Αποσπάσματα από την ομιλία Ι΄ του αγίου Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου
«᾽Εν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται ᾽Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ᾽Ιουδαίας [καὶ] λέγων, Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν [: Κατά τις ημέρες εκείνες (που ο Ιησούς ζούσε αφανής στη Ναζαρέτ) έκαμε την εμφάνισή του ο Ιωάννης ο βαπτιστής και κήρυσσεστην έρημο της Ιουδαίας (που βρίσκεται στα βόρεια της Νεκράς Θάλασσας),και έλεγε:“μετανοείτε, αλλάξτε φρονήματα και ζωή, διότι η βασιλεία των ουρανών (την οποία θα μας φέρει ο Μεσσίας) έχει πλέον πλησιάσει”.]»
«᾽Εν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»: Ποιες ημέρες εννοεί ο Ευαγγελιστής; Διότι ο Ιωάννης δεν εμφανίζεται τότε, όταν δηλαδή ο Ιησούς ήταν παιδί, αλλά ύστερα από τριάντα έτη, όπως μαρτυρεί και ο Λουκάς (Λουκ. 3, 1-3). Γιατί, λοιπόν, λέγει «κατά τις ημέρες εκείνες»; Είναι γενική συνήθεια στην Αγία Γραφή να χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο της εκφράσεως, όχι μόνο όταν διηγείται αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο χρόνο, αλλά και όταν αναφέρεται σε γεγονότα που θα συμβούν πολλά χρόνια αργότερα.
Το ίδιο συνέβη και όταν ο Ιησούς καθόταν στο όρος των Ελαιών και Τον πλησίασαν οι μαθητές Του και ήθελαν να μάθουν για τη Δευτέρα παρουσία Του και την άλωση της Ιερουσαλήμ (Ματθ. 24 κ.ε.). Γνωρίζετε, βέβαια, πόσος χρόνος μεσολαβεί μεταξύ των δύο γεγονότων. Αφού, λοιπόν, ομίλησε για την ολοκληρωτική καταστροφή της μητροπόλεως και ολοκλήρωσε τον λόγο για τα γεγονότα αυτά (Ματθ. 24, 3 και 9) και επρόκειτο να μεταβεί στο χρόνο της συντελείας του κόσμου πρόσθεσε τη φράση «Τότε και αυτά θα συμβούν», χωρίς να συνάπτει τους δύο ξεχωριστούς χρόνους των δύο αυτών γεγονότων με το να πει «τότε», αλλά καθόριζε εκείνο μόνο τον χρόνο, κατά τον οποίο επρόκειτο να λάβουν χώρα αυτά· πράγμα το οποίο κάνει και τώρα, όταν λέγει: «Κατά τις ημέρες εκείνες». Διότι δεν επέλεξε την έκφραση αυτή για να δηλώσει τις αμέσως επόμενες ημέρες των προηγούμενων γεγονότων (Ματθ. 2, 23), αλλά εκείνες ήθελε να καθορίσει, κατά τις οποίες επρόκειτο να συμβούν, όσα προετοιμαζόταν να διηγηθεί.
Και για ποιο λόγο, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, ο Ιησούς, ύστερα από τριάντα χρόνια, ήλθε για να βαπτισθεί; Μετά το βάπτισμα αυτό, λοιπόν, σκόπευε να καταργήσει τον νόμο. Γι’ αυτό μέχρι της ηλικίας αυτής, η οποία προσβάλλεται από όλα τα αμαρτήματα, παραμένει και εφαρμόζει αυτόν καθ’ ολοκληρίαν, ώστε κανένας να μην ισχυρίζεται ότι κατήργησε αυτόν, επειδή δεν μπορούσε να τον τηρήσει. Διότι δε δεχόμαστε πάντοτε όλων μαζί των παθών την επίθεση· αλλά κατά την παιδική ηλικία μάς διακρίνει η απερισκεψία και η δειλία, στη συνέχεια δε η σφοδρή επιθυμία για τις ηδονές και έπειτα η επιθυμία των χρημάτων. Για τον λόγο αυτό, αφού περίμενε σε όλα τα στάδια της ηλικίας και αφού σε όλα αυτά τήρησε τον νόμο, έτσι έρχεται για να βαπτισθεί, τοποθετώντας το βάπτισμα στο τέλος μετά την εκπλήρωση των άλλων εντολών.
Το ότι δε το βάπτισμα ήταν γι’ αυτόν το τελευταίο κατόρθωμα από τα οριζόμενα από τον νόμο, άκουσε τι λέγει: «Διότι έτσι είναι πρέπον σε εμάς να εκτελέσουμε κάθε εντολή» (Ματθ. 3, 15). Αυτό δε που λέγει, σημαίνει το εξής· Εφαρμόσαμε όλες τις νομικές διατάξεις, δεν παραβιάσαμε καμία εντολή. Επειδή, λοιπόν, αυτό μας μένει ακόμη, πρέπει να το προσθέσουμε και αυτό και έτσι θα εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη δε ονομάζει εδώ την τήρηση όλων των εντολών· ότι αυτή είναι η αιτία, για την οποία ο Χριστός ήθελε να βαπτισθεί, είναι φανερό από τα ανωτέρω.
Αλλά γιατί ανατέθηκε τούτο το βάπτισμα στον Ιωάννη; Το ότι βέβαια ο υιός του Ζαχαρία δεν πήρε την απόφαση αυτή να βαπτίζει από μόνος του, αλλά εκτελούσε το έργο αυτό παρακινούμενος από τον Θεό, και ο Λουκάς το φανερώνει, όταν λέγει: «Δόθηκε εντολή από τον Θεό προς τον Ιωάννη» (Λουκ. 8, 2) και ο ίδιος ο Ιωάννης το λέγει: «Εκείνος που με απέστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· σε όποιον θα δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστερά και να μένει επάνω Του, Αυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο» (Ιωαν. 1, 33).
Και για ποιο σκοπό απεστάλη να βαπτίζει; Και αυτό, πάλι, ο Βαπτιστής μάς το γνωστοποιεί λέγοντας: «Και εγώ ο ίδιος δεν Τον γνώριζα προηγουμένως, αλλά για να γίνει Αυτός φανερός στους Ισραηλίτες, για τον λόγο αυτό ήλθα εγώ και βαπτίζω με νερό στα ύδατα του Ιορδάνου»(Ιωαν. 1,31).
Μα εάν ήταν μόνο αυτή η αιτία της αποστολής του, τότε γιατί λέγει ο Λουκάς ότι «ήλθε σε ολόκληρη την περιοχή του Ιορδάνη και κήρυττε βάπτισμα μετανοίας για άφεση αμαρτιών» (Λουκ. 3, 8); Βέβαια, το βάπτισμα αυτό δεν έσβηνε τα αμαρτήματα, αλλά η δωρεά αυτή ήταν γνώρισμα του βαπτίσματος που δόθηκε στη συνέχεια. Διότι, μέσω του βαπτίσματός μας ενταφιαστήκαμε μαζί με τον Χριστό και ο παλαιός μας εαυτός συσταυρώθηκε τότε, και πριν από τον σταυρό δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών σε καμία περίπτωση· πάντοτε, βέβαια, το αίμα Αυτού θεωρείται ως αιτία της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων. Αλλά και ο Παύλος λέγει: «Αλλά λουσθήκατε με το άγιο βάπτισμα και καθαρισθήκατε από αυτά τα αμαρτήματα», όχι με το βάπτισμα του Ιωάννου, «αλλά πήρατε τον αγιασμό που χαρίζει το Πνεύμα το Άγιο, γίνατε δίκαιοι εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια του Πνεύματος του Θεού μας» (Α΄Κορινθ. 6, 11). Και σε άλλο βιβλίο λέγει: «ο Ιωάννης μεν σας βάπτισε σε βάπτισμα μετανοίας και προπαρασκευής» και δεν λέγει «αφέσεως», «λέγοντας συγχρόνως στον λαό να πιστέψουν σε εκείνον, που θα ερχόταν κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησού Χριστό, ο οποίος και μόνος θα έδιδε άφεση και σωτηρία”. Πραγματικά, αφού ακόμη δεν είχε πραγματοποιηθεί η θυσία του Κυρίου, ούτε το άγιο Πνεύμα είχε κατέβει, ούτε η αμαρτία είχε συγχωρηθεί, ούτε η έχθρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου είχε καταργηθεί, ούτε η κατάρα είχε αφανιστεί, πώς επρόκειτο να γίνει άφεση αμαρτιών;
Τότε τι σημαίνει η έκφραση «εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. 3, 4· Μαρκ. 1, 4); Οι Ιουδαίοι ήταν αγνώμονες και ουδέποτε δε συναισθάνονταν τα αμαρτήματά τους, αλλά, ενώ ήσαν ένοχοι για τα βαρύτερα παραπτώματα, δικαίωναν τους εαυτούς τους σε κάθε περίπτωση, πράγμα το οποίο τους οδήγησε στην καταστροφή και τους απομάκρυνε από την πίστη. Αυτήν την κατηγορία αποδίδοντας σε αυτούς και ο Παύλος έλεγε· «Διότι αυτοί αγνόησαν μεν και παραμέρισαν την δικαίωση, που εξ αγάπης παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τις δικές τους αντιλήψεις περί δικαιώσεως και έτσι δεν υποτάχθηκαν στην δικαίωση του Θεού (Ρωμ. 10, 3)». Και πάλι· «Τι λοιπόν θα συμπεράνουμε τώρα; Ότι τα ειδωλολατρικά έθνη που δεν επεδίωκαν να δικαιωθούν, κατέλαβαν ως κτήμα τους την δικαίωση, δικαίωση δε η οποία προέρχεται από την πίστη, οι δε Ισραηλίτες, οι οποίοι επιζητούσαν την δικαίωσή τους δια του Νόμου στον αληθινό Νόμο της δικαιώσεως, δεν κατόρθωσαν να φθάσουν. Γιατί; Διότι δεν επεδίωκαν την δικαίωσή τους δια της πίστεως στον Χριστό, αλλά δια του Μωσαϊκού Νόμου, σαν να ήταν δυνατόν με έργα του Νόμου να δικαιωθούν. Διότι εξαιτίας της απιστίας τους “σκόνταψαν επάνω στον Χριστό, ο οποίος υπήρξε γι’ αυτούς λίθος προσκόμματος”» (Ρωμ .9, 30-32).
Επειδή λοιπόν η αντίληψη αυτή ήταν η αιτία των κακών, έρχεται Ιωάννης, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά προσπαθεί να τους φέρει σε συναίσθηση των αμαρτιών τους. Εξάλλου, αυτό φανέρωνε και εξωτερική του εμφάνιση η οποία ήταν εμφάνιση μετανοίας και εξομολογήσεως: «φορούσε ένδυμα από τρίχες καμήλου και δερμάτινη ζώνη, γύρω από την μέση του» (Ματθ. 3, 4). Το ίδιο φανέρωνε και το κήρυγμά του, διότι δεν έλεγε τίποτε άλλο, παρά «να κάνετε καρπούς άξιους της μετανοίας» (Ματθ. 3, 8· Λουκ. 3, 8).
Επειδή λοιπόν, η μη αναγνώριση των οικείων αμαρτημάτων, όπως απέδειξε και ο Απόστολος Παύλος, τους έκανε να απομακρύνονται από τον Χριστό, ενώ η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους τούς γεννούσε την επιθυμία να αναζητούν τον Λυτρωτή και να επιδιώκουν τη συγχώρηση των αμαρτιών, για τον λόγο αυτό ήλθε Ιωάννης, για να συντελέσει σε αυτό ακριβώς και να πείσει αυτούς να μετανοήσουν· όχι βέβαια για να τιμωρηθούν, αλλά αφού με την μετάνοια γίνουν πιο ταπεινοί και κατηγορήσουν τους εαυτούς τους, να σπεύσουν για να λάβουν τη συγχώρηση.
Κοίταξε, λοιπόν, με πόση ακρίβεια καθόρισε αυτό. Διότι αφού είπε· «εμφανίστηκε ο Ιωάννης και κήρυσσε βάπτισμα μετανοίας στην έρημο της Ιουδαίας», πρόσθεσε «προς συγχώρηση των αμαρτιών» (Μαρκ. 1, 4), σαν να έλεγε, δηλαδή, ότι δι’ αυτού του βαπτίσματος έπειθε αυτούς να ομολογήσουν τα αμαρτήματά τους και να μετανοήσουν γι’ αυτά, όχι για να τιμωρηθούν, αλλά για να δεχθούν ευκολότερα την κατοπινή συγχώρηση. Διότι εάν δεν καταλόγιζαν τις αμαρτίες στους εαυτούς τους, ούτε τη Χάρη δε θα ζητούσαν. Εάν όμως δε ζητούσαν την χάρη, ούτε τη συγχώρηση δε θα ελάμβαναν. Ώστε το βάπτισμα αυτό προετοίμαζε τον δρόμο για τον Ιησού, γι’ αυτό και έλεγε ο Ιωάννης στο λαό· «να πιστέψουν σε Εκείνον, που θα ερχόταν κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησού Χριστό, ο οποίος μονάχα θα έδιδε άφεση και σωτηρία» (Πραξ. 19, 4), προσθέτοντας και αυτή τη σκοπιμότητα του βαπτίσματος σε αυτήν που αναφέρθηκε παραπάνω.
Πραγματικά, δεν ήταν το ίδιο το να περιέρχεται τα σπίτια και να περιφέρει τον Χριστό κρατώντας Τον από το χέρι και να λέγει: «Να πιστέψετε σε Αυτόν», με το να ακουσθεί η μακαρία εκείνη φωνή «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα [: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος (ομονογενής ως Θεός υιός μου, και ο απολύτως αναμάρτητος ως άνθρωπος) στον οποίον αναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι πράττει το αρεστό σε εμένα] (Ματθ. 3, 16-17)» και να γίνουν όλα τα άλλα, ενώ ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι και έβλεπαν τα συμβαίνοντα.
Για τον λόγο αυτό έρχεται για να βαπτισθεί. Διότι η υπόληψη του βαπτίζοντος και η υπόθεση του βαπτίσματος προσέλκυε ολόκληρη την πόλη και την καλούσε προς τον Ιορδάνη και μεγάλη συγκέντρωση, σαν σε θέατρο, πραγματοποιούταν. Για τον λόγο αυτόν, ο Ιωάννης όταν συγκεντρώθηκαν τους ελέγχει και προσπαθεί να τους πείσει να μην έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αποδεικνύοντάς τους ότι είναι ένοχοι για τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, εάν δε μετανοήσουν και δεν αφήσουν τη συνεχή αναφορά στους προγόνους και την καύχηση για την ευγενική τους καταγωγή και δε δεχθούν τον Ερχόμενο.
Διότι είχαν βέβαια συσκιασθεί τα σχετικά με τη ζωή του Χριστού παλαιότερα και πίστευαν οι πολλοί ότι είχε πεθάνει εξαιτίας της σφαγής που έλαβε χώρα στη Βηθλεέμ από τον Ηρώδη. Βέβαια φανέρωσε τον εαυτό Του όταν ήταν δώδεκα ετών, αλλά γρήγορα πέρασε πάλι στην αφάνεια. Για τον λόγο αυτό, χρειάζονταν λαμπρά προοίμια και κάποια υψηλότερη αρχή του έργου. Γι’ αυτό και τότε κατά πρώτον, όσα ουδέποτε δεν άκουσαν οι Ιουδαίοι, ούτε από τους προφήτες, ούτε από άλλον κανένα, διακηρύσσει με δυνατή φωνή ο Ιωάννης, αναφερόμενος στον ουρανό και την εκεί Βασιλεία, χωρίς να λέγει τίποτα περί της γης, πλέον. Όταν δε λέγει «Βασιλείας», εννοεί εν προκειμένω την παρουσία του Ιησού την πρώτη και την τελευταία.
«Και τι σχέση έχει αυτό με τους Ιουδαίους;», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς. Πραγματικά δεν αντιλαμβάνονται τι λες. Μα γι’ αυτό ακριβώς ομιλώ με τέτοιον τρόπο, απαντά ο Ιωάννης, ώστε παρακινούμενοι από την ασάφεια των λεγομένων, να θελήσουν να αναζητήσουν τον κηρυττόμενο. Έτσι λοιπόν τους προσείλκυε με τις χρηστές ελπίδες, όταν πήγαιναν κοντά του, ώστε και πολλοί τελώνες («ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι» Λουκ. 3, 12-13) και στρατιωτικοί (Λουκ. 3, 14) να ρωτούν τι πρέπει να πράττουν και πώς να ρυθμίζουν τη ζωή τους, πράγμα το οποίο ήταν απόδειξη ότι είχαν απαλλαγεί από τα επίγεια πράγματα και φρόντιζαν για άλλα σπουδαιότερα ζητήματα και ότι ονειρεύονταν τα μελλοντικά αγαθά, διότι όλα, και οι πράξεις και οι λόγοι τους ενέπνεαν υψηλό φρόνημα.
Σκέψου λοιπόν τι σήμαινε να δουν άνθρωπο, ο οποίος ήταν υιός αρχιερέως, να επιστρέφει από την έρημο ύστερα από τριάντα χρόνια, χωρίς να έχει χρειαστεί ποτέ μέχρι τώρα τίποτε από τα ανθρώπινα και να είναι άξιος σεβασμού από πάσης απόψεως, έχοντας μαζί του τον προφήτη Ησαΐα. Διότι ήταν και αυτός παρών, προβάλλοντας τον Ιωάννη και λέγοντας· «Αυτός δε ο Ιωάννης ήταν εκείνος, για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Ησαΐας λέγοντας·‘’ιδού ακούγεται φωνή ανθρώπου, ο οποίος κράζει μεγαλοφώνως στην έρημο· Ετοιμάστε τον δρόμο του Κυρίου, κάντε ευθείς και ομαλούς τους δρόμους αυτού· (δηλαδή προπαρασκευάστε τις καρδιές σας και καθαρίστε τις ψυχές σας, για να τις επισκεφτεί ο Κύριος). Αυτός είναι εκείνος, για τον οποίο είπα ότι θα έλθει και θα φωνάζει και θα κηρύττει με δυνατή φωνή στην έρημο»(Ματθ. 3, 3· Ησ. 40, 3). Διότι τόσο πολύ φρόντιζαν οι προφήτες για τα πράγματα αυτά, ώστε όχι μόνο για τον Κύριό τους προ πολλού χρόνου να προφητεύσουν, αλλά και για εκείνον, ο οποίος επρόκειτο να υπηρετήσει αυτόν. Και όχι μόνο αυτόν αναφέρουν αλλά και τον τόπο στον οποίο επρόκειτο να παραμείνει και τον τρόπο του κηρύγματος, τον οποίο θα αξιοποιούσε όταν θα εμφανιζόταν στους ανθρώπους, καθώς και τα αποτελέσματα της δράσεως αυτού.
Κοίταξε, λοιπόν, πώς καταλήγουν στα ίδια νοήματα, αν και δε χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις, και ο Προφήτης και ο Βαπτιστής. Πραγματικά, ο μεν Προφήτης λέγει ότι θα έλθει, λέγοντας: «Ετοιμάστε τον δρόμο του Κυρίου, κάντε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους Αυτού» (Ησ. 40, 3)· ο δε Βαπτιστής αφού ήλθε έλεγε: «Κάντε καρπούς άξιους της μετάνοιας» (Ματθ. 3, 3), πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με το «ετοιμάσατε τον δρόμο του Κυρίου». Βλέπεις ότι με όσα είπε ο Προφήτης και με όσα κήρυττε ο Ιωάννης, ένα μόνο πράγμα δηλώνεται, ότι δηλαδή ήλθε ο Ιωάννης να εξομαλύνει τον δρόμο και να προετοιμάσει την έλευση του Μεσσία, όχι για να προσφέρει την δωρεά, πράγμα που ισοδυναμεί με τη συγχώρηση των αμαρτιών, αλλά μόνο προετοίμαζε τις ψυχές εκείνων, που επρόκειτο να δεχθούν τον Θεό των όλων.
Ο δε Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει και κάτι επιπλέον. Δηλαδή, δεν έθεσε το προοίμιο μόνο και σταμάτησε, αλλά παραθέτει ολόκληρη την προφητεία: «πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ [: Κάθε φαράγγι θα γεμίσει (θα σκεπασθούν δηλαδή τα χάσματα, που η έλλειψη της αρετής δημιουργεί στις ψυχές) και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώσει και θα ισοπεδωθεί (κάθε δηλαδή εγωισμός και υψηλοφροσύνη, που εμποδίζει την λυτρωτική χάρη του Θεού, θα εξαλειφθεί και θα σβήσει από τις ψυχές) τα στραβά και ανώμαλα μονοπάτια θα γίνουν ευθεία οδός και οι πετρώδεις δρόμοι ομαλοί. (Ανωμαλίες και τραχύτητες και ιδιοτροπίες που δημιουργούν τα πάθη, θα φύγουν από τις ψυχές, για να υποδεχθούν αυτές τον Σωτήρα). Και όταν θα πραγματοποιηθεί αυτή η ηθική προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα δει και θα απολαύσει την σωτηρία που στέλνει ο Θεός” (Λουκ. 3, 5-6· Ησ. 40, 4-5). […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου