Ελάτε να εποπτεύσωμε τα προαύλια των Φώτων, με θεωρίες φωτοφανείς. Ας εισέλθωμε και εμείς στα ύδατα για να γίνωμε κοινωνοί της πλουσίας θείας ακτινοβολίας τους. Και αφού γίνωμε με το Άγιον Πνεύμα φωτοειδείς, ας ευφημήσωμε τον αίτιον του φωτός Ιησούν, το απαύγασμα της δόξης του Πατρός, με ολόψυχες ευχαριστίες. Αγνίζονται οι Ισραηλίτες προηγουμένως, όταν δηλαδή επρόκειτο να πλησιάσουν στο όρος το φλεγόμενον από το πυρ, βλέποντάς το πλήρες σκότους και θυέλλης, όμως και πάλι δεν ανέρχονται, επειδή αυτό δεν είναι ασφαλές, αλλά παραμένουν κάτω τρομαγμένοι από τους πολυειδείς φοβερισμούς του Θεού.
Και αυτός ο Μωυσής λύει τα γήινα υποδήματά του, θέλοντας να προσεγγίση στην θεοβάδιστο γη, τότε που εμυείτο θαυμαστώς στην υψηλήν θεωρία της φλογοφόρου βάτου, η οποία προετύπωνε ένα μεγαλύτερο μυστήριο. Το ιδιο και ο Ιησούς του Ναυή, παίρνει εντολήν από τον άγγελο να μη προσεγγίση καθόλου το έδαφος εκείνο φορώντας υποδήματα, για το σεβάσμιον της αγίας γης. Αλλά και οι τρεις νεανίες τι έκαμαν; Δεν εξέθεσαν τους εαυτούς των στο παμφάγο πυρ, με ψυχές και σώματα εξηγνισμένα, τότε που η καυστική ενέργεια μετεβλήθη γι’ αυτούς σε δροσιστικήν; Με πόσον μεγάλο θαύμα αντήμειψε τους αγίους αυτούς ο Θεός. Να συνυπάρχουν δηλαδή γύρω τους την ιδίαν στιγμήν, οι δύο αυτές αντίρροπες ενέργειες! Και ο Δανιήλ, ο «ανήρ των επιθυμιών του πνεύματος»; Δεν είχε προετοιμάσει με την καθαρτική νηστεία τον εαυτόν του, και έτσι παρέμεινε στον λάκκο μαζί με τους λέοντες λαμβάνοντας πάλι το σώμα του τελείως αβλαβές;
Θέλεις όμως να σου μεταφέρω τον λόγο στην Νέαν Διαθήκη; Κοίτα τον Παύλο, τον μέγα κήρυκα της αληθείας, ότι προπαρεσκευάσθη επί τρία ημερονύκτια με νηστεία και μακρές δεήσεις, και έπειτα ενεδύθη τον Χριστόν, το φως το αληθινόν. Βλέπε και τον ευαγγελιστήν Ματθαίο, πώς αξιοποίησε τα υπάρχοντά του. Απηρνήθη και αυτά, εγκατέλειψε ημιτελείς και όλες τις τελωνικές υποθέσεις, και έτσι προσήλθε να μαθητεύση στον Ιησού. Και δεν ανέφερα ακόμη τον Ζακχαίον, ο οποίος ανύψωσε πρώτα τον εαυτόν του σωματικώς και διανοητικώς, και έτσι ηξιώθη να φιλοξενήση τον Ιησού. Και μαζί με την μεγάλη του υπόσχεσιν ηξιώθη και υψηλοτέρας προσφωνήσεως. Αλλά και ο Κορνήλιος, αφού προσηυχήθη και ενήστευσε επί τετραήμερον, τότε είδε τον άγγελον ο οποίος του έφερε την ευχάριστον είδηση, και έτσι είδε τις ελπίδες του να πραγματοποιούνται. Και συ, ω φίλτατε, για να αφήσω τώρα τους άλλους, ο οποίος θέλεις να προσέρχεσαι στα θεία όχι χωρίς ευλάβεια και πολλήν προετοιμασία, θα προσέλθης έτσι απλώς, χωρίς προπαρασκευήν στο υπέρφωτο μυστήριο, δια του οποίου εγεννήθης πνευματικώς και ωνομάσθης υιός φωτός; Και δεν φοβείσαι μήπως πάθης το ίδιο με εκείνον που επιχειρεί να αντικρύση με ασθενείς οφθαλμούς τον ήλιο;
Αλλά καλώς, νομίζω, προελέχθησαν και διετυπώθησαν αυτά. Εμπρός λοιπόν, ας προχωρήσωμε όπως μας είναι δυνατόν εις τα Προφώτια, και ας ιδούμε με κεκαθαρμένους οφθαλμούς πώς η θεολογία του αληθινού Φωτός, το οποίον ανέτειλε δια της Γεννήσεως, αποκαλύπτεται σταδιακώς μέχρι την ημέρα του φωτογενούς Βαπτίσματος. Ας ευχηθούμε και τώρα να φωτισθή ο νους μας, καθώς θα ακολουθή ιστορικώς τα γεγονότα, και ο λόγος να καταστή ικανός να εκφράση καταλλήλως το μυστικόν περιεχόμενο της κάθε τελετής. Μόλις λοιπόν εγεννήθη από την Παρθένον ο υπερούσιος, παρουσίασεν αγγέλους υμνωδούς του μυστηρίου. Ας το εξετάσωμε όμως βαθύτερα. Γιατί έγινε αυτό; Για να γίνη σε όλους γνωστόν ότι αυτόν τον οποίον ύμνησαν στην αρχήν της δημιουργίας των άστρων ως γενεσιουργόν οι άγγελοι, τον ίδιον υμνούν και δοξάζουν τώρα που τον βλέπουν να λαμβάνη με την γέννηση, την ιδικήν μας μορφή. Γι’ αυτό και τον αναγγέλλει σε όλους ένα άστρο, το οποίο μάλιστα φαίνεται να υπερβαίνη την φύση των άλλων αστέρων, και από τον τρόπον που κινείται και από το ότι φέγγει και κατά την ημέρα. Και πού αποσκοπεί αυτό; Στο να φανερώση ότι αυτός που εγεννήθη είναι υπερφυής, άνθρωπος μεν κατά το ορώμενον, Θεός δε κατά το νοούμενον. Από εδώ εξάγεται και το θεώρημα της περιτομής, που δεν είναι και αυτό άμοιρον θεολογίας γι αυτούς που προσπαθούν να ερευνούν. Είναι ολοφάνερο ότι το όνομα Ιησούς, που του εδόθη τότε σύμφωνα με την προαγγελία του Γαβριήλ, χαρακτηρίζει θείαν φύσιν, επειδή σημαίνει Σωτήρ. Και ας μην ανατρέχη ο θεομάχος στην συνωνυμία του με τον Ιησού του Ναυή, βιαζόμενος να δώση την ιδικήν του εξήγηση, επειδή σε εκείνον το όνομα εδόθη σχετικώς και όχι κυριολεκτικώς όπως στον Θεόν Λόγον. Διότι ούτε είναι κατά φύσιν κύριοι όλοι όσοι ονομάζονται έτσι. Πολλοί επίσης ονομάζονται θεοί, χωρίς όμως να είναι κατά φύσιν Θεοί. Αλλά ένας είναι ο Κύριος, ένας ο Θεός, ο κατά φύσιν αληθής. Έτσι και πολλοί φέρουν το όνομα Ιησούς, ένας όμως είναι ο Ιησούς, ο Σωτήρ των απάντων.
Έπειτα ωδηγήθη στα Ιεροσόλυμα. Και γνωρίζουμε ποία είναι τα λόγια του Συμεών, ο οποίος τον υπεδέχθη στις αγκάλες του. Διότι «το σωτήριον του Θεού, το ητοιμασμένον κατά πρόσωπον πάντων των λαών» και το «φως εις αποκάλυψιν εθνών», και ό,τι άλλον χαρακτηρισμό του έδωσε, θεολογούνται επίσης και για τον Πατέρα. Επειδή και ο Πατήρ έχει ονομασθεί και Σωτήρ και φως από τους λογίους. Και όσα έχουν τον ίδιον χαρακτηρισμό, δηλώνουν και την ιδίαν φύση. Πράγματι και ο Υιός λέγει προς τον Πατέρα. «Πάντα τα εμά σα εστί, και τα σα εμά». Ομολογούμε δηλαδή ότι ισχύει η αντιστροφή αυτή, όσον αφορά στην ουσίαν, όχι στις διακεκριμένες μεταξύ τους υποστάσεις. Διότι αυτό το φρόνημα ανήκει στην σύγχυση του Σαβελλίου, την οποίαν έχουμε απορρίψει.
Κατεβαίνει έπειτα στην Αίγυπτο και μάλιστα κρυφά. Άκου όμως τι λέγει ο Ησαϊας. «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης, και ήξει εις Αίγυπτον, και σεισθήσονται τα χειροποίητα Αιγύπτου από προσώπου αυτού». Και είναι ολοφάνερο πως εδώ εννοεί ότι αυτός που κατέβη εκεί, είναι ο σαρκωμένος Θεός. Επιστρέφει μετά από την Αίγυπτο, και επιλέγει να κατοικήση στη Ναζαρέτ, από την οποίαν έλαβε και την επωνυμία. Όμως μην ιλιγγιάσης από τους λογισμούς, ακούοντας για κάθοδο και άνοδο του Θεού, για τοπικήν κίνηση και μετάβαση. Εάν βεβαίως ο Λόγος δεν είχε λάβει σώμα, θα ήταν φυσικό να κλονίζεται ο νους και να θορυβήται. Αφού όμως έλαβε σώμα, τίποτε από αυτά δεν είναι ανήκουστο και ανακόλουθον. Διότι όπως ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί», έτσι και μεταβαίνει ο «Θεός εν σαρκί», από τον ένα τόπο στον άλλο και καταδέχεται όλα τα ιδιώματα της ενσάρκου ζωής. Αργότερα, όταν έγινε δώδεκα ετών, κάθεται μεταξύ των διδασκάλων ως ειδήμων, και καταπλήσσει με τις ερωτήσεις που τους απευθύνει, και με τις συνετές αποκρίσεις του αυτούς που τον ακούουν. Και ποίος βεβαίως θα ημπορούσε να ομιλή τόσον εξαίσια σ’ αυτήν την ηλικία, εκτός από τον σαρκωμένον Θεόν; Αλλά και όταν ανεκρίθη από την μητέρα του, η οποία τον ερωτούσε, θέλοντας να ακούση από το στόμα του να της αποκαλύπτη τον υπερένδοξο Πατέρα του, έδωσε και σ’ αυτό την απάντηση.
Βλέπεις πώς με την σχηματοποίηση της διηγήσεως εφανερώθη το λογικόν περιεχόμενο των γεγονότων; Και πώς υμνήθη ο Κύριος της δόξης στο καθένα από αυτά, ωσάν κάποιος Βασιλεύς που εξέρχεται από τους ανακτορικούς θαλάμους, τα μητρικά σπλάγχνα δηλαδή, και περιοδεύει ευπρεπώς από τόπο σε τόπο; Ευλόγως λοιπόν ανέκραξε και ο υιός της βροντής Ιωάννης. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Αλλά τι να ειπούμε και για τον προερχόμενον από την έρημον Ιωάννην, το παράδοξον αυτό και πολυπόθητο για τους Ισραηλίτες θέαμα, τον άγγελο του Θεού, ο οποίος εχειροτονήθη απόστολος πριν τους Αποστόλους; Όμως ένας τόσο μεγάλος Βασιλεύς τοιούτον στρατιώτην έπρεπε να έχη, αυτόν τον τόσο μεγάλον Προφήτην ο μέγιστος Αρχιερεύς. Και ας κατανοήσωμε ποίο και πόσο μεγάλο μυστήριον έχουμε ενώπιόν μας: επειδή ήταν ανάρμοστον, ενώ παρευρίσκεται ο νυμφαγωγός, να απουσιάζη ο νυμφίος, και ενώ η φωνή αναβοά, να μην ακούεται ο Λόγος, τι γίνεται, πώς τα οικονόμησε ο Θεός; Συστέλλεται κάπως στην αφάνεια ο Ιωάννης από την βρεφικήν ακόμη ηλικία, ζώντας υπερφυώς σαν κάποιος «λύχνος υπό μόδιον» μέσα στην έρημο. Και εκεί ακούει θείες φωνές, και αξιώνεται να ιδή θείες οπτασίες. Μυσταγωγείται στα απόρρητα και διδάσκεται, όπως τότε που ήταν ακόμη έμβρυο, ποίος είναι ο Ιησούς, ότι δηλαδή είναι Υιός Θεού, και ότι εκείνος στον οποίο θα ιδή την πνευματοειδή περιστερά να «καταβή και να μείνη επ’ αυτόν, ούτος είναι ο βαπτίσων εν Πνεύματι Αγίω».
Και όταν συνεπληρώθη «το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», και η περίοδος της τριακονταετούς παρατάσεως έλαβε τέλος, τότε ιδού «και ο λύχνος επί την λυχνίαν καιόμενος, και φαίνων πάσι τοις εν τη οικία», εάν εννοήσωμε ως οικία την Ισραηλιτικήν Συναγωγή. Επεφάνη δε τότε και το αληθινόν φως που φωτίζει τον κόσμο. Ω του θαύματος! Ο ήλιος προς τον αστέρα, ο λόγος προς την φωνήν, ο νυμφίος προς τον φίλον, επειδή αυτό ήταν το σχέδιο της θείας Οικονομίας, ώστε με αυτόν τον τρόπο της προσεγγίσεως να εκπληρωθή στο πρόσωπο του Ιησού «πάσα δικαιοσύνη», και για να μιλήσωμε ευαγγελικώς, «ο μεν ένας να αυξάνη, ο δε άλλος να ελαττούται». Πράγματι, πώς θα ήταν δυνατόν να μην ελαττωθή το φως του λύχνου, ή και να αποσυρθή εντελώς, αφού ήδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης, με τα θαύματά του, αστραποβολούσε εξαίσια; Βλέπεις πόσο χρονικόν διάστημα εχρειάσθη για να ολοκληρωθή σωματικώς ο Ιησούς, κατά την διάρκειαν του οποίου υπετάσσετο στους γονείς του; «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού»! Γιατί άραγε; Όσοι είναι υψηλοί στις θεωρητικές αναβάσεις, και γνωρίζουν τα βάθη του Πνεύματος, ας δώσουν ο καθένας την ιδικήν του εξήγηση. Κατά την ιδικήν μου γνώμη όμως, για δύο λόγους: για να νομοθετήση ο νομοθέτης όλων των νομοθετών με την ιδικήν του υποταγή την υπακοή των τέκνων προς τους γονείς, και για να αγιάση όλα τα στάδια της ηλικίας, και τρίτον για να μην επιδείξη ο παντέλειος κάποια ξένην προς την ιδική μας και ανομοία βιοτήν, εφ’ όσον μάλιστα ήθελε να μας παρουσιάση τον τέλειον τρόπο ζωής. Αφού και τώρα, μολονότι είχε φθάσει στην τελείαν ανδρικήν ηλικία, ο Άρειος ετόλμησε να διακηρύξη ότι το σώμα του ήταν άψυχο, ο δε Απολινάριος, ακολουθώντας τον προηγούμενο ως προς την ασέβεια, να φλυαρήση ότι ο Κύριός μας δεν είχε νου, ο δε νέος Μανιχαίος, φθάνοντας στο αποκορύφωμα της ασεβείας, να δογματίση ότι δεν πρέπει να εικονίζεται. Και ας ιδούμε πόση είναι η διαφορά του ενός από το άλλο. Αυτός μεν που δίδει τον χαρακτηρισμό του αψύχου, αφαιρεί την ζωήν από το σώμα του Δεσπότου. Διότι ό,τι στερείται ψυχής, ευρίσκεται βεβαίως και έξω από την ζωή. Εκείνος δε που φλυαρεί ότι ο Κύριος είναι άνους, τον συναριθμεί με την άλογο φύση. Επειδή κάθε τι που δεν έχει νου είναι και άλογον. Ο άλλος δε που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να εικονίζεται, αρνείται εντελώς την σωματικήν φύση του Δεσποτικού σώματος. Διότι αφού δεν εικονίζεται, σημαίνει ότι είναι ασώματον. Πράγματι, αν έχη σώμα, και κάθε σώμα ημπορής να το αγγίσης, και έχη κάποιο χρώμα, αναγκαίως έπεται ότι ημπορεί και να εικονισθή, εκτός βέβαια εάν περιττολογούμε. Διότι εάν δεν είναι δυνατόν να εικονισθή, τότε αναμφιβόλως εξέρχεται από τα όρια του σωματικού, και ανήκει στην φύση των ασωμάτων. Τίποτε, όπως φαίνεται, δεν ημπορεί να συγκρατήση την γλώσσα που ασεβεί, όταν υποστηρίζεται και από την δύναμη της εξουσίας.
Ας ανυψώσωμε όμως το βλέμμα στις προφητικές θεοπτίες, και ας ιδούμε πώς προτυπώνεται σ’ αυτές το ιερώτατον βάπτισμα. Διότι σ’ αυτό μας καλεί η συνέχεια του λόγου. Τι λέγει λοιπόν ο Ησαϊας; Ας αναφέρωμε εκλεκτικά. «Ευφράνθητι έρημος διψώσα, ότι ερράγη (θα αναβλύση δηλαδή) εν ερήμω ύδωρ, και φάραγξ εν γη διψώση». Απευθύνεται δηλαδή στην ανθρωπίνη φύση, αυτήν που είναι έρημος όσον αφορά στην καρποφορία, η οποία προϋποθέτει πίστη και αγαθά έργα. Και ως εκ τούτου, επειδή διψά το ύδωρ της υιοθεσίας, ανέβλυσε προς χάριν της ωσάν ρεύμα ποταμού, το ύδωρ του Βαπτίσματος στον Ιορδάνη. Και τότε τι έγινε; «Και έσται η άνυδρος εις έλη», εννοεί πλουσία σε πίστη. «Και εις την διψώσαν γην, πηγή ύδατος έσται», η κρήνη αυτή της υιοθεσίας δηλαδή. «Και εκεί έσται ευφροσύνη ορνέων», εκείνων δηλαδή που αναγεννώνται με το βάπτισμα, οι οποίοι ως προς τον τρόπον της ζωής ομοιάζουν με τα όρνεα, αφού και αυτά εκ φύσεως ευχαριστούνται να διαβιώνουν στα ύδατα. Αλλά και κατά τον Γεδεών, τι είναι η πλήρης ύδατος λεκάνη; Και εδώ ο λόγος υποσημαίνει την ομοία με μήτρα κολυμβήθρα, η οποία έχει σχήμα κυκλικόν και είναι τορνευμένη από παντού, όπως η αναμαρτησία. Σ’ αυτήν εξεχύθη η ιαματική δρόσος του νοητού πόκου, η πλήρης Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναγεννώνται οι νεοτελείς παίδες του Θεού, αντικαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την «εκ σαρκός και αίματος» γέννησή τους. Και ανυψώνονται «εις άνδρα τέλειον», τόσον ώστε να κατανικούν με την Τριαδικήν λατρεία το γένος των δαιμόνων. Και κατά τον Ηλίαν όμως, τι είναι η τριπλή έκχυσις του ύδατος επάνω στο θυσιαστήριο και στο ολοκαύτωμα; Θεωρώ ότι φανερώνει ή την τριττήν υπόσταση της θείας μακαριότητος, την οποίαν επικαλείται ο ιερεύς κατά το βάπτισμα, ή την τριττήν κατάδυση του βαπτιζομένου. Και ο Νεεμάν ανέρχεται από το ύδωρ, σύμφωνα με την διαταγήν του ‘Ελισαίου, πλήρως καθαρισμένος. «Επέστρεψε», λέγει, «η σαρξ αυτού ως σαρξ παιδαρίου μικρού, και εκαθαρίσθη». Το θαύμα αυτό συμβολίζει την πλήρη απαλλαγήν του βαπτιζομένου από τις πληγές των αμαρτιών, και σημαίνει ότι αυτός ανέρχεται από το ύδωρ με ψυχήν καθαρισμένη από κάθε κηλίδα των προηγουμένων πλημμελημάτων.
Εάν μάλιστα θέλης να μάθης και το άμισθον της πνευματικής αναγεννήσεως, άκου τον Ησαϊα που λέγει: «Οι διψώντες, πορεύεσθε εφ’ ύδωρ και όσοι μη έχετε αργύριον, βαδίσαντες αγοράσατε, και φάγετε και πίεσθε άνευ αργυρίου και τιμής». Όποιος δηλαδή επιθυμεί κάποιο χάρισμα, ακόμη και αν δεν το λάβη, εκέρδισε ζωήν. Αλλά αυτά ούτως ή άλλως λαμβάνονται και μετέχονται εδώ μερικώς. Και η ιδική μου δε πτωχή διάνοια προσεκόμισε ανάλογο με την δεκτικότητά της αφιέρωμα στα προεόρτια. Συ όμως παρακαλώ, κοίτα τι γεγονότα θαυμαστά παρατηρούνται. Οι κολυμβήθρες έχουν γεμίσει από ύδατα. Βλέπουμε τις πηγές και τις κρήνες, τους ποταμούς και τις λίμνες να έχουν γίνει δοχεία του Πνεύματος. Η φύσις των υδάτων ανυψώθη σε τιμήν υπέρτιμον. Φώτα πολύμορφα που ομοιάζουν με αστέρια ετοιμάζονται να λαμπρύνουν όλη την γη, κατά την ιεράν εκείνη νύκτα. Σε κάθε δε πόλη και χώραν υπάρχουν κήρυκες της Εκκλησίας, οι οποίοι ιερατεύουν τα θεία και υψηλά αυτά μυστήρια, και αγιάζουν τα ύδατα δια της επιφοιτήσεως σε αυτά του Αγίου Πνεύματος. Είθε με την μετάληψιν αυτών να αγιασθούμε και εμείς, και να φωτισθούμε αυτήν την ημέρα από το παμφαές Πνεύμα, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν».
(Από το βιβλίο “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 639 και εξής. Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου