1. Μὲ ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιότητα
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 451 μ.Χ. στὴ Χαλκηδόνα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Στὸ σχετικὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στὸ μαθητὴ καὶ στενὸ συνεργάτη του, τὸν Τίτο, τὸν ὁποῖο εἶχε καταστήσει ἐπίσκοπο στὴν Κρήτη γιὰ νὰ ὀργανώσει τὴν ἐκεῖ τοπικὴ Ἐκκλησία. Τοῦ λέγει λοιπόν: «Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι»· Τίτε, ὅσα σοῦ ἔγραψα παραπάνω εἶναι λόγος καὶ ἀλήθεια ἀξιόπιστη· καὶ γι’ αὐτὰ τὰ θέματα θέλω νὰ μιλᾶς μὲ βεβαιότητα καὶ μὲ κύρος.
Πράγματι, «πιστὸς ὁ λόγος»· οἱ ἀλήθειες ποὺ εἶχε ἀναπτύξει ὁ μέγας Ἀπόστολος στὸ μαθητή του ἦταν ἀξιόπιστες, διότι ἦταν θεόπνευστες. Τοῦ εἶχε γράψει γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως, γιὰ τὴ δικαίωση καὶ τὴ σωτηρία, τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴν κληρονομία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τέτοιες θεμελιώδεις ἀλήθειες εἶχε καθῆκον νὰ τὶς κηρύττει καὶ ὁ Τίτος «μετὰ πάσης ἐπιταγῆς» (Τίτ. β΄ 15), μὲ αὐθεντικὸ κύρος καὶ ἀπόλυτη βεβαιότητα, γιὰ νὰ ἐνισχύονται καὶ νὰ στηρίζονται οἱ χριστιανοὶ στὴν πνευματική τους πρόοδο.
Καθὼς στὴ σύγχρονη ἐποχὴ βλέπουμε ὅτι ὅλα ἀμφισβητοῦνται ἢ σχετικοποιοῦνται, εἶναι ἀνάγκη νὰ στηριχθοῦμε σὲ λόγο ἀληθινὸ καὶ ἀξιόπιστο. Νὰ στηριχθοῦμε στὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη ἀλλὰ θεϊκὴ ἀποκάλυψη. Νὰ στηριχθοῦμε στὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς παρέδωσαν ἀνόθευτη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ παραμένει αἰώνια καὶ ἀκατάλυτη, διότι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8).
2. Ἀκρίβεια καὶ αὐστηρότητα
Ὡστόσο, γιὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνηση. Ὁ θεοφώτιστος Ἀπόστολος συμβουλεύει τὸν μαθητή του νὰ ἀποφεύγει τὶς ἀνόητες συζητήσεις καὶ τὶς γενεαλογίες γιὰ τοὺς μυθικοὺς θεοὺς ἢ τοὺς εὐγενεῖς προγόνους, ὅπως καὶ τὶς φιλονικίες καὶ διαμάχες γιὰ τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο, διότι δὲν φέρνουν καμία ὠφέλεια καὶ εἶναι μάταιες. Καὶ ἀκόμη τοῦ συνιστᾶ νὰ διακόπτει κάθε σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού, μολονότι τὸν συμβούλευσαν καὶ πρώτη καὶ δεύτερη φορὰ νὰ διορθωθεῖ, ἐπιμένει νὰ δημιουργεῖ σκάνδαλα καὶ διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία· «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».
Τὸ μέτρο φαίνεται πολὺ σκληρό, εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο· ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ προστατευθεῖ τὸ ποίμνιο ἀπὸ τυχὸν ἀρνητικὲς ἐπιδράσεις καὶ διασπαστικὲς κινήσεις, ἀφετέρου δὲ γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἴδιου τοῦ αἱρετικοῦ, ὁ ὁποῖος ἴσως ἔτσι καταλάβει τὸ λάθος του καὶ ἐπιστρέψει στὴν Ἐκκλησία μετανοημένος.
Αὐτὴ ἡ συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου ἀπετέλεσε καὶ τὴ γραμμὴ πάνω στὴν ὁποία βάδισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, κάθε φορά ποὺ ἐμφανιζόταν κάποιο σχίσμα ἢ αἵρεση. Ἄραγε ἐμεῖς σήμερα, ὡς Ἐκκλησία, ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴν ἴδια σοβαρότητα καὶ ὑπευθυνότητα τὶς σχέσεις μας μὲ αἱρεσιάρχες, ὅπως π.χ. εἶναι ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει σὲ φρικτὲς ἀλλοιώσεις τῆς πίστεως; Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη ποιμένων καὶ ποιμαινομένων, γιὰ νὰ μὴν ἀλλοτριωθοῦμε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ καὶ νὰ μὴν ὑποχωροῦμε ἐκεῖ ὅπου «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις».
3. Ἡ πίστη ποὺ γίνεται ζωή…
Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας δὲν εἶναι κάποιες θεωρίες ξένες πρὸς τὴ ζωὴ μας. Ἀντιθέτως, ἐπηρεάζουν τὴν καθημερινὴ ἀναστροφή μας καὶ χρωματίζουν ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα γύρω μας. Γιὰ παράδειγμα ἡ πίστη στὴ μέλλουσα ζωὴ μᾶς ἀνακουφίζει στὶς θλίψεις, ἐνισχύει τὴν ὑπομονή μας καὶ μᾶς ἐμπνέει νὰ ἐργαζόμαστε γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή, ἀποταμιεύοντας θησαυροὺς στὸν οὐρανό. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο τονίζει ἰδιαιτέρως καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια: «μανθανέτωσαν καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι»· ὅσοι πιστεύουν, ἂς εἶναι πρόθυμοι νὰ συντρέχουν τοὺς ἀδελφοὺς στὶς ἀπαραίτητες ὑλικές τους ἀνάγκες, γιὰ νὰ μὴ στεροῦνται πνευματικοὺς καρπούς.
Πράγματι, ἡ ζωντανὴ πίστη δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ καλὰ ἔργα. Ἡ πίστη ἐμπνέει τὸν κόπο καὶ τὴ θυσία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπομονή, τὴ συμπόνια καὶ τὴ συγκατάβαση. Εἰδικὰ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔφερε στὸν κόσμο τὴν ἐπανάσταση τῆς ἀγάπης. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων χριστιανῶν, ἕνας ποταμὸς εἰρηνικῆς ἀγάπης ξεχύθηκε πάνω στὴ γῆ καὶ ἄλλαξε τὴν ὄψη τοῦ κόσμου καὶ τῶν κοινωνιῶν. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ κοινωνία τοῦ Βυζαντίου ποὺ ἀνέπτυξε πρωτοφανὴ φιλανθρωπικὴ δραστηριότητα, καθὼς εἶχε αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῆς πίστεως. Μακάρι κι ὅλοι ἐμεῖς νὰ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὥστε νὰ ἀλλάξει καὶ ἡ δική μας κοινωνία!
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 451 μ.Χ. στὴ Χαλκηδόνα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Στὸ σχετικὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στὸ μαθητὴ καὶ στενὸ συνεργάτη του, τὸν Τίτο, τὸν ὁποῖο εἶχε καταστήσει ἐπίσκοπο στὴν Κρήτη γιὰ νὰ ὀργανώσει τὴν ἐκεῖ τοπικὴ Ἐκκλησία. Τοῦ λέγει λοιπόν: «Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι»· Τίτε, ὅσα σοῦ ἔγραψα παραπάνω εἶναι λόγος καὶ ἀλήθεια ἀξιόπιστη· καὶ γι’ αὐτὰ τὰ θέματα θέλω νὰ μιλᾶς μὲ βεβαιότητα καὶ μὲ κύρος.
Πράγματι, «πιστὸς ὁ λόγος»· οἱ ἀλήθειες ποὺ εἶχε ἀναπτύξει ὁ μέγας Ἀπόστολος στὸ μαθητή του ἦταν ἀξιόπιστες, διότι ἦταν θεόπνευστες. Τοῦ εἶχε γράψει γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως, γιὰ τὴ δικαίωση καὶ τὴ σωτηρία, τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴν κληρονομία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τέτοιες θεμελιώδεις ἀλήθειες εἶχε καθῆκον νὰ τὶς κηρύττει καὶ ὁ Τίτος «μετὰ πάσης ἐπιταγῆς» (Τίτ. β΄ 15), μὲ αὐθεντικὸ κύρος καὶ ἀπόλυτη βεβαιότητα, γιὰ νὰ ἐνισχύονται καὶ νὰ στηρίζονται οἱ χριστιανοὶ στὴν πνευματική τους πρόοδο.
Καθὼς στὴ σύγχρονη ἐποχὴ βλέπουμε ὅτι ὅλα ἀμφισβητοῦνται ἢ σχετικοποιοῦνται, εἶναι ἀνάγκη νὰ στηριχθοῦμε σὲ λόγο ἀληθινὸ καὶ ἀξιόπιστο. Νὰ στηριχθοῦμε στὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη ἀλλὰ θεϊκὴ ἀποκάλυψη. Νὰ στηριχθοῦμε στὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς παρέδωσαν ἀνόθευτη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ παραμένει αἰώνια καὶ ἀκατάλυτη, διότι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8).
2. Ἀκρίβεια καὶ αὐστηρότητα
Ὡστόσο, γιὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνηση. Ὁ θεοφώτιστος Ἀπόστολος συμβουλεύει τὸν μαθητή του νὰ ἀποφεύγει τὶς ἀνόητες συζητήσεις καὶ τὶς γενεαλογίες γιὰ τοὺς μυθικοὺς θεοὺς ἢ τοὺς εὐγενεῖς προγόνους, ὅπως καὶ τὶς φιλονικίες καὶ διαμάχες γιὰ τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο, διότι δὲν φέρνουν καμία ὠφέλεια καὶ εἶναι μάταιες. Καὶ ἀκόμη τοῦ συνιστᾶ νὰ διακόπτει κάθε σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού, μολονότι τὸν συμβούλευσαν καὶ πρώτη καὶ δεύτερη φορὰ νὰ διορθωθεῖ, ἐπιμένει νὰ δημιουργεῖ σκάνδαλα καὶ διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία· «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».
Τὸ μέτρο φαίνεται πολὺ σκληρό, εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο· ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ προστατευθεῖ τὸ ποίμνιο ἀπὸ τυχὸν ἀρνητικὲς ἐπιδράσεις καὶ διασπαστικὲς κινήσεις, ἀφετέρου δὲ γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἴδιου τοῦ αἱρετικοῦ, ὁ ὁποῖος ἴσως ἔτσι καταλάβει τὸ λάθος του καὶ ἐπιστρέψει στὴν Ἐκκλησία μετανοημένος.
Αὐτὴ ἡ συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου ἀπετέλεσε καὶ τὴ γραμμὴ πάνω στὴν ὁποία βάδισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, κάθε φορά ποὺ ἐμφανιζόταν κάποιο σχίσμα ἢ αἵρεση. Ἄραγε ἐμεῖς σήμερα, ὡς Ἐκκλησία, ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴν ἴδια σοβαρότητα καὶ ὑπευθυνότητα τὶς σχέσεις μας μὲ αἱρεσιάρχες, ὅπως π.χ. εἶναι ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει σὲ φρικτὲς ἀλλοιώσεις τῆς πίστεως; Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη ποιμένων καὶ ποιμαινομένων, γιὰ νὰ μὴν ἀλλοτριωθοῦμε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ καὶ νὰ μὴν ὑποχωροῦμε ἐκεῖ ὅπου «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις».
3. Ἡ πίστη ποὺ γίνεται ζωή…
Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας δὲν εἶναι κάποιες θεωρίες ξένες πρὸς τὴ ζωὴ μας. Ἀντιθέτως, ἐπηρεάζουν τὴν καθημερινὴ ἀναστροφή μας καὶ χρωματίζουν ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα γύρω μας. Γιὰ παράδειγμα ἡ πίστη στὴ μέλλουσα ζωὴ μᾶς ἀνακουφίζει στὶς θλίψεις, ἐνισχύει τὴν ὑπομονή μας καὶ μᾶς ἐμπνέει νὰ ἐργαζόμαστε γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή, ἀποταμιεύοντας θησαυροὺς στὸν οὐρανό. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο τονίζει ἰδιαιτέρως καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια: «μανθανέτωσαν καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι»· ὅσοι πιστεύουν, ἂς εἶναι πρόθυμοι νὰ συντρέχουν τοὺς ἀδελφοὺς στὶς ἀπαραίτητες ὑλικές τους ἀνάγκες, γιὰ νὰ μὴ στεροῦνται πνευματικοὺς καρπούς.
Πράγματι, ἡ ζωντανὴ πίστη δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ καλὰ ἔργα. Ἡ πίστη ἐμπνέει τὸν κόπο καὶ τὴ θυσία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπομονή, τὴ συμπόνια καὶ τὴ συγκατάβαση. Εἰδικὰ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔφερε στὸν κόσμο τὴν ἐπανάσταση τῆς ἀγάπης. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων χριστιανῶν, ἕνας ποταμὸς εἰρηνικῆς ἀγάπης ξεχύθηκε πάνω στὴ γῆ καὶ ἄλλαξε τὴν ὄψη τοῦ κόσμου καὶ τῶν κοινωνιῶν. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ κοινωνία τοῦ Βυζαντίου ποὺ ἀνέπτυξε πρωτοφανὴ φιλανθρωπικὴ δραστηριότητα, καθὼς εἶχε αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῆς πίστεως. Μακάρι κι ὅλοι ἐμεῖς νὰ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὥστε νὰ ἀλλάξει καὶ ἡ δική μας κοινωνία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου