Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Κανόνας Ακάθιστου Ύμνου

Χαίρε στερρόν της πίστεως έρεισμα,Χαίρε λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα

 Αν κάτι λείπει από τους καιρούς μας είναι η πίστη ως εμπιστοσύνη, όπως φανερώνει το νόημα της λέξης. 


Οι άνθρωποι έχουμε φτάσει να μην εμπιστευόμαστε τον ίδιο τον εαυτό μας. Άλλα θέλουμε, άλλα κάνουμε. Άλλα λέμε, άλλα εννοούμε. Άλλες είναι οι αποφάσεις μας, αλλού πορευόμαστε. Δεν είναι μόνο οι επιδράσεις που υφιστάμεθα από το περιβάλλον μας. Είναι το αδύναμο του χαρακτήρα μας, το οποίο δεν έχει στερεότητα, αποφασιστικότητα, ετοιμότητα για κόπο, ώστε να κρατήσουμε την σκέψη, την επιθυμία, την απόφαση. Η στάση μας μάς κάνει να κλονιζόμαστε. Να αισθανόμαστε αβεβαιότητα αν η βούλησή μας θα υλοποιηθεί από εμάς τους ίδιους.




  Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Δεν νιώθουμε ότι υπάρχουν αληθινά στηρίγματα στην ζωή μας. Ακόμη και το οικογενειακό μας περιβάλλον αρέσκεται στο να μην μας λέει την αλήθεια γι’ αυτό που είμαστε. Υπάρχει μία χαλαρή, δήθεν αγαπητική στάση, στην πραγματικότητα όμως όλα κινούνται στην λογική της μη σύγκρουσης. 


Εξάλλου, όλες οι έρευνες δείχνουν και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η πολυφωνία και κακοφωνία της πληροφόρησης και του Διαδικτύου έχουν δημιουργήσει τεράστια σύγχυση. Είναι αρκετή μία φράση από κάποιον, για να κλονίσει όλη την εμπιστοσύνη, ακόμη και σ’ αυτούς που γνωρίζουν. Και έτσι, ενώ δεν είμαστε σε θέση να εμπιστευθούμε τον ίδιο μας τον εαυτό, εντούτοις έχουμε μία ανάγκη η σκέψη μας να είναι το παν. Έτσι, την γνώμη μας την κάνουμε αλήθεια, σε ένα μετανεωτερικό κρεσέντο απουσίας κοινότητας και συλλογικότητας. Οι άλλοι υπάρχουν όχι για να τους λαμβάνουμε υπόψιν, αλλά για να μας δίνουν ψήγματα γνωμών, που αν συμφωνήσουν κατά τι με την δική μας προδιάθεση, είναι αρκετό.




  Στην πραγματικότητα των αντιφάσεων η Εκκλησία μας επιμένει να προβάλλει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου «ως στερρόν της πίστεως έρεισμα», ως το ασάλευτο βάθρο της πίστης. Στο πρόσωπό της διαπιστώνουμε τι σημαίνει στην πράξη η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, η οποία γίνεται απόφαση υπέρβασης της γνώμης των άλλων. Την ίδια στιγμή, η Παναγία συμμετέχει στην κοινότητα που λατρεύει τον Θεό, τόσο με την παραμονή της στον ναό των Ιεροσολύμων στα παιδικά της χρόνια, όσο και με την τήρηση των διατάξεων του νόμου όταν γίνεται μητέρα (περιτομή, σαραντισμός), αλλά και των εορτών (το Πάσχα στο οποίο πηγαίνει με τον Ιωσήφ και τον δωδεκαετή Ιησού στα Ιεροσόλυμα). Δεν είναι επιλεκτική όμως η τήρηση του νόμου, αλλά ουσιαστική. Μόνο μία διαφορετική εντολή του Θεού, όπως αυτή που δόθηκε στον Ευαγγελισμό, την κάνει να υπερβαίνει τα θρησκευτικά όρια. Κι εδώ όμως λειτουργεί η εμπιστοσύνη της σχέσης.




  Η Παναγία γίνεται στερρόν έρεισμα της δικής μας πίστης διότι στο πρόσωπό της βλέπουμε τις δυνατότητες της ανθρωπότητας να χτίσει έναν νέο τύπο ανθρώπου, με γνώμονα την ελευθερία. 


Η Παναγία δεν είναι το πρότυπο του εκκοσμικευμένου ανθρώπου, ο οποίος εμπιστεύεται τα επιτεύγματά του, τον νου και τον ορθολογισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία, την διάθεση να ζήσει χωρίς Θεό και με θεό τον εαυτό του, με παραδοχή ότι τα πάντα οδηγούνται στο μηδέν και απομένει το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον αποθνήσκομεν», οδηγούμενος στον απόλυτο ατομοκεντρισμό. 


 Η Παναγία είναι η έκφραση του μυστηρίου της ελευθερίας που ξεκινά από την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που αγαπά άνευ όρων και με μόνη προσδοκία την εμπιστοσύνη. Κοπιάζει, αλλά και του χαρίζεται για τον κόπο του η πληρότητα της χάριτος και της ευλογίας, όπως στην Παναγία, η οποία έγινε και «λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα». 


 Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που δεν αγωνιά για την ζωή και την στάση των άλλων, αλλά καταθέτει τον κόπο και τον αγώνα του, μη πεποιθώς επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, αλλά επί τον Θεόν, ο Οποίος γνωρίζει κάθε ανάγκη μας και προνοεί. 


Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που καταβάλει κάθε κόπο σαν να εξαρτώνται όλα απ’ αυτόν, αλλά δεν επενδύει στο αποτέλεσμα, καθώς αφήνει τον Θεό να έχει τον τελευταίο λόγο. 


Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που πιστεύει στην σωτηρία διά της ανάστασης, ακριβώς διότι βλέπει, όπως η Παναγία, τον Θεό να γίνεται άνθρωπος για να μας σώσει από κάθε μορφή θανάτου. Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που αγαπά τον συνάνθρωπό του, με κριτήριο την αλήθεια, αλλά και την συγχώρηση για ό,τι ο άλλος δεν μπορεί ή δεν θέλει να δώσει.




 Αυτή η πίστη ως εμπιστοσύνη στον Χριστό και στον τρόπο που η Εκκλησία διασώζει είναι και η τελική απάντηση στο ανθρωπολογικό ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος; Η εμπιστοσύνη στον Θεάνθρωπο Χριστό , η εμπιστοσύνη της Παναγίας, γίνεται η αρχή της βίωσης της απάντησης: ον αγάπης και ελευθερίας, που δεν νικιέται από τον θάνατο. Υπάρχουμε για να αγαπάμε κι εκεί βρίσκεται η ευτυχία και το νόημα της ζωής μας. Υπάρχουμε για να ζητούμε τον Χριστό και εκεί βρίσκεται η υπέρβαση της μοναξιάς μας. Υπάρχουμε για να πιστεύουμε. Δοξολογούμε τον Θεό και ελπίζουμε στην χάρη Του, όσο κι αν ο κόσμος μας βρίσκεται σε έναν διαρκή Άδη παροδικότητας, θανάτου, εξουσίας, καχυποψίας και δυσπιστίας. Και αναφωνούμε: «χαίρε, Μαρία, κυρία πάντων ημών», εύχου υπέρ ημών, για να έχουμε λίγη από την εμπιστοσύνη σου που νοηματοδοτεί την ζωή μας αυθεντικά!




π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον.

 Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἔνα ἀριστούργημα τῆς Βυζαντινῆς Ὑμνογραφίας. Εἶναι ἕνα Κοντάκιο, σύνολο ὕμνων μέ 24 μέρη, πού ἔχουν ἀλφαβητική διάταξη. Ἀναφέρονται ἀνά ἕνα στήν Παναγία καί καταλήγουν  μέ τό χαῖρε Νύφμη ἀνύμφευτε καί ἀνά ἕνα στό Χριστό, πού τελειώνουν μέ τό Ἀλληλούϊα, πού θά πεῖ: Αἰνεῖτε τόν Θεό, τόν Κύριο.




Συγγραφέας τοῦ Ὕμνου αὐτοῦ εἶναι ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ μελωδός, ὁ ποιητής τῶν κοντακίων, ὁ πρίγκηπας τῶν Βυζαντινῶν ὑμνογράφων. Λέγεται δέ Ἀκάθιστος ὁ Ὕμνος, γιατί τόν ἔψαλλαν ἀκάθιστοι, ὄρθιοι σέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία, στόν Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά εὐχαριστήσουν τήν Παναγία, πού ἔσωσε τήν Βασιλεύουσα ἀπό βέβαιη καταστροφή .


Τό ἔτος 626 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος μέ τόν κύριο ὄγκο τοῦ στρατοῦ πολεμοῦσε τούς Πέρσες στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας. Ἔκανε ἱερό πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν, γιά νά ἐλευθερώσει καί νά φέρει πίσω τόν Τίμιο Σταυρό, πού ἅρπαξαν οἱ βάρβαροι ἀπό τά Ἱεροσόλυμα.


Ὁ Χαγάνος, ὁ ἀρχηγός τῶν Σκυθῶν καί Μυσῶν, ἦρθε σέ συνεννόηση μέ τούς Πέρσες καί πολιόρκησαν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πόλη βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέση. Οἱ ἐχθροί γύρω πολλοί, ἐνῷ μέσα ὁ στρατός ἐλάχιστος μέ τόν φρούραρχο Βῶνο.


Ὁ λαός τρομοκρατεῖται καί ἀπελπίζεται. Φόβος καί τρόμος, μεγάλη τραχή τούς κατέλαβε. Ἔπεσε τό ἠθικό τους. Ἀπαισιοδοξία ἐπικρατοῦσε παντοῦ.  Ψυχή καί καταφυγή γιά ὅλους ποιός ἄλλος; Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Πιστός καί γενναῖος Πατριάρχης Σέργιος. Ἄς προσέξουμε, παρακαλῶ, τά λόγια του: Εἶναι κρῖμα νά ἀπελπίζεσθε. Γιατί σκέπτεσθε σάν ἄνθρωποι, πού δέν πιστεύουν στό Θεό; Ἐμπιστεύθηκα τήν τύχη τῆς Πόλεως στά χέρια τῆς Παναγίας.


Τά λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖα. Γιατί στίς δυσκολίες τά βαφουμε μαῦρα; Γιατί κάνουμε σάν νά μή ὑπάρχει Θεός;  Ποῦ θά καταφύγουμε στά δύσκολα; Στήν Παναγία. Στήν κραταιά της σκέπη. Ἐξ ἄλλου καί ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ὅταν ἔχτισε τήν Πόλι, στήν Παναγία τήν  ἀφιέρωσε. Γι᾿ αὐτό στό τῇ Ὑπερμάχῳ ψάλλουμε, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε. Ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πόλις τῆς Θεοτόκου.


Μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχη ὁ λαός ἐμψυχώθηκε. Πραγματικός συναγερμός ἔγινε. Πατριάρχης, Κλῆρος καί Λαός ξεχύθηκαν στύς δρόμους μέ τά λάβαρα τῶν Ἐκκλησιῶν, μέ Ἱερά Κειμήλια στά χέρια, μέ τήν Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας, μέ τά Λείψανα τῶν Ἁγίων. ( Ἄν δέν ἦταν ἡ Ἐκκλησία καί οἱ Παπάδες τί θά γινώμασταν!). Ὁ Πατριάρχης ἄκαμπος κρατώντας στά χέρια τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔδινε δύναμη καί θάρρος. Ἀπό τά στόματα ὅλων ἔβγαιναν κραυγές ἱκεσίας: Πρόφθασε, Παναγία μου, μή μᾶς ἐγκαταλίπεις τώρα, πού χανόμαστε. Σῶσε τόν λαό σου καί τήν πόλη σου. Εὐλόγησε τήν κληρονομία σου.


Τότε συνέβη ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα θαύματα καί ὑπερφυσικά γεγονότα τῆς Πίστεως. Τρομαγμένοι οἱ ἐπιτιθέμενοι ἐχθροί ἄκουγαν θόρυβο, σάν χιλιάδες στρατός νά ἐπιτέθηκε εναντίον τους, πού ἔφερνε ὄλεθρο καί καταστροφή στίς τάξεις τους. Ἔτσι ξαφνικά καί ἀπροσδόκητα ἀπό διῶκτες ἔγιναν διωκόμενοι. Χιλιάδες πτώματα στρώθηκαν στή γῆ. Πανικόβλητοι, ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει, τράπηκαν σέ φυγή, γιά νά σωθοῦν, φωνάζοντας ἀπεγνωσμένα μεταξύ τους: Ποῦ βρέθηκε, ποῦ ἦταν κρυμμένος τόσος στρατός; Στρατός ὅμως δέν ὑπῆρχε. Ἦταν ὁ Θεός καί ἡ Παναγία πού τούς κυνηγοῦσαν.


Οἱ ἱστορικοί ὁμιλοῦν γιά ἕναν ἀνεμοστρόβιλο, πού σηκώθηκε καί ἔφερε πανικό καί καταστροφή. Ἀγρίεψε ἡ θάλασσα καί σήκωσε τεράστια κύματα. Συντρίμια ἔγιναν τά πλοῖα τοῦ ἐχθροῦ. Ἐκτός ἀπό τά πτώματα γύρω ἀπό τά τείχη, γέμισε καί ἡ παραλία μέ νεκρά κορμιά, πού ξέβρασε ἡ θάλασσα τούς  πνιγμένους.


Τά μάτια τῶν χριστιανῶν ἔτρεχαν δάκρυα, τώρα ὄχι πόνου καί ἀγωνίας, ἀλλά δάκρυα χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης. Μέ ἀλαλαγμούς καί ζητωκραυγές κατευθύνθηκαν τά πλήθη στήν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, γιά νά εὐχαριστήσουν καί δοξολογήσουν τόν Θεό καί τήν Παναγία. Ἦταν ἡ νύχτα τῆς 7ης πρός τήν 8η Αὐγούστου. Πρῶτος ὁ Πατριάρχης γιά πρώτη φορά ἔψαλε τό τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια... καί στή συνέχεια ὅλη τήν νύκτα ἐκείνη "ὀρθοστάδην τόν ὕμνον τῇ τοῦ Θεοῦ Μητρί γηθοσύνως ἔμελψαν".


Αὐτός ὁ ὕμνος, ὁ λυτρωτικός καί νικητήριος, ἔγινε λαοφιλής. Ἔγινε κάτι σάν Ἐθνικός Ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους μας. Στόν Ὕμνο αὐτό βλέπουμε τόν Ὀρθόδοξο Ἑλληνισμό. Τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί τήν ἐθνική ζωή. Τήν Πίστη καί τήν Πατρίδα, πού συσφίγγονται ἁρμονικά γύρω ἀπό αὐτόν τόν Ὕμνο. Τά λόγια του μᾶς ἀφυπνίζουν τό πατριωτικό καί θρησκευτικό αἴσθημα. Μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν μεγάλο καί γενναῖο αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, πού καθιέρωσε τήν ἑλληνική γλῶσσα ὡς τήν ἐπίσημη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.


Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

 ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ 


Στην επίσημη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ' όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας.




Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε' Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής         Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την ' «πρεσβεία». Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις σ' ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.


Θα παρατρέξωμε το διαφιλονικούμενο, εξ' άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητού του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιηταί του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητάς του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνεδέθη από την παράδοσι η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίση κάπως στην αναζήτησί μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η  Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά την λύσι της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία, που απεδόθη στην θαυματουργική δύναμι της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήτο ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνας για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθη και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήτο. Εξ' άλλου ο ύμνος θα         έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάμνη λόγο γι' αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).


Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνεδέθη πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρησι του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά την σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι, οίκοι του ύμνου αυτού εψάλλοντο, «ορθοί πάντες» τους ήκουαν εις ένδειξιν ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» εκάθηντο.


Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ' αυτήν. Στις 8 Αυγούστου ελύθη η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζετο η ανάμνησις της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου ελύθη η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικούς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος. Καθ' ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος εψάλλετο πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ' άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.


Όταν ο Ακάθιστος συνεδέθη με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη ύπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρι σ' αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμι να την ελευθερώνη από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογή κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Ο ύμνος ψάλλεται και πάλι σε ήχο πλ. δ΄.




«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,


ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια


αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·


αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,


εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,


ίνα κράζω σοι·


Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».


Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Μανώλη

 Τὴν 25η Μαρτίου ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Ἐφέτος (25. 3.1977) τὴν ἰδίαν ἡμέραν ἑορτάζομεν καὶ τὸν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.


Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἀποψινή μας ὁμιλία θὰ ἀφιερωθῆ εἰς τὴν ἀνάλυσιν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ποὺ εἶναι καὶ ὁ ὡραιότερος ὕμνος διὰ τὸν Εὐαγγελισμόν.




Ἀκούσαμεν τὸν ὑπέροχον αὐτὸν ὕμνον νὰ ψάλλεται τμηματικῶς κατὰ τὰ ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων Παρασκευῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς.


Τὴν προσεχῆ Παρασκευὴν θὰ γίνη ἡ ἀνακεφαλαίωσις. Ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας προβλέπεται ἡ ψαλμωδία τοῦ Ἀκαθίστου κατὰ τὸν ὄρθρον τοῦ Σαββάτου. Διὰ τοῦτο λέγεται «Σάββατον τοῦ Ἀκαθίστου».




Ἔτσι ψάλλεται μέχρι σήμερον εἰς τὰ μοναστήρια, ποὺ κρατοῦν τὴν παράδοσιν. Εἰς τοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου πρὸς διευκόλυνσιν τῶν χριστιανῶν ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου καὶ τὸ πρωΐ τελεῖται ὁ ὄρθρος καὶ ἡ θεία Λειτουργία.


Δὲν ὑπάρχει ἴσως ἄλλο ὑμνολογικὸν κείμενον τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ νὰ ἐχρησιμοποιήθη εἰς τὴν θείαν λατρείαν τόσες φορὲς ὅσες ὁ Ἀκάθιστος.


Εἰς τὰ μοναστήρια τὸν διαβάζουν κάθε ἡμέρα καὶ οἱ μοναχοὶ τὸν γνωρίζουν ἀπὸ στήθους. Εἰς τὰς ἐνορίας εἶναι μία ἀπὸ τὰς προσφιλεστέρας εἰς τὸν λαὸν ἀκολουθίας, ποὺ συγκεντρώνουν κάθε Παρασκευὴ βράδυ κατὰ τὴν περίοδον τῆς Τεσσαρακοστῆς ἕνα πλῆ θος κόσμου.


 Ἀναρίθμητοι εἶναι αἱ ἐκδόσεις τοῦ ὕμνου αὐτοῦ καὶ πλῆθος μελετῶν ἔχουν γραφῆ μὲ θέμα τὸν Ἀκάθιστον Ὕμνον.


 Μία πολὺ πρόσφατος ἔκδοσις εἶναι τὸ βιβλίον τοῦ καθηγητοῦ κ. Ἀνδρέου Θεοδώρου «Ἡ Κόρη τῆς Βασιλείας», τὸ ὁποῖον εἶναι, ὅπως τὸ χαρακτηρίζει ὁ σεμνὸς καὶ εὐσεβὴς καθηγητής, «Σχόλιον θεολογικὸν εἰς τὸν Ἀκάθιστον Ὕμνον».




Πολλοὶ λόγοι συνετέλεσαν εἰς τὴν μεγάλην διάδοσιν τοῦ Ἀκαθίστου: τὸ θέμα του, ἡ μελωδία του, ἡ ὡραία του ποιητική πλοκὴ καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τὸ ἔθνος μας, ἡ σύνδεσίς του μὲ μεγάλα γεγονότα τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου.


 Ἡ Παναγία μας, ἐξ ἄλλου, τὴν ὁποίαν ὑμνολογεῖ ὁ Ἀκάθιστος εἰς ὅλην τὴν μακραίωνα ζωὴν τῆς ἐκκλησίας εἶναι τὸ κέντρον τῆς εὐλαβείας τῶν χριστιανῶν, τὸ πρόσωπον, ποὺ μακαρίζουν, κατὰ τὴν πρόρρησίν της «πᾶσαι αἱ γενεαί».


Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι τὸ κοντάκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ ὕμνος δηλαδὴ τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κοντάκιον – ὕμνος.




Κατὰ τὸ σύστημα τῆς συνθέσεως τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ εἴδους περιλαμβάνει τὸ προοίμιον «τὸ προσταχθὲν μυστικῶς…» καὶ 24 οἴκους, ποὺ ἔχουν ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα.


Τὸ ποίημα τοῦτο συνετέθη, ὡς φαίνεται, πρὸς τιμὴν τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «ἀπαρχὴ πασῶν πανηγύρεων» κα τὰ τὸν ἱερὸν Φώτιον, Πατριάρχην Κων/πόλεως.


Εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐποίησε τὸν ὕμνον ὁ ποιητὴς καὶ ἔλαβε μὲν τὴν ὑπόθεσιν ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λου κᾶ (α´ 26-56), ὅπου ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου ἐκτίθεται μὲ τὸν ἀγγελικὸν ἀσπασμὸν τοῦ Γαβριὴλ πρὸς τὴν Παρθένον περὶ τῆς ἐξ αὐτῆς ἀσπόρου συλλήψεως τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου.


Ἐκ τῆς χαρμοσύνου ἀγγελίας δὲ αὐτῆς ξεκινᾶ ὁ ποιητὴς καὶ διηγεῖται ἔπειτα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐκ τῆς γεννήσεως αὐτῆς προελθούσης ὠφελείας διὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος (θέωσις).




 Εἰς τὸ πρῶτον μέρος τοῦ ποιήματος, τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει τὰς μισὰς στροφὰς αὐτοῦ, τὰς ἀπὸ τοῦ Α-Μ, ἐκτίθενται τὰ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸν καὶ τὴν Γέννησιν, εἰς δὲ τὸ δεύτερον ἀπὸ τοῦ Ν-Ω, τὰ ἐκ τούτων προκύψαντα σωτηριώδη ὀφέλη καὶ ἀναπέμπονται εὐχαριστίαι καὶ ὕμνοι πρὸς τὸν Κύριον καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.




Ἀναλυτικώτερον, ὁ πρωτοστάτης ἄγγελος, ὁ Γαβριήλ, ἔρχεται καὶ φέρει τὸ θεϊκὸν μήνυμα, τὸ «Χαῖρε», εἰς τὴν Θεοτόκον περὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος. (Α).


Ἐκείνη ἀπορεῖ διὰ τὸν παράδοξον τρόπον τῆς συλλήψεως (Β).


Ὁ Γαβριὴλ ἐπεξηγεῖ τὴν ἀπόρρητον βουλὴν τοῦ Θεοῦ (Γ) καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάζει τὴν ἀπειρόγαμον παρθένον καὶ συλλαμβάνει τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ (Δ).


Ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τὴν συγγενή της Ἐλισάβετ, τὴν μέλλουσαν μητέρα τοῦ Προδρόμου, καὶ ἀνταλλάσσουν προ φητικοὺς λόγους (Ε).


Ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνηστὴρ τῆς Παρθένου, ταράσσεται ἀπὸ τὴν ζάλην τῶν ἀμφιβόλων λογισμῶν, ἀλλὰ πληροφορεῖται ἀπὸ τὸν ἄγγελον τὸ μυστήριον τῆς συλλήψεως (Ζ).




Εἰς τὴν β´ στάσιν (Η - Μ)


Ὁ Χριστὸς γεννᾶται καὶ οἱ ποιμέ- νες προσκυνοῦν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ (Η).


Ὁ θεοδρόμος ἀστὴρ δείχνει εἰς τοὺς Μάγους τῆς Ἀνατολῆς τὸν δρόμον (Θ), αὐτοὶ Τὸν προσκυνοῦν καὶ Τοῦ προσφέρουν τὰ δῶρα των (Ι) καὶ δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ ἀναχωροῦν διὰ τὴν Βαβυλῶνα, οἱ θεοφόροι κήρυκες (Κ).


Εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ φυγὰς Κύριος συντρίβει τὰ εἴδωλα καὶ μὲ τὸν φωτισμὸν τῆς ἀληθείας ἐκδιώκει τὸ σκότος τοῦ ψεύδους (Λ). Καὶ ὁ Συμεὼν δέχεται εἰς τὴν ἀγκάλην του ὡς βρέφος τεσσαρακονθήμερον τὸν τέλειον Θεὸν καὶ λαμβάνει τὴν ποθητὴν ἀπόλυσιν (Μ).




Ἐδῶ τελειώνει τὸ πρῶτον ἥμισυ μέρος τοῦ ὕμνου, τὸ ἱστορικόν, ποὺ περιλαμβάνει τοὺς δώδεκα πρώτους οἴκους, ἀπὸ τὸ Α ἕως τὸ Μ.


Οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ τὸ Ν ἕως τὸ Ω, ἀποτελοῦν μίαν θεολογικὴν – θεωρητικὴν ἔκθεσιν τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως.




Γ´ στάσις (Ν - Σ) 


Ἡ νέα κτίσις, ποὺ δημιουργεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν σάρκωσίν του, δοξολογεῖ τὸν Δημιουργὸν (Ν).


Ὁ παράξενος –ὁ «ξένος»– τόκος προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξενωθοῦν ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα τοῦ κόσμου καὶ νὰ μεταθέσουν τὸν νοῦν των εἰς τὸν οὐρανὸν (Ξ).


Ὅλος ἦτο εἰς τὴν γῆν ὁ δοξολογούμενος Λόγος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν δὲν ἀπουσίαζε (Ο).


Οἱ ἄγγελοι ἐθαύμασαν τὸ ἔργον τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων (Π).


Οἱ σοφοὶ καὶ οἱ ρήτορες τοῦ κόσμου ἔμειναν ἄφωνοι, μὴ δυνάμενοι νὰ ἐξηγήσουν τὸ μυστήριον τοῦ παρθενικοῦ τόκου, πῶς δηλαδὴ ἡ Μαρία καὶ Παρθένος ἔμεινε καὶ νὰ γεννήση ἴσχυσε (Ρ).


Ὁ ποιμήν– Θεός, γίνεται πρόβατον–ἄνθρωπος, θέλων νὰ σώση τὸν κόσμον (Σ).




Δ´ στάσις (Τ - Ω).


Ἡ Παρθένος γίνεται φυλακτήριον τεῖχος τῶν παρθένων καὶ ὅλων τῶν πιστῶν (Τ). Κανεὶς δὲν μπορεῖ ἀξίως νὰ ὑμνήσει τὸν σαρκωθέντα Βασιλέα (Υ).


Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ φωτοδόχος λαμπάς, ποὺ μᾶς καθοδηγεῖ εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ (Φ).


Ὁ Χριστὸς ἦλθε εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ τοῦ δώση χάριν καὶ συγχώρησιν (Χ).


Ἡ δοξολογία πρὸς τὸν Υἱὸν συνδέ- εται καὶ πρὸς τὴν ἀνύμνησιν τοῦ ἐμψύχου ναοῦ του, τῆς Θεοτόκου (Ψ). Καὶ ὁ ὕμνος κλείει μὲ μίαν θαυ- μαστὴν ἀποστροφὴν πρὸς τὴν Παρθένον, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ποιητὴς παρακαλεῖ τὴν Παναγίαν, ὅπως δεχθῆ τὴν δέησίν μας, νὰ μᾶς διασώση ἀπὸ κάθε συμφορὰν καὶ νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν μέλλουσαν κόλασιν.


«Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον, δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας. Ἀλληλούϊα» 




Εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου, τῆς Ἐλισάβετ, τῶν ποιμένων, τῶν μάγων καὶ τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὸ πρῶτο μέρος καὶ τῶν πιστῶν εἰς τὸ δεύτερον, μπαίνουν αἱ 144 θαυμάσιαι ποιητικαὶ ἀποστροφαὶ καὶ τὰ ἐγκώμια τῆς Θεοτόκου μὲ τὰς τόσας ἐπιτυχεῖς ἀντιθέσεις καὶ τὰς ὡραίας θεολογικὰς εἰκόνας.


Οἱ περιττοὶ στίχοι δηλαδὴ ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ «Χαῖρε» (ἀπὸ τὸ ὁποῖον τὸ ποίημα «Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας» ἀπὸ τὸν λαὸν ὀνομάζεται), ἤ ἐξηγοῦν τὸν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον ἡ Θεοτόκος «κεχαριτωμένη» ἀπὸ τὸν Γαβριὴλ προσηγορεύθη, ὡς λ.χ. «χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέως καθέδρα», «χαῖρε ὅτι, λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις», «χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ», ἢ φανερώνουν διὰ φράσεως μεταφορικῆς τὴν ἰδιότητα αὐτῆς ὡς μητρὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς λ.χ. «χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον», «χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός», «χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ», «χαῖρε, σκηνή, τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου», ἢ ἐξαίρουν τὰ ἐπὶ τῆς ἀνθρωπότητος ἀποτελέσματα τῆς τοιαύτης τῆς Παρθένου ἰδιότητος ὡς λ.χ. «χαῖρε, παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον», «χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία», «χαῖρε, δι᾽ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν», ἢ εἶναι εἰκόνες ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ἤ τοῦ φυσικοῦ ἢ τοῦ κοινωνικοῦ κόσμου μὲ ἐπιτυχίαν προσαρμοζόμεναι πρὸς τὴν Θεοτόκον, ὡς λ.χ. «χαῖρε ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν», «χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν», «χαῖρε ἡ γῆ τῆς ἐπαγγε- λίας» κ.λπ.




 Ἂς ἀκούσωμεν τοὺς χαιρετισμοὺς τοῦ τελευταίου οἴκου, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ στοιχεῖον Ψ.


Θέμα του εἶναι ἡ Θεοτόκος ὡς ναὸς ἔμψυχος καὶ ἅγιος τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ: Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, Χαῖρε, Ἁγία Ἁγίων μείζων. Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι, Χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε. Χαῖρε, τίμιον διάδημα, βασιλέων εὐσεβῶν, Χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον, ἱερέων εὐλαβῶν. Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσά- λευτος πύργος, Χαῖρε, τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.


Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγείρονται τρόπαια, Χαῖρε, δι’ ἧς οἱ ἐχθροὶ καταπίπτουσι.


Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία, Χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρίας. Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε. Γενικῶς, ὅπως γράφει ὁ Καθηγητὴς κ. Ἀνδρέας Θεοδώρου εἰς τὸ βιβλίον του, ποὺ μόλις ἐκυκλοφόρησε, «Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ», «ὁ Ἀκάθιστος Ὕ μνος ἀποτελεῖ ποιητικὴν ἱστόρησιν τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως, συνημμένως δὲ καὶ ποιητικὸν ὕμνον τῶν μεγαλείων τῆς σεπτῆς Θεομήτορος, τῆς ἀμεσώτατα συνεχομένης πρὸς τὸ ἄρ ρητον χριστολογικὸν μυστήριον.




Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συγκινεῖ βαθύτατα τὴν ὀρθόδοξον ψυχήν, ἥτις ἰδιαζόντως τιμᾶ τὴν ἄσπιλον Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν βλέπει καὶ ὡς ἰδικήν της πνευματικὴν Μητέρα. Συγκινεῖ δὲ καὶ τὸν ὀρθόδοξον Ἑλληνισμόν, ὅστις ἐν τῷ προσώπῳ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου βλέπει συνδεδεμένας οὐ μόνον τὴν μακραίωνα ἐκκλησιαστικήν του παράδοσιν, ἀλ λὰ καὶ τὰς εὐκλεεῖς κατὰ τὴν διαρροὴν τῶν αἰώνων ἐθνικάς του παραδόσεις».




Ἑρμηνεύων δὲ ὁ ἴδιος εἰς τὸ βιβλίον του τοὺς στίχους: «Χαῖρε, δ’ ἧς ἐγείρονται τρόπαια, χαῖρε, δ’ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι», γράφει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:


«Ἡ Θεοτόκος Μαρία εἶναι ἡ ἀκοίμητος φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁ ἀνύστακτος φρουρὸς τοῦ θεοσώστου Γένους ἡμῶν.  Μόνον διὰ τῆς προστασίας αὐτῆς θὰ δυνηθῆ ὁ ἑλληνορθόδοξος χῶρος νὰ ἐπιτελέση τὴν ἐπὶ γῆς ὑψίστην καὶ φαεινοτάτην ἀποστολήν του, νὰ διαγράψη τὴν φωτεινὴν πορείαν, τὴν ὁποίαν ἐχάραξεν εἰς αὐτὸν ἡ ἀπειροδύναμος σοφία τοῦ Θεοῦ!. («Ἡ Κόρη τῆς Βασιλείας», σελ. 179).




Περὶ τοῦ ποῖος εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου καὶ πότε τοῦτον ἐποίησε μεγίστη ὑφίσταται διαφωνία. Τὸ πιθανώτερον φαίνεται ὅτι εἶναι ἔργον τοῦ πρυτάνεως τῆς χριστιανικῆς ποιήσεως, ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ.


Ἐψάλη δὲ διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ἀγρυπνίαν εἰς τὸν Ἱ. Ναὸν τῶν Βλαχερνῶν τῆς Θεοτόκου τελεσθεῖσαν διὰ τὴν θαυμαστὴν διάσωσιν τῆς Κων/πόλεως ἐπὶ Ἡρακλείου τοῦ αὐτοκράτορος ἀπὸ τὴν πολιορκίαν τῶν Ἀβάρων.


 Ὠνομάσθη δὲ Ἀκάθιστος ὁ ὕμνος, διότι «ὀρθοστάδην τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρὶ ἔμελψαν».




Βραδύτερον, ἴσως κατὰ τὸν θ´ αἰῶνα καθιερώθη νὰ ψάλλεται κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς πρὸς τὸ Σάββατον τῆς Ε´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν. Παλαιότερα ἐψάλλετο ὅλος ὁ ὕμνος. Σήμερον ψάλλεται μόνον τὸ προοίμιον.


Περιεχόμενόν του εἶναι ὁ Εὐαγγελισμός, ποὺ εἶναι τὸ θέμα ὁλοκλήρου τοῦ Κοντακίου. «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει,ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῆ καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὅν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».


Ὅταν ὁ Ἀκάθιστος συνεδέθη μὲ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τοῦ Γένους μας, τότε συνετέθη νέον εἰδικὸν προοίμιον, γεμᾶτο δοξολογία καὶ ἱκεσία, τὸ «Τῇ Ὑπερμάχῳ». Εἰς τὴν ὑπέρμαχον στρατηγόν, ἡ πόλις τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἐλυτρώθη χάρις εἰς αὐτὴν ἀπὸ τὰ δεινά, ἀναγράφει τὰ νικητήρια καὶ παρακαλεῖ, αὐτὴν ποὺ ἔχει τὴν ἀκαταμάχητον δύναμιν, νὰ τὴν ἐλευθερώνη ἀπὸ τοὺς ποικίλους κινδύνους, διὰ νὰ τὴν δοξολογεῖ κράζοντας τό : «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».




Ὁ καθηγητὴς κ. Ἀνδρέας Θεοδώρου εἰς τὸ βιβλίον του «Ἡ κόρη τῆς Βασιλείας» ἔχει ἕνα κεφάλαιον μὲ τὸν τίτλον «Ἐκ τῆς παραδόσεως μαρτυρίαι» εἰς τὸν ὁποῖον συνεκέντρωσε ἐκτὸς τῆς ἀπεράντου ὀρθοδόξου παραδόσεως ἐκλεκτικῶς «ὀλίγας τινὰς μαρτυρίας οὐ μόνον προσιδιαζούσας εἰς τὸ χριστολογικὸν καὶ θεομητορικὸν περιεχόμενον τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ὡς γράφει, ἀλλὰ προσδιδούσας μείζονα ἐνάργειαν εἰς τὸ περὶ Θεοτόκου καθόλου δόγμα τῆς Πίστεως». Ἐξ αὐτοῦ ἀναφέρομεν καὶ ἡμεῖς ἐλάχιστα:  




Ἐκ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως:


«Τὸν δι᾽ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόν- τα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα».




 Ἐκ τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας Πίστεως:


«Διὰ τὴν πάναγνον Παρθένον τὴν Θεοτόκον Μαρίαν, τὴν ὁποίαν ἔστωντας καὶ νὰ ἀξιωθῆ νὰ πληρώση τόσον μυστήριον, ἔχουσι χρέος ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι νὰ τὴν δοξάσουσι πρεπούμενα, καὶ νὰ τὴν εὐλαβοῦνται ὡς μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ὡς Θεοτόκον.


 Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία χαιρετισμὸν τῆς ἔκαμε, συνθεμένον ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου καὶ τῆς ἁγίας Ἐλισάβετ, βάνοντας καὶ αὐτὴ ἀνάμεσα κάποια ὀλίγα εἰς τὸν τρόπον τοῦτον. «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν».




 Ἀπὸ τὰς ἀποκρίσεις τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων:


«Τὴν δὲ δέσποιναν ἡμῶν Θεοτόκον Μαρίαν ὑπερδουλικῶς μετὰ Θεόν, οὐκ ὅμως ὡς Θεόν, ἀλλʼ ὡς Θεοτόκον καὶ μητέρα Θεοῦ προσκυνοῦμεν, ἀλλʼ οὐ λατρευτικῶς· μὴ γένοιτο, ἄπαγε τῆς βλασφημίας.


Θεοῦ γὰρ καὶ μόνον λατρευτικῶς προσκυνοῦμεν, αὐτὴν δὲ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τῶν μετὰ τὸ βάπτισμα ἡμῶν ἐπταισμένων πρέσβυν πρὸς τὸν Θεὸν προβαλλόμεθα, καὶ διʼ αὐτῆς ἐλπίζομεν παρὰ Θεοῦ τυχεῖν συγχωρήσεως…».




Γενικῶς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἰς μία σύντομον, ἀλλὰ περιεκτικὴν μελέτην του περὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, «ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν πρὸς τὴν Θεομήτορα ἀπὸ τοῦ χρόνου τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου ἐξεδηλοῦτο καθʼ ἅπαν τὸ Ρωμαϊκὸν κράτος διὰ λαμπρῶν ἑορτῶν καὶ πνευματικῶν πανηγύρεων, οἱ δὲ πανταχοῦ ἀνεγειρόμενοι ἀπʼ ὀνόματι τῆς Θεομήτορος μεγαλοπρεπεῖς ναοὶ λαμπρῶς διεκοσμοῦν το καὶ κάλλει διέπρεπον.


Ἡ ἑδραιωμένη δὲ αὕτη ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πιστῶν εὐλάβεια πρὸς τὴν Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀρξαμένη ἀπὸ τῆς ἀναδείξεως αὐτῆς ὡς Μητρὸς τοῦ Κυρίου, διετέλεσεν ἀμετάπτωτος καθʼ ὅλους τοὺς αἰῶνας καὶ θέλει διαμείνη παρὰ τοῖς πιστοῖς εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα ἀσάλευτος» (σελ. 20).


Πῶς λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ ἑορτάσωμεν τὴν ἑορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τοῦ Ἀκαθίστου; Τὴν ἀπάντησιν τὴν δίδουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς μίαν κατήχησίν του.


«Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἰδοὺ σὺν Θεῷ, ὁποὺ ἔφθασε ἡ πανσεβάσμιος καὶ ὑπέρλαμπρος ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν καὶ εἶναι πρέπον καὶ χρεωστούμενον νὰ τὴν ἑορτάζωμεν πλὴν ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, καθὼς τὸ κάμνουν οἱ ἀμαθεῖς καὶ χωρὶς εὐλάβειαν· ἀλλὰ πῶς; μετʼ εὐλαβείας πολλῆς καὶ κατανοήσεως καὶ στοχασμοῦ πρὸς τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν. Ποιὸ δὲ εἶναι τὸ μυστήριον;


 Ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκαταδέχθη νὰ γίνη, εἰς δὲ μεσιτείαν καὶ ὑπηρεσίαν τοῦ ἀνερμηνεύτου αὐτοῦ μυστηρίου, ἐπῆρε τὴν ἁγίαν Παρθένον καὶ ἐκατοίκησε εἰς αὐτήν. Καὶ ἀπʼ αὐτὴν ἀνέπλασε καὶ ἔκαμε τὴν ἄχραντον αὐτοῦ σάρκα καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος. Τίνος ἕνεκεν καὶ διατί;


Διὰ νὰ ἐξαγοράση τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, καθὼς εἶναι γραμμένον, διὰ νὰ γενοῦμεν υἱοὶ Θεοῦ, διὰ νὰ μὴ εἴμεθα δοῦλοι τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἐλεύθεροι, μηδὲ ἐμπαθεῖς καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλὰ ἀπαθεῖς καὶ καθαροί· μηδὲ νὰ εἴμεθα φιλόσαρκοι, νὰ ἀγαποῦμεν τὴν σάρκα, μήτε νὰ περιπατοῦμεν εἰς τῆς σαρκὸς τὰ θελήματα, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα, ὡς φίλοι καὶ τέκνα Θεοῦ.


Διότι τὸ θέλημα τῆς σαρκὸς εἶναι θάνατος, τὸ δὲ θέλημα τῆς ψυχῆς εἶναι ζωή».


«Διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη, συνεχίζει ὁ Ἅγιος, καὶ ἡμεῖς πνευματικῶς νὰ ζοῦμε μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνην, μὲ ἀγάπην καὶ πραότητα, μὲ εἰρήνην καὶ μακροθυμίαν, μὲ χρηστότητα, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, διὰ νὰ μὴ δείχνωμεν (ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἡμᾶς) ἄπρακτον (ἀνώφελον) τὴν σάρκωσιν τοῦ Κυρίου.




Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ χρεωστοῦμεν νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λυπούμεθα διὰ τὸν κόσμον, ποὺ δὲν τὸν ἀκούει. Καὶ ἀκόμη καταφρονοῦν αὐτὸν πολλοί, ποὺ ὀνομάζονται χριστιανοί, ἄλλοι μὲ πίστιν στρεβλὴν καὶ παράνομον καὶ ἄλλοι μὲ κακὰ ἔργα».


Πράγματι ὁ πνευματικὸς ἑορτασμὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τοῦ Ἀκαθίστου καὶ ἐν γένει ὅλων τῶν ἁγίων ἡμερῶν ποὺ διερχόμεθα, θὰ εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος διὰ νὰ διαλυθοῦν, ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, τὰ νέφη τῶν συμφορῶν καὶ κινδύνων ποὺ ἀπειλοῦν καὶ πάλιν τὸ Γένος μας ἀλλὰ καὶ τὸν καθένα ἀπὸ ἡμᾶς.

Σύναξη της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» στον Πειραιά

 Η ιστορία της ενορίας Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» Πειραϊκής, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παλαιών κατοίκων της περιοχής, αρχίζει περίπου το έτος 1890 μ.Χ., όταν κάποιος ψαράς ανέσυρε μία παλαιά εικόνα από τα βράχια της Πειραϊκής η οποία εικόνιζε την Παναγία να κρατά τον Χριστό, καθήμενο σε παιδική ηλικία, κρατώντας στο χέρι ένα «Ρόδον». Το γεγονός έγινε αμέσως γνωστό στην περιοχή. Μια ευλαβής οικογένεια, ονομαζόμενη Κατσαρού, έχοντας την επιθυμία να προσφέρει «οίκον» προς στέγαση της εικόνας της Παναγίας, με ιδία πρωτοβουλία έκτισε ιδιωτικό παρεκκλήσιο με το όνομα Παναγία «Ρόδον Αμάραντον». Εκεί στεγάσθηκε η παλαιά αυτή εικόνα και λατρεύθηκε από τους κατοίκους της περιοχής.


Πέρασαν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερος κόσμος συνέρεε στην περιοχή και υπήρξε ανάγκη να δημιουργηθεί ενορία που θα δεχθεί τους πιστούς. Μέχρι τότε, η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά υπήγετο εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με τη δωρεά της οικογένειας Κουτσοδόντη η οποία διέθεσε το οικόπεδο για να κτισθεί σε πρώτη μορφή (ο ισόγειος) ο Ιερός Ναός και να δημιουργηθεί η νέα ενορία. Στα επόμενα έτη απαιτήθηκαν αγώνες, και κατεβλήθησαν κόποι και θυσίες για να δοθεί η άδεια κάτι το οποίο επετεύχθει επι δημαρχίας Σκυλίτση.


Το 1973 μ.Χ., ο μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ Χρυσόστομος ο Α΄ τέλεσε τα θυρανοίξια του νέου Ιερού Ναού και τον παρέδωσε προς λατρεία στους ενορίτες πιστούς. Λίγο πριν τα θυρανοίξια, δια Αρχιερατικού γράμματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, έγινε και επισήμως ενορία ξεχωριστή, η ενορία της Παναγίας Ρόδο Αμάραντο.


Ο πρώτος Ιερός Ναός λειτουργεί κανονικά μέχρι το έτος 1983 μ.Χ. όταν αποφασίζεται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να οικοδομηθεί νέος, λαμπρότερος και μεγαλύτερος Ναός πάνω από το ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, έχουν διακονήσει αρκετοί ιερείς που έδωσαν ο καθένας την προσωπική του σφραγίδα για την αποπεράτωση, την καλή λειτουργία και ευταξία του οίκου του Θεού: ο αείμνηστος π. Αντώνιος, ο π. Μάξιμος, μετέπειτα Μητροπολίτης Σερρών, ο π. Μιχαήλ Βασιλάκης, ο π. Χαράλαμπος Πετρόγγονας, ο π. Ευάγγελος Μισαργόπουλος, ο π. Ιάκωβος Φραγκιαδάκης, ο αείμνηστος π. Στέφανος Μιχαηλίδης, ο π. Αντώνιος Βάλβης, ο π. Γερμανός Αδραχτάς, ο π. Βενέδικτος, ο οποίος και εργάσθηκε επιμελώς για την ανέγερση του ισογείου του Ναού αλλά και του νέου μεγαλύτερου Ναού. Το έργο για την αποπεράτωση του Ναού όπως αυτός υπάρχει σήμερα διήρκεσε 2 έτη. Προϊστάμενος του Ναού κατά τα έτη αυτά και μέχρι σήμερα είναι ο π. Μιχαήλ Χαλάς με συνεφημέριο τον π. Ιωάννη Μαυροκουκουλάκη.


Το 1986 μ.Χ., ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Καλλίνικος τελεί τα θυρανοίξια και εγκαίνια του νέου λαμπρού Ιερού Ναού της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον», που εορτάζει κάθε χρόνο στον Ακάθιστο Ύμνο.


Το ισόγειο παρεκκλήσιο του Ναού μετονομάστηκε σε «Ταξιάρχη Μιχαήλ της Σύμης» και πανηγυρίζει στις 9 Νοεμβρίου. (Η μετονομασία έγινε διότι ο Ταξιάρχης Μιχαήλ της Σύμης τιμάται ιδιαιτέρως από τους Συμιακούς πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στην περιοχή της Πειραϊκής).

Σύναξη της Παναγίας της Πλατσανής στην Οία της Σαντορίνης

 Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής είναι αφιερωμένος στον Ακάθιστο Ύμνο της Υπεραγίας Θεοτόκου.


Το έτος 626 μ.Χ. αμέτρητες ορδές Αράβων και Περσών περικύκλωσαν την Κωνσταντινούπολη, όμως οι ελάχιστοι υπερασπιστές της ενθαρρυνόμενοι από τον Πατριάρχη Σέργιο και βοηθούμενοι από την Παναγία, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους επιδρομείς. Ύστερα από τη νίκη αυτή όλοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκαν στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, και όλη τη νύκτα έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο ευχαριστώντας Την για την Προστασία της πόλεως. Οι εκκλησιαζόμενοι όλη τη νύκτα έψαλαν χωρίς να καθίσουν, γι αυτό και ο ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος».


αρχικά ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής ήταν κτισμένος στην άκρη του χωριού μέσα στο κάστρο, εκεί που σήμερα όλοι οι επισκέπτες της Σαντορίνης μαζεύονται καθημερινά για να απολαύσουν το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα της Οίας. Με τον καταστροφικό σεισμό όμως της 9ης Ιουλίου 1956 μ.Χ. ο Ναός γκρεμίστηκε και επειδή το έδαφος στο σημείο αυτό δεν είναι σταθερό η εκκλησία ξανακτίστηκε στο κέντρο του χωριού.


Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο βρέθηκε στη θάλασσα. Κάποιος ψαράς την ώρα που ψάρευε είδε καταμεσής στο πέλαγος ένα φως που έμοιαζε με αναμένο καντήλι. Πηγαίνοντας κοντά είδε την εικόνα της Παναγίας η οποία όμως όσο την πλησίαζε απομακρυνόταν. Τότε ειδοποίησε τους ιερείς και τους κατοίκους του χωριού οι οποίοι με δεήσεις και παρακλήσεις, με θυμιάματα και λαμπάδες κατέβηκαν στον αιγιαλό και με ευλάβεια μεγάλη μετέφεραν την εικόνα σε εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα όταν πήγε να ανάψει τα καντήλια ο ιερέας δεν βρήκε στο Ναό τη νεοφανή εικόνα. Ύστερα από έρευνες αρκετών ωρών η εικόνα βρέθηκε στα τείχη του κάστρου απ’ όπου μεταφέρθηκε πάλι στο Ναό. Αλλά και πάλι την επόμενη μέρα οι κάτοικοι τη βρήκαν στο κάστρο, τη μετέφεραν ξανά στο Ναό και έτσι ακολούθησε πολλές φορές η μεταφορά μέχρι που οι κάτοικοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν όλοι για να κτιστεί η εκκλησία στο μέρος όπου η ίδια η Παναγία είχε διαλέξει για να βλέπει τις θάλασσες από όπου είχε έρθει και για να ευλογεί τα ιστιοφόρα που ξεκινούσαν να φύγουν για τα μακρινά τους ταξίδια. Το όνομα «Πλατσανή» της το έδωσαν από το θόρυβο «πλατς - πλατς» που έκαναν τα κύματα όταν κτυπούσαν την εικόνα στη θάλασσα όπου βρέθηκε.


Όλα τα Ιερά σκεύη είναι αφιερώματα ευσεβών Οιατών, κυρίως ναυτικών, για να τους προστατεύει στα ταξίδια τους. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από την Ορθόδοξη Ρωσία, όπου με τα ιστιοφόρα τους μετέφεραν το φημισμένο κρασί της Σαντορίνης. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο. Υπάρχει πάνω σ’ αυτό η χρονολογία 1820 μ.Χ. η οποία όμως είναι πιθανόν η χρονολογία επιχρύσωσής του, γιατί η κατασκευή του τοποθετείται από τους ειδικούς πολύ παλαιότερα. Η Αγιογράφηση του ναού έγινε σε τρία στάδια από Θηραίους αγιογράφους.

Σύναξη της Παναγίας της Ακαθής στην Σχοινούσα

 Το όνομα «Ακαθή» υπάρχει σχεδόν μόνο στη Σχινούσα και προέρχεται από μία εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί. Της Παναγίας της Ακαθής, όπως την λένε. Και λέγεται έτσι, επειδή είναι από τις λίγες εικόνες που ο Χριστός αντί να τον κρατά αγκαλιά η Παναγία, στέκει όρθιος μπροστά της. Δηλαδή Ακάθιστος.


Η εικόνα αυτή πήγε στη Σχινούσα από τη Σαντορίνη, που κι εκεί βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο.


Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.


Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα.Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.


Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλο κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.


Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.


Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.


Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου και γίνεται μεγάλη πανήγυρις.

Σύναξη της Παναγίας της Θεοσκέπαστης στην Άνδρο

 Κάτασπρη και μεγαλόπρεπη υψώνεται κοντά στο όμορφο λιμάνι η Εκκλησιά της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, που γιορτάζει του Ακαθίστου Ύμνου.


Σύμφωνα με την παράδοση ένα φουρτουνιασμένο βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φώς. Άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φώς που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά, πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της! Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Οι εργασίες για την ανέγερση του ναού έγιναν με γοργούς ρυθμούς και η Εκκλησιά ήταν σχεδόν έτοιμη σε ελάχιστο χρόνο. Έλειπε όμως η σκεπή, γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Η ίδια η Παναγία φρόντισε γι’ αυτό.


Ένα καράβι φορτωμένο με ξυλεία κινδύνευσε ανοιχτά στο πέλαγος έξω από την Άνδρο. Ο καπετάνιος μαζί με τους ναυτικούς παρακαλούσαν την Παναγία να τους σώσει από τον επικείμενο κίνδυνο. Φωτισμένος ο καραβοκύρης έριξε την ξυλεία στη θάλασσα. Έτσι το πλοίο σώθηκε. Η ξυλεία σιγά σιγά βγήκε στην ακτή κοντά στην σπηλιά, για να σκεπάσουν οι μάστορες την ξεσκέπαστη Εκκλησία. Επειδή η ξυλεία βρέθηκε αναπάντεχα και μάλιστα στην ώρα της, πραγματικά θεόσταλτη, η Εκκλησία της Παναγίας ονομάστηκε «Θεοσκέπαστη». Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Σύρου.

Όσιος Υπάτιος ο θεραπευτής

 Ο Όσιος Υπάτιος ο θεραπευτής έζησε κάνοντας αυστηρή νηστεία. Τις νύχτες, έκανε προσευχές, κοιμόταν λίγο, έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε μόνο νερό. Ο Όσιος Υπάτιος αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία των αρρώστων, και έλαβε από το Θεό το δώρο της θεραπείας.

Άγιος Ιωάννης ο πρίγκιπας

 Ο Άγιος Ιωάννης (Ντανίλοβιτς), ο αποκαλούμενος Καλιτά, ήταν υιός του Αγίου Δανιήλ, πρίγκιπα της Μόσχας (τιμάται 4 Μαρτίου) και γεννήθηκε περί το έτος 1290 μ.Χ. Το όνομά του εμφανίζεται για πρώτη φορά στα λειτουργικά Μηναία του Νόβγκοροντ μεταξύ των ετών 1296 - 1297 μ.Χ., όπου διαβάζουμε, πως όταν οι κάτοικοι της πόλεως αυτής κάλεσαν τον πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας να καταλάβει τον θρόνο της, αυτός τους έστειλε τον υιό του Ιωάννη. Πιθανόν, όχι αργότερα από το 1299 μ.Χ., ο Ιωάννης εγκαταλείπει το Νόβγκοροντ και επιστρέφει στην Μόσχα.


Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κατά το έτος 1303 μ.Χ., ο Ιωάννης υποχρεώθηκε αρχικά να στηρίξει τον αδελφό του Γεώργιο, τον οποίο και διαδέχθηκε αργότερα ως πρίγκιπας της Μόσχας, στην διαμάχη της μελλοντικής πρωτεύουσας με την ανταγωνίστρια πόλη Τβερ. Το θετικό αποτέλεσμα της διαμάχης, αποδιδόμενο στην πολιτική επιδεξιότητα του Ιωάννου, θα καθορίσει την οριστική επικράτηση της Μόσχας. Με μια πρώτη νίκη εναντίων των στρατευμάτων της Τβερ, που είχαν καταλάβει την πόλη του Περεγιασλάβλ, ο Ιωάννης την ανακαταλαμβάνει το έτος 1304 / 1305 μ.Χ. Κατά τα έτη 1320 - 1326 μ.Χ., με αφορμή τους γάμους των θυγατέρων των ηγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες με τους πρίγκιπες του Ροστώβ, Μπελοζέρσκ και Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους εναντίων της Τβερ.


Στις 15 Αυγούστου του 1327 μ.Χ., στην Τβερ, σκοτώνεται σε μια λαϊκή εξέγερση, καθοδηγούμενη από τον Άγιο πρίγκιπα Αλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ο αντιπρόσωπος του χάνη Ουζμπέκ Κόλχαν. Ο Αλέξανδρος καταφεύγει στο Πσκωφ και η πόλη της Τβερ καταλαμβάνεται και ανατίθεται στον Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιας ανεψιάς του Ιωάννου. Το 1329 μ.Χ. ο Ιωάννης αποστέλλει τον στρατό του εναντίων του Πσκωφ, ο Μητροπολίτης Θεόγνωστος αναθεματίζει τους κατοίκους της, επειδή έδωσαν άσυλο στον πρίγκιπα Αλέξανδρο, και ο Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς εξαναγκάζεται να εγκατασταθεί αρχικά στη Λιβονία και αργότερα στη Λιθουανία.


Το έτος 1331 μ.Χ. ο Ιωάννης αποκτά από το χάνη τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα. Τα πράγματα όμως δεν θα ησύχαζαν. Το έτος 1338 μ.Χ. ο Αλέξανδρος της Τβερ πέτυχε την συγγνώμη του χάνη Ουζμπέκ και επανήλθε στον θρόνο. Το 1339 μ.Χ. ο Ιωάννης πηγαίνει στην Χρυσή Ορδή και κατηγορεί τον Αλέξανδρο πως σκευωρεί εναντίον του Χάνη. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος και ο υιός του Θεόδωρος έρχονται κατηγορούμενοι στην Χρυσή Ορδή και δικάζονται. Για να ταπεινώσει την Τβερ, ο Ιωάννης αφαιρεί τις καμπάνες από τον καθεδρικό ναό του Σωτήρος και τις μεταφέρει στην Μόσχα.


Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Ιωάννου εκδίδεται ένα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστό ως Sijskoe Evangelie, στο οποίο έχει γραφεί ένας πανηγυρικός λόγος για την δικαιοσύνη και την ειρήνη στη Ρωσική γη, και πραγματοποιείται η οικοδόμηση με πέτρα ολόκληρου του αρχιτεκτονήματος του Κρεμλίνου. Στις 4 Αυγούστου του έτους 1326 μ.Χ., ακολουθώντας την συμβουλή του ηλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ο Ιωάννης θα αποτολμήσει την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με αυτόν τον τρόπο η Μόσχα θα συνεχίσει την παράδοση της προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, όπου η αφοσίωση και η τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας είχε ιδιαίτερα καλλιεργηθεί.


Ο Ιωάννης θα διατηρήσει στενούς δεσμούς με τον Μητροπολίτη Πέτρο και αμέσως μετά τον θάνατό του θα κινήσει την διαδικασία της αγιοποιήσεώς του, αποστέλλοντας στη Σύνοδο του Βλαντιμίρ, το έτος 1327 μ.Χ., μια επιστολή, που κατέγραφε τα πραγματοποιηθέντα θαύματα επάνω στον τάφο του Μητροπολίτου Πέτρου.


Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Μαρτίου 1340 ή 1341 μ.Χ., αφού ήδη είχε γίνει μοναχός παίρνοντας το όνομα Ανανίας. Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου στο Κρεμλίνο.


Ήδη κατά την διάρκεια του βίου του είχε αναπτυχθεί θρησκευτική ευλάβεια γύρω από το πρόσωπό του. Ο Ιωάννης παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, ως ένας κυβερνήτης δίκαιος και φιλάνθρωπος. Το Πατερικόν του μοναστηριού του Βολοκολάμσκ, του 16ου αιώνος μ.Χ., μεταφέρει την αφήγηση του ηγουμένου του Μπορόφσκ, κατά τον οποίο μία μοναχή είδε σε όραμα την μορφή του Αγίου Ιωάννου μέσα στην δόξα του Παραδείσου, να βγάζει από την τσάντα του (καλιτά) θησαυρούς και να τους μοιράζει στους πτωχούς.

Όσιος Ιννοκέντιος Βενιάμινωφ Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

 Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και τη Θέκλα. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού. Σπουδάζει στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ και ένα χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύεται την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ιδίου έτους χειροτονείται διάκονος και διορίζεται στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονείται πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, αναχωρεί με την οικογένειά του για την Αμερική. Φθάνει στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Μαθαίνει την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μεταφράζει λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια συντάσσει την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνεχίζει το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ένας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ. Η κουρά του έγινε από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέγεται Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δίδεται η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχής. Η έδρα του ήταν η πόλη Σίτκα. Το έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Η ίδρυση σχολείων αποτελεί κύριο μέλημά του. Γράφει γι αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο γιατί τους έχω διδάξει». Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις, υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθεί και να εγκαταβιώσει σε κάποιο μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Και από τη νέα αυτή έπαλξη εργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879 και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Όσιος Ιωνάς Μητροπολίτης πασών των Ρωσιών

 Γνωστός στη ρωσική Εκκλησία, άγνωστος στους Συναξαριστές. Είναι για τους Ρώσους ό,τι είναι για μας ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1375 - 1461 μ.Χ.). Την ακολουθία του συνέταξε ο Ιεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης και την εξέδωσε στην Πετρούπολη το 1897 μ.Χ.


Η μνήμη του Αγίου Ιωνά επαναλαμβάνεται στις 15 Ιουνίου.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου

 Ο Όσιος Βλάσιος καταγόταν από το Αμόριο της Μικράς Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο . Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.


Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο .


Περί το 896 μ.Χ., «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό. Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».


Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».


Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του, το έτος 909 ή 912 μ.Χ.. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.


Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 μ.Χ. από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος».

Άγιος Μένανδρος

 Ο Άγιος Μένανδρος γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου και ήταν στρατιωτικός. Μαρτύρησε αφού τον έσυραν γυμνό, πάνω σε αιχμηρές πέτρες κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). (Στον Λαυριωτικό Κώδικα 170 η μνήμη του φέρεται κοινή μετά του Αγ. Σαβίνου (βλ. 16 Μαρτίου) την 28η Μαρτίου).

Άγιος Αυδάς επίσκοπος Περσίας, Βενιαμίν ο Διάκονος και οι μαζί μ' αυτούς εννέα Μάρτυρες και άλλοι πολλοί Άγιοι, που μαρτύρησαν στην Περσία

 Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αυδάς, ο επίσκοπος της Περσίας και οι μαζί μ' αυτόν εορταζόμενοι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Θεοδοσίου του Μικρού (408-450) και Ισδιγέρδου του βασιλιά των Περσών (399-420). Το έτος 412 ο Ισδιγέρδης κίνησε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την έξης αφορμή: ο Αυδάς, που ήταν στολισμένος με πολλά είδη αρετών, από ιερή αγανάκτηση, γκρέμισε τον ναό, στον όποιο οι Πέρσες λάτρευαν τη φωτιά. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς από τους μάγους, έστειλε και έφεραν μπροστά του τον Αυδά. Στην αρχή κατηγόρησε με ηπιότητα την πράξη του και τον πρόσταξε να ξανακτίσει τον ναό. Ο Αυδάς όμως αρνήθηκε. Τότε ο Ισδιγέρδης γκρέμισε όλες τις εκκλησίες των χριστιανών και θανάτωσε τον Αυδά μαζί με άλλους εννιά προκρίτους χριστιανούς. Μετά 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμός κατά των χριστιανών, όπου πολλοί Άγιοι θυσιάστηκαν στο βωμό της αληθινής πίστης. Όπως λ.χ. ο ευγενικής καταγωγής Ορμίσδης, ο διάκονος Βενιαμίν ο μεγαλομάρτυρας κ.ά. Όλων αυτών, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν κατά τον διωγμό αυτό, όρισε μνήμη τιμητική ή αγία μας Εκκλησία μαζί μ' αύτη του Επισκόπου Αυδά, για να δείξει, ότι γνωστοί και άγνωστοι στους ανθρώπους ήρωες της πίστης, έχουν κοινή τιμή στον ουρανό και κοινά θα απολαύσουν τα στεφάνια των μεγάλων αγώνων και της αθάνατης δόξας τους.

Άγιος Θεόφιλος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες εν Κρήτη

 Άγνωστος στους Συναξαριστές. Τη μνήμη του βρίσκουμε στον Παρισινό Κώδικα 1575 και στους Λαυριωτικούς Η 76, Δ 25 και Δ 45, οπού υπάρχει και πλήρης ακολουθία του.


Ο Άγιος Θεόφιλος μαρτύρησε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Στο α' στιχηρό του Εσπερινού υπάρχει πληροφορία περί του μαρτυρίου της συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…».. Στο α' τροπάριο της γ' Ωδής του Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου και των τέκνων του. Προφανώς έχουμε περίπτωση οικογενειακού μαρτυρίου ανάλογο προς εκείνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου (τιμάται 20 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Εσπέρου (τιμάται 2 Μαΐου). Πιθανότατα οι Άγιοι μαρτύρησαν κατά την εποχή των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας.

Όσιος Ακάκιος ο Ομολογητής επίσκοπος Μελιτηνής

 Ο Όσιος Ακάκιος έζησε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. (γεννήθηκε περί το 431 μ.Χ.). Διακρινόταν πολύ για τις αρετές του, την παιδεία του και τον ορθόδοξο ζήλο του.


Όταν τάραξε την Εκκλησία η αίρεση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριου, ο Ακάκιος διακρίθηκε για την επιμελημένη και συστηματική εργασία του, για την προφύλαξη του ποιμνίου του απ' αυτή την αιρετική πλάνη. Επιθυμώντας μάλιστα να προσβάλει αυτή ευρύτερα και να συντελέσει στη γενική απόκρουση της από την Εκκλησία, έγραψε κατά του Νεστορίου. Ο Ακάκιος ήταν και ικανότατος ομιλητής και διδάσκάλος του λάου. Σώζεται δε μια ομιλία του, η οποία εξεφωνήθη στην Έφεσο.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών

 Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο, εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον

Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς πίστεως δόγματα, κρατύνων Ὅσιε, Πατρὶ συναΐδιον, καὶ ὁμοούσιον, τὸν Λόγον ἐκήρυξας· ὅθεν ὀρθοδόξως, τὴν σὴν ποίμνην ποιμάνας, ᾔσχυνας τοῦ Ἀρείου, τήν κακόφρονα γνώμην· διὸ νῦν μεταβὰς πρὸς τὸν Χριστόν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ακάθιστος Ύμνος

 Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.


Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της...


Ἄγγελος πρωτοστάτης,

οὐρανόθεν ἐπέμφθη,

εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·

καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,

σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,

ἐξίστατο καὶ ἵστατο,

κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,

χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.

Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,

χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.

Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,

χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.

Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,

χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.

Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,

χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.

Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,

χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Βλέπουσα ἡ Ἁγία,

ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,

φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·

τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,

δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·

ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,

τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·

Ἀλληλούια.


Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,

ἡ Παρθένος ζητοῦσα,

ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·

ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,

υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;

λέξον μοι.

Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,

πλὴν κραυγάζων οὕτω·

Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,

χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.

Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,

χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.

Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,

χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.

Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,

χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.

Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,

χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.

Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,

Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.

Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.


Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,

ἐπεσκίασε τότε,

πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·

καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,

ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,

τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,

ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·

Ἀλληλούια.


Ἔχουσα θεοδόχον,

ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,

ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.

Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,

τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,

καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,

ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,

χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.

Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,

χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,

Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,

χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.

Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,

χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.

Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,

χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.

Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,

χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,

λογισμῶν ἀμφιβόλων,

ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·

πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,

καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·

μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,

ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,

ἔφη·

Ἀλληλούια.


Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,

τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,

τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·

καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,

θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,

ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,

ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·

Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,

χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.

Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,

χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.

Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,

χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.

Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,

χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.

Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,

χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.

Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,

χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Θεοδρόμον ἀστέρα,

θεωρήσαντες Μάγοι,

τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·

καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,

δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,

καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,

ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·

Ἀλληλούια.


Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,

ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,

τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·

καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,

εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,

ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,

καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·

Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,

χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.

Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,

χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.

Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,

χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.

Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,

χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.

Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,

χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.

Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,

χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Κήρυκες θεοφόροι,

γεγονότες οἱ Μάγοι,

ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,

ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,

καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,

ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,

μὴ εἰδότα ψάλλειν·

Ἀλληλούια.


Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,

φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,

τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·

τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,

μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,

οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,

ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,

χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.

Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,

χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.

Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,

χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.

Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,

χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.

Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,

χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.

Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,

χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Μέλλοντος Συμεῶνος,

τοῦ παρόντος αἰῶνος,

μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,

ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,

ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·

διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,

κράζων·

Ἀλληλούια.


Νέαν ἔδειξε κτίσιν,

ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,

ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·

ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,

καὶ φυλάξας ταύτην,

ὥσπερ ἦν ἄφθορον,

ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,

ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·

Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,

χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.

Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,

χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.

Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,

χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.

Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,

χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.

Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,

χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.

Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,

χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ξένον τόκον ἰδόντες,

ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·

διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,

ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·

βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,

τοὺς αὐτῷ βοώντας·

Ἀλληλούια.


Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,

καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,

ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·

συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,

οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,

καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,

ἀκουούσης ταῦτα·

Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,

χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.

Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,

χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.

Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,

χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.

Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,

χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.

Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,

χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.

Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,

χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,

κατεπλάγη τὸ μέγα,

τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·

τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,

ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,

ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,

ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·

Ἀλληλούια.


Ρήτορας πολυφθόγγους,

ὡς ἰχθύας ἀφώνους,

ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·

ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,

τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,

καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·

ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,

πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,

χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.

Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,

χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.

Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,

χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.

Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,

χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.

Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,

χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.

Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,

χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,

ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,

πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·

καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,

δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·

ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,

ὡς Θεὸς ἀκούει·

Ἀλληλούια.


Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,

Θεοτόκε Παρθένε,

καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.

Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,

κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,

οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,

καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·

Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,

χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.

Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,

χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.

Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,

χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.

Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,

χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.

Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,

χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.

Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,

χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,

συνεκτείνεσθαι σπεύδων,

τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·

ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,

ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,

οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,

ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·

Ἀλληλούια.


Φωτοδόχον λαμπάδα,

τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,

ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·

τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,

ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,

αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,

κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·

Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,

χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.

Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,

χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.

Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,

Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.

Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,

χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.

Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,

χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.

Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,

χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Χάριν δοῦναι θελήσας,

ὀφλημάτων ἀρχαίων,

ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,

ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,

πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·

καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,

ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·

Ἀλληλούια.


Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,

ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,

ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.

Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,

ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,

ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·

Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,

χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.

Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,

χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.

Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,

χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.

Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,

χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.

Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,

χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.

Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,

χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,

ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,

ἁγιώτατον Λόγον·

δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,

ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,

καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,

τοὺς σοὶ βοῶντας·

Ἀλληλούια.





Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ'.

Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω· ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι· Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ'.

Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.


Μεγαλυνάριον

Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.


Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ ΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ

 Ο άγιος λειτουργούσε καθημερινώς. Όταν τον ρωτούσες, αν αύριο θα έχει Λειτουργία, απαντούσε στερεότυπα: 

«Αν θέλει ο Θεός, θα λειτουργήσω». 

 Ξυπνούσε, πλενόταν, χτενιζόταν και με σταθερά βήματα, σιωπηλός κατευθυνόταν μπρος στην ωραία πύλη να πάρει καιρό. Τυλιγμένος στο ράσο του και στο κουκούλι, διάφανος μέσα στο μισοσκόταδο του ναού, περιστοιχισμένος από τις πέντε μικρές γαλάζιες φλογίτσες των καντηλιών σαν από αστέρια του ουρανού.   Κάποια στιγμή χτυπούσε το κουδουνάκι, για να μνημονεύσουμε τα πολλά ονόματα που για χρόνια μνημόνευε, μια και δέχτηκε γι’ αυτά κάποια μικρή ευλογία.


  Πολλές φορές μνημονεύαμε δίπλα του μέσα στο ιερό. Λευκοντυμένος – μια άσπρη υφαντή στολή είχε όλα τα χρόνια – με κατάλευκα γένια και μαλλιά, με το βλέμμα σπινθηροβόλο και προτεταμένο στα δίπτυχα που κρέμονταν κυκλικά στην αγία Πρόθεση. 

Μπροστά του το Άγιο Ποτήριο σκεπασμένο, το Άγιο Δισκάριο να δέχεται τα ψίχουλα των ψυχών, ζώντων και τεθνεώτων, που αδιάλειπτα με τη λόγχη στο χέρι έβγαζε. Πιο ‘κει η λουσέρνα έριχνε το ταπεινό φως της στα δίπτυχα των ονομάτων, στα άγια σκεύη, στα λευκά άμφια και σ’ ένα πρόσωπο εκπάγλου κάλλους, ροδαλό κι ακτινοβόλο, σαν βυζαντινής εικόνας. Το κεφάλι γυμνό-φαλακρό πολλαπλασίαζε τη φωτεινότητα και τη χάρη.

Τελείωνε το μνημόνευμα και έβαζε «ευλογητός» για την τρίτη και έκτη ώρα. Θυμίαζε και έβαζε «ευλογημένη η βασιλεία». Σύννους, με κινήσεις σταθερές, σίγουρες, ελάχιστα αργές, ιεροπρεπής τελετουργός. Είχες την αίσθηση ότι έρχεται από ένα σεβαστό, βαθύ παρελθόν, για να συνεχίσει με σιγουριά σ’ ένα ατελείωτο μέλλον.

Η φωνή του βαθύτονη, σιγαλερή, γλυκιά κι απόμακρη, βγαλμένη από τα έγκατα μιας άυλης ψυχής, μαρτυρία παρουσίας λόγου Θεού.


  Πώς να μέλπει τα της Θείας Λειτουργίας το διδάχτηκε από τον γερο-Ιωσήφ στη νεότητά του. Ο γερο-Ιωσήφ δεν άφηνε κανέναν άλλο να τον ξελειτουργάει και χαιρόταν τόσο στην ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, ώστε έλεγε:

 «Δεν πιστεύω να γίνεται στο Άγιον Όρος καλύτερη Θεία Λειτουργία». Απόλυτα συγκεντρωμένος στα τελούμενα, δεν έκανε το παραμικρό λαθάκι στα τόσα χρόνια που τον παρακολουθούσαμε. Και όταν εμείς λειτουργούσαμε, κάθε τόσο μ’ ένα απότομο ύψωμα του βλέμματος στιγμάτιζε κάτι που έπρεπε να διορθώσουμε. Ουδέποτε μιλούσε ή ασχολιόταν με τα τυπικά της Θείας Λειτουργίας.

 «Ο λειτουργός πρέπει να φυλάγεται από τυχόν αιτίες ταραχής».


Έλεγε: «Για μένα η Λειτουργία είναι προσευχή. Η πιο σπουδαία προσευχή». Αλλά απέφευγε να κατανύσσεται, για να μην τον ακούνε. Είχε δόγμα του να κρύβει την κατάνυξή του. Σε σπάνιες περιπτώσεις, που δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί τον έπαιρναν “σβάρνα” τα δάκρυα, σιωπούσε για λίγο.


Θερμαινόταν ολόκληρος λειτουργώντας. Το πρόσωπο και το κεφάλι ήταν υπεραιμικά, ροδαλά σαν κάποιου χειρώνακτα. Συχνά κάθιδρα. Το καλοκαίρι πάντοτε θα άλλαζε μετά τη Λειτουργία. Τον δε χειμώνα, πού να τολμήσουμε να βάλουμε τη θερμάστρα πετρελαίου πάνω από το ένα! Εμείς τουρτουρίζαμε κι εκείνος ζεσταινόταν. Την αιτία την καταλάβαμε αργότερα. Όταν σταμάτησε να λειτουργεί, τότε ζητούσε να “ανεβάσουμε” τη θερμάστρα.


Κάποτε έκανε απόλυση και σήκωσε το συνήθως χαμηλωμένο βλέμμα του.

– Γιατί με κοιτάς, ρώτησε τον αδελφό που τον ξελειτουργούσε μόνος.

– Να, έτσι, του απάντησε ξερά.

Όμως προσπαθούσε να χορτάσει, να καταφάει άπληστα το πανέμορφο, θεοχαρίτωτο, θαλερώτατο εκείνο πρόσωπο, το γεμάτο γλυκιά φωτεινότητα και τέλεια αγνότητα. Το πρόσωπο που τότε, τα πρώτα χρόνια, πριν σφραγισθεί από το γήρας, σήκωνε ένα βλέμμα αετού, που σε διαπερνούσε ως τα μύχια της ψυχής σου. Πολλοί νόμιζαν ότι πρόκειται για πνευματική ακτινογραφία. Όμως όχι! Το αετίσιο βλέμμα προερχόταν από καρδία αρνίου. Απλή και απονήρευτη.


Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας απαραιτήτως κόλλυβα για τρισάγιο. Αν έδινες ονόματα, ζητούσε πρώτα τα κεκοιμημένα. Έλεγε: «Εμείς οι ζώντες κάτι μπορούμε να κάνουμε για τον εαυτό μας. Οι κεκοιμημένοι όμως από ‘μας περιμένουν».


Από το βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Έκδοση Ι. Ησυχ. «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000, σελ. 119.

(Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ) ...ΣΑΝ ΚΛΕΙΣΕΙ Η ΠΟΡΤΑ ΤΟΥΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.

 Σχεδόν όλοι οι σημερινοί άνθρωποι περνάνε τη ζωή τους ξεπλυμένοι από κάθε ουσία,δίχως κανέναν αληθινόν σκοπό,δίχως αληθινή χαρά και ευχαρίστηση,δίχως καμιά πίστη,και για τούτο,δίχως ελπίδα.


Είναι γαντζωμένοι απάνω σε κάποια πράγματα,που θέλουνε να τα παραστήσουνε για σπουδαία,ενώ δεν είναι τίποτα.


Κι οι χαρές τους κι οι ευτυχίες τους και τα γλέντια τους,κι οι διασκεδάσεις τους,κι οι κουβέντες τους και τα αστεία τους,είναι όλα άνοστα και ψεύτικα.


Γιατί λείπει το αλάτι που τα άρτυζε άλλη φορά.Και το αλάτι είναι η πίστη πως ο άνθρωπος δεν ήρθε στον κόσμο κατά τύχη,αλλά πως έχει να κάνει,σ’ αυτόν τον κόσμο,ένα έργο,μικρό η μεγάλο,και πως δεν ξοφλά με τούτη τη ζωή,αλλά πως υπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατά την οποία ανοίγει μία άλλη πόρτα,σαν κλείσει η πόρτα τούτης της ζωής.

Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ

 Ο Άγιος Σωφρόνιος, κατά κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκιυ, γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1703 μ.Χ. στην Ουκρανία, κοντά στην περιοχή του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική του ηλικία αγάπησε την Εκκλησία και το μοναχικό βίο. Ανέπτυξε σπουδαία ιεραποστολική δράση και εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Ιρκούτσκ.


Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1771 μ.Χ., κατά την Δευτέρα ημέρα του Πάσχα. Ενώ αναμενόταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου περί του ενταφιασμού του ιερού λειψάνου, η σορός του παρέμεινε άταφη επί έξι μήνες, χωρίς να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση. Το γεγονός αυτό, καθώς και η φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του Αγίου διασώθηκαν θαυματουργικά από την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ στις 18 Απριλίου 1917 μ.Χ. και επιτελούν πλήθος θαυμάτων.


Η ανακήρυξη της αγιοποιήσεώς του έγινε από τη Ρωσική Εκκλησία στις 23 Απριλίου 1918 μ.Χ.

Όσιος Ιωάννης ο εν τω φρέατι

 Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στα χρόνια των διωγμών της Εκκλησίας από τους ειδωλολάτρες. Η ευσεβής μητέρα του, τον πότισε με τα νάματα της χριστιανικής θρησκείας, και αργότερα ο Ιωάννης κατέφυγε στην έρημο όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την πνευματική άσκηση. Επειδή όμως το μέρος που έμενε ήταν μια μικρή σπηλιά, αναγκάσθηκε ο ευσεβής ερημίτης να χρησιμοποιήσει σαν άσκητήριο, ένα ξεροπήγαδο. Γι' αυτό και έπωνομάστηκε: «Ιωάννης ο εν τω φρέατι». Μετά από καιρό, ήλθαν κι άλλοι στον τόπο εκείνο, όπου έκτισαν μικρά κελιά για τον εαυτό τους. Αλλά ο Ιωάννης, δεν ήθελε πλέον να φύγει από εκείνο το ξεροπήγαδο, που είχε συνδεθεί με τόσα χρόνια της ζωής του. Επικοινωνούσε όμως με τους νεοελθόντες και χρησίμευε ως πολύτιμος σύμβουλος και καθοδηγός τους. Έτσι ώστε η μικρή εκείνη αδελφότητα, καταρτιζόταν και προαγόταν κατά Χριστόν απ' αυτόν. Ο Ιωάννης πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.

Προφήτης Ιωήλ

 Ο Προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ κατά την Β΄Παραλειπομένων (Θ΄29), Ιωάδ κατά μερικούς συναξαριστές) καταγώταν από τον Ιούδα (Γ΄Βασιλ. 10). Αυτός λοιπόν στάλθηκε από τον Θεό προς τον βασιλιά Ιεροβοάμ για να ελέγξει αυτόν για τις δαμάλεις (Γ΄Βασιλ. ιγ΄,2). Όταν δε άπλωσε το χέρι του ο Ιεροβοάμ για να κρατήσει τον προφήτη, ξεράθηκε το χέρι του και αποκαταστάθηκε πάλι δια της προσευχής του προφήτου. Επειδή όμως ο προφήτης πήρε εντολή από τον Θεό να μη φάει και πιει, αυτός έφαγε παραπλανηθείς από τον ψευδοπροφήτη Ενβέ. Γι' αυτό κατασπαράχθηκε, για την παρακοή του, από ένα λιοντάρι, χωρίς όμως το θηρίο να φάει το σώμα του. Τάφηκε δε κοντά στον τάφο του πλανήσαντος αυτόν ψευδοπροφήτου Ενβέ.

Άγιος Ζαχαρίας Μητροπολίτης Κορίνθου

 Ο Άγιος Ζαχαρίας ήταν Επίσκοπος Κορίνθου και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους ότι συνεργαζόταν με τους Ενετούς, κατά την εκστρατεία του Μοροζίνη στην Ελλάδα, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Συνελήφθη και αφού βασανίστηκε σκληρά οδηγήθηκε στον κριτή, ο οποίος τον προέτρεψε να αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Ζαχαρίας, με αηδία άκουσε την πρόταση αυτή του κριτή και γι' αυτό βασανίστηκε φρικτά. Καταδικάστηκε να καεί ζωντανός στη φωτιά περιστρεφόμενος! Οι χριστιανοί της Κορίνθου κατόρθωσαν, αφού πρόσφεραν μεγάλο χρηματικό ποσό στον Τούρκο έπαρχο, να μεταβληθεί ο φρικτός αυτός τρόπος της θανατικής καταδίκης. Έτσι ο νέος ιερομάρτυρας Ζαχαρίας αποκεφαλίστηκε στην Κόρινθο, 30 Μαρτίου 1684 μ.Χ., Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιωάννης συγγραφέας της Κλίμακος

 Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας γεννήθηκε πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».

Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.


Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:

1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.

2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. δ'.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός

Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.


Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

4 Ψυχή μου, Ψυχή μου (Κοντάκιο Μ. Κανόνος)

Ο ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 Η παγκοσμιοποίηση διαβιβρώσκει τεχνηέντως ή μη ιερούς θεσμούς όπως η θρησκεία, η πατρίδα,η γλώσσα, η οικογένεια.

Αγοράζει ψυχές και πληρώνει υλικά αγαθά.

 Ο ορθολογιστής θεοποιεί τον εγκέφαλο,ο γαστρίμαργος την γαστέρα του,ο φιλάργυρος το χρήμα,ο οπαδός τον ηγέτη,κι έτσι σκέφτεται ανάλογα με τις προτεραιότητες που θέτει.

 Ο καρδιακός άνθρωπος είναι ο ολοκληρωμένος,ο αληθινός χριστιανός,που πρότυπο έχει τον Χριστό και κανόνα του το Ευαγγέλιο.

+Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης

ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΟΒΑΣΑΙ ΔΥΟ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ...

 Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης



  Να θυμάσαι και να φοβάσαι δύο λογισμούς. Ο ένας λέει: «Είσαι άγιος»·και ο άλλος: «Δεν θα σωθείς». Κι οι δύο αυτοί λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό, και δεν έχουν αλήθεια μέσα τους. Εσύ, όμως, να σκέφτεσαι: «Εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός, αλλά ο Ελεήμων Κύριος αγαπά πολύ τους ανθρώπους και θα συγχωρέσει και σ  ἐμένα τις αμαρτίες μου».

Πίστευε έτσι, και θα γίνει σύμφωνα με την πίστη σου: Θα σε συγχωρήσει ο Κύριος. Μη βασίζεσαι, όμως, στους προσωπικούς σου αγώνες, έστω και αν είσαι μεγάλος ασκητής. Ένας ασκητής μου έλεγε: «Βεβαίως θα ελεηθώ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες την ημέρα». Όταν, όμως, ήρθε ο θάνατος, «διέρρηξε τα ιμάτιά του».

Όχι, λοιπόν, για τις ασκήσεις μας, αλλά δωρεάν, κατά τη χάρη Του ελεεί ο Κύριος. Ο Κύριος θέλει την ψυχή να είναι ταπεινή, άκακη, και να συγχωρεί τους πάντες με αγάπη· τότε και ο Κύριος συγχωρεί με χαρά. Ο Κύριος τους αγαπά όλους, και εμείς οφείλουμε να Τον μιμούμαστε και να αγαπούμε τους πάντες, και αν δεν μπορούμε, τότε πρέπει να Τον παρακαλούμε, και ο Κύριος δεν θα αρνηθεί, αλλά θα βοηθήσει με τη χάρη Του.


Όταν ήμουν ακόμα αρχάριος, γνώρισα την αγάπη του Θεού, που είναι απερίγραπτη. Η ψυχή αισθάνεται συν Θεώ και εν Θεώ, και το πνεύμα χαίρεται για τον Κύριο, έστω και αν το σώμα αποκάμνει από την αγαθότητα του Θεού. Μπορείς, όμως, να χάσεις αυτήν την χάρη και με έναν κακό λογισμό.

Με τον κακό λογισμό εισέρχεται μέσα μας μία εχθρική δύναμη, και τότε σκοτίζεται η ψυχή και τη βασανίζουν κακές σκέψεις. Τότε ο άνθρωπος αισθάνεται την απώλειά του και καταλαβαίνει ότι ο ίδιος, χωρίς τη χάρη του Θεού, είναι μόνο «γη και σποδός».

Η ψυχή που γνώρισε τον Κύριο, μαθαίνει από τη μακροχρόνια πείρα της, ότι, αν ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τις εντολές, τότε αισθάνεται, έστω και λίγο, τη χάρη μέσα του κι έχει παρρησία στην προσευχή. Αν, όμως, αμαρτήσει με κάποιον λογισμό και δεν μετανοήσει, τότε κρύβεται η χάρη και η ψυχή θρηνεί και οδύρεται ενώπιόν του Θεού.

Έτσι η ψυχή διέρχεται όλη της τη ζωή στον αγώνα με τους λογισμούς. Εσύ, όμως, μη μένεις στην ακηδία εξαιτίας του αγώνα, γιατί ο Κύριος αγαπά τον ανδρείο αγωνιστή.

Πονηροί λογισμοί καταπονούν την υπερήφανη ψυχή, και αν δεν ταπεινωθεί, δεν θα βρει ανάπαυση από αυτούς. Όταν αμαρτωλοί λογισμοί σε πολιορκούν, φώναζε προς τον Θεό σαν τον Αδάμ: «Κύριε, Ποιητή μου και Πλάστη μου, βλέπεις ότι η ψυχή μου τυραννιέται από τους λογισμούς… Ελέησέ με». Και όταν στέκεσαι ενώπιόν του Δεσπότου, να θυμάσαι πάντα ότι Αυτός θα εκπληρώσει όλα τα αιτήματά σου, αν είναι ωφέλιμα σε σένα.

Ήρθαν σύννεφα, κρύφτηκε ο ήλιος και σκοτεινίασε. Έτσι για ένα λογισμό υπερηφάνειας στερείται η ψυχή τη χάρη και την καλύπτει το σκοτάδι. Αλλά και πάλι με έναν ταπεινό λογισμό επανέρχεται η χάρη. Αυτό το γνώρισα εκ πείρας.

Να ξέρεις ότι, αν ο λογισμός σου συνηθίζει να παρατηρεί ανθρώπους, πως ζει ο ένας η ο άλλος, αυτό είναι ένδειξη υπερηφάνειας.

«Πρόσεχε τον εαυτό σου». Παρατήρησε τον εαυτό σου και θα δεις: Μόλις η ψυχή αποκτήσει έπαρση έναντι του αδελφού, αμέσως ακολουθεί κάποιος λογισμός όχι ευάρεστος στον Θεό, και αυτό, για να ταπεινωθεί η ψυχή.

Αν, όμως, δεν ταπεινωθεί, τότε έρχεται ένας μικρός πειρασμός.

Και αν πάλι δεν ταπεινωθεί, αρχίζει ο πόλεμος της σαρκός.

Και αν πάλι δεν ταπεινωθεί, τότε πέφτει πάλι σε κάποιο μικρό αμάρτημα.

Αν και τότε δεν ταπεινωθεί, θα έλθει μεγαλύτερη αμαρτία.

Κι έτσι θα αμαρτάνει, ωσότου ταπεινωθεί.

Μόλις, όμως, ταπεινωθεί, αμέσως θα δώσει ο Ελεήμων Κύριος στην ψυχή ειρήνη και κατάνυξη, και τότε θα περάσουν όλα τα κακά και θα απομακρυνθούν όλοι οι εχθρικοί λογισμοί. Έπειτα, όμως, πρέπει να κρατάς με όλες σου τις δυνάμεις την ταπείνωση, αλλιώς θα ξαναπέσεις στην αμαρτία.

Βλέποντας ο Κύριος ότι η ψυχή δεν είναι στερεωμένη στην ταπείνωση, απομακρύνει τη χάρη, αλλά εσύ μη φοβάσαι: Η χάρη είναι μέσα σου, αλλά κρυμμένη. Μάθε να σταματάς αμέσως τους λογισμούς. Αν, όμως, ξεχάσεις και δεν τους διώξεις αμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια. Κοπίασε σε αυτό, για να αποκτήσεις τη συνήθεια. Η ψυχή αποκτά συνήθεια, αν την διδάξεις, και ενεργεί έτσι σε όλη της τη ζωή.

Ο αγαθός άνθρωπος έχει αγαθούς λογισμούς και ο πονηρός πονηρούς. Όλοι, όμως, οφείλουν να μάθουν τον πόλεμο με τους λογισμούς, και να μάθουν να μετατρέπουν τους κακούς λογισμούς σε αγαθούς. Αυτό είναι σημάδι πεπειραμένης ψυχής.

Ρωτάς πως γίνεται αυτό;

Να! Όπως ο ζωντανός άνθρωπος αισθάνεται πότε κρυώνει και πότε ζεσταίνεται, το ίδιο και όποιος γνώρισε εκ πείρας το Άγιο Πνεύμα ακούει πότε υπάρχει στην ψυχή του η χάρη και πότε έρχονται τα πονηρά πνεύματα.

Ο Κύριος δίνει στην ψυχή τη σύνεση να αναγνωρίζει την έλευσή Του και να Τον αγαπά και να κάνει το θέλημά Του. Επίσης η ψυχή αναγνωρίζει τους λογισμούς του εχθρού όχι από την εξωτερική τους μορφή, αλλά από την επενέργειά τους στην ψυχή.

Οι εχθροί εύκολα εξαπατούν εκείνον που δεν έχει την πείρα αυτή.

Οι εχθροί έπεσαν από υπερηφάνεια και μας παρασύρουν στην ίδια πτώση, υποβάλλοντας λογισμούς επαίνου. Και αν η ψυχή δεχθεί τον έπαινο, τότε η χάρη φεύγει, εφόσον δεν ταπεινώνεται η ψυχή. Και έτσι σε όλη τη ζωή ο άνθρωπος θα μαθητεύει στην ταπείνωση του Χριστού. Αν δεν το μάθει αυτό η ψυχή, δεν θα γνωρίσει ανάπαυση από τους λογισμούς και δεν θα μπορέσει να προσευχηθεί με καθαρό νου.


Από το βιβλίο, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»:

Έκδοσις Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου ΕΣΣΕΞ

Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ Ρωσίας

 Ο Άγιος Εφραίμ κόσμησε τον αρχιερατικό θρόνο του Ροστώβ από το έτος 1427 μ.Χ. μέχρι το 1454 μ.Χ. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος από τον Μητροπολίτη Φώτιο στις 13 Απριλίου 1427 μ.Χ. Σύμφωνα με τα τοπικά Χρονικά άρχισε αμέσως την ανοικοδόμηση της μονής Βαρινίσκιυ του Πσκωφ, στον τόπο όπου βρισκόταν η οικία του ευγενούς Κυρίλλου, πατέρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Επίσκοπος Εφραίμ υπήρξε φίλος και προστάτης των μοναχών και συναντιλήπτορας του Αγίου Ασκητού Γρηγορίου της Πάλμα.


Ο Άγιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1454 μ.Χ.

Άγιος Ευστάθιος ο Ομολογητής επίσκοπος Κίου Βιθυνίας

 Έζησε στα χρόνια της εικονομαχίας. Από νέος βάδισε το δρόμο της ευσέβειας, στολισμένος με βαθειά και ένθερμη πίστη. Ήταν συγχρόνως και ακριβής τηρητής των εντολών, τις όποιες δεν γνώριζε μόνο αλλά και εφάρμοζε. Τη ζωντανή αυτή ευσέβεια του, καλλιέργησε ακόμα περισσότερο, όταν έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε υστέρα Ιερέας. Η κοινή αναγνώριση των προτερημάτων αυτών, τον ανέβασε στην επισκοπή της Κίου στη Βιθυνία. Στη νέα του αυτή διακονία, έδειξε περισσότερα ποιμαντικά χαρίσματα και εργάστηκε με μεγαλύτερη αφοσίωση στη φιλανθρωπική αποστολή του. Απέναντι στους εικονομάχους, ο ειρηνικός ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικός και ακοίμητος φρουρός της Ορθοδοξίας. Ούτε πτοήθηκε, όταν είδε μπροστά του τον άγριο διωγμό. Φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε. Αλλά από παντού συμμετείχε στην άμυνα της Ορθοδοξίας. Υπέμεινε δε απερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας και άλλων κακουχιών. Τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό, του οποίου έλαμψε πιστός και γνήσιος υπηρέτης, που προτίμησε τις ταλαιπωρίες και το θάνατο από την εγωιστική διατήρηση του αξιώματος του.

Άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής

 Τον Άγιο Διάδοχο, δεν τον αναφέρουν οι Συναξαριστές. Συναντάται στον Λαυριωτικό Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζί με τον πρεσβύτερο Μάρκο τον μεγάλο ασκητή (+5 Μαρτίου), όπου υπάρχει και κοινός Κανόνας των δύο μη ολοκληρωμένος.

Ο Άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου, έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, αλλά και της συναρπαστικής συγγραφής. «Τα Εκατό γνωστικά ασκητικά κεφάλαια» πού έγραψε, διαβάζονταν με απληστία από τους μοναχούς. Επίσης έγραψε και αλλά, όπως την «Όραση» και «Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου».


Στα «Εκατό γνωστικά κεφάλαια» ο Άγιος Διάδοχος στο προοίμιο του βιβλίου εκθέτει τους «δέκα όρους», που είναι κατά κάποιο τρόπο τα κύρια σημεία του βιβλίου και θα μπορούσαμε κατ' επέκταση να ισχυρισθούμε ότι είναι οι δέκα όροι της πνευματικής ζωής. Συγκεκριμένα γράφει:

Πρώτος όρος της πίστεως: Έννοια περί Θεού απαθής.

Δεύτερος όρος της ελπίδος: εκδημία του νου εν αγάπη προς τα ελπιζόμενα.

Τρίτος όρος της υπομονής: Τον αόρατον ως ορατόν ορώντα τοις της διανοίας οφθαλμοίς αδιαλείπτως καρτερείν.

Τέταρτος όρος της αφιλαργυρίας: Ούτω θέλειν το μη έχειν ως θέλειν τις το έχειν.

Πέμπτος όρος της επιγνώσεως: Αγνοείν εαυτόν εν τω εκστήναι τον Θεόν.

Έκτος όρος της ταπεινοφροσύνης: Λήθη των κατορθουμένων προσευχής.

Έβδομος όρος της αοργησίας: Επιθυμία πολλή του μη οργίζεσθαι.

Όγδοος όρος της αγνείας: Αίσθησις αεί κεκολλημένη Θεώ.

Ένατος όρος της αγάπης: Αύξησις φιλίας προς τους υβρίζοντας.

Δέκατος όρος της τελείας αλλοιώσεως: Εν τρυφή Θεού χαράν ηγείσθαι το στυγνόν του θανάτου.

Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)

 Οι Άγιοι Ιωνάς και Βαραχήσιος ήταν ασκητές και μαρτύρησαν περίπου το 330 μ.Χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Σαβώριος και των Βυζαντινών ο Μέγας Κωνσταντίνος.


Αναχώρησαν από τη Μονή που μόναζαν και πήγαν σε κάποια κωμόπολη, πού ονομαζόταν Μαρβιαβώχ (ή Μαρμιαβώχ). Εκεί επισκέφθηκαν εννιά κρατούμενους Μάρτυρες στην φυλακή, τον Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ηλία, Μάρη, Άβίβο, Σιμιάθη και Σάβα (ή Σώβα) και τους ενθάρρυναν στο μαρτύριο. Αμέσως τότε τους συνέλαβαν και αυτούς και τους οδήγησαν μπροστά σε τρεις άρχοντες των Περσών, τον Μασδράθ, τον Σιρώ και Μαρμισή. Αυτοί συμβούλευσαν τους Ιωνά και Βαραχήσιο ν' αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνήσουν τη φωτιά, το νερό και τον ήλιο.


Οι Άγιου δεν υπάκουσαν και αφού τους έδεσαν, άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα. Στην συνέχεια τους έσυραν με τραχιά ραβδιά και τους άφησαν έξω στην παγωνιά όλη τη νύχτα. Κατρόπιν, έκοψαν τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών του Αγίου Ιωνά και τον έδεσαν σφικτά σε δένδρο. Εκεί τον πριόνισαν στη μέση και τον έριξαν σε λάκκο. Τον Άγιο Βαραχήσιο, αφού τον έσυραν γυμνό στα αγκάθια, τον έριξαν σε λάκκο και έχυσαν βραστή πίσσα επάνω στον φάρυγγά του, και έτσι τελειώθηκε ο βίος του.


Το ίδιο σκληρά βασανίσθηκαν και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι θανατώθηκαν με πικρότατο θάνατο.


Τα ιερά λείψανα αυτών αγοράστηκαν από κάποιον ευσεβή Χριστιανό ονόματι Aυδηισώτην προς πεντακόσια μιλιαρίσια (περσικά νομίσματα), ο οποίος τα ενταφίασε με ευλάβεια.


Οι μεν ανωτέρω εννέα Mάρτυρες, τελειώθησαν την εικοστή εβδόμη Mαρτίου, οι δε Άγιοι Iωνάς και Bαραχήσιος τελειώθησαν την εικοστή ενάτη Mαρτίου.




Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χορόν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητών, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμῖν καὶ ἔλεος


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Μαρτύρων την δυάδα ἐπαξίως τιμήσωμεν, θεῖον Ἰωνᾶν και σεπτόν Βαραχήσιον, ἀσκήσαντας μεν πρότερον καλῶς, ἀθλήσαντας δε ἔπειτα στερρῶς. Διά τοῦτο και ὀ Ἀθλοθέτης Χριστός ἔστεψεν αὐτῶν τας κάρας: Δόξα τῷ δυναμώσαντι αὐτοῦς, δόξα τῷ καταστέψαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ αὐτῶν πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία, την λαμπράν πανήγυριν τῶν ἀηττήτων Ἀθλητῶν, Βαραχησίου και Ἰωνᾶ. Διό και χαίρει τον Κτίστην δοξάζουσα.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῶν Μαρτύρων ἑνδεκάριθμος φάλαγξ, ἀνευφημείσθω μελῳδίαις ᾀσμάτων, σὺν Ἰωνᾷ ἡ θεῖος Βαραχήσιος, Ἄβιβος καὶ Λάζαρος, καὶ Ναρσῆς καὶ Ἠλίας, Μάρης Σιμεήθης τε, Μαρουθᾶς ὁ θεόφρων, καὶ Ζανιθᾶς καὶ Σάββας ὁ στερρός· ὑπὲρ ἡμῶν γάρ, Χριστὸν ἱκετεύουσι.


Μεγαλυνάριον

Στῖφος ἑνδεκάριθμον Ἀθλητῶν, ἐχθρῶν μυριάδας, ἐτροπώσαντο νοητῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, αἰνοῦντες χαρμοσύνως, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην, ὑπερδοξάσωμεν.


Ὁ Οἶκος

Τους ὁμοζήλους Μάρτυρας, τους νικήσαντας τους Βασιλεῖς, οὖν οἰ πιστοί ἐπαινέσωμεν διηνεκῶς. Οὗτοι γαρ, τας τῶν τρυφῶν τοῦ βίου καταφρονήσαντες, εἰς τας οὐρανίους σκηνάς μετεστάθησαν, και ἡ κτίσις θεωροῦσα ἔχαιρε, τον Κύριον δοξάζουσα.


Κάθισμα

Ἦχος γ᾿. Την ὡραιότητα.

Τους ἐκνικήσαντας ἀσκήσει πρότερον, ἐχθρόν τον κάκιστον, εἶτα αἰσχύναντας τύραννον ἄθεον καλῶς, Μάρτυρας τους ἔνδοξους, θεῖον Βαραχήσιον, Ἰωνᾶν θεορρήμονα σήμερον ὑμνήσωμεν, ἐν ἐνθέοις τοῖς ἄσμασιν, προς οὕς και εἴπωμεν πιστοί πάντες, :Χαίροις ὦ δυάς μακαρία.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ' . Την Σοφίαν και Λόγον.

Ἀθλήσεως καύχημα, καὶ στεφάνων ἀξίωμα, οἱ ἔνδοξοι Ἀθλοφόροι περιβέβληνταί σε Κύριε· καρτερίᾳ γὰρ αἰκισμῶν, τοὺς ἀνόμους ἐτροπώσαντο, καὶ δυνάμει θεϊκῇ, ἐξ οὐρανοῦ τὴν νίκην ἐδέξατο. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸ μέγα σου ἔλεος.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Μάρκος επίσκοπος Αρεθουσίων, Κύριλλος διάκονος, και των εν Ασκάλωνι και Γάζη παρθένων γυναικών και ιερωμένων ανδρών

 Ο Άγιος Μάρκος ήταν επίσκοπος Αρεθουσίων (Η Αρέθουσα είναι οικισμός στα ανατολικά του Νομού Θεσσαλονίκης) και ήκμασε στα χρόνια του Μέγα Κωνσταντίνου, του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).


Το 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά μάλιστα αυτής, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η οποία μετέβη στα Τρέβηρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κώνσταντα. Το 343 μ.Χ. έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Φιλιππουπόλεως και το 351 μ.Χ. στην Σύνοδο του Σιρμίου, η οποία καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου, ως οπαδό του αιρετικού Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της Σελευκείας της Ισαυρίας, το 358 μ.Χ.


Μια μέρα, κινούμενος από θείο ζήλο, γκρέμισε ένα ναό των ειδώλων και τον έκανε εκκλησία. Όταν όμως ανέλαβε αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, συνέλαβε το Μάρκο (363 μ.Χ.), διότι γκρέμισε τον ειδωλολατρικό ναό. Τότε οι στρατιώτες, αφού τον γύμνωσαν και τον μαστίγωσαν αλύπητα, τον έριξαν μέσα σε χαντάκια με βρώμικο νερό. Μετά τον έβγαλαν από 'κει, και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά, να τον τρυπούν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη. Κατόπιν τον άλειψαν με μέλι και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και πολλή υπομονή. Οπότε, βλέποντας οι ειδωλολάτρες αυτή την ανδρεία και μεγαλοψυχία του γέροντα Μάρκου, έγινε στις ψυχές τους μέγα θαύμα. Αφού τον κατέβασαν από 'κει που τον είχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, έγινε διδάσκαλος τους και έμαθαν απ' αυτόν την αληθινή πίστη.


Ο Άγιος Μάρκος κοιμήθηκε με ειρήνη.


Επί Ιουλιανού του Παραβάτη (363 μ.Χ.) έλαμψε και ο Διάκονος Κύριλλος, καύχημα της Εκκλησίας της Φοινίκης. Επειδή στάθηκε αμετακίνητος στη χριστιανική ομολογία και κήρυττε κατά των ειδώλων, κίνησε τη μανία των ειδωλολατρών, οι όποιοι με ξίφη άνοιξαν την κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του.


Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ήμερα αυτή.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τὴ Φοινίκη δὲ ὢ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τὴ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν, οὖς ὡς ὀπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.

Δι' ἐγκρατείας τῶν παθῶν τᾶς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμᾷς καὶ τᾶς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τᾶς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργείν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα, Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ποιμὴν ἱερώτατος Ἀρεθουσίων ὀφθείς, ἐνθέως ἐποίμανας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, Μᾶρκε Ἱερομάρτυς, τοῦ Σωτῆρος θεράπων, ᾧπερ ἀκαταπαύστως, μὴ ἐλλίπῃς πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν ἐκτελούντων τὴν πάντιμον μνήμην σου.


Κοντάκιον

Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τῷ θείῳ φωτί, τὸν νοῦν σου λαμπρυνόμενος, φωστὴρ φαεινός, καὶ Ἱεράρχης Ὅσιος, ὦ Μᾶρκε ἐχρημάτισας, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἤθλησας, ὑπὲρ αὐτῆς ἀνδρείᾳ ψυχῆς, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἱεράρχα Μᾶρκε σοφέ, τῶν Ἀρεθουσίων ποιμενάρχης ὁ ἱερός, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ὁμότροπος ἐν ἄθλοις, καὶ πρέσβυς καὶ μεσίτης ἡμῶν πρὸς Κύριον.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.


Ὁ Οἶκος

Ἀνατεθεὶς ὀλικῶς τῷ Κυρίῳ, τῶν ἐν κόσμῳ τερπνῶν κατεφρόνησας, καὶ καθάρας σαὐτὸν θείαις πράξεσιν, ἐπιπνοίας τῆς θείας κειμήλιον, καὶ ὄργανον χωρητικόν, τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐγένου Μᾶρκε Ὅσιε, καὶ τὴν θείαν στολὴν κληρωσάμενος, ἀρχιερεὺς θεοφόρος ἐδείχθης, μεσιτεύων Πλάστῃ καὶ πλάσματι, ἐν τῷ προσφέρειν Αὐτῷ, τὰς μυστικὰς προσφοράς, πόνων δὲ μαρτυρικῶν ὑπελθὼν τὸν ἀγῶνα, τὴν τῶν εἰδώλων πλάνην κατήσχυνας, καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ ἤθλησας στεῤῥότατα, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.

Τὴν ζωὴν κατευθύνων θεοπρεπῶς, Ἱεράρχης ἐδείχθης θεοειδής, καὶ πόνοις ἀθλήσεως, ἀνενδότως ὡμίλησας, καὶ ἔδειξας τοῖς πᾶσι, τὴν χάριν τῆς πίστεως, ἐκλάμπουσιν ἐν ἄθλοις, και πάντας ἐκπλήττουσαν, ὅθεν διπλοῦν στέφος, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, ἐδέξω λαμπρότατα, ἐπαξίως τῶν πόνων, Πάτερ Μᾶρκε θεόσοφε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.