Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Κάλαντα Ικαρίας Πρωτοχρονιάς

ΥΜΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

  Μια μικρή ελληνοπούλα..
















Αγαπητοί μου Φίλοι!
















   Αυτή η εικόνα της Παναγίας είναι η Πλατυτέρα, που βρίσκεται στην Αγιά- Σοφιά της Κωνσταντινούπολης! Δείτε ομορφιά!
















   Αξιώθηκα πέρσι και πήγα προσκυνήτρια στην πόλη και παρακάλεσα τον εκεί φωτογράφο να μου τραβήξει αυτή την φωτογραφία. Η Παναγιά μας, που δεν α…ναφέρεται στο νέο βιβλίο των Θρησκευτικών της Β΄ Γυμνασίου. Διδάσκεται όμως η ενότητα, ΄΄Ο Ιησούς στο Κοράνι΄΄! Άκουσον άκουσον!








   Η Παναγιά μας, που τόσο πολύ πολεμάται και την βλασφημούν οι αντίχριστοι και αιρετικοί ότι δεν υπάρχει, εμείς θα ομολογούμε πάντοτε, «Συ υπάρχεις, Θεοτόκε, και Εσένα έχουμε μεσίτρια οι αμαρτωλοί προς τον Κύριον».








  Και ποιος ξέρει τι άλλα χτυπήματα ενάντια της Ορθοδοξίας μας ετοιμάζουν, εμείς όμως δεν θα αφήσουμε την Πίστη των προγόνων μας, την Ορθοδοξία μας! Πάντοτε θα πιστεύουμε στον μόνο αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό μας, στην Παναγία μας και στους Αγίους μας.
















   Για όσους δεν έχετε πάει στην Κων/πολη δεν μπορείτε να φανταστείτε την ομορφιά αυτής της Πόλης των Πόλεων! Κατ’ αρχήν, δεν ένιωθα ξένο έδαφος, ένιωθα ότι πατάω σε πάτρια εδάφη. Ένιωθα δέος. Σαν στάθηκα στο πάρκο που βρίσκεται εμπρός στην Αγιά-Σοφιά και την αντίκριζα, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι βρισκόμουν εκεί, σ’ αυτό το μεγαλείο της Ρωμηοσύνης, που τόσους αιώνες στέκει εκεί.
















   Σαν μπήκαμε ύστερα μέσα στον ναό, αντίκρισα τόσες πολλές εικόνες ψηφιδωτών, μεγαλοπρεπέστατες! Θαύμασα! Γιατί νόμιζα πως δεν θα έβλεπα πολλές εικόνες επειδή οι Τούρκοι θα τις είχαν εξαφανίσει. Αλλά είναι αρκετές. Βγαίνουν τώρα ξανά. Πέφτουν οι σοβάδες που τις είχαν σοβατίσει οι Τούρκοι. Σε έναν από τους 4 αγγέλους έχει αποκαλυφθεί ολόκληρο το πρόσωπο, βγήκαν μεγάλοι σταυροί πάνω στους σοβάδες…








   Κοντεύει η Ώρα, το φωνάζουν και οι πέτρες και τα μάρμαρα της Μεγάλης εκκλησιάς!
















   Βγαίνοντας, χτύπησα με το χέρι μου πάνω στην μαρμάρινη κολόνα της Αγια-Σοφιάς και της είπα: «Καλή λευτεριά σύντομα».
















   Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την Κων/πολη. Όπως είναι όμως τώρα δεν είναι και τόσο ωραία γιατί είναι πολύ πυκνοκατοικημένη και μουσουλμανική και με πολλά τζαμιά. Δεν ήθελα όμως να φύγω από εκεί, το μυαλό μου και η καρδιά μου έχουν μείνει εκεί.
















   Η Πόλις η Επτάλοφος, που είναι χτισμένη σε επτά λόφους, η μισή είναι στην ευρωπαϊκή πλευρά και η άλλη στην ασιατική. Η μια άκρη από την άλλη απέχει 140 χλμ! Φανταστείτε τι τεράστια πόλη είναι! Ο όμορφος Βόσπορος που έχει πολλές ορθόδοξες παλιές εκκλησίες. Τα συνδυάζει όλα αυτή η Πόλη, θάλασσα, βουνά…
















   Αλλά οι κάτοικοι δεν της ταιριάζουν! Δεν της ταιριάζουν τα τζαμιά. Κάθε βήμα και τζαμί. Δεν της ταιριάζει να βγαίνει ο ιμάμης πολλάκις την ημέρα, από τα χαράματα ως το βράδυ και να φωνάζει τις μουσουλμανικές προσευχές. Είναι ψυχοπλακωτικό! Δεν τις ταιριάζουν οι κόκκινες τουρκικές σημαίες που είναι αναρτημένες παντού.
















   Αυτή η Πόλη ταιριάζει να είναι μοναχά Ορθόδοξη, Ελληνική και να κατοικείται από Ορθόδοξους Χριστιανούς! Της ταιριάζει μονάχα η μεγαλοπρέπεια της Ορθοδοξίας και η αρχοντιά της! Της ταιριάζει να ηχούν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών μας! Της ταιριάζει να κυματίζει μονάχα η Γαλανόλευκη σημαία με τον Τίμιο Σταυρό επάνω!








   Το βράδυ στάθηκα στο παράθυρο του ξενοδοχείου μου και την αγνάντευα έτσι όπως ήταν, με τα φώτα αναμμένα και σκέφτηκα: «Η Πόλη βρίσκεται υπό κατοχή! Τόσα χρόνια σκλαβωμένη και λαβωμένη από τις πληγές των δυναστών της… Κι όμως, στέκεται αγέρωχη στους αιώνες προσμένοντας την Λευτεριά!»… Και σαν να άκουγα τους βαριούς αναστεναγμούς της και την βαριά ανάσα της να μου ψιθυρίζει:
















   «Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου! Ετοιμαστείτε ωρέ!»

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

 Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι
















Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.
















Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.
















Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά
















Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.
















Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.
















 
















Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας

Ο χρόνος

 Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια είναι ο χρόνος και ο άνθρωπος προσπάθησε να τον καταλάβει με πολλούς τρόπους.
















Οι φιλόσοφοι, φιλοσοφικά
















Οι μαθηματικοί, μαθηματικά
















Οι ψυχολόγοι, ψυχολογικά και
















Οι Άγιοι, αγιοπνευματικά.
















Οι μόνοι όμως που έζησαν και ζουν βαθειά την έννοια του χρόνου είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας.
















Οι φιλόσοφοι, οι μαθηματικοί, οι ψυχολόγοι κ.α. μπορεί να είπαν σπουδαία πράγματα για το χρόνο, αλλά δεν μπορούν να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του.
















Οι Άγιοι δεν κάνουν προσπάθεια για να κατανοήσουν το χρόνο, αλλά για να τον ζουν. Διότι τα μυστήρια βιώνονται και δεν ερμηνεύονται: «οὐ φέρει τό μυστήριο ἔρευναν». Οι Άγιοι και οι πιστοί ζώντας μέσα στην Εκκλησία βρίσκουν το μεγάλο μυστικό. Να ζουν το μυστήριο του χρόνου.
















Πώς; Με το να τον υπερβαίνουν.
















Ο πιστός, δια των Αγίων Μυστηρίων και της λειτουργικής ζωής, ζει πέρα από το χρόνο και με τη βίωσή του ζει την αιωνιότητα.
















Έτσι: η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση, η Σταύρωση, η Ανάσταση, για τον πιστό είναι γεγονότα που τα ζει κανείς ως παρόντα σε κάθε στιγμή. Κάποιες τομές μέσα στο ιστορικό χρόνο που τον αγκαλιάζει και τον κάνει αιωνιότητα.
















Όλα όσα αφορούν τον Χριστό και την Εκκλησία έχουν ένα υπερχρονικό χαρακτήρα – ο Χριστός χθες και σήμερα είναι ο Ίδιος, αναλλοίωτος και υπερχρονικός.
















Συνεπώς η χρονικότητα υπερβαίνεται με την αιωνιότητα, αρκεί να μπει μέσα στο χρόνο το στοιχείο της αιωνιότητας, ο Θεός.
















Και ο Θεός είναι αγάπη.
















Να ποιο είναι το μυστικό που μπορεί να μετατρέψει το χρόνο σε αιωνιότητα. Χωρίς την αγάπη, δεν υπάρχει Χριστός. Χωρίς αγάπη ο άνθρωπος είναι ξηρός, ένα νούμερο. Όποιος αγαπά είναι πάντα επίκαιρος, όπως ο Χριστός και οι Άγιοί του, διότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκλείπει».
















Αιώνες τώρα ο Μέγας Βασίλειος, που εορτάζει στην αρχή του νέου έτους, είναι και μένει αιώνιος. Μας δίνει τις πιο αληθινές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Μας λέγει:
















Θέλετε να είστε πάντα νέοι; Έχετε αγάπη.
















Θέλετε να είστε ευτυχείς και να ζήσετε αιώνια; Αγαπάτε.
















Αντί λοιπόν της συμβατικής ευχής «καλή χρονιά» η «χρόνια πολλά», ας ευχηθούμε εις εαυτούς και αλλήλους:
















Ν' αγαπάμε βαθειά και αληθινά για να ζήσουμε αιώνια. Μόνο οι σχέσεις της αληθινής αγάπης μας περνάνε από την χρονικότητα στην αιωνιότητα.
















(Αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη)

Χριστούγεννα - Φανέρωση της απείρου αγάπης του Θεού

 Αρχιμανδρίτου Γεωργίου








Καθηγουμένου Ι.Μονής Οσίου Γρηγορίου
















 
















Τα Χριστούγεννα, που με την Χάρι του Θεού εορτάζουμε και φέτος, μας δίνουν την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στο Μυστήριο της αγάπης του Θεού.
















Πολλά και ανεκτίμητα είναι τα δώρα του Θεού σε μας. Το μεγαλύτερο όμως δώρο Του είναι η ενανθρώπηση του Μονογενούς Του Υιού, χωρίς την οποία θα είμεθα ακόμη απελπισμένοι αιχμάλωτοι του διαβόλου και του θανάτου.
















Λέγει ο αγίος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Τι βάθος πλούτου και σοφίας και θείας φιλανθρωπίας! Έτσι γνωρίζει ο Θεός με την σοφία, τη δύναμη και την φιλανθρωπία Του τα ολισθήματα από την εκούσια παρεκτροπή μας να τα κατασκευάζει ασυγκρίτως προς το καλύτερο. Διότι αν ο Υιός του Θεού δεν κατέβαινε από τους ουρανούς, εμείς δεν θα είχαμε καμία ελπίδα να ανέβουμε στον ουρανό. Αν Αυτός δεν εσαρκώνετο, δεν έπασχε κατά σάρκα, δεν ανίστατο και ανελαμβάνετο για χάρι μας, δεν θα εγνωρίζαμε την υπερβολική αγάπη του Θεού προς εμάς» ( Ομιλ. ιστ’).
















Τονίζει δε πάλιν ο άγιος Γρηγόριος ότι ο Χριστός εσαρκώθη «ίνα δείξη την του Θεού προς ημάς αγάπην».
















Εμβαθύνοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο σοφός και απλανής αυτός διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, στις ευεργεσίες που προέκυψαν για τους ανθρώπους από την Σάρκωση του Χριστού και το απολυτρωτικό Του έργο, τονίζει ότι με αυτήν ο σακρωθείς Κύριος πρώτον μας ανεβάζει από το βαθύτατο χάος, στο οποίο είχαμε πέσει, και δεύτερον μας ανυψώνει σε θεϊκή δόξα. Μας ελευθερώνει δηλαδή από μία αδυσώπητη φυλακή και μας χαρίζει την θεώση..[…]
















Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ακόμη και αυτές τις άγιες ημέρες δεν ερχόμεθα σε συναίσθηση της απείρου προς εμάς αγάπης του Θεού. Δεν την ζούμε σαν το πιο συγκλονιστικό γεγονός στη ζωή του κόσμου και στην δική μας ζωή. Δεν ανταποδίδουμε στον αγαπήσαντα ημάς Κύριο την δική μας αγάπη.
















Είναι ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία της ζωής μας ότι δεν νοιώθουμε την αγάπη του Θεού σε μας και δεν Του ανταποδίδουμε την δική μας αγάπη. Έτσι και η χριστιανική μας ζωή φυτοζωεί, δεν είναι μέθεξις Θεού ούτε ανάκριση του κτιστού μας είναι με τον άκτιστο Θεό.
















Όταν ζούμε το μυστήριο της αγάπης του Θεού, μπορούμε κατά βάθος να χαιρώμεθα και στις πιο αντίξοες περιστάσεις της ζωής μας και να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο τον θάνατο με ελπίδα.
















Οι άγιοι άνθρωποι όλων των αιώνων ένοιωσαν στο βάθος της υπάρξεώς τους πόσο τους αγαπά ο Θεός και αγάπησαν τον Θεό ολοκληρωτικά. Γι’ αυτό και υπέμειναν καρτερικά κάθε είδους πόνο, στέρηση, βάσανο, άσκηση και δοκιμασία για την αγάπη του Θεού.
















Η προσευχή του Αποστόλου Παύλου για τους Εφεσίους είναι προσευχή όλων των Αγίων, ώστε όλοι οι Χριστιανοί να γνωρίσουν εν Χάριτι την αγάπη του Χριστού που υπερβάλλει κάθε ανθρώπινη γνώση: «Γι’ αυτόν τον λόγο γονατίζω προσευχόμενος προς τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού… να σας δώσει κατά τον πλούτο της δόξης Του, να ενισχυθείτε με δύναμη δια του Πνεύματός Του στον εσωτερικό σας άνθρωπο, να κατοικήσει ο Χριστός δια της πίστεως στις καρδιές σας, να είσθε ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη, για να μπορέσετε να καταλάβετε μαζί με όλους τους Αγίους ποιο είναι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, η οποία ξεπερνά την γνώση, για να καταστείτε πλήρεις με όλη την πληρότητα του Θεού» (βλ. Εφ. γ’ 14-19).
















Μακάρι να αξιωθούμε και εμείς με την Χάρι του Σαρκωθέντος Κυρίου μας και με την ευκαιρία των αγίων εορτών της ενανθρωπήσεώς Του να γνωρίσουμε, νοιώσουμε και βιώσουμε την αγάπη του Χριστού, ώστε όλος ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας.
















Το πλήρωμα αυτό του Θεού είναι το μόνο πλήρωμα που μπορεί να πληρώσει (γεμίσει), ανάπαυση και ξεδιψάσει το απροσμέτρητο βάθος κάθε ανθρώπινης ψυχής.
















Από το βιβλίο του








Αρχιμανδρίτου Γεωργίου








Καθηγουμένου Ι.Μονής Οσίου Γρηγορίου








«Θεός Εφανερώθη εν σαρκί»








Εκδόσεις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου








Άγιον Όρος

Για μια καλή χρονιά

 Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος




Θα σου πάει καλά όλη η χρονιά, όχι αν μεθάς την πρώτη του μηνός, αλλά αν και την πρώτη του μηνός και κάθε μέρα κάνεις αυτά που αρέσουν στον Θεό. Διότι η ημέρα γίνεται κακή ή καλή όχι από τη δική της φύση, αφού δεν διαφέρει η μια μέρα από την άλλη, αλλά από τη δική μας επιμέλεια ή ραθυμία.




Αν κάνεις την αρετή, σου έγινε καλή η μέρα. Αν κάνεις την αμαρτία, έγινε κακή και γεμάτη κόλαση. Αν εμβαθύνεις σ’ αυτά κι έχεις αυτές τις διαθέσεις, θα ‘χεις καλή όλη τη χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ελεημοσύνες. Αν όμως αμελείς την προσωπική σου αρετή κι εμπιστεύεσαι την ευφροσύνη της ψυχής σου στις αρχές των μηνών και στους αριθμούς των ημερών, θα ερημωθείς απ’ όλα τα αγαθά σου.




Αυτό, λοιπόν, επειδή το αντιλήφθηκε ο διάβολος κι επειδή φροντίζει να καταλύσει τους κόπους μας για την αρετή και να σβήσει την προθυμία της ψυχής, μας έμαθε να βάζουμε στις μέρες την ετικέτα της ευτυχίας ή της δυστυχίας. Ένας που έπεισε τον εαυτό του ότι η ημέρα είναι κακή ή καλή, ούτε στην κακή θα φροντίσει για καλά έργα, διότι τάχα άδικα τα κάνει όλα και χωρίς σε τίποτα να ωφελήσει, εξαιτίας της κακορρίζικης ημέρας· ούτε στην καλή πάλι θα το κάνει αυτό, διότι τάχα σε τίποτα δεν τον εμποδίζει η προσωπική του ραθυμία, εξαιτίας της καλορρίζικης ημέρας, κι έτσι και από τις δύο πλευρές θα προδώσει τη σωτηρία του. Κι άλλοτε μεν διότι δήθεν ανώφελα κοπιάζει, άλλοτε διότι δήθεν περιττά, θα ζήσει μέσα στην αργία και την πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτό πρέπει να αποφεύγουμε τις μεθοδείες του διαβόλου και να βγάλουμε από το νου μας αυτήν την ιδέα και να μη προσέχουμε τις μέρες ούτε να μισούμε τη μια και ν’ αγαπούμε την άλλη…




Ο χριστιανός δεν πρέπει να γιορτάζει μόνο μήνες ούτε πρωτομηνιές ούτε Κυριακές, αλλά σ’ όλη του τη ζωή να έχει τη γιορτή που του πρέπει. Και ποιά γιορτή του πρέπει; Ας ακούσουμε τον Παύλο που λέει· «Ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας» (Α’  Κο. 5, 8).




Όταν λοιπόν έχεις καθαρή τη συνείδηση, έχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι με καλές ελπίδες και εντρυφάς στην προσδοκία των μελλόντων αγαθών· όπως, όταν δεν έχεις παρρησία κι έχεις πέσει σε πολλά αμαρτήματα, ακόμη κι αν είναι μύριες γιορτές και πανηγύρια δεν θα ‘σαι σε καθόλου καλύτερη θέση από εκείνους που πενθούν. Διότι, τί όφελος έχω εγώ από τη λαμπρή μέρα, όταν την ψυχή μου τη σκοτίζει η συνείδηση;




Αν λοιπόν θέλεις να ‘χεις και κάποιο κέρδος από την πρωτομηνιά, κάνε το εξής. Όταν βλέπεις ότι συμπληρώθηκε ο χρόνος, ευχαρίστησε τον Κύριο, διότι σε έβαλε σ’ αυτήν την περίοδο των ετών. Δημιούργησε κατάνυξη στην καρδιά σου, ξαναλογάριασε τον χρόνο της ζωής σου, πες στον εαυτό σου· Οι μέρες τρέχουν και περνούν, τα χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος του δρόμου προχωρήσαμε. Άραγε τι καλό κάναμε; Μήπως άραγε φύγουμε από δω άδειοι κι απογυμνωμένοι από κάθε αρετή; Το δικαστήριο είναι κοντά, η ζωή μας τρέχει προς το γήρας.




(Ιω. Χρυσοστόμου, Λόγος εν ταις Καλάνδαις, PG 48, 955-956)

Κυριακή προ των Φώτων

 (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


Μάρκ. α 1-8


Δεν υπάρχει αληθινή σοφία χωρίς αγάπη, ούτε και αληθινή αγάπη χωρίς σοφία. Σοφία χωρίς αγάπη είναι όπως η σοφία τού φιδιού, ιδιοτελής και φαρμακερή. Αγάπη χωρίς σοφία είναι μια νεροποντή, την ώρα που η άνυδρη γη αναζητά ένα ψέκασμα νερού. Πόσο αμέτρητη είναι η σοφία τού Θεού! Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, εκτός από τη θεϊκή αγάπη. Η αγάπη κι η σοφία τού Θεού, που αποκαλύφθηκαν στη δημιουργημένη φύση, είναι τα μέγιστα δώρα Του. Ακόμα κι αυτά όμως δεν είναι παρά σκιά, αν συγκριθούν με τη σοφία και την αγάπη που αποκάλυψε ο Θεός μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, στο έργο τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Πόσο μεγίστη είναι η σοφία κι η αγάπη τού Θεού που αποκαλύφθηκαν στην πρώτη Δημιουργία!

Αυτή όμως ήταν η σοφία της δημιουργίας κάποιου που δεν υπήρχε, η αγάπη που δίνει σε κάποιον που δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Η σοφία που αποκαλύφθηκε στη Νέα Κτίση, είναι η σοφία της θεραπείας κάποιου που είναι σοβαρά άρρωστος. Η αγάπη τής Νέας Κτίσης όμως, είναι η αγάπη τής αυτοθυσίας. Διάβασε μια φορά, δυο φορές και πολλές φορές ακόμα, το ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και σβήσε τη δίψα σου στην αμέτρητη σοφία κι αγάπη τού Θεού. Και θα νιώσεις ισάριθμες φορές ψυχική υγεία, ψυχική δύναμη, χαρά και ζωή. Ο Κύριος έρχεται στον κόσμο για να τον θεραπεύσει, να τον ανακαινίσει και να τον αναστήσει εκ νεκρών. Πώς έρχεται; Έρχεται ως Κύριος, που ο στρατός Του προπορεύεται και τον ακολουθεί. Οι ουράνιες στρατιές τον περιβάλλουν, προηγούνται κι ακολουθούν. Θα περιμένατε να δείτε το γιο ενός βασιλιά ντυμένο με μετάξι και πορφύρα, βλέπετε όμως ένα νήπιο γεννημένο σε σπήλαιο και φασκιωμένο σε φάτνη ζώων.


Θα περιμένατε ίσως να δείτε κάποιον στρατηγό, που η πόρτα του φρουρείται από ένα δάσος ξιφολόγχες, για να τον προφυλάξουν από τις σφοδρές επιθέσεις των εχθρών του· κι αντί για στρατηγό, βλέπετε ένα άοπλο κι αθώο νήπιο, που το κυνηγούσαν από τη στιγμή που γεννήθηκε οι βασιλείς κι οι άρχοντες της γης, όπως θα κυνηγούσαν ένα ελάφι.


Θα περιμένατε ίσως να δείτε κάποιον βασιλιά πορφυροστολισμένο, να οδηγεί χρυσή άμαξα, ακολουθούμενο από καλοντυμένους ευγενείς. Και βλέπετε έναν απλό εργάτη που, εντελώς άγνωστος, κάνει το μεγάλο ταξίδι σε πέτρινους ατραπούς και δρόμους γεμάτους σκόνη κι αγκάθια, από τη Ναζαρέτ ως τον Ιορδάνη ποταμό, για να σκύψει το κεφάλι και να δεχτεί βάπτισμα από τα χέρια τού Ιωάννη τού Βαπτιστή, όπως όλοι οι λοιποί άνθρωποι.


Ίσως ρωτήσετε: Πού είναι ο στρατός Του; Είναι όλοι γύρω Του, προηγούνται ή τον ακολουθούν. Είναι οι περίλαμπροι αγγελικοί χοροί, που στο Χριστό βλέπουν τον Κύριο και Βασιλιά τους. Θα ήθελαν να τον μεταφέρουν με τα άρματα των Χερουβίμ, αλλά Εκείνος δε θέλει. Μόνο Εκείνος γνωρίζει γιατί δε θέλει. Μόνο Εκείνος, ο Πατέρας Του και το Άγιο Πνεύμα. Τ’ αγγελικά τάγματα θά ‘θελαν να τον ντύσουν σαν ήλιο, να τον στολίσουν με άστρα και να τον περιζώσουν με ουράνια τόξα. Εκείνος όμως δε δέχεται. Εκείνος μόνο γνωρίζει γιατί αρνείται. Οι άγγελοι θά ‘θελαν ν’ αναγγείλουν την έλευσή Του με σαλπίσματα. Θά ‘θελαν, με τη δύναμη και την ισχύ τους, ν’ ανοίξουν ξαφνικά τα μάτια όλων των ανθρώπων στη γη, για να δουν και ν’ αναγνωρίσουν τον Κύριό τους. Οι άγγελοι θά ‘θελαν και θα μπορούσαν να δώσουν γλώσσα στα ξύλα και στις πέτρες, στο νερό και τον αέρα, ώστε όλη η πλάση να τον υποδεχτεί με μια κραυγή: «Ωσαννά! Ωσαννά!» Εκείνος όμως δε θέλει. Κι Εκείνος μόνο γνωρίζει το γιατί. Τώρα γνωρίζουμε κι εμείς το γιατί. Όλη αυτή τη δόξα την έχει αιώνια. Έρχεται τώρα όμως που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου στη φυλακή τής αμαρτίας και του θανάτου, εκεί που οι αμέτρητοι αδελφοί Του στενάζουν και θρηνούν, γιατί η αμαρτία τους οδήγησε στην παράνοια, στην παρακμή και το θάνατο. Μπήκε στον αγρό τού εχθρού με τη μορφή δούλου, όπως ήταν κι οι άλλοι δούλοι, και κινείται με σύνεση και προσοχή, για να συλλάβει και να δέσει αυτούς που διαφεντεύουν τη φυλακή αυτή και να ελευθερώσει τους αδελφούς Του δούλους, να τους οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών, κοντά στους αθάνατους αγγέλους.


Οι αγγελικές χορείες του ήταν πάντα ορατές. Στους άλλους άστραφταν μόνο εδώ κι εκεί σαν ηλιακές ακτίνες, πίσω από τα πυκνά σύνεφα. Στην επίγεια ζωή Του υπήρξαν τρία διαφορετικά ξεκινήματα. Το πρώτο σημαδεύτηκε με τη σύλληψη και τη γέννησή Του, το δεύτερο με το βάπτισμα και το τρίτο με την Ανάστασή Του. Το πρώτο σηματοδοτεί την έλευσή Του στον κόσμο, το δεύτερο το δημόσιο κήρυγμά Του με έργα και λόγια (ως παιδί κήρυττε κι έκανε θαύματα, αλλ’ αυτά γίνονταν μυστικά, κρυφά) και το τρίτο την ίδρυση της ατελεύτητης Βασιλείας Του. Τον καιρό τού πρώτου και του δεύτερου σταδίου, οι άγγελοι ήταν ορατοί κι απ’ άλλους ανθρώπους. Στο δεύτερο στάδιο, στο βάπτισμά Του, εμφανίστηκε η ίδια η Αγία Τριάδα. Τότε όμως εμφανίστηκε κι ένας άγγελος, όχι ασώματος, αλλ’ ένσαρκος. Αυτός ήταν ο Ιωάννης, γιός τού Ζαχαρία τού αρχιερέα και της συζύγου του Ελισάβετ. Δεν ήταν κάποιος άγγελος όπως οι άλλοι, τον ονόμασε άγγελο ο προφήτης: «Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου» (Μαλαχ. γ 1).


Με την προφητεία αυτή ξεκινάει ο ευαγγελιστής Μάρκος το ευαγγέλιό του. Κι αυτό είναι ένα όμορφο μυστήριο. Κάθε ευαγγελιστής ξεκινάει μ’ έναν δικό του τρόπο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης ξεκινάει από την αιωνιότητα. Ο Ματθαίος ξεκινάει από τον Αβραάμ. Ο Λουκάς από την επίγεια γέννηση του Σωτήρα μας. Κι ο Μάρκος από το βάπτισμα στον Ιορδάνη.


Γιατί δεν ξεκινούν κι οι τέσσερις ευαγγελιστές από την ίδια αρχή; Πες μου όμως, πού βρίσκεται η μια αρχή τού Ιησού Χριστού; Είναι δύσκολο να εντοπίσεις την αρχή ακόμα και κάποιου άψυχου αντικειμένου. Πόσο πιο δύσκολο όμως γίνεται αυτό όταν πρόκειται για ένα ζωντανό άνθρωπο; Και βέβαια δε συζητάμε πόσο δύσκολο είναι αν πρόκειται για το Χορηγό τής ζωής, από τον Οποίο δημιουργήθηκε κάθε ζωή.


Στην πραγματικότητα που δείχνουν οι ευαγγελιστές, στον καθένα μας υπάρχουν οι τέσσερις ακόλουθες αρχές, που είναι κατανοητές στο νου και την αντίληψή μας. Η μία είναι η αρχή μας από το Θεό, η δεύτερη από τους προγόνους μας, η τρίτη από τους γονείς μας κι η τέταρτη, η στιγμή που αρχίζουμε να δείχνουμε τη μεγαλύτερη δραστηριότητά μας στον κόσμο. Ο Χριστός όμως έχει και μια πέμπτη αρχή, που έχει σχέση με τον καθένα από μας. Η αρχή τού Ιησού Χριστού, του Υιού τού Θεού και του ευαγγελίου Του για μας δηλαδή, είναι η στιγμή που τον αναγνωρίζουμε με την καρδιά και το νου μας ως το μοναδικό Σωτήρα μας. Η στιγμή που θα σταματήσει να υπάρχει μέσα μας σαν ένα σβηστό, αν και γεμάτο λάδι χρυσό καντήλι, και θ’ ανάψει, θα θερμάνει και θα φωτίσει όλη μας την ύπαρξη. Όταν αρχίσει να γίνει για μας ο «άρτος ο επιούσιος», χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε ούτε μια μέρα. Όταν γίνει η μεγαλύτερη αξία απ’ ολόκληρο το σύμπαν, από κάθε συγγενή και φίλο, πιο αγαπητή κι από τη ζωή μας την ίδια. Αυτή θα είναι για μας η πραγματική αρχή τού Ιησού Χριστού. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις άλλες τέσσερις αρχές που αναφέρουν οι τέσσερις ευαγγελιστές.


***


Ο ευαγγελιστής Μάρκος ξεκινάει το ευαγγέλιό του με την έναρξη της δημόσιας ζωής και του κηρύγματος του Χριστού στον κόσμο. Και μας παρουσιάζει αμέσως και εμφατικά την προφητεία τού προφήτη Μαλαχία για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως άγγελο που προπορεύεται του Κυρίου. Γιατί τόσο ο προφήτης όσο κι ο ευαγγελιστής ονομάζουν άγγελο τον Ιωάννη, αφού δεν ήταν άγγελος αλλ’ άνθρωπος; Πρώτο, επειδή ο Ιωάννης με τη ζωή του ήταν σαν ουράνιος άγγελος, προσέγγιζε την αγγελική ζωή περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Δεύτερο, επειδή με το κήρυγμά του θα γινόταν σαφές πως σκοπός τής επίγειας διακονίας τού Χριστού ήταν να κάνει αγγέλους όλους τους αμαρτωλούς και θνητούς ανθρώπους· να πάρει τους σκλαβωμένους στην αμαρτία θνητούς ανθρώπους και να τους κάνει αναμάρτητους, ελεύθερες υπάρξεις, όπως είναι κι οι άγιοι άγγελοι στον ουρανό.


Με ποιον τρόπο έμοιαζε με άγγελο ο Ιωάννης; Πρώτο, με την υπακοή του στο Θεό, δεύτερο με την αποδέσμευσή του από τον κόσμο και τρίτο με την έλλειψη μέριμνας και φροντίδας για τη σωματική ζωή του. Ο πρώτος είναι ουσιαστικός για τον κόσμο, ο δεύτερος απορρέει από τον πρώτο κι ο τρίτος από το δεύτερο. Οι άγγελοι υπακούουν απόλυτα στο Θεό. Κάθε μέρα τους αποκαλύπτονται άμεσα τα ανέκφραστα μυστήρια της σοφίας, της αγάπης και της δύναμης του Θεού. Η υπακοή στο δημιουργό τους δεν είναι δυναστική, αλλά προέρχεται από χαρά και ταπείνωση.


Ο άγιος Ιωάννης ήταν απόλυτα υπάκουος στοό Θεό από την πολύ πρώιμη ηλικία του. Γεννήθηκε από υπερήλικες γονείς, ορφάνεψε από μικρός. Έτσι αφέθηκε στην πατρική φροντίδα τού Θεού, που ήταν ο μοναδικός γονιός του, ο αποκλειστικός προστάτης κι η μοναδική αγάπη του. Ο πατέρας του ήταν αρχιερέας. Κι αυτό φαίνεται πως βοήθησε στο να δυναμώσει η πίστη τού Ιωάννη στο Θεό. Τη σύλληψή του στην κοιλιά τής ηλικιωμένης και στείρας μητέρας του με τη δύναμη και τη βούληση του Θεού δεν πρέπει να την αγνοούσε. Αφού ο ευαγγελιστής Λουκάς γνώριζε τη θαυμαστή ιστορία για τη σύλληψη του Ιωάννη, πολύ περισσότερο θα πρέπει να την γνώριζε ο ίδιος ο Ιωάννης. Γνώριζε πως τη σύλληψή του την ανάγγειλε άγγελος του Θεού, όπως γνώριζε και τα προφητικά λόγια τού αγγέλου: «Έσται γαρ μέγας ενώπιον του Κυρίου…και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού… και προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού» (Λουκ. α 15, 17).


Όλ’ αυτά είχαν χαραχτεί στην καρδιά τού νεαρού Ιωάννη ανεξίτηλα, όπως κάτι που χαράζεται σε πέτρινη πλάκα. Ο Θεός αποκάλυψε τα κυρίαρχα ίχνη της ζωής του από τότε που ήταν παιδί. Θα πρέπει από τότε να είχε αντιληφθεί με σαφήνεια τι έπρεπε να κάνει και ποιο είδος ζωής έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Αποσύρθηκε αμέσως στην έρημο (βλ. Λουκ. α 80), ώστε ν’ αγωνιστεί νύχτα μέρα, να προσαρμόσει το πνεύμα του στο θέλημα του ζώντος Θεού. Δόθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό και έστρεφε προς Εκείνον τη σκέψη του για όλα εκείνα που τον απασχολούσαν. Δεν είχε καμιά ανάγκη να διδαχτεί από άνθρωπο, αφού Εκείνος, από τον οποίο δόθηκε κάθε γνώση στους ανθρώπους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επικοινωνούσε άμεσα με τον Ιωάννη και του αποκάλυπτε το θέλημά Του.


Αποσυρμένος από τον κόσμο ο Ιωάννης προσκολλήθηκε πιστά στο Θεό, όπως κάνουν κι οι ουράνιοι άγγελοι. Κι όπως οι άγγελοι, ξεδιψούσε κι αυτός από την πηγή τής σοφίας, της δύναμης και της αγάπης. Γι’ αυτό ο προφήτης ονόμασε κι αυτόν άγγελο.


Ο Ιωάννης έμοιαζε επίσης με τους αγγέλους ως προς την απελευθέρωσή του από τον κόσμο και τους ανθρώπους. Γι’ αυτόν ο κόσμος δεν ήταν παρά πηλός, που μερικές φορές έπαιρνε πράσινο χρώμα κι άλλοτε μαύρο. Πάντα όμως ήταν πηλός. Γι’ αυτόν οι άνθρωποι ήταν ένα κοπάδι σε σύγχυση, που δεν έβλεπε πουθενά τον ποιμένα. Τι είναι ο κόσμος κι ο άνθρωπος μπροστά στην παντοδυναμία τού ζώντος Θεού; Τι αξίζει η δύναμη κι ο έπαινός του και ποια είναι η απειλή του; Δεν είναι παρά αφρός σε μια βαθιά θάλασσα. Ο κόσμος δεν μπορεί να προσφέρει κανένα καλό στους ανθρώπους, παρά μόνο αν το δανειστεί από το Θεό. Ούτε και μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο χωρίς την άδειά Του.


Γιατί τότε να προσκολληθεί στον κόσμο; Γιατί να περιμένει οτιδήποτε από έναν κόσμο που έχει δανειστεί τα πάντα από το Θεό και συνεπώς του τα οφείλει; Γιατί να φοβηθεί τον κόσμο, όταν ολόκληρος ο κόσμος ζει με το φόβο, ανασαίνει με φόβο; Ο Ιωάννης, όπως κι οι άγγελοι του Θεού, δεν ήταν από καμιά άποψη δεμένος με τον κόσμο, δεν τον φοβόταν ούτε στο ελάχιστο. Γι’ αυτό και βροντοφώναζε με πάθος εναντίον των αμαρτωλών πρεσβυτέρων τής Ιερουσαλήμ, που οι άνθρωποι τους προσκυνούσαν, όπως κάνουν στα είδωλα: «Γεννήματα εχιδνών, τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής;» (Λουκ. γ’ 7) και εκσφενδόνιζε τις επιπλήξεις του στον Ηρώδη, «περί πάντων ων εποίησε πονηρών» (Λουκ. γ’ 19).


Ο Ιωάννης δε λογάριαζε κανέναν, εκτός από τον ζώντα Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν τους ξεχώριζε ούτε από τον ιματισμό τους ούτε από την τιμή και τη δύναμή τους ή τη σοφία τους ή τον πλούτο τους. Μόνο η ψυχή τους τον έκανε να τους διαφοροποιεί. Τα μάτια του δεν έβλεπαν τα σώματα των ανθρώπων αλλά γυμνές τις ψυχές τους, που τις κρύβει από τους άλλους το κάλυμμα του σώματος. Τέτοια ελευθερία και αποδέσμευση από τον κόσμο και τους ανθρώπους μόνο οι άγγελοι του Θεού έχουν, γι’ αυτό κι ο προφήτης ονόμασε τον Ιωάννη άγγελο.


Ο Ιωάννης έμοιαζε με άγγελο και για την αμεριμνησία που είχε για την επίγεια ζωή. Οι άγγελοι είναι ασώματοι, δεν είναι υλικές υπάρξεις όπως οι άνθρωποι. Είναι στολισμένοι με τη μεγαλοπρέπεια της ύπαρξής τους, είναι «σώματα επουράνια» (Α’ Κορ. ιε’ 40). Οι άγγελοι είναι εντελώς απαλλαγμένοι από τη φροντίδα τού εαυτού τους. Δεν κουράζονται από τη μέριμνα του τι θα φάνε, τι θα πιουν ή τι θα φορέσουν. Υπηρετούν το Θεό και γνωρίζουν πως ο Θεός θα τα φροντίσει όλα. Ποιος είναι ο επίγειος νοικοκύρης που θ’ αφήσει τους πιστούς δουλευτάδες του να πεινάσουν ή να μείνουν γυμνοί; Δε θα φροντίσει περισσότερο λοιπόν ο Θεός τους πιστούς δούλους Του; «Τις δε εξ υμών μερίμνων δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» (Ματθ. στ’ 27).


Ο Θεός μάς περιβάλλει περισσότερο απ’ ό,τι μας περιβάλλει ο ήλιος κι ο αέρας. Εκείνος ξέρει από τι είμαστε φτιαγμένοι, γνωρίζει τις ανάγκες μας και τις ικανοποιεί κάθε μέρα. Γιατί οι άνθρωποι δεν το συνειδητοποιούν αυτό; Γιατί τότε υπάρχει πείνα και λιμός; Γιατί ο Θεός το επιτρέπει αυτό; Επειδή μέριμνα του Θεού είναι ν’ ανατρέφει όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή μας. Κι η εμπειρία διδάσκει ότι η σωματική πείνα καμιά φορά τρέφει την ψυχή. Η καλλίτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η νηστεία. Ένα καλοταϊσμένο σώμα συνήθως υποδηλώνει μιά εντελώς άδεια ψυχή. Εκείνος που νηστεύει, τρέφει την ψυχή του. Όσο περισσότερο συνηθίζει ο άνθρωπος να νηστεύει, τόσο λιγότερη φροντίδα έχει για το σώμα του και μεγαλύτερη χαρά στην ψυχή του. Αυτό που λέω δεν είναι προϊόν φήμης. Είναι από μόνο του ξεκάθαρο, όταν ο άνθρωπος το δοκιμάζει και το εφαρμόζει αυτό στη ζωή του.


***


Όπως όλοι οι άνθρωποι που έζησαν με τη βιωματική τους εμπειρία κι όχι από τη σοφία που απόκτησαν από τα βιβλία, έτσι έζησε κι ο άγιος Ιωάννης. Έμαθε να ζει αμέτοχος από τις βιωτικές μέριμνες. Δε διάβασε βιβλία ούτε άκουσε σοφούς ανθρώπους που συνηθίζουν να «μιλάνε», αλλά δε λένε το «πώς». Έζησε ασκώντας την ελευθερία από μέριμνες. Δοκίμασε τη νηστεία και είδε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει όχι μόνο χωρίς όλες εκείνες τις τροφές για τις οποίες κοπιάζει τόσο πολύ, αλλά και χωρίς ψωμί. Ο Ιωάννης τρεφόταν με «ακρίδες» και «μέλι άγριο». Δεν έπινε κρασί ή άλλο δυνατό ποτό. Και παρ’ όλ’ αυτά, πουθενά δεν αναφέρεται ότι του έλειψε το φαγητό ή το ποτό. Δεν ήταν οι ακρίδες και το άγριο μέλι που τον έτρεφαν, αλλά η δύναμη του Θεού που λάβαινε ο πιστός δούλος Του από τα μέσα αυτά. «Άρτον αγγέλων έφαγε άνθρωπος» (Ψαλμ. οζ’ 25). Αυτό γίνεται πάντα με τους πιστούς και υπάκουους, ενώ οι άπιστοι κι οι ανυπάκουοι χρειάζονται πολλά φάρμακα μαζί με τα πλούσια γεύματά τους. Τα πλούσια γεύματα των αθέων και των ανυπάκουων δεν τρέφουν τα σώματά τους, αλλά τους προσφέρουν βάρος κι αρρώστιες.


Ο Ιωάννης δε νοιαζόταν ούτε πού θα ζήσει ούτε τι θα φορέσει. Κατοικία του ήταν η έρημος, σκεπή του είχε τον ουράνιο θόλο. Ένδυμά του είχε τρίχες καμήλας, περασμένες σε δερμάτινες λουρίδες. Κι ο Ηλίας φορούσε δερμάτινη ζώνη, ως ένδειξη ότι είχε θανατώσει τα πάθη κι ήταν έτοιμος να τηρήσει το θέλημα του Θεού. Και τι να πούμε για παπούτσια ή για καπέλο; Αν περπατήσεις αρκετό διάστημα ξυπόλητος, τότε οι πατούσες σου μετατρέπονται από μόνες τους σε παπούτσια. Κι αν περπατήσεις αρκετά κάτω από τον έναστρο ουρανό, τότε η τεράστια στεφάνη τών αστεριών γίνεται πιο κατάλληλο κάλυμμα κεφαλής από ένα εφαρμοστό, πλεγμένο καπέλο. Έβλεπε την ψυχή του καλυμμένη με τα ηλιόλουστα ιμάτια των αγγέλων τού ουρανού κι όχι με τη σωματική φθορά. Είναι πρόδηλο πως, όπως κι ο απόστολος Παύλος, δεν ήξερε κι ο ίδιος αν ήταν «εν σώματι είτε εκτός του σώματος» (Β’ Κορ. ιβ’ 3). Ξάπλωνε και κοιμόταν είτε κάτω από τον ανοιχτό ουρανό είτε σε κάποιο από τα πολλά σπήλαια της ερήμου «πέραν του Ιορδάνου». Τι τον ένοιαζε αυτό όμως, αφού η ψυχή του αναπαυόταν στο βασιλικό στήθος τού ουράνιου Δημιουργού; Γείτονες είχε τις φαρμακερές οχιές και τα πεινασμένα λιοντάρια. Δεν τα φοβόταν όμως, γιατί ήξερε πως το μάτι τού Θεού που τα βλέπει όλα, τον προστάτευε. Γιατί να τα φοβηθεί, αφού δεν μπορούσαν να βλάψουν την ψυχή του; Τον εαυτό του τον έβλεπε σαν ψυχή, όχι σαν σάρκα. Οι άνθρωποι που στον εαυτό τους βλέπουν μόνο ένα σώμα, λειτουργούν μόνο για το σώμα τους, αναζητούν ανέσεις για το σώμα, φροντίζουν μόνο το σώμα. Ο άγιος Ιωάννης ήταν ελεύθερος από επίγειες μέριμνες. Μοναδική του φροντίδα ήταν η Ψυχή του· Μοναδικός νόμος και κανόνας για την ψυχή του ήταν το θέλημα του Θεού. Σ’ αυτό έμοιαζε με τους ουράνιους αγγέλους. Γι’ αυτό κι ο προφήτης τον ονόμασε άγγελο.


(Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Ο ασκητής που αδυνατίζει το σώμα του, αδυνατίζει και την αμαρτία· αγωνίζεται να γίνει ασώματος, εξαντλεί το φθαρτό με το αθάνατο»).


Υπάρχουν κι άλλες προφητείες σχετικά με τον άγιο Ιωάννη. Ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας τον ονόμασε «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» και συνέχισε: «ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού» (Ησ. μ’ 3). Ενώ η προηγούμενη προφητεία αναφέρεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά τού αγίου Ιωάννη, αυτή αναφέρεται στο χαρακτήρα τού έργου του, της αποστολής του. Ποιο λοιπόν ήταν το έργο του; Ήταν να γίνει η φωνή που κραυγάζει στην έρημο, που θα προειδοποιήσει τους ανθρώπους και θα προετοιμάσει την οδό τού Κυρίου. Με την «έρημο» πρέπει εδώ κατ’ αρχήν να κατανοήσουμε την «πέραν του Ιορδάνου» ερημική τοποθεσία, απ’ όπου ήρθε ο δυναμικός Πρόδρομος του Χριστού, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου στην ανθρωπότητα:


Μετανοείτε!


Τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής;


Η αξίνη προς την ρίζαν κείται.


Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται.


Έρχεται ο ισχυρότερός μου, ου ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού.


Ούτος… κατακαύσει το άχυρον πυρί ασβέστω. Μετανοείτε!


Ως «έρημο» όμως πρέπει να κατανοήσουμε και την ανθρωπότητα ολόκληρη, όλη την ιστορία τού ανθρώπινου γένους, που η αμαρτία την είχε φθείρει όπως η φυματίωση. Ο Πρόδρομος ήταν το πρώτο χελιδόνι μιας καινούργιας άνοιξης. Δεν ήταν ο ήλιος τής άνοιξης, ούτε η ευωδία και το άρωμα της άνοιξης ή το τραγούδι τής άνοιξης. Ο Ιωάννης ήταν η σάλπιγγα που ξύπνησε εκείνους που τους είχε καταλάβει χειμέρια νάρκη. Ήταν απλά ο κήρυκας της άνοιξης. Άνοιξη ήταν ό ίδιος ο Κύριος.


Ως «έρημο» κατανοούμε επίσης τις ψυχές τών ανθρώπων τής εποχής του, που ήταν χωρισμένες από το Θεό και βυθισμένες στο νεκρικό σκοτάδι, σαν το ποτάμι που χάνεται στην αμμώδη έρημο. Ο άγιος Ιωάννης είναι εκείνος που ξυπνά τις συνειδήσεις μας, σα να τραβά το ποτάμι προς τον ήλιο. Ήλιος είναι ο Χριστός. Συνείδηση είναι ο προάγγελος της αγάπης, όπως είναι ο Ιωάννης για το Χριστό.


«Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού». Πώς θα γίνει αυτό; Μετανοείτε και εξομολογηθείτε τις αμαρτίες σας. Κάντε τα αυτά γρήγορα, γιατί ο Κύριος έρχεται. Θα κρούσει τη θύρα κάθε ψυχής. Όποιος μετανοεί και εξομολογείται, θα κρατήσει την πόρτα τής ψυχής του ανοιχτή. Κι ο Κύριος θα μπεί μέσα και θα φέρει μαζί Του την αιώνια ζωή. Εκείνου όμως που δε μετανοεί και δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του και γι’ αυτό έχει σκουριάσει από την αμαρτία, η πόρτα του θα παραμείνει κλειστή. Ο Κύριος θα τον προσπεράσει. Η αξίνα κι η φωτιά θα τον πλησιάσουν. Δρόμος τού Κυρίου και τρίβοι Του είναι οι ψυχές τών ανθρώπων. Οι άγριοι τόποι είναι η αμαρτία κι η ανομία.


Το νόημα των λόγων «ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου», μας το εξηγεί μ’ αυτά τα λόγια ο προφήτης Ησαΐας: «Πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται» (Ησ. μ’ 4). Αυτό σημαίνει: Όλα όσα σκέπτεσθε ότι είναι ταπεινά κι αδύναμα, θα υψωθούν και θα δυναμώσουν κι όλ’ αυτά που τα λογιάζετε ανώτερα και δυνατά, θα ταπεινωθούν. Ή, με άλλα λόγια: Λογαριάζετε το Θεό σαν μια χαμηλή κοιλάδα, αν και βρίσκεται στο μέγιστο ύψος. Και λογιάζετε τον υλικό κόσμο πως βρίσκεται στο μεγαλύτερο ύψος, ενώ είναι χαμηλά, ένα απλό υποπόδιο των ποδών Του.


Η αμαρτία έχει, φέρει όλον τον κόσμο ανάποδα, έχει γυρίσει τα πάνω κάτω. Απορίψτε την αμαρτία, κι αμέσως όλος ο κόσμος θα ορθοποδήσει. Μετανοείστε κι εξομολογηθείτε τις αμαρτίες σας. Βαπτιστείτε με το βάπτισμα της μετάνοιας για να συχωρεθούν οι αμαρτίες σας.


***


«Εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Μάρκ. α’ 4). Γιατί ο Ιωάννης λογαριάζεται πρόδρομος τοὖ Χριστού; Είναι μόνο επειδή εμφανίστηκε στον κόσμο λίγους μήνες πριν από το Χριστό; Όχι. Είναι πρόδρομος για το κήρυγμα και τη διακονία του, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο προετοίμασε τους ανθρώπους να περιμένουν την έλευση του Χριστού. Ολόκληρο το κήρυγμά του ήταν κλήση των ανθρώπων σε μετάνοια. Ολόκληρη η διακονία του συνίστατο στο βάπτισμα μετανοίας, για τη συχώρεση των αμαρτιών. Το βάπτισμα του Ιωάννη είχε σαν συνέπεια την άφεση των αμαρτιών. Τη μετάνοια, την εξομολόγηση και το βάπτισμα στο νερό τα έκανε ο ίδιος ο Ιωάννης. Η συχώρεση των αμαρτιών όμως ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Μόνο ο Χριστός μπορούσε να συχωρέσει αμαρτίες. Ο Ιωάννης το αναγνώριζε αυτό και το ομολογούσε: «Εγώ μεν ύδατι βαπτίζω υμάς· έρχεται δε ο ισχυρότερός μου, ου ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού· αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκ. γ’ 16). Ομολογούσε έτσι πως εκείνος, με το βάπτισμά του, απλά προετοίμαζε τους ανθρώπους για το βάπτισμα του Χριστού. Το δικό του βάπτισμα ήταν κάτι παραπάνω από σημείο· το αληθινό βάπτισμα του Χριστού καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τον μετατρέπει σε νέα κτίση, γίνεται υιός τού Θεού με υιοθεσία και συναριθμείται με τους δίκαιους πολίτες τής ουράνιας βασιλείας.


Ο Ιωάννης, ο προφήτης τής ερήμου, γνώριζε πολύ καλά τα βάθη τής ανθρώπινης φύσης: τις αδυναμίες της, την κλίση της προς το κακό, την ασυνέπειά της. Τα έμαθε καλά αυτά στα τριάντα χρόνια τής μόνωσής του στην έρημο. Απόκτησε αυτογνωσία κι έτσι γνώρισε και τον κόσμο ολόκληρο κι όλα όσα συμβαίνουν ή μπορούν να συμβούν σ’ αυτόν. Η νικηφόρα μάχη που έκανε με τον εαυτό του του προσπόρισε ανεξάντλητη γνώση τής ανθρώπινης φύσης. Έτσι τώρα παρουσιάστηκε στους ανθρώπους με την ελευθερία τού νικητή. Η γνώση του δεν οφειλόταν σε βιβλία. Προερχόταν από πρώτο χέρι, από τον ίδιο το Θεό, μέσα από τη δική του εμπειρία. Είναι φανερό πως έτσι το κήρυγμά του έχει έναν πολύ ανθρώπινο χαρακτήρα. Δε στηρίζεται στα λόγια των ανθρώπων. Ακόμα κι αν ο άνθρωπος έχει εξομολογηθεί ειλικρινά κι έχει αποδείξει έμπρακτα τη μετάνοιά του για τις αμαρτίες που είχε διαπράξει, ο Ιωάννης δεν τον εμπιστεύεται αμέσως. Γνωρίζει την αδυναμία και την ασυνέπεια της ανθρώπινης φύσης. Γι’ αυτό κι αγωνίζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις να ξεκαθαρίσει στους μετανοούντες πως πρέπει ν’ αποδείξουν τα λόγια με τα έργα τους. Όταν η αμαρτία επαναλαμβάνεται, γίνεται συνήθεια. Τώρα συνήθεια πρέπει να γίνουν τα έργα τής αρετής. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μακρά άσκηση των αρετών. Ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός λέει: «Οι καλές κι οι κακές συνήθειες καίγονται με το χρόνο, όπως το ξύλο στη φωτιά». Κι ο άγιος Ιωάννης έβλεπε με δισταγμό τους «στιγμιαίους» και πρόσκαιρους μετανοοούντες και γι’ αυτό τους φώναζε: «Ποιήσατε ουν καρπόν άξιον της μετανοίας» (Ματθ. γ’ 8).


Στους αγέρωχους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους γραμματείς της Ιερουσαλήμ, που καυχώνταν για την καταγωγή τους από τον Αβραάμ, έλεγε ο Ιωάννης: «Μη άρξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Λουκ. γ’ 8). Η ρίζα τού κακού μέσα στον άνθρωπο, απ’ όπου προέρχεται κάθε φανερή αμαρτία, είναι οι αμαρτωλές σκέψεις κι οι αμαρτωλοί διαλογισμοί. Σε τι μπορούν να βοηθήσουν τα λόγια τής μετάνοιας, όταν ο άνθρωπος συνεχίζει να σκέφτεται μέσα του ή να λέει το κακό;


Πονηρές σκέψεις και πονηρά λόγια που λέει κανείς μέσα του δεν είναι απλά σκέψεις και λόγια, αλλά στην ουσία πονηρά έργα, προτού ακόμα εξωτερικευτούν και γίνουν φανερές πονηρές πράξεις. Το φίδι που έχει δηλητήριο στα δόντια του δεν παύει να είναι φαρμακερό φίδι, είτε δαγκώσει είτε όχι. Ακόμα κι αν δε δαγκώσει, είναι φίδι φαρμακερό, δεν είναι αθώο περιστέρι.


Τα λόγια «ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» έχουν πολλά νοήματα. Ο Θεός έχει πραγματικά τη δύναμη να φτιάξει ανθρώπους από τις πέτρες, όταν κι όπως θελήσει. Έτσι ο Ιωάννης υπενθυμίζει στους πρεσβύτερους του λαού των Ιεροσολύμων τους απλούς και μετανοημένους ανθρώπους, που οι ίδιοι περιφρονούσαν σαν νεκρές και ακατέργαστες πέτρες. Από τους απλούς αυτούς ανθρώπους ο Θεός θ’ αναστήσει αποστόλους, ευαγγελιστές, άγιους και ήρωες. Και τους πρεσβύτερους του λαού, που αστράφτουν μ’ ένα γήινο και παροδικό, ψεύτικο φως, ο Θεός θα τους αποβάλει αν δεν παρουσιάσουν καρπό άξιο μετανοίας.


***


Ο Θεός μπορεί να μετατρέψει σε υπηρέτες Του ακόμα και άπιστους, που λατρεύουν και προσκυνούν το ξύλο και την πέτρα. Μάταια οι σοφοί τού Ισραήλ τους περιφρονούν σαν ακάθαρτα όντα, ανάξια και για τον ουρανό και για τη γη. Αν οι ίδιοι αυτοί σοφοί άνθρωποι δεν αποδείξουν με τα έργα τους ότι είναι τέκνα τού Αβραάμ, του δίκαιου και πιστού Αβραάμ, ο Θεός θα δημιουργήσει γνήσια τέκνα από τους εθνικούς, που έφτιαχναν θεούς από πέτρα. Τέλος, ας μην αβρύνονται οι σοφοί αυτού του κόσμου επειδή γνωρίζουν τον επίγειο νόμο και το Νόμο τού Θεού, όταν η καρδιά τους είναι σκληρή σαν πέτρα. Ενώ στην πραγματικότητα η καρδιά τους βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, ο νους τους, που είναι φουσκωμένος απ’ όλα τα είδη τής γνώσης, θα τους οδηγήσει κατευθείαν στο αιώνιο πυρ. Είχαν συνηθίσει να εκτιμούν πως από μόνη της η γνώση τούς αξίζει, χωρίς να υπολογίζουν την καρδιά. Υπερηφανεύονταν ακόμα και για τη σκληροκαρδία τους.


Ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει την καρδιά σαν αφετηρία για τη σωτηρία τού ανθρώπου. «Και δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην» (Ιεζ. λστ’ 26). Η σώρευση της γνώσης δεν ήταν ικανή να μαλακώσει τις καρδιές τους. Ο Θεός όμως μπορεί να μαλακώσει τις καρδιές εκείνων που μετανοούν πραγματικά. Όπως το κερί λιώνει με τη φωτιά, έτσι κι ο Θεός με τη χάρη Του μπορεί να φωτίσει και να θερμάνει τις καρδιές τών πιστών Του, να φωτίσει το νου τους με κάθε γνώση που τους χρειάζεται.


Με τον τρόπο αυτόν ο Ιωάννης διδάσκει, τους ισχυρογνώμονες «σοφούς» της Ιερουσαλήμ, πως πρέπει να δείξουν με τα έργα τους την ειλικρίνεια της μετάνοιάς τους. Το μεγαλύτερο έργο που θα μπορούσαν να πράξουν αυτοί οι φαντασμένοι που περιφρονούν τους άλλους ανθρώπους, είναι ν’ απορρίψουν την εγωιστική εσωτερική τους σκέψη ότι είναι τέκνα τού Αβραάμ.


Από κάποιους άλλους ο Ιωάννης απαιτεί διαφορετικούς καρπούς μετανοίας: «Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι, και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω» (Λουκ. γ’ 11). Ο Ιωάννης γνωρίζει πως οι μετανοούντες αυτοί είναι περιχαρακωμένοι σε παλιές συνήθειες: πως όταν έχει κανείς δύο χιτώνες, θ’ ακολουθήσει κι ένας τρίτος· πως όταν έχει περισσότερα τρόφιμα απ’ όσα χρειάζεται, δεν έχει λόγο να τα μοιράζεται με τους φτωχούς, αλλά να συσσωρεύσει ακόμα περισσότερα. Προσπάθησε λοιπόν να τους βάλει στο δρόμο τής απόκτησης νέων συνηθειών, να δίνουν ελεημοσύνη, να μοιράζουν τ’ αγαθά τους, ώστε ν’ ανοίξει η στενή καρδιά τους, να νιώθουν την αδελφότητα με τους ανθρώπους, το Θεό ως Πατέρα τους. Εκείνος που ήταν ισχυρότερος από τον Ιωάννη θα τους οδηγούσε στο βάπτισμα «εν Αγίω Πνεύματι και πυρί».


Ο Ιωάννης συνιστά στους τελώνες άλλους καρπούς μετανοίας, κατάλληλους για τον πονηρό τρόπο με τον οποίο πλούτιζαν, εισπράττοντας από τους ανθρώπους περισσότερα απ’ όσα απαιτούσε ο νόμος. Η συνήθεια αυτή είχε ριζώσει μέσα τους τόσο, ώστε με τον πλούτο που είχαν συγκεντρώσει, έγιναν τόσο υπερήφανοι, όσο κι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ για τη σοφία τους. Κι οι δυο τους βέβαια στηρίζονταν στην ανομία και την αδικία. Με ποιον καλλίτερο τρόπο θα μπορούσαν να δείξουν τη μετάνοιά τους από το ν’ απορρίψουν τις κακές αυτές τάσεις και ν’ ακολουθήσουν το γράμμα τού νόμου; Γι’ αυτό κι ο σοφός Ιωάννης τους δίνει το κατάλληλο φάρμακο για την αρρώστια τους.


Τι συμβουλεύει ο Ιωάννης να κάνουν οι στρατιώτες; «Μηδένα συκοφαντήσητε μηδέ διασείσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών» (Λουκ. γ’ 14). Και πάλι εδώ έχουμε τα κατάλληλα φάρμακα στην αρρώστια. Ο οπλισμένος άνθρωπος έχει όλα τα μέσα για ν’ ασκήσει βία. Τα όπλα του τον ωθούν να το κάνει. Για να κάνει μια βίαιη πράξη όμως, πρέπει να φανταστεί κάποιο επιχείρημα, τόσο για να καθησυχάσει τη δική του συνείδηση, όσο και να δικαιολογηθεί στον κόσμο. Έτσι, σ’ έναν οπλισμένο άνθρωπο που ασκεί βία, είναι συνηθισμένη συμπεριφορά να συκοφαντεί τους άλλους και να παραπονιέται για τα χαμηλά εισοδήματά του. Για νά ‘χει λοιπόν αξία η μετάνοια του στρατευόμενου, πρέπει να εγκαταλείψει τις παλιές του πονηρές συνήθειες: τη βία, τη συκοφαντία και τις διαμαρτυρίες για τα εισοδήματά του.


Όλα όσα συνιστά ο άγιος Ιωάννης ως καρπούς μετανοίας, οπωσδήποτε δεν είναι αρκετά για να σώσουν την ψυχή από την αμαρτία. Φτάνουν όμως για να κάνουν τον άνθρωπο άξιο να παρουσιαστεί μπροστά στο Χριστό. Το καθήκον τού Προδρόμου ήταν να επισημάνει τον κίνδυνο στους ανθρώπους, ώστε να καθαρίσουν τον εαυτό τους και ν’ αξιωθούν να παρουσιαστούν μπροστά στο θείο πρόσωπο του Σωτήρα Χριστού. Όταν έβλεπε κανείς τον φοβερό προφήτη, κοντά στον οποίο συνωστίζονταν οι κάτοικοι ολόκληρης της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων, και άκουγε τις ιδιόρυθμες κραυγές με τις προτροπές και τις απειλές για φωτιά και τσεκούρια, τον ρωτούσε:


«Συ τις ει;» Μήπως είσαι εσύ ο αναμενόμενος Χριστός; «Ουκ ειμί εγώ ο Χριστός», απαντούσε ο Ιωάννης. «Τι ουν; Ηλίας ει συ;» «Ουκ ειμί». « Τις ει ;» «Εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου» (Ιωάν. α’ 20-23).


Και στη συνέχεια ο Ιωάννης αναγνώριζε κι ομολογούσε ταπεινά: «…μέσος υμών έστηκεν ον υμείς ουκ οίδατε. αυτός εστιν ο οπίσω μου ερχόμενος, ος έμπροσθέν μου γέγονεν, ου εγώ ουκ ειμί άξιος ίνα λύσω αυτού τον ιμάντα τού υποδήματος» (Ιωάν. α’ 26-27).


Ο Χριστός ήρθε για να διδάξει στους ανθρώπους την ταπείνωση που είχαν ξεχάσει και την υπακοή που είχαν παραβιάσει. Μας δίνει ένα τέλειο υπόδειγμα με τη δική Του ταπείνωση και υπακοή προς τον ουράνιο Πατέρα Του. Ο Πρόδρομός Του μας διδάσκει την ταπείνωση και την υπακοή, με τη δική του αγνή ταπείνωση και υπακοή στο Χριστό.


Οι άνθρωποι που δεν έχουν ταπείνωση και υπακοή, δεν έχουν ούτε σοφία ούτε αγάπη. Κι όποιος τα στερείται αυτά, στερείται και το Θεό. Κι όποιος δεν έχει Θεό, δεν ορίζει ούτε τον εαυτό του. Είναι σα να μην υπήρχε, αφού ζει στο σκοτάδι και στη σκιά τού θανάτου.


Αν κάποιος έλεγε: «Ο Χριστός είναι μεγάλο κι απλησίαστο παράδειγμα για μένα. Δεν μπορώ να τον πλησιάσω. Μετά υπάρχει κι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος που, σαν συνηθισμένος άνθρωπος, είναι πιο κοντά στους θνητούς». Αυτός ας προσέξει την ταπείνωση και την υπακοή τού Ιωάννη. Αλίμονο όμως! Όταν ο άνθρωπος δε θέλει ν’ ακολουθήσει το καλό, θα βρίσκει πάντα μια δικαιολογία για να τ’ αποφύγει. Όποιος όμως θέλει να ρίξει λίγο φως στην ελεεινή του ύπαρξη στη γη, θα βρει με χαρά το καλό στο άστρο τού αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου. Αυτός θα είναι ευτυχής, γιατί το άστρο αυτό, όπως κι εκείνο που οδήγησε τους μάγους από την Ανατολή στη Βηθλεέμ, θα τους οδηγήσει στο υπέρλαμπρο άστρο, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που είναι ο μοναδικός ύμνος των αγγέλων κι η μοναδική σωτηρία των ανθρώπων, χθες, σήμερα και ως τη συντέλεια του κόσμου.


Δόξα λοιπόν και ύμνος πρέπει σ’ Εκείνον, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την τρισυπόστατη και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)

Κυριακή προ των Φώτων

 Ελάτε να εποπτεύσωμε τα προαύλια των Φώτων, με θεωρίες φωτοφανείς. Ας εισέλθωμε και εμείς στα ύδατα για να γίνωμε κοινωνοί της πλουσίας θείας ακτινοβολίας τους. Και αφού γίνωμε με το Άγιον Πνεύμα φωτοειδείς, ας ευφημήσωμε τον αίτιον του φωτός Ιησούν, το απαύγασμα της δόξης του Πατρός, με ολόψυχες ευχαριστίες. Αγνίζονται οι Ισραηλίτες προηγουμένως, όταν δηλαδή επρόκειτο να πλησιάσουν στο όρος το φλεγόμενον από το πυρ, βλέποντάς το πλήρες σκότους και θυέλλης, όμως και πάλι δεν ανέρχονται, επειδή αυτό δεν είναι ασφαλές, αλλά παραμένουν κάτω τρομαγμένοι από τους πολυειδείς φοβερισμούς του Θεού.


Και αυτός ο Μωυσής λύει τα γήινα υποδήματά του, θέλοντας να προσεγγίση στην θεοβάδιστο γη, τότε που εμυείτο θαυμαστώς στην υψηλήν θεωρία της φλογοφόρου βάτου, η οποία προετύπωνε ένα μεγαλύτερο μυστήριο. Το ιδιο και ο Ιησούς του Ναυή, παίρνει εντολήν από τον άγγελο να μη προσεγγίση καθόλου το έδαφος εκείνο φορώντας υποδήματα, για το σεβάσμιον της αγίας γης. Αλλά και οι τρεις νεανίες τι έκαμαν; Δεν εξέθεσαν τους εαυτούς των στο παμφάγο πυρ, με ψυχές και σώματα εξηγνισμένα, τότε που η καυστική ενέργεια μετεβλήθη γι’ αυτούς σε δροσιστικήν; Με πόσον μεγάλο θαύμα αντήμειψε τους αγίους αυτούς ο Θεός. Να συνυπάρχουν δηλαδή γύρω τους την ιδίαν στιγμήν, οι δύο αυτές αντίρροπες ενέργειες! Και ο Δανιήλ, ο «ανήρ των επιθυμιών του πνεύματος»; Δεν είχε προετοιμάσει με την καθαρτική νηστεία τον εαυτόν του, και έτσι παρέμεινε στον λάκκο μαζί με τους λέοντες λαμβάνοντας πάλι το σώμα του τελείως αβλαβές;

Θέλεις όμως να σου μεταφέρω τον λόγο στην Νέαν Διαθήκη; Κοίτα τον Παύλο, τον μέγα κήρυκα της αληθείας, ότι προπαρεσκευάσθη επί τρία ημερονύκτια με νηστεία και μακρές δεήσεις, και έπειτα ενεδύθη τον Χριστόν, το φως το αληθινόν. Βλέπε και τον ευαγγελιστήν Ματθαίο, πώς αξιοποίησε τα υπάρχοντά του. Απηρνήθη και αυτά, εγκατέλειψε ημιτελείς και όλες τις τελωνικές υποθέσεις, και έτσι προσήλθε να μαθητεύση στον Ιησού. Και δεν ανέφερα ακόμη τον Ζακχαίον, ο οποίος ανύψωσε πρώτα τον εαυτόν του σωματικώς και διανοητικώς, και έτσι ηξιώθη να φιλοξενήση τον Ιησού. Και μαζί με την μεγάλη του υπόσχεσιν ηξιώθη και υψηλοτέρας προσφωνήσεως. Αλλά και ο Κορνήλιος, αφού προσηυχήθη και ενήστευσε επί τετραήμερον, τότε είδε τον άγγελον ο οποίος του έφερε την ευχάριστον είδηση, και έτσι είδε τις ελπίδες του να πραγματοποιούνται. Και συ, ω φίλτατε, για να αφήσω τώρα τους άλλους, ο οποίος θέλεις να προσέρχεσαι στα θεία όχι χωρίς ευλάβεια και πολλήν προετοιμασία, θα προσέλθης έτσι απλώς, χωρίς προπαρασκευήν στο υπέρφωτο μυστήριο, δια του οποίου εγεννήθης πνευματικώς και ωνομάσθης υιός φωτός; Και δεν φοβείσαι μήπως πάθης το ίδιο με εκείνον που επιχειρεί να αντικρύση με ασθενείς οφθαλμούς τον ήλιο;


Αλλά καλώς, νομίζω, προελέχθησαν και διετυπώθησαν αυτά. Εμπρός λοιπόν, ας προχωρήσωμε όπως μας είναι δυνατόν εις τα Προφώτια, και ας ιδούμε με κεκαθαρμένους οφθαλμούς πώς η θεολογία του αληθινού Φωτός, το οποίον ανέτειλε δια της Γεννήσεως, αποκαλύπτεται σταδιακώς μέχρι την ημέρα του φωτογενούς Βαπτίσματος. Ας ευχηθούμε και τώρα να φωτισθή ο νους μας, καθώς θα ακολουθή ιστορικώς τα γεγονότα, και ο λόγος να καταστή ικανός να εκφράση καταλλήλως το μυστικόν περιεχόμενο της κάθε τελετής. Μόλις λοιπόν εγεννήθη από την Παρθένον ο υπερούσιος, παρουσίασεν αγγέλους υμνωδούς του μυστηρίου. Ας το εξετάσωμε όμως βαθύτερα. Γιατί έγινε αυτό; Για να γίνη σε όλους γνωστόν ότι αυτόν τον οποίον ύμνησαν στην αρχήν της δημιουργίας των άστρων ως γενεσιουργόν οι άγγελοι, τον ίδιον υμνούν και δοξάζουν τώρα που τον βλέπουν να λαμβάνη με την γέννηση, την ιδικήν μας μορφή. Γι’ αυτό και τον αναγγέλλει σε όλους ένα άστρο, το οποίο μάλιστα φαίνεται να υπερβαίνη την φύση των άλλων αστέρων, και από τον τρόπον που κινείται και από το ότι φέγγει και κατά την ημέρα. Και πού αποσκοπεί αυτό; Στο να φανερώση ότι αυτός που εγεννήθη είναι υπερφυής, άνθρωπος μεν κατά το ορώμενον, Θεός δε κατά το νοούμενον. Από εδώ εξάγεται και το θεώρημα της περιτομής, που δεν είναι και αυτό άμοιρον θεολογίας γι αυτούς που προσπαθούν να ερευνούν. Είναι ολοφάνερο ότι το όνομα Ιησούς, που του εδόθη τότε σύμφωνα με την προαγγελία του Γαβριήλ, χαρακτηρίζει θείαν φύσιν, επειδή σημαίνει Σωτήρ. Και ας μην ανατρέχη ο θεομάχος στην συνωνυμία του με τον Ιησού του Ναυή, βιαζόμενος να δώση την ιδικήν του εξήγηση, επειδή σε εκείνον το όνομα εδόθη σχετικώς και όχι κυριολεκτικώς όπως στον Θεόν Λόγον. Διότι ούτε είναι κατά φύσιν κύριοι όλοι όσοι ονομάζονται έτσι. Πολλοί επίσης ονομάζονται θεοί, χωρίς όμως να είναι κατά φύσιν Θεοί. Αλλά ένας είναι ο Κύριος, ένας ο Θεός, ο κατά φύσιν αληθής. Έτσι και πολλοί φέρουν το όνομα Ιησούς, ένας όμως είναι ο Ιησούς, ο Σωτήρ των απάντων.


Έπειτα ωδηγήθη στα Ιεροσόλυμα. Και γνωρίζουμε ποία είναι τα λόγια του Συμεών, ο οποίος τον υπεδέχθη στις αγκάλες του. Διότι «το σωτήριον του Θεού, το ητοιμασμένον κατά πρόσωπον πάντων των λαών» και το «φως εις αποκάλυψιν εθνών», και ό,τι άλλον χαρακτηρισμό του έδωσε, θεολογούνται επίσης και για τον Πατέρα. Επειδή και ο Πατήρ έχει ονομασθεί και Σωτήρ και φως από τους λογίους. Και όσα έχουν τον ίδιον χαρακτηρισμό, δηλώνουν και την ιδίαν φύση. Πράγματι και ο Υιός λέγει προς τον Πατέρα. «Πάντα τα εμά σα εστί, και τα σα εμά». Ομολογούμε δηλαδή ότι ισχύει η αντιστροφή αυτή, όσον αφορά στην ουσίαν, όχι στις διακεκριμένες μεταξύ τους υποστάσεις. Διότι αυτό το φρόνημα ανήκει στην σύγχυση του Σαβελλίου, την οποίαν έχουμε απορρίψει.


Κατεβαίνει έπειτα στην Αίγυπτο και μάλιστα κρυφά. Άκου όμως τι λέγει ο Ησαϊας. «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης, και ήξει εις Αίγυπτον, και σεισθήσονται τα χειροποίητα Αιγύπτου από προσώπου αυτού». Και είναι ολοφάνερο πως εδώ εννοεί ότι αυτός που κατέβη εκεί, είναι ο σαρκωμένος Θεός. Επιστρέφει μετά από την Αίγυπτο, και επιλέγει να κατοικήση στη Ναζαρέτ, από την οποίαν έλαβε και την επωνυμία. Όμως μην ιλιγγιάσης από τους λογισμούς, ακούοντας για κάθοδο και άνοδο του Θεού, για τοπικήν κίνηση και μετάβαση. Εάν βεβαίως ο Λόγος δεν είχε λάβει σώμα, θα ήταν φυσικό να κλονίζεται ο νους και να θορυβήται. Αφού όμως έλαβε σώμα, τίποτε από αυτά δεν είναι ανήκουστο και ανακόλουθον. Διότι όπως ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί», έτσι και μεταβαίνει ο «Θεός εν σαρκί», από τον ένα τόπο στον άλλο και καταδέχεται όλα τα ιδιώματα της ενσάρκου ζωής. Αργότερα, όταν έγινε δώδεκα ετών, κάθεται μεταξύ των διδασκάλων ως ειδήμων, και καταπλήσσει με τις ερωτήσεις που τους απευθύνει, και με τις συνετές αποκρίσεις του αυτούς που τον ακούουν. Και ποίος βεβαίως θα ημπορούσε να ομιλή τόσον εξαίσια σ’ αυτήν την ηλικία, εκτός από τον σαρκωμένον Θεόν; Αλλά και όταν ανεκρίθη από την μητέρα του, η οποία τον ερωτούσε, θέλοντας να ακούση από το στόμα του να της αποκαλύπτη τον υπερένδοξο Πατέρα του, έδωσε και σ’ αυτό την απάντηση.


Βλέπεις πώς με την σχηματοποίηση της διηγήσεως εφανερώθη το λογικόν περιεχόμενο των γεγονότων; Και πώς υμνήθη ο Κύριος της δόξης στο καθένα από αυτά, ωσάν κάποιος Βασιλεύς που εξέρχεται από τους ανακτορικούς θαλάμους, τα μητρικά σπλάγχνα δηλαδή, και περιοδεύει ευπρεπώς από τόπο σε τόπο; Ευλόγως λοιπόν ανέκραξε και ο υιός της βροντής Ιωάννης. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Αλλά τι να ειπούμε και για τον προερχόμενον από την έρημον Ιωάννην, το παράδοξον αυτό και πολυπόθητο για τους Ισραηλίτες θέαμα, τον άγγελο του Θεού, ο οποίος εχειροτονήθη απόστολος πριν τους Αποστόλους; Όμως ένας τόσο μεγάλος Βασιλεύς τοιούτον στρατιώτην έπρεπε να έχη, αυτόν τον τόσο μεγάλον Προφήτην ο μέγιστος Αρχιερεύς. Και ας κατανοήσωμε ποίο και πόσο μεγάλο μυστήριον έχουμε ενώπιόν μας: επειδή ήταν ανάρμοστον, ενώ παρευρίσκεται ο νυμφαγωγός, να απουσιάζη ο νυμφίος, και ενώ η φωνή αναβοά, να μην ακούεται ο Λόγος, τι γίνεται, πώς τα οικονόμησε ο Θεός; Συστέλλεται κάπως στην αφάνεια ο Ιωάννης από την βρεφικήν ακόμη ηλικία, ζώντας υπερφυώς σαν κάποιος «λύχνος υπό μόδιον» μέσα στην έρημο. Και εκεί ακούει θείες φωνές, και αξιώνεται να ιδή θείες οπτασίες. Μυσταγωγείται στα απόρρητα και διδάσκεται, όπως τότε που ήταν ακόμη έμβρυο, ποίος είναι ο Ιησούς, ότι δηλαδή είναι Υιός Θεού, και ότι εκείνος στον οποίο θα ιδή την πνευματοειδή περιστερά να «καταβή και να μείνη επ’ αυτόν, ούτος είναι ο βαπτίσων εν Πνεύματι Αγίω».


Και όταν συνεπληρώθη «το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», και η περίοδος της τριακονταετούς παρατάσεως έλαβε τέλος, τότε ιδού «και ο λύχνος επί την λυχνίαν καιόμενος, και φαίνων πάσι τοις εν τη οικία», εάν εννοήσωμε ως οικία την Ισραηλιτικήν Συναγωγή. Επεφάνη δε τότε και το αληθινόν φως που φωτίζει τον κόσμο. Ω του θαύματος! Ο ήλιος προς τον αστέρα, ο λόγος προς την φωνήν, ο νυμφίος προς τον φίλον, επειδή αυτό ήταν το σχέδιο της θείας Οικονομίας, ώστε με αυτόν τον τρόπο της προσεγγίσεως να εκπληρωθή στο πρόσωπο του Ιησού «πάσα δικαιοσύνη», και για να μιλήσωμε ευαγγελικώς, «ο μεν ένας να αυξάνη, ο δε άλλος να ελαττούται». Πράγματι, πώς θα ήταν δυνατόν να μην ελαττωθή το φως του λύχνου, ή και να αποσυρθή εντελώς, αφού ήδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης, με τα θαύματά του, αστραποβολούσε εξαίσια; Βλέπεις πόσο χρονικόν διάστημα εχρειάσθη για να ολοκληρωθή σωματικώς ο Ιησούς, κατά την διάρκειαν του οποίου υπετάσσετο στους γονείς του; «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού»! Γιατί άραγε; Όσοι είναι υψηλοί στις θεωρητικές αναβάσεις, και γνωρίζουν τα βάθη του Πνεύματος, ας δώσουν ο καθένας την ιδικήν του εξήγηση. Κατά την ιδικήν μου γνώμη όμως, για δύο λόγους: για να νομοθετήση ο νομοθέτης όλων των νομοθετών με την ιδικήν του υποταγή την υπακοή των τέκνων προς τους γονείς, και για να αγιάση όλα τα στάδια της ηλικίας, και τρίτον για να μην επιδείξη ο παντέλειος κάποια ξένην προς την ιδική μας και ανομοία βιοτήν, εφ’ όσον μάλιστα ήθελε να μας παρουσιάση τον τέλειον τρόπο ζωής. Αφού και τώρα, μολονότι είχε φθάσει στην τελείαν ανδρικήν ηλικία, ο Άρειος ετόλμησε να διακηρύξη ότι το σώμα του ήταν άψυχο, ο δε Απολινάριος, ακολουθώντας τον προηγούμενο ως προς την ασέβεια, να φλυαρήση ότι ο Κύριός μας δεν είχε νου, ο δε νέος Μανιχαίος, φθάνοντας στο αποκορύφωμα της ασεβείας, να δογματίση ότι δεν πρέπει να εικονίζεται. Και ας ιδούμε πόση είναι η διαφορά του ενός από το άλλο. Αυτός μεν που δίδει τον χαρακτηρισμό του αψύχου, αφαιρεί την ζωήν από το σώμα του Δεσπότου. Διότι ό,τι στερείται ψυχής, ευρίσκεται βεβαίως και έξω από την ζωή. Εκείνος δε που φλυαρεί ότι ο Κύριος είναι άνους, τον συναριθμεί με την άλογο φύση. Επειδή κάθε τι που δεν έχει νου είναι και άλογον. Ο άλλος δε που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να εικονίζεται, αρνείται εντελώς την σωματικήν φύση του Δεσποτικού σώματος. Διότι αφού δεν εικονίζεται, σημαίνει ότι είναι ασώματον. Πράγματι, αν έχη σώμα, και κάθε σώμα ημπορής να το αγγίσης, και έχη κάποιο χρώμα, αναγκαίως έπεται ότι ημπορεί και να εικονισθή, εκτός βέβαια εάν περιττολογούμε. Διότι εάν δεν είναι δυνατόν να εικονισθή, τότε αναμφιβόλως εξέρχεται από τα όρια του σωματικού, και ανήκει στην φύση των ασωμάτων. Τίποτε, όπως φαίνεται, δεν ημπορεί να συγκρατήση την γλώσσα που ασεβεί, όταν υποστηρίζεται και από την δύναμη της εξουσίας.


Ας ανυψώσωμε όμως το βλέμμα στις προφητικές θεοπτίες, και ας ιδούμε πώς προτυπώνεται σ’ αυτές το ιερώτατον βάπτισμα. Διότι σ’ αυτό μας καλεί η συνέχεια του λόγου. Τι λέγει λοιπόν ο Ησαϊας; Ας αναφέρωμε εκλεκτικά. «Ευφράνθητι έρημος διψώσα, ότι ερράγη (θα αναβλύση δηλαδή) εν ερήμω ύδωρ, και φάραγξ εν γη διψώση». Απευθύνεται δηλαδή στην ανθρωπίνη φύση, αυτήν που είναι έρημος όσον αφορά στην καρποφορία, η οποία προϋποθέτει πίστη και αγαθά έργα. Και ως εκ τούτου, επειδή διψά το ύδωρ της υιοθεσίας, ανέβλυσε προς χάριν της ωσάν ρεύμα ποταμού, το ύδωρ του Βαπτίσματος στον Ιορδάνη. Και τότε τι έγινε; «Και έσται η άνυδρος εις έλη», εννοεί πλουσία σε πίστη. «Και εις την διψώσαν γην, πηγή ύδατος έσται», η κρήνη αυτή της υιοθεσίας δηλαδή. «Και εκεί έσται ευφροσύνη ορνέων», εκείνων δηλαδή που αναγεννώνται με το βάπτισμα, οι οποίοι ως προς τον τρόπον της ζωής ομοιάζουν με τα όρνεα, αφού και αυτά εκ φύσεως ευχαριστούνται να διαβιώνουν στα ύδατα. Αλλά και κατά τον Γεδεών, τι είναι η πλήρης ύδατος λεκάνη; Και εδώ ο λόγος υποσημαίνει την ομοία με μήτρα κολυμβήθρα, η οποία έχει σχήμα κυκλικόν και είναι τορνευμένη από παντού, όπως η αναμαρτησία. Σ’ αυτήν εξεχύθη η ιαματική δρόσος του νοητού πόκου, η πλήρης Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναγεννώνται οι νεοτελείς παίδες του Θεού, αντικαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την «εκ σαρκός και αίματος» γέννησή τους. Και ανυψώνονται «εις άνδρα τέλειον», τόσον ώστε να κατανικούν με την Τριαδικήν λατρεία το γένος των δαιμόνων. Και κατά τον Ηλίαν όμως, τι είναι η τριπλή έκχυσις του ύδατος επάνω στο θυσιαστήριο και στο ολοκαύτωμα; Θεωρώ ότι φανερώνει ή την τριττήν υπόσταση της θείας μακαριότητος, την οποίαν επικαλείται ο ιερεύς κατά το βάπτισμα, ή την τριττήν κατάδυση του βαπτιζομένου. Και ο Νεεμάν ανέρχεται από το ύδωρ, σύμφωνα με την διαταγήν του ‘Ελισαίου, πλήρως καθαρισμένος. «Επέστρεψε», λέγει, «η σαρξ αυτού ως σαρξ παιδαρίου μικρού, και εκαθαρίσθη». Το θαύμα αυτό συμβολίζει την πλήρη απαλλαγήν του βαπτιζομένου από τις πληγές των αμαρτιών, και σημαίνει ότι αυτός ανέρχεται από το ύδωρ με ψυχήν καθαρισμένη από κάθε κηλίδα των προηγουμένων πλημμελημάτων.


Εάν μάλιστα θέλης να μάθης και το άμισθον της πνευματικής αναγεννήσεως, άκου τον Ησαϊα που λέγει: «Οι διψώντες, πορεύεσθε εφ’ ύδωρ και όσοι μη έχετε αργύριον, βαδίσαντες αγοράσατε, και φάγετε και πίεσθε άνευ αργυρίου και τιμής». Όποιος δηλαδή επιθυμεί κάποιο χάρισμα, ακόμη και αν δεν το λάβη, εκέρδισε ζωήν. Αλλά αυτά ούτως ή άλλως λαμβάνονται και μετέχονται εδώ μερικώς. Και η ιδική μου δε πτωχή διάνοια προσεκόμισε ανάλογο με την δεκτικότητά της αφιέρωμα στα προεόρτια. Συ όμως παρακαλώ, κοίτα τι γεγονότα θαυμαστά παρατηρούνται. Οι κολυμβήθρες έχουν γεμίσει από ύδατα. Βλέπουμε τις πηγές και τις κρήνες, τους ποταμούς και τις λίμνες να έχουν γίνει δοχεία του Πνεύματος. Η φύσις των υδάτων ανυψώθη σε τιμήν υπέρτιμον. Φώτα πολύμορφα που ομοιάζουν με αστέρια ετοιμάζονται να λαμπρύνουν όλη την γη, κατά την ιεράν εκείνη νύκτα. Σε κάθε δε πόλη και χώραν υπάρχουν κήρυκες της Εκκλησίας, οι οποίοι ιερατεύουν τα θεία και υψηλά αυτά μυστήρια, και αγιάζουν τα ύδατα δια της επιφοιτήσεως σε αυτά του Αγίου Πνεύματος. Είθε με την μετάληψιν αυτών να αγιασθούμε και εμείς, και να φωτισθούμε αυτήν την ημέρα από το παμφαές Πνεύμα, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.


Αμήν».


(Από το βιβλίο “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 639 και εξής. Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή προ των Φώτων: σχετικά με το κήρυγμα μετανοίας του Ιωάννη του Βαπτιστή

 Αποσπάσματα από την ομιλία Ι΄ του αγίου Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου


«᾽Εν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται ᾽Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ᾽Ιουδαίας [καὶ] λέγων, Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν [: Κατά τις ημέρες εκείνες (που ο Ιησούς ζούσε αφανής στη Ναζαρέτ) έκαμε την εμφάνισή του ο Ιωάννης ο βαπτιστής και κήρυσσεστην έρημο της Ιουδαίας (που βρίσκεται στα βόρεια της Νεκράς Θάλασσας),και έλεγε:“μετανοείτε, αλλάξτε φρονήματα και ζωή, διότι η βασιλεία των ουρανών (την οποία θα μας φέρει ο Μεσσίας) έχει πλέον πλησιάσει”.]»


«᾽Εν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»: Ποιες ημέρες εννοεί ο Ευαγγελιστής; Διότι ο Ιωάννης δεν εμφανίζεται τότε, όταν δηλαδή ο Ιησούς ήταν παιδί, αλλά ύστερα από τριάντα έτη, όπως μαρτυρεί και ο Λουκάς (Λουκ. 3, 1-3). Γιατί, λοιπόν, λέγει «κατά τις ημέρες εκείνες»; Είναι γενική συνήθεια στην Αγία Γραφή να χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο της εκφράσεως, όχι μόνο όταν διηγείται αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο χρόνο, αλλά και όταν αναφέρεται σε γεγονότα που θα συμβούν πολλά χρόνια αργότερα.

Το ίδιο συνέβη και όταν ο Ιησούς καθόταν στο όρος των Ελαιών και Τον πλησίασαν οι μαθητές Του και ήθελαν να μάθουν για τη Δευτέρα παρουσία  Του και την άλωση της Ιερουσαλήμ (Ματθ. 24 κ.ε.). Γνωρίζετε, βέβαια, πόσος χρόνος μεσολαβεί μεταξύ των δύο γεγονότων. Αφού, λοιπόν, ομίλησε για την ολοκληρωτική καταστροφή της μητροπόλεως και ολοκλήρωσε τον λόγο για τα γεγονότα αυτά (Ματθ. 24, 3 και 9) και επρόκειτο να μεταβεί στο χρόνο της συντελείας του κόσμου πρόσθεσε τη φράση «Τότε και αυτά θα συμβούν», χωρίς να συνάπτει τους δύο ξεχωριστούς χρόνους των δύο αυτών γεγονότων με το να πει «τότε», αλλά καθόριζε εκείνο μόνο τον χρόνο, κατά τον οποίο επρόκειτο να λάβουν χώρα αυτά· πράγμα το οποίο κάνει και τώρα, όταν λέγει: «Κατά τις ημέρες εκείνες». Διότι δεν επέλεξε την έκφραση αυτή για να δηλώσει τις αμέσως επόμενες ημέρες των προηγούμενων γεγονότων (Ματθ. 2, 23), αλλά εκείνες ήθελε να καθορίσει, κατά τις οποίες επρόκειτο να συμβούν, όσα προετοιμαζόταν να διηγηθεί.


Και για ποιο λόγο, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, ο Ιησούς, ύστερα από τριάντα χρόνια, ήλθε για να βαπτισθεί; Μετά το βάπτισμα αυτό, λοιπόν, σκόπευε να καταργήσει τον νόμο. Γι’ αυτό μέχρι της ηλικίας αυτής, η οποία προσβάλλεται από όλα τα αμαρτήματα, παραμένει και εφαρμόζει αυτόν καθ’ ολοκληρίαν, ώστε κανένας να μην ισχυρίζεται ότι κατήργησε αυτόν, επειδή δεν μπορούσε να τον τηρήσει. Διότι δε δεχόμαστε πάντοτε όλων μαζί των παθών την επίθεση· αλλά κατά την παιδική ηλικία μάς διακρίνει η απερισκεψία και η δειλία, στη συνέχεια δε η σφοδρή επιθυμία για τις ηδονές και έπειτα η επιθυμία των χρημάτων. Για τον λόγο αυτό, αφού περίμενε σε όλα τα στάδια της ηλικίας και αφού σε όλα αυτά τήρησε τον νόμο, έτσι έρχεται για να βαπτισθεί, τοποθετώντας το βάπτισμα στο τέλος μετά την εκπλήρωση των άλλων εντολών.


Το ότι δε το βάπτισμα ήταν γι’ αυτόν το τελευταίο κατόρθωμα από τα οριζόμενα από τον νόμο, άκουσε τι λέγει: «Διότι έτσι είναι πρέπον σε εμάς να εκτελέσουμε κάθε εντολή» (Ματθ. 3, 15). Αυτό δε που λέγει, σημαίνει το εξής· Εφαρμόσαμε όλες τις νομικές διατάξεις, δεν παραβιάσαμε καμία εντολή. Επειδή, λοιπόν, αυτό μας μένει ακόμη, πρέπει να το προσθέσουμε και αυτό και έτσι θα εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη δε ονομάζει εδώ την τήρηση όλων των εντολών· ότι αυτή είναι η αιτία, για την οποία ο Χριστός ήθελε να βαπτισθεί, είναι φανερό από τα ανωτέρω.


Αλλά γιατί ανατέθηκε τούτο το βάπτισμα στον Ιωάννη; Το ότι βέβαια ο υιός του Ζαχαρία δεν πήρε την απόφαση αυτή να βαπτίζει από μόνος του, αλλά εκτελούσε το έργο αυτό παρακινούμενος από τον Θεό, και ο Λουκάς το φανερώνει, όταν λέγει: «Δόθηκε εντολή από τον Θεό προς τον Ιωάννη» (Λουκ. 8, 2) και ο ίδιος ο Ιωάννης το λέγει: «Εκείνος που με απέστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· σε  όποιον θα δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστερά και να μένει επάνω Του, Αυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο» (Ιωαν. 1, 33).


Και για ποιο σκοπό απεστάλη να βαπτίζει; Και αυτό, πάλι, ο Βαπτιστής μάς το γνωστοποιεί λέγοντας: «Και εγώ ο ίδιος δεν Τον γνώριζα προηγουμένως, αλλά για να γίνει Αυτός φανερός στους Ισραηλίτες, για τον λόγο αυτό ήλθα εγώ και βαπτίζω με νερό στα ύδατα του Ιορδάνου»(Ιωαν. 1,31).


Μα εάν ήταν μόνο αυτή η αιτία της αποστολής του, τότε γιατί λέγει ο Λουκάς ότι «ήλθε σε ολόκληρη την περιοχή του Ιορδάνη και κήρυττε βάπτισμα μετανοίας για άφεση αμαρτιών» (Λουκ. 3, 8); Βέβαια, το βάπτισμα αυτό δεν έσβηνε τα αμαρτήματα, αλλά η δωρεά αυτή ήταν γνώρισμα του βαπτίσματος που δόθηκε στη συνέχεια. Διότι, μέσω του βαπτίσματός μας ενταφιαστήκαμε μαζί με τον Χριστό και ο παλαιός μας εαυτός συσταυρώθηκε τότε, και πριν από τον σταυρό δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών σε καμία περίπτωση· πάντοτε, βέβαια, το αίμα Αυτού θεωρείται ως αιτία της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων. Αλλά και ο Παύλος λέγει: «Αλλά λουσθήκατε με το άγιο βάπτισμα και καθαρισθήκατε από αυτά τα αμαρτήματα», όχι με το βάπτισμα του Ιωάννου, «αλλά πήρατε τον αγιασμό που χαρίζει το Πνεύμα το Άγιο, γίνατε δίκαιοι εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια του Πνεύματος του Θεού μας» (Α΄Κορινθ. 6, 11). Και σε άλλο βιβλίο λέγει: «ο Ιωάννης μεν σας βάπτισε σε βάπτισμα μετανοίας και προπαρασκευής» και δεν λέγει «αφέσεως», «λέγοντας συγχρόνως στον λαό να πιστέψουν σε εκείνον, που θα ερχόταν κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησού Χριστό, ο οποίος και μόνος θα έδιδε άφεση και σωτηρία”. Πραγματικά, αφού ακόμη δεν είχε πραγματοποιηθεί η θυσία του Κυρίου, ούτε το άγιο Πνεύμα είχε κατέβει, ούτε η αμαρτία είχε συγχωρηθεί, ούτε η έχθρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου είχε καταργηθεί, ούτε η κατάρα είχε αφανιστεί, πώς επρόκειτο να γίνει άφεση αμαρτιών;


Τότε τι σημαίνει η έκφραση «εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. 3, 4· Μαρκ. 1, 4); Οι Ιουδαίοι ήταν αγνώμονες και ουδέποτε δε συναισθάνονταν τα αμαρτήματά τους, αλλά, ενώ ήσαν ένοχοι για τα βαρύτερα παραπτώματα, δικαίωναν τους εαυτούς τους σε κάθε περίπτωση, πράγμα το οποίο τους οδήγησε στην καταστροφή και τους απομάκρυνε από την πίστη. Αυτήν την κατηγορία αποδίδοντας σε αυτούς και ο Παύλος έλεγε· «Διότι αυτοί αγνόησαν μεν και παραμέρισαν την δικαίωση, που εξ αγάπης παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τις δικές τους αντιλήψεις περί δικαιώσεως και έτσι δεν υποτάχθηκαν στην δικαίωση του Θεού (Ρωμ. 10, 3)». Και πάλι· «Τι λοιπόν θα συμπεράνουμε τώρα; Ότι τα ειδωλολατρικά έθνη που δεν επεδίωκαν να δικαιωθούν, κατέλαβαν ως κτήμα τους την δικαίωση, δικαίωση δε η οποία προέρχεται από την πίστη, οι δε Ισραηλίτες, οι οποίοι επιζητούσαν την δικαίωσή τους δια του Νόμου στον αληθινό Νόμο της δικαιώσεως, δεν κατόρθωσαν να φθάσουν. Γιατί; Διότι δεν επεδίωκαν την δικαίωσή τους δια της πίστεως στον Χριστό, αλλά δια του Μωσαϊκού Νόμου, σαν να ήταν δυνατόν με έργα του Νόμου να δικαιωθούν. Διότι εξαιτίας της απιστίας τους “σκόνταψαν επάνω στον Χριστό, ο οποίος υπήρξε γι’ αυτούς λίθος προσκόμματος”» (Ρωμ .9, 30-32).


Επειδή λοιπόν η αντίληψη αυτή ήταν η αιτία των κακών, έρχεται  Ιωάννης, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά προσπαθεί να τους φέρει σε συναίσθηση των αμαρτιών τους. Εξάλλου, αυτό φανέρωνε και εξωτερική του εμφάνιση η οποία ήταν εμφάνιση μετανοίας και εξομολογήσεως: «φορούσε ένδυμα από τρίχες καμήλου και δερμάτινη ζώνη, γύρω από την μέση του» (Ματθ. 3, 4). Το ίδιο φανέρωνε και το κήρυγμά του, διότι δεν έλεγε τίποτε άλλο, παρά «να κάνετε καρπούς άξιους της μετανοίας» (Ματθ. 3, 8· Λουκ. 3, 8).


Επειδή λοιπόν, η μη αναγνώριση των οικείων αμαρτημάτων, όπως απέδειξε και ο Απόστολος Παύλος, τους έκανε να απομακρύνονται από τον Χριστό, ενώ η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους τούς γεννούσε την επιθυμία να αναζητούν τον Λυτρωτή και να επιδιώκουν τη συγχώρηση των αμαρτιών, για τον λόγο αυτό ήλθε Ιωάννης, για να συντελέσει σε αυτό ακριβώς και να πείσει αυτούς να μετανοήσουν· όχι βέβαια για να τιμωρηθούν, αλλά αφού με την μετάνοια γίνουν πιο ταπεινοί και κατηγορήσουν τους εαυτούς τους, να σπεύσουν για να λάβουν τη συγχώρηση.


Κοίταξε, λοιπόν, με πόση ακρίβεια καθόρισε αυτό. Διότι αφού είπε· «εμφανίστηκε ο Ιωάννης και κήρυσσε βάπτισμα μετανοίας στην έρημο της Ιουδαίας», πρόσθεσε «προς συγχώρηση των αμαρτιών» (Μαρκ. 1, 4), σαν να έλεγε, δηλαδή, ότι δι’ αυτού του βαπτίσματος έπειθε αυτούς να ομολογήσουν τα αμαρτήματά τους και να μετανοήσουν γι’ αυτά, όχι για να τιμωρηθούν, αλλά για να δεχθούν ευκολότερα την κατοπινή συγχώρηση. Διότι εάν δεν καταλόγιζαν τις αμαρτίες στους εαυτούς τους, ούτε τη Χάρη δε θα ζητούσαν. Εάν όμως δε ζητούσαν την χάρη, ούτε τη συγχώρηση δε θα ελάμβαναν. Ώστε το βάπτισμα αυτό προετοίμαζε τον δρόμο για τον Ιησού, γι’ αυτό και έλεγε ο Ιωάννης στο λαό· «να πιστέψουν σε Εκείνον, που θα ερχόταν κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησού Χριστό, ο οποίος μονάχα θα έδιδε άφεση και σωτηρία» (Πραξ. 19, 4), προσθέτοντας και αυτή τη σκοπιμότητα του βαπτίσματος σε αυτήν που αναφέρθηκε παραπάνω.


Πραγματικά, δεν ήταν το ίδιο το να περιέρχεται τα σπίτια και να περιφέρει τον Χριστό κρατώντας Τον από το χέρι και να λέγει: «Να πιστέψετε σε Αυτόν», με το να ακουσθεί η μακαρία εκείνη φωνή «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα [: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος (ομονογενής ως Θεός υιός μου, και ο απολύτως αναμάρτητος ως άνθρωπος) στον οποίον αναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι πράττει το αρεστό σε εμένα] (Ματθ. 3, 16-17)» και να γίνουν όλα τα άλλα, ενώ ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι και έβλεπαν τα συμβαίνοντα.


Για τον λόγο αυτό έρχεται για να βαπτισθεί. Διότι η υπόληψη του βαπτίζοντος και η υπόθεση του βαπτίσματος προσέλκυε ολόκληρη την πόλη και την καλούσε προς τον Ιορδάνη και μεγάλη συγκέντρωση, σαν σε θέατρο, πραγματοποιούταν. Για τον λόγο αυτόν, ο Ιωάννης όταν συγκεντρώθηκαν τους ελέγχει και προσπαθεί να τους πείσει να μην έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αποδεικνύοντάς τους ότι είναι ένοχοι για τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, εάν δε μετανοήσουν και δεν αφήσουν τη συνεχή αναφορά στους προγόνους και την καύχηση για την ευγενική τους καταγωγή και δε δεχθούν τον Ερχόμενο.


Διότι είχαν βέβαια συσκιασθεί τα σχετικά με τη ζωή του Χριστού παλαιότερα και πίστευαν οι πολλοί ότι είχε πεθάνει εξαιτίας της σφαγής που έλαβε χώρα στη Βηθλεέμ από τον Ηρώδη. Βέβαια φανέρωσε τον εαυτό Του όταν ήταν δώδεκα ετών, αλλά γρήγορα πέρασε πάλι στην αφάνεια. Για τον λόγο αυτό, χρειάζονταν λαμπρά προοίμια και κάποια υψηλότερη αρχή του έργου. Γι’ αυτό και τότε κατά πρώτον, όσα ουδέποτε δεν άκουσαν οι Ιουδαίοι, ούτε από τους προφήτες, ούτε από άλλον κανένα, διακηρύσσει με δυνατή φωνή ο Ιωάννης, αναφερόμενος στον ουρανό και την εκεί Βασιλεία, χωρίς να λέγει τίποτα περί της γης, πλέον. Όταν δε λέγει «Βασιλείας», εννοεί εν προκειμένω την παρουσία του Ιησού την πρώτη και την τελευταία.


«Και τι σχέση έχει αυτό με τους Ιουδαίους;», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς. Πραγματικά δεν αντιλαμβάνονται τι λες. Μα γι’ αυτό ακριβώς ομιλώ με τέτοιον τρόπο, απαντά ο Ιωάννης, ώστε παρακινούμενοι από την ασάφεια των λεγομένων, να θελήσουν να αναζητήσουν τον κηρυττόμενο. Έτσι λοιπόν τους προσείλκυε με τις χρηστές ελπίδες, όταν πήγαιναν κοντά του, ώστε και πολλοί τελώνες («ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι» Λουκ. 3, 12-13) και στρατιωτικοί (Λουκ. 3, 14) να ρωτούν τι πρέπει να πράττουν και πώς να ρυθμίζουν τη ζωή τους, πράγμα το οποίο ήταν απόδειξη ότι είχαν απαλλαγεί από τα επίγεια πράγματα και φρόντιζαν για άλλα σπουδαιότερα ζητήματα και ότι ονειρεύονταν τα μελλοντικά αγαθά, διότι όλα, και οι πράξεις και οι λόγοι τους ενέπνεαν υψηλό φρόνημα.


Σκέψου λοιπόν τι σήμαινε να δουν άνθρωπο, ο οποίος ήταν υιός αρχιερέως, να επιστρέφει από την έρημο ύστερα από τριάντα χρόνια, χωρίς να έχει χρειαστεί ποτέ μέχρι τώρα τίποτε από τα ανθρώπινα και να είναι άξιος σεβασμού από πάσης απόψεως, έχοντας μαζί του τον προφήτη Ησαΐα. Διότι ήταν και αυτός παρών, προβάλλοντας τον Ιωάννη και λέγοντας· «Αυτός δε ο Ιωάννης ήταν εκείνος, για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Ησαΐας λέγοντας·‘’ιδού ακούγεται φωνή ανθρώπου, ο οποίος κράζει μεγαλοφώνως στην έρημο· Ετοιμάστε τον δρόμο του Κυρίου, κάντε ευθείς και ομαλούς τους δρόμους αυτού· (δηλαδή προπαρασκευάστε τις καρδιές σας και καθαρίστε τις ψυχές σας, για να τις επισκεφτεί ο Κύριος). Αυτός είναι εκείνος, για τον οποίο είπα ότι θα έλθει και θα φωνάζει και θα κηρύττει με δυνατή φωνή στην έρημο»(Ματθ. 3, 3· Ησ. 40, 3). Διότι τόσο πολύ φρόντιζαν οι προφήτες για τα πράγματα αυτά, ώστε όχι μόνο για τον Κύριό τους προ πολλού χρόνου να προφητεύσουν, αλλά και για εκείνον, ο οποίος επρόκειτο να υπηρετήσει αυτόν. Και όχι μόνο αυτόν αναφέρουν αλλά και τον τόπο στον οποίο επρόκειτο να παραμείνει και τον τρόπο του κηρύγματος, τον οποίο θα αξιοποιούσε όταν θα εμφανιζόταν στους ανθρώπους, καθώς και τα αποτελέσματα της δράσεως αυτού.


Κοίταξε, λοιπόν, πώς καταλήγουν στα ίδια νοήματα, αν και δε χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις, και ο Προφήτης και ο Βαπτιστής. Πραγματικά, ο μεν Προφήτης λέγει ότι θα έλθει, λέγοντας: «Ετοιμάστε τον δρόμο του Κυρίου, κάντε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους Αυτού» (Ησ. 40, 3)· ο δε Βαπτιστής αφού ήλθε έλεγε: «Κάντε καρπούς άξιους της μετάνοιας» (Ματθ. 3, 3), πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με το «ετοιμάσατε τον δρόμο του Κυρίου». Βλέπεις ότι με όσα είπε ο Προφήτης και με όσα κήρυττε ο Ιωάννης, ένα μόνο πράγμα δηλώνεται, ότι δηλαδή ήλθε ο Ιωάννης να εξομαλύνει τον δρόμο και να προετοιμάσει την έλευση του Μεσσία, όχι για να προσφέρει την δωρεά, πράγμα που ισοδυναμεί με τη συγχώρηση των αμαρτιών, αλλά μόνο προετοίμαζε τις ψυχές εκείνων, που επρόκειτο να δεχθούν τον Θεό των όλων.


Ο δε Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει και κάτι επιπλέον. Δηλαδή, δεν έθεσε το προοίμιο μόνο και σταμάτησε, αλλά παραθέτει ολόκληρη την προφητεία: «πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ [: Κάθε φαράγγι θα γεμίσει (θα σκεπασθούν δηλαδή τα χάσματα, που η έλλειψη της αρετής δημιουργεί στις ψυχές) και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώσει και θα ισοπεδωθεί (κάθε δηλαδή εγωισμός και υψηλοφροσύνη, που εμποδίζει την λυτρωτική χάρη του Θεού, θα εξαλειφθεί και θα σβήσει από τις ψυχές) τα στραβά και ανώμαλα μονοπάτια θα γίνουν ευθεία οδός και οι πετρώδεις δρόμοι ομαλοί. (Ανωμαλίες και τραχύτητες και ιδιοτροπίες που δημιουργούν τα πάθη, θα φύγουν από τις ψυχές, για να υποδεχθούν αυτές τον Σωτήρα). Και όταν θα πραγματοποιηθεί αυτή η ηθική προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα δει και θα απολαύσει την σωτηρία που στέλνει ο Θεός” (Λουκ. 3, 5-6· Ησ. 40, 4-5). […]

«ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΜΗΝΥΜΑ»

 Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου μᾶς παρουσιάζει τήν ζωή καί τήν φωνή τοῦ «βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἡ φωνή αὐτή προαγγέλλει τόν Μεσσία. Ἡ ζωή καί τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου δηλώνουν ὅτι ἔφτασε ἡ ἐποχή τοῦ Μεσσία καί τό Εὐαγγέλιο θά ἁπλωθεῖ σάν χαρμόσυνο μήνυμα ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.


Τί εἶναι ὅμως τό «εὐαγγέλιο» καί τί σημαίνει γιά μᾶς σήμερα; Στούς ἀνθρώπους πού στέναζαν κάτω ἀπό τήν τυραννία τοῦ κακοῦ, κάτω ἀπό τό βάρος τῆς δουλείας ὡς κοινωνικοῦ καί ὡς πνευματικοῦ φαινομένου, ἀλλά καί κάτω ἀπό τό ζυγό τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου παρέχεται ἡ εὐχάριστη ἀγγελία ὅτι τό κακό πού μέ διάφορες μορφές του καταδυναστεύει χάνει τή δύναμή του, ἀποδυναμώνεται στό σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μιά νέα δυνατότητα ζωῆς προσφέρεται στούς ἀνθρώπους μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἀρκεῖ βέβαια οἱ ἄνθρωποι νά μετανοήσουν, νά ἐπιστρέψουν στό Θεό καί νά δεχθοῦν μέ ταπείνωση καί συντριβή τήν δωρεά Του.Μπροστά σέ μιά τέτοια θεία δωρεά δέν ὑπάρχει ἄλλη πιο συνετή στάσηγ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή μετάνοια, γιατί ἔχει ἔλθει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.


Τό Εὑαγγέλιο διακηρύσσεται συνεχῶς σάν προσφορά ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν κόσμο, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ κόσμος στηρίζει ἀλλοῦ τίς ἐλπίδες του καί περιμένει τήν σωτηρία του ἀπό ἐνδοκόσμια σχήματα, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνική κ.ἄ.


Παρ’ ὅλες τίς φαινομενικά ἐντυπωσιακές ἐπιστημονικές καί τεχνικές ἐπιτέυξεις, ὁ φόβος τοῦ πολέμου, τοῦ θανάτου καί τῆς καταστροφῆς πλανᾶται παντοῦ.


Τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάντοτε παρόν μέσα στήν ἀνθρωπότητα, σάν κρίση καί σάν σωτηρία· σάν κρίση πού ὁδηγεῖ στήν αὐτοκριτική καί τή μετάνοια καί κυρίως σάν μήνυμα σωτηρίας πού πηγάζει ἀπό τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.


Εἶναι παράλογο καί ἀσύνετο γιά τούς ἀνθρώπους νά θρηνοῦν συνεχῶς ψυχικά ἐρείπια καταστροφῶν, ἐνῶ τους προσφέρεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τό χαρούμενο μήνυμα τῆς σωτηρίας, τό «Εὐαγγέλιον Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 Οι άνθρωποι δεν έχουμε μάθει από καρδίας να αποδεχόμαστε προσταγές. Συνήθως θέλουμε εμείς να ελέγχουμε τον εαυτό μας και τη ζωή μας και θα προτιμούσαμε εμείς να είμαστε εκείνοι που προστάζουμε τους άλλους.  Η προσταγή άλλωστε έχει την έννοια ότι ο προστάζων είναι ο κύριος και ο προσταζόμενος ο δούλος, ο υπηρέτης, ο υφιστάμενος. Οι περισσότεροι εργάζονται στη ζωή τους για να έρθει εκείνη η ώρα στην οποία να μπορούν να είναι όχι απλώς κύριοι του εαυτού τους, αλλά να αποδεικνύουν την εξουσία τους δίδοντας προστάγματα και σε άλλους. Και μετέρχονται ενίοτε οι άνθρωποι κάθε μέσο, προκειμένου να εξουσιάσουν. Ακόμη και το ψέμα.


Τα προστάγματα του Θεού


Υπάρχουν όμως και τα προστάγματα του Θεού, τα οποία έχουν την μορφή της προτροπής, της ελεύθερης πρόσκλησης στον άνθρωπο να ακολουθήσει έναν δρόμο αγάπης, αλήθειας και κοινωνίας. Γιατί αυτή ήταν, είναι και θα είναι η οδός του Κυρίου (Μάρκ. 1, 3). Όχι η οδός της εξουσίας, η οποία αποσκοπεί στο να καθυποτάξει τον άνθρωπο, αλλά μία οδός καλοσύνης, η οποία αποσκοπεί στο να δώσει στον άνθρωπο αιωνιότητα. Τα προστάγματα του Θεού αποσκοπούν στην σύνδεση και κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού.


Ο Χριστός δεν μας εξουσιάζει, αλλά μας αγιάζει. Δεν περιφρονεί την ελευθερία μας, αλλά την αναδεικνύει. Μας καλεί σε έναν δρόμο φωτός και αγάπης. Και είναι η κοινωνία μαζί του στην Εκκλησία, διότι αυτή διασώζει τον δρόμο του, η εγγύηση και η ασφάλεια για όλους μας, εφόσον θελήσουμε να τον ακολουθήσουμε. Γι’  αυτό και οι όποιες προσταγές Του, είναι παροτρύνσεις αγάπης. Μας δείχνουν ότι υπάρχει το φως, αρκεί να το αναζητούμε και να ελπίζουμε σ’ αυτό. Και γνωρίζει να μας περιμένει. Ακόμη κι αν τον αρνούμαστε στη ζωή μας, εκείνος μας δίδει όλες τις ευκαιρίες μέχρι το τέλος, να επιστρέψουμε σε εκείνον. Αρκεί η καρδιά μας να είναι καλοπροαίρετη.


Οδός αποστολής


Καλούμαστε λοιπόν να βαδίσουμε την οδό του Κυρίου. Είναι μία οδός καλοσύνης, σε έναν κόσμο γεμάτο σκληρότητα, αντιπαραθέσεις, κακία, αμαρτία. Είναι μία οδός που θέλει χρόνο για να την βαδίσουμε και όχι αποτελέσματα «εδώ και τώρα», δεν υπόσχεται δόξα και αναγνώριση, αλλά υπομονή και αγιότητα, σταυρό και ανάσταση.  Είναι μία οδός αγάπης, η οποία στρέφεται προς τον πλησίον και ζητά και εκείνος να ζήσει την χαρά και το φως.


Ζούμε σε μία εποχή από την οποία απουσιάζει η αίσθηση της αποστολής να ετοιμάσουμε την οδό του Κυρίου. Αυτή την είχαν οι προφήτες στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, με κορυφαίο εκφραστή τους τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Μόνο που για να ετοιμάσουν την οδό του Κυρίου δεν αρκούνταν στους λόγους, στον ζήλο, στην έμπνευση, στην διδαχή της αλήθειας. Έκαναν αυτά πράξη και με τα έργα τους. Την ασκητικότητα και την λιτότητα στην διατροφή τους. Την απόσυρσή τους στην έρημο, δηλαδή στην προσευχή και στην αναζήτηση του Θεού. Το θάρρος τους και την αποφασιστικότητά τους να διακηρύξουν την αλήθεια, ακόμη και με τίμημα το μαρτύριό τους. Αυτή την αποστολή την κληροδότησαν σε όλους εμάς τους χριστιανούς, οι οποίοι μετέχουμε στο προφητικό αξίωμα του Κυρίου μας, δηλαδή στην ευθύνη για διδαχή του θελήματος του Θεού σε όλους. Και αυτό το θέλημα βαπτίζει στο φως τον άνθρωπο, αγιάζει το πρόσωπο και το σύνολο και γίνεται αφετηρία ενός άλλου ήθους:  αυτού της καλοσύνης, της αγάπης και της αλήθειας, της υπομονής και της αγιότητας.


Προσταγή ελπίδας


Η προσταγή «ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου» είναι μία προτροπή ελπίδας. Υπάρχει αυτή η οδός. Και είμαστε κεκλημένοι όλοι να αγωνιστούμε να την ετοιμάσουμε. Πρώτα στις καρδιές μας και στη συνέχεια στη ζωή όλων. Και ο ισχυρότερος όλων μας (Μαρκ. 1, 7) θα δώσει το φως και τον αγιασμό του και σε μας και στον κόσμο μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

 « Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καί κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν»


Βάπτισμα μετανοίας προσέφερε ο άγιος Ιωάννης στην έρημο του Ιορδάνη ποταμού. Ήταν πράγματι ασυγκρίτως ανώτερο από το βάπτισμα των Ιουδαίων που αποσκοπούσε μόνο στον καθαρισμό του σώματος. Ωστόσο, πολύ κατώτερο από το βάπτισμα Του Χριστού. Όπως μας αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα μπορούσε να παρομοιαστεί ως μία γέφυρα ανάμεσα στα δύο βαπτίσματα. Χωρίς όμως μετάνοια, θα ήταν αδύνατο οι άνθρωποι να δεχθούν το βάπτισμα Του Χριστού.


Ο άνθρωπος όμως για να φτάσει σε μετάνοια, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσει ότι αμαρτάνει. Ότι δηλαδή έχει αστοχήσει στην ζωή του να εφαρμόσει το θέλημα Του Θεού. Πως όμως είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στην ζωή μας κάτι, για το οποίο, είτε πολύ λίγα γνωρίζουμε ή σχεδόν καθόλου. Η ημιμάθεια, θα μας οδηγεί συνέχεια σε αδιέξοδα, με αποτέλεσμα είτε να απογοητευόμαστε είτε να αναγκαστούμε να προσαρμόσουμε κάποια πράγματα στην ζωή μας όπως μας βολεύουν.


Είναι όμως δυνατόν με τον τρόπο αυτό να φτάσουμε ποτέ στο «καθ’ ομοίωσιν»;


Ενώ θα νομίζουμε ότι είμαστε μέλη του σώματος Του Χριστού και ότι εφαρμόζουμε στην ζωή μας το θέλημα Του, κινδυνεύουμε να ακούσομε «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Συνεπώς θα πρέπει να αναρωτηθούμε, γνωρίζουμε πράγματι το θέλημα Του Κυρίου. 


Αφιερώνομε μέρος του καθημερινού χρόνου μας για την μελέτη των Αγίων γραφών;


Προστρέχουμε στις συνάξεις της εκκλησίας ή στις καθημερινές ακολουθίες της;


Η απάντηση δυστυχώς για τους πλείστους από εμάς είναι αρνητική. Οι καθημερινές βιοτικές μέριμνες έχουν πλέον κυβερνήσει την ζωή μας. Στο καθημερινό βεβαρυμμένο πρόγραμμα μας, δεν υπάρχει χρόνος για Τον Θεό. Όμως ο άνθρωπος αποτελείτε μόνον από σώμα και μόνον βιοτικές ανάγκες έχει; Η ψυχή του ανθρώπου επειδή δεν φαίνεται, σημαίνει ότι δεν υπάρχει; Στην πραγματικότητα, όχι μόνον υπάρχει, αλλά θα υπάρχει στους αιώνες. Παράδειγμα μας, θα πρέπει να είναι οι χριστιανοί την εποχή του μεγάλου Βασιλείου, όπου ανάγκαζαν τον Άγιο να τους κατηχεί καθημερινά, προσερχόμενοι στους ναούς, πριν και μετά την εργασία τους. 


Έτσι, πρώτο βήμα για όλους αποτελεί να εννοήσουμε το λόγο Του Θεού. Μόνον τότε θα μπορέσουμε να ελέγξουμε αν πορευόμαστε στο θέλημα Του Κυρίου. Μόνον τότε θα καταλάβουμε ότι αμαρτάνουμε. Και όπως ο άσωτος υιός ήρθε «εἰς ἑαυτὸν», κατανοώντας τα λάθη του, αναστάς πορεύθηκε προς τον πατέρα του με πλήρη ταπείνωση, χωρίς να προσδοκά οποιαδήποτε αξίωση. Έτσι και εμείς, εννοώντας την αποστασία μας από Τον Κύριο, αναστάντες να πορευθούμε προς το θέλημα Του, με πλήρη ταπείνωση και μετάνοια.


Είναι όμως τόσο εύκολο, από την μία στιγμή στην άλλη να αλλάξουμε τρόπο ζωής; Να λειτουργήσουμε δηλαδή σαν ένας διακόπτης, και με ένα κλικ να μεταβάλουμε τον εαυτό μας και τις συνήθειες του. Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος για να πορευθεί προς Τον Θεό, θα πρέπει να επαναστατήσει κατά του εαυτού του. Θα πρέπει να απελευθερωθεί από το «εγώ» και το αμαρτωλό θέλημα του, και στην θέση τους τοποθετήσει το θέλημα Του Κυρίου. Μόνον τότε, θα μπορέσει να οδεύσει προς Τον Κύριον.


Η πρώτη φορά που υποσχεθήκαμε, να ακολουθήσουμε το θέλημα Του Κυρίου ήταν στην βάπτιση μας. Εκείνη την ημέρα συνταχθήκαμε Τον Χριστό, και αποστραφήκαμε τον πονηρό. Ενδυθήκαμε τον λευκό χιτώνα που συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής, και αναγεννημένοι αρχίσαμε μία νέα πνευματική ζωή. Ωστόσο για να διατηρηθεί λευκός χιτώνας, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ο πονηρός, καραδοκεί σε κάθε στιγμή της ζωής μας, προκειμένου να τον αμαυρώσει.


Τρανό παράδειγμα οι πρωτόπλαστοι. Η Εύα γνώριζε πολύ καλά ότι δεν επιτρεπόταν να φάει μόνον από ένα συγκεκριμένο δέντρο μέσα στον παράδεισο.


Παρόλα αυτά, ο πονηρός δια μέσου το όφεως, κατάφερε και την έπεισε να το πράξει.


Το πιο τραγικό όμως, είναι η μέθοδος που ακολούθησε για να το επιτύχει.


Διαβάλλοντας τον ίδιον Τον Θεό! Όταν ο όφις επιχείρησε να ανοίξει διάλογο με την Εύα, αυτή δεν ήταν υποχρεωμένη να του απαντήσει. Μπορούσε απλώς να τον αγνοήσει, γλιτώνοντας έτσι από το ολίσθημα της.


Εάν οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι είχαν καθημερινή κοινωνία με Τον Θεό, πείσθηκαν να πράξουν κάτι αντίθετο στο θέλημα Του Θεού, πόσον μάλλον εμείς κινδυνεύουμε. Όπου οι περισσότεροι από εμάς έχουμε άγνοια του θελήματος Του Κυρίου. Ο πονηρός προσπαθεί αδιαλείπτως, μέσα από λογισμούς που σπέρνει στη διάνοια μας, να μας πείσει να αμαρτήσουμε. Εμείς δεν είμαστε αναγκασμένοι, ούτε να τους αναλύσουμε, αλλά ούτε και να τους υλοποιήσουμε. Η πιο ασφαλή οδός, είναι η απόρριψη τους.


Οι συνέπειες για τους πρωτοπλάστους ολέθριες, αφού εξορίστηκαν από τον παράδεισο. Παρόλα αυτά, ακόμη και την ύστατη στιγμή, Ο Θεός προσπάθησε να τους φέρει σε μετάνοια. Κάτι το οποίο αν έπρατταν, Ο Θεός θα το δεχόταν. Ωστόσο, αυτοί προτίμησαν μόνον να δικαιολογηθούν. Απόδειξη ότι η μετάνοια μπορεί να αλλάξει ακόμη και την απόφαση Του Θεού, αποτελεί η σωτηρία των κατοίκων της Νινευή. Σε αυτή την πολιτεία, μετά από το κήρυγμα του προφήτη Ιωνά, οι κάτοικοι μετανόησαν πραγματικά, και Ο Θεός αναθεώρησε την απόφαση που είχε πάρει για την καταστροφή της πόλεως.


Ολέθριες όμως είναι και για εμάς οι συνέπειες όταν απομακρυνθούμε από Τον Κύριον που είναι η πηγή της ζωής. Η ψυχή μακρά Του Θεού υποφέρει, βιώνει μία συνεχή στέρηση, μη μπορώντας πουθενά να βρει ανακούφιση. Το κενό που δημιουργείται, δεν γεμίζει με καμία επίγεια ευχαρίστηση. Έτσι και εμείς, μπορεί πράγματι να παρασυρθήκαμε και να αμαυρώσαμε τον λευκό χιτώνα μας. Όμως κανείς δεν μας ανάγκασε να αμαρτήσουμε, μόνοι μας επιλέξαμε την οδό αυτή, γι’ αυτό και δεν πρέπει να δικαιολογούμαστε.


Ο Κύριος μας όμως, που είναι όλος αγάπη για το πλάσμα του, είναι πάντα έτοιμος να μας δεχθεί πίσω. Πλυντήριο μας, το μυστήριο της εξομολογήσεως, που θα γίνετε με πλήρη ταπείνωση και μετάνοια. Τότε ο χιτώνας μας θα ξανά λευκαίνεται, με την διαβεβαίωση από Τον Κύριον ότι «οσάκις αν πέσεις, έγειρε και σωθήσει».


π. Κωνσταντίνος Λαζάρου