Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἄν παραμερίσουμε τόν ὀρθολογισμό καί σκεπτικισμό μας, τήν ὑπερηφάνεια καί αὐτάρκεια τοῦ ἀνθρώπου πού νομίζει ὅτι ὅλα τά ἐξηγεῖ καί κατορθώνει, τήν ἀγωνιώδη μέριμνα τοῦ βίου, τή ρουτίνα πολλῶν καθημερινῶν ματαίων πράξεων καί ἐπιδιώξεων πού κατατρώγουν τή ζωή μας, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, καί προσέλθουμε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ μέ ταπείνωση καί ἁπλότητα, θά ἀποκαλυφθεῖ καί σέ μᾶς τό μεγάλο καί μοναδικό μυστήριο πού συντελεῖται ἐκεῖ.


Δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τό μυστήριο αὐτό ἄν δέν μετανοήσει, δηλαδή ἄν δέν ἀλλάξει νοῦν, ἄν δέν παύσει νά βλέπει τά πράγματα ἀπό τή στενή καί φτωχή προοπτική τοῦ ἀρρωστημένου ἀπό τόν ἐγωϊσμό ἀνθρώπου, γιά νά τά δεῖ μέσα στήν αἰώνια καί ἄπειρη προοπτική τοῦ Θεοῦ.


Ὅταν μιλᾶμε γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νά τήν ἀντιλαμβανόμαστε καί ὡς μυστήριο πρέπει νά τήν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τά γεγονότα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μέ θαυμαστό τρόπο πού ξεπερνᾶ τό νοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐάν ἡ θεία ἐνανθρώπηση ἦταν καταληπτή, δέν θά ἦταν θεία καί παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἤ δέν πιστεύουν, μέ ἐκεῖνον πού καθόταν στό σκοτάδι καί πληρώθηκε ἀπό φῶς, ἐπειδή ὅμως δέν γνώριζε τό πῶς ἦλθε τό φῶς, δέν δέχθηκε τό φωτισμό. Ἄν πιστεύαμε μόνο σέ ὅσα μπορούσαμε νά ἀντιληφθοῦμε μέ τή γνώση, τότε δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει τίποτε πέρα ἀπ' αὐτά πού ὁ νοῦς μας συλλαμβάνει καί προπαντός δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει ὁ ἀκατάληπτος Θεός, ἐφ' ὅσον ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀδυνατεῖ νά τόν ἀντιληφθεῖ. Εἶναι λοιπόν τολμηρό νά ἐρωτᾶμε πῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί νά προσπαθοῦμε μέ τή διάνοιά μας νά τό ἐξιχνιάσουμε, ὅταν ἀγνοοῦμε ἀκόμη καί γιά τόν ἑαυτό μας πῶς γίναμε ἄνθρωποι, πῶς ἡ νοερά ψυχή μας εἶναι συνδεδεμένη μέ τό σῶμα μας. Γι' αὐτό ὁ μόνος τρόπος προσεγγίσεως στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως καί σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πίστη στήν παντοδυναμία τῆς θελήσεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.


Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων πού ἀποτελεῖ ὡς γεγονός "σεισμόν γῆς", κατά τήν χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, εἶναι τό κεντρικό μυστήριο ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ δημιουργία καί ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στόν Θεάνθρωπο Χριστό, πού μέ τήν ἐσάρκωσή Του κι ὅλα τά μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τή χριστολογική καί χριστοκεντρική ρίζα καί προοπτική κάθε πραγματικότητας καί ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητας. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί τά Χριστούγεννα ἑορτάζονται καί πανηγυριζονται σάν "τά σωτήρια τοῦ κόσμου, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ κοινή ἑορτή πάσης τῆς κτίσεως" (Μ. Βασίλειος). Ἐπειδή, ὁ "ἐπιδημήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκένωσεν ἑαυτόν, ἵνα τῷ κενώματι αὐτοῦ πληρωθῇ ὁ κόσμος".


"Ἐπειδή ὁ Θεός," λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, "μᾶς ἔδωσε νά κοινωνήσουμε τό καλύτερο καί δέν τό φυλάξαμε, γι' αὐτό μεταλαβαίνει τό χειρότερο, ἐννοῶ τή φύση μας, ὥστε ἀπό τή μιά μεριά νά ἀνακαινίση τόν ἑαυτό Του καί μέ τόν ἑαυτό Του τό κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν, καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάξει καί σέ μᾶς τήν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μέ τόν ἑαυτό Του τήν ἔκαμε σέ μᾶς δυνατή. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή φθορά μέ τήν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεώς μας. Νά ἀνακαινίσει τό σκεῦος πού ἀχρειώθηκε καί κομματιάστηκε,νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, μέ τό νά μᾶς καλέσει στή θεογνωσία καί νά τόν νεκρώσει, νά μᾶς μάθει νά παλεύουμε ἀποτελεσματικά μέ τόν τύραννο, ὁπλισμένοι μέ ὑπομονή καί ταπείνωση".


Ὁ Θεός ἔγινε τέλειος καί ἀληθινός ἄνθρωπος, "ἄνθρωπος ἐν πληγῇ", "ἐν δούλου μορφῇ", χωρίς νά πάψει νά εἶναι τέλειος καί ἀληθινός Θεός, γιά νά κάμει τόν ἄνθρωπο πλήρη καί τέλειο υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό κατά χάριν. "" Ὁ Θεός πτωχεύει τήν ἐμήν σάρκα, ἵνα ἐγώ πλουτήσω τήν αὐτοῦ Θεότητα.... κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵνα ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως". Ὁ Θεός μας ἔρχεται νά κενωθεῖ, νά πτωχεύσει, νά κριθεῖ, νά σταυρωθεῖ, νά κατέλθει στόν Ἅδη, νά ἀναστηθεῖ καί νά ἀναληφθεῖ, γιά νά φανερώσει μέ ὅλο αὐτό τό μυστήριο τῆς κενώσεώς Του, ὅτι δέν εἶναι δύναμη, ἰσχύς, αὐθεντία, κυριαρχία, νομοθεσία, καταδίκη, τιμωρία, ἐκδίκηση. Ἔρχεται, μέ ἄλλα λόγια, νά σώσει στήν ἀγάπη καί μέ τήν ἀγάπη Του τόν ἄνθρωπο, νά βαστάξει ὅλες τίς ἀσθένειές μας καί νά σηκώσει ὅλα τά ἀνομήματά μας, νά μεταμορφώσει ὅλες τίς ἀπελπιστικά ἀνθρώπινες καταστάσεις σέ γνώση τῆς δυνάμεως τῆς Ἀναστάσεώς Του.


Ὁ Χριστός γεννιέται και ἀνακλίνεται πραγματικά στήν Ἐκκλησία, καί στό λίκνο τῆς καρδιᾶς μας, πού εἶναι λίκνο τῶν ἀλόγων παθῶν "θέλων ρύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀλογίας".


Ἡ φάτνη τῆς σαρκώσεως γίνεται τό θυσιαστήριο τοῦ κόσμου ἀπό τό ὁποῖο προσφέρεται ὁ ἄρτος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ σάν τροφή τῶν λαῶν τῆς γῆς· διότι στό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων θεᾶται, προσκυνεῖται καί δοξάζεται ὁλόκληρη ἡ σωτηρία. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο πού μποροῦν νά θαυμάζουν ὅσοι μποροῦν νά ἀναγνωρίζουν τή μεγαλειότητα στήν ταπείνωση, τόν πλοῦτο στήν πτώχεια, τήν ἐλευθερία στήν ὑπακοή.


Στήν Καστοριά, μεταξύ τῶν 72 βυζαντινῶν ναῶν, προεξἐχουσα θέση κατέχει ὁ ναός τῆς Παναγίας τῆς Κουμπελίδικης, ὅπως λέγεται, ἐξαιτίας τοῦ χαρακτηριστικοῦ καί ὑπερβολικοῦ σέ ὕψος τρούλου του (κουμπέ), τοῦ 11ου αἰώνα καί τοιχογραφίες τοῦ 14 ου αἰῶνα. Στό ἐξωτερικό τείχωμα τῆς προσόψεως καί πρό τῆς κεντρικῆς εἰσόδου ὑπάρχει σέ φυσικό μέγεθος ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τό θεῖο βρέφος στήν ἀγκαλιά. Ἕνας βιαστικός ἐπισκέπτης ἴσως νά ἐντυπωσιασθεῖ ἀπό τή τεχονοτροπία τῆς εἰκόνας, ἀλλά δέν θά ὑποψιασθεῖ πώς ἐδῶ ἔχουμε μιά ὁλόκληρη θεολογία καί μάλιστα ὑψηλῆς συλλήψεως ἀπό τόν ἁγιογράφο. Καί νά γιατί:


Μέ τήν εἰκονογράφηση αὐτή τονίζεται τό πρωταρχικό δόγμα τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου. Ὁ ἀγιογράφος δέν τήν τοποθετεῖ στό μέσα τοῦ Ναοῦ ἀλλά στό ἔξω μέρος καί μάλιστα πρό τῆς εἰσόδου. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι γιά νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος ἐντός στά ἐντός τοῦ ναοῦ, νά μετάσχει λειτουργικά καί μυστηριακά στά τελούμενα, γιά νά γίνει ἕνα πλῆρες μέλος τῆς κοινότητας καί ἄξιος τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν, γιά νά μεταμορφωθεῖ σέ πολίτη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά περάσει ἀπό τό γεγονός τῆς Θείας Ἐνσαρκώσεως. Στήν εἰκονογραφημένη, ὅμως, παράσταση ὑπάρχει καί μιά λεπτομέτρεια, μοναδική ἴσως σέ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Ἡ λεπτομέρεια αὐτή εἶναι συγκλονιστική γιά τό θεολογικό της βάθος.


Σᾶς περιγράφω τήν εἰκόνα: Σέ φυσικό μέγεθος καί σέ ὄρθια στάση ἡ Παναγία, σάν μητέρα στοργική κρατάει σφιχτά στόν κόρφο της τό θεῖο βρέφος. Τό πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶναι γλυκύ, νεανικό, μέ μιάν ἀνείπωτη ἔκφραση πληρότητας καί ὀμορφιᾶς, καί ἀτενίζει τόν κόσμο μέ τρυφερότητα . Τό Βρέφος ἔχει ἔντονα στραμμένο τό κεφάλι του πρός τό ἐπάνω δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας καί ἀτενίζει μέ φρίκη τά σύμβολα τοῦ Σταυροῦ. Τό πρόσωπό του εἶναι σκληρό, γηρασμένο, ὅλο πόνο καί ὀδύνη, ὡσάν νά ἔχει τυπωθεῖ ἐπάνω του ὅλος ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη τοῦ κόσμου. Αὐτό τό Παιδίον εἶανι ἀπό τώρα, ἀπό τή στιγμή τῆς Γέννησής Του ὁ Ἀμνός τῆς σφαγῆς, "ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου῾. Αὐτά θεολογικά σημαἰνουν πώς Σάρκωση δέ νοεῖται χωρίς τό Σταρό καί τό Θάνατο. Τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως κατανοεῖται στίς ἀήθινές του διαστάσεις μόνο κάτω ἀπό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῆς Σαρκώσεως δέν μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ χωρίς τή Θεολογία τοῦ Σταυροῦ. Ἀλά καί μιά Θεολογία τοῦ Σταυροῦ χωρίς τή Θεολογία τῆς Ἀναστάσεως εἶναι τραγικά ἐλλιπής καί εὔκολα ὁδηγεῖ σέ μιά "θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ". Σάρκωση, λοιπόν, Σταυρός καί Ἀνάσταση, τό ὅλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.


Οἱ ἄνθρωποι δέν εἴμεθα σήμερα ἀναπαυμένοι. Δέν μᾶς ἱκανοποιοῦν τά ὑποκατάστατα. Δέν μᾶς ἱκανοποιοῦν στήν κοπιαστική ἀναζήτηση τῆς λύτρωσης οἱ ψευδεῖς Μεσσίες, οἱ ἀνθρώπινοι καί φανταστικοί θεοί. Ἁπλά κάνουν πιό ἔντονο τό κενό, τή δυστυχία καί τήν ἀπογοήτευση. Κουραστήκαμε ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου στήν καρδιά μας καί ζητᾶμε νά ἐνδυθοῦμε τόν καινό, τόν νέο ἄνθρωπο. Νά γεννήσουμε τό Χριστό στίς καρδιές μας, νά ὑφἀνουμε, παρά τίς δυσκολίες, ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές, τό μεγάλο καί παράδοξο μυστήριο, πού οἱ αἰῶνες καί ἡ ἀλήθεια του τό ἔκαναν τόσο δικό μας.. Μᾶς λείπει, ὅμως, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο ἕνα ἀκόμη.


Ἀλλά αὐτό τό ἕνα ἀποκαλύπτει δύο μεγάλες μας ἁμαρτίες: τήν ἀδιαφορία μας γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τόν ἀδελφό μας. Μᾶς λείπει ὁ Πατέρας ἀλλά καί ἡ οἰκογένειά μας. Γιατί ἡ κοινωνία μέ τό Θεό δέν εἶναι ἔξω ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο. Καί γιατί ἡ κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη μας στό Θεό. Ἕνας ἴσον κανένας. Αὐτό πρωτακούσθηκε μέσα στούς κόλπους τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. "Ἕνας χριστιανός, ἴσον κανένας χριστιανός! Καί ἡ ἀγάπη πού χαρακτηρίζει -πρέπει νά χαρακτηρίζει- τήν κοινωνία μας μέ τό συνάνθρωπό μας καί τό Θεό μας δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πορεία τοῦ χρόνου, ἀλλά ἔχει πάντα δύναμη.


Λέγει χαρακτηριστικά ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: "Μερικοί σκέφτονται πώς ὁ Κύριος γεννήθηκε καί ἔπαθε ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο· ἐπειδή ὅμως δέν βρίσκουν μέσα τους αὐτή τήν ἀγάπη, διαλογίζονται πώς αὐτό ἔγινε κάποτε παλιά καί πέρασε. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή μας γνωρίσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε αἰσθάνεται καθαρά πώς ὁ Κύριος εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ γνησιότατος, ὁ πλησιέστατος, ὁ πιό ἀγαπημένος, ὁ ἀγαθότατος καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐτυχία ἀπό τό ν' ἀγαπᾶς τό Θεό μέ ὅλο τό νοῦ καί τήν καρδιά καί τόν πλησίον σάν τόν ἑαυτό σου. Κι ὅταν πιά ἐγκατασταθεῖ μέσα μας αὐτή ἡ ἀγάπη, τότε ὅλα χαροποιοῦν τήν ψυχή".


Ἡ χάρη ἔρχεται μέ τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό καί μ' αὐτή διατηρεῖται. Σκλήρυναν σήμερα οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί πάγωσε ἡ ἀγάπη καί ἔτσι δέν αἰσθάνονται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί χάνουν καί τήν πίστη στό Θεό!


Πῶς γίναμε ἔτσι οἱ ἄνθρωποι! Χωρίς καρδιά γιά τόν ἀληθινό καί ζώντα Θεό, τί ἄλλο ἄραγε ἔχουμε νά τοῦ προσφέρουμε- ὅ,τι ἔχουμε δικό Του. Ἡ ὅποια ἀξιομισθία μας ἀδυνατεῖ νά μᾶς χαρίσει τή Βασιλεια Του, γιατί ἡ ἁγιότητά Του δέν μετριέται. Πῶς γίναμε ἔτσι ἄσπλαγχνοι, σύνθετοι ἄνθρωποι, ἐπιτηδευμένοι, μ' ἕνα σωρό στολίδια καί φτιαξίματα στήν ψυχή καί τό πρόσωπο; πῶς γίναμε τόσο μίζεροι καί δυστυχεῖς, μοιρολάτρες καί κακόμοιροι, στερημένοι τῆς μακαρίας ἐλπίδας;


Ἄν προσπαθούσαμε νά ζήσουμε λίγο περισσότερο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πόσο θά μᾶς πλουτίσει! Πῶς θά τό πετύχουμε αὐτό;


Ἐάν ἀνακαλύψουμε ὅτι τό σπήλαιο εἶναι εἰκόνα τῆς Ἐκκησίας. Γιατί ἔξω εἶναι σκοτάδι φωτισμένο μέ ψεύτικο φῶς.


Ἐάν ἀνακαλύψουμε ὅτι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀδελφοῦ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ Θεός,


Ἐάν ζήσουμε τόν ἐκκλησιαστικό βίο γνήσια καί αὐθεντικά,


Ἐάν ἀπελευθερώσουμε τό μυαλό μας ἀπό τή δουλεία σέ μιά διδασκαλία πού ἀγνοεῖ τόν Θεό ὡς τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο,


Ἐάν μάθουμε, ὅτι γνωρίζουμε τό Θεό καλλιεργώντας μία σχέση, καί ὄχι κατανοώντας ἕνα νόημα,


Ἐάν ξαναζήσουμε τήν προτεραιότητα τῆς ζωῆς καί ὄχι τῆς ἐπιβίωσης, καί τίς ὧρες τῆς ἀδυναμίας μας ἄς μή ξεχνᾶμε νά παίρνουμε μαζί μας τόν Χριστό, τήν πηγή τῆς ζωῆς, τήν ἴδια τή ζωή, τή χαρά καί τήν ἐλπίδα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου