύματος. Με τον τρόπο αυτό, ο πιστός γίνεται ως μέλος της Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δεν είναι αυτός που θεωρείται έτσι από τον πολύ κόσμο: ο άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, ο επιστήμονας, ο ποιητής, ο ηθοποιός. Μάλλον μπορεί να θεωρηθεί κι αυτός πνευματικός, αλλά όχι με τη χριστιανική κατανόηση του όρου: ασχολείται με το ανθρώπινο πνεύμα και όχι με το Άγιον Πνεύμα. Για τους χριστιανούς λοιπόν ο πνευματικός είναι αυτός που έχει εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, που το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σε αυτόν. «Ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν» λέγει ο απόστολος Παύλος, για να συνεχίσει: «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,9). Κι ο άγιος Χρυσόστομος παρατηρεί επ’ αυτού ότι ο άνθρωπος λέγεται πνευματικός «ἀπὸ τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας».
Μιλώντας όμως για μετοχή στο Άγιον Πνεύμα στον χώρο της Εκκλησίας, μιλάμε για ένα γεγονός που παραπέμπει κατ’ ευθείαν στον ίδιο τον Χριστό. Η εν Αγίω Πνεύματι ζωή δηλαδή είναι η εν Χριστώ ζωή. Αυτό συμβαίνει διότι τον Χριστό Τον γνωρίζουμε, στο βαθμό που το Άγιον Πνεύμα μέσα στην Εκκλησία Τον φανερώνει στις καρδιές μας. Αν το Πνεύμα του Θεού δεν ενεργούσε μέσα μας, αν Εκείνο δεν μας φώτιζε, ο Χριστός μπορεί να είχε επιτελέσει το απολυτρωτικό Του έργο για τη σωτηρία του κόσμου, αλλά θα παρέμενε ένας ξένος για εμάς. Εκείνος που το γενικό έργο σωτηρίας του Χριστού το έκανε και το κάνει οικείο, δικό μας, είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Παράκλητον Πνεύμα, το Οποίο ο Κύριος έστειλε στον κόσμο μετά την άνοδό Του στους Ουρανούς, ενεργοποιώντας έτσι την ίδρυση της Εκκλησίας ως ζωντανού σώματός Του από τον Ίδιο. Όπως το είπε, άλλωστε, παρηγορώντας τους μαθητές Του: «Ἐὰν ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς» (Ιωάν. 16, 7).
Έτσι ο άνθρωπος εισέρχεται στην Εκκλησία, καλούμενος ουσιαστικά από τον Ίδιο τον Θεό -«οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρὸς με, ἐὰν μὴ ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (Ιωάν. 6, 44)- και εισερχόμενος διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος μετέχει των ακτίστων ενεργειών του Θεού, οι οποίες διακονούμενες από το Παράκλητον Πνεύμα μετά πια την Ανάληψη του Χριστού, Του αποκαλύπτουν Αυτόν στην καρδιά του, με την έννοια ότι τον ενσωματώνουν μέσα στον Ίδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστού. Και γενόμενος ο άνθρωπος μέλος Χριστού, μετά την προσωπική αυτή Πεντηκοστή του, οδηγείται κατά φυσικό τρόπο ενώπιον του Θεού Πατέρα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12, 3), όπως και ο Κύριος αποκάλυψε ότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι᾽ ἐμοῦ» (Ιωάν. 14, 6). Από την άποψη αυτή κατανοούμε ότι ο Θεός μας είναι Θεός τάξεως και όχι ακαταστασίας, όπως κι ότι η σωτηρία του ανθρώπου έχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αυτό σημαίνει ότι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πάνε μαζί στην ορθόδοξη πίστη και οποιαδήποτε διάσπασή τους αποκαλύπτει την αίρεση ή οδηγεί σ’ αυτήν, άρα στην έκπτωση από τη ζωή και τη σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εύκολα τώρα, γιατί ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ τόνιζε ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Γιατί όποιος έχει το Άγιον Πνεύμα έχει τον Ίδιο τον Τριαδικό Θεό.
Το ερώτημα λοιπόν το οποίο τίθεται είναι: πως κανείς αποκτά το Άγιον Πνεύμα; Βεβαίως αμέσως η σκέψη μας, όπως υπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στα μυστήρια. Γιατί αυτά αποτελούν τους κρουνούς από τους οποίους προχέεται η χάρη του Θεού στους πιστούς. Αλλά τα μυστήρια δεν επενεργούν θετικά κατά τρόπο μαγικό στους ανθρώπους. Απαιτείται η προσωπική τους συμμετοχή και προσπάθεια. Κι εδώ εισέρχεται κανείς σ’ αυτό που ονομάζουμε ασκητική καθαρή πνευματική ζωή. Η ασκητική ζωή, ως προσωπικός αγώνας του ανθρώπου, αποτελεί την προϋπόθεση για να ενεργοποιούνται τα μυστήρια προς σωτηρία του ανθρώπου και να μην καταντούν «εἰς κρίμα ἢ εἰς κατάκριμα». Με την παρατήρηση βεβαίως ότι και ο αγώνας αυτός δεν γίνεται ερήμην του αγίου Πνεύματος. Η χάρη Αυτού δίνει τη δυνατότητα και της ασκητικής ζωής. «Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 16).
Τι μας διδάσκει λοιπόν η βιβλικο-πατερική παράδοση της Εκκλησίας μας, πάνω στο θέμα της αποκτήσεως του Αγίου Πνεύματος και των μυστικών της ασκητικής ζωής; Ότι κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει τη χάρη αυτή της παρουσίας Του, να έχει συνεπώς κανείς τον Θεό μέσα του, αν δεν αγωνιστεί νομίμως. Και νομίμως σημαίνει να αρχίσει με τη χάρη του θεού τον αγώνα καθάρσεως του εαυτού του από τα ψεκτά λεγόμενα πάθη, ιδίως κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας (ή εγωισμού), με τα παρακλάδια της, της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας. Έτσι ο πνευματικός ασκητικός αγώνας είναι στοχευμένος: ο πιστός καλείται να μεταστρέψει τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, σε αγάπη αληθινή δηλαδή, γι’ αυτό και στη θέση των τέκνων της φιλαυτίας θέτει την εγκράτεια, την ελεημοσύνη και προσφορά, την ταπείνωση. Στο βαθμό που ο εκκλησιαστικός πνευματικός αυτός αγώνας γίνεται με σωστό τρόπο, με την καθοδήγηση δηλαδή των αγίων μας και των εμπειροτέρων από εμάς χριστιανών, κυρίως δε του πνευματικού μας πατέρα, η φιλαυτία εξαλείφεται, καθαρίζεται δηλ. η καρδιά μας και τη θέση της παίρνει η χάρη της αγάπης του Θεού. Όπου αγάπη όμως, εκεί και ο Θεός, ο άνθρωπος δηλαδή φτάνει στο σημείο να είναι κατοικητήριον Εκείνου.
Την κατάσταση αυτή που ακολουθεί την κάθαρση της καρδιάς του ανθρώπου, όπου η χάρη του Θεού αρχίζει και κυριαρχεί μέσα του, οι άγιοί μας έχουν ονοματίσει φωτισμό και στη συνέχεια θέωση. Γι’ αυτό και συχνά ακούμε για τα στάδια της πνευματικής ζωής: την κάθαρση, το φωτισμό, τη θέωση. Είναι φανερό ότι από τα τρία αυτά στάδια μόνο το πρώτο σχετίζεται ιδιαιτέρως με την ασκητική προσωπική προσπάθεια, εκεί που ο πιστός φανερώνει την αγαθή του προαίρεση για προαγωγή της σχέσης του με τον Θεό. Μολονότι και το στάδιο αυτό πραγματοποιείται με την ενίσχυση του Θεού, το δεύτερο και το τρίτο θεωρούνται καθαρά δώρα του Θεού, για τα οποία ο πιστός δεν πρέπει να ανησυχεί καθόλου ούτε και να τα θέτει ως όραμα και προορισμό του. Ο πιστός ως όραμά του έχει τη σχέση με τον Θεό, αγωνίζεται στη βασική εντολή του Χριστού, την αγάπη, με την οποία καθαρίζει την καρδιά του, και αφήνει τον Θεό «ελεύθερο» να προσφέρει, όσο θέλει και όποτε θέλει, τα δώρα της παρουσίας Του, τον φωτισμό και τη θέωση.
Γι’ αυτό και το ουσιαστικότερο στοιχείο τελικώς της πνευματικής ζωής είναι η υπομονή. Άνθρωπος που ξεκινά την πνευματική ζωή και απαιτεί γρήγορα την απόκτηση των χαρισμάτων του Θεού, ήδη έχει βάλει «νάρκη» στην προσπάθειά του. Ο Θεός δεν είναι παιχνίδι ώστε εμείς να Τον «κανονίζουμε» στις ενέργειές Του, αλλά ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός που έχει τον απόλυτο έλεγχο των πάντων, γνωρίζοντας τα πάντα στο απόλυτο βάθος τους. Έτσι η ανυπομονησία αποτελεί σημάδι τελικώς ταραγμένης ψυχής, άρα στην πραγματικότητα φανερώνει την απιστία του ανθρώπου και την παρουσία του πονηρού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Ισαάκ ο Σύρος, στα ασκητικά του έργα, μνημονεύει ένα σπουδαίο Γέροντα, ο οποίος καθοδηγώντας έναν άπειρο νεαρό μοναχό, που «βιαζόταν» ν’ αποκτήσει τα χαρίσματα του Θεού, του αποκάλυψε ότι ο ίδιος άρχισε να νιώθει τα χαρίσματα αυτά μετά τα τριάντα πρώτα χρόνια της έντονης ασκητικής του ζωής.
Η εορτή λοιπόν της Πεντηκοστής μας αποκαλύπτει για μία ακόμη φορά το μεγαλείο της πίστεώς μας, αφού είμαστε κλημένοι σε άπειρη αύξηση μετοχής στο Πνεύμα του Θεού, αλλά και συγχρόνως μας δείχνει τις δυσκολίες που υπάρχουν λόγω των δικών μας αμαρτιών και αδυναμιών. Είναι στη δική μας όμως την ευθύνη να ανταποκριθούμε στην κλήση αυτή, που συνιστά και την υψηλότερη κλήση που υπάρχει στον κόσμο: να είμαστε και να γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 17).
Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου