Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

«Κόψε τήν μέριμνα – Οἱ ἀγλαεῖς καρποί»

Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης


Ὅταν τήν ἄνοιξιν τοῦ 1964 πρωτοεπισκέφθηκα τόν Γέροντά μου, ἦταν ἀκόμα μόνος του. Ὡστόσο λειτουργοῦσε κάθε νύχτα μέ τήν βοήθειαν τοῦ παπποῦ Ἀρσενίου καί τοῦ παραδελφοῦ του Μοναχοῦ Ἰωσήφ (νῦν Βατοπαιδινοῦ).

Μέ τό πρόγραμμα αὐτό ὁ ἀείμνηστος ἐφάρμοζε πιστά τήν ἐντολήν τοῦ Γέροντός του:

«παπα-Χαράλαμπε, νά κόψης τήν μέριμνα». Μέ τό ἡσυχαστικό αὐτό πρόγραμμα ὁ ἀείμνηστος τολμῶ νά πῶ ὅτι ἐμεγαλούργησε. Ἐγνώρισε καταστάσεις πνευματικές τίς ὁποῖες μόνο στούς βίους τῶν μεγάλων ἁγίων συναντοῦμε.

Ἡ φλόγα τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς καί τοῦ ἔνθεου ἔρωτα ὡς ἄλλη χαλδαϊκή κάμινος ἔκαιε, ἀλλά δέν κατέκαιε τήν καρδιάν του. Ἀνεξίτηλες παρέμεναν ἐκεῖνες οἱ ὁλονύκτιες κοπιαστικές ἀγρυπνίες.Ἐκεῖνες οἱ λειτουργίες, ὅπου, μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ἐκλεπτισμένης ψυχῆς, ἔβλεπε ἐναργῶς τά θεῖα Μυστήρια καί Αὐτόν τοῦτον τόν γενόμενον θύτην καί θῦμα πρό τοῦ φρικτοῦ θυσιαστηρίου, δηλαδή τόν Κύριον.
Ἐκστατικός ἀπό τά ὁρώμενα, παρέλυαν τά χέρια του. Διέκοπτε τό μέλος· ἀναλυόταν σέ λουτρό δακρύων. Ἡ λειτουργία παρατεινόταν ἐπί μακρόν. Ὅταν ἔλεγε τό «Μετά φόβου Θεοῦ», αὐτόν τόν φόβον τόν ἐζοῦσε ὁ ἴδιος καί κυριολεκτικά μέ τό αἴσθημα τῆς ἀναξιότητας ἔτρεμε, βλέποντας τήν ζωντανήν παρουσίαν τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου, νά προσφέρεται διά τῶν χειρῶν του, εἰς μυστικήν βρῶσιν καί πόσιν τῶν συνδαιτημόνων.
Ὁ παραδελφός του, δηλαδή ὁ Γ. Ἰωσήφ, βλέποντας αὐτήν τήν σπάνιαν πνευματικήν κατάστασιν, ἐπανειλημμένως τοῦ συνέστησεν κάτι τό ὁποῖον ἔπραξαν πολλοί ἅγιοι πατέρες: δηλαδή νά παραιτηθῆ ἀπό τήν καθημερινήν ἱερουργίαν καί νά ἐπιδοθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἄσκησιν.
«Ὁμολογῶ, λέγει ὁ ἀείμνηστος, ὅτι καί σ᾿ ἐμένα πολλές φορές πέρασε αὐτός ὁ λογισμός ἀπό τό μυαλό μου, ἀλλά καί πάλιν τόν ἀναιροῦσα λέγοντας: “Ἐφ᾿ ὅσον πρίν κοιμηθῆ ὁ Γέροντάς μου, δέν μοῦ συνέστησε τέτοιο πρᾶγμα, φοβᾶμαι νά προχωρήσω πιό πολύ χωρίς τήν εὐλογίαν του”.
Ἀλλά μήπως καί ἔτσι ὅπως ζοῦσε, ἡ ζωή του ἦταν κατώτερη; Καθώς μέ τό ἀψευδέστατο στόμα του μοῦ ὁμολογοῦσε, πολλές φορές ἀπό τήν δυνατή φλόγα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, δύο καί τρία ἡμερόνυκτα δέν ἔκλεινε μάτι. Κατόπιν μέ τέσσερεις-πέντε ὧρες ὕπνον ἱκανοποιεῖτο τό σῶμα γιά τόν ἀπαραίτητο φόρο. Ὅσο γιά φαγητό, τό καλοκαίρι φύτευε μερικές ντομάτες. Ἀπ᾿  αὐτές ἔτρωγε κάθε μέρα, πότε μέ λίγο λαδάκι σαλάτα, πότε ἀλάδωτες στίς νηστεῖες μέ λίγο ψωμί κι ἔτσι ξεγελοῦσε καί μ᾿  αὐτόν τόν τρόπον τό ὀστράκινο σῶμα.
Παρ᾿   ὅλον ὅτι στήν ἡλικίαν ἤδη ξεπέρασε τά πενήντα, ἐν τούτοις μέχρι 1000 γονυκλισίες πού εἶχεν εὐλογίαν ἀπό τόν Γέροντά του, τίς ἐξαντλοῦσε καί ἀπ᾿  ἐκεῖ καί πέρα, ἡ ἀγρυπνία ὁλονύκτια μέ ὀρθοστασία σάν κολόνα.
Τήν περίοδον αὐτήν εἶχε ζήσει πολλές ὑπερφυσικές καταστάσεις. Ἀπό τήν ὑπερβολικήν συγκέντρωσιν τοῦ νοῦ ἐντρυφοῦσε στό δῶρο τῆς καθαρῆς καί ἀμετεώριστης εὐχῆς. Πολύ συχνά ἔμπαινε ὁ νοῦς μέσα στήν καρδιά καί ἐγίνονταν ἕνα. Αὐτό τό φαινόμενο βέβαια δέν εἶναι παράξενο στούς ἀγωνιστές, ἀλλά γιά νά τό ἐννοήσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι, μᾶς ἔλεγε ὁ μακάριος Γέροντας:
«Ὅπως ὅταν ἕνας ἰσχυρός μαγνήτης κολλήση μέ τό σίδερο, τό τραβᾶς μέ ὅλη σου τήν δύναμιν ἀλλά δέν ξεκολλᾶ, ἔτσι καί ὁ νοῦς ὅπου συναντᾶ τήν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά, ἕλκεται, γλυκαίνει, κολλᾶ τόσον πολύ, ὥστε ἄν τύχη καί κάποιος σέ φωνάξει, σοῦ κτυπᾶ τήν πόρταν, ἀκούεις μέν ἀλλά καί θέλοντας δέν μπορεῖς εὔκολα νά ξεκολλήσης. Αὐτό παραμένει ὅσον ὁ Θεός θέλει.
Ἄλλοτε ὅμως συστέλλεται, ἄλλοτε διαστέλλεται. Ὅταν συσταλλεῖ ὁ νοῦς, ἐπιστρέφει ξανά στήν φυσιολογικήν του κατάστασιν. Ὅμως ὅπως ὅταν βουτήξης ἕνα σφουγγάρι σ᾿ ἕνα μυροδοχεῖο καί μετά τό στίψης, ἐκεῖνο τό ἄρωμα κολλάει γερά καί δέν βγαίνει, ἔτσι καί ὁ νοῦς γεμίζει μέσα του ἀπό τό θεῖο μύρο. Μπορεῖ τήν ἡμέρα νά δουλεύης ἐργόχειρο, στόν κῆπο, στά ντουβάρια, ὁ νοῦς ὅμως ὅπως εἶναι ποτισμένος βαθειά μέ τήν γλυκύτητα τοῦ θείου μύρου καί χωρίς νά θέλει, εὔχεται ἀδιάλειπτα καί συχνά-πυκνά ξεχειλοῦν γλυκύτατα δάκρυα, ἀπό μόνην τήν ἐνθύμησιν τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας μας.
Ἄλλοτε πάλιν μετά τήν καθαράν προσευχήν ὁ νοῦς διαστέλλεται καί πλατύνεται. Ἐκεῖ πιά δέν διευθύνει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει αὐτήν τήν κατάστασιν τότε καταβαίνει καί λέγει:
“Βρέ, ὥστε αὐτό ἐννοοῦσε ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν ἔλεγε εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα!”».
Λέγοντας αὐτά ὁ Γέροντας, ὑπονοοῦσε ὅτι ἁρπαζόταν τό πνεῦμα του σέ ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις Κυρίου.
Μιά φορά ἕνας ἀδελφός τόλμησε νά ρωτήση εὐθέως:

Γέροντα, μήπως εἶδες καμμιά φορά στήν προσευχήν τόν Χριστό;
Βρέ, παιδί μου· ὅποιος δέν βλέπει στήν προσευχή μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν Χριστό, αὐτός δέν ἔμαθε νά προσεύχεται.
Ἐντάξει, αὐτό τό καταλαβαίνω. Ὅμως ἐννοῶ ἄν εἶδες καί μέ τά μάτια τοῦ σώματος ποτέ τόν Κύριο.
Ἄχ! νά ᾿ ξερες τί εἶναι νά δῆς τόν Χριστό μέ τά μάτια! Μόλις τόν βλέπεις, μέσα σου γεμίζεις μιά ἀπερίγραπτη χαρά. Ὅμως σέ καταλαμβάνει κι ἕνα ἀσυγκράτητο δέος, ὥστε αὐθόρμητα λυγίζουν τά πόδια· πέφτεις μπροστά του μπρούμυτα καί μέ ἀσταμάτητους λυγμούς, μένεις ἐκστατικός. Ἐκεῖ τί νά πῆς· παρουσία Θεοῦ. Μόνο θαυμάζεις, συντρίβεσαι καί κλαῖς ἀσταμάτητα.
Ἔν προκειμένω ἐμμέσως, ἀλλά πολύ σαφῶς ἀποκαλύπτει μιά ἄλλη μεγάλη πνευματική ἐμπειρία. Αὐτό τό διευκρινίζει κατόπιν σαφέστατα ὕστερα ἀπό μιά ἄλλην «πονηρήν» ἐρώτησιν τοῦ ἰδίου.
Ναί, Γέροντα, ἀλλά διαβάζουμε καί ἀκοῦμε ὅτι πολλοί πλανήθηκαν μέ δαιμονικές φαντασίες, νομίζοντας ὅτι βλέπουν τόν Χριστό.
Μωρέ, τέτοιους πλανεμένους ἀρκετούς ἐγνώρισα. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι δέν μπορεῖς νά τούς βγάλης ἀπό τήν πλάνη.
Μά, πῶς μποροῦμε νά ξέρουμε ὅτι πράγματι εἶναι πλάνη;
Αὐτό κι ἕνας ἀρχάριος τό καταλαβαίνει. Πρῶτα ἀπό τήν μορφή τους. Τό πρόσωπό τους εἶναι ἀγριεμένο. Ἐσωτερικά εἶναι γεμάτοι σύγχυσι καί ταραχή. Τόσον πολύ σκληρύνονται πού γιά χρόνια ὁλόκληρα δέν ξέρουν τί εἶναι τά δάκρυα.

»Ἔτσι εἶναι ν᾿ ἀγαπᾶς τόν Χριστό;

Ἔτσι εἶναι νά δῆς ἔστω γιά λίγο ἐκεῖνο τό γλυκύτατο πρόσωπό του;

Μωρά ὄχι μιά μέρα καί δυό, τρεῖς μῆνες δέν μποροῦσα νά σταματήσω τά δάκρυα. Ὁ γλυκύτατος πόθος σέ κατακαίει. Ὅσο καί νά θέλεις δέν μπορεῖς νά βαστάξης τόν ἑαυτό σου. Μετά τούς τρεῖς μῆνες, λιγόστευσαν τά δάκρυα, ἀλλά ἡ μνήμη δέν ἐξαλείφεται.

Ἄλλοτε πάλιν ἔβλεπε μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, ὄχι ὅμως πάντοτε, πρόσωπα ἄγνωστα σ᾿ αὐτόν σέ ὁρισμένες σκηνές τοῦ βίου τους. Ὅταν κατόπιν τόν ἐπισκέπτονταν, τούς ἔλεγε ὁ ἴδιος γεγονότα ἀπό τήν ζωή τους μέ λεπτομέρειες.
συνεχίζεται…

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου