Από νωρίς, από τότε που οι δαίμονες τον χτυπούσαν και τον άφηναν αναίσθητο, άρχισε να του παρέχεται κι ένα άλλο χάρισμα. Να εκβάλλει δαιμόνια από ανθρώπους. Παλιά η μεθοδεία του Σατανά. Ταλαιπωρεί αφάνταστα και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε απαίσιο τυφλό του όργανο. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 φέρνανε συχνά δαιμονισμένους στη Μονή, για να τους διαβάσει εξορκισμούς ο π. Ιάκωβος και να τους σταυρώσει με την κάρα του οσίου Δαβίδ.
Στις 13 του Σεπτέμβρη, το 1987, δαιμόνιο ενόχλησε το Γιώργο Λ., ένα παληκάρι 22 ετών. Κάθε μέρα και η κατάστασή του χειροτέρευε. Τον Οκτώβρη η μητέρα του και ο αδερφός του φέρανε το Γιώργο στη Μονή. Παρακάλεσαν τον π. Ιάκωβο να προσευχηθεί και να διαβάσει εξορκισμούς. Μπροστά στο ναό το δαιμόνιο αντέδρασε φοβερά. Έβριζε κι αισχρολογούσε, χειρονομούσε και απειλούσε. Μέσα στο ναό συνέχισε πιο έντονα την αντίδραση. Άνοιξε τη λειψανοθήκη ο π. Ιάκωβος, κατέβασε την κάρα του οσίου και άρχισε να διαβάζει εξορκισμούς. Τότε, από τη μητέρα, που κι αυτή μπήκε στο ναό, ακούστηκε μια κραυγή:
–Θεέ μου, τι βλέπουν τα μάτια μου, ας γίνει καλά το παιδί μου! Τελειώνοντας οι εξορκισμοί, ο Γιώργος ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο και ηρέμησε. Η μητέρα του, μόλις βγήκε από το ναό, εξήγησε σε μοναχό πως είδε τον π. Ιάκωβο όταν εκείνη έβγαζε τη φωνή. Τον είδε είπε, όσο διάβαζε τους εξορκισμούς, υψωμένον περίπου μισό μέτρο πάνω από τη γη και να πατάει σ’ ένα μαύρο νάνο με κέρατα και ουρά (στο δαιμόνιο).
Στη Μονή έφερναν δαιμονισμένους, έφερναν και ψυχοπαθείς, με διαφόρων βαθμών και τύπων σχιζοφρένειες. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολο να διακρίνει κανείς πότε ο δυστυχής άνθρωπος πάσχει από σχιζοφρένεια και πότε κατέχεται από δαιμόνιο. Ο π. Ιάκωβος είχε το χάρισμα να διακρίνει και ανάλογα με την περίπτωση, έλεγε:
–Αυτός (ο ψυχοπαθής) πρέπει να πάει στο γιατρό.
–Αυτός, παιδί μου, έχει δαιμόνιο (άρα χρειαζόταν εξορκισμούς).
Πολλοί παρακολουθούσανε τους εξορκισμούς αυτούς και κάποιοι καταγράψανε διαλόγους μεταξύ του π. Ιακώβου και των δαιμόνων. Οι δαίμονες μιλούσανε με το στόμα των δαιμονισμένων, που βρίζανε άσχημα και συχνά, ως δαίμονες, δείχνανε γνώση πραγμάτων, που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι. Η δαιμονισμένη Παναγιώτα χτυπιόταν και δεν ήθελε να πάει στον π. Ιάκωβο, τον οποίο έλεγε ότι θα τον τυφλώσει τη νύχτα, να μην μπορεί να διαβάζει. Το πρωί ο γέροντας τη ρώτησε το όνομά της και αυτή απάντησε: Οσμάν. Άλλη μία δαιμονισμένη απάντησε ότι τη λένε Βελιάρ. Τότε ο γέροντας:
–Εσύ, Βελιάρ, και ο πατέρας σου είστε ψεύτες. Βεελζεβούλ ο πατέρας σου.
Εκείνη βεβαίωσε:
–Ναι, έτσι λέγεται και μου δίνει ξύλο για να κάνω κακό, δεν αντέχω άλλο.
–Τώρα –επιτάσσει ο γέροντας– θέλω να φύγεις από την Παναγιώτα.
–Να φύγω –προλαβαίνει η Παναγιώτα– να φύγω, παλιόγερε κοκαλιάρη.
–Να πας στα όρη –συνεχίζει ο γέροντας.
Και η Παναγιώτα με παράπονο κι επιμονή:
–Να μην πάω στα όρη, να πάω σε άνθρωπο…
Ο γέροντας βάζει την κάρα του Οσίου στο κεφάλι της.
–Μου σπας τα κέρατα… Σε πολεμάω εξήντα πέντε χρόνια. Δεν μπορώ να σε ρίξω σε κάποια αμαρτία, να σε πάω στην κόλαση. Να εύχεσθε σ’αυτόν το Γέρο (=τον όσιο Δαβίδ), αλλιώς θα σας είχα λιώσει…
Έπειτα το δαιμόνιο άλλαξε τακτική και φώναζε στο γέροντα:
–Είσαι άγιος… Έχετε άγιο εδώ και δεν το καταλάβατε.
Ο γέροντας αποστόμωνε αμέσως:
–Τα λες να με παρασύρεις, αμ’ δε σ’ακούω… γη και σποδός είμαι… εγώ είμαι ταπεινός…
Το δαιμόνιο ήξερε καλά, ομολογούσε και αντιδρούσε:
–Αυτή η ταπείνωση, ρε κερατά, με καίει… φύγε ρε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου